ΝΙΚΟΛΑΪΤΕΣ
Οι Νικολαΐτες αναφέρονται πρώτη φορά στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Απευθυνόμενος ο Κύριος προς την Εκκλησία της Εφέσου λέγει:
«ἀλλά τοῦτο έχεις ὅτι μισεῖς τά ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἅ καγώ μισῶ» (Αποκ. 2.6)
Και παρακάτω απευθυνόμενος στην Εκκλησία της Περγάμου:
«ἀλλά ἔχω κατά σοῦ ὀλίγα, ότι έχεις ἐκεῖ κρατοῦντας τήν διδαχήν Βαλαάμ, ὅς ἐδίδαξε τόν Βαλάκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ καί φαγεπν εἰδωλόθυτα καί πορνεῦσαι. οὕτως ἔχεις καί σύ κρατοῦντας τήν διδαχήν τῶν Νικολαϊτῶν ὁμοίως». (Αποκ. 2.15)
Φαίνεται, λοιπόν, ότι την εποχή που έγραψε ο απόστολος Ιωάννης την Αποκάλυψη, ο Νικολαϊτισμός είχε απλωθεί στην Μικρά Ασία. Από το παραπάνω εδάφιο οι Νικολαΐτες ονομάστηκαν και Βαλααμίτες.
Ο Βαλαάμ ήταν προφήτης από την Μεσοποταμία και αναφέρεται στο Βιβλίο των Αριθμών. Προς αυτόν έστειλε ο Βαλάκ, ο βασιλιάς των Μωαβιτών, πρεσβεία, αρχικά για να καταραστεί τους Ισραηλίτες, και όταν αυτό δεν κατέστη δυνατό, να τον συμβουλευθεί τι να πράξει εναντίον τους. Εεπιδή ο Βαλαάμ δεν μπόρεσε να καταραστεί τους Ισραηλίτες, συμβούλευσε τους Μωαβίτες να μολύνουν τους αντιπάλους τους[. Πράγματι οι Ισραηλίτες μολύνθηκαν, τρώγοντας ειδωλόθυτα και πορνεύοντας με τις Μωαβίτισες[. Αποτέλεσμα ήταν να τους βρει η οργή του Θεού[. Την οργή του Θεού κατέπαυσε ο Φινεές, γιος του Ελεάζαρου, γιου του Ααρών. Στην συνέχεια ακολούθησε ήττα των Μαδιανιτών. Κατά την νίκη των Ισραηλιτών βρήκε τον θάνατο ο Βαλαάμ.
Η αναφορά του αγίου Ειρηναίου σ’ αυτούς είναι σύντομη. Επαναλαμβάνει σχεδόν ότι γράφτηκε στην Αποκάλυψη. Προσθέτει ότι είναι οπαδοί του Νικολάου[ ενός των επτά διακόνων, που ορίστηκαν από τους Αποστόλους να διακονούν την Εκκλησία. Ο Νικόλαος καταγόταν από την Αντιόχεια και ήταν προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό, που σημαίνει ότι είχε εθνική καταγωγή, στην συνέχεια προσήλθε στον Ιουδαϊσμό και στην συνέχεια πίστεψε στον Χριστό. Μαζί με τους Στέφανο, Φίλιππο, Πρόχορο, Νικάνορα, Τίμωνα και Παρμενά εκλέχθηκε από τους Αποστόλους και χειροτονήθηκε διάκονος του κοινωνικού έργου της εκκλησίας των Ιεροσολύμων[10].
Η αναφορά του αγίου Ιππολύτου στους Νικολαΐτες είναι επίσης σύντομη κι επαναλαμβάνει όσα έγραψε ο άγιος Ειρηναίος:
«Πολλῆς δέ αυτόῖς συστάσεως κακῶν αἴτιος γεγένηται Νικόλαος, εἷς τῶν ἑπτά εις διακονίαν ὑπό τῶν ἀποστόλων κατασταθείς, ὅς ἀποστάς τῆς κατ’ εὐθεῖαν διδασκαλίας ἐδίδασκεν ἀδιαφορίαν βίου τε καί βρώσεως, οὗ τους μαθητάς ἐνυβρίζον<τας> τό ἅγιον πνεῦμα διά τῆς αποκαλύψεως Ἰωάννης ἤλεγχε πορνεύοντας καί εἰδωλόθυτα ἐσθίοντας».
Η παρουσίαση της σέκτας από τους αγίους Ιππόλυτο και Ειρηναίο είναι σχεδόν επιγραμματική. Δεν έχουν να προσθέσουν κάτι στα όσα αναφέρει η Αποκάλυψη, εκτός από την φήμη για την αρχή της αίρεσης από τον διάκονο Νικόλαο. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχαν οργανώσεις νικολαΐτικες στην Δύση, τουλάχιστον την εποχή που έγραψαν οι εν λόγω συγγραφείς και ύστερα.
Αντίθετα, ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, έχει να προσθέσει πολλά περισσότερα. Αναφέρει μια παράδοση για τον διάκονο Νικόλαο, την οποία ενδεχομένως είχαν υπόψη τους και χρησιμοποιούσαν οι Νικολαΐτες . Στην παραπάνω παράδοση οι Νικολαΐτες έκαναν την εξής παρανόηση:
«ἀκόλουθον γάρ εἶναί φασι τήν πράξιν ταύτην ἐκείνῃ τῇ φωνῇ, τῇ “παραχρῆσθαι τῇ σαρκί δεῖ”. Καί δή κατακολουθήσαντες τῷ γενομένῳ τῷ τέ είρημένῳ άπλῶς καί άβασανίστως, ἐκπορνεύουσιν ἀναιδήν οἱ τήν αἵρεσιν αύτοῦ μετιόντες».
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς έχει τις αντιρρήσεις του για το αν ήταν ο Νικόλαος ο αρχηγός της αίρεσης, τελικά. Αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται αντίθετο σε αυτά που έγραψαν οι άγιοι Ιππόλυτος και Ειρηναίος, ο Κλήμης δείχνει καλύτερα πληροφορημένος επί του θέματος. Αν δεν είναι ο ίδιος αυτόπτης μάρτυς των όσων αναφέρει, τουλάχιστον οι πληροφορίες του είναι από πρώτο χέρι. Αναφέρει έναν διάλογο, ο οποίος διημείφθη μεταξύ ενός οπαδού της σέκτας και μιας Χριστιανής.
«Φασί γοῦν τινα αὐτῶν, ἡμετερᾳ παρθένῳ, ὡραίᾳ τήν ὄψιν, προσελθόντα φάναι˙ Γέγραπται, “Παντί τῷ αἰτοῦντί σε δίδου”˙ τήν δέ σεμνῶς πάνυ ἀποκρίνασθαι, μή συνιεῖσαν τήν τἀνθρώπου ἀσέλγειαν˙ Ἀλλά περί γάμου τῇ μητρί διαλέγου».
Ο ίδιος αντιλέγει και για την αληθινή αιτία προσαγωγής της γυναίκας του Νικολάου ενώπιον των αποστόλων:
«Ὧν οὕτως ἐχόντων, ἀποβολή πάθους ἦν, εἰς μέσον τῶν ἀποστόλων ἡ τῆς ζηλοτυπουμένης ἐκύκλησις γναικός˙ καί ἡ εγκράτεια τῶν περισπουδάστων ἡδονῶν, τό “παραχρῆσθαι τῇ σαρκί” έδίδασκεν».
Ο άγιος Επιφάνιος αποδίδει με την σειρά του την αρχή της αίρεσης στον διάκονο Νικόλαο, παρουσιάζει, όμως, διαφορετική ερμηνεία των γεγονότων. Σύμφωνα με την δική του εκδοχή, ο Νικόλαος προσπάθησε να εγκρατευθεί, παρ’ όλο που είχε γυναίκα όμορφη. Επειδή απότυχε του σκοπού του, έπεσε στο άλλο άκρο και διακήρυξε, ότι «εἰ μη τις καθ’ ἑκάστην ἡμέραν λαγνεύῃ, ζωῆς μή δύνασθαι μετέχεις αιωνίου».
Την εποχή του αγίου Επιφανίου δεν είχαν απομείνει ίχνη της συγκεκριμένης αίρεσης. Ο Ευσέβιος Καισαρείας μας πληροφορεί ότι ήδη από την εποχή του η αίρεση αυτή είχε εκλείψει:
«Ταῦτα μέν οὖν περί τῶν κατά τούς δηλουμένους χρόνους παραβραβεῦσαι τήν ἀλήθειαν ἐγκεχειρηκότων, λόγου γε μην θᾶττον εἰς τό παντελές ἀπεσβηκότων εἰρήσθω».
Για να εκθέσει την αίρεση ο Ευσέβιος χρησιμοποιεί αποσπάσματα από το έργο του Κλήμη, χωρίς να προσθέτει κάτι περισσότερο. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς επίσης, μας πληροφορεί ότι χρησιμοποιούσαν κάποιο απόκρυφο χωρίς να το κατονομάζει. Παραθέτει και ένα μικρό απόσπασμα, στο οποίο φαίνεται η προσπάθεια κατασκευής μυθολογικού προτύπου για την αναγωγή της σαρκολαγνέιας του σε αυτό:
«Ἐρρύη δέ αὐτοῖς τό δόγμα ἔκ τινος ἀποκρύφου, καί δή παραθήσομαι τήν λέξιν τήν τῆς τούτων ἀσελγείας μητέρα˙… “ Ἕν ἦν τά πάντα˙ ἐπεί δέ ἔδοξεν αὐτοῦ τῇ ἑνότητι μή εἶναι μόνῃ, ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ ἐπίπνοια καί ἐκοινώνησεν αὐτῇ καί ἐποίησε τόν ἀγαπητόν. Ἐκ δέ τούτου ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ ἐπίπνοια, ᾗ κοινωνήσας ἐποίησε δυνάμεις, μήτε ὁραθῆναι, μήτε ἀκουσθῆναι δυναμένας”, ἕως, “έπ’ ὀνόματος ἰδίου ἑκάστην”».
Από το παραπάνω απόσπασμα φαίνεται καθαρά ο γνωστικός χαρακτήρας της αίρεσης. Ως απόρροια της σύμφωνης με τις υλιστικές επιθυμίες θεογονίας τους έθεταν «κοινωνίες», όχι όμως πνευματικές, όπως για παράδειγμα οι μαθητές του Ουαλεντίνου, αλλά καθαρά σαρκικές. Έτσι και την Αφροδίτη την ονόμαζαν «μυστική κοινωνία».
Τις κακοδοξίες των Νικολαϊτών διορθώνει ο Κλήμης με τα λόγια του Αποστολου Παύλου:
«Ὑμεῖς δέ οὐχ οὕτως ἐμάθατε τόν Χριστόν, εἰ γε αὐτόν ἠκούσατε, καί ἐν αυτῷ ἐδιδάχθητε, καθώς ἐστίν ἀλήθεια ἐν Χριστῷ Ιησοῦ, ἀποθέσθαι ὑμᾶς τά κατά τήν προτέραν ἀναστροφήν, τόν παλαιόν ἀνθρωπον, τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δέ τῷ πνεύματι τοῦ νοός ἡμῶν, καί ἐνδύσασθε τόν καινόν ἀνθρωπον, τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνη καί οσιότητι τῆς ἀληθείας»
προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να επιτύχουμε την εξομοίωση με τον Θεό.
«Γίνεσθε οὖν μιμηταί τοῦ Θεοῦ, ὡς τέκνα ἀγαπητά, καί περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ὑμᾶς, καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ είς ὀσμήν εὐωδίας. Πορνεία δέ καί πᾶσα ἀκαθαρσία ἠ πλεονεξία μηδέ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καθώς πρέπει ἁγίοις, καί αἰσχρότης καί μωρολογία]»
Και συνεχίζει προειδοποιώντας ότι
«Τοῦτο γάρ ἰστε γινώσκοντες, ὁτι πᾶς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ. Μηδείς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις˙ διά ταῦτα γάρ ἔρχεται ἡ ὀργή του Θεοῦ ἐπί τους υἱούς τῆς ἀπειθίας. μή οὖν γίνεσθαι συμμέτοχοι αὐτῶν».
ΠΡΟΔΙΚΟΣ
Στους συνεχιστές των Νικολαϊτών συγκαταλέγεται ο Πρόδικος. Οι οπαδοί του αυτοχαρακτηρίζονταν ως γνωστικοί. Ισχυρίζονταν ότι είναι εκ φύσεως παιδιά του πρώτου θεού, οπότε η ελευθερία να ζουν έκλυτο βίο ήταν γι’ αυτούς συνέπεια της «ευγενικής» τους καταγωγής. Πίστευαν ότι δεν μπορεί να τους εμποδίσει τίποτα, διότι ήταν κύριοι του Σαββάτου, παιδιά του βασιλιά, για τα οποία ο νόμος είναι άγραφος. Γι’ αυτούς ο Κλήμης Αλεξανδρεύς γράφει:
«Πρῶτον μέν, ὅτι οὐ ποιοῦσιν ἅ βούλονται πάντα˙ πολλά γάρ αὐτούς κωλύσει καί ἐπιθυμοῦντας καί πειρωμένους καί ἅ ποιοῦσι δέ, οὐχ ὡς βασιλεῖς, ἀλλ’ ὡς μαστιγίαι ποιοῦσι˙ λάθρα γάρ μοιχεύουσιν, τό ἀλῶσαι δεδιότες, καί τό καταγνωσθῆναι ἐκκλίνοντες, καί φοβούμενοι κολασθῆναι».
Ο Πρόδικος ισχυριζόταν ότι ο ανθρωπος έχει πλαστεί από διάφορες δυνάμεις, και ότι τα μέχρι τον αφαλό πλάστηκαν με θεϊκότερη τέχνη, ενώ από τον αφαλό και κάτω με κατώτερη, γι’ αυτό κι επιθυμούν την συνεύρεση. Αυτά, όμως, έρχονται σε αντίθεση με αυτό που είπε ο Κύριος στους Φαρισαίους:
«ἄφρονες! οὐχ ὁ ποιήσας τό ἔξωθεν καί τό ἔσωθεν ἐποίησε;»
Στην διαφημισμένη από τους ίδιους βασιλική τους ιδιότητα ο απόστολος Παύλος απαντά με την φανέρωση της δουλικής τους κατάστασης:
«οὐκ οἴδατε ὅτι ᾦ παριστάνετε ἑαυτούς δούλους εἰς ὑπακοήν, δοῦλοί ἐστε ᾦ ὑπακούετε, ἤτοι ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἤ ὑπακοής εἰς δικαιοσύνην»
και παρακάτω εξηγεί το αποτέλεσμα της αμαρτίας
«ὅτε γάρ δοῦλοι ἧτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἧτε τῇ δικαιοσύνῃ. τίνα οὖν καρπόν εἴχετε τότε εφ’ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τό γάρ τέλος ἐκείνων θάνατος».
Αλλά και για την ίδια την επιθυμία ο Κύριος λέγει:
«Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις. Εγώ δέ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα προς τό ἐπιθυμῆσαι αὐτήν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ».
ΚΑΡΠΟΚΡΑΤΗΣ
Ο Καρποκράτης ήταν Αλεξανδρινός ακαδημαϊκός φιλόσοφος και διδάσκαλος της εγκυκλίου παιδείας. Η δράση του τοποθετείται στο πρώτο μισό του β’ αι. μ.Χ. Εκ της ακαδημαϊκής του ιδιότητας πηγάζει και η επίδραση της πλατωνικής φιλοσοφία στην γνωστική διδασκαλία του, όπως θα δούμε παρακάτω. Σύζυγός του αναφέρεται κάποια Αλεξάνδρεια, που καταγόταν από την Κεφαλληνία.
Κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας οι οπαδοί του αποκαλούνταν γνωστικοί και εφάρμοζαν τις μαγικές τέχνες, τις οποίες πρώτος εισήγαγε ο Σίμων ο Μάγος.
Διδασκαλία
Αυτοί δίδασκαν ότι ο αγέννητος θεός είναι πατέρας των πνευματικών όντων αλλά όχι δημιουργός του κόσμου. Γι’ αυτούς οι ψυχές προϋπήρχαν, σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία, και μαζί με τους αγγέλους αποτελούσαν τον νοητό κόσμο. Ο υλικός κόσμος φτιάχτηκε από τους κοσμοποιούς αγγέλους. Το σώμα ήταν φυλακή της ψυχής και κλείστηκε σ’ αυτό όχι εξαιτίας κάποιας αμαρτίας, αλλά από την τυραννική δεσποτεία των δαιμονικών αρχόντων του κόσμου. Μετά θάνατον έμπαινε σε άλλο σώμα. Σκοπός του ανθρώπου να ξεφύγει από τον κύκλο αυτό των μετενσαρκώσεων, ώστε να καταφέρει η ψυχή ν’ ανέβει στον αγέννητο θεό.
Για τον διάβολο έλεγαν ότι ήταν ο αρχηγός των κοσμοποιών δυνάμεων και είχε πλασθεί με σκοπό να επαναφέρει τις καταδικασμένες ψυχές στον ύψιστο θεό. Όσες δεν κατάφερναν να σπάσουν τον κύκλο των μετενσαρκώσεων, τις παρέδιδε σε άγγελο επιφορτισμένο με ειδική αποστολή να τις φυλακίσει σε άλλο σώμα.
Πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν απλώς άνθρωπος, γιος του Ιωσήφ, με την διαφορά ότι η ψυχή του, επειδή ήταν δίκαιη και καθαρή, θυμόταν όσα είχε δει στον νοητό κόσμο, όταν παραβρίσκονταν στον θεό. Μέχρι στιγμής η διδασκαλία τους έχει εμφανή δάνεια από τον πλατωνισμό σύμφωνα και με τα όσα εισαγωγικά εξηγήσαμε. Στο σημείο αυτό προβάλλεται η θεωρία της πλατωνικής ανάμνησης, η οποία αναπτύσσεται στον Φαίδρο:
«τοῦτο δ’ ἐστίν ἀνάμνησις ἐκείνων ἅ ποτ’εἶδεν ἡμῶν ἡ ψυχή συμπορευθεῖσα θεῷ καί ὑπεριδοῦσα ἅ νῦν εἶναί φαμεν, καί ἀνακύψασα εἰς τό ὄν ὄντως. διό δή δικαίως μόνη πτεροῦται ἡ τοῦ φιλοσόφου διάνοια˙ προς γάρ ἐκείνοις ἀεί ἐστιν μνήμη κατά δύναμιν, προς οἷσπερ θεός ὤν θεῖός ἐστιν. τοῖς δέ τοιούτοις ἀνήρ ὑπομνήμασιν ὀρθῶς χρώμενος, τελέους ἀεί τελετάς τελούμενος, τέλεος ὄντως μόνος γίγνεται».
Εξαιτίας της αρετής της, η ψυχή του Ιησού έλαβε δύναμη από τον θεό, ώστε να καταφέρει να προσπεράσει τους κοσμοποιούς αγγέλους και να ανέλθει σε αυτόν. Πραγματικά, αφού ασκήθηκε σύμφωνα με τον νόμο στα ιουδαϊκά ήθη, καταφρόνησε τα πάθη, όσα δόθηκαν στον άνθρωπο για τιμωρία.
Κατά παρόμοιο τρόπο, όσες ψυχές μοιάζουν με αυτήν του Ιησού, μπορούν ν’ αψηφήσουν τους δημιουργούς του κόσμου, που τις εμποδίζουν, να λάβουν δύναμη και να ανέλθουν. Όπως ήταν επόμενο, υπήρξαν αιρετικοί που ισχυρίστηκαν ότι κατείχαν τέτοια ψυχή και ήταν ισάξιοι του Ιησού. Άλλοι προχώρησαν την παράνοια ακόμη περισσότερο και υπερηφανεύθηκαν ότι ήταν καλύτεροι από τους μαθητές του Χριστού, δηλαδή τους αποστόλους.
Όλο το παραπάνω θεωρητικό υπόβαθρο είχε ένα σκοπό, μόνο. Να εξαφανίσει κάθε ίχνος ηθικής από την ζωή των μελών της αίρεσης. Διότι αυτοί διέδιδαν, ότι μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να καταφέρει η ψυχή να ξεφύγει από τις αλυσιδωτές μετενσαρκώσεις. Και αυτός ήταν να δοκιμάσει στην πράξη κάθε είδος ασυδοσίας, κάθε είδος αμαρτίας, ώστε όταν θα πεθάνει ο άνθρωπος, να μην επιθυμεί η ψυχή του ο,τιδήποτε γήινο και επιστρέψει. Κι εδώ είναι η μεγάλη αντίφαση στην διδασκαλία τους. Ενώ παραδέχονταν ότι ο Ιησούς ήταν δίκαιος και ενάρετος και υπέθεταν, έστω και ψευδώς, ότι γι’ αυτό κατάφερε ν’ ανέλθει, δεν λάμβαναν υπόψη τους το παράδειγμά του, ώστε να μιμηθούν την ζωή του. Αντίθετα, κήρυτταν στην πράξη βίο εντελώς αντίθετο από την ζωή του Ιησού και εντελώς ανήθικο.
Για να αναιρέσουν την οποιαδήποτε αναστολή προς επιτέλεση των φαύλων πράξεων, ισχυρίζονταν ότι η ηθική αξία ή απαξία των έργων προέρχεται από την ανθρώπινη άποψη και όχι από την φύση της πράξης.
Πρακτικές
Κατά τις μαρτυρίες των εκκλησιαστικών συγγραφέων, οι οπαδοί του Καρποκράτη χρησιμοποιούσαν εικόνες του Χριστού, λέγοντες ότι πρόκειται για αντίγραφα έργου φιλοτεχνημένου από τον ίδιο τον Πόντιο Πιλάτο. Ταυτόχρονα έφεραν και εικόνες των αρχαίων φιλοσόφων Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Πυθαγόρα. Τις εικόνες αυτές προσκυνούσαν με ειδωλολατρικό τρόπο, που σημαίνει ότι πρόσφεραν θυσίες σε αυτές:
«ἔχουσι δέ καί εἰκόνας ἐνζωγράφους διά χρωμάτων, ἀλλά καί οἱ μέν ἐκ χρυσοῦ καί ἀργύρου καί λοιπῆς ὕλης, ἅτινα ἐκτυπώματά φασιν εἶναι τοῦ Ἰησοῦ καί ταῦτα ὑπό Ποντίου Πιλάτου γεγενῆσθαι, τουτέστιν τά ἐκτυπώματα τοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ ὅτε ἐνεδήμει τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει. Κρύβδην δέ τάς τοιαύτας ἔχουσιν, ἀλλά καί φιλοσόφων τινῶν, Πυθαγόρου καί Πλάτωνος καί Ἀριστοτέλους καί λοιπῶν, μεθ’ ὧν φιλοσόφων καί ἕτερα ἐκτυπώματα τοῦ Ιησοῦ τιθέασιν, ἱδρύσαντές τε προσκυνοῦσι καί τά τῶν ἐθνῶν ἐπιτελοῦσι μυστήρια».
Δύο είναι τα σημεία, τα οποία προκάλεσαν την αντίδραση του αγίου Επιφανίου στο συγκεκριμένο θέμα. Το πρώτο, ότι εξομοίωναν τον θεάνθρωπο Ιησού με τους «θεοποιημένους» φιλοσόφους, θέτοντας τις εικόνες του με αυτών (μεθ’ ὧν φιλοσόφων καί ἕτερα ἐκτυπώματα τοῦ Ιησοῦ τιθέασιν). Το δεύτερο ότι λάτρευαν τις εικόνες με ειδωλολατρικό τρόπο:
«στήσαντες γάρ ταυτάς τάς εἰκόνας τά τῶν ἐθνῶν ἔθη λοιπόν ποιοῦσι. τίνα δέ ἐστιν <τά> ἐθνῶν ἔθη ἀλλ’ ἤ θυσίαι καί τά ἄλλα;»
Με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύει την θέση του Επιφανίου ο άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στο έργο του, Αντίῤῥησις καί ἀνασκευή τῶν Εὐσεβίου καί Ἐπιφανίδου λόγων, τῶν κατά τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ σαρκώσεως ληρωδηθέντων:
«Μάλιστα δέ τοιαῦτα ἔδει γράφειν Ἐπιφάνιον, ἡνίκα κατά τῆς τῶν Καρποκρατητῶν διελάμβανεν αἱρέσεως, ἥ ἐν ἀρχαῖς τοῦ θείου κηρύγματος χειρίστη ἔφυ αἵρεσις, ἐν οἷς γράφει˙ … είκόνας Χριστοῦ ἔχουσιν ἐκ διαφόρων ὑλῶν, ἅς φασίν εἶναι τοῦ Ιησοῦ, καί ὑπό Ποντίου Πιλάτου γεγενημένας, ὅτε ἐπεδήμει τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει, εἶτα καί φιλοσόφων Πυθαγόρου καί Πλάτωνος καί Ἀριστοτέλους καί ἑτέρων. Ἅς δή καί ἱδρυσάμενοι προσκυνοῦσι˙ καί τά ἐθνῶν ἐπιτελοῦσι μυστήρια. … ὥσπερ κἀκεῖνοι, ἐπειδή χριστιανῶν ἴδιον καί τῆς χριστιανῶν θρησκείας ἤδεσαν σύμβολα, διά τούτων πιστοῦσθαι τους πολλούς ἑαυτούς δεικνύειν χριστιανίζοντας ἐπειρῶντο˙» (2.4)
Αλλά αυτή η αντίδραση του αγίου Επιφανίου θα γίνει περισσότερο κατανοητή, όταν θα δούμε αμέσως παρακάτω, τις επιπτώσεις που είχαν στην κοινωνία και στην Εκκλησία οι πράξεις των Καρποκρατιανών.
Μετέρχονταν μαγγανείες, μαγικές τελετές και κάθε είδους αγυρτίες. Έκαναν επικλήσεις δαιμόνων, ψάλλοντας επωδές, παρασκεύαζαν φίλτρα και ελιξήρια:
«τέχνας οὖν μαγικάς ἐξεργάζονται καί ἐπαοιδάς, φίλτρα τε καί χαριτήρια, παρέδρους τε καί ὀνειροπομπούς καί τα λοιπά κακουργήματα, φάσκοντες έξουσίαν ἔχειν προς τό κυριεύειν ἤδη τῶν ἀρχόντων καί ποιητῶν τοῦδε τοῦ κόσμου, οὐ μην ἀλλά καί τῶν ἐν αὐτῷ ποιημάτων ἁπάντων».
Η πλάνη είναι φανερή. με την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να κυριαρχήσουν επί των δαιμόνων, και να τους εξουσιάζουν, γίνονταν οι ίδιοι υποχείρια αυτών, και στο τέλος έχαναν και την ψυχή τους.
Μαρτυρούνται οργιαστικές τελετές, ένεκα των οποίων δυσφημούνταν το όνομα των Χριστιανών. Περιγράφει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς:
«Καί ταῦτα μέν οἱ γενναίοι Καρποκρατιανοί δογματίζουσι˙ τούτους φασί, καί τινάς άλλους ζηλωτάς τῶν ὁμοίων κακῶν, εἰς τά δεῖπνα ἀθροιζομένους (οὐ γάρ “ἀγάπην” εἴποιμ’ ἄν ἔγωγε τήν συνέλευσιν αὐτῶν), ἄνδρας ὁμοῦ καί γυναῖκας, μετά δή τό κορεσθῆναι ἐν πλησμονῇ τῇ κυπρήσι φασί, τό κατασχῦνον αύτῶν τήν πορνικήν ταύτην δικαιοσύνην, ἐκποδῶν ποιησαμένους φῶς τῇ τοῦ λύχνου περιτροπῇ, μίγνυσθαι, ὅπως ἐθέλοιεν, αἷς βούλοιντο˙… Τοιαῦτα δέ, οἶμαι, ταῖς κυνῶν καί συῶν καί τράγων λαγνείαις νομοθετεῖν τόν Καρποκράτην ἔδει[43]».
Ο άγιος Ειρηναίος επεσήμανε πρώτος την βλάβη που υπέστη το ευαγγελικό κήρυγμα, από την κατασυκοφάντηση του ονόματος των Χριστιανών, ενώπιον των Εθνικών, εξαιτίας των παράνομων και ανήθικων πράξεων των Καρποκρατιανών:
«Αυτοί οι άνθρωποι έχουν αποσταλεί από τον Σατανά για να φέρουν ατιμία στην Εκκλησία, ενώπιον των Εθνικών, έτσι ώστε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι άνθρωποι ακούγοντας αυτά που λένε, και νομίζοντας ότι όλοι [οι Χριστιανοί] είναι ίδιοι μ’ αυτούς, ν’ αποστρέφονται το κήρυγμα της αληθείας˙ ή πάλι, βλέποντας τα πράγματα που κάνουν, να μας κακολογούν όλους, εμάς που στην πραγματικότητα δεν έχουμε σχέση μαζί τους, είτε στο δόγμα, είτε στην ηθική, ή στην καθημερινή μας συνάντηση. Αλλά διάγουν έκλυτο βίο, και για να καλύψουν τα ασεβή τους δόγματα, διασύρουν το όνομα [του Χριστού], ως μέσο για να κρύψουν την κακία τους˙ έτσι ώστε “ὧν τό κρίμα ἔνδικον ἐστι”, όταν λάβουν από τον Θεό την μισθαποδοσία των έργων τους».
Ομοίως και ο άγιος Επιφάνιος:
«εἰσί δέ ἐκ τοῦ Σατανᾶ παρεσκευασμένοι καί προβεβλημένοι εἰς ὄνειδος καί σκάνδαλον τῆς τοῦ θεοῦ εκκλησίας. ἐπέθεντο γάρ ἑαυτοῖς ἐπίκλην Χριστιανοί, τοῦτο τοῦ Σατανᾶ παρασκευάσαντος προς τό σκανδαλίζεσθαι τά ἔθνη…»
Η χρήση του ονόματος των Χριστιανών από τους αιρετικούς προς δυσφήμιση, όπως και η χρήση των χριστιανικών συμβόλων από τους ίδιους, προς επικύρωση της απάτης, με ειδωλολατρικό τρόπο, προκάλεσαν την μήνιν του αγίου Επιφανίου και όχι η ορθόδοξη προσκύνηση των εικόνων, όπως ισχυρίζονταν οι εικονομάχοι, και επεξήγησε ο άγιος Νικηφόρος.
Επίσης ο άγιος Επιφάνιος πληροφορεί και για σφράγισμα ή χάραγμα που λάμβαναν οι Καρποκρατιανοί στον λοβό του δεξιού αυτιού τους:
«σφραγῖδα δέ ἐν καυτῆρι ἤ δι’ ἐπιτηδεύσεως ξυρίου ἤ ραφίδος ἐπιτιθέασιν οὗτοι οἱ ἀπό Καρποκρᾶ ἐπί τόν δεξιόν λοβόν τοῦ ὠτός τοῖς ὑπ’ αὐτῶν ἀπατωμένοις».
Ο ΕΠΙΦΑΝΗΣ
Ο Επιφάνης ήταν γιος του Καρποκράτη και της Αλεξανδρείας. Διδάχθηκε τα εγκύκλια μαθήματα και την φιλοσοφία του Πλάτωνα από τον πατέρα του. Πέθανε σε ηλικία μόλις 17 ετών. Το σύντομο διάστημα της ζωής του ήταν αρκετό για να τον αναδείξει σε συνεχιστή του έργου του πατέρα του. Στο ενεργητικό του καταγράφεται η συγγραφή αιρετικής διατριβής με τίτλο Περί δικαιοσύνης.
Μερικά αποσπάσματα από το έργο αυτό σώζονται στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα. Το υπόλοιπο δεν έχει διασωθεί. Σε αυτό αναπτύσσει τις ιδέες του για την κοινοκτημοσύνη, ως φυσικό τρόπο διαβίωσης. Επαναλαμβάνει θέσεις του Πλάτωνα και τις επεξεργάζεται παράλληλα με τις θεωρίες του πατέρα του.
Ξεκινά από την τετριμμένη θέση της κοινής χρήσης του ηλιακού φωτός από όλους τους ζώντες οργανισμούς, ανεξαρτήτου πνευματικής ή ηθικής καταστάσεως. Από δω ορμώμενος θεωρεί ότι η ιδέα της ιδιοκτησίας είναι μία παρά φύση κοινωνική συμβατικότητα, η οποία αντιβαίνει στο θέλημα του Θεού.
Στην συνέχεια επικεντρώνει στην ανδρική επιθυμία και την παρουσιάζει ως κατάσταση εκφράζουσα την δια της ανθρώπινης κατασκευής θεία βούληση. Συνεπώς η ερωτική επιθυμία είναι για τον Επιφάνη θείο δόγμα, και ως τέτοιο οφείλει να ικανοποιείται. Οι δύο παραπάνω διαπιστώσεις του οδηγούν, η μεν πρώτη στην κοινοκτημοσύνη, η δε δεύτερη στην κοινογαμία].
Ο Κλήμεντας Αλεξανδρεύς εξηγεί γιατί ο Επιφάνης παρερμηνεύει πρώτα τα όσα έγραψε ο Πλάτωνας στην Πολιτεία. Γράφει ο Πλάτων:
«Τάς γυναῖκας ταύτας τῶν ἀνδρῶν τούτων πάντων πάσας εἶναι κοινάς, ἰδία δέ μηδενί μηδεμίαν συνοικεῖν˙ καί τούς παῖδας αὖ κοινούς, καί μήτε γονέα ἔκγονον εἰδέναι τόν αὐτοῦ μήτε παῖδα γονέα.
Πολύ, ἔφη, τοῦτο ἐκείνου μεῖζον προς ἀπιστίαν καί τοῦ δυνατοῦ πέρι καί τοῦ ὠφελίμου.
Οὐκ οἶμαι, ἦν δ’ ἐγώ, περί γε τοῦ ὠφελίμου ἀμφισβητεῖσθαι ἄν, ὡς οὐ μέγιστον ἀγαθόν κοινάς μέν τάς γυναῖκας εἶναι, κοινούς δέ τους παῖδας, εἴπερ οἷον τε˙ ἀλλ’ οἶμαι περί τοῦ εῖ δυνατόν ἤ μή πλείστην ἄν ἀμφισβήτησιν γενέσθαι».
Και ερμηνεύει ο Κλήμης:
«δοκεῖ δέ μοι καί τοῦ Πλάτωνος παρακηκοέναι ἐν τῇ Πολιτείᾳ φαμένου κοινάς εἶναι τάς γυναῖκας πάντων, κοινάς μεν τάς πρό τοῦ γάμου τῶν αἰτεῖσθαι μελλόντων, καθάπερ καί τό θέατρον κοινόν τῶν θεωμένων φάσκοντος, τοῦ προκαταλαβόντος δέ ἑκάστην ἑκαστου εἶναι καί οὐκέτι κοινήν τήν γεγαμημένην».
Ως απάντηση στον Επιφάνη, ο Κλήμης θυμίζει την εντολή του Θεού,
«οὐκ ἐπιθυμίσεις τήν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου, οὐκ επιθυμίσεις τήν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τόν ἀγρό αὐτοῦ οὔτε τόν παίδα αὐτοῦ οὔτε τήν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοός αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντός κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί» (Εξ. 20.17)
και τον λόγο του Σωτήρος
«Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις. Εγώ δέ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα προς τό ἐπιθυμῆσαι αὐτήν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ».
Ο Κλήμης επίσης αναφέρει ότι αυτός ο Καρποκράτης λατρευόταν ως θεός στην Σάμη της Κεφαλλονιάς. Προφανώς εννοεί από τους οπαδούς του που ήταν εγκατεστημένοι στον τόπο καταγωγής της μητέρας του και όχι το σύνολο των κατοίκων της περιοχής.
«και θεός ἐν Σάμῃ τῆς Κεφαλληνίας τετίμηται, ἔνθα αὐτῷ ἱερόν ρυτῶν λίθων, βωμοί, τεμένη, μουσεῖον ὠκοδόμηταί τε καί καθιέρωται˙ καί συνιόντες εἰς τό ἱερον οἱ Κεφαλλῆνες κατά νουμηνίαν, γενέθλιον ἀποθέωσιν θύουσιν Ἐπιφάνει˙ σπένδουσί τε καί εὐωχοῦνται καί ὕμνοι λέγονται».
Καϊνίτες
Αυτοί έλαβαν το όνομά τους από την λατρεία που απέδιδαν στον αδελφοκτόνο Κάιν. Τον θεωρούσαν ως θύμα του Δημιουργού, τον οποίον καλούσαν «Υστέρα». Γι’ αυτούς, όπως και για άλλες γνωστικές ομάδες ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν η αρχή του κακού.
Όλες οι φαύλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Κάιν, ο Ησαύ, ο Κορέ, οι Σοδομίται, είναι παιδιά, όχι του Δημιουργού, αλλά της ανώτερης δύναμης. Έτσι και αυτοί θεωρώντας ότι είναι συγγενείς αυτών, και συνεπώς παιδιά της ανωτέρας δύναμης και όχι του Δημιουργού, δεν ήταν εφικτό να υποστούν βλάβη από αυτόν. Με την βοήθεια της Σοφίας, η οποία τους ξεχώρισε ως δικούς της, είχαν καταφέρει να κρυφτούν.
Τιμούσαν επίσης τον Ιούδα, διότι τον θεωρούσαν παράγοντα της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους. Έφταναν στο συμπέρασμα αυτό ακολουθώντας δύο συλλογισμούς. Σύμφωνα με τον πρώτο, ο Χριστός δεν θα υπέφερε σταυρικό θάνατο χωρίς τον Ιούδα, εφόσον οι εξουσίες του κόσμου δεν ήθελαν να τον θίξουν. Σύμφωνα με τον δεύτερο, ο Ιούδας εμπόδισε τον Χριστό από σχεδιαζόμενη διαστροφή της αλήθειας.
Σωτηριολογικά, πίστευαν κι αυτοί παρόμοια με τους Καρποκρατιανούς. Ο άνθρωπος έπρεπε να πράξει όλες τις αμαρτίες για να καταφέρει ν’ ανέλθει στις ανώτερες δυνάμεις:
«καί μή δύνασθαί φασι ἄλλως σωθήσεσθαι τινας, ἐάν μή διά πάντων χωρήσωσιν, ὡς καί ὁ Καρποκράτης λέγει»
Ως εκ τούτου επιδίδονταν και αυτοί σε κάθε είδους ακολασία:
«Ἕκαστος γάρ αὐτῶν δῆθεν, διά τήν πρόφασιν ταύτην ἀρρητοποιῶν καί αἰσχρουργίας ἐπιτελῶν ἁμαρτήματά τε ὅσα ἔστιν πράττων, ἐπικαλεῖται ἑκάστου ἀγγέλου ὄνομα, τῶν τε ὄντων ἀγγέλων καί τῶν παρ’ αὐτοῖς πλαστῶν λεγομένων»
προέβαιναν δηλαδή σε επικλήσεις δαιμόνων,
«καί ἑκάστῳ τούτων προσάπτει τι ἔργον ἀθέμιτον τῶν ἐπί γῆς ἁμαρτημάτων, τήν πράξιν τήν ἰδίαν εἰς ὄνομα οὗ βούλεται ἀγγέλου ἀναφέρων. καί ὅταν ταῦτα πράττωσιν, οὕτως λέγουσιν “ὁ δεῖνα ἄγγελε, καταχρῶμαί σου τό ἔργον˙ ἡ δεῖνα ἐξουσία πράττω σου τήν πρᾶξιν”. καί τοῦτο γνῶσις τελεία παρ’ αὐτοῖς ἐστι λεγόμενον»
Χρησιμοποιούσαν δικά τους βιβλία, όπως το "Ευαγγέλιο" του Ιούδα, και το Αναβατικόν Παύλου. Αναφέρονται και αποσπάσματα από άλλα συγγράμματα, τα οποία δεν ονομάζονται.
Η δαιμονική προέλευση της διδασκαλίας του, τονίζεται από όλους τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς:
«δῆλον δέ ὅτι ἐκ τοῦ διαβόλου αὐτοῖς ταῦτα ὑπέσπαρται, τά τῆς ἀγνοίας λέγω καί ἀπάτης. πληροῦται δέ ἐπ’ αὐτοῖς τό γεγραμένον “οὐαί τοῖς λέγουσι τό καλόν πονηρόν καί τό πονηρόν ἀγαθόν, οἱ τιθέντες τό σκότος φῶς καί τό φῶς σκότος, οἱ λέγοντες τό γλυκύ πικρόν καί τό πικρόν γλυκύ”. πάντῃ γάρ ἐκφωνεῖ παλαιά καί καινή διαθήκη τοῦ Κάϊν τήν ἀσέβειαν ἐπικηρυκευόμενη. οὗτοι δέ τοὐναντίον, τοῦ σκότους ὄντες ἐρασταί καί τῶν κακοποιῶν μιμηταί, τόν Ἀβελ μισοῦσι, τὀν δέ Κάϊν ἀγαπῶσι καί τῷ Ἰούδᾳ τόν ἔπαινον διδόασι».
«ἵνα μή ἐν παρεκβάσει γενώμεθα τοῦ προκειμένου ἕτερα ἀνθ’ ἑτέρων σοφιζόμενοι καί δινοούμενοι, λέγων πατέρα αὐτῶν εἶναι τόν διάβολον Ἰούδαν, ὅν καί Σατανᾶν κέκληκεν καί διάβολον λέγων προς τους μαθητάς “οὐχί τους δώδεκα ὑμᾶς ἐξελεξάμην καί εἷς ἐξ ὑμῶν διάβολος;” οὐχί διάβολον λέγων φύσει, ἀλλά κατά τήν γνώμην».
«Ἄρα γοῦν οὗτος ὁ Ἰούδας, πατήρ αὐτῶν γενόμενος κατά τήν ἀρνησιθεΐαν καί ρποδοσίαν, Σατανᾶς ὑπάρξας καί διάβολος οὐ τῇ φύσει, ἀλλά τῇ γνώμῃ, υἱός γεγένηται οὗτος κατά μίμησιν τοῦ Κάϊν τοῦ ἀνθρωποκτόνου τοῦ ψεύστου, ἐπειδή καί ὁ πατήρ αὐτοῦ πρό αὐτοῦ ψεύστης ἦν, οὐχί ὁ Ἀδά ἀλλ’ ὁ διάβολος, …οὕτω καί οὗτοι μᾶλλον φθονοῦντες τῷ Ἄβελ τῷ καλά ἔργα ἔχοντι, τόν δέ Κάϊν τιμῶντες, πῶς οὐκ ἐλέγχονται, διαρρήδην τοῦ σωτήρος λέγοντος καί ἀπότομον ἀπόφασιν ὁρίζοντος αὐτοῖς ὅτι “ζητηθήσεται ἀπό τῆς γενεᾶς ταύτης πᾶν αἷμα δίκαιον ἀπό Ἄβελ τοῦ δικαίου τό ἀπ’ ἀρχῆς ἐκκεχυμένον ἕως Ζαχαρίου τοῦ προφήτου, οὗ ἀπεκτείνατε μέσον τοῦ ναοῦ καί του θυσιαστηρίου” καί τά εξής[;»
Αντινομικά χαρακτηριστικά μπορούν να εντοπιστούν στα περισσότερα γνωστικά συστήματα. Σ’ εκείνα ο έκλυτος βίος είναι δευτερογενής, ενώ περισσότερη βαρύτητα δίδεται στο θεωρητικό κατασκεύασμα. Στις ομάδες που εξετάστηκαν εδώ, όλη η διδασκαλία αναλώνεται στο να στηρίξει έναν τρόπο ζωής εκ διαμέτρου αντίθετο προς τον χριστιανικό. Δηλαδή η διδασκαλία είναι δευτερεύουσας σημασίας. Οι άλλες ομάδες λοιπόν, κατατάσσονται με βάση τα κεντρικά σημεία της διδασκαλίας τους, άσχετα αν και αυτές υιοθετούσαν ηθική παραδομένη στην τρυφηλότητα και την φιληδονία.impantokratoros.gr
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου