Μέρος Β΄
www.archetypo.com.gr
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΟΣ
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ, ότι μιλώντας για μυστήρια ο Θεοφάνης δεν αναφέρεται σε μυστικές καταστάσεις ή φόρμουλες, ούτε σκοπός της πορείας του είναι η γνώση κάποιων ουρανίων στατιστικών.
Συμβουλεύει την απόσπαση, όχι μόνο από ό,τι είναι παράλογο, αλλά και από ό,τι φαίνεται ευφυές, και σε αυτή την τελευταία κατηγορία αναμφίβολα περιλαμβάνονται λίγο ως πολύ όλα όσα θεωρούνται «πνευματικά» στο γνωστό new age πνεύμα της εποχής μας.
Στην Ησυχαστική παράδοση, το πραγματικό μυστήριο υπερβαίνει κάθε πληροφορία, άσχετα με το πόσο εξωτική ή εσωτερική μπορεί αυτή η πληροφορία να είναι. Το εσώτερο δεν παύει να είναι εσώτερο, ακόμα και τη στιγμή που γίνεται ορατό από εμάς και επομένως η θέαση των μυστηρίων δεν παύει να είναι θέαση μυστηρίων, δηλαδή πραγματικοτήτων που εκ της φύσεώς τους διαφεύγουν της αντίληψης ακόμη και ενός μύστη, και που καμία γλώσσα δεν μπορεί επαρκώς να τις αποδώσει.
Σε αυτό όμως που τόσο ο ποιητής όσο και οι σύντροφοί του μοναχοί απόλυτα συμφωνούν, είναι πως ό,τι κι αν είναι αυτό που βλέπει κανείς με τα μάτια του νου, σε κάθε περίπτωση το λούζει ένα σπάνιο φως. Για άλλη μια φορά πρόκειται για κάτι περισσότερο από μια απλή μεταφορική έννοια, αφού το εν λόγω φως αποτελεί αντικειμενική πραγματικότητα, με πρότυπό του το φως της Μεταμόρφωσης του Χριστού στο Όρος Θαβώρ, όταν «το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν τον ήλιο και το ένδυμά του ήταν λευκό σαν το φως» (Ματθ. 17:2).
Στη συνέχεια, και άρρηκτα με τη νέα μας αντίληψη για αυτό το φως, εμφανίζεται μία αντίστοιχη και συμπληρωματική συνάμα εσωτερική λάμψη. Πέρα από τις λέξεις (με άρρητο τρόπο), η ένατη βαθμίδα της Κλίμακας επιτρέπει στον άνθρωπο ένα βαθμό συμμετοχής στο Θείο, όπου και ο ίδιος αρχίζει να λάμπει με τη δόξα του Χριστού. Ακολουθώντας το αξίωμα ότι τον όμοιο μόνο ο όμοιος μπορεί να αναγνωρίσει, ο Ησυχαστής αγωνίζεται με τη βοήθεια της χάρης να φτάσει στη στιγμή όπου το σώμα –τώρα πλέον πλήρως εμβαπτισμένο στον Θεό– αποτελεί μαρτυρία, στην ίδια του την υπόσταση, των πραγματικοτήτων που έχει δει.
To φωτοστέφανο στις εικόνες των αγίων δεν είναι κάποια υπερβολή ορισμένων θρησκόληπτων. Αν είχαμε μάτια για να δούμε, θα βλέπαμε ότι ο αληθινός άγιος λάμπει σαν τον παράδεισο που ο ίδιος είναι. Παρόλα αυτά, ο παράδεισος δεν είναι αρκετός… Ο παράδεισος είναι φυλακή για τον Σούφι, λένε οι μυστικιστές του Ισλάμ, γιατί ποιος θέλει τον κήπο όταν υπάρχει ο Κηπουρός; Ο Θεοφάνης συμφωνεί. Υπάρχει κάτι παραπάνω από το φωτισμό στο πνευματικό ταξίδι.
Σκοπός δεν είναι να ξαποστάσουμε ικανοποιημένοι με τους στοχασμούς μας για το μεγαλείο του Θεού, ούτε να αποχαυνωθούμε στον παράδεισο που μας χορήγησε, όσο κι αν αισθανόμαστε περιχαρείς και αιώνιοι πλάι Του. Υπάρχει κάτι ακόμη, μια δέκατη βαθμίδα που αναμένει στην κορυφή της Κλίμακας, και δεν είναι άλλη από τη συνύπαρξη στην Υπέρτατη Πραγματικότητα, τη θέωση.
Όπως κι ο ίδιος ο Θεός, το κορυφαίο αυτό σκαλοπάτι δεν έχει όρια, είναι τελειότητα χωρίς τέλος παρόλο που η περιγραφή του περιλαμβάνεται σ’ ένα στίχο μόνο. Κι αυτό γιατί το τέλος του δρόμου είναι στην πραγματικότητα η αρχή μιας απέραντης προοδευτικής πορείας προς την Αγάπη που αγαπά την Αγάπη, και μέσα από την Αγάπη αγαπά τα πάντα.
«Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μπορέσει ο άνθρωπος να γίνει Θεός»: Η σωτηρία δεν έχει να κάνει απλά με την αποκατάσταση μιας παραδείσιας κατάστασης που διαταράχτηκε. Είναι μια ζωή ανείπωτη, χωρίς προηγούμενο, μια ζωή που δεν περιορίζεται πια από τις ποιότητες και τις συνθήκες της συνηθισμένης ύπαρξης στον παρόντα κόσμο.
Μια αντιστροφή έχει λάβει χώρα κατά μήκος της ακτίνας της δημιουργίας, μια ηθελημένη επιστροφή αυτού που είμαστε στον Θεό. Ταυτόχρονα, εξακολουθούν να παραμένουν δύο διαφορετικοί κύκλοι, ο ανθρώπινος και ο Θείος, όμως το κέντρο τους είναι τώρα κοινό.
ΑΝΩΜΑΛΗ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ
Στο σημείο αυτό εμφανίζεται κάτι παράδοξο: Αφού ο Θεοφάνης με το ποίημά του μας έχει εμψυχώσει και μας έχει οδηγήσει στην κορυφή της θαυμαστής Κλίμακας, στη συνέχεια, σαν να μην είναι ικανοποιημένος από την περιγραφή του, αρχίζει τις παραινέσεις, τις προειδοποιήσεις και μας προσγειώνει ανώμαλα και πάλι στη γη, προσπαθώντας μάλιστα πεισματικά να μας αποδείξει ότι ο ίδιος είναι ο χειρότερος των «ιεροφαντών», λέγοντας φράσεις όπως: «εμείς οι ράθυμοι να ωφεληθούμε», «οι πιο σκληροί –εγώ ανάμεσά τους πρώτος», «πώς τόλμησες εσύ ν’ αρθρώσεις τέτοια λόγια, εσύ που τίποτα απ’ αυτά δεν έχεις απολύτως; Πώς δεν δοκίμασες φρίκη που τα διδάσκεις;» (απευθυνόμενος στον εαυτό του).
Γιατί άραγε το κάνει αυτό; Γιατί στιγματίζει τόσο σκληρά τον εαυτό του; Μήπως πρόκειται για τίποτε θρησκόληπτους συναισθηματισμούς, για κάποιο αρχαίο συμβολικό εθιμοτυπικό, ή μήπως απλά προσπαθεί να μας φοβίσει;
Η απάντηση σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι όχι. Πράγματι, το δεύτερο μισό της Κλίμακας θα μπορούσε να το εκλάβει κανείς σαν ένα πλέγμα από θρησκευτικές κοινοτυπίες. Μια τέτοια ανάγνωση όμως θα ήταν λανθασμένη.
Αντίθετα, είναι εμφανές πως όποιος κατανοεί με ακρίβεια την επιστήμη της καθαρότατης προσευχής, όπως προφανώς ο Θεοφάνης, όποιος είναι ευαίσθητος τόσο ώστε να μπορεί να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στη λάμψη και στο φωτισμό, και όποιος από την προσωπική του πείρα αναφορικά με την πάλη με τις σκέψεις μπορεί να μιλάει με τόση δύναμη για τα όρια της γλώσσας –αυτός ακριβώς δεν μπορεί παρά να έχει πλήρη επίγνωση, αυτού που κι εμείς, με τις μάλλον τιποτένιες εμπειρίες μας, έχουμε ξεκάθαρα δει:
Ότι ο τρόμος και ο πανικός είναι συναισθήματα που ανήκουν στη σκληρή –και όχι στη μαλακωμένη– καρδιά. Ότι είναι στοιχεία ισχυρά του αδιάκοπου εγωκεντρισμού μας σε σχέση με τον Θεό και το αποτέλεσμα της εκ γενετής συνενοχής μας σε έναν κόσμο που αναπόφευκτα όλους μας απογοητεύει.
Σύμφωνα με την ορολογία των Ησυχαστών, τέτοια πάθη δεν είναι τίποτε άλλο παρά όλο και περισσότεροι λογισμοί, κι άλλη ψυχική φλυαρία, οπότε δεν είναι δυνατόν ο Θεοφάνης να τα ενθαρρύνει όλα αυτά. Ούτε είναι δυνατόν βέβαια να αγνοεί ότι το ανθρώπινο εγώ έχει τον τρόπο να τρέφεται ακόμα και από την ταπείνωση, όντας υπερήφανο για τις αμαρτίες του. Όταν ο Θεοφάνης αναφέρεται στον εαυτό του και τον χαρακτηρίζει ως τον πιο σκληρόκαρδο, είναι παράλογο να φανταστούμε ότι περιμένει να πιστέψουμε ότι εμείς είμαστε ανώτεροί του. Τι εννοεί λοιπόν;
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Μόνο λαμβάνοντας υπόψη συνολικά την έννοια της via negativa (την οδό του αποφατισμού, της άρνησης), την τόσο χαρακτηριστική στον Ησυχασμό και τη χριστιανική Ανατολή, μπορούμε να κατανοήσουμε αυτές τις αινιγματικές εκφράσεις. Τόσο οι αυτό-επιτιμήσεις όσο και οι προειδοποιήσεις στοχεύουν στο να μετακινήσουν τον αναγνώστη στην αποφατική διάθεση. Αφού λοιπόν αρχικά μας μίλησε με θετικούς όρους για τη σύσταση της Κλίμακας, ο Θεοφάνης τώρα προχωράει μεθοδευμένα στην υπονόμευση της κατανόησης που πιθανόν έχουμε αποκτήσει, διευρύνοντας το βαθμό της αναίρεσης και αυξάνοντας την έντασή του, σε περίπτωση που θεωρήσουμε ότι έχουμε γίνει σοφοί.
«Μην ξεγελάτε τον εαυτό σας», μας προειδοποιεί. Και η επιταγή αυτή δεν μπορεί να γίνει αισθητή σε όλο της το βάθος και την έκταση, αν πρώτα δεν παραδεχτούμε ότι ολόκληρη η ζωή μας είναι ένα πλέγμα από αυταπάτες και ματαιοδοξίες. Θυμηθείτε τι είπαμε για τους λογισμούς… Η ένωση που αποζητούμε με το Απόλυτο μπορεί να γίνει εφικτή μόνο σε βάρος όλων εκείνων των κούφιων ελπίδων που εγείρονται από την τωρινή γεμάτη πάθη ψυχική και διανοητική μας κατάσταση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ένας άνθρωπος πρέπει να βυθιστεί στην απογοήτευση σχετικά με την πρόοδό του στο δρόμο προς τον Θεό. Η αποφατική οδός δεν παύει να είναι ένα μονοπάτι και ο ποιητής, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, σπεύδει να τονίσει ότι οφείλουμε να κάνουμε κάθε δυνατή προσπάθεια αναζητώντας την Αλήθεια εδώ και τώρα, σε αυτόν εδώ τον κόσμο.
Ωστόσο, αυτό που θα ανακαλύψουμε, όταν το ανακαλύψουμε, είναι ένας πλούτος που ο κόσμος δεν χωράει. Ο Θεοφάνης εννοεί μέχρι κεραίας ό,τι λέει: αν επιθυμείς να εισέλθεις στον Θεό θα πρέπει να γίνεις αμέριμνος (δηλαδή να αποσπαστείς) για κάθε πράγμα, και ιδίως για τον εαυτό σου.
Η Κλίμακα είναι τοποθετημένη μπροστά στις μύτες των ποδιών μας. Ο ποιητής μάς υποδεικνύει με μια ακριβή και προσεκτικά επιλεγμένη αποφατική γλώσσα, τι σημαίνει στ’ αλήθεια να ανέβει κανείς την Κλίμακα. Οι αρνήσεις, οι δισταγμοί –οι δικοί του, άρα και οι δικοί μας– είναι απλώς τα κενά ανάμεσα στα σκαλοπάτια…
Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΧΑΡΗΣ
Η καθαρότατη προσευχή είναι το πρώτο.
Απ’ αυτήν πηγάζει κάποια καρδιακή θέρμη
κι ακολουθεί ενέργεια παράδοξη κι αγία.
Κατόπιν τα θεία δάκρυα της καρδίας
κι απ’ αυτά η ειρήνη λογισμών κάθε είδους.
Απ’ αυτήν, η κάθαρση του νου αναβλύζει
και η θεωρία των άνω μυστηρίων,
και μετά έλλαμψη παράδοξη μ’ άρρητο τρόπο
κι ανείπωτος φωτισμός της καρδιάς από τούτη
και από δω πάλι, τελειότητα χωρίς τέλος.
Πλάτος λοιπόν απέραντο έχει κάθε σκαλί της,
κι ας περιλαμβάνεται σ’ ένα στίχο μόνο.
Στην κλίμακα αυτή, το κάτω σκαλοπάτι
την καθαρή προσευχή μόνο υπογραμμίζει,
της οποίας είναι πολλά, αμέτρητα τα είδη.
Κι αν θέλαμε να κάνομε έναν κατάλογό τους
ο λόγος θα τραβούσε πολύ σε μάκρος.
Το ίδιο σκέψου, αγαπητέ, και στ’ άλλα
που δάσκαλός τους είναι η πείρα, όχι ο λόγος.
Κλίμακα ασυνήθιστη, στα ουράνια υψωμένη.
Δέκα σκαλιά, που παράδοξα ψυχές ζωογονούνε,
δέκα σκαλιά που τη ζωή της ψυχής κηρύττουν.
Και λέει κάπου ένας θεοφόρος πατέρας:
«Όποιος δεν τρέχει εδώ, ζωή ν’ αποκτήσει
της ψυχής, ας μην γελά με κούφιες ελπίδες
τον εαυτό του, πως θα τη βρει εκεί πάνω».
Δέκα σκαλιά, θεία φιλοσοφία,
δέκα σκαλιά, καρπός όλων των βιβλίων,
δέκα σκαλιά, που το τέλειο δείχνουν,
δέκα σκαλιά, στους ουρανούς π’ ανεβάζουν,
δέκα σκαλιά, που σε κάνουν τον Θεό να γνωρίσεις.
Η κλίμακα φαίνεται πολύ μικρή στο μήκος,
αν όμως τη δοκιμάσει κανείς μες την καρδιά του,
πλούτο θα βρει που ο κόσμος δεν χωράει
και θεία πηγή που ζωή άγνωστη αναβλύζει.
Άριστος δάσκαλος η κλίμακα τούτη είναι,
για να γνωρίζει καθαρά τα μέτρα του ο καθένας.
– Τη θεία κλίμακα βλέποντας των δέκα χαρίτων,
αν σταθερά επάνω της πως βρίσκεσαι νομίζεις,
πες μας, σε ποιο σκαλί της έχεις φτάσει,
ώστε κι εμείς οι ράθυμοι να ωφεληθούμε;
– Αγαπητέ, αν θέλεις γι’ αυτά κάτι να μάθεις,
γίνε αμέριμνος για κάθε πράγμα
είτε παράλογο, είτ’ εύλογο το βρίσκεις.
Αδύνατο να μάθεις χωρίς αμεριμνία,
κι αυτά μαθαίνονται με πείρα, όχι με λόγο.
Τούτο σου λέω ως υπενθύμιση μόνο
(ο λόγος είναι αγίων πατέρων θεοφόρων,
αν και θα φανεί βαρύς στην ακοή σου):
«Όποιος δεν βρεθεί σε κάποιο απ’ τα σκαλιά της,
ή δεν έχει αυτά παντοτινή μελέτη,
στο τέλος της ζωής, στην ώρα του θανάτου,
θα κυριευτεί από φόβο και τρόμο μεγάλο
κι από δειλία απέραντη, τη σωτηρία μη χάσει».
Οι στίχοι μου κατέληξαν να φοβερίσουν,
όμως αυτό έγινε προς ψυχικό συμφέρον.
Δεν είναι με τα ήπια μάλλον που οδηγούνται
στη μετάνοια και στην καλοκαγαθία
οι πιο σκληροί –εγώ ανάμεσά τους πρώτος–,
όσο είναι με τα φοβερά που δέος προκαλούνε.
Ας ακούει όποιος τ’ αυτιά τα έχει για να ακούει.
– Άκου κι εσύ που τα ’γραψες αυτά, και πρόσεξέ το.
Πώς τόλμησες εσύ ν’ αρθρώσεις τέτοια λόγια,
εσύ που τίποτα απ’ αυτά δεν έχεις απολύτως;
Πώς δεν δοκίμασες φρίκη που τα διδάσκεις;
Δεν άκουσες τι έπαθε παλιά ο Ζαν εκείνος,
όταν τη θεία Κιβωτό θέλησε να στηρίξει;
– Μη νομίζεις πως αυτά τα λέω για να διδάσκω.
Τον εαυτό μου στηλιτεύω με τούτα,
βλέποντας των αγωνιστών τα έξοχα βραβεία
και τη δική μου ακαρπία σε όλα.
Μοναχός Θεοφάνης
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών(Τόμος ΙΙΙ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου