Στίς… (Ξέρουν αυτές!)

i. Διπλό Γεράκι 16 18
Κεντρική Αμερική
Πολλές χιλιάδες χρόνια πρίν την εποχή μας
εν πήγαινε άλλο, έπρεπε να ποτίσει τα χορταράκια της ζούγκλας. Παραμέρισε τα ρούχα του, κι αμόλησε τη χρυσή βροχή. Αλλά, πρίν τελειώσει το πότισμα, άκουσε κοντά του πνιχτά γυναικεία γελάκια πφφφφφκχίκχίκχί!!!
Γύρισε, κι είδε μιά νεαρή κοπέλλα να ξεπροβάλει πίσω από ένα δέντρο. Κι άλλη, κι άλλη… πέντε συνολικά· που τον έκαναν χάζι. Χαμογέλασε κι ο ίδιος σαν ηλίθιος (τί άλλο μπορούσε να κάνει; ), κι εκτόξευσε καί την υπόλοιπη ποσότητα υγρού στα χόρτα. Τέλειωσε, συμμαζεύτηκε.
“- Καλημέρα σας, κυρίες μου! Συγνώμη γιά το θέαμα, αλλά δεν σας κατάλαβα ότι ήσασταν δίπλα μου!”
Τον τελευταίο καιρό, τον περνούσε μόνος του στη ζούγκλα· μακριά από ανθρώπους. Είχε εξασκηθεί να καταλαβαίνει πότε τον πλησιάζουν θηρία, φίδια… είχε μάθει ν’ αμύνεται. Προϋπήρχαν οι γνώσεις του να βρίσκει φαγώσιμα καί νερό μέσα στο τροπικό δάσος, αυτό δεν του έγινε πρόβλημα ούτε στιγμή. Καταλάβαινε άριστα καί πότε πλησιάζουν άνθρωποι – οι αισθήσεις κι οι διαισθήσεις στον ύψιστο βαθμό. Αλλά τούτο εδώ!…
“- Δεν θα μας καταλάβαινες!”, απάντησε η μία, χαμογελώντας του.
Τις κοίταξε πιό προσεκτικά. Όλες περίπου δεκαέξι ετών, με λευκό χιτώνα. Καί με σαντάλια. Εκπληκτικό αυτό, γιατί αν ήταν ξυπόλητες, πραγματικά θα έκαναν αρκετά ασθενέστερο θόρυβο πλησιάζοντάς τον. Αλήθεια είπε η κοπελλιά· δεν θα τις καταλάβαινε. Ωστόσο, κατάλαβε κάτι άλλο.
“- Ιέρειες, έ;”
“- Δόκιμες! Αλλά ήδη έχουμε εκπαιδευτεί στο να μή μας αντιλαμβάνεται κάποιος, όσο κοντά του κι αν είμαστε!”
“- Καί άριστα, διαπιστώνω!”
“- Εσύ, ξένε, ποιός είσαι; Καί ποιό το χωριό σου;”
Η κοπέλλα ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον, επειδή ο ξένος μιλούσε με διαφορετική ντοπιολαλιά.
“- Με λένε Διπλό Γεράκι Δεκάξι Δεκαοκτώ! Χωριό δεν έχω.”
“- Πώς δεν έχεις;”
“- Το χωριό μου… Έεεε… Εγώ περιπλανιέμαι στη ζούγκλα εδώ καί καιρό.”
“- Καί τί κάνεις στη ζούγκλα; Γιατί δεν πας πίσω στο χωριό σου; Το χωριό σου πρέπει νά ‘ναι μακριά! Σωστά;”
“- Ναί, στο νότο.”
“- Γιατί δεν πας να μείνεις σ’ ένα άλλο;”
Γυναικεία περιέργεια, βροχή οι ερωτήσεις!
“- Τρώω, κοιμάμαι, ταξιδεύω… μαζεύω βότανα… Δεν θέλω να πάω κάπου να κατοικήσω μόνιμα, έχω συνηθίσει μόνος μου. Ίσως μιά μέρα αλλάξω μυαλά, αλλά τώρα θα συνεχίσω να κάνω ό,τι κάνω.”
“- Βότανα; Μά, αυτή δεν είναι δουλειά γιά άντρες!… τουλάχιστον στο δικό μας χωριό.”
“ -Έ, καμιά φορά είναι!” Άνοιξε το δισάκκι του, καί τους πρόσφερε μερικά που είχε μαζέψει. “Θέλετε; γιά να μην κουραστήτε κιόλας;”
Μία κοπέλλα πήγε να τα πάρει, αλλά τη συγκράτησε μιά άλλη, που φαινόταν πιό ηγετική. “- Όχι, Διπλό Γεράκι! Σ’ ευχαριστούμε, αλλά δεν γίνεται! Τα δικά σου είναι μαζεμένα από χθές· έχουν αρχίσει να μαραίνονται!”
“- Σωστά! Καί λοιπόν; έτσι κι αλλοιώς, αυτά τα συγκεκριμένα τ’ αφήνουμε γιά αποξήρανση!”
“- Κοίτα, δεν θέλουμε να σε προσβάλουμε, που δεν παίρνουμε το δώρο σου, αλλά… Όταν επιστρέψουμε στο χωριό, θα καταλάβουν ότι δεν τα μαζέψαμε εμείς… κι αλοίμονό μας! Εμείς (έδειξε τα υπόλοιπα κορίτσια) υπακούμε σε πολύ αυστηρούς κανόνες. Δεν επιτρέπεται ούτε κάν να μιλάμε σε ξένους, ξέρεις!”
“- Κι εμένα, γιατί μου μιλήσατε;”
“- Επειδή… έτσι!” – σε δυό λέξεις συμπυκνωμένη η νεανική ανεμελιά.
Αυτή η τελευταία στιχομυθία τον έκανε να τις κοιτάξει προσεκτικά. Μέχρι τότε, παρίστανε πως τις έβλεπε στα ίσα, αλλά δεν τις έβλεπε. Τα οπτικά ερεθίσματα δεν περνούσαν στη συνείδησή του, επειδή το μάτι του δούλευε σχεδόν αποκλειστικά την πλευρική του όραση, γιά ύπαρξη κινδύνου. Άσε που, με αφορμή το ψάξιμο στο δισάκκι του, βρήκε χρόνο να σκεφτεί καλύτερα με τί είχε να κάνει. Κι αν υπήρχαν φρουροί εκεί κοντά; Δεν έδινε σήμα η διαίσθησή του, αλλά ποτέ δεν ξέρεις! Μήπως με τις γυναίκες δεν την πάτησε;

…Το μενταγιόν τους, ίδιο γιά όλες τις κοπέλλες, το είχε δεί, αλλά δεν το είχε προσέξει μέχρι τότε. Μ’ ας μήν το πρόσεχε, χίλιες φορές!
Φίδι φαρμακερό τον δάγκωσε στην καρδιά. Το βλέμμα του συννέφιασε προς στιγμήν· προσπάθησε να επαναφέρει το χαμόγελο, αλλά οι κοπέλλες κατάλαβαν.
“- Διπλό Γεράκι Δεκάξι Δεκαοκτώ, τί έχεις;”
“- Εντάξει είμαι!”
“- Όχι, δεν είσαι!”
Σιωπή.
“- Τί είδες, που σε στεναχώρησε τόσο πολύ; ή μήπως σε φόβησε κάτι;”
Σιωπή.
“- Ποιά πνεύματα σκοτείνιασαν το μυαλό σου, Διπλό Γεράκι Δεκάξι Δεκαοκτώ;”
Σιωπή.
Μίλησε η ηγετική της παρέας: “- Κοίτα, δεν ξέρω τί κρύβεις μέσα σου, αλλά είμαστε καλές κοπέλλες! Δεν θα σου κάνουμε κακό!”
“- Το ξέρω!”
“- Τότε;”
Σιωπή.
“- Κορίτσια, φοράει κι αυτός μενταγιόν! Νά, τό ‘χει μέσα απ’ τον χιτώνα του!”, πετάχτηκε μιά άλλη. “Γιατί δεν μας το δείχνεις;”
“- Ναί, ναί!!!”, συμπλήρωσαν εν χορώι οι υπόλοιπες.
“- Ήδη είδατε σήμερα κάτι δικό μου, που δεν το βλέπει όλος ο κόσμος! Μή θέλετε κι άλλο!”, αστειεύτηκε ειλικρινά το Διπλό Γεράκι.
Τα κορίτσια γέλασαν με το χωρατό, αλλά επέμεναν πιό δυνατά τώρα· πιό πιεστικά, με κατακλυσμό γέλιων καί φωνών, ένα κύκλο γύρω του. Δεν μπορούσε πιά να κάνει αλλοιώς…

Το Διπλό Γεράκι τράβηξε έξω απ’ το ρούχο το δικό του μενταγιόν, κι αμέσως έπεσε νεκρική σιωπή. Οι κοπέλλες έριξαν τη θωριά τους απάνω σ’ ένα σκαλιστό ξύλινο μενταγιόν, ολόϊδιο με τα δικά τους· μονάχα πολυκαιρισμένο. Αλλά ούτε τον θεό του Κακού νά ‘βλεπαν μπροστά τους ολοζώντανον, έτσι δεν θα κάνανε. Φωνές καί γέλια χάθηκαν μεμιάς σε βάραθρ’ άπατο. Μόνο οι ήχοι του δάσους ακουγόντουσαν.

Μιά τους μόνη ανέστη εκ νεκρών μετά ‘πό λίγο.
“- Δδδδέ… δεν είναι δικό σου;!”
“- Όχι, δεν είναι δικό μου.”
“- Το μενταγιόν αυτό δεν δίνεται σε άντρες!… μόνον εμείς οι ιέρειες το έχουμε!”
“- Σωστά!”
“- Το πήρες από δική μας ιέρεια, λοιπόν!…”, σάστισε η κοπελλιά, με νύχια καί με δόντια σπρώχνοντας έξω απ’ το μυαλό της τη φοβερή συνέχεια, που πήγαινε να μπουκάρει καί να της πάρει το νού. Όμως την Κερκόπορτα της τρέλλας την άνοιξε μιά άλλη, ουρλιάζοντας.
“- Τη σκότωσεεεες!!!…”
Ακολούθησε πανζουρλισμός. Αλλ’ αμέσως επενέβη άγρια η ηγετική· μ’ ένα νόημα, τις έκανε να σωπάσουν.
“- Ξένε, είν’ αλήθεια αυτό που λέει η αδελφή δόκιμη ιέρεια; σκότωσες ιέρεια;”
“- Όχι!”
“- Λες ψέμματα! Δεν σε πιστεύουμε! Γι’ αυτό σκοτείνιασες, μόλις είδες τα δικά μας μενταγιόν, έ;”
Το Διπλό Γεράκι τις κοίταξε όλες μέσα στα μάτια, μία προς μία, με βλέμμα αταλάντευτο.
“- Αν πιστεύετε ότι είμαι ψεύτης, θα καθήσω ακίνητος να με σκοτώσετε!”, είπε με σοβαρότητα. “Νά, πάρε εσύ το μαχαίρι μου!”, πρότεινε στην ηγετική. “Εγώ δεν έχω τίποτα πιά ν’ αμυνθώ. Στο κάτω-κάτω, είμαι ένας, κι είστε πέντε! Κάντε με ό,τι θέλετε!”
Η ηγετική πήρε το μαχαίρι, αλλά στάθηκε ασάλευτη. Τον κοίταξε κατάματα γιά ώρα. Οι άλλες τη μιμήθηκαν. Στο τέλος, αναστέναξε.
“- Ξένε, είσαι ειλικρινής! Δεν σκότωσες ποτέ σου καμμία δική μας ιέρεια. Ούτε κάποιο άλλο άτομο. Αλλά δεν καταλαβαίνω… Κουβαλάς μέσα σου τον θάνατο, το βλέπω καθαρά. Μόνο που δεν δίνεις εσύ θάνατο σε άλλους! Κι ούτε δικός σου είν’ αυτός!”
Σιωπή. Το Διπλό Γεράκι κοίταζε μακριά, χαμένο στις σκέψεις του.
“Πώς γίνεται αυτό; Εμείς ξέρουμε πως οι άντρες γίνονται πολεμιστές, καί μετά σκοτώνουν ή σκοτώνονται!”
“- Δεν ήμουνα ποτέ μου πολεμιστής…”
Οι γυναίκες κοίταξαν η μία την άλλη, με ειλικρινή έκφραση απορίας.
“- Θέλεις να μας μιλήσεις γιά τα μυστικά σου;”
Ανασήκωσε τους ώμους, δείχνοντας πως δεν εξαρτιόταν απ’ αυτόν. “- Θέλετε να μ’ ακούσετε;”
Τα χαμόγελα επανήλθαν.
“- Θέλουμε! Θέλουμε!”
Το Διπλό Γεράκι χαμογέλασε πικρά, αλλά τα κορίτσια δεν κατάλαβαν το ύφος του. Νόμισαν πως απλά χαμογελούσε χαλαρωμένος πιά, σαν αυτές. Κι ούτε δώσαν περισσότερη σημασία· ήδη είχαν καθίσει κατάχαμα σ’ ένα ημικύκλιο γύρω του, όλες αυτιά.

ii. Η γριά
Είχε καταφθάσει στο χωριό έν’ απομεσήμερο. Μόνη της. Ξενομερίτισσα, γύρευε από πούθε· ανέστια, περιπλανημένη, ταλαιπωρημένη, καί σχεδόν αξιολύπητη. Κανείς δεν την ήξερε, κι ελάχιστοι της έδωσαν σημασία. Μιά γριά, τώρα… με το κοκκαλιάρικο χέρι της σαν απλωμένο γιά βοήθεια. Καναδυό γυναίκες της έδωσαν μιά κούπα νερό, καί φαγητό· που κάθησε σ’ ένα πεζούλι καί τό ‘τρωγε με ειλικρινή πείνα.
Εκείνη τη στιγμή ξέσπασε μιά μικρή αναταραχή στο χωριό· ένας άντρας επέστρεφε απ’ το δάσος, με το χέρι του πρησμένο σ’ όλο το μήκος του. Η γριά παράτησε το φαγητό της, κι αμέσως έβγαλε απ’ το δισάκκι της ένα κατάπλασμα καί του το έβαλε στο χέρι. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο αυτό που συνέβη στον άντρα· γδάρθηκε απρόσεκτα από ‘να ελαφρώς δηλητηριώδες φυτό της ζούγκλας. Αλλά, από τη στιγμή που ο ερεθισμός στο χέρι του χωρικού υποχώρησε πολύ, η γριά άρχισε να χαίρει πανχωριατικού σεβασμού· μάλιστα, της δώσαν μιά άδεια καλύβα να μείνει μόνιμα.
Παρά ταύτα, από μιά αναποδιά της τύχης, η γριά ξαναγύρισε σχεδόν στην προηγούμενη κατάστασή της – της ξένης, που τη βλέπουν με δυσπιστία. Δύο βδομάδες μετά ‘πό την άφιξή της, πέθανε ξαφνικά ο αρχηγός του χωριού σε σχετικά νεαρή ηλικία. Οι χωρικοί θεώρησαν πως η γρουσουζιά οφειλόταν στη γριά, κι απομακρύνθηκαν από δαύτην. Ωστόσο, δεν την πήραν με τις πέτρες, διότι η γριά συνέχιζε να προσφέρει τις θεραπείες της· με μόνη αμοιβή της το φαγητό που περίσσευε σ’ όσους χωριάτες θέλανε να κάνουν μιά καλή πράξη.
Η ίδια, την απομάκρυνση των χωρικών από του λόγου της τη δέχτηκε στωϊκά· δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν απείλησε, δεν καταράστηκε, δεν έβγαλε κίχ. Κι εδώ που τα λέμε, ούτε πρίν, όταν είχ’ έρθει, την είχε πιάσει ο ενθουσιασμός γιά πολλές κουβέντες καί κοινωνικές σχέσεις. Πάντα ήταν λιγομίλητη κι αγέλαστη. Μετά δυσκολίας χαμογελούσε, κι αυτό μονάχα όταν έβλεπε κάποιον ασθενή να ξαναγίνεται καλά απ’ τα φάρμακά της.

Εκείνο το άτομο, που την πλησίασε περισσότερο απ’ όλους τους χωρικούς, ήταν ένα παιδάκι εφτά-οχτώ χρονώ. Από την πρώτη στιγμή που η γριά είχε φτάσει στο χωριό, ο μικρός καθόταν παράμερα καί την κοίταζε με περιέργεια. Ούτε φόβος, ούτε τίποτε τέτοιο στα μάτια του.
Μιά μέρα, στη φάση που η γριά ήδη είχε ξαναπέσει στη δυσμένεια του χωριού, ο μικρός την πλησίασε· πολύ κοντά. Με τα παιδικά μάτια του, δε χόρταινε να τη βλέπει να κοπανάει στο γουδί ένα αρωματικό βότανο. Μά, ναί!… γιά το παιδάκι, αυτή η εμπειρία ήταν ένας ολόκληρος καινούργιος κόσμος! Ο ρυθμικός ήχος του γουδόχερου, μαζί με το άρωμα του φυτού, ήταν προφανώς μιά μικρογραφία του Παραδείσου γιά το φιλομαθές παιδί.
“- Πώς σε λένε, μικρέ;”, ρώτησε η γριά κοιτάζοντάς τον, χωρίς να διακόψει τη δουλειά της· με μιά υποψία χαμόγελου στη φάτσα της.
“- Διπλό Γεράκι! Κι εσένα;”, ρώτησε άφοβα ο μικρός.
“- Νακάτλ Αχάου!”, αποκρίθηκε η γριά.
“- Γιαγιά Νακάτλ… μπορώ να βοηθήσω;”, ξαναρώτησε ο μικρός, δείχνοντας με τα μάτια του το γουδί.
Η γριά χαμογέλασε πλατειά. “- Όχι σε τούτο, αλλά θα μου φέρνεις τα βότανα που θα σου λέω, μέσα απ’ την καλύβα! Καί στην ποσότητα που θα σου λέω! Ούτε λιγώτερη, ούτε περισσότερη! Εντάξει;”
“- Εντάξει!”, ανταπέδωσε το χαμόγελο ο μικρός, κι από εκείνη τη στιγμή έγινε ο μόνιμος βοηθός καί μαθητευόμενος της γριάς.

Είχανε περάσει πάνω από δεκαπέντε… τί λέω; δεκαοχτώ, κάνε δεκαεννιά χρόνια απ’ την άφιξη της γριάς, κι ο Διπλό Γεράκι είχε γίνει -χάρη σ’ αυτήν, εννοείται- ο νέος φαρμακοτρίφτης καί πρακτικός γιατρός του χωριού. Η κατάσταση της δυσπιστίας απέναντι στην ξένη είχε από καιρό παγιωθεί, καί δεν έλεγε ν’ αλλάξει. Αλλά, νά, υπήρχε κι ο συγχωριανός διαμεσολαβητής· κι έτσι, οι χωρικοί ό,τι θέλανε, το λέγανε στο σαμάρι, να τ’ ακούει η γαϊδάρα!
Στην κυριολεξία ήτανε σαμάρι γιά φόρτωμα, ο Διπλό Γεράκι. Εκτός απ’ τα γιατροσόφια του, πάντα παρέμενε το παιδί γιά τα θελήματα καί τα κουβαλήματα. Ωστόσο, όλο καί κάποια δώρα κονομούσε με τις εξυπηρετήσεις αυτές· πότε κανένα σακκί με καρπούς, πότε καμιά πίττα… Καλά πέρναγε. Καί κοντά σ’ αυτόν, καί η γριά· η οποία έχαιρε ιδιοτύπου ασυλίας. Δεν της μιλάγαν μέν, δεν την πειράζαν δέ.
Ένα βράδυ, η γριά τού ‘κανε νόημα να έρθει κοντά της.
“- Διπλό Γεράκι!”, μίλησε δύσκολα με τη γηραλέα φωνή της.
“- Ναί, γιαγιά Νακάτλ!”
“- Θέλω να σου πω μερικά πράγματα!”
“- Σ’ ακούω, γιαγιά!”
“- Το πρώτο… Αύριο εγώ δεν θα υπάρχω!”, μπήκε κατευθείαν στο ψαχνό η γριά.

“- Γιαγιά!!!”, είπε εμφατικά ο Διπλό Γεράκι. “Μήν κάνεις τη γλώσσα σου γλώσσα φιδιού! Μή λές τέτοια!”
Η γριά έκανε μιά επιβλητική, αποφασιστική χειρονομία· τον ανάγκασε να σωπάσει.
“- Γιά όλους έρχεται κάποτε το τέλος, Διπλό Γεράκι!”
“- Σωστά, αλλά…”
Η γριά χαμογέλασε.
“- Θα με ξαναδείς κι αύριο! Μην κάνεις έτσι! Άλλως τε, σου έχω πεί καί χειρότερα πράγματα – αν θυμάσαι!”
Ο Διπλό Γεράκι ανασήκωσε τους ώμους του σε φανέρωμ’ ανημποριάς ν’ αντιδράσει. “- Ναί…”, έκανε αφηρημένα.
“- Θέλω αύριο να πας στην κορυφή του βουνού που βλέπουμε στα νότια, καί να μου φέρεις ένα βότανο, που θα βρείς εκεί.”
“- Θα πάω! Πώς είναι αυτό το βότανο;”
Η γριά το περιέγραψε.
“- Καί τί το θέλεις, γιαγιά;”
“- Θα φτιάξω ένα τελευταίο φάρμακο, που θα το δίνεις μονάχα στις περιπτώσεις που θα σου πω.”
“- Τί κάνει αυτό, κι είναι τόσο σπουδαίο;”
“- Θα μάθεις!…”, χαμογέλασε η γριά, κι έβγαλε το μενταγιόν της. Του το έδωσε. “Αυτό θέλω να το κρατήσεις, καί να μην το δώσεις σε κανένα άλλο άτομο!”
“- Θα σε θυμάμαι όσο ζώ, γιαγιά Νακάτλ! Θα το τιμήσω το μενταγιόν σου!”
“- Μά, εσύ, πανέξυπνο Διπλό Γεράκι, θα με θυμάσαι καί χωρίς αυτό! Ξέρεις ποιός είν’ ο λόγος που σου το δίνω;”
“- Όχι!… Επειδή είμαι ο διάδοχός σου στις γνώσεις γιά τα φάρμακα;”
“- Καί γι’ αυτό, αλλά κυρίως γιά να θυμάσαι πόσο υπεύθυνος πρέπει να είσαι σ’ όλη σου τη ζωή!”
“- Γιαγιά… μου επιτρέπεις να ρωτήσω μιά τολμηρή ερώτηση;”
“ – Λέγε…”
“- Μου τα έμαθες όλα, όσα ξέρεις;”
Η γριά γέλασε με την καρδιά της, σα ν’ άκουγε ένα τρομερό αστείο. Δεν την είχε ξαναδεί να ξεσπάει έτσι· αλλά μάλλον το χρειαζόταν κι αυτή ένα τέτοιο γέλιο, που παράσερνε τις στεναχώριες μιάς ζωής σα χείμαρρος. “- Όχι, γυιέ μου! Σου έμαθα μόνον όσα πρέπει!”
“- Καί τα υπόλοιπα;”
“- Τα υπόλοιπα είναι γνώσεις μονάχα γιά γυναίκες. Μην είσαι περίεργος, σε παρακαλώ! Ειδικά τώρα!”
“- …Κατάλαβα!… Κι αφού όλ’ αυτά τα χρόνια που είσαι μαζί μας δεν ενδιαφέρθηκε κάποια γυναίκα να γίνει μαθήτριά σου, δεν τα είπες!…”, συνεπέρανε.
“- Σωστά!”
Η γριά ανακάθησε ελαφρά. “- Θα σε παρακαλέσω τώρα να μ’ αφήσεις να κοιμηθώ. Είμαι πολύ κουρασμένη, κι αύριο έχουμε δουλειά· κι εσύ, κι εγώ!”
Ο Διπλό Γεράκι σηκώθηκε, δίνοντας κι αυτός τέλος στη συζήτηση. “- Καληνύχτα, γιαγιά Νακάτλ!”
“- Καληνύχτα γυιέ μου, κι αύριο να σηκωθείς πολύ πρίν βγεί ο Ήλιος! Το βότανο αυτό πρέπει να μαζευτεί πρίν χαράξει.”

iii. Θάνατος
Όταν έφτασε στην κορυφή, ο ουρανός από πάνω άρχισε να ροδίζει. Όμως, δεν υπήρχε ούτε ίχνος βοτάνου, καταπώς το περιέγραψε η γριά. Δε μπορεί!… Αποκλείεται να έκανε τόσο μεγάλο λάθος! Οι οδηγίες της ήταν σαφέστατες. Μήπως έκανε λάθος στην κορυφή, κι έπρεπε να πάει στη διπλανή; Μήπως είχαν ξυπνήσει μονάχα τα ποδάρια του, αλλά όχι τα μάτια του;… Μήπως;… Μήπως…
Το ψάξιμο διήρκεσε κάμποσες ώρες· αλλά φεύ!, μηδέν τ’ αποτέλεσμα. Κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δε βαρυέσαι. Είχε μεσημεριάσει πιά, όταν ξεκίνησε βιαστικά τον κατήφορο γιά το χωριό· τουλάχιστον, να προλάβει το οριστικό φευγιό της γριάς – αυτό ήταν το πιό σημαντικό απ’ όλα. Κι όσο γιά το περίφημο βότανο, κι αύριο μέρα είναι.
Δεν περπάταγε, έτρεχε. Σχεδόν κουτρουβαλούσε. Αλλά το μυαλό του έτρεχε περισσότερο· στη διαδρομή, δούλευε το ψέμμα που θα της ξεφούρνιζε… αν, βέβαια, μπορούσε να ντύσει την αποτυχία του με τέτοιο ρούχο.

Εκείνο, που τον παραξένεψε αρχικά, ήταν η απόλυτη σιωπή. Μόνο τ’ αγριοπούλια ακουγόντουσαν. Η καρδιά του σφίχτηκε… Καί νά, το χωριό τον υποδέχτηκε έρημο. Έρημο από ζωντανούς· επειδή όλοι οι συγχωριανοί του ήταν νεκροί καταγής. Μερικές καλύβες ήταν καμμένες, κι άλλες κάπνιζαν ακόμη απ’ το κάψιμο. Άλλες, πάλι, απείραχτες, μά χωρίς νοικάρηδες.
Έψαξε γιά τους γονείς του… τους συγγενείς του… τους βρήκε. Νεκρούς. Κι η γριά; Μήπως έφταιγε αυτή, τελικά, γιά το θανατικό; Αλλά όχι, τη βέβηλη σκέψη την έδιωξε το αποτρόπαιο θέαμα. Η γριά κοίτονταν κι αυτή έξω απ’ την καλύβα της νεκρή… σφαγμένη.
Κατάλαβε· επιδρομή από ξένη εχθρική φυλή ήταν. Επιβεβαιώθηκε, όταν διαπίστωσε ότι απ’ τις καλύβες έλειπαν τα πιό σημαντικά αντικείμενα των χωρικών. Μεγάλα πιθάρια, όμορφα κοσμήματα, καί τα παρόμοια. Πλιάτσικο!
Μουρμούρισε μιά προσευχή γιά να ησυχάσουν τα πνεύματα, κι άρχισε να σκάβει τάφους με τεταμένη την προσοχή του, μήπως ελλόχευε κι ο δικός του θάνατος. Οι βάρβαροι φονιάδες λογικά δεν θα ξαναγύριζαν, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Πολεμιστές ήταν, ληστές ήταν, άρα πάντα είχαν οπισθοφυλακές. Αν κανένας τους απ’ αυτές τον έβλεπε…

Τρία μερόνυχτα έσκαβε τάφους κι έθαβε τους χωριανούς· με λίγο ύπνο, ελάχιστο φαΐ, κάπως πιότερο νερό. Καί διαρκώς μέσα στην ανησυχία, μή καί ξανάρθει η συμφορά καί γι’ αυτόν. Τέλειωσε όμως κάποτε το  θλιβερό του καθήκον, σχεδόν νεκρός κι ο ίδιος. Το τρίτο απόγευμα, πήγε σε μιά πυκνή συστάδα βλάστησης μέσα στη ζούγκλα, έβαλε ένα γύρο τα φάρμακα που διώχνουν τα φίδια καί τα έντομα, κι έπεσε γιά ύπνο. Ξύπνησε το επόμενο απόγευμα. Έκανε τις σκέψεις που έπρεπε, καί ξανάπεσε γιά ύπνο αργά τη νύχτα.
Το επόμενο πρωΐ, είχε λάβει την απόφασή του· θά ‘φευγε. Οριστικά. Ο τόπος αυτός τον απωθούσε πιά, δεν τον κράταγε με τίποτε. Αλλ’ αλήθεια, να πάει πού; να κάνει τί; Θα πήγαινε… βόρεια, ή όπου αλλού του έλεγε το ένστικτό του. Θα ζούσε σαν αγρίμι, μακρυά από ανθρώπους. Ίσως κάποια μέρα έβρισκε τους ενόχους, καί τους έσφαζε. Αν καί, πρίν τους σφάξει, θα τους ρωτούσε γιατί διάλεξαν το δικό του χωριό.
Αν μπορούσε, θα ρωτούσε καί τους συγχωριανούς του γιατί δεν άκουσαν τη γριά να φύγουν, να σωθούν· ήταν πάνω από σίγουρος ότι η γριά τους είχε προειδοποιήσει. Μά, η απάντηση που ζήταγε, ήταν προφανής: δεν την άκουσαν, επειδή δεν την πίστεψαν. Μιά ζωή την απέφευγαν· αλλ’ αυτή τη φορά τους γύρισε η ζωή την πλάτη, όπως είχαν γυρίσει κι αυτοί τη δική τους στη γριά.
Γιατί, όμως, η γριά αυτόν τον γλύτωσε με το ψάξιμο γιά το ανύπαρκτο βότανο; έλα, όμως, που κι αυτό ήταν σχεδόν προφανές!… Οι εχθροί ήταν πολυάριθμοι, κι αν ο Διπλό Γεράκι έμενε στο χωριό, θα δοκίμαζε διάφορα ηρωϊκά εναντίον τους. Δειλός δεν ήταν, αλλά με τόσους πολλούς εχθρούς δεν υπήρχε καμμία ελπίδα. Κι η γριά έβλεπε πιό καθαρά την κατάσταση απ’ την αφεντιά του.

iv. Το μεγάλο Ναί, ή το μεγάλο Όχι
Τα κορίτσια τον άκουγαν άκρως εντυπωσιασμένα. Πράγματι, ο ξένος ήταν καλός αφηγητής. Κι έξυπνος! Γιατί έξυπνος; επειδή τους είχε πεί τη στιχομυθία του με τη γριά, όταν αυτή του έδειξε ένα καθρεφτάκι καί τη ρώτησε τί χρειάζεται αυτό. Η γριά του είχε πεί: “- Καμιά φορά, πρέπει να βλέπεις τους ανθρώπους μέσα απ’ αυτό!” Κι αυτός απάντησε ότι καμιά φορά, ίσως κι οι άνθρωποι να χρειάζεται να δουν αυτόν μέσα απ’ το καθρεφτάκι… κερδίζοντας το ίσως μοναδικό χάδι, που τού ‘δωσε ποτέ η γριά. Κι ένα χαμόγελο ικανοποίησης πλατύ, όσο δεν πάει.
Ήταν ακριβώς αμέσως μετά απ’ αυτό το περιστατικό, που η γριά πρόθεσε στ’ όνομά του τα αριθμητικά· αν καί ποτέ της δεν του εξήγησε το γιατί. Ή, το γιατί ειδικά αυτά. Πάντως, τον έβαλε να της υποσχεθεί ότι θα τα κουβαλάει σ’ όλη του τη ζωή.
Τα κορίτσια είχαν πιά βεβαιωθεί περί της εξυπνάδας του. Κι ακόμη… αν κι είχαν πάρει όρκους να μείνουν ανύπαντρες καί άτεκνες, η φύση δεν αστειεύεται. Με την αφήγηση, είχε μέσα τους ξυπνήσει η στοργή της μητέρας· τό ‘βλεπε. Όλες οι κοπελλιές είχαν υποσυνείδητα ταυτιστεί με τη γριά, καί τον έβλεπαν κάπως σαν το -χαρισματικό- παιδί τους, που υποφέρει.
Όταν τέλειωσε, η μία απ’ τις πέντε, αυτή με τα πιό τσαχπίνικα μάτια, τον ρώτησε:
“- Η γριά δεν σου είπε όλα όσα ήξερε, μα ούτε κι εσύ μας είπες όλα όσα ξέρεις!”
“- Ναί, ναί!!! Να μας τα πείς όλα!”, επανέλαβαν χορωδιακώς οι υπόλοιπες, φορώντας τα πιό γοητευτικά τους χαμόγελα. Τώρα δεν μιλούσε η μητέρα, μά η ερωμένη.
“- Κορίτσια, πέρασε πολλή ώρα, καί δεν έχετε μαζέψει κανένα βότανο ακόμη! Πότε θα γυρίσετε πίσω; τί θα πήτε γιά δικαιολογία; δεν θα σας τιμωρήσουν γιά την αμέλειά σας;” Προσπάθησε να τις συμμαζέψει· όμως, άλλο τόσο -καί περισσότερο!- συμμάζεμα χρειαζόντουσαν οι συνέπειες της απροσδόκητης συνάντησης μαζί του. Δεν ήθελε να δίνει στόχο, μά τα κορίτσια είναι σίγουρο πως θ’ άνοιγαν τα στόματά τους πολύ περισσότερο απ’ το πρέπον – καί ήδη η κατάσταση κόντευε να βγεί εκτός ελέγχου. Λίγο ήθελε!
Κι αν έτρεχαν πάλι βάρβαροι φονιάδες στο κατόπι του; Αφού εκείνοι που έσφαξαν το χωριό του ερχόντουσαν απ’ τον βορρά, άρα είχε φτάσει -μετά ‘πό τόση περιπλάνηση- ή κοντά, ή μέσα στην περιοχή τους. Ναί, ναί, το είχε διαπιστώσει απ’ ακόμη όχι ένα, όχι δύο, αλλά τρία ολοσχερώς σφαγμένα χωριά στο διάβα του, κι όλα τους όσο προχωρούσε προς τα βόρεια. Μόνο που σ’ εκείνα δεν κάθησε να θάψει τους νεκρούς, που ήδη είχαν αρχίσει να βρωμάνε.
“- Δεν μας νοιάζει η τιμωρία!”, απάντησε η ηγετική. “Είμαστε όλες μαζί σαν αδερφές εξ αίματος· καί στα εύκολα, καί στα δύσκολα! Αν επιστρέψουμε τώρα στο χωριό, είναι απίθανο να ξαναβρούμε στη ζωή μας κάποιον σαν κι εσένα, να μας πεί τόσα πολλά κι ενδιαφέροντα!”

Μιά ξαφνική μαύρη ανάμνηση, που βγήκε απρόσκλητη απ’ την κρυψώνα της… πάλι συννέφιασε το πρόσωπό του. Πάλι δεν μπόρεσε να το κρύψει, πάλι δεν απέφυγε την προσοχή των γυναικών.
Η ηγετική τον πλησίασε· γονάτισε μπροστά του, καί του έπιασε τα χέρια. Τον κοίταξε ερευνητικά μέσα στα μάτια γιά πολύ, σαν προσπαθώντας να τραβήξει την ψυχή του έξω με τ’ αγκίστρι.
“- Πάλι θάνατος, Διπλό Γεράκι! Γιατί; Γιατί φτερουγίζει γύρω από σένα, αλλά δεν σ’ αγγίζει; Τί άνθρωπος είσαι;”
Δεν της απάντησε. Έμεινε σιωπηλός γιά κάμποσο. Σηκώθηκε, απέσπασε απαλά τα χέρια της απ’ τα δικά του, καί απευθύνθηκε σ’ όλες τους – σοβαρός, όσο δεν πάει άλλο.
“- Αν πάτε σ’ έναν τάφο καί σηκώσετε την ταφόπλακα, τί περιμένετε να δήτε μέσα;”
Οι κοπέλλες κοιτάχτηκαν φευγαλέα, μα ξαναγύρισαν τα πρόσωπά τους προς το μέρος του. Παρέμειναν σιωπηλές.
“- Αυτά που θα δήτε, δεν θα σας αρέσουν καθόλου! Καί τώρα, γυρεύετε να σηκώσω εγώ την ταφόπετρα γιά χάρη σας!”
Σιωπή.
“- Ωραία, λοιπόν!… Τη σηκώνω!”

v. Θυσίες ανίερες
Κάθε που γινόντουσαν οι μεγάλες γιορτές στο χωριό, οι σαμάνοι κάπνιζαν κάτι φυτά, που άνοιγαν την πόρτα των ονείρων. Δεν έμεναν χωρίς παρέα, όμως, διότι έδιναν τις πίπες με τα ονειροβότανα καί στους λοιπούς εορταστές. Μιά, δυό γύρες. Αυτό, καναδυοτρείς φορές το χρόνο, καί μετά πάλι στα χωράφια, πάλι στις δουλειές.
Αλλά ο πατέρας της γριάς γλυκάθηκε απ’ τα πλάνα ονείρατα, κι ήθελε κι άλλο. Πήγε στους σαμάνους, παρακάλεσε, απείλησε, έμαθε κι έκλεψε συνταγές γιά χαρμάνια… Στο τέλος, έμπαινε στον ονειρόκοσμο καθημερινά, μά είχε παρατήσει στην τύχη του τον κόσμο τούτον εδώ, τον πανθομολογουμένως ασχημούτσικο. Δεν έκανε πιά καμμία εργασία, έδερνε τη γυναίκα του καί τα παιδιά του, είχε τσακωθεί με τους πάντες. Ο αρχηγός του χωριού τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει, αν συνεχίσει να ενοχλεί· κι έτσι, ο πατέρας της γριάς ζούσε σχεδόν μόνιμα σαν αγρίμι στις παρυφές του χωριού καπνίζοντας ονειρόχορτα, παρεκτός απ’ όποτε πήγαινε ξαφνικά στην καλύβα του καί ξυλοφόρτωνε γυναίκα καί παιδιά, μέχρι να ξανατσακιστεί να ξεκουμπιστεί· αφήνοντας πίσω ένα τσούρμο δαρμένα καί κλαμμένα γυναικόπαιδα, καί μιά καλύβα να πλέει σε πυκνούς καπνούς, απ’ αυτούς που σε κάνουν να ονειρεύεσαι.
Ωστόσο, ουδέν κακόν αμιγές καλού· με τα πολλά, η γριά (τότε κορίτσι ακόμη) είχε αναπτύξει αντοχή στο ντουμάνι. Όσο καί νά ‘μπαινε στα ρουθούνια της, η ίδια δεν έμπαινε στα ονείρατα. Πράγμα που αργότερα της έσωσε τη ζωή – κυριολεκτικά. Μιά ζωή χαμένη, του πατέρα της, αντίδωρο γιά μιά ζωή κερδισμένη· τη δική της.

Όταν είχε έρθει η μέρα, η νύχτα μάλλον, να γίνει ιέρεια,… να γίνουν, πιό σωστά – η Νακάτλ Αχάου μαζί με άλλες εφτά κοπέλλες,… όλος ο ναός είχε ντουμανιάσει απ’ ονειροκαπνό. Κι όχι γιά λίγο, αλλά γιά πολλές ώρες. Οι άλλες κοπελλιές πράγματι ονειρευόντουσαν όρθιες, αλλά η Νακάτλ άντεξε τόσο την κάπνα, όσο καί την επιτακτική ανάγκη να ξεράσει. Είχε μείνει νηφάλια, αν καί παρίστανε την υπνωτισμένη σαν τις υπόλοιπες.
Εκεί που κόντεψε να προδοθεί, ήταν όταν ήρθε η σειρά της στην τελετή να την ξεπαρθενέψει βίαια ο μυστηριώδης αρχιμάγος με τη μάσκα (που κανένα άτομο στον ναό δεν ήξερε τίποτε γι’ αυτόν, ούτε κάν το πρόσωπό του είχαν δεί ποτές· τουλάχιστον έτσι έλεγαν, στ’ αλήθεια όμως δεν μιλούσαν ποτέ καί καθόλου γι’ αυτόν), όπως έκανε καί μ’ όλες τις υπόλοιπες κοπέλλες πρίν καί μετά της. (Όλες; Σα να της φάνηκε πως εξαίρεσε μία· αλλά τί σημασία είχε αυτό πιά; ) Συγκρατήθηκε, όμως· κατάπιε τον τρομερό πόνο σα νά ‘ταν πράγματι αποχαυνωμένη, αν καί ποτέ της στα ύστερα χρόνια δεν κατάλαβε πού είχε βρεί τόσο κουράγιο γιά τόσο καλή ηθοποιΐα. Η θέλησή της να ζήσει, μάλλον… Κι αφού ξεπέρασε αυτό, το επόμενο που είδε ήταν πιό εύκολο να ξεπεραστεί – αν κι όχι γιά τον καθέναν. Η Νακάτλ, όμως, δεν ήταν “ο καθένας”.
Οι νέες ιέρειες ξανασηκώθηκαν όρθιες, αν καί παραπατούσαν. Αλλά η μαστούρα τους έδινε υπέρμετρη αντοχή να στέκονται. Τις οδήγησαν να σχηματίσουν έναν κύκλο, που στο κέντρο του μπήκε ο αρχιμάγος· π’ άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελλός, μουρμουρίζοντας λόγια. Στο τέλος, στάθηκε ακίνητος καί σήκωσε το ραβδί του, δείχνοντας μία απ’ τις κοπέλλες. Αυτή -μιά άβουλη κούκλα πιά- την πήραν οι παλιές ιέρειες, την ξάπλωσαν στον βωμό, καί μία απ’ τις παλιές της κάρφωσε ένα τελετουργικό μαχαίρι στην καρδιά. Έβγαλε έξω την καρδιά της φονευμένης, μουρμούρισε μερικά λόγια, καί πέταξε την καρδιά στη φωτιά.
 Δεν είχε καμμία σημασία αν η τελετή περιλάμβανε διπλή μύηση, τόσο γιά τις νέες ιέρειες, όσο καί γι’ ανέβασμα (κατέβασμα, μάλλον) βαθμών στου Κακού τη σκάλα, γιά τη φόνισσα απ’ τις παλιές· αυτές οι σκέψεις πέρασαν αυτοστιγμής κι έφυγαν, σα να μην υπήρξαν ποτέ. Στο μυαλό της φτερούγιζε κάτι άλλο, απείρως πιό σημαντικό.
Από ‘κείνη τη στιγμή καί μετά, η Νακάτλ Αχάου δεν ήταν πιά δική τους – ό,τι κι αν σήμαινε αυτή η ιδιοκτησία.ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ….