Οι οπαδοί της εκκοσμίκευσης χαιρετίζουν την παρακμή της θρησκείας στις δυτικές κοινωνίες, αλλά αυτή η απώλεια έχει ένα τεράστιο κόστος: την παρακμή του ίδιου του πολιτισμού
Υπάρχει μια αισθητή μείωση στο ποσοστό των Αμερικανών που αυτοπροσδιορίζονται ως θρησκευόμενοι. Κάποιοι αντιλαμβάνονται αυτή τη σεισμική μετατόπιση σαν απόδειξη ενός πολιτισμού που εκκοσμικεύεται. Για ορισμένους κύκλους, η εκκοσμίκευση της Αμερικής εκλαμβάνεται θετικά, σαν ένας παράγοντας εκσυγχρονισμού. Ωστόσο, οι ερευνητές θεωρούν ότι η διάβρωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων προμηνύει αρνητικές συνέπειες για την κοινωνία, επειδή η θρησκεία καλλιεργεί ουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις, καλλιεργώντας μια αίσθηση κοινότητας.
Οι θρησκευτικοί θεσμοί βελτιώνουν το κοινωνικό κεφάλαιο, καλλιεργώντας ένα ισχυρό αίσθημα αδελφοσύνης που υπερβαίνει τον φυλετισμό. Οι θρησκείες διευκολύνουν επίσης τις κοινωνίες να μεγεθυνθούν, μειώνοντας τον φυλετισμό και προωθώντας τη συνεργασία. Οι συνεργατικές ομάδες είναι πιο επιτυχημένες από τις διχαστικές ομάδες και, καλλιεργώντας την αλληλεγγύη εντός της ομάδας, οι θρησκευόμενες ομάδες ξεπερνούν τις (μη θρησκευόμενες) αντιπάλους τους. Ουσιαστικά, η αφοσίωση στα θρησκευτικά πρότυπα και τις πεποιθήσεις προάγει την αλληλεγγύη της ομάδας και την κοινωνική συνοχή. Ως αποτέλεσμα, μερικοί από τα μεγαλύτερους και πιο επιτυχημένους οργανισμούς στον κόσμο είναι υπερηφάνως θρησκευόμενοι.
Αν και οι θρησκείες παρουσιάζονται ως συντηρητικές, η ιστορία δείχνει ότι υπήρξαν οι πρωταρχικοί εμπνευστές της κοινωνικής αλλαγής. Πριν από το Ισλάμ, λίγοι περίμεναν ότι οι Άραβες θα γίνουν αρχιτέκτονες παγκόσμιων αυτοκρατοριών, ωστόσο η έλευση του Ισλάμ παρείχε το καύσιμο που παρακίνησε τους απλούς ανθρώπους και τις ελίτ να κατακτήσουν ξένα εδάφη. Ομοίως στην Ευρώπη, η μεσαιωνική εκκλησία ξεκίνησε μια νομική επανάσταση που ανέτρεψε την καθεστηκυία τάξη και ίδρυσε επαναστατικά πανεπιστήμια.
Ως κοινωνικός μηχανισμός, η θρησκεία παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των θεσμών, της πολιτικής και της κοινωνίας των πολιτών. Η εκπαίδευση, οι υπηρεσίες πρόνοιας, ακόμη και οι ευκαιρίες, παρέχονται συνήθως από θρησκευτικούς φορείς. Σε αντίθεση με τους κρατικούς παρόχους, οι θρησκευτικοί θεσμοί έχουν στενή σχέση με τους δικαιούχους και συχνά δίνουν έμφαση στην ηθική και την οικονομική πρόοδο. Το να βλέπεις τους δικαιούχους αυτούς ως μέρος μιας κοινότητας, συμβάλλει στον μετριασμό της απομόνωσης, την επίπτωση της φτώχειας και της περιθωριοποίησης.
Η κοινωνική διασύνδεση που είναι εγγενής στους θρησκευτικούς θεσμούς προσφέρει στους συμμετέχοντες μια υψηλότερη αίσθηση ευημερίας. Φυσικά, οι κοινωνικές ομάδες καλλιεργούν στενές σχέσεις, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι της εργατικής τάξης δεν διαθέτουν τους πόρους και το κοινωνικό κεφάλαιο για να ενταχθούν σε ελίτ κοινωνικά δίκτυα. Ως εκ τούτου, οι θρησκευτικοί θεσμοί λειτουργούν ως ασφαλής χώρος και ως φωνή για τις εργατικές τάξεις. Είναι ενδιαφέρον ότι ένα πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Psychological and Cognitive Sciences υποστηρίζει ότι οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής θα πρέπει να θλίβονται για την παρακμή της θρησκείας, αφού παρατηρήθηκε ότι η θρησκεία ελαφραίνει το βάρος της χαμηλής κοινωνικοοικονομικής θέσης (SES).
Καθώς οι κοινωνίες γίνονται πλουσιότερες, γίνονται λιγότερο θρησκευόμενες. Ωστόσο, για όσους παραμένουν φτωχοί, η ψυχολογία που απορρέει από την θρησκεία λειτουργεί ως μηχανισμός αντιμετώπισης, που μειώνει το συναισθηματικό βάρος του χαμηλού SES. Οι φτωχοί άνθρωποι κατέχουν ειδική θέση σε πολλές θρησκείες και αναμένεται να καρπωθούν ανταμοιβές στη μετά θάνατον ζωή, ενώ οι μη θρησκευόμενοι κρίνουν αυστηρά τον εαυτό τους αν δεν τα καταφέρουν. Δεν είναι έκπληξη ότι οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως το χαμηλότερο SES μείωσε την ευημερία, αλλά ο αντίκτυπος του SES στην ευημερία μετριάστηκε σημαντικά στις φτωχότερες χώρες.
Συγκρίνοντας την Τζαμάικα και τη Νορβηγία, οι συγγραφείς υποστήριξαν ότι «η ψυχολογική επιβάρυνση του χαμηλότερου SES ήταν συγκριτικά μεγάλη στην ανεπτυγμένη Νορβηγία [...] αλλά αυτό το βάρος δεν ήταν σημαντικό στην Τζαμάικα». Κάποιοι άλλοι έχουν την άποψη ότι η πτώση των ποσοστών της θρησκευτικής συμμετοχής συνδέεται με θανάτους από απόγνωση, όπως αυτοκτονίες, ασθένειες που σχετίζονται με το αλκοόλ και κατάχρηση ναρκωτικών. Η θρησκευτική συμμετοχή διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στο να αποκτήσει νόημα η ζωή, επομένως τα μειωμένα ποσοστά θρησκευτικής συμμετοχής δείχνουν ότι πολλοί στερούνται την αίσθηση της κοινότητας και τη ζωτική αίσθηση του σκοπού.
Οι θάνατοι από απόγνωση πλήττουν δυσανάλογα τους μεσήλικες λευκούς της εργατικής τάξης, που είναι αποσυνδεδεμένοι από τα κοινωνικά δίκτυα, και η αύξηση της θρησκευτικής συμμετοχής θα μπορούσε να εμποδίσει τον θάνατο πολλών Αμερικανών της εργατικής τάξης. Χρησιμοποιώντας στατιστικές αναλύσεις, οι συγγραφείς δείχνουν ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ των θανάτων από απόγνωση και της θρησκευτικής συμμετοχής:
«Η θρησκευτικότητα και το ποσοστό των θανάτων από απόγνωση στις διάφορες πολιτείες συσχετίζονται αρνητικά. Οι πολιτείες με υψηλά επίπεδα θρησκευτικότητας υποφέρουν λιγότερο από θνησιμότητα εξαιτίας αλκοόλ, αυτοκτονιών ή υπερβολικής δόσης ναρκωτικών. Αυτή η αρνητική σχέση ισχύει επίσης όταν εξετάζουμε τις μεταβολές στη θρησκευτικότητα και τη θνησιμότητα. Οι πολιτείες που παρουσίασαν μεγαλύτερες μειώσεις στη θρησκευτικότητα είχαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις στο ποσοστό θανάτων από απόγνωση.»
Επιπλέον, οι μελετητές υποστηρίζουν επίσης ότι οι θρησκευτικοί θεσμοί είναι πιο ικανοί στην εξυπηρέτηση των φτωχών και στην ελαχιστοποίηση των ηθικών κινδύνων (moral hazards) που προξενεί η κρατική πρόνοια. Οι θρησκευτικοί θεσμοί επιβάλλουν την υποχρέωση σε όλα τα μέλη τους να διασφαλίζουν ότι τα αιτήματά τους για βοήθεια θα ελέγχονται, για να αποτραπεί η κατάχρηση των πόρων τους. Επιπλέον, ενθαρρύνονται να βελτιώσουν την ποιότητα των προϊόντων πρόνοιας.
Ο Anthony Gill εξηγεί ότι οι θρησκευτικές φιλανθρωπικές οργανώσεις είναι ακόμη πιο αξιόπιστες από τις κοσμικές μη κυβερνητικές οργανώσεις, λόγω των κανόνων της αμοιβαιότητας:
«Οι κανόνες της αμοιβαιότητας που είναι εγγενείς στις θρησκευτικές κοινότητες έρχονται επίσης σε αντίθεση με τους κανόνες των κοσμικών ΜΚΟ, οι οποίες γενικά διανέμουν κοινωνικά οφέλη με μη αμοιβαίο τρόπο και περιμένουν ελάχιστα αντάλλαγμα από τον αποδέκτη. Οι παραλήπτες που δεν είναι μέλη του οργανισμού που τους βοηθά είναι λιγότερο πιθανό να συγκρατηθούν και να μην κάνουν κατάχρηση των πόρων που τους δίνονται, ή να προσπαθήσουν να διορθώσουν τα προβλήματα που τους οδήγησαν σε κατάσταση ένδειας. Ως εκ τούτου, οι κοσμικές ΜΚΟ είναι πιο πιθανό να δημιουργήσουν προβλήματα ηθικού κινδύνου, σε σύγκριση με τις θρησκευτικές ομάδες που βασίζονται στην αμοιβαία κοινοτική υποστήριξη.»
Κάποιοι χαιρετίζουν την εκκοσμίκευση της Αμερικής, αλλά είναι προφανές ότι οι θρησκείες αναζωογονούν τις κοινωνίες και ένας πιο εκκοσμικευμένος πληθυσμός θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια λιγότερο δυναμική Αμερική. Αντί να βλέπουν την εκκοσμίκευση ως ένδειξη προόδου, οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής θα πρέπει να αρχίσουν να προετοιμάζονται για τις επιπτώσεις μιας λιγότερο θρησκευτικής κοινωνίας.
Ο Lipton Matthews είναι ερευνητής, επιχειρηματικός αναλυτής και συνεργάτης των Merion West , The Federalist , American Thinker, Intellectual Takeout, mises.org και Imaginative Conservative.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου