Από τη Μεσόγειο στον Ειρηνικό Γράφει ο Ο Μανούσος Καμπούρης |
Η Θρησκευτική Διεθνής της 1ης προχριστιανικής χιλιετηρίδας
Πόσο ανεξάρτητες μεταξύ τους ήταν οι σχεδόν ταυτόχρονες εμφανίσεις χαρισματικών ανθρώπων, σε μια τεράστια περιοχή, που κήρυτταν περίπου τις ίδιες αρχές;
Η Ελλάδα προ της συγεκριμένης εποχής είχε καταλήξει σε μια ήπια θρησκευτική εκδήλωση του δωδεκαθέου, το οποίο πολύ παλαιότερα είχε εξοβελίσει την Κρόνια Λατρεία, αλλά και τη Μητριαρχεία, με την άνοδο του Ολύμπιου Δία, Θεού του Ουρανού, στον θρόνο, και με αντίστοιχη υποβάθμιση της Μητέρας-θεάς της Γης, της Ήρας. Το δωδεκάθεο, όπως παγιώθηκε από τον Βοιωτό Ησίοδο (ο Όμηρος το περιγράφει πολύ διαφορετικό), ήταν ένα εξαιρετικό Πάνθεο, που επέτρεπε με πολλαπλούς τρόπους την ενσωμάτωση προηγούμενων, αλλά και νέων θεοτήτων, αποφεύγοντας θρησκευτικούς πολέμους μεγάλης έντασης: μικρές συγκρούσεις ιερατείων για τη νομή μιας περιοχής ήταν ανεκτές και φυσιολογικές, αλλά το πράγμα παρέμενε σε πολιτισμένα πλαίσια. Οι συγκρούσεις του Ποσειδώνα με όλο σχεδόν το Πάνθεο για ιερές πόλεις, όταν είχε ήδη τουλάχιστον τρεις (την Πύλο, την Κρήτη και –εκτός Ελλάδας– την Ατλαντίδα), δείχνουν ανάγλυφα τη... ζωντάνια του θέματος. Το ίδιο και οι συγκρούσεις για την επιβολή του Βάκχου σε Θράκη και Βοιωτία, αλλά και η αποτυχία των Ηρακλειδών να ιδρύσουν δικό τους ιερατείο με επίκεντρο τους Δελφούς.
Στην προς εξέταση περίοδο, είχε ήδη γίνει μια μαζική επιβολή του Απόλλωνα, που είχε ενσωματώσει –και χρησιμοποιήσει– τους άτακτους Ηρακλειδείς στον βασικό οπαδικό του πληθυσμό, δηλαδή τους Δωριείς και τους λοιπούς ποιμενικούς πληθυσμούς από την Πίνδο και την Παρνασίδα. Αυτή η επιβολή είχε γίνει σε βάρος της Αθηνάς, αλλά κυρίως της Ήρας και του Ποσειδώνα στην Πελοπόννησο, από την οποία όμως διέφυγαν η Αθήνα (που παρέμεινε αφοσιωμένη στην Αθηνά) και η Θήβα (που είχε στραφεί στον Διόνυσο).
Η επιβολή αυτή άλλαξε τον θρησκευτικό χάρτη, άλλαξε όμως και τη θρησκευτική ισορροπία: πλέον τα Μαντεία του Απόλλωνα πολλαπλασιάζονται (Δελφοί, Δήλος, Δίδυμα, έναντι μόνο της Δωδώνης για τον αρχηγό του δωδεκαθέου). Ο Κρητικός Ζευς εκτοπίζεται από τον γιο του, Απόλλωνα, που είχε επιστρατεύσει Κρητικούς ναυτικούς για να ιδρύσουν και να επανδρώσουν το Μαντείο των Δελφών, και να συστηματοποιήσουν τη λατρεία. Το πεπρωμένο της Μήτιδας για την αντικατάσταση του Δία από τον γιο του υλοποιήθηκε από τη Λητώ. Έτσι, εντός του ελληνικού Πανθέου αρχίζει να εμφανίζεται μια μυρωδιά μονοθεΐας, που θα οδηγήσει στη βίαιη αντίδραση του συγκρητισμού, με εισαγωγή ξένων και νέων θεοτήτων (Ίσις, Σέραπις) στον λατρευτικό χώρο και των ιθαγενών της ελληνικής μητρόπολης.
Το επόμενο βήμα της απολλωνιακής λατρείας ήταν μια κοινωνική επανάσταση που οδηγούσε σε αχαρτογράφητα νερά: Δύο τεράστιες φιλοσοφικές προσωπικότητες, σε θεολογικό επίπεδο απόστολοι, επεχείρησαν να αναδιαμορφώσουν τον ελληνικό κόσμο: ο Πυθαγόρας και ο Σωκράτης. Ο πρώτος ήταν ένας ελιτιστής, που μυούσε σε σημαντικό βαθμό στην επιστημονική γνώση και επέμενε στη φόρμα, την πειθαρχία, την ιεραρχία και την ακρίβεια. Ο δεύτερος, έχοντας δει την αποτυχία του ελιτιστικού πειράματος, υιοθέτησε μια πολύ ανοικτότερη γραμμή μύησης και διδασκαλίας, επηρεασμένος από τη δημοκρατική πραγματικότητα της εποχής –την οποία απεχθανόταν–απέχοντας με μεγάλη σαφήνεια από τις επιστήμες και εστιαζόμενος στο ανθρωπιστικό κομμάτι. Παρόλ’ αυτά ο Αριστοφάνης, που κάτι παραπάνω ήξερε, τον παρουσιάζει ως φυσικό φιλόσοφο.
Και οι δύο κηρύττουν γνώσεις, αυτοβελτίωση, την ύπαρξη δαίμονος τόσο ως ψυχής, όσο και ως θρησκευτικού συνεστώτος, και πάνω απ’ όλα την κοινωνική ιεραρχία και τη σημασία του ειδήμονα: ο Πυθαγόρας, συγκεντρωτικότερος, προάγει τον Δάσκαλο, ενώ ο Σωκράτης τον εκάστοτε κατά περίπτωση ειδικό. Και οι δύο είχαν την υποστήριξη του Μαντείου των Δελφών, που δείχνει ποιος ήταν στην ουσία ο Ένας, ο «Δαίμων» του Σωκράτη κ.λπ., αλλά προκάλεσαν το λαϊκό θρησκευτικό αίσθημα, το οποίο δεν είχε αμβλυνθεί από την αθεϊστική προπαγάνδα που προωθείτο εκ του παραλλήλου. Έτσι, χωρίς την προηγούμενη αποθρησκευτικοποίηση, η νέα θρησκεία δεν εγκαταστάθηκε: ο Πυθαγόρας κυνηγήθηκε και εκτελέστηκε, και ο Σωκράτης εκτελέστηκε χωρίς να εξευτελιστεί με κυνήγι. Η επιβολή της αρμονίας με αυστηρότητα και της αυθεντίας με την αποδοχή, μέσω μιας κατευθυνόμενης εκπαίδευσης, δεν επετεύχθη. Έτσι, τη σκυτάλη της κοινωνικής αναδιοργάνωσης παίρνουν οι Κυνικοί, που θα ξαναλλάξουν το τοπίο.
Ελάχιστα ανατολικότερα, η μονοθεϊστική θρησκεία της Αιγύπτου, μια άλλη προσπάθεια μονοθεοποίησης ενός πολυθεϊστικού οικοδομήματος, γίνεται βίαια με τον Ακενατόν. Τελικά αποτυγχάνει και επιβιώνει ως αιγυπτιακή αίρεση, σε έναν χαλδαϊκό πληθυσμό Σημιτών: με τον τρόπο αυτόν, ο Ων, ο θεός του Σινά (πολύ κοντά στον Ατ-Ον της Αιγύπτου), σταθεροποιείται από έναν Αιγύπτιο Ιερέα, σε έναν πληθυσμό αναγνωρισμένης χαλδαϊκής προέλευσης και θεολογίας: ο Αβραάμ καταγόταν από τη Χαλδαία απ’ όπου είχε εκδιωχθεί λόγω απόπειρας θρησκευτικού μονοθεϊστικού πραξικοπήματος από την οικογένειά του.
Η μέσα σε τρεις γενιές κλήση των απογόνων του προνομιακά στην Αίγυπτο (κάτι που επαναλήφθηκε με τους Πτολεμαίους), η πιθανή συμμετοχή τους στο θρησκευτικό πραξικόπημα του Ακενατόν και οι αντεκδικήσεις μετά την κατάρρευση αυτή, δημιούργησαν μια επαρκή βάση για ένα κατά βάθος αιγυπτιακό σύστημα: ο Θεός, που αναφέρεται με πολλά ονόματα (μερικά «ύποπτα», όπως το Αντωνάι, που θυμίζει Άδωνι, και το Ελοχίμ, που είναι πληθυντικός και υποδεικνύει πολυθεϊστική προέλευση) μετεγκαθίσταται από ένα βουνό (Σινά) σε ένα Άλλο (όρος του Ναού/όρος Σαμάρειας), φέροντας ένα καθαρά αιγυπτιακό όνομα (Γιαχβέ - ιερουργός του Γιαχ, ένας από τους σεληνιακούς θεούς των Αιγυπτίων). Ο δε προφήτης του παραμένει στην ιστορία με το διακριτικό όνομα που έφεραν πλείστοι όσοι Φαραώ: Μωυσής, που σημαίνει «αναγεννημένος» (μετά την ενθρόνισή του ο Φαραώ θεωνόταν, καθώς αναγεννάτο ως θεός υπό την κηδεμονία ενός θεού που γινόταν ονοματοδότης και προστάτης του – ο Ραμσής είχε τον Ρα [Ρα-μοσέ], ο Τούθμωσις τον Θωθ [Θωθ-μοσέ] κ.λπ.).
Σε αυτό το υπόβαθρο, η πολιτική οντότητα του Ισραήλ, αφού γενοκτονεί καμιά τριανταριά λαούς, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ιδρύει κράτος, αλλά διασπάται μεταξύ της αιγυπτιακής (κράτος Ιούδα) και της αμιγώς χαλδαϊκής επίδρασης (κράτος Ισραήλ), που εκπροσωπούν τις δύο συγκρουόμενες δυνάμεις για την περιοχή: την Αίγυπτο και τις μεσοποταμιακές δυνάμεις (Ασσυρία-Βαβυλωνία). Η επικράτηση του Ιερεμία, προνομιούχου πράκτορα της μεσοποταμιακής δύναμης, οδήγησε στη βαβυλώνιο αιχμαλωσία. Κι όμως, δεν ήταν τόσο φρικτή, αφού αιώνες μετά τεράστιο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού αρνείται να επιστρέψει στο Ισραήλ, παρά την άδεια –και τη χρηματοδότηση– του Κύρου του Μέγα.
Ωστόσο, στους επιστρέψαντες Εβραίους η θρησκεία ανανεώνεται εκ βάθρων: είναι ο Ιουδαϊσμός του Δεύτερου Ναού, μια ζηλόφθονη μονοθεΐα (στον Ιουδαϊσμό του Πρώτου Ναού, ο μονοθεϊσμός ήταν μάλλον ζητούμενο, παρά δεδομένο, και αφορούσε μικρή μειοψηφία ιερέων και πληθυσμού).
Έντονα αιγυπτιοποιημένη, η θρησκεία του Μωυσή επανέρχεται στα νάματα του Αβραάμ και αποκαθάρεται από πολλά αιγυπτιακά στοιχεία, ενώ τα ιερά κείμενα (ιδίως η Πεντάτευχος) επεκτείνονται, αναθεωρούνται, συμπληρώνονται, διορθώνονται, εκκαθαρίζονται (εκεί οφείλονται πολλές ανακολουθίες μεταξύ βιβλίων, αλλά και χωρίων του ιδίου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης) και συστηματοποιούνται, ενώ συμπληρώνεται το Σώμα της Παλαιάς Διαθήκης με νέα βιβλία. Η εργασία ίσως έχει αρχίσει ήδη στη Βαβυλώνα, αλλά ίσως και όχι: πάντως, όταν η προδοσία της Βαβυλώνας από το εβραϊκό στοιχείο στον Κύρο εξασφαλίσει την άδεια επιστροφής στη Σιών, το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας έχει γίνει. Και το κυριότερο: η θρησκεία έχει αναδιοργανωθεί.
Αν και το Ταλμούδ επιτάσσει πρακτικές που δυσκολεύουν την αντίστοιχη μελέτη, είναι σαφής η αυστηρότερη, αλλά περισσότερο ανοικτή μορφή της θρησκείας, με βάση τη διδαχή σε συναγωγές (πολύ παρόμοιες ιδέες με τις ελληνικές αγορές, στη μη εμπορική τους μορφή), στα πλαίσια διαλόγου, ζυμώσεων μυήσεων και αρχών: ο Δάσκαλος (Ραββί), που προέρχεται ανυπερθέτως από τους Φαρισαίσους, μια νέα κοινωνικοθρησκευτική τάξη (ονοματοδοτημένη από το Φαρσί που σημαίνει «Πέρσης», αλλά και «αλήθεια») υποκαθιστά τον κληρονομικό ιερέα (Λευίτη) της μωσαϊκής νομοθεσίας ως κεντρικό πρόσωπο της θρησκευτικής πρακτικής και ζωής, επιτρέποντας στις κοινότητες του εξωτερικού να διατηρούν ομοιογένεια. Ο σεβασμός στον Δάσκαλο είναι τόσο βαθύς, ώστε δημιουργούνται σέκτες και κινήματα, τα οποία μόνο λόγω μυστικότητας και πλήθους δεν συσχετίζονται από τους ιστορικούς με τα κοινωνικά φαινόμενα των Πυθαγορείων ή των μαθητών του Σωκράτη.
Όμως, στην ουσία της, η νέα εκδοχή της θρησκείας είναι μια αυστηρή θεοκρατία: δημιουργείται το αξίωμα του Μέγα Αρχιερέα (απότοκο του Ζωροαστρισμού), ο οποίος είναι ο πολιτικός αρχηγός, σε αντίθεση με την πολιτική κατάσταση στα εβραϊκά κράτη του Πρώτου Ναού, όπου ο Αρχιερέας (όχι Μέγας) ελεγχόταν από τον βασιλιά, ο οποίος είχε τη μέγιστη δύναμη. Τώρα ο Μέγας Αχριερέας αποφασίζει επί παντός επιστητού, υπό την επικυριαρχία του Πέρση βασιλέα των Βασιλέων.
Την ίδια περίπου εποχή, σύμφωνα με την πιθανότερη χρονολόγηση, ο Σπιτάμα Ζαρατούστρα ξεκίνησε από τα Βάκτρα για μια περιοδεία στο μεγαλύτερο μέρος της Ασίας, όπου έκανε το κήρυγμά του για την καθαρότητα και την τριαδική θεότητα (Αχούρα μάζδα της αλήθειας και του Φωτός, Αριμάν του σκότους και του Ψεύδους, Βαρούνα της Βροντής). Η διδασκαλία του υπονόμευε την Μιθραϊκή Θρησκεία, μια ήπια ηλιοκεντρική θεώρηση του κόσμου με πολλούς θεούς, ακόμη περισσότερους οπαδούς και σημαντική ανεκτικότητα.
Το βάρβαρο κοινωνικό σύστημα του Ζαρατούστρα, με την απαγόρευση ταφής, την έκθεση των νεκρών στα νεκροβόρα και των γέρων στα σαρκοβόρα, και μια σειρά από άλλες εντολές που διευκόλυναν τη ζωή στα κακοτράχαλα και άγονα βουνά του Αφγανιστάν (όπου η συντήρηση μη ενεργού πληθυσμού ήταν προβληματική και η εύρεση χώρου ταφής ή ξυλείας για αποτέφρωση επίσης), κατάφερε να εκτοπίσει τον ανεκτικό Μιθραϊσμό του Κύρου, δίνοντας στον σφετεριστή Δαρείο Α΄ μια εξουσιαστική διευκόλυνση: την ελέω θεού βασιλεία κατά την αντιπροσώπευση του Αχούρα-μάζδα, που του επιτρέπει να εκτελεί όσους δεν τον υποστηρίζουν ως θεομάχους και ιερόσυλους. Ο Δαρείος δεν ήταν φανατικός ζωροαστριστής, αλλά ο γιος του ο Ξέρξης ήταν.
Ο Δαρείος, που είχε δείξει αξιοσημείωτη ανεκτικότητα θρησκευτικώς, αφού συμμάχησε με το αιγυπτιακό ιερατείο για να ανατρέψει και να καταστείλει την κοινωνική επανάσταση του Καμβύση στην Αίγυπτο, δεν έχει καμιά σχέση με την επεκτατική και μισάνθρωπη αυτή λατρεία, αλλά τη βρίσκει βολική: του προσφέρει ένα καλό άλλοθι για εκκαθαρίσεις εναντίον των μιθραϊκών λειτουργών, των Μάγων, που είχαν συνταχθεί με τη γενιά του Κύρου (Καμβύσης-Σμέρδις), κατά του σφετεριστή και (πιθανώς) βασιλοκτόνου Δαρείου.
Πολύ αντίστοιχα με τις ελληνικές και εβραϊκές θρησκευτικές αναθεωρήσεις, ο Γκαουτάμα Σιντάρτα, γνωστός ως τρίτος Βούδας (=πεφωτισμένος, άλλη μια οντότητα του Φωτός, όπως ο Αχούρα και ο Απόλλων) και φημολογούμενος ως Σκύθης, σε μια περιοχή μακριά από το ιστορικό έδαφος της Σκυθίας, αρχίζει τη θρησκευτική του μεταρρύθμιση ως ένας ανώτατης κάστας Ινδουιστής πρίγκηπας. Η μεταρρύθμισή του δεν είναι ακριβώς θρησκευτική – είναι κοινωνική. Για τον λόγο αυτόν, μπορεί να αναπτυχθεί σε περιοχές διαφορετικών θρησκειών: στη βραχμανική, ινδουιστική Ινδία, στην Κίνα και στη σιντοϊστική Ιαπωνία. Πρεσβεύει τη μελέτη, τη συγκέντρωση και τη νηστεία, την αποχή και απόσπαση από τα εγκόσμια, και γενικά μια στάση ζωής μακριά από τον βραχμανικό κονφορμισμό.
Το κίνημα δεν είναι καθόλου αρεστό στην Ινδία των Ράτζα, που θησαυρίζουν χάρη στην κοινωνική πυραμίδα, αλλά καταφέρνει να παραμείνει ενεργό περιθωριακά, εκτός οικιστικών περιοχών, όπου δεν διασαλεύει την κοινωνική τάξη. Η ανεκτικότητά του θα το καταστήσει πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του Αλέξανδρου εναντίον της βραχμανικής αντίστασης, που αντιδρά στην αναδιαμόρφωση της κοινωνίας από τους Έλληνες εισβολείς, με κύριο στοιχείο την κατάργηση της αυστηρότητας της κάστας. Ο εναγκαλισμός υπήρξε αμοιβαίος: η ελληνική απεικονιστική θα χρησιμοποιηθεί για απεικόνιση του Βούδα, η ελληνική αρχιτεκτονική πέτρας για τους ναούς, η ελληνική πολιτική ισχύς στο κράτος του Αλεξάνδρου, αλλά και στα ελληνο-ινδικά βασίλεια για την επιβολή του, προτού ωριμάσει στην υποήπειρο και περάσει στην Κίνα. Αναγνωρίζοντας ειλικρινά και με ευγνωμοσύνη την υποστήριξη, ο Αλέξανδρος και ο Μένανδρος (των ελληνο-ινδικών βασιλείων) καθίστανται προφήτες του Βουδισμού.
Στο Θιβέτ, όπου ο στρατός του Αλεξάνδρου ουδέποτε έφτασε, οι μοναστικές καλύπτρες των λάμα είναι ίδιες με τα φρυγικά κράνη (λοφιοφόρα και μη) του Μακεδονικού Στρατού, ενώ στην Κίνα οι πανοπλίες των φρουρών στην Ιερά Οδό έχουν μαιάνδρους και υφασμάτινο περίζωμα με κόμπους στο στήθος, πάνω από τον θώρακα, ως διακριτικό βαθμού, όπως στον Μακεδονικό Στρατό.
Στο ανατολικό άκρο της Ευρασίας, στη διαιρεμένη Κίνα, ο Λάο Τσε, σύγχρονος του Πυθαγόρα, Ζωροάστρη, Γκαουτάμα Σιντάρτα Βούδα, είναι βιβλιοθηκάριος και κηρύττει μια κοινωνική στάση ανεκτική, παθητική και κριτική έναντι της τυπολατρίας, της πλεονεξίας και της επιθετικότητας, μοιάζοντας στην πυθαγόρεια διδασκαλία. Αντίθετα από αυτήν, η αυστηρότητα, η ευπρέπεια των τρόπων και ο κομφορμισμός θεωρούνται, από επουσιώδη, μέχρι ενοχλητικά στοιχεία. Οι Πυθαγόρειοι δεν είχαν τέτοιες χαλαρές πεποιθήσεις, όμως ήταν απίστευτα επιφυλακτικοί και θεωρούσαν άνευ δεσμευτικής σημασίας τους πολιτικούς νόμους των πόλεών τους – κατ’ εκείνους, οι νόμοι δεν δεσμεύουν τους φιλοσόφους, διότι οι φιλόσοφοι, γνήσια ενάρετοι, δεν χρειάζονται νόμους.
Ο Σωκράτης φρίττει: Πολύ χαλαρότερος, σε σχέση με την σκληρή ιεραρχία και πειθαρχία του Πυθαγόρα, κηρύττει με το ύστατο παράδειγμα, τη ζωή του, την υποταγή στους νόμους, τη συνειδητή πειθαρχία και τη σημασία της άποψης του ειδήμονα, έναντι της απαίδευτης, επί ειδικών θεμάτων, πλειοψηφίας της λαϊκής βάσης.
Στην άλλη άκρη της Ευρασίας, ο Κομφούκιος, μεταγενέστερος του Λάο Τσε, μαθητής του και λίγο πρωτύτερος του Σωκράτη, είναι εκνευριστικά παρόμοιος: κηρύττει την υποταγή στον άρχοντα, τους ανώτερους, τους γονείς και τους ειδήμονες. Κηρύττει –σε αντίθεση με το Σωκράτη– μια αυστηρή εκδοχή της κοινωνικότητας βασισμένη στην ευπρέπεια, τους τρόπους και μια εξεζητημένη ιεραρχική ρουτίνα συμπεριφοράς, που εξωτερικεύει τον εσωτερικό αγώνα ενάντια στα πάθη και τις μικρότητες. Η διαιρεμένη Κίνα των πολλών μικρών βασιλείων, όπου όμως όλα έχουν θεϊκή αρχή –όπως στις Μυκήνες–, αγκαλιάζει τον Κομφούκιο και τον καθιστά κεντρικό δόγμα και πυλώνα της ενιαίας ή μη ενιαίας, πολυδιασπασμένης, αυτοκρατορικής/βασιλικής εξουσίας, ως κοινωνικό απολογητή της Μοναρχίας.
Στην Ελλάδα, ο Σωκράτης πίνει ένα σφηνάκι κώνειο, καθώς ο αθηναϊκός Δήμος καταλαβαίνει ακριβώς πού οδηγεί η διδασκαλία του σε πολιτική προβολή: είτε στους 30, είτε σε αυθέντη. Δεν είναι τυχαίο ότι η μία παραφυάδα της σωκρατικής σκέψης, ο Αριστοτέλης, θα σφυρηλατήσει τη μακεδονική μοναρχία –ασχέτως τού ότι ο Αλέξανδρος σε φιλοσοφικό-πολιτικό επίπεδο ήταν κυνικός, και από αυτό πηγάζει και όλη η μυθολογία με τον Διογένη–, μέχρι τη ρήξη που επιφέρει η ανάμειξη του Καλλισθένη στη συνωμοσία των Παίδων.
Η πλέον ολοκληρωμένη εκδοχή των ερωταποκρίσεων του Αλέξανδρου με τους Ινδούς σοφούς δείχνει την υπαγωγή του στους Κυνικούς, που οδήγησε και στην πρόκριση του Βουδισμού ως κοινωνικού συστήματος στην Ινδία. Η άλλη, κεντρική φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, η Ακαδημία, θα δεχθεί με χαρά τις χορηγίες του Κάσσανδρου, αναλαμβάνοντας εργολαβικά την απολογία του (και της οικογένειάς του) και τη συκοφάντηση του Αλεξάνδρου.
Επίλογος
Oι σχεδόν ταυτόχρονες εμφανίσεις χαρισματικών ανθρώπων, που έλεγαν περίπου τα ίδια, ήταν παρόμοια ιστορικά μονοπάτια που εξελίχθηκαν παράλληλα λόγω κοινής πηγής/αιτίου, ή μήπως υπήρχε μια κοινή πηγή που, λόγω διάδοσης και ευνοϊκών συνθηκών, όπως συνέβη με τα εθνικιστικά και με τα σοσιαλιστικά καθεστώτα στον 20ό αιώνα, μεταδόθηκαν σε όλην την πολιτισμένη υφήλιο, αλλά με διάφορους βαθμούς επιτυχίας και τοπικές προσαρμογές; Υπάρχει, έστω και ως άσκηση επιστημονικής αναζήτησης, η πιθανότητα να ήταν μια μαζική και πλανητική περίπτωση της θεωρίας συντονισμού/συγχρονισμού μέσω αιθερικού ρευστού, κατά το παράδειγμα του «πειράματος της συνοχής» του Ολλανδού Christian Huygens, το 1665 (καθώς σχεδίαζε ρολόγια με εκκρεμές, διαπίστωσε ότι, αν τοποθετούσε δύο εκκρεμή σε μικρή απ’ αλλήλων απόσταση και τους έδινε διαφορετική συχνότητα ταλάντωσης, μετά από λίγο αυτά αποκτούσαν την ίδια συχνότητα ταλάντωσης, δηλαδή συντονίζονταν);
Οι μεταχρονισμένες και μετατοπισμένες επαναλήψεις είναι ένα ενδιαφέρον ιστορικό φαινόμενο που ουδέποτε εξηγήθηκε ικανοποιητικά, παρά τις δοξασίες της οικονομικής αιτιατότητας: ίδιες συνθήκες παράγουν ίδιο αποτέλεσμα. Απέναντι σε αυτή την αρχή του Διαφωτισμού, στέκεται η αρχή της αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ, που στις μη σωματιδιακές εκφάνσεις της αποκλείει τις αυθόρμητες επαναλήψεις, όπως άλλωστε και ο χαοτικός λογισμός.
* Ο Μανούσος Καμπούρης είναι βιολόγος, με διδακτορικό στην Ιατρική Μυκητολογία και έντονο συγγραφικό και αρθρογραφικό ενδιαφέρον και έργο για την Αρχαία Ελλάδα. Αρθρογράφος επί χρόνια στον ελληνικό αμυντικό και ιστορικό Τύπο, με διεθνείς δημοσιεύσεις στα περιοδικά Archaeo-logy and Science και Ancient Warfare http://www.pare-dose.net/
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου