Πλειάδες πάνυ μακράν – 2
“- Δε μας είπες ψέμματα;!…”, περισσότερο κατάφαση, παρά ερώτηση.
“- Όχι, δεν σας είπα ψέμματα.”
“- Τί θα κάνουμε τώρα;”, ρώτησε η μία απ’ τις κοπέλλες.
Μ’ αντρική ευθύτητα του σκοτωμού: “- Ή γυρίζετε πίσω, καί υφίστασθε τις συνέπειες…”
“- Εννοείς, θα σκοτώσουν μία από μας στην τελετή;”
“- Εννοώ, ότι θα σας σκοτώσουν όλες! Γιά παραδειγματισμό στις επόμενες! …Έλεγα, λοιπόν, ότι ή γυρίζετε πίσω καί σας σκοτώνουν, ή φεύγετε μαζί μου. Τώρα! Καί χαίρεστε μιά κανονική ζωή μακριά από τρελλούς καί τρελλές, χωρίς σκοτωμούς, με συζύγους καί παιδιά. Εσείς διαλέγετε!”
Μία απ’ τις κοπέλλες κούνησε το κεφάλι της με δυσπιστία. “- Δεν θα ωφελήσει!… Θα μας βρούν, όπου καί να πάμε. Θα μας δούν με τα μάτια του μυαλού!”
«- Ήδη έπρεπε να σας… να μας (διόρθωσε) έχουν δεί. Αλλά δεν το …βλέπω!», χαμογέλασε ειρωνικά με το λογοπαίγνιο ο Διπλό Γεράκι.
«- Είναι επειδή ακόμη δεν έχουν ανησυχήσει γιά μας!», είπε μιά κοπελλιά, αυτή που είχε ακόμη επάνω της αρκετή απ’ την παιδική της αθωότητα. «Αν αρχίσουν να μας ψάχνουν, θα μας βρούν!»
«- Θα τους τα θολώσω, τα μάτια του μυαλού! Κι αν επιμένουν, θα τους τα βγάλω!”
“- Ξέρεις πώς;…”
“- Ξέρω!”
Κοιταχτήκαν μεταξύ τους, μήπως κι ενθαρρύνει η μία την άλλη. Πλήν όμως, ακόμη δεν είχ’ επέλθει η ηρεμία.
«- Δεν μπορούν να μας δούν, μονάχα… Μπορούν καί να μας κάνουν κακό!», επέμενε η έφηβη παιδίσκη – που μάλλον μεγιστοποιούσε μέσα της τις φήμες πού ‘χε ακουστά.
«- Κι αυτό από μακρυά, με το μυαλό, έ;», ρώτησε ο Διπλό Γεράκι με μιά υποψία χαμόγελου.
«- Ναί!»
«- Κορίτσια, πόσο χρόνο έχετε ακόμη, μέχρι που πρέπει να γυρίσετε στον ναό;»
«- Μέχρι να δύσει ο Ήλιος.»
Ήδη είχε περάσει ένα τρίωρο, κάνε τετράωρο. Ο Ήλιος άρχισε να χαμηλώνει, αλλά ακόμη δεν είχε φύγει πολύ απ’ το μεσουράνημα.
Ο Διπλό Γεράκι έπεσε σε συλλογισμό γιά κάμποσο. «- Έχουμε γεμάτες πέντε ώρες να φύγουμε καί να τραβήξουμε μπροστά!», είπε στο τέλος. «Καί μή φοβάστε ούτε τις παλιές ιέρειες, ούτε τον αρχιμάγο! Πιό πολύ να φοβάστε τους πολεμιστές, που θα στείλουν να μας κυνηγήσουν· μαζί καί τα σκυλιά τους. Αλλά θα σας γλυτώσω!»
Το θέμα ήταν… «- Θέλετε να έρθετε μαζί μου, αφήνοντας μιά γιά πάντα πίσω σας την παλιά σας ζωή, κι όλους όσους αγαπάτε;»
«- Θέλουμε!», αποκρίθηκαν όλες χωρίς δισταγμό, απόλυτα σοβαρές. Μόνον η ηγετική του χαμογέλασε, γιά να τον ενθαρρύνει – σαν εκφράζοντας τα συναισθήματα όλης της ομάδας.
Έμενε, όμως, ένα πρόβλημα. «- Κορίτσια, αυτά τα λευκά φορέματα πρέπει να τ’ αλλάξετε οπωσδήποτε! Καταλαβαίνετε πως δεν γίνεται να μας δουν άνθρωποι, έναν άντρα με πέντε γυναίκες. Ακόμη κι αν καταφέρω να σας κρύψω, με την πρώτη ευκαιρία όλοι θα σπεύσουν να μας παραδώσουν στους δικούς σας… αν δεν μας πάρουν πρώτα τα κεφάλια. Το να πάρω μαζί μου πέντε γυναίκες, μπορούν ίσως να μην το θεωρήσουν παράξενο.» (Τα κορίτσια άφησαν πνιχτά γελάκια.) «…Αλλά πέντε ιέρειες, είναι τελείως διαφορετικό!…», συνέχισε.
«Θέλω να πω, βέβαια, ότι δεν γίνεται καί να μείνετε γυμνές. Άρα, πρέπει να βρούμε πέντε καθημερινά φορέματα! Θα δοκιμάσω να κλέψω απ’ το επόμενο χωριό που θα συναντήσουμε!», κατέληξε.
«- Πφφφφ!!! Άντρες!… Πραγματικά είσαστε όλοι εντελώς ηλίθιοι σε κάποια θέματα!», πετάχτηκε κι ειρωνεύτηκε η πιό πρακτική της παρέας, που μέχρι τότε δεν είχε πολυμιλήσει.
Ο Διπλό Γεράκι την κοίταξε ερωτηματικά.
«- Μά, εσύ ο ίδιος είπες ότι δεν πρέπει να μας δουν με το λευκό φόρεμα της δόκιμης ιέρειας! Καί τώρα λες να πλησιάσουμε σε χωριό έτσι; (Έδειξε το λευκό της φόρεμα.) Ή προτείνεις να είμαστε γυμνές μπροστά στους χωριάτες;», συνέχισε η κοπέλλα – κι όλες γέλασαν με την ψυχή τους. Γέλασε κι ο Διπλό Γεράκι με την αντρικού τύπου βλακεία του.
«- Τότε;…»
«- Τότε, πανέξυπνο Γεράκι, δεν θα χρειαστεί να πάμε σε άλλο χωριό. Ό,τι χρειαζόμαστε, θα το βρούμε στο δικό μας! Τώρα, πρίν ξεκινήσουμε!»
«- Πώς;»
«- Θα πάω εγώ στο χωριό καί θα φέρω καθημερινά φορέματα. Η μητέρα μου είναι η ράφτρα του χωριού!»
«- Καί πώς θα πλησιάσεις; Κι ακόμη, η μητέρα σου θα καταλάβει αμέσως ότι δεν θα την ξαναδείς. Ξέρεις τί σημαίνει αυτό; Ξέρεις πόσο θα μας προδώσουν τα δάκρυά της;»
«- Θα πλησιάσω χωρίς να με καταλάβει κανείς. Μην ξεχνάς τί έπαθες εσύ το πρωΐ! Κι όσο γιά τη μάνα μου, καταλαβαινόμαστε χωρίς λόγια· κι άμα θέλει, είναι απίστευτα σκληρή. Δεν θα της ξεφύγει κουβέντα, ούτε με βασανιστήρια!»
«- Ούτε με καπνό ονείρων;»
«- Μπορεί!…», συλλογίστηκε η κοπέλλα, «αλλά τότε θα είμαστε ήδη πολύ μακριά. Λοιπόν, ξεκινάω!»
Ο Διπλό Γεράκι την άρπαξε απότομα απ’ το μπράτσο πρίν φύγει, καί την κοίταξε αυστηρά στα μάτια. Αλλά δεν πρόλαβε να πεί τίποτε· πρίν απ’ αυτόν, πετάχτηκε καί μίλησε γιά όλες η ηγετική.
«- Αυτό που έκανες, είναι μεγάλη αγένεια! Αλλά τη σβήνουμε, επειδή σε καταλαβαίνουμε πώς σκέφτηκες· όχι, η αδελφή μας δεν θα μας προδώσει! Κι επειδή…», δίστασε.
«- Κι επειδή;…»
«- …Επειδή έδειξες πως πραγματικά ενδιαφέρεσαι γιά μας, καί θα μας προστατέψεις!»
Ο Διπλό Γεράκι άφησε την κοπέλλα, κούνησε το κεφάλι του καναδυό φορές σε κατάφαση, καί ζήτησε συγνώμη. Μόνο ρώτησε την πρακτική:
«- Γιά πόση ώρα να σε περιμένουμε εδώ; Κορίτσια, καταλαβαίνετε πως αν η αδελφή σας δεν γυρίσει, τότε τα πράγματα θα έχουν πάει πολύ στραβά. Αν περάσ’ η ώρα που θα συμφωνήσουμε, εμείς εδώ δεν θα την περιμένουμε άλλο. Θα φύγουμε αμέσως! Συμφωνείτε;»
Η μικρή σύσκεψη των κοριτσιών έβγαλε πόρισμα. «- Συμφωνούμε! Θα την περιμένουμε γιά δυό ώρες. Μετά, φεύγουμε!»
Η κοπέλλα έφυγε με ταχύ βηματισμό γιά το χωριό.
Ο Διπλό Γεράκι συλλογιζόταν. Τα χρονικά περιθώρια στένευαν. Τώρα έπρεπε να εκπονήσει σχέδιο παραπλάνησης, με προπορεία τη μισή απ’ την αρχική. Δυόμιση ώρες μονάχα!… Δεν έπρεπε να χάνει καιρό.
Έβγαλε το μαχαίρι του (του τό ‘χε επιστρέψει η ηγετική πρίν αρκετή ώρα), κι έκοψε κάμποσα μεγάλα χοντρά κλαδιά. Τα έδεσε με φυτά, φτιάχνοντας πέντε σταυρούς σε ανθρώπινο μπόϊ, που τους έμπηξε στέρεα στο έδαφος – σ’ έναν κύκλο. Οι κοπέλλες τον κοίταζαν σαστισμένες.
«- Τ’ είν’ αυτά που έφτιαξες;»
«- Θα δήτε!», τους χαμογέλασε.
Του ανταπέδωσε το χαμόγελο η ηγετική. «- Πραγματικά είσαι πολεμιστής! Είπαμε κι εμείς!… Δέ γινόταν ένας άντρας σαν εσένα να μήν είναι πολεμιστής!»
Στο χωριό του οι άντρες ήταν αγρότες καί κυνηγοί καμιά φορά, αλλά δεν έδωσε σημασία. Τα κορίτσια έκριναν ανάλογα με τα δικά τους βιώματα.
«- Καί πού το ξέρεις;»
«- Ο τρόπος που δουλεύεις! Αποφασιστικός, κατ’ ευθείαν στο αποτέλεσμα, σ’ αυτό που θέλεις!»
Χαμογέλασε, χωρίς ν’ αποσπάσει το βλέμμα του απ’ αυτό που έκανε. Όταν τέλειωσε με τους σταυρούς, άρχισε με το μαχαίρι του να ξύνει μυτερό έν’ άλλο ξύλο· κι όταν το έφερε σε λογαριασμό καί δαύτο, άρχισε να σκάβει το μονοπάτι με τη βοήθειά του.
Είχε τελειώσει την παγίδα, ξεκίνησε να τη σκεπάζει καί να σβήνει τα ίχνη, όταν ξανάρθε πίσω στην ομήγυρη λαχανιασμένη η πρακτική – κουβαλώντας ένα μάλλον βαρύ δισάκκι. Όλα είχαν πάει καλά, συνεπώς· αν καί θα μπορούσε να συμβεί το κακό την τελευταία στιγμή. Ευτυχώς, όμως, είχαν την προνοητικότητα να την περιμένουν στο μονοπάτι, πρίν πλησιάσει στην παγίδα.
Ο Ήλιος κόντευε πιά να φτάσει στη δύση του, άρα ήταν καιρός να του δίνουν. Ώσπου να τελειώσουν οι κοπελλιές με τις ερωτήσεις στη νεοφερμένη, ο Διπλό Γεράκι έβγαλε τα καθημερινά φορέματα απ’ το δισάκκι, καί τους τα μοίρασε. Όμως, κοντοστάθηκε· μέσα στη θέρμη της προετοιμασίας, δεν είχε ρωτήσει κάτι πολύ σημαντικό.
«- Είσαστε οχτώ όλες σας, σωστά;», συνεπέρανε ύστερ’ από σύντομη σκέψη.
«- Ναί!»
«- Οι άλλες τρείς πού είναι;»
«- Πήγαν σε άλλη δουλειά, θα επιστρέψουν κι αυτές το δειλινό.»
«- Ξέρουν πού πήγατε εσείς;»
«- Όχι. Δέ δίνουν τέτοιες πληροφορίες οι παλιές ιέρειες, ούτε κάν σε μας!»
«- Άρα, ούτ’ εσείς ξέρετε πού πήγαν αυτές!»
«- Ούτ’ εμείς!»
«- Κι αν είναι κοντά μας;»
«- Θα το ξέραμε αυτό… με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.»
«- Ωραία! Βάλτε τώρα τα καινούργια φορέματα, καί δεν θα κοιτάζω!», τις προέτρεψε, κι έκανε ν’ απομακρυνθεί.
Δεν πρόλαβε κάν. Έγινε κάτι πολύ παράξενο – γιά τις δικές του εμπειρίες, βέβαια: οι γυναίκες πέταξαν πέρα ό,τι φορούσαν, ακόμη καί τα σανδάλια τους, κι απόμειναν θεόγυμνες. Όλες τους. Αμέσως μετά, σα να τό ‘χαν ξανακάνει χίλιες φορές, πήγαν καί στάθηκαν κατάντικρυ στον δύοντα Ήλιο. Έκλεισαν τα μάτια τους, σήκωσαν τα χέρια τους σε στάση σταυρού, κι έμειναν έτσι κάμποση ώρα, σιωπηλές κι ακίνητες. Πολύ παράξενο θέαμα, στ’ αλήθεια!… Πέντε γυμνές γυναίκες σε στάση σταυρού, μπροστά από πέντε ξύλινους σταυρούς σε κύκλο!
Ο Διπλό Γεράκι πήγε να τους υπενθυμίσει ν’ αφήσουν τα τελετουργικά, επειδή ο χρόνος έτρεχε, αλλά κατάλαβε πως δεν έπρεπε να ενοχλήσει. Έκανε πίσω. Τις απορίες του τις πρόλαβε η ηγετική, όταν τα κορίτσια ξανάρθαν στην πραγματικότητα ετούτην εδώ.
«- Ο Ήλιος είναι ο κύριος του χρόνου!», του είπε καθώς ντυνόταν. «Παρελθόν, παρόν, μέλλον, είναι δικά του. Εμείς εδώ, με τον τρόπο που είδες, σβήσαμε το παρελθόν μας, επειδή ξεκινάμε τη νέα ζωή μας!» Στην απορημένη φάτσα του Διπλού Γερακιού, συνέχισε: «- Είναι τελετή μόνο γιά ιέρειες αυτή, γι’ αυτό δεν την έχεις ξαναδεί! Είναι απ’ αυτά, που δεν σου είπε η Νακάτλ!»
Ο Διπλό Γεράκι σήκωσε τους ώμους του, κι ανταπέδωσε χαμογελαστός: «- Σειρά μου τώρα, να κάνω όσα δεν έχετε ξαναδεί εσείς!»
Πήγε λίγο παραπέρα, κι ήρθε σύντομα πίσω με μιά αγκαλιά χόρτα. Οι κοπέλλες τα αναγνώρισαν. «- Φιδόχορτο!», είπε η μία, μ’ έκφραση μικρής φρίκης. «- Ακριβώς!», της χαμογέλασε ο άντρας, που έπιασε το φιδόχορτο κι άρχισε να τρίβει τους ξύλινους σταυρούς. Μετά πήρε τους λευκούς ιερατικούς χιτώνες, καί τους φόρεσε στους σταυρούς σα σκιάχτρα. Έτριψε με κάμποσο φιδόχορτο καί τα ρούχα.
«- Δώστε μου τα μενταγιόν σας!», πρόσταξε τις κοπέλλες.
«- Τί τα θέλεις; θα τα σπάσουμε, να μην τα ξαναδούμε!», είπε θυμωμένη η μία τους. Προφανώς είχε συνειδητοποιήσει με κάποια καθυστέρηση πόσα χρόνια της ζωής της είχε χάσει… προκειμένου να γίνει τελικά υποψήφιο θύμα ανθρωποθυσίας.
«- Όχι, φέρτε τα!», επέμενε ο άντρας. Αυτό δεν του τό ‘χει πεί η Νακάτκλ, αλλά το ήξερε απ’ το δικό του το μυαλό. Όταν ψάχνεις κάποιον με τα μάτια του νού, τα άψυχα βοηθάνε πολύ στον εντοπισμό.
Οι κοπέλλες του τα δώσανε, κι αυτός τα φόρεσε ένα-ένα στα σκιάχτρα.
«- Καί το δικό σου;», τον ρώτησε η ηγετική, που κάτι είχε καταλάβει.
Αντί να της απαντήσει, έσκυψε στο έδαφος καί πήρε υγρό χώμα. Πολύ. Έφτιαξε έναν μεγάλο σβώλο, που μέσα του έκλεισε το δικό του. Έβαλε τον σβώλο στο σακκούλι του. «- Γιά σας, αυτά είναι κακές αναμνήσεις, καί τα ξεφορτωθήκατε οριστικά. Γιά μένα, είναι όλη μου η ζωή! Γι’ αυτό το κρατάω.», είπε φιλοσοφικά. «Ξεκινάμε! Τώρα!!!«, πρόσταξε. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο…»
«- …Μέχρι να μας εντοπίσουν;», ρώτησε η πρακτική.
«- Όχι αυτοί κι αυτές που νομίζεις! Τα φίδια, που θα τα τραβήξει το φιδόχορτο, εννοώ!», της είπε, κι άρχισαν ν’ απομακρύνονται σε μιά σειρά κατ’ άτομο, με βήμα ταχύ.
«- Μάλιστα!… Τώρα κατάλαβα γιατί είπες ότι θα τους βγάλεις τα μάτια!», μουρμούρισε η αθώα, καθώς απομακρυνόντουσαν.
«- Δεν θά ‘χουν καλά ξεμπλέγματα με το νού των φιδιών!», της αντιγύρισε με πονηρό χαμόγελο.
Τραβούσαν συνέχεια νότια καί ανατολικά, μ’ ανύστακτες πορείες κι αναπαύσεις πολεμικές. Το σχέδιο ήταν να φτάσουν στη θάλασσα, να βρουν ένα πλεούμενο, καί να τραβήξουν ανατολικά – κατά τα νησιά. Στην ξηρά δεν είχαν ελπίδα, ούτε σε βορρά, ούτε σε νότο. Στον βορρά καθόλου, στον νότο έτσι κι έτσι· αλά δεν θα το ρίσκαραν. Κ’ ύστερα θα έπλεαν, ίσως, στο μεγάλο νησί, ακόμη πιό ανατολικά. Κ’ ύστερα… ποιός ξέρει;…
Ώσπου ένα βράδυ, εκεί που καθόντουσαν παρέα καί μιλούσαν, η ηγετική έλαβε τον λόγο – προφανέστατα εκ μέρους όλων των γυναικών· φαίνεται πως είχαν συνεννοηθεί γι’ αυτό από πρίν, χωρίς να τις πάρει χαμπάρι.
«- Θέλουμε να σου ζητήσουμε κάτι!…», είπε με θηλυκό πλατύ χαμόγελο.
«- Ό,τι θέλετε! Καί να ρωτάτε κατ’ ευθείαν! Δεν σας χαλάω χατήρι, καί το ξέρετε!», χαμογέλασε ο άντρας.
«- Αυτό, δεν ξέρω πώς θα το πάρεις…»
«- Πές μου, καί θα δούμε!»
«- Θέλουμε να μας δώσεις εσύ όσα μας στέρησαν στον ναό! Θέλουμε να κάνεις έρωτα μ’ όλες μας, κι όλες μας θέλουμε παιδιά από σένα!»
Τον χτύπησε κεραυνός. Κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε αρκετές φορές, σα νά ‘λεγε: «- Θεέ μου, τί ακούω;!» Αλλά η ηγετική δεν υποχωρούσε.
«- Έχουμε δικαίωμα στη ζωή, καί δεν είχαν το δικαίωμα να μας το στερήσουν με ψευτιές! Οι άλλες συνομήλικές μας στο χωριό ήδη είναι παντρεμένες με παιδιά! Εμείς, τί κάνουμε; απλά περιμένουμε τα γεράματά μας, επειδή έτσι τό ‘θελαν μερικές φόνισσες, που θέλαν να μας κάνουν σαν τα μούτρα τους;», είπε εμφατικά κι αγριεμένη τώρα. «Λοιπόν;», τον κοίταξε σαν αρπακτικό στα μάτια, χωρίς ίχνος φιλικότητας. «Τί λες; συμφωνείς;»
Ο άντρας αναστέναξε, καί σηκώθηκε όρθιος. Έκανε μερικά βήματα, καί ξανακάθησε.
«- Κορίτσια, ακούστε! Αυτό που θέλετε είναι πολύ καλό, καί κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σας το στερήσει. Εγώ, όμως, λέω να βρήτε άντρες καί να κάνετε οικογένεια μαζί τους!»
«- Δεν θα περιμένουμε άλλο, θέλουμε με σένα!», τον αντίκοψαν σε κατάσταση σχεδόν εκτός εαυτού.
Ο Διπλό Γεράκι ξαναναστέναξε.
«- Συμφωνώ!…», είπε, χωρίς να προλάβει ν’ αποσώσει – οι κοπέλλες, με το που τον άκουσαν, άρχισαν τα θριαμβευτικά ουρλιαχτά. Όμως τους επέβαλε ησυχία. «Συμφωνώ, αλλά θα συμφωνήσετε κι εσείς σε όσα ζητήσω!»
«- Σ’ ακούμε!», είπε επιθετικά η ηγετική.
«- Δεν ξέρω τί μάθατε ως δόκιμες ιέρειες, αλλά δεν είναι σωστό να βιάζουμε το ιερό μυστήριο της ζωής· δεν είναι σωστό να ζορίζουμε τη Μοίρα μας! Αυτό θα το πληρώσουμε άσχημα, αν το κάνουμε!»
Δεν τον έκοψε καμιά τους αυτή τη φορά.
«Η μοίρα η δική μου ήταν νά έρθω στις ζωές σας, γιά να σας σώσω! Κι η δική σας, να μ’ ακούσετε καί να σωθήτε! Τώρα, ίσως καί να μην πρέπει να συνεχίσουμε με οικογενειακή σχέση, δεν διαβάζω καθαρά τη Μοίρα, αλλά απ’ την άλλη δεν ζητάτε καί κάτι κακό. Προτείνω, λοιπόν, τα εξής:
Θα έχουμε ερωτικές σχέσεις, αλλά με προφυλάξεις – καί μέχρι να βρήτε άλλους άντρες. Τότε, ξεκόβουμε οριστικά.
Θα δοκιμάσω γιά παιδί με την καθεμιά σας, αλλά μονάχα μία φορά. Καί μόνο όταν τ’ άστρα είναι καλά.
Αν δεν πιάσετε παιδί, δεν ξαναδοκιμάζουμε.
Αν τελικά γεννηθούν παιδιά, θα τους πήτε την πάσα αλήθεια – όταν θά ‘ναι έτοιμα να την ακούσουν, βέβαια· καί θα τους απαγορέψετε να παντρευτούν μεταξύ τους, αυτά καί τα παιδιά τους, καί τα παιδιά των παιδιών τους, μέχρι να περάσουν δέκα γενιές.
Καί τέλος, ό,τι καί να γίνει, θα μείνετε πάντα μονοιασμένες φίλες κι αδελφές, όπως ήσασταν μέχρι σήμερα το πρωΐ. Συμφωνείτε;»
«- Συμφωνούμε», απάντησαν όλες σε συνήχηση.
Δεν ήταν μονάχα ότι οι γυναίκες ζητούσαν αυτό που ζητούσε η φύση τους. Ο Διπλό Γεράκι κατάλαβε πολύ καλά πως κάποια φιδάκια άρχισαν να δαγκώνουν τις καρδιές τους. Εντάξει, η δυστυχία φέρνει τους ανθρώπους κοντύτερα, αλλά τί θα γινόταν στις καλές μέρες, που περίμεναν μπροστά, στο μέλλον; Η αβεβαιότητα κι η δυσπιστία ότι ίσως τις εγκαταλείψει, νά τί τις βασάνιζε! Γι’ αυτό καί θέλανε να δεθούν μαζί του, με δέσιμο που δεν έχουν ούτε κάν οι γονείς με τα παιδιά τους.
Αναστέναξε. Θα τηρούσε τις υποσχέσεις του, αλλά τη Μοίρα τη ζορίζανε μάλλον άσχημα. Καιρός, λοιπόν, να σκεφτεί τί θά ‘κανε στα χρόνια που ‘ρχόντουσαν.
Οι υπόλοιπες τρείς βρήκαν άντρες καί παντρεύτηκαν, αλλά οι δύο με τα παιδιά έμειναν μαζί του. Οι γυναίκες αντάλλασσαν καλά νέα η μιά με την άλλη, γιά κάμποσα χρόνια. Μετά γέρασαν, παιδιά κι εγγόνια καί συγγενείς δεν ενδιαφέρθηκαν γιά τη συνέχεια της φιλίας, καί χάθηκε η επικοινωνία τους.
Όταν πέθανε ο Διπλό Γεράκι, οι δυό γυιοί του μετά την κηδεία πέταξαν το μενταγιόν της γιαγιάς Νακάτλ στον ωκεανό, γιά να ευλογήσει συμβολικά το ταξίδι της ψυχής στον Μεγάλο Ωκεανό, τον επάνω· το παλιό ξύλο έπλευσε στο θαλασσόνερο, σαν καραβάκι. Αυτό ήταν καλός οιωνός!
Σήμερα, μετά από μιά άλλη δύσκολη πορεία μέσ’ από διαδοχικές ζωές, η πεντάδα ξαναζή κατά το μάλλον ή ήττον καλά, καί ξαναχαίρεται το φώς της ημέρας.
vi. Το μεγάλο Όχι
ταν ξανατέλειωσε την αφήγησή του ο Διπλό Γεράκι, τα κορίτσια τρέμανε άφωνα. Πάλι η δοκιμασία της αλήθειας, πάλι η αλήθεια. Τελείως γυμνή, μα καί σκληρή σαν πέτρα.“- Δε μας είπες ψέμματα;!…”, περισσότερο κατάφαση, παρά ερώτηση.
“- Όχι, δεν σας είπα ψέμματα.”
“- Τί θα κάνουμε τώρα;”, ρώτησε η μία απ’ τις κοπέλλες.
Μ’ αντρική ευθύτητα του σκοτωμού: “- Ή γυρίζετε πίσω, καί υφίστασθε τις συνέπειες…”
“- Εννοείς, θα σκοτώσουν μία από μας στην τελετή;”
“- Εννοώ, ότι θα σας σκοτώσουν όλες! Γιά παραδειγματισμό στις επόμενες! …Έλεγα, λοιπόν, ότι ή γυρίζετε πίσω καί σας σκοτώνουν, ή φεύγετε μαζί μου. Τώρα! Καί χαίρεστε μιά κανονική ζωή μακριά από τρελλούς καί τρελλές, χωρίς σκοτωμούς, με συζύγους καί παιδιά. Εσείς διαλέγετε!”
Μία απ’ τις κοπέλλες κούνησε το κεφάλι της με δυσπιστία. “- Δεν θα ωφελήσει!… Θα μας βρούν, όπου καί να πάμε. Θα μας δούν με τα μάτια του μυαλού!”
«- Ήδη έπρεπε να σας… να μας (διόρθωσε) έχουν δεί. Αλλά δεν το …βλέπω!», χαμογέλασε ειρωνικά με το λογοπαίγνιο ο Διπλό Γεράκι.
«- Είναι επειδή ακόμη δεν έχουν ανησυχήσει γιά μας!», είπε μιά κοπελλιά, αυτή που είχε ακόμη επάνω της αρκετή απ’ την παιδική της αθωότητα. «Αν αρχίσουν να μας ψάχνουν, θα μας βρούν!»
«- Θα τους τα θολώσω, τα μάτια του μυαλού! Κι αν επιμένουν, θα τους τα βγάλω!”
“- Ξέρεις πώς;…”
“- Ξέρω!”
Κοιταχτήκαν μεταξύ τους, μήπως κι ενθαρρύνει η μία την άλλη. Πλήν όμως, ακόμη δεν είχ’ επέλθει η ηρεμία.
«- Δεν μπορούν να μας δούν, μονάχα… Μπορούν καί να μας κάνουν κακό!», επέμενε η έφηβη παιδίσκη – που μάλλον μεγιστοποιούσε μέσα της τις φήμες πού ‘χε ακουστά.
«- Κι αυτό από μακρυά, με το μυαλό, έ;», ρώτησε ο Διπλό Γεράκι με μιά υποψία χαμόγελου.
«- Ναί!»
«- Κορίτσια, πόσο χρόνο έχετε ακόμη, μέχρι που πρέπει να γυρίσετε στον ναό;»
«- Μέχρι να δύσει ο Ήλιος.»
Ήδη είχε περάσει ένα τρίωρο, κάνε τετράωρο. Ο Ήλιος άρχισε να χαμηλώνει, αλλά ακόμη δεν είχε φύγει πολύ απ’ το μεσουράνημα.
Ο Διπλό Γεράκι έπεσε σε συλλογισμό γιά κάμποσο. «- Έχουμε γεμάτες πέντε ώρες να φύγουμε καί να τραβήξουμε μπροστά!», είπε στο τέλος. «Καί μή φοβάστε ούτε τις παλιές ιέρειες, ούτε τον αρχιμάγο! Πιό πολύ να φοβάστε τους πολεμιστές, που θα στείλουν να μας κυνηγήσουν· μαζί καί τα σκυλιά τους. Αλλά θα σας γλυτώσω!»
Το θέμα ήταν… «- Θέλετε να έρθετε μαζί μου, αφήνοντας μιά γιά πάντα πίσω σας την παλιά σας ζωή, κι όλους όσους αγαπάτε;»
«- Θέλουμε!», αποκρίθηκαν όλες χωρίς δισταγμό, απόλυτα σοβαρές. Μόνον η ηγετική του χαμογέλασε, γιά να τον ενθαρρύνει – σαν εκφράζοντας τα συναισθήματα όλης της ομάδας.
Έμενε, όμως, ένα πρόβλημα. «- Κορίτσια, αυτά τα λευκά φορέματα πρέπει να τ’ αλλάξετε οπωσδήποτε! Καταλαβαίνετε πως δεν γίνεται να μας δουν άνθρωποι, έναν άντρα με πέντε γυναίκες. Ακόμη κι αν καταφέρω να σας κρύψω, με την πρώτη ευκαιρία όλοι θα σπεύσουν να μας παραδώσουν στους δικούς σας… αν δεν μας πάρουν πρώτα τα κεφάλια. Το να πάρω μαζί μου πέντε γυναίκες, μπορούν ίσως να μην το θεωρήσουν παράξενο.» (Τα κορίτσια άφησαν πνιχτά γελάκια.) «…Αλλά πέντε ιέρειες, είναι τελείως διαφορετικό!…», συνέχισε.
«Θέλω να πω, βέβαια, ότι δεν γίνεται καί να μείνετε γυμνές. Άρα, πρέπει να βρούμε πέντε καθημερινά φορέματα! Θα δοκιμάσω να κλέψω απ’ το επόμενο χωριό που θα συναντήσουμε!», κατέληξε.
«- Πφφφφ!!! Άντρες!… Πραγματικά είσαστε όλοι εντελώς ηλίθιοι σε κάποια θέματα!», πετάχτηκε κι ειρωνεύτηκε η πιό πρακτική της παρέας, που μέχρι τότε δεν είχε πολυμιλήσει.
Ο Διπλό Γεράκι την κοίταξε ερωτηματικά.
«- Μά, εσύ ο ίδιος είπες ότι δεν πρέπει να μας δουν με το λευκό φόρεμα της δόκιμης ιέρειας! Καί τώρα λες να πλησιάσουμε σε χωριό έτσι; (Έδειξε το λευκό της φόρεμα.) Ή προτείνεις να είμαστε γυμνές μπροστά στους χωριάτες;», συνέχισε η κοπέλλα – κι όλες γέλασαν με την ψυχή τους. Γέλασε κι ο Διπλό Γεράκι με την αντρικού τύπου βλακεία του.
«- Τότε;…»
«- Τότε, πανέξυπνο Γεράκι, δεν θα χρειαστεί να πάμε σε άλλο χωριό. Ό,τι χρειαζόμαστε, θα το βρούμε στο δικό μας! Τώρα, πρίν ξεκινήσουμε!»
«- Πώς;»
«- Θα πάω εγώ στο χωριό καί θα φέρω καθημερινά φορέματα. Η μητέρα μου είναι η ράφτρα του χωριού!»
«- Καί πώς θα πλησιάσεις; Κι ακόμη, η μητέρα σου θα καταλάβει αμέσως ότι δεν θα την ξαναδείς. Ξέρεις τί σημαίνει αυτό; Ξέρεις πόσο θα μας προδώσουν τα δάκρυά της;»
«- Θα πλησιάσω χωρίς να με καταλάβει κανείς. Μην ξεχνάς τί έπαθες εσύ το πρωΐ! Κι όσο γιά τη μάνα μου, καταλαβαινόμαστε χωρίς λόγια· κι άμα θέλει, είναι απίστευτα σκληρή. Δεν θα της ξεφύγει κουβέντα, ούτε με βασανιστήρια!»
«- Ούτε με καπνό ονείρων;»
«- Μπορεί!…», συλλογίστηκε η κοπέλλα, «αλλά τότε θα είμαστε ήδη πολύ μακριά. Λοιπόν, ξεκινάω!»
Ο Διπλό Γεράκι την άρπαξε απότομα απ’ το μπράτσο πρίν φύγει, καί την κοίταξε αυστηρά στα μάτια. Αλλά δεν πρόλαβε να πεί τίποτε· πρίν απ’ αυτόν, πετάχτηκε καί μίλησε γιά όλες η ηγετική.
«- Αυτό που έκανες, είναι μεγάλη αγένεια! Αλλά τη σβήνουμε, επειδή σε καταλαβαίνουμε πώς σκέφτηκες· όχι, η αδελφή μας δεν θα μας προδώσει! Κι επειδή…», δίστασε.
«- Κι επειδή;…»
«- …Επειδή έδειξες πως πραγματικά ενδιαφέρεσαι γιά μας, καί θα μας προστατέψεις!»
Ο Διπλό Γεράκι άφησε την κοπέλλα, κούνησε το κεφάλι του καναδυό φορές σε κατάφαση, καί ζήτησε συγνώμη. Μόνο ρώτησε την πρακτική:
«- Γιά πόση ώρα να σε περιμένουμε εδώ; Κορίτσια, καταλαβαίνετε πως αν η αδελφή σας δεν γυρίσει, τότε τα πράγματα θα έχουν πάει πολύ στραβά. Αν περάσ’ η ώρα που θα συμφωνήσουμε, εμείς εδώ δεν θα την περιμένουμε άλλο. Θα φύγουμε αμέσως! Συμφωνείτε;»
Η μικρή σύσκεψη των κοριτσιών έβγαλε πόρισμα. «- Συμφωνούμε! Θα την περιμένουμε γιά δυό ώρες. Μετά, φεύγουμε!»
Η κοπέλλα έφυγε με ταχύ βηματισμό γιά το χωριό.
Ο Διπλό Γεράκι συλλογιζόταν. Τα χρονικά περιθώρια στένευαν. Τώρα έπρεπε να εκπονήσει σχέδιο παραπλάνησης, με προπορεία τη μισή απ’ την αρχική. Δυόμιση ώρες μονάχα!… Δεν έπρεπε να χάνει καιρό.
Έβγαλε το μαχαίρι του (του τό ‘χε επιστρέψει η ηγετική πρίν αρκετή ώρα), κι έκοψε κάμποσα μεγάλα χοντρά κλαδιά. Τα έδεσε με φυτά, φτιάχνοντας πέντε σταυρούς σε ανθρώπινο μπόϊ, που τους έμπηξε στέρεα στο έδαφος – σ’ έναν κύκλο. Οι κοπέλλες τον κοίταζαν σαστισμένες.
«- Τ’ είν’ αυτά που έφτιαξες;»
«- Θα δήτε!», τους χαμογέλασε.
Του ανταπέδωσε το χαμόγελο η ηγετική. «- Πραγματικά είσαι πολεμιστής! Είπαμε κι εμείς!… Δέ γινόταν ένας άντρας σαν εσένα να μήν είναι πολεμιστής!»
Στο χωριό του οι άντρες ήταν αγρότες καί κυνηγοί καμιά φορά, αλλά δεν έδωσε σημασία. Τα κορίτσια έκριναν ανάλογα με τα δικά τους βιώματα.
«- Καί πού το ξέρεις;»
«- Ο τρόπος που δουλεύεις! Αποφασιστικός, κατ’ ευθείαν στο αποτέλεσμα, σ’ αυτό που θέλεις!»
Χαμογέλασε, χωρίς ν’ αποσπάσει το βλέμμα του απ’ αυτό που έκανε. Όταν τέλειωσε με τους σταυρούς, άρχισε με το μαχαίρι του να ξύνει μυτερό έν’ άλλο ξύλο· κι όταν το έφερε σε λογαριασμό καί δαύτο, άρχισε να σκάβει το μονοπάτι με τη βοήθειά του.
Είχε τελειώσει την παγίδα, ξεκίνησε να τη σκεπάζει καί να σβήνει τα ίχνη, όταν ξανάρθε πίσω στην ομήγυρη λαχανιασμένη η πρακτική – κουβαλώντας ένα μάλλον βαρύ δισάκκι. Όλα είχαν πάει καλά, συνεπώς· αν καί θα μπορούσε να συμβεί το κακό την τελευταία στιγμή. Ευτυχώς, όμως, είχαν την προνοητικότητα να την περιμένουν στο μονοπάτι, πρίν πλησιάσει στην παγίδα.
Ο Ήλιος κόντευε πιά να φτάσει στη δύση του, άρα ήταν καιρός να του δίνουν. Ώσπου να τελειώσουν οι κοπελλιές με τις ερωτήσεις στη νεοφερμένη, ο Διπλό Γεράκι έβγαλε τα καθημερινά φορέματα απ’ το δισάκκι, καί τους τα μοίρασε. Όμως, κοντοστάθηκε· μέσα στη θέρμη της προετοιμασίας, δεν είχε ρωτήσει κάτι πολύ σημαντικό.
«- Είσαστε οχτώ όλες σας, σωστά;», συνεπέρανε ύστερ’ από σύντομη σκέψη.
«- Ναί!»
«- Οι άλλες τρείς πού είναι;»
«- Πήγαν σε άλλη δουλειά, θα επιστρέψουν κι αυτές το δειλινό.»
«- Ξέρουν πού πήγατε εσείς;»
«- Όχι. Δέ δίνουν τέτοιες πληροφορίες οι παλιές ιέρειες, ούτε κάν σε μας!»
«- Άρα, ούτ’ εσείς ξέρετε πού πήγαν αυτές!»
«- Ούτ’ εμείς!»
«- Κι αν είναι κοντά μας;»
«- Θα το ξέραμε αυτό… με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.»
«- Ωραία! Βάλτε τώρα τα καινούργια φορέματα, καί δεν θα κοιτάζω!», τις προέτρεψε, κι έκανε ν’ απομακρυνθεί.
Δεν πρόλαβε κάν. Έγινε κάτι πολύ παράξενο – γιά τις δικές του εμπειρίες, βέβαια: οι γυναίκες πέταξαν πέρα ό,τι φορούσαν, ακόμη καί τα σανδάλια τους, κι απόμειναν θεόγυμνες. Όλες τους. Αμέσως μετά, σα να τό ‘χαν ξανακάνει χίλιες φορές, πήγαν καί στάθηκαν κατάντικρυ στον δύοντα Ήλιο. Έκλεισαν τα μάτια τους, σήκωσαν τα χέρια τους σε στάση σταυρού, κι έμειναν έτσι κάμποση ώρα, σιωπηλές κι ακίνητες. Πολύ παράξενο θέαμα, στ’ αλήθεια!… Πέντε γυμνές γυναίκες σε στάση σταυρού, μπροστά από πέντε ξύλινους σταυρούς σε κύκλο!
Ο Διπλό Γεράκι πήγε να τους υπενθυμίσει ν’ αφήσουν τα τελετουργικά, επειδή ο χρόνος έτρεχε, αλλά κατάλαβε πως δεν έπρεπε να ενοχλήσει. Έκανε πίσω. Τις απορίες του τις πρόλαβε η ηγετική, όταν τα κορίτσια ξανάρθαν στην πραγματικότητα ετούτην εδώ.
«- Ο Ήλιος είναι ο κύριος του χρόνου!», του είπε καθώς ντυνόταν. «Παρελθόν, παρόν, μέλλον, είναι δικά του. Εμείς εδώ, με τον τρόπο που είδες, σβήσαμε το παρελθόν μας, επειδή ξεκινάμε τη νέα ζωή μας!» Στην απορημένη φάτσα του Διπλού Γερακιού, συνέχισε: «- Είναι τελετή μόνο γιά ιέρειες αυτή, γι’ αυτό δεν την έχεις ξαναδεί! Είναι απ’ αυτά, που δεν σου είπε η Νακάτλ!»
Ο Διπλό Γεράκι σήκωσε τους ώμους του, κι ανταπέδωσε χαμογελαστός: «- Σειρά μου τώρα, να κάνω όσα δεν έχετε ξαναδεί εσείς!»
Πήγε λίγο παραπέρα, κι ήρθε σύντομα πίσω με μιά αγκαλιά χόρτα. Οι κοπέλλες τα αναγνώρισαν. «- Φιδόχορτο!», είπε η μία, μ’ έκφραση μικρής φρίκης. «- Ακριβώς!», της χαμογέλασε ο άντρας, που έπιασε το φιδόχορτο κι άρχισε να τρίβει τους ξύλινους σταυρούς. Μετά πήρε τους λευκούς ιερατικούς χιτώνες, καί τους φόρεσε στους σταυρούς σα σκιάχτρα. Έτριψε με κάμποσο φιδόχορτο καί τα ρούχα.
«- Δώστε μου τα μενταγιόν σας!», πρόσταξε τις κοπέλλες.
«- Τί τα θέλεις; θα τα σπάσουμε, να μην τα ξαναδούμε!», είπε θυμωμένη η μία τους. Προφανώς είχε συνειδητοποιήσει με κάποια καθυστέρηση πόσα χρόνια της ζωής της είχε χάσει… προκειμένου να γίνει τελικά υποψήφιο θύμα ανθρωποθυσίας.
«- Όχι, φέρτε τα!», επέμενε ο άντρας. Αυτό δεν του τό ‘χει πεί η Νακάτκλ, αλλά το ήξερε απ’ το δικό του το μυαλό. Όταν ψάχνεις κάποιον με τα μάτια του νού, τα άψυχα βοηθάνε πολύ στον εντοπισμό.
Οι κοπέλλες του τα δώσανε, κι αυτός τα φόρεσε ένα-ένα στα σκιάχτρα.
«- Καί το δικό σου;», τον ρώτησε η ηγετική, που κάτι είχε καταλάβει.
Αντί να της απαντήσει, έσκυψε στο έδαφος καί πήρε υγρό χώμα. Πολύ. Έφτιαξε έναν μεγάλο σβώλο, που μέσα του έκλεισε το δικό του. Έβαλε τον σβώλο στο σακκούλι του. «- Γιά σας, αυτά είναι κακές αναμνήσεις, καί τα ξεφορτωθήκατε οριστικά. Γιά μένα, είναι όλη μου η ζωή! Γι’ αυτό το κρατάω.», είπε φιλοσοφικά. «Ξεκινάμε! Τώρα!!!«, πρόσταξε. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο…»
«- …Μέχρι να μας εντοπίσουν;», ρώτησε η πρακτική.
«- Όχι αυτοί κι αυτές που νομίζεις! Τα φίδια, που θα τα τραβήξει το φιδόχορτο, εννοώ!», της είπε, κι άρχισαν ν’ απομακρύνονται σε μιά σειρά κατ’ άτομο, με βήμα ταχύ.
«- Μάλιστα!… Τώρα κατάλαβα γιατί είπες ότι θα τους βγάλεις τα μάτια!», μουρμούρισε η αθώα, καθώς απομακρυνόντουσαν.
«- Δεν θά ‘χουν καλά ξεμπλέγματα με το νού των φιδιών!», της αντιγύρισε με πονηρό χαμόγελο.
vii. Καί το μεγάλο Ναί, ξανά
Είχαν περάσει κάμποσες μέρες, χωρίς απρόοπτα. Οι γνώσεις του Διπλού Γερακιού γιά διαβίωση στη ζούγκλα απεδείχθησαν υπερπολύτιμες! Όλο αυτό το διάστημα, δεν βίωσαν ποτέ τους πείνα, δίψα, ή επίθεση αγριμιών.Τραβούσαν συνέχεια νότια καί ανατολικά, μ’ ανύστακτες πορείες κι αναπαύσεις πολεμικές. Το σχέδιο ήταν να φτάσουν στη θάλασσα, να βρουν ένα πλεούμενο, καί να τραβήξουν ανατολικά – κατά τα νησιά. Στην ξηρά δεν είχαν ελπίδα, ούτε σε βορρά, ούτε σε νότο. Στον βορρά καθόλου, στον νότο έτσι κι έτσι· αλά δεν θα το ρίσκαραν. Κ’ ύστερα θα έπλεαν, ίσως, στο μεγάλο νησί, ακόμη πιό ανατολικά. Κ’ ύστερα… ποιός ξέρει;…
Ώσπου ένα βράδυ, εκεί που καθόντουσαν παρέα καί μιλούσαν, η ηγετική έλαβε τον λόγο – προφανέστατα εκ μέρους όλων των γυναικών· φαίνεται πως είχαν συνεννοηθεί γι’ αυτό από πρίν, χωρίς να τις πάρει χαμπάρι.
«- Θέλουμε να σου ζητήσουμε κάτι!…», είπε με θηλυκό πλατύ χαμόγελο.
«- Ό,τι θέλετε! Καί να ρωτάτε κατ’ ευθείαν! Δεν σας χαλάω χατήρι, καί το ξέρετε!», χαμογέλασε ο άντρας.
«- Αυτό, δεν ξέρω πώς θα το πάρεις…»
«- Πές μου, καί θα δούμε!»
«- Θέλουμε να μας δώσεις εσύ όσα μας στέρησαν στον ναό! Θέλουμε να κάνεις έρωτα μ’ όλες μας, κι όλες μας θέλουμε παιδιά από σένα!»
Τον χτύπησε κεραυνός. Κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε αρκετές φορές, σα νά ‘λεγε: «- Θεέ μου, τί ακούω;!» Αλλά η ηγετική δεν υποχωρούσε.
«- Έχουμε δικαίωμα στη ζωή, καί δεν είχαν το δικαίωμα να μας το στερήσουν με ψευτιές! Οι άλλες συνομήλικές μας στο χωριό ήδη είναι παντρεμένες με παιδιά! Εμείς, τί κάνουμε; απλά περιμένουμε τα γεράματά μας, επειδή έτσι τό ‘θελαν μερικές φόνισσες, που θέλαν να μας κάνουν σαν τα μούτρα τους;», είπε εμφατικά κι αγριεμένη τώρα. «Λοιπόν;», τον κοίταξε σαν αρπακτικό στα μάτια, χωρίς ίχνος φιλικότητας. «Τί λες; συμφωνείς;»
Ο άντρας αναστέναξε, καί σηκώθηκε όρθιος. Έκανε μερικά βήματα, καί ξανακάθησε.
«- Κορίτσια, ακούστε! Αυτό που θέλετε είναι πολύ καλό, καί κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σας το στερήσει. Εγώ, όμως, λέω να βρήτε άντρες καί να κάνετε οικογένεια μαζί τους!»
«- Δεν θα περιμένουμε άλλο, θέλουμε με σένα!», τον αντίκοψαν σε κατάσταση σχεδόν εκτός εαυτού.
Ο Διπλό Γεράκι ξαναναστέναξε.
«- Συμφωνώ!…», είπε, χωρίς να προλάβει ν’ αποσώσει – οι κοπέλλες, με το που τον άκουσαν, άρχισαν τα θριαμβευτικά ουρλιαχτά. Όμως τους επέβαλε ησυχία. «Συμφωνώ, αλλά θα συμφωνήσετε κι εσείς σε όσα ζητήσω!»
«- Σ’ ακούμε!», είπε επιθετικά η ηγετική.
«- Δεν ξέρω τί μάθατε ως δόκιμες ιέρειες, αλλά δεν είναι σωστό να βιάζουμε το ιερό μυστήριο της ζωής· δεν είναι σωστό να ζορίζουμε τη Μοίρα μας! Αυτό θα το πληρώσουμε άσχημα, αν το κάνουμε!»
Δεν τον έκοψε καμιά τους αυτή τη φορά.
«Η μοίρα η δική μου ήταν νά έρθω στις ζωές σας, γιά να σας σώσω! Κι η δική σας, να μ’ ακούσετε καί να σωθήτε! Τώρα, ίσως καί να μην πρέπει να συνεχίσουμε με οικογενειακή σχέση, δεν διαβάζω καθαρά τη Μοίρα, αλλά απ’ την άλλη δεν ζητάτε καί κάτι κακό. Προτείνω, λοιπόν, τα εξής:
Θα έχουμε ερωτικές σχέσεις, αλλά με προφυλάξεις – καί μέχρι να βρήτε άλλους άντρες. Τότε, ξεκόβουμε οριστικά.
Θα δοκιμάσω γιά παιδί με την καθεμιά σας, αλλά μονάχα μία φορά. Καί μόνο όταν τ’ άστρα είναι καλά.
Αν δεν πιάσετε παιδί, δεν ξαναδοκιμάζουμε.
Αν τελικά γεννηθούν παιδιά, θα τους πήτε την πάσα αλήθεια – όταν θά ‘ναι έτοιμα να την ακούσουν, βέβαια· καί θα τους απαγορέψετε να παντρευτούν μεταξύ τους, αυτά καί τα παιδιά τους, καί τα παιδιά των παιδιών τους, μέχρι να περάσουν δέκα γενιές.
Καί τέλος, ό,τι καί να γίνει, θα μείνετε πάντα μονοιασμένες φίλες κι αδελφές, όπως ήσασταν μέχρι σήμερα το πρωΐ. Συμφωνείτε;»
«- Συμφωνούμε», απάντησαν όλες σε συνήχηση.
Δεν ήταν μονάχα ότι οι γυναίκες ζητούσαν αυτό που ζητούσε η φύση τους. Ο Διπλό Γεράκι κατάλαβε πολύ καλά πως κάποια φιδάκια άρχισαν να δαγκώνουν τις καρδιές τους. Εντάξει, η δυστυχία φέρνει τους ανθρώπους κοντύτερα, αλλά τί θα γινόταν στις καλές μέρες, που περίμεναν μπροστά, στο μέλλον; Η αβεβαιότητα κι η δυσπιστία ότι ίσως τις εγκαταλείψει, νά τί τις βασάνιζε! Γι’ αυτό καί θέλανε να δεθούν μαζί του, με δέσιμο που δεν έχουν ούτε κάν οι γονείς με τα παιδιά τους.
Αναστέναξε. Θα τηρούσε τις υποσχέσεις του, αλλά τη Μοίρα τη ζορίζανε μάλλον άσχημα. Καιρός, λοιπόν, να σκεφτεί τί θά ‘κανε στα χρόνια που ‘ρχόντουσαν.
Επίλογος
Με τις προσπάθειες γιά τεκνοποίηση, έμειναν έγκυες οι δύο απ’ τις πέντε. Το ταξίδι με δυό εγκύους δυσκόλευε, αλλά έδειξαν όλη τη σκληραγωγία τους καί δεν δημιούργησαν πρόσθετα προβλήματα. Τελικά, γέννησαν στο μεγάλο νησί από έναν γυιό η καθεμία.Οι υπόλοιπες τρείς βρήκαν άντρες καί παντρεύτηκαν, αλλά οι δύο με τα παιδιά έμειναν μαζί του. Οι γυναίκες αντάλλασσαν καλά νέα η μιά με την άλλη, γιά κάμποσα χρόνια. Μετά γέρασαν, παιδιά κι εγγόνια καί συγγενείς δεν ενδιαφέρθηκαν γιά τη συνέχεια της φιλίας, καί χάθηκε η επικοινωνία τους.
Όταν πέθανε ο Διπλό Γεράκι, οι δυό γυιοί του μετά την κηδεία πέταξαν το μενταγιόν της γιαγιάς Νακάτλ στον ωκεανό, γιά να ευλογήσει συμβολικά το ταξίδι της ψυχής στον Μεγάλο Ωκεανό, τον επάνω· το παλιό ξύλο έπλευσε στο θαλασσόνερο, σαν καραβάκι. Αυτό ήταν καλός οιωνός!
Σήμερα, μετά από μιά άλλη δύσκολη πορεία μέσ’ από διαδοχικές ζωές, η πεντάδα ξαναζή κατά το μάλλον ή ήττον καλά, καί ξαναχαίρεται το φώς της ημέρας.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου