ΠΑΡΑΝΟΪΚΟΣ "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΣΜΟΣ"!!.......ελάτε, ελάτε "φίλοι της Ανατολής", ελάτε κατά εκατοντάδες χιλιάδες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και μάλιστα "ανοιχτά", ελάτε με τον ασύμβατο πολιτισμό σας ενάντια στην παροιμιωδώς βλακώδη ανοχή του δικού μας, άλλοι βαλτοί, άλλοι απεγνωσμένοι, άλλοι πονηροί και δίβουλοι, άλλοι πράκτορες, ελάτε, πληθυνθείτε ανεξέλεγκτα, να γίνουν 2,7 εκ. οι 700.000 δικοί μας φευγάτοι, να πεθαίνουμε εμείς στην ανεργία και στις κρατικές ζητιανιές για να ζείτε εσεί...ς "με το όνειρο"(ενώ εμείς οι ελεεινοί δεν έχουμε όνειρα, βλέπεις..) και για να στερεωθούν οι ευρωελίτ και να "δικαιωθεί" το ϊδανικό" της αλήτισσας Τασίας, ελάτε, και με τον ερχομό σας εμείς δεν θα γκρεμίσουμε μόνο τείχη αλλά όλη την πολιτεία, ελάτε να ζήσετε στην υγειά των κορόιδων ενός "ανθρωπισμού" που φοράει για γιορντάνια του τις θηλιές των απελπισμένων αυτόχειρων, ελάτε, κι αν τραβάει η ψυχή σας καμιά Ρούμελη ή Πελοπόννησο(ο Ιμπραήμ σχεδίαζε να εκτοπίσει όλους τους ντόπιους και να εγκαταστήσει φελάχους...), έννοια σας, κι ο χοντρούλης με το αμερικάνικο ψαθάκι, αυτή η πονήρω "θεία απ' το Σικάγο", θα το διαπραγματευτεί.....ελάτε!δεν είμαστε πια καν "έθνος ανάδελφον" : είμαστε πια μη έθνος....αλλά εσείς κρατάτε σφιχτά τον εθνισμό και την ταυτότητά σας, διότι ό, τι για μας είναι "αντιδραστική νοικοκυροσύνη του εθνικισμού" για σας είναι "ιερό δικαίωμα"....ελάτε!
ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…
[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]
Σάββατο 30 Ιουνίου 2018
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΥ....
Καθημερινές ιστορίες πολιτικού σουρεαλισμού…
Πολλές, καταιγιστικές, και
ενδιαφέρουσες, θα έλεγα, οι πολιτικές, οικονομικές, και άλλες εξελίξεις το
τελευταίο διάστημα.
Έτσι, μετά την ιστορική
συμφωνία των Πρεσπών, η κυβέρνηση δια του κ. Κοτζιά βάζει μπρος να κλείσει όλες
τις ανοιχτές υποθέσεις, που επί δεκαετίες ταλανίζουν τη
χώρα.
Αλλοδαπός επενδυτής του ΟΑΣΘ |
Ότι προλάβει ο θίασος
λίγο πριν την οριστική αυλαία.
Ακόμη και τον διαχωρισμό
κράτους-εκκλησίας κόπτονται να πετύχουν, για να έχουν μετά να
λένε…
Δεν τους προλαβαίνουμε.
Έχουν πάρει φόρα και τους έχει πιάσει μια εργασιομανία άνευ προηγουμένου. Εξ ου
μάλλον και οι δεκάδες χιλιάδες ευρώ για τις μηνιαίες υπερωρίες του στρατηγικού
μας σχεδιαστή (από τον Γιδά).
Μέχρι και στο διάστημα
κυριαρχούμε, όπως ανακοίνωσε περήφανος ο Νίκος Παππάς. Δεν μένει παρά να
προκηρυχθούν θέσεις (εκτός ΑΣΕΠ) για αστροναύτες και διαστημικούς συμβούλους
(από ΙΕΚ).
Είχε δίκιο τελικά ο
Καπερνάρος, που πριν από χρόνια ζητούσε επίμονα την κατασκευή διαστημικού
σταθμού στους Γαργαλιάνους, προκειμένου η Ελλάδα να καρπωθεί απ’ τους πρώτους τα
οφέλη της νέας παγκόσμιας μόδας, αυτής του διαστημικού τουρισμού. Οι
σαμαροβενιζέλοι όμως δεν τον πήραν στα σοβαρά, αναγκάζοντάς τον να αποτραβηχτεί
από την πολιτική, αλλά ευτυχώς μας προέκυψε ο Νίκος ο Παππάς, που μετά τον ΟΑΣΘ
(δια του πατρός του) θέλει τώρα να αναπτύξει και τις διαστημικές μας προοπτικές,
για την προκοπή του τόπου
Μάλιστα ήδη συζητείται
το όνομα του Πάντζα (και της Βαγενά) για επικεφαλής του νέου διαστημικού
οργανισμού..
Παράλληλα, σαν να μην
έφταναν όλα αυτά, ο Αλέξης, γνωστός και ως «τσάκαλος των διαπραγματεύσεων»,
πέτυχε μια ακόμη περίλαμπρη νίκη εις βάρος των κακών αφεντικών του Βερολίνου,
τους οποίος έχει κατατροπώσει ουκ ολίγες φορές, φιμώνοντας όλους εκείνους τους
κακοήθεις αντιδραστικούς, που λένε στα καφενεία ότι είναι πιο γερμανόφιλος
πρωθυπουργός κι από τον… Τσολάκογλου.
Έτσι, ανάγκασε τους
«δανειστές» και πάλι να υποχωρήσουν, και να του επιτρέψουν να μειώσει κατά
μερικές μονάδες τον ανάλγητο ΦΠΑ (που πιο παλιά ο γερμανοντυμένος Σαμαράς
επίτηδες κρατούσε χαμηλό) σε τέσσερα νησιά του Αιγαίου, που οι συριζαίοι
επιμένουν ότι είναι πέντε (την Λέσβο και την Μυτιλήνη τις μετράνε ως δυο), με
αντάλλαγμα να υποδεχθούμε κι άλλες δεκάδες χιλιάδες «πρόσφυγες πολέμου» (από
χώρες που δεν έχουν πόλεμο), που στην ουσία είναι επενδυτές , αλλά οι
χαζοκσαίνοι δεν το έχουν αντιληφθεί.
Τους πήραμε δηλαδή τα
παντελόνια! Με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Και μειώνουμε τον ΦΠΑ, και δημιουργούμε
επενδυτικές προοπτικές στα νησιά μας, και σαν κερασάκι στη τούρτα μπορεί αυτή τη
φορά να το πάρουμε το Νόμπελ (που ήθελε ο Μουζάλας).
Κι αν δεν το πάρουμε για
λόγους φιλανθρωπίας σε σχέση με τους δυστυχείς πρόσφυγες, ίσως το πάρουμε διά
του Αλέξη, χάρη σε εκείνη τη μοναδική συμφωνία που
λέγαμε…
Πάντως, εκτός από τον
δήμαρχο της Μόριας, που κάνει απεργία πείνας επειδή, όπως λέει, η κυβέρνηση τον
κορόιδεψε, και όχι μόνο δεν πήρε το Νόμπελ, όχι μόνο δεν βλέπει σεντ από τα
εκατομμύρια που διαχειρίζονται οι ΜΚΟ στο νησί του, αλλά δεν έχει μείνει κότα
για κότα και κατσίκα για κατσίκα που να μην την έχουν σφάξει ή βιάσει οι
«επενδυτές», εξίσου αναστατωμένοι με την νέα εξέλιξη είναι και οι κανονικοί, οι
ντόπιοι δηλαδή, ελεύθεροι επαγγελματίες
των νησιών μας, που δεν πολυσυμφωνούν με την ενδεχόμενη μείωση του ΦΠΑ, αφού
όπως λένε όσο πιο υψηλός τόσο πιο καλά, μιας και δεν κόβουν αποδείξεις, και τον
τσεπώνουν κανονικά.
Και γιατί δεν κόβουν
αποδείξεις; Διότι έτσι θέλει (ανεπίσημα) η κυβέρνηση, η οποία το παντελόνιασμα
του ΦΠΑ το θεωρεί ως ένα άτυπο επίδομα στους μικρομεσαίους αυτούς άλλοτε
στυλοβάτες της οικονομίας μας, που από
το 2015 γονατισμένοι βλέπουν τους ΜΚΟτζήδες να πλουτίζουν καθημερινά,
αναρωτώμενοι: «Μα καλά, γι αυτό ψηφίσαμε ΣΥΡΙΖΑ; Για να πλΕρώνουμε
χαράτσια»;
Και όπου το κράτος πει
να δείξει τα δόντια του, στέλνοντας τριμελή κλιμάκια αποτελούμενα από 5-6
εφοριακούς, αυτοί οι ταλαίπωροι τρώνε το ξύλο της αρκούδας, όπως έγινε χθες στη
Καστοριά, όπου σουβλατζής τους πήρε στο κυνήγι με τη σούβλα στο χέρι, κι όταν
τους πέτυχε τους έστειλε στο νοσοκομείο. Φήμες ότι πρόκειται για τον ίδιο
επιχειρηματία, που τις προάλλες που πλημμύρισε το κατάστημά του ούρλιαζε
οργισμένος «μα που στο διάολο είναι το κράτος», ελέγχονται για την ακρίβειά
τους.
Τέλος, να κλείσω με δυο
χαρακτηριστικά ενσταντανέ της μπανανίας μας (που όμως δεν βγάζει ούτε
μπανάνες).
Πρώτον, ένας συριζαίος
δημοσιογράφος (μάλλον της Αυγής) που έλεγε στο πρωινό του ΣΚΑΙ ότι εκείνος ο
τύπος που αποδοκίμασε τον Αλέξη μας στο Λονδίνο, είναι «σίγουρα ακροδεξιός
φασίστας, αφού στο προφίλ του στο Φέισμπουκ έχει φωτογραφίες του Παύλου
Μελά»!!!!
Και δεύτερον, ρεπόρτερ
του ΣΚΑΙ, έμπλεη συγκίνησης, να μας μεταδίδει από τας Σέρρας, πως στην
συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά του άφθαρτου Κουρουπλή, συμμετείχε κι ένας
Μακεδονομάχος, και μάλιστα ένστολος … με όλα του τα παράσημα…
Κρίμα που δεν μας τον
έδειξε κιόλας… θα ήθελα πολύ να δω πόσο κοτσονάτος μπορεί να είναι ένας
130χρονος (τουλάχιστον) άνδρας… ο οποίος προφανώς απομυζά απ’ το κράτος σύνταξη
εδώ και 110 χρόνια, και για αυτό πάμε κατά διαόλου…
Strange Attractor
Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018
ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΣΤΗΝ ΠΙΣΩ ΑΥΛΗ ΜΑΣ...
Ένα δέντρο στην πίσω αυλή μας
Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Το μεγαλύτερο δράμα της κοινωνίας μας συμβαίνει δίπλα μας, στην πίσω αυλή μας, στη σκοτεινή πίσω αυλή μας. Είναι οι εκατοντάδες αυτοκτονίες, η ραγδαία αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, τα «πεταμένα» βρέφη, τα παιδιά στις ουσίες και οι εξαρτήσεις, η καθημερινή επιθετικότητα, η διαρκής επίκριση όλων εναντίον όλων, ο διάχυτος κοινωνικός θυμός, η εκτόξευση της κατανάλωσης ψυχοφαρμάκων, η ταχύτατη γήρανση του πληθυσμού και ο ξενιτεμός των νέων, η πλήρης αποικιοποίηση και λεηλασία της χώρας. Με μια κουβέντα, το μεγαλύτερο δράμα της κοινωνίας μας είναι ότι αυτή δεν λειτουργεί. Δεν λειτουργεί, πλέον, έστω με τους όρους μιας αστικής δημοκρατίας δυτικού τύπου, αν λειτούργησε και ποτέ.
Απ’ την απογοήτευση στον κυνισμό
Όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα συμβαίνουν και οι περισσότεροι από μας σαν κάπως να μην ξέρουμε, δεν θέλουμε να ξέρουμε ή ίσως και να μην μας νοιάζει πια. Η συλλογική ματαίωση έχει σκεπάσει την ψυχική γεωγραφία μας. Απ’ την απογοήτευση στον κυνισμό και στην λοιδορία του Άλλου, τέσσερα μνημόνια δρόμος, αν μ’ εννοείς.
Ξέρω πως σαν λαός δεν είμαστε τίποτα τέρατα και πως δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που συνδράμαμε άλλους λαούς όταν βρέθηκαν μπροστά σε φυσικές ή άλλες καταστροφές. Αρκεί και μόνο η έμπρακτη αλληλεγγύη που επέδειξαν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, όσο κι αν αυτή αμαυρώνεται από τις ρατσιστικές συμπεριφορές μερικών που έκαναν την ψυχοπαθολογία τους ιδεολογία. Ακόμη και σήμερα, είμαστε ένας λαός που παρά την τεράστια γλωσσική του κληρονομιά δεν έχει μια δικιά του, ελληνική, λέξη για την έννοια του ρατσισμού. Με δάνεια πορευόμαστε, ευτυχώς σ’ αυτή την περίπτωση. Και αφήνω στην άκρη το παλαιότερο ήθος αντίστασης του Λαού μας.
Δείχνουν όλα αυτά μια κοινωνία με αξίες, παρά τους όποιους συντηρητικούς κλαυθμούς και οδυρμούς για την «απώλεια των αξιών». Και ανακύπτει, έτσι, το ερώτημα: πώς γίνεται αυτή η κοινωνία να ζει τόσο χρόνια με αυτό το δράμα στην πίσω αυλή της; Και όσο κι αν δεν νιώθει καλά με τον εαυτό της μοιάζει να μην έχει και καμιά σοβαρή ηθική δυσκολία στην αποδοχή και στη διαιώνιση της κατάστασης αυτής. Πώς είναι δυνατόν να είναι σχεδόν όλοι πεισμένοι ότι αυτή η κατάσταση είναι αμετάκλητη; Πώς μπορούμε να ζούμε ήσυχοι με όλο αυτό και να συνεχίζουμε χωρίς αντίσταση;
Ίσως να στεναχωρηθούν οι μαρξιστές φίλοι μου, αλλά νομίζω ότι η πρώτη αιτία δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στον προκαπιταλιστικό τρόπο κοινωνικής μας συγκρότησης. Σ’ αυτόν τον χρόνιο «υβριδικό φεουδαλισμό» που διαβρώνει απ’ άκρη σ’ άκρη κάθε πεδίο-επίπεδο του ελληνικού χώρου. Φεουδαλισμό, με την έννοια ότι όλοι σχεδόν είναι υποχρεωμένοι να εντάσσονται σε κάποιο φέουδο –πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, εργασιακό, κομματικό, δικαστικό, δημοσιογραφικό, ακαδημαϊκό, εκκλησιαστικό ή ακόμη και οικογενειακό και ούτω καθ’ εξής– παρέχοντας στον αρμόδιο φεουδάρχη την υποτέλεια τους προκειμένου να απολαμβάνουν την προστασία του. Λες και η χώρα προσδοκεί ακόμη μια κάποια αστική επανάσταση.
Αλλά αυτό, το κορυφαίο μας πολιτικό ζήτημα, είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Γιατί ταυτόχρονα συντρέχουν, μάλλον, δύο ακόμη κοινωνικοί μηχανισμοί που απαιτούνται για να ερμηνεύσουμε τη σιωπηλή πίσω αυλή μας. Η βαρύτατη συλλογική ενοχοποίηση, για την οποία έχει ήδη πει πολλά ο Πάγκαλος και πολλοί άλλοι, αλλά και η χρόνια εδραιωμένη εθνική μας μειονεξία. Λάθος έκανε ο ποιητής Φ. Γράψας, δεν είναι η εθνική μας μοναξιά, η εθνική μας μειονεξία είναι. Καλλιεργημένη στο θερμοκήπιο της ελληνικής οικογένειας, της γεμάτης φόβο, προκαταλήψεις, στερεότυπα και ανασφάλεια. Εκεί, στην μεταπολιτευτική ελληνική οικογένεια, πολλά θυμωμένα παιδιά εκπαιδεύτηκαν να πιστεύουν πως λέγοντας «όχι» σε οτιδήποτε ελληνικό, έλεγαν «ναι» στην πρόοδο. Λέγοντας «όχι» σε οτιδήποτε ελληνικό, έλεγαν «όχι» στην όποια εξουσία. Άλλοι πάλι, επειδή δεν το άντεχε η ψυχή τους ή επειδή «απαγορεύονταν» να μισήσουνε την μάνα και τον πατέρα τους, μετέθεσαν αυτά τα συναισθήματα τους –με την ψυχοδυναμική σημασία του όρου– ενάντια στην κοινωνία και στον τόπο τους, μετουσιώνοντας, δήθεν, τις ανεπίτρεπτες αυτές ορμές σε κοινωνικούς στόχους «αναρχίας» ή «επανάστασης».
Κούνια που μας κούναγε. Γιατί έμελλε ακριβώς αυτό το μίσος ενάντια σε οτιδήποτε ελληνικό, ο ορισμός δηλαδή της μετάθεσης ως αμυντικού μηχανισμού του Εγώ, να φτάσει στην εξουσία εκπληρώνοντας τον «διεθνιστικό» στόχο του, που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια παλινδρόμηση στις εφηβικές παρορμήσεις ενάντια στην καταπιεστική μάνα και στον απόντα, Πασόκο, πατέρα του. Έτσι κι αλλιώς κάθε «σοβαρή» χώρα έχει τον Γιόσκα Φίσερ της, τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ της και τον Μπερνάρ Κουσνέρ της, για να επιβεβαιώνουν το λαϊκώς ρηθέν «που είσαι νιότη που ‘λεγες πως θα γινόμουν άλλος». Όμως οι χώρες της περιφέρειας του καπιταλισμού δεν έχουν χώρο, ούτε και χρόνο, για τέτοιες πολυτέλειες. Όταν η παρακμή εισβάλλει από παντού, το να μισείς το χώμα που πατάς επειδή δεν είναι από τσιμέντο, ισοδυναμεί με μια αρχιτεκτονική αυτοχειρίας. Για όλα φταίει το σεμεδάκι της μάνας σου που σου κρύβει την οθόνη, η τηλεόραση για τίποτα. Ψυχοθεραπευτικά μπορούμε να κατανοήσουμε τον αβάσταχτο ψυχικό πόνο, αλλά αυτό απαιτεί λύση σε ατομικό επίπεδο και δεν μπορεί να αποτελεί πολιτική-κοινωνική θέση.
Μπορεί να μοιάζει αιρετικό, αλλά οκτώ χρόνια μνημονίων δεν εξέθρεψαν κανένα αυγό του φασιστικού φιδιού. Απλά, οκτώ χρόνια πριν γεννήθηκε ένας πιτσιρικάς που μισεί αυτό που είναι. Δεν γουστάρει να είναι. Θέλει να μην είναι κανείς. Κανείς, εκτός απ’ αυτόν τον ίδιο που ξέρει την «αλήθεια». Είναι αυτός που σαράντα μεταπολιτευτικά χρόνια έμενε προστατευμένος στο ναρκισσιστικό αμνιακό υγρό που του πρόσφερε η κοινωνία μας, συνδεμένος με τον ομφάλιο λώρο ενός κράτους τροφού. Είναι ο ίδιος, αυτός, που με τις εφηβικές παλινδρομήσεις του κλείνει τα μάτια μπροστά στην ολιγαρχία που παριστάνει τη «δημοκρατία», είναι αυτός που ταυτίζει την ολιγαρχία με τον τόπο και την πατρίδα –στην ολιγαρχία της περίκλειστης οικογένειας μεγάλωσε άλλωστε και μ’ αυτή νιώθει οικειότητα– είναι αυτός, ο δήθεν ριζοσπάστης, που ξεριζώνει την ίδια τη ρίζα του γιατί «αυτή φταίει για όλα». Είναι αυτός που σιχαίνεται τη μάνα του μα δεν αντέχει να της το πει. Προτιμάει να σιχαίνεται το χωριό του. Προτιμάει να δηλώσει οτιδήποτε άλλο, Ευρωπαίος, «διεθνιστής», «αντιφά», ακόμη και «Μακεδόνας», αρκεί να ξεφορτωθεί από πάνω του ετούτο το ελληνικό διαόλεμα. Να ξεπλυθεί από τη ρετσινιά. Και είναι η ίδια αυτή μειονεξία που γεννάει και τον φασισμό σαν υπεραναπλήρωση της, όπως ακριβώς οι παραληρηματικές ιδέες μεγαλείου λειτουργούν για να ανακουφίσουν το μειονεκτικό υπόβαθρο της διαταραχής.
Κι όταν η ολιγαρχία θα γεννήσει μέσα από τα ελλείμματα της τον φασισμό, αυτός ο χρήσιμος ηλίθιος θα βρει τη νομιμοποιητική βάση της ψυχοπαθολογίας του, ταυτίζοντας ό,τι ελληνικό με τον φασισμό. Από κοντά κι ο άλλος, που θα χλευάσει τα –σύμφωνα με τα fakenews της Καθημερινής– «αγιασμένα στυλό» των πανελληνίων εξετάσεων, αλλά δεν θα βγάλει τσιμουδιά για την άθλια και αγχογόνο παραπαιδεία που τις συνοδεύει. Το σύστημα πετάει τη μπάλα στην εξέδρα του φαντασιακού κι εκείνος θα χοροπηδάει να καταγγείλει τον μπαμπούλα, παρέχοντας τη συναίνεση του στις πιο άθλιες επιλογές της φεουδαρχίας που παριστάνει τη μοντέρνα ευρωπαϊκή αστική τάξη. Κάπως έτσι βρεθήκαμε μπροστά στα διλήμματα της πιο σύγχρονης κοινωνικής μηχανικής: ή είσαι με το ΝΑΤΟ ή είσαι φασίστας, ή είσαι με τον Μπουτάρη ή είσαι φασίστας, ή είσαι μαζί μας ή είσαι φασίστας. Είναι σαν να ζούμε τον Μακαρθισμό αλλά από την ανάποδη και στη θέση των μαγισσών της αντικομμουνιστικής υστερίας είναι τώρα ο αντι-φασισμός. Οφείλουμε όλοι, ανά πάσα στιγμή ,να αποδεικνύουμε ότι δεν είμαστε φασίστες! Δηλαδή να δηλώνουμε υποταγή στις κυρίαρχες αντιλήψεις της μετανεωτερικότητας. Και δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς συνωμοσιολόγος για να παρατηρήσει ότι η ίδια αυτή μανιχαϊκή λογική χρησιμοποιήθηκε για να νομιμοποιηθούν οι διάφορες επεμβάσεις της Αυτοκρατορίας ενάντια στους δικτάτορες και φασίστες που δεν υπάκουσαν στα κελεύσματα της. Παραφράζοντας τον Μάνο Χατζηδάκι, μπορούμε σήμερα να συμπληρώσουμε ότι ο διεθνισμός μερικών έχει τόση σχέση με τον διεθνισμό, όσο σχέση μπορεί να έχουν μαζί του τα βλήματα από τα αεροσκάφη της διεθνούς συμμαχίας που συμμετείχαν στον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας ή της Λιβύης ή της Συρίας μόλις χθες κυριολεκτικά.
Ξέρω καλά ότι πολλοί πιαστήκαμε στα πράσα κάποιας προόδου που παλεύει ακόμη ενάντια στο παπαδαριό και σε μια σέχτα ακροδεξιών, θεωρώντας πως αυτό είναι το πρόβλημα της χώρας, λησμονώντας πως ο αντικληρικαλισμός και η αστική δημοκρατία είναι αστικά, προκαπιταλιστικά, αιτήματα.
Αλλά νομίζω πως το πιο εφιαλτικό είναι ότι πολλοί της γενιάς μου θεώρησαν ότι πρόοδος είναι οι πολλοί καρποί, ανυποψίαστοι πως η δικιά μας παράδοση, η ελληνική, όριζε, με τον τρόπο της, πως πρόοδος είναι να ‘χει ο καρπός λιγότερο πικρή γεύση απ’ τον σπόρο.
Οπότε, για δοκίμασε γεύση από γύρω σου και πες μου… Αν και δυστυχώς φοβάμαι πως ακόμη δεν γευτήκαμε πλήρως τους καρπούς μας, αν δεν δούμε για τα καλά τι θα κάνουμε μ’ αυτό το πικρό δέντρο που φύτρωσε μέσα στο «χαμένο κέντρο» μας και απλώνει τα κλαδιά του να μας εξαφανίσει από την Ιστορία. Είναι ένα δέντρο στην πίσω αυλή μας που δεν χωνεύει το χώμα του και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος το χώμα αυτό να μας ξεράσει όλους μαζί.
Υ.Γ. Λέει ο αναρχικός Νίκος Ματαράγκας, μαχητής στο Διεθνές Τάγμα Ελευθερίας της Ροζάβα, μόλις προχθές (13/6/18): «Μακριά από ανθελληνισμούς και μαλακίες. Το να μισείς την Ελλάδα και οτιδήποτε ελληνικό το θεωρώ πέρα για πέρα λάθος και καταντάει αστείο. Αγαπάω τον τόπο μου, τα έθιμα, τους ανθρώπους, τη γλώσσα. Για να είναι κάποιος διεθνιστής, πρέπει να αγαπάει τον τόπο του».
Πηγή: e-dromos.gr
Το μεγαλύτερο δράμα της κοινωνίας μας συμβαίνει δίπλα μας, στην πίσω αυλή μας, στη σκοτεινή πίσω αυλή μας. Είναι οι εκατοντάδες αυτοκτονίες, η ραγδαία αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, τα «πεταμένα» βρέφη, τα παιδιά στις ουσίες και οι εξαρτήσεις, η καθημερινή επιθετικότητα, η διαρκής επίκριση όλων εναντίον όλων, ο διάχυτος κοινωνικός θυμός, η εκτόξευση της κατανάλωσης ψυχοφαρμάκων, η ταχύτατη γήρανση του πληθυσμού και ο ξενιτεμός των νέων, η πλήρης αποικιοποίηση και λεηλασία της χώρας. Με μια κουβέντα, το μεγαλύτερο δράμα της κοινωνίας μας είναι ότι αυτή δεν λειτουργεί. Δεν λειτουργεί, πλέον, έστω με τους όρους μιας αστικής δημοκρατίας δυτικού τύπου, αν λειτούργησε και ποτέ.
Απ’ την απογοήτευση στον κυνισμό
Όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα συμβαίνουν και οι περισσότεροι από μας σαν κάπως να μην ξέρουμε, δεν θέλουμε να ξέρουμε ή ίσως και να μην μας νοιάζει πια. Η συλλογική ματαίωση έχει σκεπάσει την ψυχική γεωγραφία μας. Απ’ την απογοήτευση στον κυνισμό και στην λοιδορία του Άλλου, τέσσερα μνημόνια δρόμος, αν μ’ εννοείς.
Ξέρω πως σαν λαός δεν είμαστε τίποτα τέρατα και πως δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που συνδράμαμε άλλους λαούς όταν βρέθηκαν μπροστά σε φυσικές ή άλλες καταστροφές. Αρκεί και μόνο η έμπρακτη αλληλεγγύη που επέδειξαν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, όσο κι αν αυτή αμαυρώνεται από τις ρατσιστικές συμπεριφορές μερικών που έκαναν την ψυχοπαθολογία τους ιδεολογία. Ακόμη και σήμερα, είμαστε ένας λαός που παρά την τεράστια γλωσσική του κληρονομιά δεν έχει μια δικιά του, ελληνική, λέξη για την έννοια του ρατσισμού. Με δάνεια πορευόμαστε, ευτυχώς σ’ αυτή την περίπτωση. Και αφήνω στην άκρη το παλαιότερο ήθος αντίστασης του Λαού μας.
Δείχνουν όλα αυτά μια κοινωνία με αξίες, παρά τους όποιους συντηρητικούς κλαυθμούς και οδυρμούς για την «απώλεια των αξιών». Και ανακύπτει, έτσι, το ερώτημα: πώς γίνεται αυτή η κοινωνία να ζει τόσο χρόνια με αυτό το δράμα στην πίσω αυλή της; Και όσο κι αν δεν νιώθει καλά με τον εαυτό της μοιάζει να μην έχει και καμιά σοβαρή ηθική δυσκολία στην αποδοχή και στη διαιώνιση της κατάστασης αυτής. Πώς είναι δυνατόν να είναι σχεδόν όλοι πεισμένοι ότι αυτή η κατάσταση είναι αμετάκλητη; Πώς μπορούμε να ζούμε ήσυχοι με όλο αυτό και να συνεχίζουμε χωρίς αντίσταση;
Ίσως να στεναχωρηθούν οι μαρξιστές φίλοι μου, αλλά νομίζω ότι η πρώτη αιτία δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στον προκαπιταλιστικό τρόπο κοινωνικής μας συγκρότησης. Σ’ αυτόν τον χρόνιο «υβριδικό φεουδαλισμό» που διαβρώνει απ’ άκρη σ’ άκρη κάθε πεδίο-επίπεδο του ελληνικού χώρου. Φεουδαλισμό, με την έννοια ότι όλοι σχεδόν είναι υποχρεωμένοι να εντάσσονται σε κάποιο φέουδο –πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, εργασιακό, κομματικό, δικαστικό, δημοσιογραφικό, ακαδημαϊκό, εκκλησιαστικό ή ακόμη και οικογενειακό και ούτω καθ’ εξής– παρέχοντας στον αρμόδιο φεουδάρχη την υποτέλεια τους προκειμένου να απολαμβάνουν την προστασία του. Λες και η χώρα προσδοκεί ακόμη μια κάποια αστική επανάσταση.
Η εθνική μας μειονεξία
Αλλά αυτό, το κορυφαίο μας πολιτικό ζήτημα, είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Γιατί ταυτόχρονα συντρέχουν, μάλλον, δύο ακόμη κοινωνικοί μηχανισμοί που απαιτούνται για να ερμηνεύσουμε τη σιωπηλή πίσω αυλή μας. Η βαρύτατη συλλογική ενοχοποίηση, για την οποία έχει ήδη πει πολλά ο Πάγκαλος και πολλοί άλλοι, αλλά και η χρόνια εδραιωμένη εθνική μας μειονεξία. Λάθος έκανε ο ποιητής Φ. Γράψας, δεν είναι η εθνική μας μοναξιά, η εθνική μας μειονεξία είναι. Καλλιεργημένη στο θερμοκήπιο της ελληνικής οικογένειας, της γεμάτης φόβο, προκαταλήψεις, στερεότυπα και ανασφάλεια. Εκεί, στην μεταπολιτευτική ελληνική οικογένεια, πολλά θυμωμένα παιδιά εκπαιδεύτηκαν να πιστεύουν πως λέγοντας «όχι» σε οτιδήποτε ελληνικό, έλεγαν «ναι» στην πρόοδο. Λέγοντας «όχι» σε οτιδήποτε ελληνικό, έλεγαν «όχι» στην όποια εξουσία. Άλλοι πάλι, επειδή δεν το άντεχε η ψυχή τους ή επειδή «απαγορεύονταν» να μισήσουνε την μάνα και τον πατέρα τους, μετέθεσαν αυτά τα συναισθήματα τους –με την ψυχοδυναμική σημασία του όρου– ενάντια στην κοινωνία και στον τόπο τους, μετουσιώνοντας, δήθεν, τις ανεπίτρεπτες αυτές ορμές σε κοινωνικούς στόχους «αναρχίας» ή «επανάστασης».
Κούνια που μας κούναγε. Γιατί έμελλε ακριβώς αυτό το μίσος ενάντια σε οτιδήποτε ελληνικό, ο ορισμός δηλαδή της μετάθεσης ως αμυντικού μηχανισμού του Εγώ, να φτάσει στην εξουσία εκπληρώνοντας τον «διεθνιστικό» στόχο του, που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια παλινδρόμηση στις εφηβικές παρορμήσεις ενάντια στην καταπιεστική μάνα και στον απόντα, Πασόκο, πατέρα του. Έτσι κι αλλιώς κάθε «σοβαρή» χώρα έχει τον Γιόσκα Φίσερ της, τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ της και τον Μπερνάρ Κουσνέρ της, για να επιβεβαιώνουν το λαϊκώς ρηθέν «που είσαι νιότη που ‘λεγες πως θα γινόμουν άλλος». Όμως οι χώρες της περιφέρειας του καπιταλισμού δεν έχουν χώρο, ούτε και χρόνο, για τέτοιες πολυτέλειες. Όταν η παρακμή εισβάλλει από παντού, το να μισείς το χώμα που πατάς επειδή δεν είναι από τσιμέντο, ισοδυναμεί με μια αρχιτεκτονική αυτοχειρίας. Για όλα φταίει το σεμεδάκι της μάνας σου που σου κρύβει την οθόνη, η τηλεόραση για τίποτα. Ψυχοθεραπευτικά μπορούμε να κατανοήσουμε τον αβάσταχτο ψυχικό πόνο, αλλά αυτό απαιτεί λύση σε ατομικό επίπεδο και δεν μπορεί να αποτελεί πολιτική-κοινωνική θέση.
Μπορεί να μοιάζει αιρετικό, αλλά οκτώ χρόνια μνημονίων δεν εξέθρεψαν κανένα αυγό του φασιστικού φιδιού. Απλά, οκτώ χρόνια πριν γεννήθηκε ένας πιτσιρικάς που μισεί αυτό που είναι. Δεν γουστάρει να είναι. Θέλει να μην είναι κανείς. Κανείς, εκτός απ’ αυτόν τον ίδιο που ξέρει την «αλήθεια». Είναι αυτός που σαράντα μεταπολιτευτικά χρόνια έμενε προστατευμένος στο ναρκισσιστικό αμνιακό υγρό που του πρόσφερε η κοινωνία μας, συνδεμένος με τον ομφάλιο λώρο ενός κράτους τροφού. Είναι ο ίδιος, αυτός, που με τις εφηβικές παλινδρομήσεις του κλείνει τα μάτια μπροστά στην ολιγαρχία που παριστάνει τη «δημοκρατία», είναι αυτός που ταυτίζει την ολιγαρχία με τον τόπο και την πατρίδα –στην ολιγαρχία της περίκλειστης οικογένειας μεγάλωσε άλλωστε και μ’ αυτή νιώθει οικειότητα– είναι αυτός, ο δήθεν ριζοσπάστης, που ξεριζώνει την ίδια τη ρίζα του γιατί «αυτή φταίει για όλα». Είναι αυτός που σιχαίνεται τη μάνα του μα δεν αντέχει να της το πει. Προτιμάει να σιχαίνεται το χωριό του. Προτιμάει να δηλώσει οτιδήποτε άλλο, Ευρωπαίος, «διεθνιστής», «αντιφά», ακόμη και «Μακεδόνας», αρκεί να ξεφορτωθεί από πάνω του ετούτο το ελληνικό διαόλεμα. Να ξεπλυθεί από τη ρετσινιά. Και είναι η ίδια αυτή μειονεξία που γεννάει και τον φασισμό σαν υπεραναπλήρωση της, όπως ακριβώς οι παραληρηματικές ιδέες μεγαλείου λειτουργούν για να ανακουφίσουν το μειονεκτικό υπόβαθρο της διαταραχής.
Ο Μακαρθισμός του αντι-φασισμού
Κι όταν η ολιγαρχία θα γεννήσει μέσα από τα ελλείμματα της τον φασισμό, αυτός ο χρήσιμος ηλίθιος θα βρει τη νομιμοποιητική βάση της ψυχοπαθολογίας του, ταυτίζοντας ό,τι ελληνικό με τον φασισμό. Από κοντά κι ο άλλος, που θα χλευάσει τα –σύμφωνα με τα fakenews της Καθημερινής– «αγιασμένα στυλό» των πανελληνίων εξετάσεων, αλλά δεν θα βγάλει τσιμουδιά για την άθλια και αγχογόνο παραπαιδεία που τις συνοδεύει. Το σύστημα πετάει τη μπάλα στην εξέδρα του φαντασιακού κι εκείνος θα χοροπηδάει να καταγγείλει τον μπαμπούλα, παρέχοντας τη συναίνεση του στις πιο άθλιες επιλογές της φεουδαρχίας που παριστάνει τη μοντέρνα ευρωπαϊκή αστική τάξη. Κάπως έτσι βρεθήκαμε μπροστά στα διλήμματα της πιο σύγχρονης κοινωνικής μηχανικής: ή είσαι με το ΝΑΤΟ ή είσαι φασίστας, ή είσαι με τον Μπουτάρη ή είσαι φασίστας, ή είσαι μαζί μας ή είσαι φασίστας. Είναι σαν να ζούμε τον Μακαρθισμό αλλά από την ανάποδη και στη θέση των μαγισσών της αντικομμουνιστικής υστερίας είναι τώρα ο αντι-φασισμός. Οφείλουμε όλοι, ανά πάσα στιγμή ,να αποδεικνύουμε ότι δεν είμαστε φασίστες! Δηλαδή να δηλώνουμε υποταγή στις κυρίαρχες αντιλήψεις της μετανεωτερικότητας. Και δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς συνωμοσιολόγος για να παρατηρήσει ότι η ίδια αυτή μανιχαϊκή λογική χρησιμοποιήθηκε για να νομιμοποιηθούν οι διάφορες επεμβάσεις της Αυτοκρατορίας ενάντια στους δικτάτορες και φασίστες που δεν υπάκουσαν στα κελεύσματα της. Παραφράζοντας τον Μάνο Χατζηδάκι, μπορούμε σήμερα να συμπληρώσουμε ότι ο διεθνισμός μερικών έχει τόση σχέση με τον διεθνισμό, όσο σχέση μπορεί να έχουν μαζί του τα βλήματα από τα αεροσκάφη της διεθνούς συμμαχίας που συμμετείχαν στον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας ή της Λιβύης ή της Συρίας μόλις χθες κυριολεκτικά.
Να γίνει ο καρπός γλυκός
Ξέρω καλά ότι πολλοί πιαστήκαμε στα πράσα κάποιας προόδου που παλεύει ακόμη ενάντια στο παπαδαριό και σε μια σέχτα ακροδεξιών, θεωρώντας πως αυτό είναι το πρόβλημα της χώρας, λησμονώντας πως ο αντικληρικαλισμός και η αστική δημοκρατία είναι αστικά, προκαπιταλιστικά, αιτήματα.
Αλλά νομίζω πως το πιο εφιαλτικό είναι ότι πολλοί της γενιάς μου θεώρησαν ότι πρόοδος είναι οι πολλοί καρποί, ανυποψίαστοι πως η δικιά μας παράδοση, η ελληνική, όριζε, με τον τρόπο της, πως πρόοδος είναι να ‘χει ο καρπός λιγότερο πικρή γεύση απ’ τον σπόρο.
Οπότε, για δοκίμασε γεύση από γύρω σου και πες μου… Αν και δυστυχώς φοβάμαι πως ακόμη δεν γευτήκαμε πλήρως τους καρπούς μας, αν δεν δούμε για τα καλά τι θα κάνουμε μ’ αυτό το πικρό δέντρο που φύτρωσε μέσα στο «χαμένο κέντρο» μας και απλώνει τα κλαδιά του να μας εξαφανίσει από την Ιστορία. Είναι ένα δέντρο στην πίσω αυλή μας που δεν χωνεύει το χώμα του και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος το χώμα αυτό να μας ξεράσει όλους μαζί.
Υ.Γ. Λέει ο αναρχικός Νίκος Ματαράγκας, μαχητής στο Διεθνές Τάγμα Ελευθερίας της Ροζάβα, μόλις προχθές (13/6/18): «Μακριά από ανθελληνισμούς και μαλακίες. Το να μισείς την Ελλάδα και οτιδήποτε ελληνικό το θεωρώ πέρα για πέρα λάθος και καταντάει αστείο. Αγαπάω τον τόπο μου, τα έθιμα, τους ανθρώπους, τη γλώσσα. Για να είναι κάποιος διεθνιστής, πρέπει να αγαπάει τον τόπο του».
Πηγή: e-dromos.gr
ΠΛΕΙΑΔΕΣ ΠΑΝΥ ΜΑΚΡΑΝ [ΜΕΡΟΣ 2ον]
Πλειάδες πάνυ μακράν – 2
ΕργΔημΕργ
“- Δε μας είπες ψέμματα;!…”, περισσότερο κατάφαση, παρά ερώτηση.
“- Όχι, δεν σας είπα ψέμματα.”
“- Τί θα κάνουμε τώρα;”, ρώτησε η μία απ’ τις κοπέλλες.
Μ’ αντρική ευθύτητα του σκοτωμού: “- Ή γυρίζετε πίσω, καί υφίστασθε τις συνέπειες…”
“- Εννοείς, θα σκοτώσουν μία από μας στην τελετή;”
“- Εννοώ, ότι θα σας σκοτώσουν όλες! Γιά παραδειγματισμό στις επόμενες! …Έλεγα, λοιπόν, ότι ή γυρίζετε πίσω καί σας σκοτώνουν, ή φεύγετε μαζί μου. Τώρα! Καί χαίρεστε μιά κανονική ζωή μακριά από τρελλούς καί τρελλές, χωρίς σκοτωμούς, με συζύγους καί παιδιά. Εσείς διαλέγετε!”
Μία απ’ τις κοπέλλες κούνησε το κεφάλι της με δυσπιστία. “- Δεν θα ωφελήσει!… Θα μας βρούν, όπου καί να πάμε. Θα μας δούν με τα μάτια του μυαλού!”
«- Ήδη έπρεπε να σας… να μας (διόρθωσε) έχουν δεί. Αλλά δεν το …βλέπω!», χαμογέλασε ειρωνικά με το λογοπαίγνιο ο Διπλό Γεράκι.
«- Είναι επειδή ακόμη δεν έχουν ανησυχήσει γιά μας!», είπε μιά κοπελλιά, αυτή που είχε ακόμη επάνω της αρκετή απ’ την παιδική της αθωότητα. «Αν αρχίσουν να μας ψάχνουν, θα μας βρούν!»
«- Θα τους τα θολώσω, τα μάτια του μυαλού! Κι αν επιμένουν, θα τους τα βγάλω!”
“- Ξέρεις πώς;…”
“- Ξέρω!”
Κοιταχτήκαν μεταξύ τους, μήπως κι ενθαρρύνει η μία την άλλη. Πλήν όμως, ακόμη δεν είχ’ επέλθει η ηρεμία.
«- Δεν μπορούν να μας δούν, μονάχα… Μπορούν καί να μας κάνουν κακό!», επέμενε η έφηβη παιδίσκη – που μάλλον μεγιστοποιούσε μέσα της τις φήμες πού ‘χε ακουστά.
«- Κι αυτό από μακρυά, με το μυαλό, έ;», ρώτησε ο Διπλό Γεράκι με μιά υποψία χαμόγελου.
«- Ναί!»
«- Κορίτσια, πόσο χρόνο έχετε ακόμη, μέχρι που πρέπει να γυρίσετε στον ναό;»
«- Μέχρι να δύσει ο Ήλιος.»
Ήδη είχε περάσει ένα τρίωρο, κάνε τετράωρο. Ο Ήλιος άρχισε να χαμηλώνει, αλλά ακόμη δεν είχε φύγει πολύ απ’ το μεσουράνημα.
Ο Διπλό Γεράκι έπεσε σε συλλογισμό γιά κάμποσο. «- Έχουμε γεμάτες πέντε ώρες να φύγουμε καί να τραβήξουμε μπροστά!», είπε στο τέλος. «Καί μή φοβάστε ούτε τις παλιές ιέρειες, ούτε τον αρχιμάγο! Πιό πολύ να φοβάστε τους πολεμιστές, που θα στείλουν να μας κυνηγήσουν· μαζί καί τα σκυλιά τους. Αλλά θα σας γλυτώσω!»
Το θέμα ήταν… «- Θέλετε να έρθετε μαζί μου, αφήνοντας μιά γιά πάντα πίσω σας την παλιά σας ζωή, κι όλους όσους αγαπάτε;»
«- Θέλουμε!», αποκρίθηκαν όλες χωρίς δισταγμό, απόλυτα σοβαρές. Μόνον η ηγετική του χαμογέλασε, γιά να τον ενθαρρύνει – σαν εκφράζοντας τα συναισθήματα όλης της ομάδας.
Έμενε, όμως, ένα πρόβλημα. «- Κορίτσια, αυτά τα λευκά φορέματα πρέπει να τ’ αλλάξετε οπωσδήποτε! Καταλαβαίνετε πως δεν γίνεται να μας δουν άνθρωποι, έναν άντρα με πέντε γυναίκες. Ακόμη κι αν καταφέρω να σας κρύψω, με την πρώτη ευκαιρία όλοι θα σπεύσουν να μας παραδώσουν στους δικούς σας… αν δεν μας πάρουν πρώτα τα κεφάλια. Το να πάρω μαζί μου πέντε γυναίκες, μπορούν ίσως να μην το θεωρήσουν παράξενο.» (Τα κορίτσια άφησαν πνιχτά γελάκια.) «…Αλλά πέντε ιέρειες, είναι τελείως διαφορετικό!…», συνέχισε.
«Θέλω να πω, βέβαια, ότι δεν γίνεται καί να μείνετε γυμνές. Άρα, πρέπει να βρούμε πέντε καθημερινά φορέματα! Θα δοκιμάσω να κλέψω απ’ το επόμενο χωριό που θα συναντήσουμε!», κατέληξε.
«- Πφφφφ!!! Άντρες!… Πραγματικά είσαστε όλοι εντελώς ηλίθιοι σε κάποια θέματα!», πετάχτηκε κι ειρωνεύτηκε η πιό πρακτική της παρέας, που μέχρι τότε δεν είχε πολυμιλήσει.
Ο Διπλό Γεράκι την κοίταξε ερωτηματικά.
«- Μά, εσύ ο ίδιος είπες ότι δεν πρέπει να μας δουν με το λευκό φόρεμα της δόκιμης ιέρειας! Καί τώρα λες να πλησιάσουμε σε χωριό έτσι; (Έδειξε το λευκό της φόρεμα.) Ή προτείνεις να είμαστε γυμνές μπροστά στους χωριάτες;», συνέχισε η κοπέλλα – κι όλες γέλασαν με την ψυχή τους. Γέλασε κι ο Διπλό Γεράκι με την αντρικού τύπου βλακεία του.
«- Τότε;…»
«- Τότε, πανέξυπνο Γεράκι, δεν θα χρειαστεί να πάμε σε άλλο χωριό. Ό,τι χρειαζόμαστε, θα το βρούμε στο δικό μας! Τώρα, πρίν ξεκινήσουμε!»
«- Πώς;»
«- Θα πάω εγώ στο χωριό καί θα φέρω καθημερινά φορέματα. Η μητέρα μου είναι η ράφτρα του χωριού!»
«- Καί πώς θα πλησιάσεις; Κι ακόμη, η μητέρα σου θα καταλάβει αμέσως ότι δεν θα την ξαναδείς. Ξέρεις τί σημαίνει αυτό; Ξέρεις πόσο θα μας προδώσουν τα δάκρυά της;»
«- Θα πλησιάσω χωρίς να με καταλάβει κανείς. Μην ξεχνάς τί έπαθες εσύ το πρωΐ! Κι όσο γιά τη μάνα μου, καταλαβαινόμαστε χωρίς λόγια· κι άμα θέλει, είναι απίστευτα σκληρή. Δεν θα της ξεφύγει κουβέντα, ούτε με βασανιστήρια!»
«- Ούτε με καπνό ονείρων;»
«- Μπορεί!…», συλλογίστηκε η κοπέλλα, «αλλά τότε θα είμαστε ήδη πολύ μακριά. Λοιπόν, ξεκινάω!»
Ο Διπλό Γεράκι την άρπαξε απότομα απ’ το μπράτσο πρίν φύγει, καί την κοίταξε αυστηρά στα μάτια. Αλλά δεν πρόλαβε να πεί τίποτε· πρίν απ’ αυτόν, πετάχτηκε καί μίλησε γιά όλες η ηγετική.
«- Αυτό που έκανες, είναι μεγάλη αγένεια! Αλλά τη σβήνουμε, επειδή σε καταλαβαίνουμε πώς σκέφτηκες· όχι, η αδελφή μας δεν θα μας προδώσει! Κι επειδή…», δίστασε.
«- Κι επειδή;…»
«- …Επειδή έδειξες πως πραγματικά ενδιαφέρεσαι γιά μας, καί θα μας προστατέψεις!»
Ο Διπλό Γεράκι άφησε την κοπέλλα, κούνησε το κεφάλι του καναδυό φορές σε κατάφαση, καί ζήτησε συγνώμη. Μόνο ρώτησε την πρακτική:
«- Γιά πόση ώρα να σε περιμένουμε εδώ; Κορίτσια, καταλαβαίνετε πως αν η αδελφή σας δεν γυρίσει, τότε τα πράγματα θα έχουν πάει πολύ στραβά. Αν περάσ’ η ώρα που θα συμφωνήσουμε, εμείς εδώ δεν θα την περιμένουμε άλλο. Θα φύγουμε αμέσως! Συμφωνείτε;»
Η μικρή σύσκεψη των κοριτσιών έβγαλε πόρισμα. «- Συμφωνούμε! Θα την περιμένουμε γιά δυό ώρες. Μετά, φεύγουμε!»
Η κοπέλλα έφυγε με ταχύ βηματισμό γιά το χωριό.
Ο Διπλό Γεράκι συλλογιζόταν. Τα χρονικά περιθώρια στένευαν. Τώρα έπρεπε να εκπονήσει σχέδιο παραπλάνησης, με προπορεία τη μισή απ’ την αρχική. Δυόμιση ώρες μονάχα!… Δεν έπρεπε να χάνει καιρό.
Έβγαλε το μαχαίρι του (του τό ‘χε επιστρέψει η ηγετική πρίν αρκετή ώρα), κι έκοψε κάμποσα μεγάλα χοντρά κλαδιά. Τα έδεσε με φυτά, φτιάχνοντας πέντε σταυρούς σε ανθρώπινο μπόϊ, που τους έμπηξε στέρεα στο έδαφος – σ’ έναν κύκλο. Οι κοπέλλες τον κοίταζαν σαστισμένες.
«- Τ’ είν’ αυτά που έφτιαξες;»
«- Θα δήτε!», τους χαμογέλασε.
Του ανταπέδωσε το χαμόγελο η ηγετική. «- Πραγματικά είσαι πολεμιστής! Είπαμε κι εμείς!… Δέ γινόταν ένας άντρας σαν εσένα να μήν είναι πολεμιστής!»
Στο χωριό του οι άντρες ήταν αγρότες καί κυνηγοί καμιά φορά, αλλά δεν έδωσε σημασία. Τα κορίτσια έκριναν ανάλογα με τα δικά τους βιώματα.
«- Καί πού το ξέρεις;»
«- Ο τρόπος που δουλεύεις! Αποφασιστικός, κατ’ ευθείαν στο αποτέλεσμα, σ’ αυτό που θέλεις!»
Χαμογέλασε, χωρίς ν’ αποσπάσει το βλέμμα του απ’ αυτό που έκανε. Όταν τέλειωσε με τους σταυρούς, άρχισε με το μαχαίρι του να ξύνει μυτερό έν’ άλλο ξύλο· κι όταν το έφερε σε λογαριασμό καί δαύτο, άρχισε να σκάβει το μονοπάτι με τη βοήθειά του.
Είχε τελειώσει την παγίδα, ξεκίνησε να τη σκεπάζει καί να σβήνει τα ίχνη, όταν ξανάρθε πίσω στην ομήγυρη λαχανιασμένη η πρακτική – κουβαλώντας ένα μάλλον βαρύ δισάκκι. Όλα είχαν πάει καλά, συνεπώς· αν καί θα μπορούσε να συμβεί το κακό την τελευταία στιγμή. Ευτυχώς, όμως, είχαν την προνοητικότητα να την περιμένουν στο μονοπάτι, πρίν πλησιάσει στην παγίδα.
Ο Ήλιος κόντευε πιά να φτάσει στη δύση του, άρα ήταν καιρός να του δίνουν. Ώσπου να τελειώσουν οι κοπελλιές με τις ερωτήσεις στη νεοφερμένη, ο Διπλό Γεράκι έβγαλε τα καθημερινά φορέματα απ’ το δισάκκι, καί τους τα μοίρασε. Όμως, κοντοστάθηκε· μέσα στη θέρμη της προετοιμασίας, δεν είχε ρωτήσει κάτι πολύ σημαντικό.
«- Είσαστε οχτώ όλες σας, σωστά;», συνεπέρανε ύστερ’ από σύντομη σκέψη.
«- Ναί!»
«- Οι άλλες τρείς πού είναι;»
«- Πήγαν σε άλλη δουλειά, θα επιστρέψουν κι αυτές το δειλινό.»
«- Ξέρουν πού πήγατε εσείς;»
«- Όχι. Δέ δίνουν τέτοιες πληροφορίες οι παλιές ιέρειες, ούτε κάν σε μας!»
«- Άρα, ούτ’ εσείς ξέρετε πού πήγαν αυτές!»
«- Ούτ’ εμείς!»
«- Κι αν είναι κοντά μας;»
«- Θα το ξέραμε αυτό… με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.»
«- Ωραία! Βάλτε τώρα τα καινούργια φορέματα, καί δεν θα κοιτάζω!», τις προέτρεψε, κι έκανε ν’ απομακρυνθεί.
Δεν πρόλαβε κάν. Έγινε κάτι πολύ παράξενο – γιά τις δικές του εμπειρίες, βέβαια: οι γυναίκες πέταξαν πέρα ό,τι φορούσαν, ακόμη καί τα σανδάλια τους, κι απόμειναν θεόγυμνες. Όλες τους. Αμέσως μετά, σα να τό ‘χαν ξανακάνει χίλιες φορές, πήγαν καί στάθηκαν κατάντικρυ στον δύοντα Ήλιο. Έκλεισαν τα μάτια τους, σήκωσαν τα χέρια τους σε στάση σταυρού, κι έμειναν έτσι κάμποση ώρα, σιωπηλές κι ακίνητες. Πολύ παράξενο θέαμα, στ’ αλήθεια!… Πέντε γυμνές γυναίκες σε στάση σταυρού, μπροστά από πέντε ξύλινους σταυρούς σε κύκλο!
Ο Διπλό Γεράκι πήγε να τους υπενθυμίσει ν’ αφήσουν τα τελετουργικά, επειδή ο χρόνος έτρεχε, αλλά κατάλαβε πως δεν έπρεπε να ενοχλήσει. Έκανε πίσω. Τις απορίες του τις πρόλαβε η ηγετική, όταν τα κορίτσια ξανάρθαν στην πραγματικότητα ετούτην εδώ.
«- Ο Ήλιος είναι ο κύριος του χρόνου!», του είπε καθώς ντυνόταν. «Παρελθόν, παρόν, μέλλον, είναι δικά του. Εμείς εδώ, με τον τρόπο που είδες, σβήσαμε το παρελθόν μας, επειδή ξεκινάμε τη νέα ζωή μας!» Στην απορημένη φάτσα του Διπλού Γερακιού, συνέχισε: «- Είναι τελετή μόνο γιά ιέρειες αυτή, γι’ αυτό δεν την έχεις ξαναδεί! Είναι απ’ αυτά, που δεν σου είπε η Νακάτλ!»
Ο Διπλό Γεράκι σήκωσε τους ώμους του, κι ανταπέδωσε χαμογελαστός: «- Σειρά μου τώρα, να κάνω όσα δεν έχετε ξαναδεί εσείς!»
Πήγε λίγο παραπέρα, κι ήρθε σύντομα πίσω με μιά αγκαλιά χόρτα. Οι κοπέλλες τα αναγνώρισαν. «- Φιδόχορτο!», είπε η μία, μ’ έκφραση μικρής φρίκης. «- Ακριβώς!», της χαμογέλασε ο άντρας, που έπιασε το φιδόχορτο κι άρχισε να τρίβει τους ξύλινους σταυρούς. Μετά πήρε τους λευκούς ιερατικούς χιτώνες, καί τους φόρεσε στους σταυρούς σα σκιάχτρα. Έτριψε με κάμποσο φιδόχορτο καί τα ρούχα.
«- Δώστε μου τα μενταγιόν σας!», πρόσταξε τις κοπέλλες.
«- Τί τα θέλεις; θα τα σπάσουμε, να μην τα ξαναδούμε!», είπε θυμωμένη η μία τους. Προφανώς είχε συνειδητοποιήσει με κάποια καθυστέρηση πόσα χρόνια της ζωής της είχε χάσει… προκειμένου να γίνει τελικά υποψήφιο θύμα ανθρωποθυσίας.
«- Όχι, φέρτε τα!», επέμενε ο άντρας. Αυτό δεν του τό ‘χει πεί η Νακάτκλ, αλλά το ήξερε απ’ το δικό του το μυαλό. Όταν ψάχνεις κάποιον με τα μάτια του νού, τα άψυχα βοηθάνε πολύ στον εντοπισμό.
Οι κοπέλλες του τα δώσανε, κι αυτός τα φόρεσε ένα-ένα στα σκιάχτρα.
«- Καί το δικό σου;», τον ρώτησε η ηγετική, που κάτι είχε καταλάβει.
Αντί να της απαντήσει, έσκυψε στο έδαφος καί πήρε υγρό χώμα. Πολύ. Έφτιαξε έναν μεγάλο σβώλο, που μέσα του έκλεισε το δικό του. Έβαλε τον σβώλο στο σακκούλι του. «- Γιά σας, αυτά είναι κακές αναμνήσεις, καί τα ξεφορτωθήκατε οριστικά. Γιά μένα, είναι όλη μου η ζωή! Γι’ αυτό το κρατάω.», είπε φιλοσοφικά. «Ξεκινάμε! Τώρα!!!«, πρόσταξε. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο…»
«- …Μέχρι να μας εντοπίσουν;», ρώτησε η πρακτική.
«- Όχι αυτοί κι αυτές που νομίζεις! Τα φίδια, που θα τα τραβήξει το φιδόχορτο, εννοώ!», της είπε, κι άρχισαν ν’ απομακρύνονται σε μιά σειρά κατ’ άτομο, με βήμα ταχύ.
«- Μάλιστα!… Τώρα κατάλαβα γιατί είπες ότι θα τους βγάλεις τα μάτια!», μουρμούρισε η αθώα, καθώς απομακρυνόντουσαν.
«- Δεν θά ‘χουν καλά ξεμπλέγματα με το νού των φιδιών!», της αντιγύρισε με πονηρό χαμόγελο.
Τραβούσαν συνέχεια νότια καί ανατολικά, μ’ ανύστακτες πορείες κι αναπαύσεις πολεμικές. Το σχέδιο ήταν να φτάσουν στη θάλασσα, να βρουν ένα πλεούμενο, καί να τραβήξουν ανατολικά – κατά τα νησιά. Στην ξηρά δεν είχαν ελπίδα, ούτε σε βορρά, ούτε σε νότο. Στον βορρά καθόλου, στον νότο έτσι κι έτσι· αλά δεν θα το ρίσκαραν. Κ’ ύστερα θα έπλεαν, ίσως, στο μεγάλο νησί, ακόμη πιό ανατολικά. Κ’ ύστερα… ποιός ξέρει;…
Ώσπου ένα βράδυ, εκεί που καθόντουσαν παρέα καί μιλούσαν, η ηγετική έλαβε τον λόγο – προφανέστατα εκ μέρους όλων των γυναικών· φαίνεται πως είχαν συνεννοηθεί γι’ αυτό από πρίν, χωρίς να τις πάρει χαμπάρι.
«- Θέλουμε να σου ζητήσουμε κάτι!…», είπε με θηλυκό πλατύ χαμόγελο.
«- Ό,τι θέλετε! Καί να ρωτάτε κατ’ ευθείαν! Δεν σας χαλάω χατήρι, καί το ξέρετε!», χαμογέλασε ο άντρας.
«- Αυτό, δεν ξέρω πώς θα το πάρεις…»
«- Πές μου, καί θα δούμε!»
«- Θέλουμε να μας δώσεις εσύ όσα μας στέρησαν στον ναό! Θέλουμε να κάνεις έρωτα μ’ όλες μας, κι όλες μας θέλουμε παιδιά από σένα!»
Τον χτύπησε κεραυνός. Κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε αρκετές φορές, σα νά ‘λεγε: «- Θεέ μου, τί ακούω;!» Αλλά η ηγετική δεν υποχωρούσε.
«- Έχουμε δικαίωμα στη ζωή, καί δεν είχαν το δικαίωμα να μας το στερήσουν με ψευτιές! Οι άλλες συνομήλικές μας στο χωριό ήδη είναι παντρεμένες με παιδιά! Εμείς, τί κάνουμε; απλά περιμένουμε τα γεράματά μας, επειδή έτσι τό ‘θελαν μερικές φόνισσες, που θέλαν να μας κάνουν σαν τα μούτρα τους;», είπε εμφατικά κι αγριεμένη τώρα. «Λοιπόν;», τον κοίταξε σαν αρπακτικό στα μάτια, χωρίς ίχνος φιλικότητας. «Τί λες; συμφωνείς;»
Ο άντρας αναστέναξε, καί σηκώθηκε όρθιος. Έκανε μερικά βήματα, καί ξανακάθησε.
«- Κορίτσια, ακούστε! Αυτό που θέλετε είναι πολύ καλό, καί κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σας το στερήσει. Εγώ, όμως, λέω να βρήτε άντρες καί να κάνετε οικογένεια μαζί τους!»
«- Δεν θα περιμένουμε άλλο, θέλουμε με σένα!», τον αντίκοψαν σε κατάσταση σχεδόν εκτός εαυτού.
Ο Διπλό Γεράκι ξαναναστέναξε.
«- Συμφωνώ!…», είπε, χωρίς να προλάβει ν’ αποσώσει – οι κοπέλλες, με το που τον άκουσαν, άρχισαν τα θριαμβευτικά ουρλιαχτά. Όμως τους επέβαλε ησυχία. «Συμφωνώ, αλλά θα συμφωνήσετε κι εσείς σε όσα ζητήσω!»
«- Σ’ ακούμε!», είπε επιθετικά η ηγετική.
«- Δεν ξέρω τί μάθατε ως δόκιμες ιέρειες, αλλά δεν είναι σωστό να βιάζουμε το ιερό μυστήριο της ζωής· δεν είναι σωστό να ζορίζουμε τη Μοίρα μας! Αυτό θα το πληρώσουμε άσχημα, αν το κάνουμε!»
Δεν τον έκοψε καμιά τους αυτή τη φορά.
«Η μοίρα η δική μου ήταν νά έρθω στις ζωές σας, γιά να σας σώσω! Κι η δική σας, να μ’ ακούσετε καί να σωθήτε! Τώρα, ίσως καί να μην πρέπει να συνεχίσουμε με οικογενειακή σχέση, δεν διαβάζω καθαρά τη Μοίρα, αλλά απ’ την άλλη δεν ζητάτε καί κάτι κακό. Προτείνω, λοιπόν, τα εξής:
Θα έχουμε ερωτικές σχέσεις, αλλά με προφυλάξεις – καί μέχρι να βρήτε άλλους άντρες. Τότε, ξεκόβουμε οριστικά.
Θα δοκιμάσω γιά παιδί με την καθεμιά σας, αλλά μονάχα μία φορά. Καί μόνο όταν τ’ άστρα είναι καλά.
Αν δεν πιάσετε παιδί, δεν ξαναδοκιμάζουμε.
Αν τελικά γεννηθούν παιδιά, θα τους πήτε την πάσα αλήθεια – όταν θά ‘ναι έτοιμα να την ακούσουν, βέβαια· καί θα τους απαγορέψετε να παντρευτούν μεταξύ τους, αυτά καί τα παιδιά τους, καί τα παιδιά των παιδιών τους, μέχρι να περάσουν δέκα γενιές.
Καί τέλος, ό,τι καί να γίνει, θα μείνετε πάντα μονοιασμένες φίλες κι αδελφές, όπως ήσασταν μέχρι σήμερα το πρωΐ. Συμφωνείτε;»
«- Συμφωνούμε», απάντησαν όλες σε συνήχηση.
Δεν ήταν μονάχα ότι οι γυναίκες ζητούσαν αυτό που ζητούσε η φύση τους. Ο Διπλό Γεράκι κατάλαβε πολύ καλά πως κάποια φιδάκια άρχισαν να δαγκώνουν τις καρδιές τους. Εντάξει, η δυστυχία φέρνει τους ανθρώπους κοντύτερα, αλλά τί θα γινόταν στις καλές μέρες, που περίμεναν μπροστά, στο μέλλον; Η αβεβαιότητα κι η δυσπιστία ότι ίσως τις εγκαταλείψει, νά τί τις βασάνιζε! Γι’ αυτό καί θέλανε να δεθούν μαζί του, με δέσιμο που δεν έχουν ούτε κάν οι γονείς με τα παιδιά τους.
Αναστέναξε. Θα τηρούσε τις υποσχέσεις του, αλλά τη Μοίρα τη ζορίζανε μάλλον άσχημα. Καιρός, λοιπόν, να σκεφτεί τί θά ‘κανε στα χρόνια που ‘ρχόντουσαν.
Οι υπόλοιπες τρείς βρήκαν άντρες καί παντρεύτηκαν, αλλά οι δύο με τα παιδιά έμειναν μαζί του. Οι γυναίκες αντάλλασσαν καλά νέα η μιά με την άλλη, γιά κάμποσα χρόνια. Μετά γέρασαν, παιδιά κι εγγόνια καί συγγενείς δεν ενδιαφέρθηκαν γιά τη συνέχεια της φιλίας, καί χάθηκε η επικοινωνία τους.
Όταν πέθανε ο Διπλό Γεράκι, οι δυό γυιοί του μετά την κηδεία πέταξαν το μενταγιόν της γιαγιάς Νακάτλ στον ωκεανό, γιά να ευλογήσει συμβολικά το ταξίδι της ψυχής στον Μεγάλο Ωκεανό, τον επάνω· το παλιό ξύλο έπλευσε στο θαλασσόνερο, σαν καραβάκι. Αυτό ήταν καλός οιωνός!
Σήμερα, μετά από μιά άλλη δύσκολη πορεία μέσ’ από διαδοχικές ζωές, η πεντάδα ξαναζή κατά το μάλλον ή ήττον καλά, καί ξαναχαίρεται το φώς της ημέρας.
vi. Το μεγάλο Όχι
ταν ξανατέλειωσε την αφήγησή του ο Διπλό Γεράκι, τα κορίτσια τρέμανε άφωνα. Πάλι η δοκιμασία της αλήθειας, πάλι η αλήθεια. Τελείως γυμνή, μα καί σκληρή σαν πέτρα.“- Δε μας είπες ψέμματα;!…”, περισσότερο κατάφαση, παρά ερώτηση.
“- Όχι, δεν σας είπα ψέμματα.”
“- Τί θα κάνουμε τώρα;”, ρώτησε η μία απ’ τις κοπέλλες.
Μ’ αντρική ευθύτητα του σκοτωμού: “- Ή γυρίζετε πίσω, καί υφίστασθε τις συνέπειες…”
“- Εννοείς, θα σκοτώσουν μία από μας στην τελετή;”
“- Εννοώ, ότι θα σας σκοτώσουν όλες! Γιά παραδειγματισμό στις επόμενες! …Έλεγα, λοιπόν, ότι ή γυρίζετε πίσω καί σας σκοτώνουν, ή φεύγετε μαζί μου. Τώρα! Καί χαίρεστε μιά κανονική ζωή μακριά από τρελλούς καί τρελλές, χωρίς σκοτωμούς, με συζύγους καί παιδιά. Εσείς διαλέγετε!”
Μία απ’ τις κοπέλλες κούνησε το κεφάλι της με δυσπιστία. “- Δεν θα ωφελήσει!… Θα μας βρούν, όπου καί να πάμε. Θα μας δούν με τα μάτια του μυαλού!”
«- Ήδη έπρεπε να σας… να μας (διόρθωσε) έχουν δεί. Αλλά δεν το …βλέπω!», χαμογέλασε ειρωνικά με το λογοπαίγνιο ο Διπλό Γεράκι.
«- Είναι επειδή ακόμη δεν έχουν ανησυχήσει γιά μας!», είπε μιά κοπελλιά, αυτή που είχε ακόμη επάνω της αρκετή απ’ την παιδική της αθωότητα. «Αν αρχίσουν να μας ψάχνουν, θα μας βρούν!»
«- Θα τους τα θολώσω, τα μάτια του μυαλού! Κι αν επιμένουν, θα τους τα βγάλω!”
“- Ξέρεις πώς;…”
“- Ξέρω!”
Κοιταχτήκαν μεταξύ τους, μήπως κι ενθαρρύνει η μία την άλλη. Πλήν όμως, ακόμη δεν είχ’ επέλθει η ηρεμία.
«- Δεν μπορούν να μας δούν, μονάχα… Μπορούν καί να μας κάνουν κακό!», επέμενε η έφηβη παιδίσκη – που μάλλον μεγιστοποιούσε μέσα της τις φήμες πού ‘χε ακουστά.
«- Κι αυτό από μακρυά, με το μυαλό, έ;», ρώτησε ο Διπλό Γεράκι με μιά υποψία χαμόγελου.
«- Ναί!»
«- Κορίτσια, πόσο χρόνο έχετε ακόμη, μέχρι που πρέπει να γυρίσετε στον ναό;»
«- Μέχρι να δύσει ο Ήλιος.»
Ήδη είχε περάσει ένα τρίωρο, κάνε τετράωρο. Ο Ήλιος άρχισε να χαμηλώνει, αλλά ακόμη δεν είχε φύγει πολύ απ’ το μεσουράνημα.
Ο Διπλό Γεράκι έπεσε σε συλλογισμό γιά κάμποσο. «- Έχουμε γεμάτες πέντε ώρες να φύγουμε καί να τραβήξουμε μπροστά!», είπε στο τέλος. «Καί μή φοβάστε ούτε τις παλιές ιέρειες, ούτε τον αρχιμάγο! Πιό πολύ να φοβάστε τους πολεμιστές, που θα στείλουν να μας κυνηγήσουν· μαζί καί τα σκυλιά τους. Αλλά θα σας γλυτώσω!»
Το θέμα ήταν… «- Θέλετε να έρθετε μαζί μου, αφήνοντας μιά γιά πάντα πίσω σας την παλιά σας ζωή, κι όλους όσους αγαπάτε;»
«- Θέλουμε!», αποκρίθηκαν όλες χωρίς δισταγμό, απόλυτα σοβαρές. Μόνον η ηγετική του χαμογέλασε, γιά να τον ενθαρρύνει – σαν εκφράζοντας τα συναισθήματα όλης της ομάδας.
Έμενε, όμως, ένα πρόβλημα. «- Κορίτσια, αυτά τα λευκά φορέματα πρέπει να τ’ αλλάξετε οπωσδήποτε! Καταλαβαίνετε πως δεν γίνεται να μας δουν άνθρωποι, έναν άντρα με πέντε γυναίκες. Ακόμη κι αν καταφέρω να σας κρύψω, με την πρώτη ευκαιρία όλοι θα σπεύσουν να μας παραδώσουν στους δικούς σας… αν δεν μας πάρουν πρώτα τα κεφάλια. Το να πάρω μαζί μου πέντε γυναίκες, μπορούν ίσως να μην το θεωρήσουν παράξενο.» (Τα κορίτσια άφησαν πνιχτά γελάκια.) «…Αλλά πέντε ιέρειες, είναι τελείως διαφορετικό!…», συνέχισε.
«Θέλω να πω, βέβαια, ότι δεν γίνεται καί να μείνετε γυμνές. Άρα, πρέπει να βρούμε πέντε καθημερινά φορέματα! Θα δοκιμάσω να κλέψω απ’ το επόμενο χωριό που θα συναντήσουμε!», κατέληξε.
«- Πφφφφ!!! Άντρες!… Πραγματικά είσαστε όλοι εντελώς ηλίθιοι σε κάποια θέματα!», πετάχτηκε κι ειρωνεύτηκε η πιό πρακτική της παρέας, που μέχρι τότε δεν είχε πολυμιλήσει.
Ο Διπλό Γεράκι την κοίταξε ερωτηματικά.
«- Μά, εσύ ο ίδιος είπες ότι δεν πρέπει να μας δουν με το λευκό φόρεμα της δόκιμης ιέρειας! Καί τώρα λες να πλησιάσουμε σε χωριό έτσι; (Έδειξε το λευκό της φόρεμα.) Ή προτείνεις να είμαστε γυμνές μπροστά στους χωριάτες;», συνέχισε η κοπέλλα – κι όλες γέλασαν με την ψυχή τους. Γέλασε κι ο Διπλό Γεράκι με την αντρικού τύπου βλακεία του.
«- Τότε;…»
«- Τότε, πανέξυπνο Γεράκι, δεν θα χρειαστεί να πάμε σε άλλο χωριό. Ό,τι χρειαζόμαστε, θα το βρούμε στο δικό μας! Τώρα, πρίν ξεκινήσουμε!»
«- Πώς;»
«- Θα πάω εγώ στο χωριό καί θα φέρω καθημερινά φορέματα. Η μητέρα μου είναι η ράφτρα του χωριού!»
«- Καί πώς θα πλησιάσεις; Κι ακόμη, η μητέρα σου θα καταλάβει αμέσως ότι δεν θα την ξαναδείς. Ξέρεις τί σημαίνει αυτό; Ξέρεις πόσο θα μας προδώσουν τα δάκρυά της;»
«- Θα πλησιάσω χωρίς να με καταλάβει κανείς. Μην ξεχνάς τί έπαθες εσύ το πρωΐ! Κι όσο γιά τη μάνα μου, καταλαβαινόμαστε χωρίς λόγια· κι άμα θέλει, είναι απίστευτα σκληρή. Δεν θα της ξεφύγει κουβέντα, ούτε με βασανιστήρια!»
«- Ούτε με καπνό ονείρων;»
«- Μπορεί!…», συλλογίστηκε η κοπέλλα, «αλλά τότε θα είμαστε ήδη πολύ μακριά. Λοιπόν, ξεκινάω!»
Ο Διπλό Γεράκι την άρπαξε απότομα απ’ το μπράτσο πρίν φύγει, καί την κοίταξε αυστηρά στα μάτια. Αλλά δεν πρόλαβε να πεί τίποτε· πρίν απ’ αυτόν, πετάχτηκε καί μίλησε γιά όλες η ηγετική.
«- Αυτό που έκανες, είναι μεγάλη αγένεια! Αλλά τη σβήνουμε, επειδή σε καταλαβαίνουμε πώς σκέφτηκες· όχι, η αδελφή μας δεν θα μας προδώσει! Κι επειδή…», δίστασε.
«- Κι επειδή;…»
«- …Επειδή έδειξες πως πραγματικά ενδιαφέρεσαι γιά μας, καί θα μας προστατέψεις!»
Ο Διπλό Γεράκι άφησε την κοπέλλα, κούνησε το κεφάλι του καναδυό φορές σε κατάφαση, καί ζήτησε συγνώμη. Μόνο ρώτησε την πρακτική:
«- Γιά πόση ώρα να σε περιμένουμε εδώ; Κορίτσια, καταλαβαίνετε πως αν η αδελφή σας δεν γυρίσει, τότε τα πράγματα θα έχουν πάει πολύ στραβά. Αν περάσ’ η ώρα που θα συμφωνήσουμε, εμείς εδώ δεν θα την περιμένουμε άλλο. Θα φύγουμε αμέσως! Συμφωνείτε;»
Η μικρή σύσκεψη των κοριτσιών έβγαλε πόρισμα. «- Συμφωνούμε! Θα την περιμένουμε γιά δυό ώρες. Μετά, φεύγουμε!»
Η κοπέλλα έφυγε με ταχύ βηματισμό γιά το χωριό.
Ο Διπλό Γεράκι συλλογιζόταν. Τα χρονικά περιθώρια στένευαν. Τώρα έπρεπε να εκπονήσει σχέδιο παραπλάνησης, με προπορεία τη μισή απ’ την αρχική. Δυόμιση ώρες μονάχα!… Δεν έπρεπε να χάνει καιρό.
Έβγαλε το μαχαίρι του (του τό ‘χε επιστρέψει η ηγετική πρίν αρκετή ώρα), κι έκοψε κάμποσα μεγάλα χοντρά κλαδιά. Τα έδεσε με φυτά, φτιάχνοντας πέντε σταυρούς σε ανθρώπινο μπόϊ, που τους έμπηξε στέρεα στο έδαφος – σ’ έναν κύκλο. Οι κοπέλλες τον κοίταζαν σαστισμένες.
«- Τ’ είν’ αυτά που έφτιαξες;»
«- Θα δήτε!», τους χαμογέλασε.
Του ανταπέδωσε το χαμόγελο η ηγετική. «- Πραγματικά είσαι πολεμιστής! Είπαμε κι εμείς!… Δέ γινόταν ένας άντρας σαν εσένα να μήν είναι πολεμιστής!»
Στο χωριό του οι άντρες ήταν αγρότες καί κυνηγοί καμιά φορά, αλλά δεν έδωσε σημασία. Τα κορίτσια έκριναν ανάλογα με τα δικά τους βιώματα.
«- Καί πού το ξέρεις;»
«- Ο τρόπος που δουλεύεις! Αποφασιστικός, κατ’ ευθείαν στο αποτέλεσμα, σ’ αυτό που θέλεις!»
Χαμογέλασε, χωρίς ν’ αποσπάσει το βλέμμα του απ’ αυτό που έκανε. Όταν τέλειωσε με τους σταυρούς, άρχισε με το μαχαίρι του να ξύνει μυτερό έν’ άλλο ξύλο· κι όταν το έφερε σε λογαριασμό καί δαύτο, άρχισε να σκάβει το μονοπάτι με τη βοήθειά του.
Είχε τελειώσει την παγίδα, ξεκίνησε να τη σκεπάζει καί να σβήνει τα ίχνη, όταν ξανάρθε πίσω στην ομήγυρη λαχανιασμένη η πρακτική – κουβαλώντας ένα μάλλον βαρύ δισάκκι. Όλα είχαν πάει καλά, συνεπώς· αν καί θα μπορούσε να συμβεί το κακό την τελευταία στιγμή. Ευτυχώς, όμως, είχαν την προνοητικότητα να την περιμένουν στο μονοπάτι, πρίν πλησιάσει στην παγίδα.
Ο Ήλιος κόντευε πιά να φτάσει στη δύση του, άρα ήταν καιρός να του δίνουν. Ώσπου να τελειώσουν οι κοπελλιές με τις ερωτήσεις στη νεοφερμένη, ο Διπλό Γεράκι έβγαλε τα καθημερινά φορέματα απ’ το δισάκκι, καί τους τα μοίρασε. Όμως, κοντοστάθηκε· μέσα στη θέρμη της προετοιμασίας, δεν είχε ρωτήσει κάτι πολύ σημαντικό.
«- Είσαστε οχτώ όλες σας, σωστά;», συνεπέρανε ύστερ’ από σύντομη σκέψη.
«- Ναί!»
«- Οι άλλες τρείς πού είναι;»
«- Πήγαν σε άλλη δουλειά, θα επιστρέψουν κι αυτές το δειλινό.»
«- Ξέρουν πού πήγατε εσείς;»
«- Όχι. Δέ δίνουν τέτοιες πληροφορίες οι παλιές ιέρειες, ούτε κάν σε μας!»
«- Άρα, ούτ’ εσείς ξέρετε πού πήγαν αυτές!»
«- Ούτ’ εμείς!»
«- Κι αν είναι κοντά μας;»
«- Θα το ξέραμε αυτό… με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.»
«- Ωραία! Βάλτε τώρα τα καινούργια φορέματα, καί δεν θα κοιτάζω!», τις προέτρεψε, κι έκανε ν’ απομακρυνθεί.
Δεν πρόλαβε κάν. Έγινε κάτι πολύ παράξενο – γιά τις δικές του εμπειρίες, βέβαια: οι γυναίκες πέταξαν πέρα ό,τι φορούσαν, ακόμη καί τα σανδάλια τους, κι απόμειναν θεόγυμνες. Όλες τους. Αμέσως μετά, σα να τό ‘χαν ξανακάνει χίλιες φορές, πήγαν καί στάθηκαν κατάντικρυ στον δύοντα Ήλιο. Έκλεισαν τα μάτια τους, σήκωσαν τα χέρια τους σε στάση σταυρού, κι έμειναν έτσι κάμποση ώρα, σιωπηλές κι ακίνητες. Πολύ παράξενο θέαμα, στ’ αλήθεια!… Πέντε γυμνές γυναίκες σε στάση σταυρού, μπροστά από πέντε ξύλινους σταυρούς σε κύκλο!
Ο Διπλό Γεράκι πήγε να τους υπενθυμίσει ν’ αφήσουν τα τελετουργικά, επειδή ο χρόνος έτρεχε, αλλά κατάλαβε πως δεν έπρεπε να ενοχλήσει. Έκανε πίσω. Τις απορίες του τις πρόλαβε η ηγετική, όταν τα κορίτσια ξανάρθαν στην πραγματικότητα ετούτην εδώ.
«- Ο Ήλιος είναι ο κύριος του χρόνου!», του είπε καθώς ντυνόταν. «Παρελθόν, παρόν, μέλλον, είναι δικά του. Εμείς εδώ, με τον τρόπο που είδες, σβήσαμε το παρελθόν μας, επειδή ξεκινάμε τη νέα ζωή μας!» Στην απορημένη φάτσα του Διπλού Γερακιού, συνέχισε: «- Είναι τελετή μόνο γιά ιέρειες αυτή, γι’ αυτό δεν την έχεις ξαναδεί! Είναι απ’ αυτά, που δεν σου είπε η Νακάτλ!»
Ο Διπλό Γεράκι σήκωσε τους ώμους του, κι ανταπέδωσε χαμογελαστός: «- Σειρά μου τώρα, να κάνω όσα δεν έχετε ξαναδεί εσείς!»
Πήγε λίγο παραπέρα, κι ήρθε σύντομα πίσω με μιά αγκαλιά χόρτα. Οι κοπέλλες τα αναγνώρισαν. «- Φιδόχορτο!», είπε η μία, μ’ έκφραση μικρής φρίκης. «- Ακριβώς!», της χαμογέλασε ο άντρας, που έπιασε το φιδόχορτο κι άρχισε να τρίβει τους ξύλινους σταυρούς. Μετά πήρε τους λευκούς ιερατικούς χιτώνες, καί τους φόρεσε στους σταυρούς σα σκιάχτρα. Έτριψε με κάμποσο φιδόχορτο καί τα ρούχα.
«- Δώστε μου τα μενταγιόν σας!», πρόσταξε τις κοπέλλες.
«- Τί τα θέλεις; θα τα σπάσουμε, να μην τα ξαναδούμε!», είπε θυμωμένη η μία τους. Προφανώς είχε συνειδητοποιήσει με κάποια καθυστέρηση πόσα χρόνια της ζωής της είχε χάσει… προκειμένου να γίνει τελικά υποψήφιο θύμα ανθρωποθυσίας.
«- Όχι, φέρτε τα!», επέμενε ο άντρας. Αυτό δεν του τό ‘χει πεί η Νακάτκλ, αλλά το ήξερε απ’ το δικό του το μυαλό. Όταν ψάχνεις κάποιον με τα μάτια του νού, τα άψυχα βοηθάνε πολύ στον εντοπισμό.
Οι κοπέλλες του τα δώσανε, κι αυτός τα φόρεσε ένα-ένα στα σκιάχτρα.
«- Καί το δικό σου;», τον ρώτησε η ηγετική, που κάτι είχε καταλάβει.
Αντί να της απαντήσει, έσκυψε στο έδαφος καί πήρε υγρό χώμα. Πολύ. Έφτιαξε έναν μεγάλο σβώλο, που μέσα του έκλεισε το δικό του. Έβαλε τον σβώλο στο σακκούλι του. «- Γιά σας, αυτά είναι κακές αναμνήσεις, καί τα ξεφορτωθήκατε οριστικά. Γιά μένα, είναι όλη μου η ζωή! Γι’ αυτό το κρατάω.», είπε φιλοσοφικά. «Ξεκινάμε! Τώρα!!!«, πρόσταξε. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο…»
«- …Μέχρι να μας εντοπίσουν;», ρώτησε η πρακτική.
«- Όχι αυτοί κι αυτές που νομίζεις! Τα φίδια, που θα τα τραβήξει το φιδόχορτο, εννοώ!», της είπε, κι άρχισαν ν’ απομακρύνονται σε μιά σειρά κατ’ άτομο, με βήμα ταχύ.
«- Μάλιστα!… Τώρα κατάλαβα γιατί είπες ότι θα τους βγάλεις τα μάτια!», μουρμούρισε η αθώα, καθώς απομακρυνόντουσαν.
«- Δεν θά ‘χουν καλά ξεμπλέγματα με το νού των φιδιών!», της αντιγύρισε με πονηρό χαμόγελο.
vii. Καί το μεγάλο Ναί, ξανά
Είχαν περάσει κάμποσες μέρες, χωρίς απρόοπτα. Οι γνώσεις του Διπλού Γερακιού γιά διαβίωση στη ζούγκλα απεδείχθησαν υπερπολύτιμες! Όλο αυτό το διάστημα, δεν βίωσαν ποτέ τους πείνα, δίψα, ή επίθεση αγριμιών.Τραβούσαν συνέχεια νότια καί ανατολικά, μ’ ανύστακτες πορείες κι αναπαύσεις πολεμικές. Το σχέδιο ήταν να φτάσουν στη θάλασσα, να βρουν ένα πλεούμενο, καί να τραβήξουν ανατολικά – κατά τα νησιά. Στην ξηρά δεν είχαν ελπίδα, ούτε σε βορρά, ούτε σε νότο. Στον βορρά καθόλου, στον νότο έτσι κι έτσι· αλά δεν θα το ρίσκαραν. Κ’ ύστερα θα έπλεαν, ίσως, στο μεγάλο νησί, ακόμη πιό ανατολικά. Κ’ ύστερα… ποιός ξέρει;…
Ώσπου ένα βράδυ, εκεί που καθόντουσαν παρέα καί μιλούσαν, η ηγετική έλαβε τον λόγο – προφανέστατα εκ μέρους όλων των γυναικών· φαίνεται πως είχαν συνεννοηθεί γι’ αυτό από πρίν, χωρίς να τις πάρει χαμπάρι.
«- Θέλουμε να σου ζητήσουμε κάτι!…», είπε με θηλυκό πλατύ χαμόγελο.
«- Ό,τι θέλετε! Καί να ρωτάτε κατ’ ευθείαν! Δεν σας χαλάω χατήρι, καί το ξέρετε!», χαμογέλασε ο άντρας.
«- Αυτό, δεν ξέρω πώς θα το πάρεις…»
«- Πές μου, καί θα δούμε!»
«- Θέλουμε να μας δώσεις εσύ όσα μας στέρησαν στον ναό! Θέλουμε να κάνεις έρωτα μ’ όλες μας, κι όλες μας θέλουμε παιδιά από σένα!»
Τον χτύπησε κεραυνός. Κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε αρκετές φορές, σα νά ‘λεγε: «- Θεέ μου, τί ακούω;!» Αλλά η ηγετική δεν υποχωρούσε.
«- Έχουμε δικαίωμα στη ζωή, καί δεν είχαν το δικαίωμα να μας το στερήσουν με ψευτιές! Οι άλλες συνομήλικές μας στο χωριό ήδη είναι παντρεμένες με παιδιά! Εμείς, τί κάνουμε; απλά περιμένουμε τα γεράματά μας, επειδή έτσι τό ‘θελαν μερικές φόνισσες, που θέλαν να μας κάνουν σαν τα μούτρα τους;», είπε εμφατικά κι αγριεμένη τώρα. «Λοιπόν;», τον κοίταξε σαν αρπακτικό στα μάτια, χωρίς ίχνος φιλικότητας. «Τί λες; συμφωνείς;»
Ο άντρας αναστέναξε, καί σηκώθηκε όρθιος. Έκανε μερικά βήματα, καί ξανακάθησε.
«- Κορίτσια, ακούστε! Αυτό που θέλετε είναι πολύ καλό, καί κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σας το στερήσει. Εγώ, όμως, λέω να βρήτε άντρες καί να κάνετε οικογένεια μαζί τους!»
«- Δεν θα περιμένουμε άλλο, θέλουμε με σένα!», τον αντίκοψαν σε κατάσταση σχεδόν εκτός εαυτού.
Ο Διπλό Γεράκι ξαναναστέναξε.
«- Συμφωνώ!…», είπε, χωρίς να προλάβει ν’ αποσώσει – οι κοπέλλες, με το που τον άκουσαν, άρχισαν τα θριαμβευτικά ουρλιαχτά. Όμως τους επέβαλε ησυχία. «Συμφωνώ, αλλά θα συμφωνήσετε κι εσείς σε όσα ζητήσω!»
«- Σ’ ακούμε!», είπε επιθετικά η ηγετική.
«- Δεν ξέρω τί μάθατε ως δόκιμες ιέρειες, αλλά δεν είναι σωστό να βιάζουμε το ιερό μυστήριο της ζωής· δεν είναι σωστό να ζορίζουμε τη Μοίρα μας! Αυτό θα το πληρώσουμε άσχημα, αν το κάνουμε!»
Δεν τον έκοψε καμιά τους αυτή τη φορά.
«Η μοίρα η δική μου ήταν νά έρθω στις ζωές σας, γιά να σας σώσω! Κι η δική σας, να μ’ ακούσετε καί να σωθήτε! Τώρα, ίσως καί να μην πρέπει να συνεχίσουμε με οικογενειακή σχέση, δεν διαβάζω καθαρά τη Μοίρα, αλλά απ’ την άλλη δεν ζητάτε καί κάτι κακό. Προτείνω, λοιπόν, τα εξής:
Θα έχουμε ερωτικές σχέσεις, αλλά με προφυλάξεις – καί μέχρι να βρήτε άλλους άντρες. Τότε, ξεκόβουμε οριστικά.
Θα δοκιμάσω γιά παιδί με την καθεμιά σας, αλλά μονάχα μία φορά. Καί μόνο όταν τ’ άστρα είναι καλά.
Αν δεν πιάσετε παιδί, δεν ξαναδοκιμάζουμε.
Αν τελικά γεννηθούν παιδιά, θα τους πήτε την πάσα αλήθεια – όταν θά ‘ναι έτοιμα να την ακούσουν, βέβαια· καί θα τους απαγορέψετε να παντρευτούν μεταξύ τους, αυτά καί τα παιδιά τους, καί τα παιδιά των παιδιών τους, μέχρι να περάσουν δέκα γενιές.
Καί τέλος, ό,τι καί να γίνει, θα μείνετε πάντα μονοιασμένες φίλες κι αδελφές, όπως ήσασταν μέχρι σήμερα το πρωΐ. Συμφωνείτε;»
«- Συμφωνούμε», απάντησαν όλες σε συνήχηση.
Δεν ήταν μονάχα ότι οι γυναίκες ζητούσαν αυτό που ζητούσε η φύση τους. Ο Διπλό Γεράκι κατάλαβε πολύ καλά πως κάποια φιδάκια άρχισαν να δαγκώνουν τις καρδιές τους. Εντάξει, η δυστυχία φέρνει τους ανθρώπους κοντύτερα, αλλά τί θα γινόταν στις καλές μέρες, που περίμεναν μπροστά, στο μέλλον; Η αβεβαιότητα κι η δυσπιστία ότι ίσως τις εγκαταλείψει, νά τί τις βασάνιζε! Γι’ αυτό καί θέλανε να δεθούν μαζί του, με δέσιμο που δεν έχουν ούτε κάν οι γονείς με τα παιδιά τους.
Αναστέναξε. Θα τηρούσε τις υποσχέσεις του, αλλά τη Μοίρα τη ζορίζανε μάλλον άσχημα. Καιρός, λοιπόν, να σκεφτεί τί θά ‘κανε στα χρόνια που ‘ρχόντουσαν.
Επίλογος
Με τις προσπάθειες γιά τεκνοποίηση, έμειναν έγκυες οι δύο απ’ τις πέντε. Το ταξίδι με δυό εγκύους δυσκόλευε, αλλά έδειξαν όλη τη σκληραγωγία τους καί δεν δημιούργησαν πρόσθετα προβλήματα. Τελικά, γέννησαν στο μεγάλο νησί από έναν γυιό η καθεμία.Οι υπόλοιπες τρείς βρήκαν άντρες καί παντρεύτηκαν, αλλά οι δύο με τα παιδιά έμειναν μαζί του. Οι γυναίκες αντάλλασσαν καλά νέα η μιά με την άλλη, γιά κάμποσα χρόνια. Μετά γέρασαν, παιδιά κι εγγόνια καί συγγενείς δεν ενδιαφέρθηκαν γιά τη συνέχεια της φιλίας, καί χάθηκε η επικοινωνία τους.
Όταν πέθανε ο Διπλό Γεράκι, οι δυό γυιοί του μετά την κηδεία πέταξαν το μενταγιόν της γιαγιάς Νακάτλ στον ωκεανό, γιά να ευλογήσει συμβολικά το ταξίδι της ψυχής στον Μεγάλο Ωκεανό, τον επάνω· το παλιό ξύλο έπλευσε στο θαλασσόνερο, σαν καραβάκι. Αυτό ήταν καλός οιωνός!
Σήμερα, μετά από μιά άλλη δύσκολη πορεία μέσ’ από διαδοχικές ζωές, η πεντάδα ξαναζή κατά το μάλλον ή ήττον καλά, καί ξαναχαίρεται το φώς της ημέρας.
ΤΕΛΟΣ
ΠΛΕΙΑΔΕΣ ΠΑΝΥ ΜΑΚΡΑΝ [ΜΕΡΟΣ 1ον]
Πλειάδες πάνυ μακράν – 1
Πολλές χιλιάδες χρόνια πρίν την εποχή μας
εν πήγαινε άλλο, έπρεπε να ποτίσει τα χορταράκια της ζούγκλας. Παραμέρισε τα ρούχα του, κι αμόλησε τη χρυσή βροχή. Αλλά, πρίν τελειώσει το πότισμα, άκουσε κοντά του πνιχτά γυναικεία γελάκια πφφφφφκχίκχίκχί!!!
Γύρισε, κι είδε μιά νεαρή κοπέλλα να ξεπροβάλει πίσω από ένα δέντρο. Κι άλλη, κι άλλη… πέντε συνολικά· που τον έκαναν χάζι. Χαμογέλασε κι ο ίδιος σαν ηλίθιος (τί άλλο μπορούσε να κάνει; ), κι εκτόξευσε καί την υπόλοιπη ποσότητα υγρού στα χόρτα. Τέλειωσε, συμμαζεύτηκε.
“- Καλημέρα σας, κυρίες μου! Συγνώμη γιά το θέαμα, αλλά δεν σας κατάλαβα ότι ήσασταν δίπλα μου!”
Τον τελευταίο καιρό, τον περνούσε μόνος του στη ζούγκλα· μακριά από ανθρώπους. Είχε εξασκηθεί να καταλαβαίνει πότε τον πλησιάζουν θηρία, φίδια… είχε μάθει ν’ αμύνεται. Προϋπήρχαν οι γνώσεις του να βρίσκει φαγώσιμα καί νερό μέσα στο τροπικό δάσος, αυτό δεν του έγινε πρόβλημα ούτε στιγμή. Καταλάβαινε άριστα καί πότε πλησιάζουν άνθρωποι – οι αισθήσεις κι οι διαισθήσεις στον ύψιστο βαθμό. Αλλά τούτο εδώ!…
“- Δεν θα μας καταλάβαινες!”, απάντησε η μία, χαμογελώντας του.
Τις κοίταξε πιό προσεκτικά. Όλες περίπου δεκαέξι ετών, με λευκό χιτώνα. Καί με σαντάλια. Εκπληκτικό αυτό, γιατί αν ήταν ξυπόλητες, πραγματικά θα έκαναν αρκετά ασθενέστερο θόρυβο πλησιάζοντάς τον. Αλήθεια είπε η κοπελλιά· δεν θα τις καταλάβαινε. Ωστόσο, κατάλαβε κάτι άλλο.
“- Ιέρειες, έ;”
“- Δόκιμες! Αλλά ήδη έχουμε εκπαιδευτεί στο να μή μας αντιλαμβάνεται κάποιος, όσο κοντά του κι αν είμαστε!”
“- Καί άριστα, διαπιστώνω!”
“- Εσύ, ξένε, ποιός είσαι; Καί ποιό το χωριό σου;”
Η κοπέλλα ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον, επειδή ο ξένος μιλούσε με διαφορετική ντοπιολαλιά.
“- Με λένε Διπλό Γεράκι Δεκάξι Δεκαοκτώ! Χωριό δεν έχω.”
“- Πώς δεν έχεις;”
“- Το χωριό μου… Έεεε… Εγώ περιπλανιέμαι στη ζούγκλα εδώ καί καιρό.”
“- Καί τί κάνεις στη ζούγκλα; Γιατί δεν πας πίσω στο χωριό σου; Το χωριό σου πρέπει νά ‘ναι μακριά! Σωστά;”
“- Ναί, στο νότο.”
“- Γιατί δεν πας να μείνεις σ’ ένα άλλο;”
Γυναικεία περιέργεια, βροχή οι ερωτήσεις!
“- Τρώω, κοιμάμαι, ταξιδεύω… μαζεύω βότανα… Δεν θέλω να πάω κάπου να κατοικήσω μόνιμα, έχω συνηθίσει μόνος μου. Ίσως μιά μέρα αλλάξω μυαλά, αλλά τώρα θα συνεχίσω να κάνω ό,τι κάνω.”
“- Βότανα; Μά, αυτή δεν είναι δουλειά γιά άντρες!… τουλάχιστον στο δικό μας χωριό.”
“ -Έ, καμιά φορά είναι!” Άνοιξε το δισάκκι του, καί τους πρόσφερε μερικά που είχε μαζέψει. “Θέλετε; γιά να μην κουραστήτε κιόλας;”
Μία κοπέλλα πήγε να τα πάρει, αλλά τη συγκράτησε μιά άλλη, που φαινόταν πιό ηγετική. “- Όχι, Διπλό Γεράκι! Σ’ ευχαριστούμε, αλλά δεν γίνεται! Τα δικά σου είναι μαζεμένα από χθές· έχουν αρχίσει να μαραίνονται!”
“- Σωστά! Καί λοιπόν; έτσι κι αλλοιώς, αυτά τα συγκεκριμένα τ’ αφήνουμε γιά αποξήρανση!”
“- Κοίτα, δεν θέλουμε να σε προσβάλουμε, που δεν παίρνουμε το δώρο σου, αλλά… Όταν επιστρέψουμε στο χωριό, θα καταλάβουν ότι δεν τα μαζέψαμε εμείς… κι αλοίμονό μας! Εμείς (έδειξε τα υπόλοιπα κορίτσια) υπακούμε σε πολύ αυστηρούς κανόνες. Δεν επιτρέπεται ούτε κάν να μιλάμε σε ξένους, ξέρεις!”
“- Κι εμένα, γιατί μου μιλήσατε;”
“- Επειδή… έτσι!” – σε δυό λέξεις συμπυκνωμένη η νεανική ανεμελιά.
Αυτή η τελευταία στιχομυθία τον έκανε να τις κοιτάξει προσεκτικά. Μέχρι τότε, παρίστανε πως τις έβλεπε στα ίσα, αλλά δεν τις έβλεπε. Τα οπτικά ερεθίσματα δεν περνούσαν στη συνείδησή του, επειδή το μάτι του δούλευε σχεδόν αποκλειστικά την πλευρική του όραση, γιά ύπαρξη κινδύνου. Άσε που, με αφορμή το ψάξιμο στο δισάκκι του, βρήκε χρόνο να σκεφτεί καλύτερα με τί είχε να κάνει. Κι αν υπήρχαν φρουροί εκεί κοντά; Δεν έδινε σήμα η διαίσθησή του, αλλά ποτέ δεν ξέρεις! Μήπως με τις γυναίκες δεν την πάτησε;
…Το μενταγιόν τους, ίδιο γιά όλες τις κοπέλλες, το είχε δεί, αλλά δεν το είχε προσέξει μέχρι τότε. Μ’ ας μήν το πρόσεχε, χίλιες φορές!
Φίδι φαρμακερό τον δάγκωσε στην καρδιά. Το βλέμμα του συννέφιασε προς στιγμήν· προσπάθησε να επαναφέρει το χαμόγελο, αλλά οι κοπέλλες κατάλαβαν.
“- Διπλό Γεράκι Δεκάξι Δεκαοκτώ, τί έχεις;”
“- Εντάξει είμαι!”
“- Όχι, δεν είσαι!”
Σιωπή.
“- Τί είδες, που σε στεναχώρησε τόσο πολύ; ή μήπως σε φόβησε κάτι;”
Σιωπή.
“- Ποιά πνεύματα σκοτείνιασαν το μυαλό σου, Διπλό Γεράκι Δεκάξι Δεκαοκτώ;”
Σιωπή.
Μίλησε η ηγετική της παρέας: “- Κοίτα, δεν ξέρω τί κρύβεις μέσα σου, αλλά είμαστε καλές κοπέλλες! Δεν θα σου κάνουμε κακό!”
“- Το ξέρω!”
“- Τότε;”
Σιωπή.
“- Κορίτσια, φοράει κι αυτός μενταγιόν! Νά, τό ‘χει μέσα απ’ τον χιτώνα του!”, πετάχτηκε μιά άλλη. “Γιατί δεν μας το δείχνεις;”
“- Ναί, ναί!!!”, συμπλήρωσαν εν χορώι οι υπόλοιπες.
“- Ήδη είδατε σήμερα κάτι δικό μου, που δεν το βλέπει όλος ο κόσμος! Μή θέλετε κι άλλο!”, αστειεύτηκε ειλικρινά το Διπλό Γεράκι.
Τα κορίτσια γέλασαν με το χωρατό, αλλά επέμεναν πιό δυνατά τώρα· πιό πιεστικά, με κατακλυσμό γέλιων καί φωνών, ένα κύκλο γύρω του. Δεν μπορούσε πιά να κάνει αλλοιώς…
Το Διπλό Γεράκι τράβηξε έξω απ’ το ρούχο το δικό του μενταγιόν, κι αμέσως έπεσε νεκρική σιωπή. Οι κοπέλλες έριξαν τη θωριά τους απάνω σ’ ένα σκαλιστό ξύλινο μενταγιόν, ολόϊδιο με τα δικά τους· μονάχα πολυκαιρισμένο. Αλλά ούτε τον θεό του Κακού νά ‘βλεπαν μπροστά τους ολοζώντανον, έτσι δεν θα κάνανε. Φωνές καί γέλια χάθηκαν μεμιάς σε βάραθρ’ άπατο. Μόνο οι ήχοι του δάσους ακουγόντουσαν.
Μιά τους μόνη ανέστη εκ νεκρών μετά ‘πό λίγο.
“- Δδδδέ… δεν είναι δικό σου;!”
“- Όχι, δεν είναι δικό μου.”
“- Το μενταγιόν αυτό δεν δίνεται σε άντρες!… μόνον εμείς οι ιέρειες το έχουμε!”
“- Σωστά!”
“- Το πήρες από δική μας ιέρεια, λοιπόν!…”, σάστισε η κοπελλιά, με νύχια καί με δόντια σπρώχνοντας έξω απ’ το μυαλό της τη φοβερή συνέχεια, που πήγαινε να μπουκάρει καί να της πάρει το νού. Όμως την Κερκόπορτα της τρέλλας την άνοιξε μιά άλλη, ουρλιάζοντας.
“- Τη σκότωσεεεες!!!…”
Ακολούθησε πανζουρλισμός. Αλλ’ αμέσως επενέβη άγρια η ηγετική· μ’ ένα νόημα, τις έκανε να σωπάσουν.
“- Ξένε, είν’ αλήθεια αυτό που λέει η αδελφή δόκιμη ιέρεια; σκότωσες ιέρεια;”
“- Όχι!”
“- Λες ψέμματα! Δεν σε πιστεύουμε! Γι’ αυτό σκοτείνιασες, μόλις είδες τα δικά μας μενταγιόν, έ;”
Το Διπλό Γεράκι τις κοίταξε όλες μέσα στα μάτια, μία προς μία, με βλέμμα αταλάντευτο.
“- Αν πιστεύετε ότι είμαι ψεύτης, θα καθήσω ακίνητος να με σκοτώσετε!”, είπε με σοβαρότητα. “Νά, πάρε εσύ το μαχαίρι μου!”, πρότεινε στην ηγετική. “Εγώ δεν έχω τίποτα πιά ν’ αμυνθώ. Στο κάτω-κάτω, είμαι ένας, κι είστε πέντε! Κάντε με ό,τι θέλετε!”
Η ηγετική πήρε το μαχαίρι, αλλά στάθηκε ασάλευτη. Τον κοίταξε κατάματα γιά ώρα. Οι άλλες τη μιμήθηκαν. Στο τέλος, αναστέναξε.
“- Ξένε, είσαι ειλικρινής! Δεν σκότωσες ποτέ σου καμμία δική μας ιέρεια. Ούτε κάποιο άλλο άτομο. Αλλά δεν καταλαβαίνω… Κουβαλάς μέσα σου τον θάνατο, το βλέπω καθαρά. Μόνο που δεν δίνεις εσύ θάνατο σε άλλους! Κι ούτε δικός σου είν’ αυτός!”
Σιωπή. Το Διπλό Γεράκι κοίταζε μακριά, χαμένο στις σκέψεις του.
“Πώς γίνεται αυτό; Εμείς ξέρουμε πως οι άντρες γίνονται πολεμιστές, καί μετά σκοτώνουν ή σκοτώνονται!”
“- Δεν ήμουνα ποτέ μου πολεμιστής…”
Οι γυναίκες κοίταξαν η μία την άλλη, με ειλικρινή έκφραση απορίας.
“- Θέλεις να μας μιλήσεις γιά τα μυστικά σου;”
Ανασήκωσε τους ώμους, δείχνοντας πως δεν εξαρτιόταν απ’ αυτόν. “- Θέλετε να μ’ ακούσετε;”
Τα χαμόγελα επανήλθαν.
“- Θέλουμε! Θέλουμε!”
Το Διπλό Γεράκι χαμογέλασε πικρά, αλλά τα κορίτσια δεν κατάλαβαν το ύφος του. Νόμισαν πως απλά χαμογελούσε χαλαρωμένος πιά, σαν αυτές. Κι ούτε δώσαν περισσότερη σημασία· ήδη είχαν καθίσει κατάχαμα σ’ ένα ημικύκλιο γύρω του, όλες αυτιά.
Εκείνη τη στιγμή ξέσπασε μιά μικρή αναταραχή στο χωριό· ένας άντρας επέστρεφε απ’ το δάσος, με το χέρι του πρησμένο σ’ όλο το μήκος του. Η γριά παράτησε το φαγητό της, κι αμέσως έβγαλε απ’ το δισάκκι της ένα κατάπλασμα καί του το έβαλε στο χέρι. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο αυτό που συνέβη στον άντρα· γδάρθηκε απρόσεκτα από ‘να ελαφρώς δηλητηριώδες φυτό της ζούγκλας. Αλλά, από τη στιγμή που ο ερεθισμός στο χέρι του χωρικού υποχώρησε πολύ, η γριά άρχισε να χαίρει πανχωριατικού σεβασμού· μάλιστα, της δώσαν μιά άδεια καλύβα να μείνει μόνιμα.
Παρά ταύτα, από μιά αναποδιά της τύχης, η γριά ξαναγύρισε σχεδόν στην προηγούμενη κατάστασή της – της ξένης, που τη βλέπουν με δυσπιστία. Δύο βδομάδες μετά ‘πό την άφιξή της, πέθανε ξαφνικά ο αρχηγός του χωριού σε σχετικά νεαρή ηλικία. Οι χωρικοί θεώρησαν πως η γρουσουζιά οφειλόταν στη γριά, κι απομακρύνθηκαν από δαύτην. Ωστόσο, δεν την πήραν με τις πέτρες, διότι η γριά συνέχιζε να προσφέρει τις θεραπείες της· με μόνη αμοιβή της το φαγητό που περίσσευε σ’ όσους χωριάτες θέλανε να κάνουν μιά καλή πράξη.
Η ίδια, την απομάκρυνση των χωρικών από του λόγου της τη δέχτηκε στωϊκά· δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν απείλησε, δεν καταράστηκε, δεν έβγαλε κίχ. Κι εδώ που τα λέμε, ούτε πρίν, όταν είχ’ έρθει, την είχε πιάσει ο ενθουσιασμός γιά πολλές κουβέντες καί κοινωνικές σχέσεις. Πάντα ήταν λιγομίλητη κι αγέλαστη. Μετά δυσκολίας χαμογελούσε, κι αυτό μονάχα όταν έβλεπε κάποιον ασθενή να ξαναγίνεται καλά απ’ τα φάρμακά της.
Εκείνο το άτομο, που την πλησίασε περισσότερο απ’ όλους τους χωρικούς, ήταν ένα παιδάκι εφτά-οχτώ χρονώ. Από την πρώτη στιγμή που η γριά είχε φτάσει στο χωριό, ο μικρός καθόταν παράμερα καί την κοίταζε με περιέργεια. Ούτε φόβος, ούτε τίποτε τέτοιο στα μάτια του.
Μιά μέρα, στη φάση που η γριά ήδη είχε ξαναπέσει στη δυσμένεια του χωριού, ο μικρός την πλησίασε· πολύ κοντά. Με τα παιδικά μάτια του, δε χόρταινε να τη βλέπει να κοπανάει στο γουδί ένα αρωματικό βότανο. Μά, ναί!… γιά το παιδάκι, αυτή η εμπειρία ήταν ένας ολόκληρος καινούργιος κόσμος! Ο ρυθμικός ήχος του γουδόχερου, μαζί με το άρωμα του φυτού, ήταν προφανώς μιά μικρογραφία του Παραδείσου γιά το φιλομαθές παιδί.
“- Πώς σε λένε, μικρέ;”, ρώτησε η γριά κοιτάζοντάς τον, χωρίς να διακόψει τη δουλειά της· με μιά υποψία χαμόγελου στη φάτσα της.
“- Διπλό Γεράκι! Κι εσένα;”, ρώτησε άφοβα ο μικρός.
“- Νακάτλ Αχάου!”, αποκρίθηκε η γριά.
“- Γιαγιά Νακάτλ… μπορώ να βοηθήσω;”, ξαναρώτησε ο μικρός, δείχνοντας με τα μάτια του το γουδί.
Η γριά χαμογέλασε πλατειά. “- Όχι σε τούτο, αλλά θα μου φέρνεις τα βότανα που θα σου λέω, μέσα απ’ την καλύβα! Καί στην ποσότητα που θα σου λέω! Ούτε λιγώτερη, ούτε περισσότερη! Εντάξει;”
“- Εντάξει!”, ανταπέδωσε το χαμόγελο ο μικρός, κι από εκείνη τη στιγμή έγινε ο μόνιμος βοηθός καί μαθητευόμενος της γριάς.
Είχανε περάσει πάνω από δεκαπέντε… τί λέω; δεκαοχτώ, κάνε δεκαεννιά χρόνια απ’ την άφιξη της γριάς, κι ο Διπλό Γεράκι είχε γίνει -χάρη σ’ αυτήν, εννοείται- ο νέος φαρμακοτρίφτης καί πρακτικός γιατρός του χωριού. Η κατάσταση της δυσπιστίας απέναντι στην ξένη είχε από καιρό παγιωθεί, καί δεν έλεγε ν’ αλλάξει. Αλλά, νά, υπήρχε κι ο συγχωριανός διαμεσολαβητής· κι έτσι, οι χωρικοί ό,τι θέλανε, το λέγανε στο σαμάρι, να τ’ ακούει η γαϊδάρα!
Στην κυριολεξία ήτανε σαμάρι γιά φόρτωμα, ο Διπλό Γεράκι. Εκτός απ’ τα γιατροσόφια του, πάντα παρέμενε το παιδί γιά τα θελήματα καί τα κουβαλήματα. Ωστόσο, όλο καί κάποια δώρα κονομούσε με τις εξυπηρετήσεις αυτές· πότε κανένα σακκί με καρπούς, πότε καμιά πίττα… Καλά πέρναγε. Καί κοντά σ’ αυτόν, καί η γριά· η οποία έχαιρε ιδιοτύπου ασυλίας. Δεν της μιλάγαν μέν, δεν την πειράζαν δέ.
Ένα βράδυ, η γριά τού ‘κανε νόημα να έρθει κοντά της.
“- Διπλό Γεράκι!”, μίλησε δύσκολα με τη γηραλέα φωνή της.
“- Ναί, γιαγιά Νακάτλ!”
“- Θέλω να σου πω μερικά πράγματα!”
“- Σ’ ακούω, γιαγιά!”
“- Το πρώτο… Αύριο εγώ δεν θα υπάρχω!”, μπήκε κατευθείαν στο ψαχνό η γριά.
“- Γιαγιά!!!”, είπε εμφατικά ο Διπλό Γεράκι. “Μήν κάνεις τη γλώσσα σου γλώσσα φιδιού! Μή λές τέτοια!”
Η γριά έκανε μιά επιβλητική, αποφασιστική χειρονομία· τον ανάγκασε να σωπάσει.
“- Γιά όλους έρχεται κάποτε το τέλος, Διπλό Γεράκι!”
“- Σωστά, αλλά…”
Η γριά χαμογέλασε.
“- Θα με ξαναδείς κι αύριο! Μην κάνεις έτσι! Άλλως τε, σου έχω πεί καί χειρότερα πράγματα – αν θυμάσαι!”
Ο Διπλό Γεράκι ανασήκωσε τους ώμους του σε φανέρωμ’ ανημποριάς ν’ αντιδράσει. “- Ναί…”, έκανε αφηρημένα.
“- Θέλω αύριο να πας στην κορυφή του βουνού που βλέπουμε στα νότια, καί να μου φέρεις ένα βότανο, που θα βρείς εκεί.”
“- Θα πάω! Πώς είναι αυτό το βότανο;”
Η γριά το περιέγραψε.
“- Καί τί το θέλεις, γιαγιά;”
“- Θα φτιάξω ένα τελευταίο φάρμακο, που θα το δίνεις μονάχα στις περιπτώσεις που θα σου πω.”
“- Τί κάνει αυτό, κι είναι τόσο σπουδαίο;”
“- Θα μάθεις!…”, χαμογέλασε η γριά, κι έβγαλε το μενταγιόν της. Του το έδωσε. “Αυτό θέλω να το κρατήσεις, καί να μην το δώσεις σε κανένα άλλο άτομο!”
“- Θα σε θυμάμαι όσο ζώ, γιαγιά Νακάτλ! Θα το τιμήσω το μενταγιόν σου!”
“- Μά, εσύ, πανέξυπνο Διπλό Γεράκι, θα με θυμάσαι καί χωρίς αυτό! Ξέρεις ποιός είν’ ο λόγος που σου το δίνω;”
“- Όχι!… Επειδή είμαι ο διάδοχός σου στις γνώσεις γιά τα φάρμακα;”
“- Καί γι’ αυτό, αλλά κυρίως γιά να θυμάσαι πόσο υπεύθυνος πρέπει να είσαι σ’ όλη σου τη ζωή!”
“- Γιαγιά… μου επιτρέπεις να ρωτήσω μιά τολμηρή ερώτηση;”
“ – Λέγε…”
“- Μου τα έμαθες όλα, όσα ξέρεις;”
Η γριά γέλασε με την καρδιά της, σα ν’ άκουγε ένα τρομερό αστείο. Δεν την είχε ξαναδεί να ξεσπάει έτσι· αλλά μάλλον το χρειαζόταν κι αυτή ένα τέτοιο γέλιο, που παράσερνε τις στεναχώριες μιάς ζωής σα χείμαρρος. “- Όχι, γυιέ μου! Σου έμαθα μόνον όσα πρέπει!”
“- Καί τα υπόλοιπα;”
“- Τα υπόλοιπα είναι γνώσεις μονάχα γιά γυναίκες. Μην είσαι περίεργος, σε παρακαλώ! Ειδικά τώρα!”
“- …Κατάλαβα!… Κι αφού όλ’ αυτά τα χρόνια που είσαι μαζί μας δεν ενδιαφέρθηκε κάποια γυναίκα να γίνει μαθήτριά σου, δεν τα είπες!…”, συνεπέρανε.
“- Σωστά!”
Η γριά ανακάθησε ελαφρά. “- Θα σε παρακαλέσω τώρα να μ’ αφήσεις να κοιμηθώ. Είμαι πολύ κουρασμένη, κι αύριο έχουμε δουλειά· κι εσύ, κι εγώ!”
Ο Διπλό Γεράκι σηκώθηκε, δίνοντας κι αυτός τέλος στη συζήτηση. “- Καληνύχτα, γιαγιά Νακάτλ!”
“- Καληνύχτα γυιέ μου, κι αύριο να σηκωθείς πολύ πρίν βγεί ο Ήλιος! Το βότανο αυτό πρέπει να μαζευτεί πρίν χαράξει.”
Το ψάξιμο διήρκεσε κάμποσες ώρες· αλλά φεύ!, μηδέν τ’ αποτέλεσμα. Κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δε βαρυέσαι. Είχε μεσημεριάσει πιά, όταν ξεκίνησε βιαστικά τον κατήφορο γιά το χωριό· τουλάχιστον, να προλάβει το οριστικό φευγιό της γριάς – αυτό ήταν το πιό σημαντικό απ’ όλα. Κι όσο γιά το περίφημο βότανο, κι αύριο μέρα είναι.
Δεν περπάταγε, έτρεχε. Σχεδόν κουτρουβαλούσε. Αλλά το μυαλό του έτρεχε περισσότερο· στη διαδρομή, δούλευε το ψέμμα που θα της ξεφούρνιζε… αν, βέβαια, μπορούσε να ντύσει την αποτυχία του με τέτοιο ρούχο.
Εκείνο, που τον παραξένεψε αρχικά, ήταν η απόλυτη σιωπή. Μόνο τ’ αγριοπούλια ακουγόντουσαν. Η καρδιά του σφίχτηκε… Καί νά, το χωριό τον υποδέχτηκε έρημο. Έρημο από ζωντανούς· επειδή όλοι οι συγχωριανοί του ήταν νεκροί καταγής. Μερικές καλύβες ήταν καμμένες, κι άλλες κάπνιζαν ακόμη απ’ το κάψιμο. Άλλες, πάλι, απείραχτες, μά χωρίς νοικάρηδες.
Έψαξε γιά τους γονείς του… τους συγγενείς του… τους βρήκε. Νεκρούς. Κι η γριά; Μήπως έφταιγε αυτή, τελικά, γιά το θανατικό; Αλλά όχι, τη βέβηλη σκέψη την έδιωξε το αποτρόπαιο θέαμα. Η γριά κοίτονταν κι αυτή έξω απ’ την καλύβα της νεκρή… σφαγμένη.
Κατάλαβε· επιδρομή από ξένη εχθρική φυλή ήταν. Επιβεβαιώθηκε, όταν διαπίστωσε ότι απ’ τις καλύβες έλειπαν τα πιό σημαντικά αντικείμενα των χωρικών. Μεγάλα πιθάρια, όμορφα κοσμήματα, καί τα παρόμοια. Πλιάτσικο!
Μουρμούρισε μιά προσευχή γιά να ησυχάσουν τα πνεύματα, κι άρχισε να σκάβει τάφους με τεταμένη την προσοχή του, μήπως ελλόχευε κι ο δικός του θάνατος. Οι βάρβαροι φονιάδες λογικά δεν θα ξαναγύριζαν, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Πολεμιστές ήταν, ληστές ήταν, άρα πάντα είχαν οπισθοφυλακές. Αν κανένας τους απ’ αυτές τον έβλεπε…
Τρία μερόνυχτα έσκαβε τάφους κι έθαβε τους χωριανούς· με λίγο ύπνο, ελάχιστο φαΐ, κάπως πιότερο νερό. Καί διαρκώς μέσα στην ανησυχία, μή καί ξανάρθει η συμφορά καί γι’ αυτόν. Τέλειωσε όμως κάποτε το θλιβερό του καθήκον, σχεδόν νεκρός κι ο ίδιος. Το τρίτο απόγευμα, πήγε σε μιά πυκνή συστάδα βλάστησης μέσα στη ζούγκλα, έβαλε ένα γύρο τα φάρμακα που διώχνουν τα φίδια καί τα έντομα, κι έπεσε γιά ύπνο. Ξύπνησε το επόμενο απόγευμα. Έκανε τις σκέψεις που έπρεπε, καί ξανάπεσε γιά ύπνο αργά τη νύχτα.
Το επόμενο πρωΐ, είχε λάβει την απόφασή του· θά ‘φευγε. Οριστικά. Ο τόπος αυτός τον απωθούσε πιά, δεν τον κράταγε με τίποτε. Αλλ’ αλήθεια, να πάει πού; να κάνει τί; Θα πήγαινε… βόρεια, ή όπου αλλού του έλεγε το ένστικτό του. Θα ζούσε σαν αγρίμι, μακρυά από ανθρώπους. Ίσως κάποια μέρα έβρισκε τους ενόχους, καί τους έσφαζε. Αν καί, πρίν τους σφάξει, θα τους ρωτούσε γιατί διάλεξαν το δικό του χωριό.
Αν μπορούσε, θα ρωτούσε καί τους συγχωριανούς του γιατί δεν άκουσαν τη γριά να φύγουν, να σωθούν· ήταν πάνω από σίγουρος ότι η γριά τους είχε προειδοποιήσει. Μά, η απάντηση που ζήταγε, ήταν προφανής: δεν την άκουσαν, επειδή δεν την πίστεψαν. Μιά ζωή την απέφευγαν· αλλ’ αυτή τη φορά τους γύρισε η ζωή την πλάτη, όπως είχαν γυρίσει κι αυτοί τη δική τους στη γριά.
Γιατί, όμως, η γριά αυτόν τον γλύτωσε με το ψάξιμο γιά το ανύπαρκτο βότανο; έλα, όμως, που κι αυτό ήταν σχεδόν προφανές!… Οι εχθροί ήταν πολυάριθμοι, κι αν ο Διπλό Γεράκι έμενε στο χωριό, θα δοκίμαζε διάφορα ηρωϊκά εναντίον τους. Δειλός δεν ήταν, αλλά με τόσους πολλούς εχθρούς δεν υπήρχε καμμία ελπίδα. Κι η γριά έβλεπε πιό καθαρά την κατάσταση απ’ την αφεντιά του.
Ήταν ακριβώς αμέσως μετά απ’ αυτό το περιστατικό, που η γριά πρόθεσε στ’ όνομά του τα αριθμητικά· αν καί ποτέ της δεν του εξήγησε το γιατί. Ή, το γιατί ειδικά αυτά. Πάντως, τον έβαλε να της υποσχεθεί ότι θα τα κουβαλάει σ’ όλη του τη ζωή.
Τα κορίτσια είχαν πιά βεβαιωθεί περί της εξυπνάδας του. Κι ακόμη… αν κι είχαν πάρει όρκους να μείνουν ανύπαντρες καί άτεκνες, η φύση δεν αστειεύεται. Με την αφήγηση, είχε μέσα τους ξυπνήσει η στοργή της μητέρας· τό ‘βλεπε. Όλες οι κοπελλιές είχαν υποσυνείδητα ταυτιστεί με τη γριά, καί τον έβλεπαν κάπως σαν το -χαρισματικό- παιδί τους, που υποφέρει.
Όταν τέλειωσε, η μία απ’ τις πέντε, αυτή με τα πιό τσαχπίνικα μάτια, τον ρώτησε:
“- Η γριά δεν σου είπε όλα όσα ήξερε, μα ούτε κι εσύ μας είπες όλα όσα ξέρεις!”
“- Ναί, ναί!!! Να μας τα πείς όλα!”, επανέλαβαν χορωδιακώς οι υπόλοιπες, φορώντας τα πιό γοητευτικά τους χαμόγελα. Τώρα δεν μιλούσε η μητέρα, μά η ερωμένη.
“- Κορίτσια, πέρασε πολλή ώρα, καί δεν έχετε μαζέψει κανένα βότανο ακόμη! Πότε θα γυρίσετε πίσω; τί θα πήτε γιά δικαιολογία; δεν θα σας τιμωρήσουν γιά την αμέλειά σας;” Προσπάθησε να τις συμμαζέψει· όμως, άλλο τόσο -καί περισσότερο!- συμμάζεμα χρειαζόντουσαν οι συνέπειες της απροσδόκητης συνάντησης μαζί του. Δεν ήθελε να δίνει στόχο, μά τα κορίτσια είναι σίγουρο πως θ’ άνοιγαν τα στόματά τους πολύ περισσότερο απ’ το πρέπον – καί ήδη η κατάσταση κόντευε να βγεί εκτός ελέγχου. Λίγο ήθελε!
Κι αν έτρεχαν πάλι βάρβαροι φονιάδες στο κατόπι του; Αφού εκείνοι που έσφαξαν το χωριό του ερχόντουσαν απ’ τον βορρά, άρα είχε φτάσει -μετά ‘πό τόση περιπλάνηση- ή κοντά, ή μέσα στην περιοχή τους. Ναί, ναί, το είχε διαπιστώσει απ’ ακόμη όχι ένα, όχι δύο, αλλά τρία ολοσχερώς σφαγμένα χωριά στο διάβα του, κι όλα τους όσο προχωρούσε προς τα βόρεια. Μόνο που σ’ εκείνα δεν κάθησε να θάψει τους νεκρούς, που ήδη είχαν αρχίσει να βρωμάνε.
“- Δεν μας νοιάζει η τιμωρία!”, απάντησε η ηγετική. “Είμαστε όλες μαζί σαν αδερφές εξ αίματος· καί στα εύκολα, καί στα δύσκολα! Αν επιστρέψουμε τώρα στο χωριό, είναι απίθανο να ξαναβρούμε στη ζωή μας κάποιον σαν κι εσένα, να μας πεί τόσα πολλά κι ενδιαφέροντα!”
Μιά ξαφνική μαύρη ανάμνηση, που βγήκε απρόσκλητη απ’ την κρυψώνα της… πάλι συννέφιασε το πρόσωπό του. Πάλι δεν μπόρεσε να το κρύψει, πάλι δεν απέφυγε την προσοχή των γυναικών.
Η ηγετική τον πλησίασε· γονάτισε μπροστά του, καί του έπιασε τα χέρια. Τον κοίταξε ερευνητικά μέσα στα μάτια γιά πολύ, σαν προσπαθώντας να τραβήξει την ψυχή του έξω με τ’ αγκίστρι.
“- Πάλι θάνατος, Διπλό Γεράκι! Γιατί; Γιατί φτερουγίζει γύρω από σένα, αλλά δεν σ’ αγγίζει; Τί άνθρωπος είσαι;”
Δεν της απάντησε. Έμεινε σιωπηλός γιά κάμποσο. Σηκώθηκε, απέσπασε απαλά τα χέρια της απ’ τα δικά του, καί απευθύνθηκε σ’ όλες τους – σοβαρός, όσο δεν πάει άλλο.
“- Αν πάτε σ’ έναν τάφο καί σηκώσετε την ταφόπλακα, τί περιμένετε να δήτε μέσα;”
Οι κοπέλλες κοιτάχτηκαν φευγαλέα, μα ξαναγύρισαν τα πρόσωπά τους προς το μέρος του. Παρέμειναν σιωπηλές.
“- Αυτά που θα δήτε, δεν θα σας αρέσουν καθόλου! Καί τώρα, γυρεύετε να σηκώσω εγώ την ταφόπετρα γιά χάρη σας!”
Σιωπή.
“- Ωραία, λοιπόν!… Τη σηκώνω!”
Αλλά ο πατέρας της γριάς γλυκάθηκε απ’ τα πλάνα ονείρατα, κι ήθελε κι άλλο. Πήγε στους σαμάνους, παρακάλεσε, απείλησε, έμαθε κι έκλεψε συνταγές γιά χαρμάνια… Στο τέλος, έμπαινε στον ονειρόκοσμο καθημερινά, μά είχε παρατήσει στην τύχη του τον κόσμο τούτον εδώ, τον πανθομολογουμένως ασχημούτσικο. Δεν έκανε πιά καμμία εργασία, έδερνε τη γυναίκα του καί τα παιδιά του, είχε τσακωθεί με τους πάντες. Ο αρχηγός του χωριού τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει, αν συνεχίσει να ενοχλεί· κι έτσι, ο πατέρας της γριάς ζούσε σχεδόν μόνιμα σαν αγρίμι στις παρυφές του χωριού καπνίζοντας ονειρόχορτα, παρεκτός απ’ όποτε πήγαινε ξαφνικά στην καλύβα του καί ξυλοφόρτωνε γυναίκα καί παιδιά, μέχρι να ξανατσακιστεί να ξεκουμπιστεί· αφήνοντας πίσω ένα τσούρμο δαρμένα καί κλαμμένα γυναικόπαιδα, καί μιά καλύβα να πλέει σε πυκνούς καπνούς, απ’ αυτούς που σε κάνουν να ονειρεύεσαι.
Ωστόσο, ουδέν κακόν αμιγές καλού· με τα πολλά, η γριά (τότε κορίτσι ακόμη) είχε αναπτύξει αντοχή στο ντουμάνι. Όσο καί νά ‘μπαινε στα ρουθούνια της, η ίδια δεν έμπαινε στα ονείρατα. Πράγμα που αργότερα της έσωσε τη ζωή – κυριολεκτικά. Μιά ζωή χαμένη, του πατέρα της, αντίδωρο γιά μιά ζωή κερδισμένη· τη δική της.
Όταν είχε έρθει η μέρα, η νύχτα μάλλον, να γίνει ιέρεια,… να γίνουν, πιό σωστά – η Νακάτλ Αχάου μαζί με άλλες εφτά κοπέλλες,… όλος ο ναός είχε ντουμανιάσει απ’ ονειροκαπνό. Κι όχι γιά λίγο, αλλά γιά πολλές ώρες. Οι άλλες κοπελλιές πράγματι ονειρευόντουσαν όρθιες, αλλά η Νακάτλ άντεξε τόσο την κάπνα, όσο καί την επιτακτική ανάγκη να ξεράσει. Είχε μείνει νηφάλια, αν καί παρίστανε την υπνωτισμένη σαν τις υπόλοιπες.
Εκεί που κόντεψε να προδοθεί, ήταν όταν ήρθε η σειρά της στην τελετή να την ξεπαρθενέψει βίαια ο μυστηριώδης αρχιμάγος με τη μάσκα (που κανένα άτομο στον ναό δεν ήξερε τίποτε γι’ αυτόν, ούτε κάν το πρόσωπό του είχαν δεί ποτές· τουλάχιστον έτσι έλεγαν, στ’ αλήθεια όμως δεν μιλούσαν ποτέ καί καθόλου γι’ αυτόν), όπως έκανε καί μ’ όλες τις υπόλοιπες κοπέλλες πρίν καί μετά της. (Όλες; Σα να της φάνηκε πως εξαίρεσε μία· αλλά τί σημασία είχε αυτό πιά; ) Συγκρατήθηκε, όμως· κατάπιε τον τρομερό πόνο σα νά ‘ταν πράγματι αποχαυνωμένη, αν καί ποτέ της στα ύστερα χρόνια δεν κατάλαβε πού είχε βρεί τόσο κουράγιο γιά τόσο καλή ηθοποιΐα. Η θέλησή της να ζήσει, μάλλον… Κι αφού ξεπέρασε αυτό, το επόμενο που είδε ήταν πιό εύκολο να ξεπεραστεί – αν κι όχι γιά τον καθέναν. Η Νακάτλ, όμως, δεν ήταν “ο καθένας”.
Οι νέες ιέρειες ξανασηκώθηκαν όρθιες, αν καί παραπατούσαν. Αλλά η μαστούρα τους έδινε υπέρμετρη αντοχή να στέκονται. Τις οδήγησαν να σχηματίσουν έναν κύκλο, που στο κέντρο του μπήκε ο αρχιμάγος· π’ άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελλός, μουρμουρίζοντας λόγια. Στο τέλος, στάθηκε ακίνητος καί σήκωσε το ραβδί του, δείχνοντας μία απ’ τις κοπέλλες. Αυτή -μιά άβουλη κούκλα πιά- την πήραν οι παλιές ιέρειες, την ξάπλωσαν στον βωμό, καί μία απ’ τις παλιές της κάρφωσε ένα τελετουργικό μαχαίρι στην καρδιά. Έβγαλε έξω την καρδιά της φονευμένης, μουρμούρισε μερικά λόγια, καί πέταξε την καρδιά στη φωτιά.
Δεν είχε καμμία σημασία αν η τελετή περιλάμβανε διπλή μύηση, τόσο γιά τις νέες ιέρειες, όσο καί γι’ ανέβασμα (κατέβασμα, μάλλον) βαθμών στου Κακού τη σκάλα, γιά τη φόνισσα απ’ τις παλιές· αυτές οι σκέψεις πέρασαν αυτοστιγμής κι έφυγαν, σα να μην υπήρξαν ποτέ. Στο μυαλό της φτερούγιζε κάτι άλλο, απείρως πιό σημαντικό.
Από ‘κείνη τη στιγμή καί μετά, η Νακάτλ Αχάου δεν ήταν πιά δική τους – ό,τι κι αν σήμαινε αυτή η ιδιοκτησία.ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ….
ΕργΔημΕργ
Στίς… (Ξέρουν αυτές!)
i. Διπλό Γεράκι 16 18
Κεντρική ΑμερικήΠολλές χιλιάδες χρόνια πρίν την εποχή μας
εν πήγαινε άλλο, έπρεπε να ποτίσει τα χορταράκια της ζούγκλας. Παραμέρισε τα ρούχα του, κι αμόλησε τη χρυσή βροχή. Αλλά, πρίν τελειώσει το πότισμα, άκουσε κοντά του πνιχτά γυναικεία γελάκια πφφφφφκχίκχίκχί!!!
Γύρισε, κι είδε μιά νεαρή κοπέλλα να ξεπροβάλει πίσω από ένα δέντρο. Κι άλλη, κι άλλη… πέντε συνολικά· που τον έκαναν χάζι. Χαμογέλασε κι ο ίδιος σαν ηλίθιος (τί άλλο μπορούσε να κάνει; ), κι εκτόξευσε καί την υπόλοιπη ποσότητα υγρού στα χόρτα. Τέλειωσε, συμμαζεύτηκε.
“- Καλημέρα σας, κυρίες μου! Συγνώμη γιά το θέαμα, αλλά δεν σας κατάλαβα ότι ήσασταν δίπλα μου!”
Τον τελευταίο καιρό, τον περνούσε μόνος του στη ζούγκλα· μακριά από ανθρώπους. Είχε εξασκηθεί να καταλαβαίνει πότε τον πλησιάζουν θηρία, φίδια… είχε μάθει ν’ αμύνεται. Προϋπήρχαν οι γνώσεις του να βρίσκει φαγώσιμα καί νερό μέσα στο τροπικό δάσος, αυτό δεν του έγινε πρόβλημα ούτε στιγμή. Καταλάβαινε άριστα καί πότε πλησιάζουν άνθρωποι – οι αισθήσεις κι οι διαισθήσεις στον ύψιστο βαθμό. Αλλά τούτο εδώ!…
“- Δεν θα μας καταλάβαινες!”, απάντησε η μία, χαμογελώντας του.
Τις κοίταξε πιό προσεκτικά. Όλες περίπου δεκαέξι ετών, με λευκό χιτώνα. Καί με σαντάλια. Εκπληκτικό αυτό, γιατί αν ήταν ξυπόλητες, πραγματικά θα έκαναν αρκετά ασθενέστερο θόρυβο πλησιάζοντάς τον. Αλήθεια είπε η κοπελλιά· δεν θα τις καταλάβαινε. Ωστόσο, κατάλαβε κάτι άλλο.
“- Ιέρειες, έ;”
“- Δόκιμες! Αλλά ήδη έχουμε εκπαιδευτεί στο να μή μας αντιλαμβάνεται κάποιος, όσο κοντά του κι αν είμαστε!”
“- Καί άριστα, διαπιστώνω!”
“- Εσύ, ξένε, ποιός είσαι; Καί ποιό το χωριό σου;”
Η κοπέλλα ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον, επειδή ο ξένος μιλούσε με διαφορετική ντοπιολαλιά.
“- Με λένε Διπλό Γεράκι Δεκάξι Δεκαοκτώ! Χωριό δεν έχω.”
“- Πώς δεν έχεις;”
“- Το χωριό μου… Έεεε… Εγώ περιπλανιέμαι στη ζούγκλα εδώ καί καιρό.”
“- Καί τί κάνεις στη ζούγκλα; Γιατί δεν πας πίσω στο χωριό σου; Το χωριό σου πρέπει νά ‘ναι μακριά! Σωστά;”
“- Ναί, στο νότο.”
“- Γιατί δεν πας να μείνεις σ’ ένα άλλο;”
Γυναικεία περιέργεια, βροχή οι ερωτήσεις!
“- Τρώω, κοιμάμαι, ταξιδεύω… μαζεύω βότανα… Δεν θέλω να πάω κάπου να κατοικήσω μόνιμα, έχω συνηθίσει μόνος μου. Ίσως μιά μέρα αλλάξω μυαλά, αλλά τώρα θα συνεχίσω να κάνω ό,τι κάνω.”
“- Βότανα; Μά, αυτή δεν είναι δουλειά γιά άντρες!… τουλάχιστον στο δικό μας χωριό.”
“ -Έ, καμιά φορά είναι!” Άνοιξε το δισάκκι του, καί τους πρόσφερε μερικά που είχε μαζέψει. “Θέλετε; γιά να μην κουραστήτε κιόλας;”
Μία κοπέλλα πήγε να τα πάρει, αλλά τη συγκράτησε μιά άλλη, που φαινόταν πιό ηγετική. “- Όχι, Διπλό Γεράκι! Σ’ ευχαριστούμε, αλλά δεν γίνεται! Τα δικά σου είναι μαζεμένα από χθές· έχουν αρχίσει να μαραίνονται!”
“- Σωστά! Καί λοιπόν; έτσι κι αλλοιώς, αυτά τα συγκεκριμένα τ’ αφήνουμε γιά αποξήρανση!”
“- Κοίτα, δεν θέλουμε να σε προσβάλουμε, που δεν παίρνουμε το δώρο σου, αλλά… Όταν επιστρέψουμε στο χωριό, θα καταλάβουν ότι δεν τα μαζέψαμε εμείς… κι αλοίμονό μας! Εμείς (έδειξε τα υπόλοιπα κορίτσια) υπακούμε σε πολύ αυστηρούς κανόνες. Δεν επιτρέπεται ούτε κάν να μιλάμε σε ξένους, ξέρεις!”
“- Κι εμένα, γιατί μου μιλήσατε;”
“- Επειδή… έτσι!” – σε δυό λέξεις συμπυκνωμένη η νεανική ανεμελιά.
Αυτή η τελευταία στιχομυθία τον έκανε να τις κοιτάξει προσεκτικά. Μέχρι τότε, παρίστανε πως τις έβλεπε στα ίσα, αλλά δεν τις έβλεπε. Τα οπτικά ερεθίσματα δεν περνούσαν στη συνείδησή του, επειδή το μάτι του δούλευε σχεδόν αποκλειστικά την πλευρική του όραση, γιά ύπαρξη κινδύνου. Άσε που, με αφορμή το ψάξιμο στο δισάκκι του, βρήκε χρόνο να σκεφτεί καλύτερα με τί είχε να κάνει. Κι αν υπήρχαν φρουροί εκεί κοντά; Δεν έδινε σήμα η διαίσθησή του, αλλά ποτέ δεν ξέρεις! Μήπως με τις γυναίκες δεν την πάτησε;
…Το μενταγιόν τους, ίδιο γιά όλες τις κοπέλλες, το είχε δεί, αλλά δεν το είχε προσέξει μέχρι τότε. Μ’ ας μήν το πρόσεχε, χίλιες φορές!
Φίδι φαρμακερό τον δάγκωσε στην καρδιά. Το βλέμμα του συννέφιασε προς στιγμήν· προσπάθησε να επαναφέρει το χαμόγελο, αλλά οι κοπέλλες κατάλαβαν.
“- Διπλό Γεράκι Δεκάξι Δεκαοκτώ, τί έχεις;”
“- Εντάξει είμαι!”
“- Όχι, δεν είσαι!”
Σιωπή.
“- Τί είδες, που σε στεναχώρησε τόσο πολύ; ή μήπως σε φόβησε κάτι;”
Σιωπή.
“- Ποιά πνεύματα σκοτείνιασαν το μυαλό σου, Διπλό Γεράκι Δεκάξι Δεκαοκτώ;”
Σιωπή.
Μίλησε η ηγετική της παρέας: “- Κοίτα, δεν ξέρω τί κρύβεις μέσα σου, αλλά είμαστε καλές κοπέλλες! Δεν θα σου κάνουμε κακό!”
“- Το ξέρω!”
“- Τότε;”
Σιωπή.
“- Κορίτσια, φοράει κι αυτός μενταγιόν! Νά, τό ‘χει μέσα απ’ τον χιτώνα του!”, πετάχτηκε μιά άλλη. “Γιατί δεν μας το δείχνεις;”
“- Ναί, ναί!!!”, συμπλήρωσαν εν χορώι οι υπόλοιπες.
“- Ήδη είδατε σήμερα κάτι δικό μου, που δεν το βλέπει όλος ο κόσμος! Μή θέλετε κι άλλο!”, αστειεύτηκε ειλικρινά το Διπλό Γεράκι.
Τα κορίτσια γέλασαν με το χωρατό, αλλά επέμεναν πιό δυνατά τώρα· πιό πιεστικά, με κατακλυσμό γέλιων καί φωνών, ένα κύκλο γύρω του. Δεν μπορούσε πιά να κάνει αλλοιώς…
Το Διπλό Γεράκι τράβηξε έξω απ’ το ρούχο το δικό του μενταγιόν, κι αμέσως έπεσε νεκρική σιωπή. Οι κοπέλλες έριξαν τη θωριά τους απάνω σ’ ένα σκαλιστό ξύλινο μενταγιόν, ολόϊδιο με τα δικά τους· μονάχα πολυκαιρισμένο. Αλλά ούτε τον θεό του Κακού νά ‘βλεπαν μπροστά τους ολοζώντανον, έτσι δεν θα κάνανε. Φωνές καί γέλια χάθηκαν μεμιάς σε βάραθρ’ άπατο. Μόνο οι ήχοι του δάσους ακουγόντουσαν.
Μιά τους μόνη ανέστη εκ νεκρών μετά ‘πό λίγο.
“- Δδδδέ… δεν είναι δικό σου;!”
“- Όχι, δεν είναι δικό μου.”
“- Το μενταγιόν αυτό δεν δίνεται σε άντρες!… μόνον εμείς οι ιέρειες το έχουμε!”
“- Σωστά!”
“- Το πήρες από δική μας ιέρεια, λοιπόν!…”, σάστισε η κοπελλιά, με νύχια καί με δόντια σπρώχνοντας έξω απ’ το μυαλό της τη φοβερή συνέχεια, που πήγαινε να μπουκάρει καί να της πάρει το νού. Όμως την Κερκόπορτα της τρέλλας την άνοιξε μιά άλλη, ουρλιάζοντας.
“- Τη σκότωσεεεες!!!…”
Ακολούθησε πανζουρλισμός. Αλλ’ αμέσως επενέβη άγρια η ηγετική· μ’ ένα νόημα, τις έκανε να σωπάσουν.
“- Ξένε, είν’ αλήθεια αυτό που λέει η αδελφή δόκιμη ιέρεια; σκότωσες ιέρεια;”
“- Όχι!”
“- Λες ψέμματα! Δεν σε πιστεύουμε! Γι’ αυτό σκοτείνιασες, μόλις είδες τα δικά μας μενταγιόν, έ;”
Το Διπλό Γεράκι τις κοίταξε όλες μέσα στα μάτια, μία προς μία, με βλέμμα αταλάντευτο.
“- Αν πιστεύετε ότι είμαι ψεύτης, θα καθήσω ακίνητος να με σκοτώσετε!”, είπε με σοβαρότητα. “Νά, πάρε εσύ το μαχαίρι μου!”, πρότεινε στην ηγετική. “Εγώ δεν έχω τίποτα πιά ν’ αμυνθώ. Στο κάτω-κάτω, είμαι ένας, κι είστε πέντε! Κάντε με ό,τι θέλετε!”
Η ηγετική πήρε το μαχαίρι, αλλά στάθηκε ασάλευτη. Τον κοίταξε κατάματα γιά ώρα. Οι άλλες τη μιμήθηκαν. Στο τέλος, αναστέναξε.
“- Ξένε, είσαι ειλικρινής! Δεν σκότωσες ποτέ σου καμμία δική μας ιέρεια. Ούτε κάποιο άλλο άτομο. Αλλά δεν καταλαβαίνω… Κουβαλάς μέσα σου τον θάνατο, το βλέπω καθαρά. Μόνο που δεν δίνεις εσύ θάνατο σε άλλους! Κι ούτε δικός σου είν’ αυτός!”
Σιωπή. Το Διπλό Γεράκι κοίταζε μακριά, χαμένο στις σκέψεις του.
“Πώς γίνεται αυτό; Εμείς ξέρουμε πως οι άντρες γίνονται πολεμιστές, καί μετά σκοτώνουν ή σκοτώνονται!”
“- Δεν ήμουνα ποτέ μου πολεμιστής…”
Οι γυναίκες κοίταξαν η μία την άλλη, με ειλικρινή έκφραση απορίας.
“- Θέλεις να μας μιλήσεις γιά τα μυστικά σου;”
Ανασήκωσε τους ώμους, δείχνοντας πως δεν εξαρτιόταν απ’ αυτόν. “- Θέλετε να μ’ ακούσετε;”
Τα χαμόγελα επανήλθαν.
“- Θέλουμε! Θέλουμε!”
Το Διπλό Γεράκι χαμογέλασε πικρά, αλλά τα κορίτσια δεν κατάλαβαν το ύφος του. Νόμισαν πως απλά χαμογελούσε χαλαρωμένος πιά, σαν αυτές. Κι ούτε δώσαν περισσότερη σημασία· ήδη είχαν καθίσει κατάχαμα σ’ ένα ημικύκλιο γύρω του, όλες αυτιά.
ii. Η γριά
Είχε καταφθάσει στο χωριό έν’ απομεσήμερο. Μόνη της. Ξενομερίτισσα, γύρευε από πούθε· ανέστια, περιπλανημένη, ταλαιπωρημένη, καί σχεδόν αξιολύπητη. Κανείς δεν την ήξερε, κι ελάχιστοι της έδωσαν σημασία. Μιά γριά, τώρα… με το κοκκαλιάρικο χέρι της σαν απλωμένο γιά βοήθεια. Καναδυό γυναίκες της έδωσαν μιά κούπα νερό, καί φαγητό· που κάθησε σ’ ένα πεζούλι καί τό ‘τρωγε με ειλικρινή πείνα.Εκείνη τη στιγμή ξέσπασε μιά μικρή αναταραχή στο χωριό· ένας άντρας επέστρεφε απ’ το δάσος, με το χέρι του πρησμένο σ’ όλο το μήκος του. Η γριά παράτησε το φαγητό της, κι αμέσως έβγαλε απ’ το δισάκκι της ένα κατάπλασμα καί του το έβαλε στο χέρι. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο αυτό που συνέβη στον άντρα· γδάρθηκε απρόσεκτα από ‘να ελαφρώς δηλητηριώδες φυτό της ζούγκλας. Αλλά, από τη στιγμή που ο ερεθισμός στο χέρι του χωρικού υποχώρησε πολύ, η γριά άρχισε να χαίρει πανχωριατικού σεβασμού· μάλιστα, της δώσαν μιά άδεια καλύβα να μείνει μόνιμα.
Παρά ταύτα, από μιά αναποδιά της τύχης, η γριά ξαναγύρισε σχεδόν στην προηγούμενη κατάστασή της – της ξένης, που τη βλέπουν με δυσπιστία. Δύο βδομάδες μετά ‘πό την άφιξή της, πέθανε ξαφνικά ο αρχηγός του χωριού σε σχετικά νεαρή ηλικία. Οι χωρικοί θεώρησαν πως η γρουσουζιά οφειλόταν στη γριά, κι απομακρύνθηκαν από δαύτην. Ωστόσο, δεν την πήραν με τις πέτρες, διότι η γριά συνέχιζε να προσφέρει τις θεραπείες της· με μόνη αμοιβή της το φαγητό που περίσσευε σ’ όσους χωριάτες θέλανε να κάνουν μιά καλή πράξη.
Η ίδια, την απομάκρυνση των χωρικών από του λόγου της τη δέχτηκε στωϊκά· δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν απείλησε, δεν καταράστηκε, δεν έβγαλε κίχ. Κι εδώ που τα λέμε, ούτε πρίν, όταν είχ’ έρθει, την είχε πιάσει ο ενθουσιασμός γιά πολλές κουβέντες καί κοινωνικές σχέσεις. Πάντα ήταν λιγομίλητη κι αγέλαστη. Μετά δυσκολίας χαμογελούσε, κι αυτό μονάχα όταν έβλεπε κάποιον ασθενή να ξαναγίνεται καλά απ’ τα φάρμακά της.
Εκείνο το άτομο, που την πλησίασε περισσότερο απ’ όλους τους χωρικούς, ήταν ένα παιδάκι εφτά-οχτώ χρονώ. Από την πρώτη στιγμή που η γριά είχε φτάσει στο χωριό, ο μικρός καθόταν παράμερα καί την κοίταζε με περιέργεια. Ούτε φόβος, ούτε τίποτε τέτοιο στα μάτια του.
Μιά μέρα, στη φάση που η γριά ήδη είχε ξαναπέσει στη δυσμένεια του χωριού, ο μικρός την πλησίασε· πολύ κοντά. Με τα παιδικά μάτια του, δε χόρταινε να τη βλέπει να κοπανάει στο γουδί ένα αρωματικό βότανο. Μά, ναί!… γιά το παιδάκι, αυτή η εμπειρία ήταν ένας ολόκληρος καινούργιος κόσμος! Ο ρυθμικός ήχος του γουδόχερου, μαζί με το άρωμα του φυτού, ήταν προφανώς μιά μικρογραφία του Παραδείσου γιά το φιλομαθές παιδί.
“- Πώς σε λένε, μικρέ;”, ρώτησε η γριά κοιτάζοντάς τον, χωρίς να διακόψει τη δουλειά της· με μιά υποψία χαμόγελου στη φάτσα της.
“- Διπλό Γεράκι! Κι εσένα;”, ρώτησε άφοβα ο μικρός.
“- Νακάτλ Αχάου!”, αποκρίθηκε η γριά.
“- Γιαγιά Νακάτλ… μπορώ να βοηθήσω;”, ξαναρώτησε ο μικρός, δείχνοντας με τα μάτια του το γουδί.
Η γριά χαμογέλασε πλατειά. “- Όχι σε τούτο, αλλά θα μου φέρνεις τα βότανα που θα σου λέω, μέσα απ’ την καλύβα! Καί στην ποσότητα που θα σου λέω! Ούτε λιγώτερη, ούτε περισσότερη! Εντάξει;”
“- Εντάξει!”, ανταπέδωσε το χαμόγελο ο μικρός, κι από εκείνη τη στιγμή έγινε ο μόνιμος βοηθός καί μαθητευόμενος της γριάς.
Είχανε περάσει πάνω από δεκαπέντε… τί λέω; δεκαοχτώ, κάνε δεκαεννιά χρόνια απ’ την άφιξη της γριάς, κι ο Διπλό Γεράκι είχε γίνει -χάρη σ’ αυτήν, εννοείται- ο νέος φαρμακοτρίφτης καί πρακτικός γιατρός του χωριού. Η κατάσταση της δυσπιστίας απέναντι στην ξένη είχε από καιρό παγιωθεί, καί δεν έλεγε ν’ αλλάξει. Αλλά, νά, υπήρχε κι ο συγχωριανός διαμεσολαβητής· κι έτσι, οι χωρικοί ό,τι θέλανε, το λέγανε στο σαμάρι, να τ’ ακούει η γαϊδάρα!
Στην κυριολεξία ήτανε σαμάρι γιά φόρτωμα, ο Διπλό Γεράκι. Εκτός απ’ τα γιατροσόφια του, πάντα παρέμενε το παιδί γιά τα θελήματα καί τα κουβαλήματα. Ωστόσο, όλο καί κάποια δώρα κονομούσε με τις εξυπηρετήσεις αυτές· πότε κανένα σακκί με καρπούς, πότε καμιά πίττα… Καλά πέρναγε. Καί κοντά σ’ αυτόν, καί η γριά· η οποία έχαιρε ιδιοτύπου ασυλίας. Δεν της μιλάγαν μέν, δεν την πειράζαν δέ.
Ένα βράδυ, η γριά τού ‘κανε νόημα να έρθει κοντά της.
“- Διπλό Γεράκι!”, μίλησε δύσκολα με τη γηραλέα φωνή της.
“- Ναί, γιαγιά Νακάτλ!”
“- Θέλω να σου πω μερικά πράγματα!”
“- Σ’ ακούω, γιαγιά!”
“- Το πρώτο… Αύριο εγώ δεν θα υπάρχω!”, μπήκε κατευθείαν στο ψαχνό η γριά.
“- Γιαγιά!!!”, είπε εμφατικά ο Διπλό Γεράκι. “Μήν κάνεις τη γλώσσα σου γλώσσα φιδιού! Μή λές τέτοια!”
Η γριά έκανε μιά επιβλητική, αποφασιστική χειρονομία· τον ανάγκασε να σωπάσει.
“- Γιά όλους έρχεται κάποτε το τέλος, Διπλό Γεράκι!”
“- Σωστά, αλλά…”
Η γριά χαμογέλασε.
“- Θα με ξαναδείς κι αύριο! Μην κάνεις έτσι! Άλλως τε, σου έχω πεί καί χειρότερα πράγματα – αν θυμάσαι!”
Ο Διπλό Γεράκι ανασήκωσε τους ώμους του σε φανέρωμ’ ανημποριάς ν’ αντιδράσει. “- Ναί…”, έκανε αφηρημένα.
“- Θέλω αύριο να πας στην κορυφή του βουνού που βλέπουμε στα νότια, καί να μου φέρεις ένα βότανο, που θα βρείς εκεί.”
“- Θα πάω! Πώς είναι αυτό το βότανο;”
Η γριά το περιέγραψε.
“- Καί τί το θέλεις, γιαγιά;”
“- Θα φτιάξω ένα τελευταίο φάρμακο, που θα το δίνεις μονάχα στις περιπτώσεις που θα σου πω.”
“- Τί κάνει αυτό, κι είναι τόσο σπουδαίο;”
“- Θα μάθεις!…”, χαμογέλασε η γριά, κι έβγαλε το μενταγιόν της. Του το έδωσε. “Αυτό θέλω να το κρατήσεις, καί να μην το δώσεις σε κανένα άλλο άτομο!”
“- Θα σε θυμάμαι όσο ζώ, γιαγιά Νακάτλ! Θα το τιμήσω το μενταγιόν σου!”
“- Μά, εσύ, πανέξυπνο Διπλό Γεράκι, θα με θυμάσαι καί χωρίς αυτό! Ξέρεις ποιός είν’ ο λόγος που σου το δίνω;”
“- Όχι!… Επειδή είμαι ο διάδοχός σου στις γνώσεις γιά τα φάρμακα;”
“- Καί γι’ αυτό, αλλά κυρίως γιά να θυμάσαι πόσο υπεύθυνος πρέπει να είσαι σ’ όλη σου τη ζωή!”
“- Γιαγιά… μου επιτρέπεις να ρωτήσω μιά τολμηρή ερώτηση;”
“ – Λέγε…”
“- Μου τα έμαθες όλα, όσα ξέρεις;”
Η γριά γέλασε με την καρδιά της, σα ν’ άκουγε ένα τρομερό αστείο. Δεν την είχε ξαναδεί να ξεσπάει έτσι· αλλά μάλλον το χρειαζόταν κι αυτή ένα τέτοιο γέλιο, που παράσερνε τις στεναχώριες μιάς ζωής σα χείμαρρος. “- Όχι, γυιέ μου! Σου έμαθα μόνον όσα πρέπει!”
“- Καί τα υπόλοιπα;”
“- Τα υπόλοιπα είναι γνώσεις μονάχα γιά γυναίκες. Μην είσαι περίεργος, σε παρακαλώ! Ειδικά τώρα!”
“- …Κατάλαβα!… Κι αφού όλ’ αυτά τα χρόνια που είσαι μαζί μας δεν ενδιαφέρθηκε κάποια γυναίκα να γίνει μαθήτριά σου, δεν τα είπες!…”, συνεπέρανε.
“- Σωστά!”
Η γριά ανακάθησε ελαφρά. “- Θα σε παρακαλέσω τώρα να μ’ αφήσεις να κοιμηθώ. Είμαι πολύ κουρασμένη, κι αύριο έχουμε δουλειά· κι εσύ, κι εγώ!”
Ο Διπλό Γεράκι σηκώθηκε, δίνοντας κι αυτός τέλος στη συζήτηση. “- Καληνύχτα, γιαγιά Νακάτλ!”
“- Καληνύχτα γυιέ μου, κι αύριο να σηκωθείς πολύ πρίν βγεί ο Ήλιος! Το βότανο αυτό πρέπει να μαζευτεί πρίν χαράξει.”
iii. Θάνατος
Όταν έφτασε στην κορυφή, ο ουρανός από πάνω άρχισε να ροδίζει. Όμως, δεν υπήρχε ούτε ίχνος βοτάνου, καταπώς το περιέγραψε η γριά. Δε μπορεί!… Αποκλείεται να έκανε τόσο μεγάλο λάθος! Οι οδηγίες της ήταν σαφέστατες. Μήπως έκανε λάθος στην κορυφή, κι έπρεπε να πάει στη διπλανή; Μήπως είχαν ξυπνήσει μονάχα τα ποδάρια του, αλλά όχι τα μάτια του;… Μήπως;… Μήπως…Το ψάξιμο διήρκεσε κάμποσες ώρες· αλλά φεύ!, μηδέν τ’ αποτέλεσμα. Κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δε βαρυέσαι. Είχε μεσημεριάσει πιά, όταν ξεκίνησε βιαστικά τον κατήφορο γιά το χωριό· τουλάχιστον, να προλάβει το οριστικό φευγιό της γριάς – αυτό ήταν το πιό σημαντικό απ’ όλα. Κι όσο γιά το περίφημο βότανο, κι αύριο μέρα είναι.
Δεν περπάταγε, έτρεχε. Σχεδόν κουτρουβαλούσε. Αλλά το μυαλό του έτρεχε περισσότερο· στη διαδρομή, δούλευε το ψέμμα που θα της ξεφούρνιζε… αν, βέβαια, μπορούσε να ντύσει την αποτυχία του με τέτοιο ρούχο.
Εκείνο, που τον παραξένεψε αρχικά, ήταν η απόλυτη σιωπή. Μόνο τ’ αγριοπούλια ακουγόντουσαν. Η καρδιά του σφίχτηκε… Καί νά, το χωριό τον υποδέχτηκε έρημο. Έρημο από ζωντανούς· επειδή όλοι οι συγχωριανοί του ήταν νεκροί καταγής. Μερικές καλύβες ήταν καμμένες, κι άλλες κάπνιζαν ακόμη απ’ το κάψιμο. Άλλες, πάλι, απείραχτες, μά χωρίς νοικάρηδες.
Έψαξε γιά τους γονείς του… τους συγγενείς του… τους βρήκε. Νεκρούς. Κι η γριά; Μήπως έφταιγε αυτή, τελικά, γιά το θανατικό; Αλλά όχι, τη βέβηλη σκέψη την έδιωξε το αποτρόπαιο θέαμα. Η γριά κοίτονταν κι αυτή έξω απ’ την καλύβα της νεκρή… σφαγμένη.
Κατάλαβε· επιδρομή από ξένη εχθρική φυλή ήταν. Επιβεβαιώθηκε, όταν διαπίστωσε ότι απ’ τις καλύβες έλειπαν τα πιό σημαντικά αντικείμενα των χωρικών. Μεγάλα πιθάρια, όμορφα κοσμήματα, καί τα παρόμοια. Πλιάτσικο!
Μουρμούρισε μιά προσευχή γιά να ησυχάσουν τα πνεύματα, κι άρχισε να σκάβει τάφους με τεταμένη την προσοχή του, μήπως ελλόχευε κι ο δικός του θάνατος. Οι βάρβαροι φονιάδες λογικά δεν θα ξαναγύριζαν, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Πολεμιστές ήταν, ληστές ήταν, άρα πάντα είχαν οπισθοφυλακές. Αν κανένας τους απ’ αυτές τον έβλεπε…
Τρία μερόνυχτα έσκαβε τάφους κι έθαβε τους χωριανούς· με λίγο ύπνο, ελάχιστο φαΐ, κάπως πιότερο νερό. Καί διαρκώς μέσα στην ανησυχία, μή καί ξανάρθει η συμφορά καί γι’ αυτόν. Τέλειωσε όμως κάποτε το θλιβερό του καθήκον, σχεδόν νεκρός κι ο ίδιος. Το τρίτο απόγευμα, πήγε σε μιά πυκνή συστάδα βλάστησης μέσα στη ζούγκλα, έβαλε ένα γύρο τα φάρμακα που διώχνουν τα φίδια καί τα έντομα, κι έπεσε γιά ύπνο. Ξύπνησε το επόμενο απόγευμα. Έκανε τις σκέψεις που έπρεπε, καί ξανάπεσε γιά ύπνο αργά τη νύχτα.
Το επόμενο πρωΐ, είχε λάβει την απόφασή του· θά ‘φευγε. Οριστικά. Ο τόπος αυτός τον απωθούσε πιά, δεν τον κράταγε με τίποτε. Αλλ’ αλήθεια, να πάει πού; να κάνει τί; Θα πήγαινε… βόρεια, ή όπου αλλού του έλεγε το ένστικτό του. Θα ζούσε σαν αγρίμι, μακρυά από ανθρώπους. Ίσως κάποια μέρα έβρισκε τους ενόχους, καί τους έσφαζε. Αν καί, πρίν τους σφάξει, θα τους ρωτούσε γιατί διάλεξαν το δικό του χωριό.
Αν μπορούσε, θα ρωτούσε καί τους συγχωριανούς του γιατί δεν άκουσαν τη γριά να φύγουν, να σωθούν· ήταν πάνω από σίγουρος ότι η γριά τους είχε προειδοποιήσει. Μά, η απάντηση που ζήταγε, ήταν προφανής: δεν την άκουσαν, επειδή δεν την πίστεψαν. Μιά ζωή την απέφευγαν· αλλ’ αυτή τη φορά τους γύρισε η ζωή την πλάτη, όπως είχαν γυρίσει κι αυτοί τη δική τους στη γριά.
Γιατί, όμως, η γριά αυτόν τον γλύτωσε με το ψάξιμο γιά το ανύπαρκτο βότανο; έλα, όμως, που κι αυτό ήταν σχεδόν προφανές!… Οι εχθροί ήταν πολυάριθμοι, κι αν ο Διπλό Γεράκι έμενε στο χωριό, θα δοκίμαζε διάφορα ηρωϊκά εναντίον τους. Δειλός δεν ήταν, αλλά με τόσους πολλούς εχθρούς δεν υπήρχε καμμία ελπίδα. Κι η γριά έβλεπε πιό καθαρά την κατάσταση απ’ την αφεντιά του.
iv. Το μεγάλο Ναί, ή το μεγάλο Όχι
Τα κορίτσια τον άκουγαν άκρως εντυπωσιασμένα. Πράγματι, ο ξένος ήταν καλός αφηγητής. Κι έξυπνος! Γιατί έξυπνος; επειδή τους είχε πεί τη στιχομυθία του με τη γριά, όταν αυτή του έδειξε ένα καθρεφτάκι καί τη ρώτησε τί χρειάζεται αυτό. Η γριά του είχε πεί: “- Καμιά φορά, πρέπει να βλέπεις τους ανθρώπους μέσα απ’ αυτό!” Κι αυτός απάντησε ότι καμιά φορά, ίσως κι οι άνθρωποι να χρειάζεται να δουν αυτόν μέσα απ’ το καθρεφτάκι… κερδίζοντας το ίσως μοναδικό χάδι, που τού ‘δωσε ποτέ η γριά. Κι ένα χαμόγελο ικανοποίησης πλατύ, όσο δεν πάει.Ήταν ακριβώς αμέσως μετά απ’ αυτό το περιστατικό, που η γριά πρόθεσε στ’ όνομά του τα αριθμητικά· αν καί ποτέ της δεν του εξήγησε το γιατί. Ή, το γιατί ειδικά αυτά. Πάντως, τον έβαλε να της υποσχεθεί ότι θα τα κουβαλάει σ’ όλη του τη ζωή.
Τα κορίτσια είχαν πιά βεβαιωθεί περί της εξυπνάδας του. Κι ακόμη… αν κι είχαν πάρει όρκους να μείνουν ανύπαντρες καί άτεκνες, η φύση δεν αστειεύεται. Με την αφήγηση, είχε μέσα τους ξυπνήσει η στοργή της μητέρας· τό ‘βλεπε. Όλες οι κοπελλιές είχαν υποσυνείδητα ταυτιστεί με τη γριά, καί τον έβλεπαν κάπως σαν το -χαρισματικό- παιδί τους, που υποφέρει.
Όταν τέλειωσε, η μία απ’ τις πέντε, αυτή με τα πιό τσαχπίνικα μάτια, τον ρώτησε:
“- Η γριά δεν σου είπε όλα όσα ήξερε, μα ούτε κι εσύ μας είπες όλα όσα ξέρεις!”
“- Ναί, ναί!!! Να μας τα πείς όλα!”, επανέλαβαν χορωδιακώς οι υπόλοιπες, φορώντας τα πιό γοητευτικά τους χαμόγελα. Τώρα δεν μιλούσε η μητέρα, μά η ερωμένη.
“- Κορίτσια, πέρασε πολλή ώρα, καί δεν έχετε μαζέψει κανένα βότανο ακόμη! Πότε θα γυρίσετε πίσω; τί θα πήτε γιά δικαιολογία; δεν θα σας τιμωρήσουν γιά την αμέλειά σας;” Προσπάθησε να τις συμμαζέψει· όμως, άλλο τόσο -καί περισσότερο!- συμμάζεμα χρειαζόντουσαν οι συνέπειες της απροσδόκητης συνάντησης μαζί του. Δεν ήθελε να δίνει στόχο, μά τα κορίτσια είναι σίγουρο πως θ’ άνοιγαν τα στόματά τους πολύ περισσότερο απ’ το πρέπον – καί ήδη η κατάσταση κόντευε να βγεί εκτός ελέγχου. Λίγο ήθελε!
Κι αν έτρεχαν πάλι βάρβαροι φονιάδες στο κατόπι του; Αφού εκείνοι που έσφαξαν το χωριό του ερχόντουσαν απ’ τον βορρά, άρα είχε φτάσει -μετά ‘πό τόση περιπλάνηση- ή κοντά, ή μέσα στην περιοχή τους. Ναί, ναί, το είχε διαπιστώσει απ’ ακόμη όχι ένα, όχι δύο, αλλά τρία ολοσχερώς σφαγμένα χωριά στο διάβα του, κι όλα τους όσο προχωρούσε προς τα βόρεια. Μόνο που σ’ εκείνα δεν κάθησε να θάψει τους νεκρούς, που ήδη είχαν αρχίσει να βρωμάνε.
“- Δεν μας νοιάζει η τιμωρία!”, απάντησε η ηγετική. “Είμαστε όλες μαζί σαν αδερφές εξ αίματος· καί στα εύκολα, καί στα δύσκολα! Αν επιστρέψουμε τώρα στο χωριό, είναι απίθανο να ξαναβρούμε στη ζωή μας κάποιον σαν κι εσένα, να μας πεί τόσα πολλά κι ενδιαφέροντα!”
Μιά ξαφνική μαύρη ανάμνηση, που βγήκε απρόσκλητη απ’ την κρυψώνα της… πάλι συννέφιασε το πρόσωπό του. Πάλι δεν μπόρεσε να το κρύψει, πάλι δεν απέφυγε την προσοχή των γυναικών.
Η ηγετική τον πλησίασε· γονάτισε μπροστά του, καί του έπιασε τα χέρια. Τον κοίταξε ερευνητικά μέσα στα μάτια γιά πολύ, σαν προσπαθώντας να τραβήξει την ψυχή του έξω με τ’ αγκίστρι.
“- Πάλι θάνατος, Διπλό Γεράκι! Γιατί; Γιατί φτερουγίζει γύρω από σένα, αλλά δεν σ’ αγγίζει; Τί άνθρωπος είσαι;”
Δεν της απάντησε. Έμεινε σιωπηλός γιά κάμποσο. Σηκώθηκε, απέσπασε απαλά τα χέρια της απ’ τα δικά του, καί απευθύνθηκε σ’ όλες τους – σοβαρός, όσο δεν πάει άλλο.
“- Αν πάτε σ’ έναν τάφο καί σηκώσετε την ταφόπλακα, τί περιμένετε να δήτε μέσα;”
Οι κοπέλλες κοιτάχτηκαν φευγαλέα, μα ξαναγύρισαν τα πρόσωπά τους προς το μέρος του. Παρέμειναν σιωπηλές.
“- Αυτά που θα δήτε, δεν θα σας αρέσουν καθόλου! Καί τώρα, γυρεύετε να σηκώσω εγώ την ταφόπετρα γιά χάρη σας!”
Σιωπή.
“- Ωραία, λοιπόν!… Τη σηκώνω!”
v. Θυσίες ανίερες
Κάθε που γινόντουσαν οι μεγάλες γιορτές στο χωριό, οι σαμάνοι κάπνιζαν κάτι φυτά, που άνοιγαν την πόρτα των ονείρων. Δεν έμεναν χωρίς παρέα, όμως, διότι έδιναν τις πίπες με τα ονειροβότανα καί στους λοιπούς εορταστές. Μιά, δυό γύρες. Αυτό, καναδυοτρείς φορές το χρόνο, καί μετά πάλι στα χωράφια, πάλι στις δουλειές.Αλλά ο πατέρας της γριάς γλυκάθηκε απ’ τα πλάνα ονείρατα, κι ήθελε κι άλλο. Πήγε στους σαμάνους, παρακάλεσε, απείλησε, έμαθε κι έκλεψε συνταγές γιά χαρμάνια… Στο τέλος, έμπαινε στον ονειρόκοσμο καθημερινά, μά είχε παρατήσει στην τύχη του τον κόσμο τούτον εδώ, τον πανθομολογουμένως ασχημούτσικο. Δεν έκανε πιά καμμία εργασία, έδερνε τη γυναίκα του καί τα παιδιά του, είχε τσακωθεί με τους πάντες. Ο αρχηγός του χωριού τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει, αν συνεχίσει να ενοχλεί· κι έτσι, ο πατέρας της γριάς ζούσε σχεδόν μόνιμα σαν αγρίμι στις παρυφές του χωριού καπνίζοντας ονειρόχορτα, παρεκτός απ’ όποτε πήγαινε ξαφνικά στην καλύβα του καί ξυλοφόρτωνε γυναίκα καί παιδιά, μέχρι να ξανατσακιστεί να ξεκουμπιστεί· αφήνοντας πίσω ένα τσούρμο δαρμένα καί κλαμμένα γυναικόπαιδα, καί μιά καλύβα να πλέει σε πυκνούς καπνούς, απ’ αυτούς που σε κάνουν να ονειρεύεσαι.
Ωστόσο, ουδέν κακόν αμιγές καλού· με τα πολλά, η γριά (τότε κορίτσι ακόμη) είχε αναπτύξει αντοχή στο ντουμάνι. Όσο καί νά ‘μπαινε στα ρουθούνια της, η ίδια δεν έμπαινε στα ονείρατα. Πράγμα που αργότερα της έσωσε τη ζωή – κυριολεκτικά. Μιά ζωή χαμένη, του πατέρα της, αντίδωρο γιά μιά ζωή κερδισμένη· τη δική της.
Όταν είχε έρθει η μέρα, η νύχτα μάλλον, να γίνει ιέρεια,… να γίνουν, πιό σωστά – η Νακάτλ Αχάου μαζί με άλλες εφτά κοπέλλες,… όλος ο ναός είχε ντουμανιάσει απ’ ονειροκαπνό. Κι όχι γιά λίγο, αλλά γιά πολλές ώρες. Οι άλλες κοπελλιές πράγματι ονειρευόντουσαν όρθιες, αλλά η Νακάτλ άντεξε τόσο την κάπνα, όσο καί την επιτακτική ανάγκη να ξεράσει. Είχε μείνει νηφάλια, αν καί παρίστανε την υπνωτισμένη σαν τις υπόλοιπες.
Εκεί που κόντεψε να προδοθεί, ήταν όταν ήρθε η σειρά της στην τελετή να την ξεπαρθενέψει βίαια ο μυστηριώδης αρχιμάγος με τη μάσκα (που κανένα άτομο στον ναό δεν ήξερε τίποτε γι’ αυτόν, ούτε κάν το πρόσωπό του είχαν δεί ποτές· τουλάχιστον έτσι έλεγαν, στ’ αλήθεια όμως δεν μιλούσαν ποτέ καί καθόλου γι’ αυτόν), όπως έκανε καί μ’ όλες τις υπόλοιπες κοπέλλες πρίν καί μετά της. (Όλες; Σα να της φάνηκε πως εξαίρεσε μία· αλλά τί σημασία είχε αυτό πιά; ) Συγκρατήθηκε, όμως· κατάπιε τον τρομερό πόνο σα νά ‘ταν πράγματι αποχαυνωμένη, αν καί ποτέ της στα ύστερα χρόνια δεν κατάλαβε πού είχε βρεί τόσο κουράγιο γιά τόσο καλή ηθοποιΐα. Η θέλησή της να ζήσει, μάλλον… Κι αφού ξεπέρασε αυτό, το επόμενο που είδε ήταν πιό εύκολο να ξεπεραστεί – αν κι όχι γιά τον καθέναν. Η Νακάτλ, όμως, δεν ήταν “ο καθένας”.
Οι νέες ιέρειες ξανασηκώθηκαν όρθιες, αν καί παραπατούσαν. Αλλά η μαστούρα τους έδινε υπέρμετρη αντοχή να στέκονται. Τις οδήγησαν να σχηματίσουν έναν κύκλο, που στο κέντρο του μπήκε ο αρχιμάγος· π’ άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελλός, μουρμουρίζοντας λόγια. Στο τέλος, στάθηκε ακίνητος καί σήκωσε το ραβδί του, δείχνοντας μία απ’ τις κοπέλλες. Αυτή -μιά άβουλη κούκλα πιά- την πήραν οι παλιές ιέρειες, την ξάπλωσαν στον βωμό, καί μία απ’ τις παλιές της κάρφωσε ένα τελετουργικό μαχαίρι στην καρδιά. Έβγαλε έξω την καρδιά της φονευμένης, μουρμούρισε μερικά λόγια, καί πέταξε την καρδιά στη φωτιά.
Δεν είχε καμμία σημασία αν η τελετή περιλάμβανε διπλή μύηση, τόσο γιά τις νέες ιέρειες, όσο καί γι’ ανέβασμα (κατέβασμα, μάλλον) βαθμών στου Κακού τη σκάλα, γιά τη φόνισσα απ’ τις παλιές· αυτές οι σκέψεις πέρασαν αυτοστιγμής κι έφυγαν, σα να μην υπήρξαν ποτέ. Στο μυαλό της φτερούγιζε κάτι άλλο, απείρως πιό σημαντικό.
Από ‘κείνη τη στιγμή καί μετά, η Νακάτλ Αχάου δεν ήταν πιά δική τους – ό,τι κι αν σήμαινε αυτή η ιδιοκτησία.ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ….
Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018
Ο ΓΚΑΤΣΟΣ ΣΤΟ ΧΑΡΒΑΡΝΤ
τού ΣΤΆΘΗ Ο Γκάτσος στο Χάρβαρντ
Τι δουλειά έχει ο Γκάτσος στη χώρα του Survivor; Έφυγε. Η Ελλάδα ζει πιο καλά στο Χάρβαρντ, παρά στα χώματα που χόρεψαν ο Διγενής και ο γιος της Άννας της Κομνηνής.
Το Χάρβαρντ απέκτησε το Αρχείο του Γκάτσου. Εύγε στο Χάρβαρντ! βάθη του χρόνου που έρχεται όλο και πιο πολύ, μετακόμισε στο Χάρβαρντ, όπως μεταναστεύουν Η Ελλάδα μεταξύ Καρανίκα, Κουφοντίνα, Καμμένου και Γεωργιάδη στένεψε ακόμα πιο πολύ την πνευματική της επικράτεια. Ο Γκάτσος, ένας μεγάλος ποιητής που η αξία του θα αναγνωρίζεται μέσα στα οι νεαροί Έλληνες στην Εσπερία, αφήνοντας πίσω τους την Ελλάδα χωρίς τους θησαυρούς της. Ο ρωμαίικος στέρεος Γκάτσος και ως εκ τούτου οικουμενικός πάει στη Βιβλιοθήκη του Χάρβαρντ (η οποία μόνο σε μεταβυζαντινά ελληνικά έργα φθάνει τα 300.000 βιβλία) να φέγγει από ’κεί στον κόσμο. Και μιλώντας για αυτά τα 300.000 βιβλία που κατέχει το Χάρβαρντ (ανάμεσά τους σπάνιες εκδόσεις πολύτιμες) αναφερόμαστε σε μια γραμματολογία μιας γραμματείας που κατά τους εθνοαποδομιστές (Λιάκο, Μπαλτά, Γαβρόγλου, Αναγνωστοπούλου και Σία) δεν υπήρχε, καθότι ούτε οι Έλληνες υπήρχαν κατ’ αυτούς τους αιώνες, ώσπου να τους… επινοήσει εκ νέου ο Διαφωτισμός. Αλλά τι ξέρει το Χάρβαρντ μπροστά στους Ιούς και την εφημερίδα των Συριζιστών; Στη μικρή Ασέα, ιδιαίτερη πατρίδα του Γκάτσου, εδώ στη γλυκιά πατρίδα των αιματοβαμμένων πλεονασμάτων, κάθε καλοκαίρι ο μεγάλος Μανώλης Μητσιάς τραγουδά στη μνήμη του ποιητή και προς χάριν του μέλλοντός μας, την υψηλή ποίηση που έγινε μουσική για τις μάζες. Αυτό μόνο – κανένα από τα εγχώρια πολύφερνα Ιδρύματα που άλλωστε προωθούν μόνον τον επιδοτούμενο πολιτισμό των εταιρειών δεν αξιώθηκε να ασχοληθεί με το Αρχείο του Γκάτσου. Από μιαν άποψη καλύτερα για την οικουμενική αξία του Ελληνισμού, αλλά από κάθε άποψη χειρότερα για την τύχη της Ελλάδας του Airbnb Αμοργού και περιχώρων.Τι τα γκρεμίσαμε τα αγάλματα τα ελληνικά, θρηνούσε ο άλλος μέγας ποιητής ο Αλεξανδρινός κι άλλες στιγμές εθαύμαζε τους Έλληνες που άποικοι σε μια χώρα της μακρινής Δύσης, έχοντας πια ξεχάσει τα ελληνικά, μια μέρα κάθε χρόνο μαζεύονταν στους πατρογονικούς τάφους, έτρωγαν, έπιναν, απήγγελλαν λέξεις ελληνικές, ξεκάρφωτες, όσες ενθυμούντο κι έκλαιγαν.Αλλά δεν είναι πια αυτά για μας, εδώ και χρόνια. Εδώ δεν είναι των Γραικών, εδώ είναι των αγροίκων. Εδώ είναι του γραικύλου και του μνημονίτη. Εδώ είναι του Βυρσοδέψη που θέλει τον λαό «τεμπέλη», «διεφθαρμένο» και «ετερόκλητο όχλο». Δόξα και τιμή στο Χάρβαρντ και στα γράμματα που μεταλαμπαδεύει, εδώ να σωπαίνουμε, να μη μιλάμε πολύ και όταν μιλάμε να πανηγυρίζουμε για τις γραβάτες του Τσίπρα, τους μπάφους του Καρανίκα και τα game of love. Όμως, ας μην μεμψιμοιρώ, όπως ένας ατράνταχτος ηλίθιος θα ένιωθε με τέτοιες σκέψεις, δεν έχουμε χαθεί ακόμα, αδέρφια. Πρέπει να μείνουμε ζωντανοί ώς το 2060, να βγάζουμε πλεονάσματα. Κι αν κάποιος νομίζει ότι Έλληνας σημαίνει κάτι διαφορετικό από είλωτας, μην ανησυχείτε, υπάρχουν τόσα Μουσεία στον κόσμο για να τον εκθέσουν. Ανάμεσα στα τόσα ωραία ελληνικά εκθέματα όπου Γης, μπορούν να εκτίθενται και ορισμένοι Έλληνες που τραγουδάνε ακόμα…
Τι δουλειά έχει ο Γκάτσος στη χώρα του Survivor; Έφυγε. Η Ελλάδα ζει πιο καλά στο Χάρβαρντ, παρά στα χώματα που χόρεψαν ο Διγενής και ο γιος της Άννας της Κομνηνής.
Το Χάρβαρντ απέκτησε το Αρχείο του Γκάτσου. Εύγε στο Χάρβαρντ! βάθη του χρόνου που έρχεται όλο και πιο πολύ, μετακόμισε στο Χάρβαρντ, όπως μεταναστεύουν Η Ελλάδα μεταξύ Καρανίκα, Κουφοντίνα, Καμμένου και Γεωργιάδη στένεψε ακόμα πιο πολύ την πνευματική της επικράτεια. Ο Γκάτσος, ένας μεγάλος ποιητής που η αξία του θα αναγνωρίζεται μέσα στα οι νεαροί Έλληνες στην Εσπερία, αφήνοντας πίσω τους την Ελλάδα χωρίς τους θησαυρούς της. Ο ρωμαίικος στέρεος Γκάτσος και ως εκ τούτου οικουμενικός πάει στη Βιβλιοθήκη του Χάρβαρντ (η οποία μόνο σε μεταβυζαντινά ελληνικά έργα φθάνει τα 300.000 βιβλία) να φέγγει από ’κεί στον κόσμο. Και μιλώντας για αυτά τα 300.000 βιβλία που κατέχει το Χάρβαρντ (ανάμεσά τους σπάνιες εκδόσεις πολύτιμες) αναφερόμαστε σε μια γραμματολογία μιας γραμματείας που κατά τους εθνοαποδομιστές (Λιάκο, Μπαλτά, Γαβρόγλου, Αναγνωστοπούλου και Σία) δεν υπήρχε, καθότι ούτε οι Έλληνες υπήρχαν κατ’ αυτούς τους αιώνες, ώσπου να τους… επινοήσει εκ νέου ο Διαφωτισμός. Αλλά τι ξέρει το Χάρβαρντ μπροστά στους Ιούς και την εφημερίδα των Συριζιστών; Στη μικρή Ασέα, ιδιαίτερη πατρίδα του Γκάτσου, εδώ στη γλυκιά πατρίδα των αιματοβαμμένων πλεονασμάτων, κάθε καλοκαίρι ο μεγάλος Μανώλης Μητσιάς τραγουδά στη μνήμη του ποιητή και προς χάριν του μέλλοντός μας, την υψηλή ποίηση που έγινε μουσική για τις μάζες. Αυτό μόνο – κανένα από τα εγχώρια πολύφερνα Ιδρύματα που άλλωστε προωθούν μόνον τον επιδοτούμενο πολιτισμό των εταιρειών δεν αξιώθηκε να ασχοληθεί με το Αρχείο του Γκάτσου. Από μιαν άποψη καλύτερα για την οικουμενική αξία του Ελληνισμού, αλλά από κάθε άποψη χειρότερα για την τύχη της Ελλάδας του Airbnb Αμοργού και περιχώρων.Τι τα γκρεμίσαμε τα αγάλματα τα ελληνικά, θρηνούσε ο άλλος μέγας ποιητής ο Αλεξανδρινός κι άλλες στιγμές εθαύμαζε τους Έλληνες που άποικοι σε μια χώρα της μακρινής Δύσης, έχοντας πια ξεχάσει τα ελληνικά, μια μέρα κάθε χρόνο μαζεύονταν στους πατρογονικούς τάφους, έτρωγαν, έπιναν, απήγγελλαν λέξεις ελληνικές, ξεκάρφωτες, όσες ενθυμούντο κι έκλαιγαν.Αλλά δεν είναι πια αυτά για μας, εδώ και χρόνια. Εδώ δεν είναι των Γραικών, εδώ είναι των αγροίκων. Εδώ είναι του γραικύλου και του μνημονίτη. Εδώ είναι του Βυρσοδέψη που θέλει τον λαό «τεμπέλη», «διεφθαρμένο» και «ετερόκλητο όχλο». Δόξα και τιμή στο Χάρβαρντ και στα γράμματα που μεταλαμπαδεύει, εδώ να σωπαίνουμε, να μη μιλάμε πολύ και όταν μιλάμε να πανηγυρίζουμε για τις γραβάτες του Τσίπρα, τους μπάφους του Καρανίκα και τα game of love. Όμως, ας μην μεμψιμοιρώ, όπως ένας ατράνταχτος ηλίθιος θα ένιωθε με τέτοιες σκέψεις, δεν έχουμε χαθεί ακόμα, αδέρφια. Πρέπει να μείνουμε ζωντανοί ώς το 2060, να βγάζουμε πλεονάσματα. Κι αν κάποιος νομίζει ότι Έλληνας σημαίνει κάτι διαφορετικό από είλωτας, μην ανησυχείτε, υπάρχουν τόσα Μουσεία στον κόσμο για να τον εκθέσουν. Ανάμεσα στα τόσα ωραία ελληνικά εκθέματα όπου Γης, μπορούν να εκτίθενται και ορισμένοι Έλληνες που τραγουδάνε ακόμα…
ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΤΡΑΓΩΔΙΑ...
Χιούμορ και Τραγωδία
Προ αμνημονεύτων όταν διένυα μόλις το δέκατο τρίτο Μάιο της ζωής μου, παρακολούθησα μια παράσταση της Μήδειας στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Το θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ήταν γεμάτο κι εγώ γεμάτος ενθουσιασμό παρακολουθούσα την παράσταση από μια άβολη γωνιά του δεύτερου εξώστη. Η παράσταση προχωρούσε με τους λυγμούς και τους θρήνους της αιμόφυρτης Μήδειας ως τη σκηνή όπου η πανούργα μάγισσα ξεγελά τον Ιάσονα και χρησιμοποιεί τον άντρα της και τα παιδιά της ως όργανα του δολοφονικού σχεδίου της. Άλλαξα γνώμη, λέει η απατημένη σύζυγος στον Ιάσονα, και νομίζω ότι καλά θα κάνεις να παντρευτείς τη Γλαύκη. Ο Ιάσονας χάφτει όλες τις ανοησίες και τα στερεότυπα για την ελαφρομυαλιά των γυναικών που του τσαμπουνά η Μήδεια και στέλνει τα δηλητηριώδη δώρα της στην πριγκίπισσα. Στο σημείο αυτό συνέβη κάτι που δεν περίμενα. Το κοινό άρχισε να γελάει. Η όλη σκηνή ήταν εμφανώς αστεία. Η Μήδεια δούλευε ψιλό γαζί τον Ιάσονα, παίζοντας με τη ματαιοδοξία του και την ανοησία του. Ο δε Ιάσονας, κομπάζοντας τη στιγμή που δάγκωνε το δόλωμα μαζί με το αγκίστρι, ήταν απλώς για γέλια.
Χρόνια αργότερα θα μάθαινα ότι οι τραγωδίες του Ευριπίδη περιέχουν πολλά κωμικά στοιχεία. Ότι ουσιαστικά η Νέα Κωμωδία του Μενάνδρου είναι απόγονος του Ευριπίδη, όχι του Αριστοφάνη, και ότι μάλιστα οι τραγωδίες του Ευριπίδη είναι πιο αστείες από τις κωμωδίες του Μενάνδρου. Παραδόξως όμως, αν και δεκατριών ετών θεωρούσα ότι ήδη ξέρω τι πάει να πει τραγωδία· και σύμφωνα με τον αφελή και εφηβικό μου ορισμό, πίσω από τον οποίο όμως λάνθανε μια τεράστια παράδοση πομπωδών παραστάσεων και "σοβαρής" φιλολογίας, στην τραγωδία υπάρχει πολύ κλάμα και καθόλου γέλιο.
"Τα κωμικά στοιχεία της τραγωδίας" είναι ο τίτλος ενός βιβλίο που θα ήθελα πολύ κάποιος να γράψει. Και όχι μόνο στον Ευριπίδη, αλλά και στον Σοφοκλή και τον Αισχύλο, ο οποίος παρεμπιμπτόντως θεωρούνταν ως ο maitre του σατυρικού δράματος στην αρχαιότητα. Για λόγους όμως που μου διαφεύγουν, στη φαντασία του σύγχρονου κοινού η εικόνα των τραγικών ποιητών παραμένει στιβαρή και αγέλαστη. Καθώς δεν έχω ούτε το χρόνο ούτε τις γνώσεις για να γράψω το βιβλίο που θα ήθελα να διαβάσω, θα περιοριστώ σε ένα παράδειγμα κωμικού στοιχείου από τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή για να σας δώσω απλώς μια ιδέα.
Σε μια από τις κορυφαίες στιγμές του δράματος, ο Οιδίποδας εμφανίζεται τυφλός στη σκηνή και συνομιλεί με το χορό των θηβαίων γερόντων. Ο χορός ρωτά ποια θεϊκή δύναμη οδήγησε τον Οιδίποδα σ᾽αυτήν την αποτρόπαιη πράξη και ο Οιδίποδας απαντά:
Ἀπόλλων τάδ' ἦν, Ἀπόλλων, φίλοι,
ὁ κακὰ κακὰ τελῶν ἐμὰ τάδ' ἐμὰ πάθεα.
Ἔπαισε δ' αὐτόχειρ νιν οὔ-
τις, ἀλλ' ἐγὼ τλάμων.
OT 1329-33
Ο Απόλλων ήταν, ο Απόλλων, φίλοι μου,
αυτός που εκπλήρωσε αυτή τη δεινή συμφορά.
Όμως κανείς δε με χτύπησε με το χέρι του, αλλά εγώ ο άθλιος.
Η εικόνα ενός τυφλού που απαντά στους φίλους του και λέει ότι δεν τον τύφλωσε κανείς (οὔ-
τις) θυμίζει τη σκηνή του τυφλού Κύκλωπα, ο οποίος ζητά τη βοήθεια των φίλων του:
’ὦ φίλοι, Οὖτίς με κτείνει δόλῳ οὐδὲ βίηφιν.’
Οδ. ι 408
᾽Φίλοι μου, ο Ούτις με σκοτώνει, με δόλο χωρίς βία.῾
Αν τα λόγια του τυφλού Οιδίποδα παραπέμπουν στον τυφλό Πολύφημο και ο παραλληλισμός αυτός δεν είναι αποκύημα της φαντασίας μου, τότε η τραγική είσοδος του τυφλού Οιδίποδα στη σκηνή μοιάζει με ένα από τα πιο κωμικά επεισόδια της Οδύσσειας. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι το κωμικό στοιχείο συνυπάρχει με την κορύφωση της τραγωδίας. Δεν είναι δηλαδή, όπως για παράδειγμα στις "τραγωδίες" του Σαίξπηρ, ένα ιντερλούδιο για να ελαφρώσει το βαρύ κι ασήκωτο κλίμα της τραγικής πλοκής, αλλά, τόσο στο παράδειγμα από τη Μήδεια όσο και στο παράδειγμα από τον Οιδίποδα, το γέλιο που προκαλείται στο κοινό τονίζει παραδόξως την τραγική διάσταση των ηρώων. Η τραγική ειρωνεία, όπως και κάθε ειρωνεία άλλωστε, εύκολα βγάζει γέλιο το οποίο ουδόλως διαλύει την τραγικότητα.
ΠΗΓΗ saetiger
Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018
ΣΤΗΝ ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ.......
ΓΡΑΦΕΙ O Κώστας Βουλγαράκης
Στη φάρμα …. των ζώων !!
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν κάτι πρόβατα, που ζούσαν στο μαντρί, μαζί με κάτι κοπρόσκυλα!! Κάθε τόσο, ο ευνουχισμένος τράγος, για να σπάσει τη μονοτονία και για να βρει έναν λόγο ύπαρξης, μιας δεν τ' άκουε του έρμου, να κάμνει πράμα άλλο, έβαζε μια φωνή «μαύρος λύκος στο μαντρί», έτσι για …. ν’ ακούσει τα πρόβατα να βελάζουν και για να κάνει τα κοπρόσκυλα που τα φυλάγανε, να ζωηρέψουνε να κουνηθούνε λιγάκι από τη θέση τους!!
Κάθε φορά, στο τέλος και αφού φαίνονταν πια ότι λύκος δεν εμφανίστηκε, για να διατηρήσει το κύρος του –σαν τράγος- ανέβαινε πάνω σ’ ένα δεμάτι σανό, τέντωνε ψηλά τα κέρατα του και έλεγε στο κοπάδι:
- Ο κακός ο μαύρος λύκος είναι εκεί έξω και παραφυλάει να μας κατασπαράξει!! Κάνει σκοτεινά σχέδια, συνωμοτεί με άλλα αρπαχτικά κι αγρίμια, για να μας διαλύσει!! Ξέρω εγώ, έχω πληροφορίες και αποδείξεις!!
- Ώοοοο, λέγανε από κάτω τ’ αρνιά φοβισμένα κι έπιανε και μια φαγούρα τα κοπρόσκυλα ... συντρόφους τους!!
- Γι’ αυτό λοιπόν προσέξτε τι σας λέω!! Όποιος βγει απ’ το μαντρί, θα τον φάει …. ο μαύρος ο αράπης ο κακός ο λύκος, ο νταμ, νταμ, νταμ!!
Κι έτσι, ζούσανε αυτοί όλοι καλά στον κόσμος τους ….. κι εμείς χειρότερα, στον δικό μας!!
Μια μέρα καλοκαιρινή, που έβρεχε καρεκλοπόδαρα, που άστραφτε και βρόνταγε και μαύρη μαυρίλα καταχνιά, είχε πλακώσει το μαντρί, ένα ψεκασμένο κατσίκι, βόσκαγε κάπου στην άκρα κοντά στον φράχτη, όταν πίσω του άκουσε ….. χάρχαλο!! Τόβαλε αμέσως στα πόδια χοροπηδώντας τρομαγμένο και άρχισε να φωνάζει:
- Ο μαύρος λύκος μου την έπεσε, ο μαύρος λύκος μου την έπεσε, ο μαύρος λύκος στο μαντρίιιιιι!!
Στην αρχή, όλοι (πρόβατα και σκυλιά) λούφαξαν φοβισμένα, αλλά μόλις πέρασε η ώρα και είδαν ότι κίνδυνος δεν υπήρξε, ρώτησαν τον έρμο τον Κατσίκι:
- Τι είδες, τι συνέβη ρε Κατσίκι!?
- Το και το, λέει στα σίγουρα ο κος Κατσίκις !!! Φάνηκε ο μαύρος λύκος, μ’ ανοιχτό το στόμα και κάτι δοντάρες νάαααα (με το συμπάθιο) και μου όρμησε, αλλά εγώ του ξέφυγα!! Μάλιστα να, άφησε και τα ίχνη του …. άσε που εδώ και μέρες, με απειλεί, μου στέλνει μηνύματα και μου λέει να ξεφύγω από το μαντρί σας, διότι σύντομα θα μπουκάρει μέσα και θα μας κατασπαράξει όλους!!
- Ώοοοο λένε όλα μαζί τρομαγμένα, τα έρμα τα ζωντανά κι αρχίσανε να βελάζουνε και να γαυγίζουνε ….. τη βάψαμε-τη βάψαμε, θέλουνε να μας φάνε!! Αγρίμια, κλέφτες κι έμποροι κρέατος, όλοι αντάμα, συνωμοτούν για το κακό μας, θέλουν να μας πάρουνε και το μαντρί ….. και να χάσουμε το σανό και τη βολή μας!!
Κι κει που η τρομο-κουβέντα με τα σκοτεινά συνωμοτικά σενάρια έχει ανάψει για τα καλά, βλέπουνε ξαφνικά να ξεπροβάλει, από κει στην άκρα ….. ένας ασβός και να τους κουνά τ’ αφτί του, λέγοντας …… «γεια σας ρε συντρόφια»!!
- Να, να, να …. ο κακός ο μαύρος λύκος, λέει ο τρομαγμένος και χεσμένος πάνω του ο Κατσίκις και τρέχει να κρυφτεί!!
- Ρε συ, αυτός είναι ο φίλος μας, είναι ο δικός μας ….. «ο Ρούβης» !! Αυτόν ρε βλάκα φοβήθηκες, του λέει ο γερο-κόπρος σκύλος και αράζει χαλαρά ξανά στην ησυχία του!!
Τότε, παίρνει τον λόγο ο ευνουχισμένος τράγος και λέει στο κοπάδι: «Για καλό και για κακό όμως, εσείς μη βγάλετε κουβέντα!! Εμείς όλοι μαζί, θα επιμένουμε ότι …. ήταν ο μαύρος λύκος κι όλα τα αγρίμια απ’ έξω, που συνωμοτούν και μας απειλούν να μας πάρουν το μαντρί»!!
Μετά γυρίζει στον Υπασπιστή του, αυτόν «με τα καρφάκια στο κεφάλι» και του λέει:
«Μπρος τώρα!! Πες στον Σαλπιγκτή, να βαρέσει σάλπισμα ΣΑΝΟ, για να ησυχάσει το κοπάδι»!!
Και συνέχισαν αυτοί να ζουν καλά και μεις ακόμα χειρότερα!!
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν κάτι πρόβατα, που ζούσαν στο μαντρί, μαζί με κάτι κοπρόσκυλα!! Κάθε τόσο, ο ευνουχισμένος τράγος, για να σπάσει τη μονοτονία και για να βρει έναν λόγο ύπαρξης, μιας δεν τ' άκουε του έρμου, να κάμνει πράμα άλλο, έβαζε μια φωνή «μαύρος λύκος στο μαντρί», έτσι για …. ν’ ακούσει τα πρόβατα να βελάζουν και για να κάνει τα κοπρόσκυλα που τα φυλάγανε, να ζωηρέψουνε να κουνηθούνε λιγάκι από τη θέση τους!!
Κάθε φορά, στο τέλος και αφού φαίνονταν πια ότι λύκος δεν εμφανίστηκε, για να διατηρήσει το κύρος του –σαν τράγος- ανέβαινε πάνω σ’ ένα δεμάτι σανό, τέντωνε ψηλά τα κέρατα του και έλεγε στο κοπάδι:
- Ο κακός ο μαύρος λύκος είναι εκεί έξω και παραφυλάει να μας κατασπαράξει!! Κάνει σκοτεινά σχέδια, συνωμοτεί με άλλα αρπαχτικά κι αγρίμια, για να μας διαλύσει!! Ξέρω εγώ, έχω πληροφορίες και αποδείξεις!!
- Ώοοοο, λέγανε από κάτω τ’ αρνιά φοβισμένα κι έπιανε και μια φαγούρα τα κοπρόσκυλα ... συντρόφους τους!!
- Γι’ αυτό λοιπόν προσέξτε τι σας λέω!! Όποιος βγει απ’ το μαντρί, θα τον φάει …. ο μαύρος ο αράπης ο κακός ο λύκος, ο νταμ, νταμ, νταμ!!
Κι έτσι, ζούσανε αυτοί όλοι καλά στον κόσμος τους ….. κι εμείς χειρότερα, στον δικό μας!!
Μια μέρα καλοκαιρινή, που έβρεχε καρεκλοπόδαρα, που άστραφτε και βρόνταγε και μαύρη μαυρίλα καταχνιά, είχε πλακώσει το μαντρί, ένα ψεκασμένο κατσίκι, βόσκαγε κάπου στην άκρα κοντά στον φράχτη, όταν πίσω του άκουσε ….. χάρχαλο!! Τόβαλε αμέσως στα πόδια χοροπηδώντας τρομαγμένο και άρχισε να φωνάζει:
- Ο μαύρος λύκος μου την έπεσε, ο μαύρος λύκος μου την έπεσε, ο μαύρος λύκος στο μαντρίιιιιι!!
Στην αρχή, όλοι (πρόβατα και σκυλιά) λούφαξαν φοβισμένα, αλλά μόλις πέρασε η ώρα και είδαν ότι κίνδυνος δεν υπήρξε, ρώτησαν τον έρμο τον Κατσίκι:
- Τι είδες, τι συνέβη ρε Κατσίκι!?
- Το και το, λέει στα σίγουρα ο κος Κατσίκις !!! Φάνηκε ο μαύρος λύκος, μ’ ανοιχτό το στόμα και κάτι δοντάρες νάαααα (με το συμπάθιο) και μου όρμησε, αλλά εγώ του ξέφυγα!! Μάλιστα να, άφησε και τα ίχνη του …. άσε που εδώ και μέρες, με απειλεί, μου στέλνει μηνύματα και μου λέει να ξεφύγω από το μαντρί σας, διότι σύντομα θα μπουκάρει μέσα και θα μας κατασπαράξει όλους!!
- Ώοοοο λένε όλα μαζί τρομαγμένα, τα έρμα τα ζωντανά κι αρχίσανε να βελάζουνε και να γαυγίζουνε ….. τη βάψαμε-τη βάψαμε, θέλουνε να μας φάνε!! Αγρίμια, κλέφτες κι έμποροι κρέατος, όλοι αντάμα, συνωμοτούν για το κακό μας, θέλουν να μας πάρουνε και το μαντρί ….. και να χάσουμε το σανό και τη βολή μας!!
Κι κει που η τρομο-κουβέντα με τα σκοτεινά συνωμοτικά σενάρια έχει ανάψει για τα καλά, βλέπουνε ξαφνικά να ξεπροβάλει, από κει στην άκρα ….. ένας ασβός και να τους κουνά τ’ αφτί του, λέγοντας …… «γεια σας ρε συντρόφια»!!
- Να, να, να …. ο κακός ο μαύρος λύκος, λέει ο τρομαγμένος και χεσμένος πάνω του ο Κατσίκις και τρέχει να κρυφτεί!!
- Ρε συ, αυτός είναι ο φίλος μας, είναι ο δικός μας ….. «ο Ρούβης» !! Αυτόν ρε βλάκα φοβήθηκες, του λέει ο γερο-κόπρος σκύλος και αράζει χαλαρά ξανά στην ησυχία του!!
Τότε, παίρνει τον λόγο ο ευνουχισμένος τράγος και λέει στο κοπάδι: «Για καλό και για κακό όμως, εσείς μη βγάλετε κουβέντα!! Εμείς όλοι μαζί, θα επιμένουμε ότι …. ήταν ο μαύρος λύκος κι όλα τα αγρίμια απ’ έξω, που συνωμοτούν και μας απειλούν να μας πάρουν το μαντρί»!!
Μετά γυρίζει στον Υπασπιστή του, αυτόν «με τα καρφάκια στο κεφάλι» και του λέει:
«Μπρος τώρα!! Πες στον Σαλπιγκτή, να βαρέσει σάλπισμα ΣΑΝΟ, για να ησυχάσει το κοπάδι»!!
Και συνέχισαν αυτοί να ζουν καλά και μεις ακόμα χειρότερα!!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)