Τρεις βαθμοί διάνοιας
Στις μέρες μας δεν υπάρχουν βέβαια οι φατρίες των Ορσινίων και των Κολοννησίων, ισχύουν όμως σε σημαντικό βαθμό τα ανθρωπολογικά δεδομένα που επικαλείται ο Μακιαβέλι και συνεχίζεται με την ίδια ένταση το αμείλικτο παιχνίδι της ισχύος σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Αυτό που ονομάστηκε πνεύμα ή διάνοια τίθεται αναγκαστικά στην υπηρεσία της πολιτικής και υπηρετεί τις επιδιώξεις της. Για τις διανοητικές ικανότητες των ανθρώπων γράφει: «Τρεις βαθμούς διάνοιας διακρίνουμε στους ανθρώπους. Όσοι έχουν τον πρώτο βαθμό αντιλαμβάνονται τα πράγματα στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Οι έχοντες τον δεύτερο βαθμό μπορούν να καταλάβουν ότι τους διδάσκουν οι άλλοι, ενώ αυτοί που βρίσκονται στον τρίτο βαθμό ούτε μόνοι τους, ούτε με τη βοήθεια άλλων κατανοούν τίποτα. Οι πρώτοι έχουν διάνοια υψηλότατη, οι δεύτεροι υψηλή και οι τρίτοι κακή.»(3)
Ο Ηγεμόνας είναι ένα πρακτικό εγχειρίδιο πολιτικής, γραμμένο με την μορφή επιστολής προς έναν έφηβο αριστοκρατικό γόνο. Ποιος όμως χρειαζόταν περισσότερο ένα τέτοιο βιβλίο; είναι μαρτυρημένο ότι όσοι προορίζονταν για ηγεμόνες, βασιλιάδες ή πρίγκιπες ήταν από τα γεννοφάσκια τους αρκετά εξοικειωμένοι με τις ανάλογες τεχνικές. Η πρακτική εκπαίδευση στο ανάλογο περιβάλλον των αριστοκρατικών κύκλων συμπληρωνόταν άλλωστε συχνά και από κατ’ οίκον θεωρητική διδασκαλία και πάντοτε υπήρχαν διαθέσιμες πλούσιες βιβλιοθήκες. Άλλες φορές, οι νεαροί βλαστοί στέλνονταν δίπλα σε ικανούς αξιωματούχους και επαγγελματίες του κράτους ή φοιτούσαν σε σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της εποχής. Το επόμενο απόσπασμα μπορούμε να το δούμε ως συμβουλή σε υποψήφιους αποικιοκράτες ή ως εγκώμιο της δημοκρατίας – ας έχουμε υπόψιν μας ότι ο Μακιαβέλι γράφει κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της σχεδόν παντοδύναμης παπικής εκκλησίας, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να προσαρμόσει το ύφος και το περιεχόμενο του βιβλίου στο γαλαζοαίματο αναγνωστικό κοινό της ισχυρής οικογένειας των Μεδίκων:
«Στ’ αλήθεια, ο μόνος ασφαλής τρόπος για να έχει κάποιος στην κατοχή του τις πόλεις αυτές είναι η καταστροφή τους. Όποιος γίνεται κύριος μιας πόλης που έχει συνηθίσει να κυβερνάται ελεύθερα και δεν την καταστρέφει, πρέπει να περιμένει την καταστροφή του από αυτήν, διότι όταν αποστατεί, πάντοτε θα επικαλείται το όνομα της ελευθερίας και την διατήρηση των παλαιών θεσμών της, οι οποίοι δεν λησμονούνται ούτε μετά από μακρά παρέλευση του χρόνου, ούτε εξαιτίας ευεργετημάτων προς αυτήν· οτιδήποτε άλλο αν πράξει ή προνοήσει κάποιος, εάν δεν διαιρέσει, δεν σκορπίσει τους κατοίκους, το όνομα της ελευθερίας και οι παλαιοί θεσμοί είναι αδύνατον να παραδοθούν στη λήθη, και πάντοτε θα χρησιμεύουν ως ελατήρια, όπως συνέβη στην Πίσα, μετά από εκατόχρονη δουλεία στους Φλωρεντιανούς.» (3)
Και παρακάτω: «Αλλά στις δημοκρατίες, η ζωηρότητα των πνευμάτων είναι μεγαλύτερη, τα πάθη σφοδρότερα και η εκδίκηση είναι πιο ποθητή, ενώ η ανάμνηση της παλαιάς ελευθερίας διατηρεί πάντοτε σε ανήσυχη κατάσταση τους κατοίκους.»(3) Αφού η ελευθερία και η αυτονομία μιας πόλης, ακόμα και ως ανάμνηση μετά από αιώνες υποταγής, είναι ικανές να διεγείρουν τα ζωηρότερα πνεύματα, ασφαλώς η δημοκρατία είναι ένα καθεστώς για το οποίο αξίζει να αγωνίζονται οι άνθρωποι.
Οι διευθύνοντες λοιπόν, φρόντιζαν για την αναπαραγωγή της τάξης τους, ενώ οι διευθυνόμενοι αναπαράγονταν ακόμα και σε συνθήκες κοινωνικής εξαθλίωσης και οπωσδήποτε χωρίς ποτέ να μάθουν τον τρόπο να εξουσιάζεις τον λαό ή πως κερδίζεις έναν πόλεμο. Οι κυρίαρχοι και οι ολίγοι λοιπόν ήξεραν. Αυτοί που δεν γνώριζαν ήταν οι κυριαρχούμενοι, τα πλήθη των καταπιεσμένων, τα μεσαία και κατώτερα στρώματα του ιταλικού λαού. Σε αυτούς πρωτίστως και ευφυέστατα απευθύνεται ο Μακιαβέλι. Το βιβλίο είναι ένα επαναστατικό μανιφέστο του ιταλικού έθνους. Για να το πούμε απλούστερα, ο Ιταλός στοχαστής έδωσε το ίδιο ισχυρό όπλο σε δύο αντιπάλους, ο ένας από τους οποίους κατείχε την υπεροπλία για εκατοντάδες χρόνια. Γιατί σε συνθήκες ανθρώπινου πολιτισμού, η γνώση θα είναι πάντοτε όπλο στον αμείωτο ανταγωνισμό της ισχύος, ανεξαρτήτως από τις προθέσεις όσων ρυθμίζουν με οποιοδήποτε τρόπο την κυκλοφορία της ή ευαγγελίζονται μια διαρκή κατάσταση ειρήνης και αιώνιας ευδαιμονίας. Τέτοιες πανάρχαιες ανθρώπινες ανησυχίες και όνειρα δεν απασχολούν τον Ιταλό στοχαστή. Για τον Μακιαβέλι, ο πόλεμος δεν είναι από μόνος του ούτε ηθικός ούτε ανήθικος, είναι απλώς ιστορικά και ανθρωπολογικά αναπόφευκτος – ως δυναμική εκδήλωση της ισχύος με στόχο την αυτοσυντήρηση – και όποιος τον αποφεύγει για φιλειρηνικούς ή ανθρωπιστικούς λόγους, αργά ή γρήγορα θα καταστραφεί.
Ο παράγοντας της τύχης είναι απροσδιόριστος. Με έναν απλό συλλογισμό ο Μακιαβέλι αφήνει μισάνοιχτες τις πόρτες της ιστορίας, για να εισέλθει ασυγκράτητη η βούληση του ανθρώπου και οι θεοί τίθενται σε διαθεσιμότητα, έστω κατά το ήμισυ. Αν η τύχη, η οποία ταυτίζεται κάποτε με τη θεία βούληση, είναι ο καθοριστικός παράγοντας που επηρεάζει την εξέλιξη των ανθρώπινων πραγμάτων, τότε οποιαδήποτε ενέργεια είναι μάταιη, αν δεν είναι και ύβρις προς την κανονικότητα και την τάξη του κόσμου, η οποία πηγάζει από τον ίδιο το Θεό. Δεν μπορεί ωστόσο να αρνηθεί την εμπειρικά διαπιστωμένη ύπαρξη του τυχαίου και μοιράζει το πράγμα στα δύο: κατά πενήντα τοις εκατό οι υποθέσεις των ανθρώπων επηρεάζονται – θετικά ή αρνητικά – από την τύχη και κατά το υπόλοιπο μισό, ίσως και λιγότερο, η μοίρα των ανθρώπων εξαρτάται από παράγοντες ανθρώπινους, δηλαδή στοιχειωδώς ελεγχόμενους. Τι είναι η περιβόητη τύχη; ένα ποτάμι που μπορεί να σαρώσει τα πάντα στο διάβα του. Ο σώφρων ηγεμόνας οφείλει να μεριμνήσει, ώστε να υπάρξουν αναχώματα και οι ζημιές να είναι όσο το δυνατόν λιγότερες: ο ορμητικός ποταμός της τύχης παρασύρει πιο εύκολα τους ανίσχυρους και όσους βρίσκει απροετοίμαστους.
Περί ουδετερότητας στον πόλεμο. Φίλος ή εχθρός;
Ο Ηγεμόνας θα είναι επίκαιρος όσο υπάρχει ανθρώπινος πολιτισμός και η θρυλούμενη φύση του ανθρώπου θα εκδηλώνεται όπως περίπου την περιέγραψε ο ταπεινός γραμματέας της Φλωρεντίας. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Παπική εκκλησία απαγόρευσε την κυκλοφορία του έργου. Η διακριτικότητα βέβαια του Μακιαβέλι απέναντί της ήταν απλώς τυπική, μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ειρωνεύεται την ισχύ του Πάπα της Ρώμης, όταν λ.χ. αποδέχεται ότι η εξουσία ηγεμόνων όπως ο Μωυσής πηγάζει από την επουράνια θεία βούληση, επομένως και η επίγεια πολιτική του καθοδηγήθηκε λίγο πολύ από την ίδια ανώτατη δύναμη. Θα ήταν τουλάχιστον ανάρμοστο να ασκήσει κάποιος κριτική σε μια τέτοια διάνοια. Αμέσως μετά κάνει ακριβώς αυτό, αναλύει δηλαδή τις πράξεις των θρησκευτικών ηγετών ως πράξεις ανθρώπων που επιδιώκουν την επικράτηση στο ευρύ πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού, με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Η ιεροσυλία φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητη.
Ο συνετός ηγεμόνας πρέπει να παίρνει ανοιχτή και ξεκάθαρη θέση, να κηρύσσεται δηλαδή ενεργητικά φίλος ή εχθρός, σε περίπτωση που συγκρούονται άλλοι: «Περισσότερο εκτιμάται ο ηγεμόνας όταν είναι αληθινός φίλος ή εχθρός, δηλαδή όταν χωρίς δισταγμό κηρύσσεται υπέρ του ενός και εναντίον του άλλου· πράττοντας έτσι ωφελείται περισσότερο, παρά αν μείνει ουδέτερος, διότι αν δύο ισχυροί γείτονες έρθουν σε εχθροπραξίες, ή είναι τέτοιας φύσεως, ώστε ο νικητής να γίνει επίφοβος για σένα, ή δεν είναι. Και στις δύο περιστάσεις, ωφελιμότερο θα είναι να κηρυχθείς υπέρ του ενός και να λάβεις ενεργητικά μέρος στον πόλεμο, γιατί στην πρώτη περίσταση, αν δηλαδή δεν εκδηλωθείς ανοιχτά υπέρ κάποιου, θα γίνεις το λάφυρο του νικητή, ενώ ο ηττημένος θα βλέπει με μέγιστη ευχαρίστηση την τύχη σου αυτή, και τότε κανέναν λόγο δεν θα έχεις υπέρ σου, ούτε θα μπορέσεις να βρεις καταφύγιο κανένα. Ο νικητής δεν θέλει φίλους ύποπτους, οι οποίοι μάλιστα δεν τον βοηθούν στις δυστυχίες του, ενώ ο νικημένος σε αποστρέφεται, διότι δεν δέχτηκες να ταυτίσεις στον πόλεμο την τύχη σου με τη δική του.» (3)
Αυτός που λαμβάνει ενεργά μέρος στη διαμάχη, θα βγει ωφελημένος σε κάθε περίπτωση ή τουλάχιστον θα μειώσει τις πιθανότητες να βρεθεί σε δυσάρεστη θέση. Οι φίλοι είναι φυσικό να ζητούν από τον ηγεμόνα να ταχθεί αποφασιστικά εναντίον των εχθρών τους και οι αντίπαλοι είναι επόμενο να επιδιώκουν την ουδετερότητα. Παρά την κακή ανθρώπινη φύση του, ο ενδεχόμενος νικητής πάντα είναι υποχρεωμένος σε σένα με το δεσμό της ευγνωμοσύνης και οι άνθρωποι δεν υπήρξαν ποτέ στην ιστορία τόσο πολύ άτιμοι και αγνώμονες: «Φυσικότατο είναι αυτός που δεν είναι φίλος σου να ζητά από σένα την ουδετερότητα και ο φίλος απεναντίας ν απαιτεί να πάρεις θέση κατά του εχθρού του. Αλλά οι αναποφάσιστοι ηγεμόνες, θέλοντας να αποφύγουν επικείμενους κινδύνους, κηρύσσονται ως επί το πλείστον υπέρ της ουδετερότητας και γι” αυτό τις πιο πολλές φορές καταστρέφονται· όταν όμως διακηρυχτείς θαρραλέα υπέρ του ενός από αυτούς που βρίσκονται σε διαμάχη, εάν εκείνος με τον οποίο συμμάχησες αναδειχθεί νικητής – ακόμα και στην περίσταση που γίνει τόσο πολύ ισχυρός, ώστε να εξαρτάσαι από τη θέληση του – πάντα είναι υποχρεωμένος σε σένα με το δεσμό της ευγνωμοσύνης και οι άνθρωποι δεν υπήρξαν ποτέ τόσο πολύ άτιμοι, ούτε έχουμε παράδειγμα τέτοιας μεγάλης αχαριστίας. Από την άλλη, οι νίκες δεν είναι πάντοτε ολοκληρωτικές, ώστε ο νικητής να μη λογαριάζει τίποτα και μάλιστα τη δικαιοσύνη. Αν όμως ο σύμμαχός σου ηττηθεί, βρίσκεις σ” αυτόν καταφύγιο και βοήθεια, όσο μπορεί να σου την προσφέρει, και ταυτίζεις την τύχη σου με την τύχη εκείνου, ο οποίος ενδέχεται να αναλάβει δυνάμεις. Στη δεύτερη περίσταση, όταν δηλαδή οι αντιμαχόμενοι είναι τέτοιας φύσης, ώστε να μην έχεις φόβο από τον νικητή, κατά μείζονα λόγο η φρόνηση απαιτεί να συμμαχήσεις με έναν από αυτούς, γιατί έτσι συμβάλλεις στην καταστροφή του άλλου, βοηθούμενος από εκείνον, ο οποίος αν ήταν φρόνιμος, θα είχε φροντίσει για τη σωτηρία του. Σε παρόμοια περίσταση, ο νικητής, μετά την νίκη, παραδίδεται στη δική σου διάκριση και είναι αδύνατον να μην καταβάλει τον εχθρό του έχοντας τη βοήθεια σου». Φρόνιμο θεωρείται οι επιθετικές συμμαχίες να γίνονται με πιο αδύναμους από σένα: «Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι κάθε ηγεμόνας που θέλει να επιτεθεί σε κάποιον άλλο δεν πρέπει να συμμαχεί με κάποιον που είναι ισχυρότερος του, εκτός αν η ανάγκη το απαιτεί, όπως είπαμε προηγουμένως, διότι η νίκη σε καθιστά υποχείριο του δυνατότερου συμμάχου, ενώ οι ηγεμόνες οφείλουν να αποφεύγουν την υπεροχή των άλλων, με όλες τους τις δυνάμεις.» (3)
«Δεν πρέπει να αφήνεις να χρονίζει ένα πρόβλημα προκειμένου να αποφύγεις έναν πόλεμο, γιατί, έτσι, ούτε τον πόλεμο τελικά θα αποφύγεις και το πρόβλημα θα σε έχει αποδυναμώσει, μέχρι να φτάσει η ώρα που θα ξεκινήσει η σύγκρουση.» (Μακιαβέλι)
Η περιγραφική ουδετερότητα υποχωρεί θεαματικά στις τελευταίες σελίδες του Ηγεμόνα, όπου ο συγγραφέας μετατρέπεται σε έναν φλογισμένο Ιταλό πατριώτη και διακηρύσσει τον πολιτικό του στόχο του: να σωθεί η ιταλική πατρίδα και να αλλάξει ριζικά το καθεστώς της ιταλικής δημοκρατίας. Ο Πρίγκιπας είναι ένα έξυπνο βιβλίο για όποιον θέλει να αποκτήσει και να διατηρήσει την (πολιτική) εξουσία. Η καλή ή κακή φύση αυτής της εξουσίας δεν μπορεί να οριστεί εξάλλου δεσμευτικά από κανέναν και μάλιστα εκ των προτέρων. Ο Μακιαβέλι δεν ασχολείται καθόλου με ουτοπικές ή φανταστικές κοινωνίες και θεωρεί ότι η μαρτυρημένη ιστορική πραγματικότητα, η συστηματική ανθρωπογνωσία και η προσεκτική ανάλυση των εμπράγματων δεδομένων μπορούν να καθοδηγήσουν με την μέγιστη δυνατή ασφάλεια τις πράξεις του Ηγεμόνα – ο οποίος στη συνέχεια ταυτίζεται με συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο και εν τέλει με τον υποταγμένο και ταπεινωμένο λαό της Ιταλίας. Αν οι υπαίτιοι για τις συμφορές του λαού είναι κυριολεκτικά ωμοί και αδίστακτοι, αυτό δεν προκύπτει απαραίτητα από την διεστραμμένη ή δεσποτική φύση τους. Ο δόλος, η απάτη και η πονηριά υπήρξαν πάντοτε συστατικά στοιχεία μιας αποτελεσματικής πολιτικής στρατηγικής με διακηρυγμένο στόχο την πολλαπλή επιβίωση ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων, όπως ο ηγέτης, μια κοινωνική ομάδα ή ένα ολόκληρο έθνος. Δεν δικαιούται άραγε ο ιταλικός λαός να χρησιμοποιήσει τα ίδια βίαια μέσα με τους αντιπάλους του; Ποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει για σκληρότητα και ανεντιμότητα τον άντρα ή την δύναμη που θα απελευθέρωνε την Ιταλία από τα δεσμά της;
Τα όπλα και η άσκηση βίας δεν καθαγιάζονται καθαυτά, αλλά μόνον όταν τα χρησιμοποιούν ο λαός ή ο ηγεμόνας στην έσχατη ανάγκη τους και πάντοτε ως τελευταία σωτήρια πρακτική επιλογή – οι ανθρωπιστικές ή φιλειρηνικές αναστολές θεωρούνται από τον Μακιαβέλι ολέθριες, όταν η σύγκρουση πρόκειται να ξεσπάσει έτσι κι αλλιώς, λόγω της εξέλιξης των πραγμάτων. Όποιος διστάσει τον κρίσιμο χρόνο θα ηττηθεί, ειδικά αν δεν έχει μάθει να γίνεται κακός και δεν έχει μεριμνήσει για τον πόλεμο, τον καιρό της ειρήνης. Η δημοκρατική ριζοσπαστική αντίληψη που εμπνέει τον Ηγεμόνα φαίνεται - έμμεση αλλά διακριτή - σε όλες τις αναφορές για την αγάπη του λαού. Το συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει – αφού παραθέτει ικανά επιχειρήματα και σκέψεις – μοιάζει με αόρατη πολιτική απειλή: ο ηγέτης που δεν απολαμβάνει την αληθινή αγάπη του λαού είναι ευάλωτος και η καταστροφή του είναι αναπόφευκτη. Ο Ηγεμόνας έχει κάθε λόγο να επιδιώκει την αληθινή αγάπη των ανθρώπων της χώρας του, οι οποίοι στο κάτω κάτω απαιτούν τα λιγότερα από όλους: «Ο λαός δεν θέλει να προστάζεται και να καταθλίβεται από τους άρχοντες ενώ οι ισχυροί επιθυμούν να προστάζουν και να καταθλίβουν τον λαό. Από αυτές τις δύο θεμελιώδεις διαφορετικές ροπές μπορεί να προκύψει ένα από τα τρία επόμενα αποτελέσματα, δηλαδή τυραννία, ελευθερία ή ακολασία.» (3) Εξάλλου, «οι σκοποί του λαού είναι πάντοτε τιμιότεροι από τους σκοπούς των αρχόντων eranistis2.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου