Φώτης Σχοινάς
μία διαφορά τῆς Ρωμαϊκῆς ἀπό τήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία εἶναι ὁ «νομικός», «θεσμικός» χαρακτήρας τῆς πρώτης καί ὁ «χαρισματικός», «προσωποπαγής» χαρακτήρας τῆς δεύτερης.
Ὁ Max Weber θεωρεῖ ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς «τύποι» ἐξουσίας, τρεῖς βασικές «νομιμοποιήσεις» τῆς ἐξουσίας: ὁ «παραδοσιακός», ὁ «χαρισματικός» καί ὁ «νομικός»-«θεσμικός».
Ἡ «παραδοσιακή» ἐξουσία βασίζεται στήν παράδοση, στά ἱερά ἔθιμα, τά ὁποῖα ἐπεκύρωσε ἡ ἀπό ἀμνημονεύτων χρόνων ἰσχύς τους καί καθιέρωσε ἡ πατροπαράδοτη συνήθεια νά συμμορφώνεται ἡ κοινωνία μέ αὐτά. Εἶναι ἡ ἐξουσία πού κατέχουν οἱ πατριαρχικοί καί πατρογονικοί ἡγεμόνες. Ἡ «χαρισματική» ἐξουσία βασίζεται στήν ἐξαιρετική, ἡγετική προσωπικότητα τοῦ κατέχοντος τήν ἐξουσία πού ἐμπνέει τήν ἀπόλυτη ἀφοσίωση στό πρόσωπό του. Εἶναι ἡ ἐξουσία τοῦ λαοπρόβλητου κυβερνήτη, τοῦ μεγάλου δημαγωγοῦ, τοῦ ἀρχηγοῦ πολιτικοῦ κόμματος, ἤ ἀκόμη καί τοῦ ἐξαιρετικοῦ πολεμάρχου. Ὁ «νομικός»-«θεσμικός» τύπος ἐξουσίας ὑπάρχει χάρη στή «νομιμότητα», στήν πίστη τῆς κοινωνίας, στήν ἰσχύ τῶν νομικῶν θεσμῶν καί στήν πραγματική «ἁρμοδιότητα» τοῦ αξιωματούχου, ἡ ὁποία βασίζεται σέ λογικῶς συγκροτουμένους κανόνες.
Καθαροί-ἀμιγεῖς αὐτοί οἱ τύποι σπάνια βρίσκονται στήν πραγματικότητα. Συνήθως ὑφίσταται συνύπαρξη στοιχείων καί ἀπό τούς τρεῖς τύπους ἐξουσίας, ἀλλ’ ὅπου ἐπικρατοῦν ὡς ἐπί τό πλεῖστον στοιχεῖα ἑνός τῶν τριῶν τύπων μιλᾶμε γιά «παραδοσιακή», «χαρισματική» καί «νομική-θεσμική» ἐξουσία. Στή Ρώμη συνυπάρχουν ἀλληλοπλεκόμενοι καί οἱ τρεῖς τύποι ἐξουσίας: δέν εἶναι «παραδοσιακοῦ» τύπου ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ paterfamilias ἤ τό mos maiorum (=ἦθος τῶν προγόνων) πού ἀσκεῖ τεράστια ἐπίδραση στή Ρωμαϊκή κοινωνία; Δέν εἶναι «χαρισματικοῦ» τύπου ἡ ἐξουσία τοῦ Ἰουλίου Καίσαρα στό στράτευμά του καί στή Ρωμαϊκή πολιτεία; Ὅμως ὁ ἐπικρατοῦν τύπος ἐξουσίας στή Ρωμαϊκή Res Publica εἶναι ὁ «νομικός»-«θεσμικός». Αὐτό ἐπιτρέπει στή Ρωμαϊκή πολιτεία νά λειτουργεῖ ἀποτελεσματικά παρά ἐνδεχομένως τήν ἀναξιότητα ὁρισμένων ἀξιωματούχων της. Ἰδιαίτερα ὁ χαρακτήρας τῆς συλλογικότητας πού τήν διεῖπε προσέδιδε σ’αὐτήν ἰδιαίτερη ἀνθεκτικότητα καί ἀποτελεσματικότητα. Ἐξάλλου οἱ ἐμφύλιοι πόλεμοι τοῦ 1ου π.Χ. αἰῶνα οὐδόλως ἐκλόνισαν τήν κυριαρχία τῆς Ρώμης στούς κατακτημένους λαούς, τοὐναντίον τήν ἐπεξέτειναν καί σέ ἄλλους λαούς.
Ἀντίθετα στήν Ἀθήνα ἐπικρατεῖ ὁ «χαρισματικός», «προσωποπαγής» τύπος τῆς ἐξουσίας. Τό μεγαλεῖο τῆς Ἀθήνας ὀφείλεται σέ μιά σειρά ἐπιφανῶν καί χαρισματικῶν ἀνδρῶν, ἀρχῆς γενομένης στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰώνα ἀπό τόν Σόλωνα καί ἀκολουθούντων τόν 6ο αἰώνα τοῦ Πεισιστράτου καί τοῦ Κλεισθένη. Τόν 5ο αἰώνα ἔχουμε τόν Μιλτιάδη, τόν Ἀριστείδη, τόν Θεμιστοκλῆ, τόν Κίμωνα καί τόν Περικλῆ. Μέ τόν Περικλῆ ἡ Ἀθήνα φθάνει στό ἀποκορύφωμα τῆς ἀκμῆς της. Μετά τόν Περικλῆ ἀρχίζει σταδιακά ἡ παρακμή. Ὅσο ζεῖ ὁ Περικλῆς καί προΐσταται τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας τό πολίτευμα λειτουργεῖ ὁμαλά. Ὅταν ὅμως ἐκλείπει ὁ Περικλῆς τό πολίτευμα ἀπορρυθμίζεται, ἀποδιοργανώνεται καί ἐπικρατοῦν ἀνεύθυνοι δημαγωγοί πού κατευθύνουν τή λαϊκή μᾶζα σέ καταστροφικές ἀποφάσεις μέ ὀλέθρια γιά τούς Ἀθηναίους ἀποτελέσματα. Χαρακτηριστικά ὁ Θουκυδίδης γράφει (μετάφραση Ἐλευθερίου Βενιζέλου): «Ἐπέζησε (ὁ Περικλῆς) δέ δύο ἔτη καί ἕξ μήνας μετά τήν ἔναρξιν τοῦ πολέμου, καί ἀφοῦ ἀπέθανεν, ἔτι μᾶλλον κατεδείχθη ἡ ὀρθότης τῶν προβλέψεών του, ὡς πρός τόν πόλεμον. Διότι ἐκεῖνος μέν ὑπεστήριξεν, ὅτι θά ἐπικρατήσουν, ἐάν ἐπεδίωκαν τήν νίκην ὄχι δι’ἀποφασιστικῶν μαχῶν, ἀλλά διά κατατριβῆς τοῦ ἀντιπάλου, ἐάν κατέβαλλαν πᾶσαν ἐπιμέλειαν διά τήν καλήν κατάστασιν τοῦ στόλου των, ἐάν δέν ἐπεζήτουν νέας κατακτήσεις διαρκοῦντος τοῦ πολέμου, καί ἐάν δέν ἐξέθεταν εἰς κίνδυνον τήν ὕπαρξιν τῆς πόλεως. Αὐτοί, ὅμως, μετά τόν θάνατόν του, ὄχι μόνον ἔπραξαν τά ἐναντία ἀκριβῶς ἀπό ὅλα αὐτά, ἀλλά καί εἰς ζητήματα, τά ὁποῖα ἐφαίνοντο ἄσχετα μέ τόν πόλεμον, ἠκολούθησαν, ἀπό προσωπικάς φιλοδοξίας καί ἰδιοτέλειαν, ἐπιζήμιον διά τάς Ἀθήνας καί τάς πρός τούς συμμάχους σχέσεις πολιτικήν, ἡ ὁποία ἐν περιπτώσει ἐπιτυχίας θά ἔφερε τιμήν καί ὠφέλειαν εἰς ἰδιώτας κυρίως, ἀποτυγχάνουσα ὅμως, θά ἔφερε βλάβην εἰς τήν πόλιν κατά τήν διεξαγωγήν τοῦ πολέμου. Αἰτία τούτου ἦτο ὅτι ὁ Περικλῆς, ἔχων μεγάλην ἐπιρροήν, πηγάζουσαν ἀπό τήν πρός αὐτόν κοινήν ἐκτίμησιν καί τήν προσωπικήν του ἱκανότητα, καί πασιφανῶς ἀναδειχθείς εἰς ὕψιστον βαθμόν ἀνώτερος χρημάτων, συνεκράτει τόν λαόν, μολονότι σεβόμενος τάς ἐλευθερίας του, καί αὐτός μᾶλλον ὡδήγει αὐτόν παρά ὡδηγεῖτο ἀπό αὐτόν. Καθόσον, μή ἐπιδιώκων ν’ἀποκτήσῃ ἐπιρροήν δι’ἀθεμίτων μέσων, δέν ὡμίλει πρός κολακείαν, ἀλλά στηριζόμενος εἰς τήν κοινήν πρός αὐτόν ἐκτίμησιν, ἠδύνατο ν’ἀντιταχθῆ κατ’αὐτῶν, προκαλῶν ἐν ἀνάγκῃ καί τήν ὀργήν των. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὁσάκις τούς ἤθελεν ἀντιληφθῆ παραλόγως ἐπῃρμένους καί ἀλαζόνας, τούς κατέπλησσεν, ἐμπνέων φόβον διά τῶν λόγων του, καί ἀντιθέτως, ὁσάκις ἤθελε τούς ἀντιληφθῆ ἐπτοημένους, ἐπανέφερε πάλιν τό θάρρος των. Ὡς ἐκ τούτου, αἱ Ἀθῆναι, μολονότι κατ’ ὄνομα δημοκρατία, ἐκυβερνῶντο πραγματικῶς ἀπό τόν πρῶτον των πολίτην. Ἐνῷ οἱ διάδοχοί του, ὄντες μᾶλλον ἴσοι ὁ εἷς πρός τόν ἄλλον, ἐπιδιώκοντες ὅμως ἕκαστος νά γίνῃ πρῶτος, ἦσαν ἕτοιμοι καί αὐτήν τήν κατεύθυνσιν τῶν δημοσίων πραγμάτων νά θυσιάσουν εἰς τάς ἑκάστοτε ὀρέξεις τοῦ πλήθους. Τοιαύτη ὅμως ἀδυναμία, ὅπως εἶναι ἑπόμενον, προκειμένου περί πόλεως μεγάλης καί ἀσκούσης ἡγεμονίαν, ὡδήγησε καί εἰς ἄλλα πολλά σφάλματα καί εἰς τήν Σικελικήν ἐκστρατείαν, τῆς ὁποίας ἡ ἀποτυχία ὀφείλετο ὄχι τόσον εἰς κακόν ὑπολογισμόν, λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν τῆς δυνάμεως τοῦ ἐχθροῦ, ὅσον εἰς τό ὅτι οἱ ὑπεύθυνοι διά τήν ἐκστρατείαν, μετά τήν ἀποστολήν της, δέν εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τό συμφέρον της, ἀλλά κατεγίνοντο νά διαβάλλουν οἱ μέν τούς δέ, διά νά ἐπιτύχουν τήν λαϊκήν ἡγεσίαν, καί ὡς ἐκ τούτου ὄχι μόνον ἔγιναν αἰτία χαλαρώσεως τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων, ἀλλά καί διά πρώτην φοράν ἀνεφύησαν εἰς τήν πόλιν ἐσωτερικαί διχόνοιαι. Ἐν τούτοις οἱ Ἀθηναῖοι, μετά τήν ἀπώλειαν τοῦ στρατοῦ των καί τοῦ μεγαλητέρου μέρους τοῦ στόλου των εἰς τήν Σικελίαν, καί ἐνῷ οἱ ἐμφύλιοι σπαραγμοί ἐλυμαίνοντο ἤδη τήν πόλιν, κατώρθωσαν ὅμως ν’ ἀνθέξουν ἐπί δέκα ἔτη, ὄχι μόνον κατά τῶν ἀρχικῶν ἐχθρῶν, ἀλλά καί κατά τῶν ἐκ Σικελίας, ὅσοι ἡνώθησαν μέ αὐτούς, ἀκόμη δέ καί κατά τῶν περισσοτέρων συμμάχων των, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπαναστατήσει, βραδύτερον δέ καί κατ’ αὐτοῦ τοῦ Κύρου, υἱοῦ τοῦ Βασιλέως, ὁ ὁποῖος ἡνώθη μέ τούς Πελοποννησίους καί παρεῖχεν εἰς αὐτούς χρήματα διά τον στόλον των, καί τότε μόνον ὑπέκυψαν, ὅταν, συνεπείᾳ τῶν προσωπικῶν διενέξεων, συνεκρούσθησαν πρός ἀλλήλους καί αὐτοκατεστράφησαν»
.
Ἀντίθετα οἱ Ρωμαῖοι χάρη στό χαρακτήρα τους («οἱ Ρωμαῖοι ποτέ δέν ἦσαν πιό σκληροτράχηλοι παρά μετά τήν ἧττα» θά πεῖ ὁ Πολύβιος) ἀλλά κυρίως χάρη στούς θεσμούς τους κατάφερναν νά ἀποβαίνουν νικητές ἀκόμη καί μετά ἀπό ὁλοκληρωτικές καταστροφές. Ἡ Ρωμαϊκή ἱστορία βρίθει τέτοιων περιπτώσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι κατά τόν 2ο Καρχηδονιακό πόλεμο, ὅπου στίς Κάννες τό 216 π.Χ. ὑπέστησαν συντριπτική ἧττα ἀπό τόν Ἁννίβα καί οἱ περισσότεροι Ἰταλοί σύμμαχοί τους προσεχώρησαν στούς Καρχηδονίους καί ἡ Ρώμη βρέθηκε ἀπομονωμένη, ἀποδυναμωμένη καί ἀποδεκατισμένη (τότε ἀνεφύη καί ἡ πολυθρύλητη φράση «Ηannibal ante portas»= «ὁ Ἁννίβας πρό τῶν πυλῶν»), ἡ Ρωμαϊκή Σύγκλητος τήν κρίσιμη ἐκείνη στιγμή πῆρε τήν κατάσταση πάνω της, ἔλαβε τίς σωστές ἀποφάσεις καί κατάλληλες πρωτοβουλίες, ὥστε τελικά ἡ Ρώμη νά βγεῖ ἀπό τό ἀδιέξοδο καί νά καταστεῖ νικήτρια στόν πόλεμο ζωῆς ἤ θανάτου μέ τούς Καρχηδονίους.
Ὁ προσωποπαγής χαρακτῆρας τῆς ἐξουσίας χαρακτηρίζει γενικά ὅλους τούς Ἕλληνες − ὄχι μόνο τούς Ἀθηναίους τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς – διαχρονικά σέ ὅλη τή διαδρομή τῆς ἱστορικῆς παρουσίας τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ τύχη τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Ἦταν προσωπικό δημιούργημα τοῦ Μακεδόνα στρατηλάτη καί μετά τόν (πρόωρο) θάνατό του κατακερματίστηκε ἀπό τούς ἐπιγόνους του σέ ἀντιμαχόμενα βασίλεια. Σημειωτέον ὅτι ὁ ἴδιος προσωποπαγής χαρακτῆρας ἀσκήσεως τῆς ἐξουσίας συναντᾶται καί στίς μέρες μας. Τά σύγχρονα Ἑλληνικά κόμματα εἶναι κόμματα ἀρχηγῶν καί ὄχι κόμματα ἀρχῶν. Οἱ κρίσιμες ἀποφάσεις λαμβάνονται ἀπό τόν ἀρχηγό τοῦ κόμματος ἐρήμην τῶν ἄλλων θεσμικῶν ὀργάνων τοῦ κόμματος.
Οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν τέτοια συλλογικότητα καί θεσμική κατοχύρωση στήν λήψη τῶν κρισίμων ἀποφάσεων, ὥστε οἱ προσωπικές ἔχθρες καί ἀντιπαλότητες – πού ἀναντίρρητα ὑφίσταντο – οὐδόλως ἐλυμαίνοντο τά συμφέροντα τῆς πολιτείας. Ὁ ἀνταγωνισμός καί ἡ ἀντιπαλότητα τοῦ Κάτωνα καί τοῦ Σκιπίωνα τοῦ Ἀφρικανοῦ στίς ἀρχές τοῦ 2ου π.Χ. αἰῶνα ὄχι μόνο δέν ζημίωσαν, ἀλλά καί προώθησαν θἄλεγε κανείς τά Ρωμαϊκά συμφέροντα. Στήν Ἀθήνα ἔφθασε μία προσωπική ἔχθρα τοῦ Ἀλκιβιάδη πρός μερικούς ἀντιπάλους του γιά νά καταστραφεῖ ἡ Ἀθήνα στή Σικελία. Καί γιά νά μή ξεχνοῦμε στή νεώτερη Ἑλλάδα ἔφτασε μιά προσωπική ἔχθρα καί διάσταση ἀπόψεων μεταξύ τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου καί τοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου γιά νά ὁδηγήσει τό ἔθνος στό διχασμό καί τήν καταστροφή.
Μία ἀκόμα σημαντική διαφορά μεταξύ Ρώμης καί Ἀθήνας ἦταν ἡ προτεραιότητα πού ἔδιναν οἱ Ἀθηναῖοι στούς πολῖτες ἔναντι τῆς πόλεως ἐν ἀντιθέσει πρός τούς Ρωμαίους στούς ὁποίους δεσπόζουσα θέση εἶχε ἡ αἰωνία Πόλις, ἡ Ρώμη,καί κατόπιν ἔρχονταν οἱ πολῖτες.
Στούς Ἕλληνες γενικώτερα καί εἰδικώτερα στους Ἀθηναίους προτάσσονται οἱ ἔμψυχοι πολῖτες ἔναντι τῆς πολιτείας (=τοῦ πολιτεύματος). Ὁ Περικλῆς στόν Ἐπιτάφιο λέγει: «Χρώμεθα γάρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τούς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δέ μᾶλλον αὐτοί ὄντες τισίν ἤ μιμούμενοι ἑτέρους».
Μετάφραση (Γεράσιμου Μαρκαντωνάτου): «Τό πολίτευμα πού ἔχουμε δέν ἐπιδιώκει νά μιμηθεῖ τούς νόμους ἄλλων, ἀλλά πιό πολύ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε παράδειγμα σέ μερικούς παρά μιμητές ἄλλων».
Στό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα ἀπό τόν Ἐπιτάφιο ἄς προσέξουμε δύο βασικά πράγματα. Πρῶτον τό φραστικό σύνολο χρώμεθα πολιτείᾳ δείχνει ὅτι ἡ πολιτεία (τό πολίτευμα δηλαδή) εἶναι χρηστικό ὄργανο καί δέν ἔχει καμμία ὀντολογική αὐτοτέλεια, αὐθυπαρξία∙ εἶναι ἕνας χρηστικός θεσμός χάριν τῶν πολιτῶν καί τίποτε πέραν τούτου. Δεύτερον ἡ φράση ὅπως ἐξεφέρθη εἶναι συντακτικά ἀνακόλουθη. Κανονική συντακτική ἐκφορά θά ἦταν: «Χρώμεθα γάρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τούς τῶν πέλας νόμους, παραδείγματι δέ μᾶλλον αὐτῇ (τῇ πολιτείᾳ) οὔσῃ τισίν ἤ μιμουμένῃ ἑτέρους». Ὁ Περικλῆς-Θουκυδίδης προβαίνει σ’αὐτήν τήν συντακτική ἀνακολουθία, γιά νά τονίσει ὅτι τό κέντρο βάρους δέν εἶναι ἡ πολιτεία καθό πολιτεία, ἀλλά οἱ ἄνδρες-πολῖτες. Ἡ πολιτεία συγκροτεῖται χάριν τῶν πολιτῶν καί ὄχι οἱ πολῖτες χάριν τῆς πολιτείας.Οἱ πολῖτες εἶναι ἡ ψυχή καί ἡ πεμπτουσία τῆς πόλεως∙ ὄχι ἡ πολιτεία καθό πολιτεία.Τό κέντρο βάρους δέν βρίσκεται στόν ἀπρόσωπο πολιτειακό θεσμό, ἀλλά στούς ἔμψυχους πολῖτες. Γι’αὐτό δέν ἔχουμε δῆμο τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλά δῆμο τῶν Ἀθηναίων. Τό κέντρο βάρους, ὅπως ἀναφέραμε μόλις ἀνωτέρω, δέν βρίσκεται στόν ἀπρόσωπο πολιτειακό θεσμό, ἀλλά στούς ἔμψυχους πολῖτες πού συγκροτοῦν, φανερώνουν καί προσδίδουν τό ἰδιαίτερο ποιόν στήν πολιτειακή ὀργάνωση. Ὅταν κυβερνοῦν οἱ ἄριστοι ἔχουμε ἀριστοκρατία, ὅταν κυβερνοῦν οἱ ὀλίγοι ὀλιγαρχία, ἐνῶ ὅταν τήν ἐξουσία ἔχει στό σύνολό του ὁ δῆμος ἔχουμε δημοκρατία.
Αὐτή τήν ἀλήθεια ἐκφράζει ὁ Νικίας ὁμιλώντας πρός τό ἐπτοημένο στράτευμα τῶν Ἀθηναίων στήν Σικελία λίγο πρίν τήν ὁλοκληρωτική καταστροφή: «λογίζεσθε δέ ὅτι αὐτοί τε πόλις εὐθύς ἐστε ὅποι ἄν καθέζησθε» καί «ἄνδρες γάρ πόλις, καί οὐ τείχη οὐδέ νῆες ἀνδρῶν κεναί».
Μετάφραση (Ἐλ. Βενιζέλου): «Σκεφθῆτε ἀκόμη, ὅτι ὁπουδήποτε καί ἄν στρατοπεδεύσετε, ἀποτελεῖτε ἀμέσως καί μόνοι σας πόλιν» καί «Διότι οἱ ἄνδρες ἀποτελοῦν τάς πόλεις καί ὄχι τείχη καί πλοῖα κενά ἀνδρῶν».
Ἡ πόλη εἶναι οἱ ἄνδρες, τά ἔμψυχα ὑπαρκτά πρόσωπα πού συγκροτοῦν καί πραγματοποιοῦν τήν πολιτεία, τό πολίτευμα καί ὄχι τό ἀντίστροφο, μολονότι καί ἡ ἰδιαίτερη πολιτεία, τό ἰδιαίτερο πολίτευμα ἐπηρεάζει τό πολιτικό καί ἠθικό ποιόν τῶν πολιτῶν. Μάλιστα ὅπου πηγαίνουν οἱ πολῖτες, «πηγαίνει» καί ἡ πόλη. Χαρακτηριστικό εἶναι αὐτό πού ὑπενθυμίζει ὁ Κ. Καστοριάδης: «Ὁ Θουκυδίδης εἶναι ἀπόλυτα ρητός σ’αὐτό τό θέμα: Ἄνδρες γάρ πόλις. Πρίν ἀπό τή μάχη τῆς Σαλαμίνας, ὅταν ὁ Θεμιστοκλῆς ὄφειλε νά καταφύγει σ’ἕνα τελείως ἀκραῖο ἐπιχείρημα γιά νά ἐπιβάλει τήν τακτική του, ἀπείλησε τούς ἄλλους ἀρχηγούς τῶν συμμάχων: οἱ Ἀθηναῖοι θά πήγαιναν μέ τίς οἰκογένειές τους καί τόν στόλο τους νά ἱδρύσουν μιά νέα πόλη στά δυτικά καί αὐτό παρά τό ὅτι γιά τούς Ἀθηναίους – περισσότερο ἀπό ὅσο γιά τούς ἄλλους Ἕλληνες − ἡ γῆ τους ἦταν ἱερή καί οἱ ἴδιοι περήφανοι πού ἦταν αὐτόχθονες».
Οἱ Ἀθηναῖοι ἀγαποῦσαν τόν τόπο τους, τό γενέθλιο λίκνο τους, ὅμως ὁ τόπος τους δέν ἦταν sine qua non προϋπόθεση τῆς ὀντότητάς τους, ὅπως συνέβαινε στούς Ρωμαίους. Ἡ πόλις ἦταν κυρίως οἱ πολῖτες καί ὄχι ὁ τόπος ἤ ἡ πολιτεία − τό πολίτευμα. Μάλιστα δέν εἶχαν ἔννοια τοῦ κράτους, παρόμοια μ’αὐτήν πού ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα, γιατί κράτος ἦσαν αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ πολῖτες. Τό αὐτόνομον (οἱ ἐλεύθεροι πολῖτες θεσπίζουν τούς νόμους), τό αὐτόδικον (οἱ ἐλεύθεροι πολῖτες ἀπονέμουν δικαιοσύνη) καί τό αὐτοτελές (οἱ ἐλεύθεροι πολῖτες ἀσκοῦν τήν ἐξουσία – οἱ ἐν τῷ τέλει ὄντες εἶναι οἱ ἄρχοντες) χαρακτηρίζουν τήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία. Οἱ ἐλεύθεροι πολῖτες ἀσκοῦν τό νομοθετικό, δικαστικό καί ἐκτελεστικό ἔργο τους καί δέν ἐκχωροῦν σέ οἱαδήποτε ἄλλους, ἔξω ἤ πάνω ἀπό αὐτούς, αὐτή τή λειτουργία-δραστηριότητα. Ὁ Κ. Καστοριάδης γράφει ἐπ’αὐτοῦ: «Ἡ ἑλληνική πόλις δέν εἶναι ‘’Κράτος’’ μέ τή σύγχρονη ἔννοια τοῦ ὅρου…Ἡ ἰδέα ἑνός ‘’Κράτους’’, δηλαδή ἑνός θεσμοῦ διακεκριμένου καί χωρισμένου ἀπό τό σῶμα τῶν πολιτῶν, ἦταν ἀδιανόητη γιά ἕναν Ἕλληνα».
Τοὐναντίον οἱ Ρωμαῖοι εἶναι βαθειά καί ἀναπόσπαστα ἐρριζωμένοι στό πάτριο ἔδαφος καί γι’αὐτούς ἡ Ρώμη, ἡ αἰωνία Πόλις, ἡ perrenis Urbs, ἦταν ἡ μοναδική καί ἀναντικατάστατη πόλη. Ἡ Χάνα Ἄρεντ γράφει ἐπ’αὐτοῦ: «Στήν καρδιά τῆς Ρωμαϊκῆς πολιτικῆς, ἀπό τήν ἀπαρχή τῆς δημοκρατίας ἕως οὐσιαστικά τό τέλος τῆς ἰμπεριαλιστικῆς περιόδου, διατηρεῖται ἡ πεποίθηση τῆς ἱερότητας τῆς ἵδρυσης, μέ τήν ἔννοια ὅτι καί κάτι ἱδρύθηκε παραμένει δεσμευτικό γιά ὅλες τίς μελλοντικές γενιές. Ἡ ἐνασχόληση μέ τήν πολιτική σήμαινε πρῶτα καί κύρια νά κρατᾶς ἀλώβητη τήν ἱδρυτική πράξη τῆς πόλης τῆς Ρώμης.Γι’αὐτό τό λόγο οἱ Ρωμαῖοι δέν μποροῦσαν νά ἐπαναλάβουν τήν ἵδρυση τῆς πρώτης πόλης τους μέ τήν ἵδρυση ἀποικιῶν, ἀλλά φάνηκαν ἱκανοί νά προσαυξήσουν τήν ἀρχική ἱδρυτική πράξη μέχρις ὅτου ὁλόκληρη ἡ Ἰταλία καί, βαθμιαῖα, ὅλος ὁ δυτικός κόσμος νά ἑνώνονταν καί νά διοικοῦνταν ἀπό τή Ρώμη, ὡσάν ὁ κόσμος νά μήν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπό ρωμαϊκή ἐνδοχώρα. Ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος, οἱ Ρωμαῖοι δεσμεύονταν ἀπό τή σαφῆ ἐντοπιότητα αὐτῆς τῆς μοναδικῆς πόλης, καί ἀντίθετα μέ τούς Ἕλληνες δέν μποροῦσαν νά ποῦν σέ ἐποχές ἔκτακτης ἀνάγκης ἤ ὑπερπληθυσμοῦ: ‘’Πηγαίνετε καί βρεῖτε μία νέα πόλη, γιατί ὅπου κι ἄν εἴσαστε θά εἴσαστε πάντα μία πόλις’’. Οἱ Ρωμαῖοι, κι ὄχι οἱ Ἕλληνες, ρίζωναν πραγματικά στό ἔδαφος, καί ἡ λέξη patria ἀποκτᾶ τό πλῆρες νόημά της ἀπό τήν ρωμαϊκή ἱστορία. Ἡ ἵδρυση νέου πολιτικοῦ σώματος – γιά τούς Ἕλληνες σχεδόν κοινότοπη ἐμπειρία − ἔγινε γιά τούς Ρωμαίους ἡ κεντρική, ἀποφασιστική, ἀνεπανάληπτη ἀπαρχή τῆς ἱστορίας τους συνολικά, μοναδικό συμβάν».
Οἱ Ρωμαῖοι, εξάλλου, οὐδέποτε θά μπορῦσαν νά ἰσχυρισθοῦν, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι, ‘’ἡ πολιτεία εἴμαστε ἐμεῖς, τό σύνολο τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν’’. Τό Ἀθηναϊκό τρίπτυχο αὐτόνομον, αὐτόδικον, αὐτοτελές ἦταν ἀδιανόητο γιά τούς Ρωμαίους. Στή Ρωμαϊκή res publica μία μικρή μειοψηφία, ἡ ἀριστοκρατία, ἐκτελοῦσε οὐσιαστικά τή νομοθετική, δικαστική καί ἐκτελεστική ἐξυσία καί πάντα πρός ὄφελός της. Βάσιμα θά μπορούσαμε νά ἰσχυρισθοῦμε πώς ἡ Ρωμαϊκή res publica ἦταν ‘’κράτος’’ μέ τή σύγχρονη ἔννοια τοῦ ὅρου: ἕνας θεσμός διακεκριμένος καί χωρισμένος ἀπό τό σῶμα τῶν πολιτῶν.
Τό περίεργο ὅμως εἶναι ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι δέν ἐθεοποίησαν τό κράτος, ὅπως κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον συνέβη στούς νεωτέρους Εὐρωπαίους φιλοσόφους. Ὁ Ἀριστοτέλης στήν ἀξιολογική κλίμακα τοποθετεῖ ὡς ὕψιστον βίον τόν θεωρητικόν βίον καί ἀκολουθεῖ ὁ πολιτικός βίος. Ὁ ἀπολαυστικός καί ὁ χρηματιστικός βίος τίθενται στό κατώτατο μέρος τῆς ἀξιολογικῆς κλίμακος. Ὕψιστη δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ πολιτική δραστηριότητα, ἀλλά ἡ θεωρία, ἡ θεωρητική δραστηριότητα, ἤγουν ἡ καθαρά ἐνέργεια τοῦ νοῦ, τοῦ μόνου ἐν ἡμῖν θείου, κατά τόν Σταγειρίτη. Ὡσαύτως καί ὁ Πλάτων στήν Πολιτεία του οὐδέποτε προβαίνει σέ θεοποίηση αὐτῆς. Ἁνώτατη γνωστική δύναμη εἶναι ὁ νοῦς, τό ὀπτικόν τῆς ψυχῆς, ὁ ὁποῖος θεᾶται τίς ἰδέες καί κυρίως τήν ἰδέα τοῦ ἀγαθοῦ. Οἱ Ἕλληνες ποτέ δέν ἐθεώρησαν τήν πολιτική ὡς αὐτοσκοπό· ἁπλῶς τήν ἀντελήφθησαν ὡς μέσο, ὡς προϋπόθεση τοῦ εὖ ζῇν. Τοὐναντίον στούς νεώτερους χρόνους ὁ Χόμπς καί κυρίως ὁ Ἕγελος προβαίνουν σέ ἀποθέωση τοῦ ἐπίγειου κράτους. Ὁ Ἕγελος θεωρεῖ τό Πρωσσικό κράτος ὡς τήν πραγμάτωση τῆς ἀπόλυτης Ἰδέας. Ἀλλά περισσότερο ἁρμόδιος νά μᾶς ἐνημερώσει γιά τό θέμα αὐτό, καί ἐν γένει γιά τίς διαφορές τῆς νεώτερης πολιτικῆς φιλοσοφίας ἀπό τήν ἀρχαία πολιτική φιλοσοφία, εἶναι ὁ ἐγκρατής, ὅπως ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι, περί τόν Ἕγελο, ὁ ἀγαπητός φίλος Παῦλος Κλιματσάκης...
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου