Όχι, όχι· μην ψάχνετε ποιά σπουδαία Ελληνίδα πέθανε το 1961. Απλώς, μ’ αρέσει να βάζω πιασάρικους τίτλους!

. . . . . . . .

α. Κοινωνία καί Γκάουςς (Κάρολος Φρειδερίκος)

Προοιμιακή δήλωση:

Ο εύκολος στόχος ευκόλων (αρπακολλατζήδικων) κειμένων (που γεμίζουν σαβουροέντυπα και σαβουροϊστοσελίδες) είναι οι γενικεύσεις. Πχ:

«- Οι γυναίκες είναι …αυτό, εκείνο, το άλλο.»

«- Οι άντρες είναι… αυτό, εκείνο, το άλλο.»

«- Οι πλούσιοι είναι…»

«- Οι φτωχοί είναι…»

«- Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι…»

«- Οι δάσκαλοι είναι…»

«- Οι μαθητές είναι…»

Κτλ κτλ κτλ.

Το έχω δηλώσει κατ’ επανάληψιν (πείρα, γάρ…), μαθετέ το κι εσείς μία καί καλή: παντού, όποιο σύνολο ανθρώπων καί να πάρεις να εξετάσεις, καί με όποια ιδιότητα θες να βάλεις στο μικροσκόπιο (πχ ύψος, βάρος, αριθμός καλών πράξεων, κτλ κτλ), φαίνεται πως (γιά κάποιον μυστήριο λόγο) αυτό υπακούει στη λεγόμενη κανονική, ή Γκαουσσιανή κατανομή. (Είναι το σχήμα με την «καμπάνα», κάπου στη μέση του κειμένου του συνδέσμου.)

Εάν πχ θες να εξετάσεις τη διαφθορά στην Αστυνομία, θα δείς ότι πράγματι, ένα 5% των εμβάτσων είναι διαόλοι· αλλά θα δείς κι ότι ένα άλλο 5% είναι άγγελοι. Καί το υπόλοιπο 90% είναι οι διάφορες αποχρώσεις του γκρίζου, ανάμεσα στο μαύρο καί το άσπρο.

Δες και στον εαυτό σου! Εγώ πχ, μερικές φορές (ένα 5%, που λέγαμε) βοηθάω κόσμο που δεν ξέρω, έτσι, επειδή μού ‘ρχεται. Άλλες, πάλι (το 5% τέρμα αριστερά της κατανομής), με πιάνουν τα διαόλια μου κι έχω διάθεση να πλακώσω στο ξύλο τον άγνωστο που βλέπω – πάλι χωρίς προφανή λόγο. Καί στο υπόλοιπο 90% είμαι πότε έτσι, πότε γιουβέτσι. Όπως κι εσείς, πιστεύω!… Καλώς ήρθατε στην παρέα μας!

. . . . . . . .

β. Παρατήρηση 120 «θηλυκών» χρόνων

Η κοινωνική εξέλιξη της Ελληνίδας, καθ’ όλον τον 20ο αιώνα και μέχρι τις μέρες μας (αρχές 21ου), είναι πολύ ευδιάκριτο φαινόμενο. Εμείς εδώ θα του ρίξουμε μιά ματιά· με κριτική διάθεση μέν, αλλά όχι κατακριτική – των ανωτέρων περί Γκαουσσιανής ήδη ειπωθέντων.

Λοιπόν, στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Ελληνίδες ανήκουν σε δύο διακριτές κοινωνικές κατηγορίες: τις αστές, καί τις χωριάτισσες.

Οι χωριάτισσες ζούν μιά ζωή σκληρή· δουλειά από την ανατολή μέχρι τη δύση του Ήλιου (καί πιό πρίν, καί πιό μετά), νοικοκυριό, παιδιά (πολλά)… καί τα ζά. (Όχι του Παλαιού, τα αυθεντικά: από κότες, μέχρι γάϊδαρο.) Οι αστές, πάλι, δεν πάνε πίσω· αυτές έχουν μεν τις ανέσεις που έχει ένα πλούσιο σπιτικό της εποχής στην πόλη (πχ παροχή ηλεκτρικού ρεύματος – σε αντίθεση με τη χωριάτικη γκαζόλαμπα), αλλά και τη φροντίδα πάλι όλου του νοικοκυριού, των (επίσης πολλών) παιδιών, καί των κοινωνικών σχέσεων του συζύγου.

Καί οι δυό κατηγορίες υπακούν σε πολύ αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες. Πχ στην ενδυμασία: οι χωριάτισσες επιμένουν παραδοσιακώς, οι αστές έχουν κορσέδες καί κρινολίνα. Αλλά το να βγεί μιά γυναίκα γυμνή τότε, αυτομάτως έβγαινε κι «εκτός κοινωνίας»! (Με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς.) Βέβαια, με τόσο κλειστή ενδυμασία, ακόμη καί καλοκαιριάτικα, συν την κλεισούρα ειδικά των αστών (επειδή η γυναίκα δεν έπρεπε να πολυ-κυκλοφορεί, μή τυχόν καί κακοχαρακτηριστεί), η φυματίωση θέριζε. (Κι έψαχναν όλοι να δούν τί φταίει, καί κόλλησαν οι κόρες τους χτικιό.) Αλλά, οι κανόνες, κανόνες!

Καί οι δυό κατηγορίες, πάλι, δεν είναι ξεκομμένες απ’ τις εθνικές μας παραδόσεις, ούτε απ’ τη φύση (προσέξτε το, αυτό!) : δηλαδή, ακόμη καί στα αστικά σπίτια έχουν πχ τσάϊ του βουνού, ή προϊόντα απ’ το χωριό (πχ ελιές, τυριά, κτλ). Δηλαδή, δεν τους φαίνεται παράξενο το ότι η φύση παράγει διάφορα προϊόντα, καί δεν θεωρούν πως αυτά …παράγονται σε κάποιο σουπερμάρκετ.

Επίσης, καί οι δύο κατηγορίες διαθέτουν άφθονο πατριωτισμό. (Γυναίκες της Πίνδου / Φανέλλα του Στρατιώτη.)

. . . . . . . .

Κάπου λίγο πρίν τον Α’ ΠΠ, αλλά ιδίως στον Μεσοπόλεμο (καί παρά την εθνική τραγωδία στη Μικρασία), άρχισε η λεγόμενη «απελευθέρωση» της Ελληνίδας. Διάφορες εξ Εσπερίας κοινωνικές τάσεις μας ήρθαν κι εδώ· κι έφεραν μαζί τους καί λογικά πράγματα ναί μέν (πχ: εφ’ όσον η γυναίκα φορολογείται, τότε πρέπει καί να ψηφίζει), αλλά καί το σπέρμα της καταστροφής, με το σκεπτικό: πουλάω τρέλλα κάνοντας ό,τι γουστάρω, εφ’ όσον έχω μονάχα μία ζωή να ζήσω.

Πράγμα, το οποίο έπιασε κυρίως στις αστές.

Δηλαδή, άρχισαν μερικές αστές γυναίκες να κάνουν (με καμιά πενηνταριά χρόνια καθυστέρηση) αυτό που κάνανε κάποιοι άντρες (γόνοι πλουσίων οικογενειών) από κάπου το 1850-60: παράτησαν τη φουστανέλλα, υιοθέτησαν δυτικό τρόπο ζωής, έγιναν κοσμοπολίτες, καί ζούσαν κυρίως στο εξωτερικό πουλώντας τρέλλα – σε στύλ, ο πρωτοποριακός ζωγράφος που φουμάρει καί όπιο, γιά νά ‘χει εμπνεύσεις.

Εν ολίγοις: δεμπανα καίγεται το Σύμπαν, εγώ θα κοιτάξω την πάρτη μου!

Δηλαδή, ξανά: εθνικές παραδόσεις, εθνική συνοχή, κοινωνικές σχέσεις, φιλίες, αγάπες, περνάνε σε δεύτερο, τρίτο επίπεδο, ως μή έχοντα απόλυτη σημασία· καί αναλαμβάνει το τιμόνι ο απόλυτος εαυτός: ό,τι φάμε, κι ότι πιούμε – κι όσο προλαβαίνουμε.

Νά, ας πούμε… Επί Κατοχής, άλλες γυναίκες συμμετείχαν στην Αντίσταση, κι άλλες περνούσαν ζωή καί κότα …οριζοντίως. (Ονόματα δέ λέμε, υπολήψεις δέ θίγουμε. lol!!!)

Φυσικά, αυτός ο «μποέμ» τρόπος ζωής δεν είναι γιά τον καθένα, όσο καί να φαντάζει ελκυστικό πρότυπο· είναι μονάχα γιά τους κονομημένους. Είτε αρέσει αυτό, είτε όχι. Καί συνήθως τον υιοθετούσαν οι τρίτοι, τέταρτοι γυιοί στη σειρά διαδοχής (καί οι πλούσιοι κάνανε πολλά παιδιά τότε), είτε επειδή ήταν χαϊδεμένα παιδιά, είτε επειδή έκριναν πως δεν είχαν ελπίδα σε μεγάλο μερίδιο της πατρικής κληρονομιάς. Βέβαια, γιά τις οικογένειές τους αποτελούσαν τα «μαύρα πρόβατα» (αυστηροί κοινωνικοί κανόνες, γάρ…), αλλά ποτέ δεν ήταν αργά να επιστρέψουν πίσω οι άσωτοι υιοί, καί να πουλάνε μούρη καί στα σαλόνια πλέον (ως «καταξιωμένοι ζωγράφοι», ξέρω ‘γώ).

[Οπότε, εδώ εξηγείται καί το κοινωνικό φαινόμενο του γιατί πέφτουν στα ναρκωτικά κυρίως δύο κατηγορίες ατόμων: οι πλούσιοι -γιά «εμπειρίες»- καί οι κοινωνικώς απόβλητοι, οι «λουμπενιάρηδες» – επειδή αρνούνται την πραγματικότητά τους καί ψάχνουν μιά καλύτερη αλλού, έστω καί σε όνειρα.]

. . . . . . . .

Όλες αυτές τις κοινωνικές αλλαγές τις ανέστειλαν περίπου γιά μιά εικοσαετία τα δεινά, που βρήκαν την Ελλάδα από το 1940 μέχρι το 1949. Αλλά, με την έλευση της δεκαετίας του 1960, άρχισε πάλι να κινείται η αλλαγή στην κοινωνική συμπεριφορά της Ελληνίδας, μακριά από τους αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες του παρελθόντος.

Όμως, προσέξτε! Εδώ δεν εκφέρω γνώμη (ούτε κρίνω ως σωστό, ούτε κατακρίνω) το αν μιά Ελληνίδα της τελευταίας 60ετίας πχ φοράει σεγκούνια, ή μίνι· ή αν τυγχάνει διευθύντρια πολυεθνικής, ή κάνει γυμνισμό. Αλλού το πάω. Άλλα είναι, που έχουν σημασία· καί, δυστυχώς, εκεί το παιχνίδι είναι (σχεδόν) χαμένο… που να χτυπιούνται περί του αντιθέτου στρατιές ολόκληρες φεμινιστριών!

. . . . . . . .

γ. Επιστροφή στον πρωτογονισμό

Στα ίσα, καί χωρίς περιστροφές: τις γυναίκες σήμερα (είτε συντηρητικές, είτε έως φεμινίστριες) το Σύστημα τις κάνει ό,τι θέλει – καί δυστυχώς, ελάχιστες το παίρνουν χαμπάρι. Βλέπετε, ο άκρατος εγωϊσμός (καί, γιατί όχι, ακόμη καί συνοδευόμενος από ικανότητες) είναι πολύ μεθυστικό δόλωμα καί θολώνει την κρίση.

Οπότε, βλέπεις τις «απελευθερωμένες» γυναίκες της εποχής μας, τις «ό,τι φάμε» (κτλ) να επιβάλουν τον εαυτό τους στην κοινωνία, να έχουν πολύ χρήμα (ή να το ζητάνε πλάϊ σε ισχυρό άντρα), ίσως μερικές πατάνε καί επί πτωμάτων… αλλά, σε κάποιες καταστάσεις, εγωϊσμοί, τσαμπουκάδες, φεμινισμοί, «απελευθερώσεις», ικανότητες πάνε στα σκουπίδια σε κλάσματα δευτερολέπτου, καί τη γυναίκα (την Ελληνίδα, εν προκειμένωι) την πιάνει ο αρχέγονος φόβος της πρωτόγονης γυναίκας των σπηλαίων μπροστά σε πεινασμένο σαρκοφάγο δεινόσαυρο.

Η γυναίκα πολλές φορές δρά κι από ένστικτο, οκέϋ· αλλά, ένστικτο-ξεένστικτο, είναι άκρως επικίνδυνο το να πηγαίνει η λογική στα σκουπίδια, καί ν’ αναλαμβάνει την καθοδήγηση της γυναίκας ο ερπετικός εγκέφαλος.

Εκεί ακριβώς είναι, που βασίζεται το Σύστημα καί τις κάνει δουλάρες.

Εκεί ακριβώς είναι, που χάνουν οι γυναίκες το παιχνίδι.

Εκεί ακριβώς είναι, που δείχνουν ότι δεν έχουν καμμία σχέση με την εποχή μας, διότι κατά βάθος δεν την καλλιέργησαν ποτέ τους… καί μας επιστρέφουν άπαντες στον πρωτογονισμό.

Δεν σου μιλάω γιά το να καθήσουν να μελετήσουν επιστήμες καί τεχνολογία – αν καί πολλές, όχι μόνο έχουν σχετικούς πανεπιστημιακούς τίτλους, αλλά πρωτοπορούν κιόλας. Σου μιλάω γιά το ότι η νοοτροπία τους δεν συμβαδίζει με την εποχή μας. Καί δεν εννοώ ότι ζούμε στην εποχή μας, επειδή διαθέτουμε ζμάρ’φώουν, καί ξέρουμε να το χειριζόμαστε.

Ζούμε στην εποχή μας, μόνο εάν ο τρόπος που σκεπτόμαστε συμβαδίζει μ’ αυτήν. Κι αυτό σημαίνει μονάχα ένα πράγμα· το τρίπτυχο:

Διαρκής ενημέρωση / κριτική επιλογή της αλήθειας / συμπεράσματα.

Αν, αντιθέτως, χάφτουμε ακρίτως ό,τι μας λέει ο καθένας, έχουμε τελειώσει. Είμαστε πεθαμένοι πρίν την ώρα μας.

Επίσης, πάντα έχουμε υπ’ όψη μας ότι ζούμε ανάμεσα σε συνανθρώπους μας, οπότε πρέπει να προσέχουμε τη στάση μας, θέλουμε-δέ θέλουμε. Όποιος (κι όποια) δεν θέλει να προσέχει, να πάει να ζήσει στα βουνά με τις αρκούδες. Όχι ανάμεσα σε ανθρώπους.

. . . . . . . .

Όταν δεν τηρούνται τα παραπάνω, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι έως τραγικό.

Καί γιά μεν τις φεμινίστριες, ποιός χέστηκε! (Μόνες τους θέλουν να ζούν, χωρίς άντρες, εντάξει, ας επωμιστούν καί τις ευθύνες τους μόνες τους.) Οι λοιπές Ελληνίδες, όμως, με τη στάση τους αυτή κάνουν ζημιά σε ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο. (Κι όχι μονάχα στην οικογένειά τους, όπως δείχνει εξ αρχής μιά απερίσκεπτη ματιά στα γεγονότα.)

«- Καί τί είναι τόσο χοντρό, ρέ Εργοδότη, που μας επηρεάζει όλους;»

Ακολουθεί παράδειγμα.

. . . . . . . .

δ. Το παράδειγμα – …ίσως, *ΤΟ* παράδειγμα

Μέχρι καί τη δεκαετία του 1960, οι γιαγιάδες της τότε εποχής είχαν πολλές πρακτικές γνώσεις· από το να μαντάρουν ένα τρύπιο ρούχο, μέχρι το να φτιάξουν τσάγια καί γιατρικά γιά διάφορες ασθένειες – έως καί σοβαρές.

Σήμερα, οι γιαγιάδες αυτού του είδους σπανίζουν· γι’ αυτό, ίσως, οι Κινέζοι έχουν την παροιμία: «- Αν δεν έχεις γέρο στο σπίτι σου, να βρείς έναν!»

Εν πάσει περιπτώσει… Μικροασθένειες, που μας βασανίζουν όλους κάθε χρόνο, είναι οι γρίππες καί τα συνάχια. Απ’ αυτές:

  • Το συνάχι έχει συγκεκριμένη διάρκεια τέσσερεις (4) μέρες· παρατηρημένο. (Να μη σας περιγράψω, τώρα, τα στάδιά του, διότι η περιγραφή του τί βγαίνει απ’ τη μύτη μας δεν είναι κι ό,τι πιό ευχάριστο! lol!!!)
  • Η γρίππη, σε μένα τουλάχιστον, είχε συγκεκριμένη διάρκεια δεκαεπτά (17) μέρες. Γιά, δε, θανατηφόρα γρίππη, μονάχα τα τελευταία χρόνια ακούω.

(Εντάξει, μπορεί να είναι, αλλά σε πολύ αδυνατισμένο οργανισμό καποιανού μπάρμπα απιθάνων δεκαετιών – ο οποίος θα τα τίναζε σύντομα, έτσι κι αλλοιώς. Σε παιδάκι, τί θανατηφόρα να είναι; μή λέμε τώρα μαλακίες.)

Αυτές καί τις δύο τις ασθένειες, οι γιαγιάδες του 1960 τις αντιμετώπιζαν επιτυχώς με ζεστά τσάγια. (Του βουνού, χαμομήλια, φασκόμηλα, κτλ.) Καί, βεβαίως, συνέστηναν να κυκλοφορείς έξω, διότι το να χωθείς συναχωμένος στις κουβέρτες σου (όπως σε κάτι γελοιογραφίες, με τον ασθενή με το θερμόμετρο στο στόμα καί τη θερμοφόρα στο κεφάλι) αποτελεί χείριστη πρακτική: δεν θα ξεκολλήσεις απ’ το συνάχι ούτε σε δυό μήνες! (Πράγμα, το οποίο δειλά-δειλά άρχισε να παραδέχεται κι η σημερινή επιστήμη, τρομάρα της.)

Αντιθέτως, οι μανάδες του 1990 (γεννήσεις του 1960, περίπου), τί κάνανε; όχι τα τσάγια της γιαγιάς, αλλά με το πρώτο «αψού!» του παιδιού, ο πανικός: «- Γρήγοραααααα! Τον γιατρόοοοοο!!!»

Όταν, λοιπόν, πήγαιναν το μικρό στον δόκτορα, αυτός, αντί να τις διώξει, τους έγραφε ένα κατεβατό φάρμακα (αντιπυρετικά, αντιβιοτικά «ευρέως φάσματος», καί τα ρέστα), με αποτέλεσμα σήμερα -30 χρόνια μετά- τα μικρόβια να μή μασάνε σε φάρμακα, αλλά να θέλουν καραμπίνα με μονόβολα, γιά να εξοντωθούν. Καί γιατί να μην το κάνει, δηλαδή; Αν η μάνα είναι υστερικιά, αυτουνού στα παπάρια του· δεν είναι κηδεμόνας της. Να την ξεφορτωθεί θέλει – καί λογικά. Σιγά μην κάτσει να τη συνετίσει!

Εδώ, τώρα, θα πεταχτεί η υστερικιά, καί θα μου πεί: «- Ναί, αλλά εσύ δεν ξέρεις από παιδιά, δεν ανησυχείς!» (καί λοιπές πορδές ερπετικού χαρακτήρα). Έχω παιδιά, μανδάμ, καί ταυτόχρονα ανησυχώ ως γονέας.

Η διαφορά μας είναι ότι εμένα δεν με βάρεσε η μαλακία στον εγκέφαλο.

[Μπερδεγουέη, μιά κι ο λόγος γιά τσάγια: υποψιάζομαι ότι οι Κινέζοι την ίωση (;) αυτή του Κοβίντ την αντιμετώπισαν με τα τσάγια τους, στα οποία έχουν πλουσιώτατη παράδοση. Μόνο που είναι τρομερά μυστικοπαθείς, καί δεν μιλάνε παραέξω.]

. . . . . . . .

Δεν σου λέω, Ελληνίδα, να μην σέβεσαι τη σημερινή επιστήμη και τα επιτεύγματά της.

Δεν σου λέω να μή θεωρείς τον Ιπποκράτη καί τον Γαληνό ξεπερασμένους. (Που δεν είναι, αλλά οκ.)

Δεν σου λέω ντέ καί καλά να έχεις διαβάσει γιά τις Κυρίες του Σαλέρνο.

Δεν σου λέω οπωσδήποτε να έχεις στην κουζίνα σου ένα ντουλάπι με βαζάκια με τσάγια Ελληνικά καί βότανα. (Αν καί καλό θα ήταν.)

Δεν σου λέω να κάτσεις να πάρεις πτυχίο Φαρμακευτικής Χημείας.

Αλλά, σου λέω το εξής: χρησιμοποίησε τη λογική σου!

Διότι σήμερα δεν μας λείπει η πληροφόρηση. Η εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων μας λείπει. (Καί μην ακούτε τον Παλιούρα, που κοροϊδεύει: «- Ξέρεις τί βαρύ πράγμα είναι η σκέψη; Κοψομεσιάζεσαι!» 🙂 ) Εκεί ακριβώς πάσχουμε, ως έθνος.

. . . . . . . .

Καί τί λέει η λογική επί του προκειμένου;

Λέει τα εξής:

Πως όλοι οι λαοί είχαν σχέσεις με τη Φύση της περιοχής τους, καί πως όλοι οι λαοί χρησιμοποιούσαν φυτά καί βότανα γιά να γιατρευτούν… κι είχαν αναπτύξει χιλιετίες πρακτικής σοφίας συγκεντρωμένων γνώσεων. Έ! Αυτή τη σοφία ΔΕΝ μπορείς εσύ να την πετάς στα σκουπίδια, επειδή απλά δεν τη γουστάρεις!!!

Διότι, τί κάνει η σημερινή φαρμακευτική χημεία; το εξής:

Έστω ότι έχουμε ένα φυτό, το Τρεχαγύρευε το Ακανθώδες, του οποίου το αφέψημα θεραπεύει πχ το τσιρλιό.

Όταν, λοιπόν, προπολεμικώς ερχόταν ο μικρός στο σπίτι με τσίρλα, αφ’ ενός τον πονούσε ο κώλος απ’ αυτήν, αφ’ ετέρου τον πονούσε, διότι έτρωγε καί μερικές γερές: «- Πάλι βρωμόνερα πήγες κι ήπιες!» Ωστόσο, η γιαγιά έφτιαχνε με υπομονή ένα αφέψημα του Τρεχαγύρευε του Ακανθώδους, καί σε δυό, τρείς ημέρες ο μικρός γινόταν περδίκι.

Η σημερινή «επιστήμη», όμως, τί κάνει;

Παίρνει το Τρεχαγύρευε το Ακανθώδες, το αναλύει στο εργαστήριο, καί βρίσκει ότι η δραστική του ουσία είναι η Τρεχαγυρευϊνη. Την απομονώνει, καί την κάνει χάπια.

Όμως, επειδή οι Δυτικοί έχουν κάλο στον εγκέφαλο, το χάπι Τρεχαγυρευέξ έχει μέχρι καί χίλιες φορές περισσότερη δραστική ουσία απ’ το φυτό. Που σημαίνει ότι πάμε στο άλλο άκρο: όχι μόνο δεν θα τρέχει βρύση ο κώλος του μικρού, αντιθέτως θα βουλώσει καί δεν θα μπορεί να χέσει.

Γιατί, όμως, κάνουν τέτοια πράγματα οι Δυτικοί;

Γιά δύο λόγους:

  • Επειδή θέλουν να υπερεκμεταλλεύονται το εργατικό / εργασιακό (εν γένει) ανθρώπινο δυναμικό τους· οπότε, ασθένειες κι απουσίες «απαγορεύονται». (‘Ντάξ’, ίσως σταματήσουν προσεχώς αυτά τα καμώματα, στην εποχή της πλήρους επικρατήσεως των ρομπότ. Οπότε, αντί γιά φάρμακα, θα χρειάζεται μηχανόλαδο.)
  • Κι επειδή τις μετοχές / τα υπερκέρδη των φαρμακευτικών τις / τα ανεβάζει το φαίνεσθαι· όχι το είναι. Δηλαδή, όχι θεραπεία του τσιρλιού σε τρείς μέρες (όπως είναι το σωστό, ώστε να προλάβει ο οργανισμός να συνέλθει με τους δικούς του ρυθμούς), αλλά σε μισή ώρα.

(…Τώρα, βέβαια, αν αυτό έχει άλλες βλαβερές συνέπειες στον οργανισμό, ποιός …χέστηκε απ’ τους μετόχους των φαμακευτικών!…)

. . . . . . . .

Έ, λοιπόν!

Η σημερινή Ελληνίδα δεν δίνει δεκάρα γι’ αυτά! Δεν τη νοιάζει κάν γιά το πώς λειτουργεί ο σημερινός κόσμος, η σημερινή κοινωνία. (Δες, ως χοντρό παράδειγμα, τα ξεκωλάκια, που μαζεύονται κάθε καλοκαίρι στη Μύκονο, μπας καί παντρευτούν καναν πλούσιο. Ποιά «οικονομική κρίση»; Ποιός άστεγος τρώει απ’ τα σκουπίδια; Έλα, μωρέ!) Κι αυτό ακριβώς είναι το τραγικό.

Αυτή η ανόητη στάση απέναντι ειδικά στο πακέτο «Ιατρική / φάρμακα» έχει οδηγήσει σε καταστάσεις, όπως πχ τα κέντρα λογοθεραπείας, που ξεφυτρώνουν σά μανιτάρια σ’ όλη την Ελλάδα. Δηλαδή, μιά πραγματικότητα που μόνο τυφλός (ή προπαγανδιστής) δεν βλέπει.

Γιατί; Διότι –κατ’ εμένα– έχουν πλακωθεί όλες οι έγκυες του 21ου αιώνα σε φαρμακευτικά σκευάσματα, που «βοηθάνε». Συν τα εμβόλια (όχι του Κοβίντ, τα άλλα) στα πιτσιρίκια.

(Αν το αίτιο είναι άλλο, καλώς· το δέχομαι, αλλά να μου το υποδείξετε. Όχι λόγια στον αέρα.)

Τώρα, βέβαια, το ποιός θα έρθει να βοηθήσει σε 20 χρόνια (τότε, που θα είναι ενήλικες) τα ολοένα κι αυξανόμενα παιδιά με αυτισμό, ή σύνδρομο Ντάουν, ελάτε να μου το πήτε. Διότι εγώ λύση δεν βλέπω. Θα καθόμαστε οι σημερινοί ενήλικες να υπηρετούμε τριαντάρηδες με πρόβλημα, όταν φτάσουμε στα -ήντα μας; Τί λέτε;

Αυτά, όμως, δυστυχώς, δεν τα βλέπει η πανικόβλητη «απελευθερωμένη» (ναί, πώς;!) σημερινή Ελληνίδα· αφού δεν τη νοιάζουν. Όποτε στριμωχτεί, υπάρχει -κατ’ αυτήν- κι η «επιστήμη» της σημερινής Ιατρικής, που κάνει θαύματα. Καί προς την οποία τρέφει τυφλή εμπιστοσύνη.

Ή, μήπως, όχι;

. . . . . . . .

ε. Ο αρχέγονος φόβος

Το Σύστημα ξέρει άριστα κάποια πράγματα, καί τα χρησιμοποιεί ως όπλα. Πάντοτε.

Φερ’ ειπείν, η κατάργηση της λογικής καί η αντικατάστασή της με φόβο καί πανικό.

Το Σύστημα ξέρει ότι η (έστω καί προσωρινή) κατάργηση της λογικής επιτυγχάνεται ευκολώτερα στις γυναίκες, γι’ αυτό καί πάντα ξεκινάει τις κοινωνικές αλλαγές (που αυτό επιδιώκει) απ’ αυτές.

Αυτό είναι παλιά δουλειά.

Πχ ο μεσανατολίτης γύφτος Σαούλ απευθυνόταν πρώτα στους ομοφύλους του, κι αμέσως μετά στις γυναίκες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γιά να διαδώσει τις ιδέες του.

Σήμερα, η επίθεση κατά της λογικής μας έγινε με την υπερπροβολή του «κύρους» των γιατρών… όπου κανείς δεν κοιτάει να φτιάξει φάρμακο γιά τη νέα ασθένεια όσων πάσχουν απ’ αυτήν, αλλά …εμβόλια γιά τους υγιείς!!! Καί μάλιστα, γιά ιό, που δεν τον έχει δεί / αναλύσει κανείς! (Άλλοι νομπελίστες, πάλι, ψάχνουν γιά ίχνη του ιού αυτού στα σκατά.)

Η διασπορά επιστημονικοφανούς φόβου καί πανικού δεν είναι καινούργιο φρούτο· προϋπήρξε εδώ καί δεκαετίες πχ με το AIDS· αν καί τότε ούτε φάρμακο φτιάχτηκε, ούτε εμβόλιο. Αλλά, σήμερα, η διαφορά είναι ότι σε υποχρεώνουν να βάλεις μέσα σου ένα σκεύασμα με άγνωστες παρενέργειες, χωρίς να ρωτάς πολλά-πολλά.

Αυτά, όμως, η σημερινή Ελληνίδα δεν τα βλέπει, αφού δεν τη νοιάζουν. Προφανώς, όμως, δεν τη νοιάζει ούτε γιά τα παιδιά της, αφού σπεύδει να τα εμβολιάσει με το σκεύασμα που λέμε. Κι όταν της λες τίποτε, ώστε να της επιστήσεις την προσοχή, σου απαντάει ότι πρόκειται γιά συνομωσιολογίες.

Συνομωσιολογίες!… μάλιστα.

Εγώ, πάντως, το ξεκαθαρίζω: ΔΕΝ πρόκειται να κάτσω στα ογδόντα μου να φροντίζω παιδιά, που τα κατέστησαν ανάπηρα οι ηλίθιες οι μανάδες τους. Προφανώς, όμως, ούτε το γκουβέρνο (που τις γεμίζει αρχέγονο φόβο) θα κάτσει· καί, φοβάμαι, ούτε άλλος κανένας. Κι αυτό, να το λάβουν σοβαρά υπ’ όψη τους.

(Αυτά, όσον αφορά τη συμμετοχή μου στο κοινωνικό σύνολο καί την κοινωνική μου ευθύνη, όπως μου ζάλισε τον έρωτα η σημερινή προπαγάνδα του γκουβέρνου.)

. . . . . . . .

Ο Θεός να φυλάει το έθνος μας, καί να δώσει μυαλό στις σημερινές Ελληνίδες!

ΤΕΛΟΣ

. . . . . . . .

Υγ: Κι οι άντρες;

Αν καί δεν μας απασχολούν στο σημερινό οι Έλληνες άνδρες της τελευταίας 60ετίας, τά ‘χουν κι αυτοί τα θεματάκια τους.

Διότι οι περισσότεροι ξεπούλησαν τις παραδοσιακές αντρικές αρετές του Έλληνα (ευθύτητα, ειλικρίνεια, λεβεντιά, φιλότιμο, μαχητικό πνεύμα, εργατικότητα…) γιά να γίνουν κομματόσκυλα καί να καλοπερνάνε εις βάρος όλων των υπολοίπων. (Όπως επί Τουρκοκρατίας, γύρευαν να γίνουν κοτσαμπάσηδες.) Αντί να στείλουν στο διάολο τους εκμαυλιστές τους.

Δυστυχώς.

Ας ελπίσουμε καί γι’ αυτούς κάποια Θεόθεν θεραπεία της τελευταίας στιγμής.