Ανατολή ή Δύση: δύο ιστορικά παράλληλα
του Γιώργου Καραμπελιά
Η παρούσα κρίση θέτει για άλλη μια φορά επιτακτικά το ερώτημα του εθνικού μας προσανατολισμού. Σε συνθήκες που, τηρουμένων των αναλογιών, προσομοιάζουν με εκείνες του πρώτου νεοελληνικού κράτους, δηλαδή… του ύστερου Βυζαντίου. Τότε, ο ελληνισμός, αρχικώς, υποτάχτηκε οικονομικά στη Δύση, ενώ παράλληλα άρχισε η σταδιακή απόσπαση της ανατολικής του πτέρυγας, δηλαδή της Μ. Ασίας, από τους Τούρκους (το 1071 πραγματοποιείται η μάχη του Μαντζικέρτ και η ιστορική ήττα των βυζαντινών δυνάμεων, ενώ, τον ίδιο χρόνο, οι Νορμανδοί καταλαμβάνουν την Ν. Ιταλία και Σικελία, και το 1081 επιβάλλεται η κατάργηση της φορολογίας για τους Ενετούς εμπόρους στο εσωτερικό του Βυζαντίου). Για μερικούς αιώνες, η συνδυασμένη οικονομική και στρατιωτική πίεση της Δύσης και η στρατιωτικο-θρησκευτική (μέσω της στρατιωτικής επέκτασης και των εξισλαμισμών), από την Ανατολή, πιέζουν μέχρις οριστικής εξαφανίσεως (1453) το ελληνικό Βυζάντιο. Όλα αυτά είναι πολύ γνωστά και όμως αμφιβάλλω αν έχει ποτέ αποτιμηθεί επακριβώς η σημασία και η δυναμική τους.
Έκτοτε, ο ελληνισμός, συρρικνωμένος, αγωνίζεται για να ανασυστήσει την κρατική του υπόσταση στα όρια –λίγο πολύ– του ύστερου Βυζαντίου, και αυτό αποτελεί τη «Μεγάλη Ιδέα» την οποία εξήγγειλε πρώτος ο Μιχαήλ Παλαιολόγος (1261), επανέλαβε ο Ρήγας Βελεστινλής και η Φιλική Εταιρεία, σε μια νέα εκδοχή, και προσπάθησε να υλοποιήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, για να καταλήξει στην οριστική ακύρωση με την καταστροφή το 1922. Στο εξής, ο ελληνισμός δεν διαθέτει πλέον τα μεγέθη για να συγκροτήσει έναν ανεξάρτητο, αυτόνομο πόλο, ανάλογο του υστεροβυζαντινού. Παράλληλα, οι κοινωνικές τάξεις που διεκδικούν την ηγεμονία υπακούουν στην παρασιτική εξάρτησή τους, είτε από τη Δύση, ο μεταπρατικός αστισμός μας, είτε από τη Ρωσία, οι χτυπημένες από την προσφυγιά λαϊκές τάξεις.
Στο εξής, ξετυλίγεται το μεγάλο ερώτημα, με «ποιους να πας και ποιους να αφήσεις». Η Δύση μας υποτάσσει στρατιωτικά και οικονομικά, ενώ η ισλαμική και τουρκική Ανατολή μας απειλεί με ενσωμάτωση σε μια νέα επεκτεινόμενη (νεο)οθωμανική επικράτεια. Η ανατολική Ευρώπη και προπαντός η Ρωσία, που αποτελούσε στο παρελθόν, μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856), τον σύμμαχο του υπόδουλου ελληνισμού, προτάσσει στη συνέχεια την επέκταση του σλαβισμού και όχι πια την ορθόδοξη ταυτότητα και αποτελεί, τουλάχιστον μέχρι τον Εμφύλιο, έναν επιπλέον πόλο αποσύνθεσης του ελληνισμού. Έτσι, η Ελλάδα, μη διαθέτοντας την εσωτερική δυναμική και τη γεωπολιτική θέση που θα της επέτρεπε μια αυτόνομη ανάπτυξη, και σε μία περίοδο, μετά τον Εμφύλιο, κατά την οποία η τουρκική απειλή εμφανιζόταν αμβλυμμένη, προσκολλάται με υποτελή τρόπο στη Δύση ως το μικρότερο κακό.
ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Από τότε άλλαξαν πολλά πράγματα. Το σοβιετικό στρατόπεδο κατέρρευσε και η Τουρκία, μετά την εισβολή στην Κύπρο, εμφανίζεται ως η κύρια απειλή για τη χώρα μας. Σήμερα δε, όταν η Ευρώπη και η Δύση οπισθοχωρούν τελεσίδικα, μετά οκτώ αιώνων επέκταση, η Ελλάδα, ως μία χώρα των συνόρων και ως τελευταίο ενδιαίτημα του ελληνισμού, αντιμετωπίζει και πάλι την απόρριψη από τη Δύση –αφού πρώτα την έχει γονατίσει οικονομικά– και την πιθανότητα της εγκατάλειψής της στην επερχόμενη ισλαμική Ανατολή. Γι’ αυτό και τίθεται πάλι, επιτακτικά, το ζήτημα της πορείας μας.
Όλοι γνωρίζουμε πως, χωρίς μία αυτόνομη ανεξάρτητη πολιτική, χωρίς μια παραγωγική αναδόμηση της χώρας, αργά ή γρήγορα, οδηγούμαστε στην υποταγή και την εξαφάνιση. Αυτό είναι το πρώτο και βασικό συμπέρασμα. Ωστόσο, όπως κάθε φορά, τίθεται το ερώτημα: Θα έχουμε τον χρόνο να συγκροτήσουμε έναν σχετικά αυτόνομο πόλο και να διαμορφώσουμε την αναγκαία στρατηγική συμμαχία με τους βαλκάνιους γείτονές μας, που βρίσκονται, τουλάχιστον οι πιο κοντινοί μας, η Σερβία και η Βουλγαρία, σε εξίσου άθλια ή χειρότερη κατάσταση από εμάς; Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να επιλέξουμε κάποιες συμμαχίες που θα μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, ενώ, στο μεταξύ, θα οικοδομούμε μια νέα εσωστρεφή οικονομική και πνευματική πορεία.
Το ίδιο δίλημμα είχε τεθεί και στους Βυζαντινούς Έλληνες κατά τον 15ο αιώνα. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στο Δεσποτάτο του Μορέως, πολεμούσε αδιάκοπα και νικηφόρα ενάντια στους Φράγκους, και είχε επεκτείνει την ελληνική επικράτεια, μέχρις ότου ηττήθηκε από τις συνδυασμένες δυνάμεις των Φράγκων και των Τούρκων που κάλεσαν οι Φράγκοι προς επικουρία τους. Στη συνέχεια, έγινε αυτοκράτορας στο συρρικνωμένο Βυζάντιο, που περιλάμβανε μόλις το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου και την περίμετρο της Κωνσταντινούπολης. Τότε, αυτός ο ηγέτης του πολέμου ενάντια στους Φράγκους, για την οικοδόμηση και την ανασυγκρότηση της εσωτερικής ισχύος του ελληνισμού, βρέθηκε απέναντι στην απειλή της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Και τέθηκε το δίλημμα: θα έπρεπε να συμμαχήσει με τους Δυτικούς, για να αντιμετωπίσει του Τούρκους, ή όχι; Και η επιλογή του ήταν ορθή. Διότι η Δύση μας απειλούσε με οικονομική αποικιοποίηση, ενώ η τουρκική Ανατολή με ιστορική εξαφάνιση, μέσα από τους εξισλαμισμούς, την κατάκτηση των εδαφών μας και τον εποικισμό τους με μουσουλμανικά φύλα.
Κατ’ αναλογία, το ίδιο ζήτημα έχει τεθεί στην Ελλάδα, από το 1974 και μετά. Και η Τουρκία έδειξε στην Κύπρο πως, μετά την αγγλική αποικιοκρατία, υπήρχε κάτι πολύ χειρότερο, και ίσως τελεσίδικο, η εθνοκάθαρση. Γι’ αυτό και η επιλογή της αγκίστρωσης προς τη Δύση και η ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ. Και όμως, οι ανίκανες άρχουσες τάξεις της χώρας, η μεταπρατική αστική τάξη και τα παρασιτικά μεσοστρώματα, αντί να εκμεταλλευτούν τον χρόνο –και το χρήμα– αυτής της συμμαχίας με τη Δύση/ΕΟΚ, ώστε να οικοδομήσουν εκείνη την ισχυρή παραγωγική Ελλάδα, που θα μπορούσε να αποτελεί έναν σχετικά αυτόνομο παίκτη, έκαναν το ακριβώς αντίθετο. Έκαναν ακόμα πιο παρασιτική και ανίκανη την οικονομία και την κοινωνία της χώρας, ενώ την ίδια στιγμή ενισχύονταν οι δυνάμεις του οθωμανισμού. Και έτσι, τριάντα οκτώ χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, βρισκόμαστε σε χειρότερη θέση οικονομικά και αμυντικά. Ο συσχετισμός των δυνάμεων έχει μεταβληθεί σε βάρος μας.
Από τότε άλλαξαν πολλά πράγματα. Το σοβιετικό στρατόπεδο κατέρρευσε και η Τουρκία, μετά την εισβολή στην Κύπρο, εμφανίζεται ως η κύρια απειλή για τη χώρα μας. Σήμερα δε, όταν η Ευρώπη και η Δύση οπισθοχωρούν τελεσίδικα, μετά οκτώ αιώνων επέκταση, η Ελλάδα, ως μία χώρα των συνόρων και ως τελευταίο ενδιαίτημα του ελληνισμού, αντιμετωπίζει και πάλι την απόρριψη από τη Δύση –αφού πρώτα την έχει γονατίσει οικονομικά– και την πιθανότητα της εγκατάλειψής της στην επερχόμενη ισλαμική Ανατολή. Γι’ αυτό και τίθεται πάλι, επιτακτικά, το ζήτημα της πορείας μας.
Όλοι γνωρίζουμε πως, χωρίς μία αυτόνομη ανεξάρτητη πολιτική, χωρίς μια παραγωγική αναδόμηση της χώρας, αργά ή γρήγορα, οδηγούμαστε στην υποταγή και την εξαφάνιση. Αυτό είναι το πρώτο και βασικό συμπέρασμα. Ωστόσο, όπως κάθε φορά, τίθεται το ερώτημα: Θα έχουμε τον χρόνο να συγκροτήσουμε έναν σχετικά αυτόνομο πόλο και να διαμορφώσουμε την αναγκαία στρατηγική συμμαχία με τους βαλκάνιους γείτονές μας, που βρίσκονται, τουλάχιστον οι πιο κοντινοί μας, η Σερβία και η Βουλγαρία, σε εξίσου άθλια ή χειρότερη κατάσταση από εμάς; Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να επιλέξουμε κάποιες συμμαχίες που θα μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, ενώ, στο μεταξύ, θα οικοδομούμε μια νέα εσωστρεφή οικονομική και πνευματική πορεία.
Το ίδιο δίλημμα είχε τεθεί και στους Βυζαντινούς Έλληνες κατά τον 15ο αιώνα. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στο Δεσποτάτο του Μορέως, πολεμούσε αδιάκοπα και νικηφόρα ενάντια στους Φράγκους, και είχε επεκτείνει την ελληνική επικράτεια, μέχρις ότου ηττήθηκε από τις συνδυασμένες δυνάμεις των Φράγκων και των Τούρκων που κάλεσαν οι Φράγκοι προς επικουρία τους. Στη συνέχεια, έγινε αυτοκράτορας στο συρρικνωμένο Βυζάντιο, που περιλάμβανε μόλις το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου και την περίμετρο της Κωνσταντινούπολης. Τότε, αυτός ο ηγέτης του πολέμου ενάντια στους Φράγκους, για την οικοδόμηση και την ανασυγκρότηση της εσωτερικής ισχύος του ελληνισμού, βρέθηκε απέναντι στην απειλή της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Και τέθηκε το δίλημμα: θα έπρεπε να συμμαχήσει με τους Δυτικούς, για να αντιμετωπίσει του Τούρκους, ή όχι; Και η επιλογή του ήταν ορθή. Διότι η Δύση μας απειλούσε με οικονομική αποικιοποίηση, ενώ η τουρκική Ανατολή με ιστορική εξαφάνιση, μέσα από τους εξισλαμισμούς, την κατάκτηση των εδαφών μας και τον εποικισμό τους με μουσουλμανικά φύλα.
Κατ’ αναλογία, το ίδιο ζήτημα έχει τεθεί στην Ελλάδα, από το 1974 και μετά. Και η Τουρκία έδειξε στην Κύπρο πως, μετά την αγγλική αποικιοκρατία, υπήρχε κάτι πολύ χειρότερο, και ίσως τελεσίδικο, η εθνοκάθαρση. Γι’ αυτό και η επιλογή της αγκίστρωσης προς τη Δύση και η ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ. Και όμως, οι ανίκανες άρχουσες τάξεις της χώρας, η μεταπρατική αστική τάξη και τα παρασιτικά μεσοστρώματα, αντί να εκμεταλλευτούν τον χρόνο –και το χρήμα– αυτής της συμμαχίας με τη Δύση/ΕΟΚ, ώστε να οικοδομήσουν εκείνη την ισχυρή παραγωγική Ελλάδα, που θα μπορούσε να αποτελεί έναν σχετικά αυτόνομο παίκτη, έκαναν το ακριβώς αντίθετο. Έκαναν ακόμα πιο παρασιτική και ανίκανη την οικονομία και την κοινωνία της χώρας, ενώ την ίδια στιγμή ενισχύονταν οι δυνάμεις του οθωμανισμού. Και έτσι, τριάντα οκτώ χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, βρισκόμαστε σε χειρότερη θέση οικονομικά και αμυντικά. Ο συσχετισμός των δυνάμεων έχει μεταβληθεί σε βάρος μας.
ΜΙΑ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ
Στον υστεροβυζαντινό ελληνισμό, υπήρχε μία ισχυρή πτέρυγα που εκφραζόταν από την ησυχαστική παράδοση, και στη συνέχεια από τον Μάρκο Ευγενικό, που αντιτασσόταν στη συμμαχία με τη Δύση, επιλέγοντας την πνευματική αντίσταση και όχι πλέον τη στρατιωτικο-πολιτειακή. Αυτή η παράδοση επέτρεψε στον ελληνισμό να διασωθεί, ταυτιζόμενος με την Ορθοδοξία, όταν κατέρρευσε πολιτειακά το ελληνικό κράτος, και σε βάθος χρόνου να ανασυγκροτηθεί και να δοκιμάσει την απελευθέρωσή του. Πολλοί προκρίνουν σήμερα μια ανάλογη στρατηγική. Θεωρούν πως το αυτόνομο ελληνικό κράτος έχει εκμετρήσει το ζην και πως δεν μας μένει τίποτα άλλο παρά μια πνευματική αντίσταση, επιστρέφοντας κατ’ εξοχήν στις αξίες της Ορθοδοξία ή, κάποιοι λιγότεροι, στις αξίες της αρχαίας Ελλάδας. Εμείς πιστεύουμε πως, δυστυχώς, η επανάληψη της ιστορίας δεν είναι εφικτή. Όταν ο ελληνισμός υπέκυψε στρατιωτικά στους Οθωμανούς, διέθετε μεγάλα αποθέματα, πληθυσμιακά, οικονομικά και πνευματικά. Οι Έλληνες, ακόμα και αριθμητικά, ήταν πολύ περισσότεροι από τους Τούρκους, διέθεταν υψηλότερο οικονομικό και πνευματικό επίπεδο, καθώς και μια ισχυρή δημογραφική ανάπτυξη, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Τέλος, είχαν μια απόλυτη και ισχυρή ταύτιση με την Ορθοδοξία και τις πνευματικές αξίες της. Η Ορθοδοξία και το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ακτινοβολούσε μέχρι την Αίγυπτο και την Πολωνία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ησυχαστική επιλογή απεδείχθη αποτελεσματική, μετά το τέλος των στρατιωτικών και πολιτικών προσπαθειών του βυζαντινού κράτους.
Σήμερα, δεν υπάρχει τίποτα το ανάλογο. Οι Έλληνες είναι πολύ λιγότεροι αναλογικά, ο ελληνικός πολιτισμός έχει υποβαθμισθεί και έχει πάψει να αποτελεί ένα ισχυρό υπόδειγμα για όλους τους ορθόδοξους και βαλκανικούς πληθυσμούς, ενώ η ελληνική γλώσσα έχει πληγεί καίρια ακόμα και στο εσωτερικό της ίδιας της Ελλάδας. Τέλος, η Ορθοδοξία δεν ταυτίζεται πλέον με τον ελληνισμό, όπως τότε. Αντίθετα, έχουν δημιουργηθεί εθνικές εκκλησίες σε όλες τις ορθόδοξες χώρες, κάποτε ισχυρότερες από την ελληνική, και κυρίως από το πατριαρχείο, ενώ ο ορθόδοξος τρόπος ζωής έχει πάψει να αποτελεί το κυρίαρχο πολιτιστικό υπόδειγμα των ίδιων των Ορθοδόξων. Κατά συνέπεια, η ελληνική ορθοδοξία, δεν θα μπορέσει να επιβιώσει εάν πάψει να υπάρχει ελληνικό κράτος. Και όμως, ένα μεγάλο μέρος των νεο-ορθοδόξων Ελλήνων καταφεύγουν σε έναν φανταστικό οικουμενισμό και σε ένα Πατριαρχείο χειροπόδαρα δεμένο στην κρατική πολιτική του νεο-οθωμανισμού. Δεν υπάρχει λοιπόν η δυνατότητα διαχωρισμού ανάμεσα στις τύχες του ελληνικού κράτους και της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης ή του «γένους» των Ελλήνων. Τη μοίρα του ελληνικού κράτους θα ακολουθήσει μοιραία ο ελληνισμός και η ελληνική Ορθοδοξία. Ο τελευταίος που είχε κατανοήσει –έστω με τον τρόπο του– αυτή την αλήθεια, ήταν ο μ. αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, σε αντίθεση με την πατριαρχική και οικουμενιστική αυταπάτη. Το ευρύτερο γένος μας δεν υπάρχει πλέον, υπάρχει μόνο η Ελλάδα και η Κύπρος. Και όποιος θέλει να υπερασπίσει τον ελληνισμό, αρχαίο, ορθόδοξο, βυζαντινό, οικουμενικό, κοινοτιστικό κ.ο.κ., είναι υποχρεωμένος να υπερασπίσει με νύχια και με δόντια τον «υπαρκτό ελληνισμό», δηλαδή το ελλαδικό και κυπριακό κράτος.
Στον υστεροβυζαντινό ελληνισμό, υπήρχε μία ισχυρή πτέρυγα που εκφραζόταν από την ησυχαστική παράδοση, και στη συνέχεια από τον Μάρκο Ευγενικό, που αντιτασσόταν στη συμμαχία με τη Δύση, επιλέγοντας την πνευματική αντίσταση και όχι πλέον τη στρατιωτικο-πολιτειακή. Αυτή η παράδοση επέτρεψε στον ελληνισμό να διασωθεί, ταυτιζόμενος με την Ορθοδοξία, όταν κατέρρευσε πολιτειακά το ελληνικό κράτος, και σε βάθος χρόνου να ανασυγκροτηθεί και να δοκιμάσει την απελευθέρωσή του. Πολλοί προκρίνουν σήμερα μια ανάλογη στρατηγική. Θεωρούν πως το αυτόνομο ελληνικό κράτος έχει εκμετρήσει το ζην και πως δεν μας μένει τίποτα άλλο παρά μια πνευματική αντίσταση, επιστρέφοντας κατ’ εξοχήν στις αξίες της Ορθοδοξία ή, κάποιοι λιγότεροι, στις αξίες της αρχαίας Ελλάδας. Εμείς πιστεύουμε πως, δυστυχώς, η επανάληψη της ιστορίας δεν είναι εφικτή. Όταν ο ελληνισμός υπέκυψε στρατιωτικά στους Οθωμανούς, διέθετε μεγάλα αποθέματα, πληθυσμιακά, οικονομικά και πνευματικά. Οι Έλληνες, ακόμα και αριθμητικά, ήταν πολύ περισσότεροι από τους Τούρκους, διέθεταν υψηλότερο οικονομικό και πνευματικό επίπεδο, καθώς και μια ισχυρή δημογραφική ανάπτυξη, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Τέλος, είχαν μια απόλυτη και ισχυρή ταύτιση με την Ορθοδοξία και τις πνευματικές αξίες της. Η Ορθοδοξία και το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ακτινοβολούσε μέχρι την Αίγυπτο και την Πολωνία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ησυχαστική επιλογή απεδείχθη αποτελεσματική, μετά το τέλος των στρατιωτικών και πολιτικών προσπαθειών του βυζαντινού κράτους.
Σήμερα, δεν υπάρχει τίποτα το ανάλογο. Οι Έλληνες είναι πολύ λιγότεροι αναλογικά, ο ελληνικός πολιτισμός έχει υποβαθμισθεί και έχει πάψει να αποτελεί ένα ισχυρό υπόδειγμα για όλους τους ορθόδοξους και βαλκανικούς πληθυσμούς, ενώ η ελληνική γλώσσα έχει πληγεί καίρια ακόμα και στο εσωτερικό της ίδιας της Ελλάδας. Τέλος, η Ορθοδοξία δεν ταυτίζεται πλέον με τον ελληνισμό, όπως τότε. Αντίθετα, έχουν δημιουργηθεί εθνικές εκκλησίες σε όλες τις ορθόδοξες χώρες, κάποτε ισχυρότερες από την ελληνική, και κυρίως από το πατριαρχείο, ενώ ο ορθόδοξος τρόπος ζωής έχει πάψει να αποτελεί το κυρίαρχο πολιτιστικό υπόδειγμα των ίδιων των Ορθοδόξων. Κατά συνέπεια, η ελληνική ορθοδοξία, δεν θα μπορέσει να επιβιώσει εάν πάψει να υπάρχει ελληνικό κράτος. Και όμως, ένα μεγάλο μέρος των νεο-ορθοδόξων Ελλήνων καταφεύγουν σε έναν φανταστικό οικουμενισμό και σε ένα Πατριαρχείο χειροπόδαρα δεμένο στην κρατική πολιτική του νεο-οθωμανισμού. Δεν υπάρχει λοιπόν η δυνατότητα διαχωρισμού ανάμεσα στις τύχες του ελληνικού κράτους και της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης ή του «γένους» των Ελλήνων. Τη μοίρα του ελληνικού κράτους θα ακολουθήσει μοιραία ο ελληνισμός και η ελληνική Ορθοδοξία. Ο τελευταίος που είχε κατανοήσει –έστω με τον τρόπο του– αυτή την αλήθεια, ήταν ο μ. αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, σε αντίθεση με την πατριαρχική και οικουμενιστική αυταπάτη. Το ευρύτερο γένος μας δεν υπάρχει πλέον, υπάρχει μόνο η Ελλάδα και η Κύπρος. Και όποιος θέλει να υπερασπίσει τον ελληνισμό, αρχαίο, ορθόδοξο, βυζαντινό, οικουμενικό, κοινοτιστικό κ.ο.κ., είναι υποχρεωμένος να υπερασπίσει με νύχια και με δόντια τον «υπαρκτό ελληνισμό», δηλαδή το ελλαδικό και κυπριακό κράτος.
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ, ΧΡΟΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τίθεται εκ νέου επιτακτικά το ζήτημα των συμμαχιών μέχρις ότου κατορθώσουμε και πάλι να σταθούμε αυτόνομα στα πόδια μας. Εξ ου και η μεγάλη αγωνία μας για την έκβαση της παρούσας κρίσης. Η ευρωπαϊστική αριστερά μοιάζει να ανησυχεί λιγότερο από εμάς, διότι, ως εθνομηδενιστική, δεν αντιλαμβάνεται το βάθος και τη σημασία της ιστορικής μοναξιάς ενός «ανάδελφου» έθνους. Δεν αντιλαμβάνεται πως η Δύση και ο νεώτερος ελληνισμός αποτελούν δύο διακριτές ιστορικές οντότητες. Δεν κατανοεί πως η ένταξή μας στο δυτικό στρατόπεδο αποτελεί μια άνιση σχέση υποταγής και ανάγκης. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να διανοηθεί την «έξοδο» από την Ευρώπη. Και επειδή είναι ανιστόρητη, δεν έχει κατανοήσει πώς ένας λαός αποικιοποιημένος από τη Δύση, όπως ο ελληνικός, νιώθει άβολα σε αυτή τη λεόντεια σχέση, ενώ, αντίστοιχα, οι Δυτικοί δεν μας θεωρούν «δικούς τους». Δικούς τους θεωρούν μόνο τους αρχαίους Έλληνες και μάλιστα με τη μεσολάβηση της Ρώμης, ενώ απεχθάνονται το Βυζάντιο.
Γι’ αυτό λοιπόν και εμείς ανησυχούμε πολύ περισσότερο. Γιατί γνωρίζουμε ότι αυτή η σχέση συμφέροντος με τη Δύση, μας είναι αναγκαία σήμερα, μέχρις ότου μπορέσουμε όχι μόνο να ορθοποδήσουμε αλλά και να αναπτυχθεί και πάλι ο τρίτος πόλος ισχύος, δηλαδή ο ρωσικός και ανατολικοευρωπαϊκός, ως αυτόνομος παράγων, στον οποίο να μπορούμε να στηριχθούμε, και μέχρις ότου οι Βαλκάνιοι αποφασίσουν πως, όσο συνεχίζουν να «βγάζουν τα μάτια τους» μεταξύ τους, θα είναι μονίμως υποτελείς και εξαρτημένοι.
Γι’ αυτό λοιπόν, και παρ’ όλο που η τευτονική Δύση μας οδηγεί στην παράδοση στη σύμμαχό της Τουρκία, είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρήσουμε σήμερα τη συμμαχία με την Ευρώπη, ιδιαίτερα τη νότια, τη «ρωμανική» Ευρώπη, και να εκμεταλλευτούμε τις αντιθέσεις της Γερμανίας με τις ΗΠΑ.
Κατά συνέπεια, έχοντας βαθιά συνείδηση της ιδιαιτερότητάς μας, «πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα», δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που πολέμησε για δεκαετίες τους Φράγκους, κάλεσε τον Ιουστινιάνη και τους Γενοβέζους για να υπερασπιστεί την Κωνσταντινούπολη: αυτή ήταν η τραγική κατάληξη του ελληνισμού που είχε απολέσει την εσωτερική δυναμική και αυτονομία του.
Πριν απ’ όλα, λοιπόν, να στηριχθούμε αποφασιστικά στις δικές μας δυνάμεις και στην ενότητα του λαού μας, να απορρίψουμε τον καταστροφικό εθνομηδενισμό και την αταβιστική μας εξωστρέφεια, να αρχίσουμε τη διαδικασία αντικατάστασης των άχρηστων και παρασιτικών ελίτ, να συνάψουμε συμμαχίες τακτικού χαρακτήρα, να κερδίσουμε χρόνο.
πηγή Αρδην
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τίθεται εκ νέου επιτακτικά το ζήτημα των συμμαχιών μέχρις ότου κατορθώσουμε και πάλι να σταθούμε αυτόνομα στα πόδια μας. Εξ ου και η μεγάλη αγωνία μας για την έκβαση της παρούσας κρίσης. Η ευρωπαϊστική αριστερά μοιάζει να ανησυχεί λιγότερο από εμάς, διότι, ως εθνομηδενιστική, δεν αντιλαμβάνεται το βάθος και τη σημασία της ιστορικής μοναξιάς ενός «ανάδελφου» έθνους. Δεν αντιλαμβάνεται πως η Δύση και ο νεώτερος ελληνισμός αποτελούν δύο διακριτές ιστορικές οντότητες. Δεν κατανοεί πως η ένταξή μας στο δυτικό στρατόπεδο αποτελεί μια άνιση σχέση υποταγής και ανάγκης. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να διανοηθεί την «έξοδο» από την Ευρώπη. Και επειδή είναι ανιστόρητη, δεν έχει κατανοήσει πώς ένας λαός αποικιοποιημένος από τη Δύση, όπως ο ελληνικός, νιώθει άβολα σε αυτή τη λεόντεια σχέση, ενώ, αντίστοιχα, οι Δυτικοί δεν μας θεωρούν «δικούς τους». Δικούς τους θεωρούν μόνο τους αρχαίους Έλληνες και μάλιστα με τη μεσολάβηση της Ρώμης, ενώ απεχθάνονται το Βυζάντιο.
Γι’ αυτό λοιπόν και εμείς ανησυχούμε πολύ περισσότερο. Γιατί γνωρίζουμε ότι αυτή η σχέση συμφέροντος με τη Δύση, μας είναι αναγκαία σήμερα, μέχρις ότου μπορέσουμε όχι μόνο να ορθοποδήσουμε αλλά και να αναπτυχθεί και πάλι ο τρίτος πόλος ισχύος, δηλαδή ο ρωσικός και ανατολικοευρωπαϊκός, ως αυτόνομος παράγων, στον οποίο να μπορούμε να στηριχθούμε, και μέχρις ότου οι Βαλκάνιοι αποφασίσουν πως, όσο συνεχίζουν να «βγάζουν τα μάτια τους» μεταξύ τους, θα είναι μονίμως υποτελείς και εξαρτημένοι.
Γι’ αυτό λοιπόν, και παρ’ όλο που η τευτονική Δύση μας οδηγεί στην παράδοση στη σύμμαχό της Τουρκία, είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρήσουμε σήμερα τη συμμαχία με την Ευρώπη, ιδιαίτερα τη νότια, τη «ρωμανική» Ευρώπη, και να εκμεταλλευτούμε τις αντιθέσεις της Γερμανίας με τις ΗΠΑ.
Κατά συνέπεια, έχοντας βαθιά συνείδηση της ιδιαιτερότητάς μας, «πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα», δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που πολέμησε για δεκαετίες τους Φράγκους, κάλεσε τον Ιουστινιάνη και τους Γενοβέζους για να υπερασπιστεί την Κωνσταντινούπολη: αυτή ήταν η τραγική κατάληξη του ελληνισμού που είχε απολέσει την εσωτερική δυναμική και αυτονομία του.
Πριν απ’ όλα, λοιπόν, να στηριχθούμε αποφασιστικά στις δικές μας δυνάμεις και στην ενότητα του λαού μας, να απορρίψουμε τον καταστροφικό εθνομηδενισμό και την αταβιστική μας εξωστρέφεια, να αρχίσουμε τη διαδικασία αντικατάστασης των άχρηστων και παρασιτικών ελίτ, να συνάψουμε συμμαχίες τακτικού χαρακτήρα, να κερδίσουμε χρόνο.
πηγή Αρδην
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου