Αφου αξετάσαμε σε πρόσφατες δημοσιεύσεις,τους εξ ανατολών "φίλους μας",ας πάμε και στον βορρά..σε πρώτη φαση θα δουμε τα βασικά Γερμανικά φύλα και θα συνεχίσουμε...για τους Τευτονες,ειπαμε καποια πράγματα εδω http://enaasteri.blogspot.com/2011/07/blog-post_20.html,για γιά τους Φράγκους ,Γότθους κ.α. επεται συνέχεια...
Από το 58 π.Χ. και μετά, τα νερά του Ρήνου αποτελούν το φυσικό σύνορο μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των γερμανικών φύλων. Στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. οι Ρωμαίοι δοκιμάζουν να επεκταθούν ανατολικά του ποταμού (Μεγάλη Γερμανία), αλλά η προσπάθεια αποτυγχάνει. Μεταξύ του 1ου και του 6ου αιώνα τα γερμανικά φύλα εξαπλώνονται στην Ευρώπη και αναμιγνύονται με τους Κέλτες. Μεγάλες εκτάσεις των σημερινών ανατολικών κρατιδίων της Γερμανίας παραμένουν μέχρι τα τέλη του μεσαίωνα πολιτιστικά στον σλαβικό χώρο.
Υπό της ηγεσίας του Καρλομάγνου, το Βασίλειο των Φράγκων αγωνίζεται από το 800 και μετά να γίνει πρώτη ευρωπαϊκή δύναμη. Η αυτοκρατορία του όμως δεν θα διαρκέσει για πολύ: κατά τη Συνθήκη του Βερντέν, που υπογράφεται στην ομώνυμη πόλη το 843 οι τρεις εγγονοί του Καρλομάγνου διαιρούν το τεράστιο αυτοκρατορικό κράτος του στο γαλλόφωνο Δυτικό Βασίλειο των Φράγκων και το γερμανόφωνο Ανατολικό Βασίλειο των Φράγκων.
Στις 2 Φεβρουαρίου του 962 ο Όθων Α' στέφεται στη Ρώμη πρώτος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, η οποία όμως με την πάροδο των αιώνων διαιρείται σε πολυάριθμα ανεξάρτητα βασίλεια και ελεύθερες πόλεις (Freie Reichsstadt). Τέλος, μετά τον Τριακονταετή πόλεμο (1618-1648) ο οποίος χωρίζει τη δυτική Ευρώπη σε καθολικούς και προτεστάντες, o αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χάνει την δύναμή του και ντε φάκτο παραμένει συμβολική μορφή.
Το 1806 ο Ναπολέων Βοναπάρτης αναγκάζει τον τότε ο αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Φραγκίσκο Β', να παραιτηθεί. Κατόπιν ενώνει πολλά από τα γερμανικά βασίλεια, στα οποία ενσωματώνει και πολλές ανεξάρτητες (άλλωτε περισσότερες από 80). Το Κογκρέσο της Βιέννης συνεχίζει την πολιτική της ένωσης με τελικό αποτέλεσμα την ίδρυση της Γερμανικής Ομοσπονδίας, η οποία αποτελείται από 38 γερμανικά κράτη. Η ισχυρότερη δύναμη εντός της χαλαρής αυτής ομοσπονδίας είναι η Αυστρία.
Οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ της Αυστρίας και της νέας γερμανικής δύναμης Πρωσίας οδηγούν στον Γερμανο-αυστριακό πόλεμο του 1866. Αφού η Πρωσία νικά την Αυστρία, η Γερμανική Ομοσπονδία διαλύεται. Μετά το Γάλλο-Πρωσικό πόλεμο του 1871/72 ιδρύεται η Γερμανική Ομοσπονδία του Βορρά με πρώτη δύναμη την Πρωσία και δίχως την Αυστρία.
Το ίδιο έτος οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακηρύττουν στα ανάκτορα των Βερσαλλιών την Γερμανική Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία (το Ράιχ) και προσφέρουν το στέμμα στον Γουλιέλμο Α' της Πρωσίας. O Ότο φον Βίσμαρκ ονομάζεται καγκελάριος της αυτοκρατορίας.
Στα τέλη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και η γερμανική μοναρχία βρίσκει το τέλος της. Ο Γουλιέλμος Β' παραιτείται και το Ράιχ μετατρέπεται σε κοινοβουλευτική δημοκρατία. Με την συνθήκη των Βερσαλλιών οι Γερμανοί χάνουν μεγάλες εκτάσεις (στο σύνολο περίπου 11%) του κράτους τους στη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Τσεχοσλοβακία, τη Δανία, τη Λιθουανία και τη Πολωνία. Επίσης χάνουν όλες τις αποικίες τους και υποχρεώνονται να πληρώνουν αρκετά μεγάλο ετήσιο ποσό επανορθώσεων στις νικητήριες δυνάμεις για περίπου 80 χρόνια.
Μετά την πτώση της Γερμανικής Δημοκρατίας η Γερμανία της μορφής του Τρίτου Ράιχ ακολουθεί από το 1933 αυστηρή επεκτατική πολιτική: To 1938 o ηγέτης της Γερμανίας, Αδόλφος Χίτλερ, ενσωματώνει την πατρίδα του Αυστρία και εξασφαλίζει με την συμφωνία του Μονάχου την προσάρτηση της Σουδητίας (περιοχή Γερμανόφωνων της Τσεχοσλοβακίας). Με την γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας στις 1 Σεπτεμβρίου 1939 αρχίζει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος για την Γερμανία λήγει στις 8 Μαΐου 1945 με συνθηκολόγηση άνευ όρων. Πριν, στις 30 Απριλίου, ο Χίτλερ αυτοκτονεί ενώ το 1946 οι επιζώντες πολιτικά και στρατιωτικά κυρίως υπεύθυνοι καταδικάζονται στην Δίκη της Νυρεμβέργης. Οι νικητήριες δυνάμεις ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και η κατοπινή κατοχική δύναμη Γαλλία ιδρύουν στις κατεχόμενες ζώνες τους νέο δημοκρατικό κράτος ενώ η σταλινική Σοβιετική Ένωση ιδρύει σοσιαλιστικό κράτος. H Γερμανία χάνει μεγάλα τμήματα της ανατολικής επικράτειάς της, τα οποία αποδίδονται κυρίως στην Πολωνία, ενώ το βόρειο τμήμα της ανατολικής Πρωσίας ενσωματώνεται στην ΕΣΣΔ.
Στις 23 Μαΐου 1949 ψηφίζεται το σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία ιδρύεται στις τρεις ζώνες κατοχής των δυτικών δυνάμεων. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ιδρύεται στις 7 Οκτωβρίου 1949 στην σοβιετική ζώνη. Μεγάλες εκτάσεις (της ανατολής) του πρώην Γερμανικού Ράιχ παραχωρούνται στις γειτονικές χώρες. Ο κατοπινός ψυχρός πόλεμος μεταξύ ανατολής και δύσεως χωρίζει την κεντρική Ευρώπη, συμπεριλαμβάνοντας τα δύο γερμανικά κράτη με το λεγόμενο "σιδηρούν παραπέτασμα" (βλ. Τείχος του Βερολίνου). Στα τέλη της δεκαετίας του '80 η αλλαγή της ηγεσίας της Σοβιετικής Ενώσεως οδηγεί σε πολιτική σύγκλισης, σε (ειρηνικές) επαναστάσεις και τελικά στην πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας και των άλλων χωρών μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Με την πτώση του σιδηρούν παραπετάσματος στην κεντρική Ευρώπη ανοίγουν και τα σύνορα μεταξύ δυτικής και ανατολικής Γερμανίας. Στις 3 Οκτωβρίου 1990 πραγματοποιείται η προσχώρηση της Ανατολικής Γερμανίας στο δυτικό κράτος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Οι δυνάμεις κατοχής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταλείπουν την χώρα, γεγονός που για την Γερμανία σημαίνει την επαναφορά της ανεξαρτησίας της....Από την Βικιπαιδεία]
=======
Ούβιοι
Οι Ούβιοι ήταν αρχαίος γερμανικός λαός που πρωτοεμφανίστηκε στην ανατολική πλευρά του Ρήνου την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα.
Το 55 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας προετοίμαζε επίθεση κατά της Βρετανίας όταν ομάδα γερμανικών λαών περιλαμβανομένων των Ουβίων διέσχισαν το Ρήνο[1], πιθανώς σε αναζήτηση ασφαλούς γης μακριά από τους Σοηβούς που τους κατεδίωκαν. Ο Καίσαρας, φοβούμενος πως οι κινήσεις τους θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή των στρατιωτών του έτρεξε προς το Ρήνο. Συναντήθηκε με πρεσβευτές των γερμανών και προσέφερε γη στους Ουβίους ως αντάλλαγμα της συστράτευσής τους ενάντια στους Σοηβούς. Το 39 π.Χ. ο Μάρκος Βιψάνιος Αγρίππας τους μετέφερε στις δυτικές όχθες, μάλλον μετά από δικό τους αίτημα, και υπό το φόβο των γειτονικών Χαττών [2].
Το 50 μ.Χ., οι Ρωμαίοι βετεράνοι στρατιώτες έστησαν αποικία πάνω στην πρωτεύουσα των Ουβίων και την αφιέρωσαν στην εγγονή του Αγρίππα, την Αγριππίνα τη Νεότερη που είχε γεννηθεί εκεί[3]. Η αποικία έφερε το όνομα της Αγριππίνας και του συζύγου της, αυτοκράτορα Κλαύδιου, και είχε σαν πλήρες όνομα το «Κολώνια Κλαύδια Άρα Αυγούστα Αγριππινένσιουμ» (Colonia Claudia Ara Augusta Agrippinensium), εξ ου και η προέλευση της σημερινής γερμανικής πόλης της Κολωνίας. Η υπαγωγή της πόλης στο επίσημο καθεστώς της «αποικίας» σήμαινε πως οι κάτοικοί της θα πρέπει να είχαν μεγάλα προνόμια[4]. Οι Ούβιοι έζησαν επίσης στη Βόννα (σημερινή Βόννη) δίπλα στους Εβούρωνες.
Η φυλή παρέμεινε σταθερός σύμμαχος των Ρωμαίων στην πάροδο των χρόνων. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καταστολή της Ανταρσίας των Μπατάβιων το 70 και, μολονότι κάποια μέλη της συντάχθηκαν με τους εισβολείς της Παννονίας το 166, οι Ούβιοι υποστήριξαν τις Ρωμαϊκές στρατιές στους Μαρκομαννικούς Πολέμους του 166-167.
Φαίνεται πως οι Ούβιοι αφομοιώθηκαν απο τους Ρωμαίους σε τέτοιο βαθμό που υιοθέτησαν το προσωνύμιο «Αγριππένσες» (Agrippenses) προς τιμήν του «πατέρα» τους του Αγρίππα[5].
Η ιστορία τους χάνεται με την πιθανή ένωσή τους με τους Φράγκους της Γαλατίας.
Οι Αλεμάνοι, Αλλεμάνοι ή Αλαμανοί ήταν ομάδα γερμανικών λαών που κατά την ρωμαϊκή εποχή κατοικούσαν στην περιοχή της σημερινής νοτιοδυτικής Γερμανίας. Κατά την Μετανάστευση των Λαών πέρασαν τα γερμανορωμαϊκά σύνορα και εγκαταστάθηκαν σε περιοχές την σημερινής Γαλλίας και Ελβετίας. Αργότερα υποτάχθηκαν στους Φράγκους και ενσωματώθηκαν στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Από τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ο Ρήνος είχε γίνει το όριο μεταξύ της ρωμαϊκής Γαλατίας και της Γερμανίας. Εκατέρωθεν του ποταμού κατοικούσαν Γερμανικές και Κελτικές φυλές, όπως και φυλές που προήλθαν από την ανάμιξη των προηγουμένων. Οι Ρωμαίοι χώρισαν τα παραρήνια εδάφη τους στην Άνω Γερμανία (λατ. Germania Superior, σημερινή δυτ. Ελβετία, ΝΔ Γερμανία και Αλσατία) και Κάτω Γερμανία (Germania Inferior, σημερινές δυτικές και νότιες Κάτω Χώρες και Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία), κείμενες στον άνω και κάτω Ρήνο αντίστοιχα. Οι Αλαμαννοί, από καιρού εις καιρόν, διενεργούσαν επιδρομές στην ρωμαϊκή επαρχία της Άνω Γερμανίας χωρίς όμως να απειλήσουν σοβαρά την ρωμαϊκή κυριαρχία στην περιοχή.
Η επόμενη μεγάλη επιδρομή έγινε το 268 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Γαλλιηνού. Οι Ρωμαίοι είχαν αποσύρει αρκετά στρατεύματα από τον Ρήνο για την αντιμετώπιση των Γότθων στον Δούναβη και οι Αλαμαννοί δήωσαν εκτεταμένες περιοχές της Γαλατίας και της βόρειας Ιταλίας. Ωστόσο τελικά ηττήθηκαν και επανέκαμψαν στη Γερμανία χωρίς να ενοχλήσουν την αυτοκρατορία για αρκετά χρόνια. Η πιο γνωστή μάχη τους εναντίον των Ρωμαίων ήταν η μάχη του Argentoratum (σημερινό Στρασβούργο) το 357, όπου κατατροπώθηκαν από τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανό. Μάλιστα, ο βασιλιάς τους αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στην Ρώμη. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε λίγα χρόνια αργότερα (366) από τον Ουαλεντινιανό.
Τελικά, το 406 εισέβαλαν για τελευταία φορά στην Γαλατία και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της σημερινής Αλσατίας και σε μεγάλο τμήμα της Ελβετίας. Οι σύγχρονες πηγές περιγράφουν γλαφυρά τις καταστροφές και λεηλασίες από τις επιδρομές των Αλαμαννών, που έφτασαν βαθιά μέσα στην γαλατική ενδοχώρα. Λόγω της αδυναμίας των Ρωμαίων να υπερασπιστούν επαρκώς τα εδάφη τους, οι Αλαμαννοί, όπως και πολλοί άλλοι γερμανικοί λαοί (Φράγκοι, Γότθοι, κ.ά.) ίδρυσαν ανεξάρτητη ηγεμονία στα εδάφη μεταξύ Στρασβούργου και Άουγκσμπουργκ. Το κράτος αυτό (βασίλειο ή δουκάτο) επιβίωσε μέχρι το 496. Το έτος αυτό, οι Αλαμαννοί υπέστησαν την καθοριστική, για την μετέπειτα πορεία τους, ήττα από τους Φράγκους του Κλόβι Α' (ελλ. Χλωδοβίκος Α'). Η ηγεμονία τους προσαρτήθηκε στο φραγκικό βασίλειο και εις το εξής εκυβερνάτο από Φράγκο δούκα. Το 746 επαναστάτησαν, αλλά η εξέγερσή τους πνίγηκε στο αίμα από τον πανίσχυρο Καρλομάγνο που άδραξε την ευκαιρία και με συνοπτικές διαδικασίες αφάνισε την αλαμαννική αριστοκρατία. Το 843, το δουκάτο της Αλαμαννίας έγινε επαρχία του ανατολικού γερμανικού βασιλείου, προδρόμου της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και διατηρήθηκε με το όνομα αυτό μέχρι το 1268. Από τον 10 αιώνα, όμως, το δουκάτο άρχισε να αναφέρεται ως δουκάτο της Σαβοΐας, ονομασία που τελικά επικράτησε.
Οι Κονδρούσοι ήταν αρχαία γερμανική φυλή που ζούσε στο σημερινό Βέλγιο [1], στην περιοχή μεταξύ Λιέγης και Ναμύρ. Η επαρχία αυτή είναι δασώδης με αρκετούς λόφους που ακουμπούν στις παρυφές των Αρδεννών. Οι Κονδρούσοι ήταν λαός των Βέλγων που προσδιορίζονταν διαφορετικά από τους Κέλτες. Γνωρίζουμε ότι οι Βέλγες είχαν ανάμεικτη καταγωγή από γερμανούς και Κέλτες, όμως κάποιες φυλές ήταν περισσότερο γερμανικές από άλλες.
Όλα όσα ξέρουμε γι’αυτούς προέρχονται από τα «Απομνημονεύματα περί γαλατικού και περί εμφυλίου πολέμου» του Ιουλίου Καίσαρα. Στο κεφάλαιο 1.4, ο Καίσαρας αναφέρει πως οι βέλγοι «γερμανοί» είχαν διασχίσει το Ρήνο πριν πολλά χρόνια με σκοπό να καλλιεργήσουν τα εύφορα εδάφη της δυτικής πλευράς του. Απέκτησαν και διατήρησαν τη δική τους περίφανη ταυτότητα η οποία τους επέτρεψε να αντισταθούν επιτυχώς στις επιδρομές των Κίμβρων και των Τευτόνων πριν τα 113 π.Χ., ώσπου τελικά οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να επιτεθούν στη Ρώμη και να συντριβούν.
Στο κεφάλαιο 2.4., ο Καίσαρας τους προσδιορίζει ξεκάθαρα ως γερμανούς (αν και η γλώσσα τους μας είναι άγνωστη), μαζί με τους Εβούρωνες, τους Καιραισούς και τους Παιμανούς. Το 57 π.Χ., οι φυλές αυτές ενώθηκαν ενάντια στον Ιούλιο Καίσαρα αλλά έχασαν στη Μάχη του Σάβη (σύνορα Γαλλίας-Βαλλωνίας). Φαίνεται πως μετά την ήττα τους, οι Κονδρούσοι ήταν πλέον εξαρτημένοι από τους Τρίβηρους και τους Εβούρωνες (κεφ. 4.6). Ακολούθησαν μεμονομένες συρράξεις μεταξύ των ρωμαίων και των εναπομείναντων γερμανών, αλλά ενώ ο Ιούλιος Καίσαρας διέλυσε ολοκληρωτικά τους Εβούρωνες που συνέχισαν να πολεμούν, οι Κονδρούσοι ζήτησαν την επιείκειά του και σώθηκαν.
Οι Λεμόβιοι ήταν αρχαία γερμανική φυλή που αναφέρεται από τον Τάκιτο, τον πρώτο αιώνα μ.Χ. [1][2] Ο συγγραφέας σημειώνει πως έζησαν δίπλα στους Ρούγιους και τους Γότθους στη βορειοανατολική Γερμανία, και πως κουβαλούσαν στρογγυλές ασπίδες και κοντά σπαθιά [1][2]. Οι Λεμόβιοι ενδέχεται να ήταν οι ίδιοι με τους Γκλόμμας, που ήταν γείτονες των Ρούγιων στη βόρεια Πολωνία, στη Βαλτική θάλασσα, πριν τις μεγάλες μεταναστεύσεις. [3][4] Τόσο η ονομασία Λεμόβιοι όσο και το Γκλόμμας σημαίνουν «το γάβγισμα». [4] Οι γερμανικοί θρύλοι αναφέρουν μια μάχη στο νησί Χίντενζεε μεταξύ του βασιλιά Χέτελ των Γκλόμμας και του Χάγκεν των Ρουγίων, με αφορμή την απαγωγή της κόρης του Χάγκεν, της Χίλντε, από τον Χέτελ. [3] Παρά τις πληροφορίες αυτές, υπάρχουν άλλες πηγές που δεν επιβεβαιώνουν τη συνύπαρξη ή την ταύτηση των Λεμόβιων με τους Γκλόμμας. [3]
Οι Ουσίποι ήταν αρχαίος γερμανικός λαός της περιοχής ανατολικά του Ρήνου (στην εκτός Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Γερμανία), πιθανότατα μεταξύ των κοιλάδων Λαν και Ζίγκ. Αναφέρονται στα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα[1], στην «Γεωγραφία» του Πτολεμαίου και στη «Γερμανία» του Τάκιτου (κεφ. 32) ως γείτονες άλλων γερμανικών φυλών όπως οι Χάττες και οι Τεντερίτες, τον 1ο αιώνα μ.Χ. Η πιο διάσημη αναφορά στους Ουσίπους είναι στο «Αγρικόλας» του Τάκιτου (κεφ. 28) όπου ο ιστορικός μας λέει ότι Ουσίποι που είχαν καταταγεί στο Ρωμαϊκό στρατό υπό τον στρατηγό Γνάιο Ιούλιο Αγρικόλα λιποτάκτησαν κατά τη διάρκεια εκστρατείας έναντι των Βρετανών (δυτικές και βόριες ακτές της Βρετανίας) περί του 82. Οι Ουσίποι σκότωσαν τον Ρωμαίο εκατόνταρχο και στρατιώτες που τους εκπαίδευαν, κατόπιν έκλεψαν τρία καράβια και έπλευσαν παράλληλα προς τις βόρειες Βρετανικές ακτές. Αντιμετώπισαν, όμως, δυσκολίες και έλλειψη τροφίμων και κατέφυγαν στον κανιβαλισμό. Τελικά, κατέληξαν στη γη των Σοήβων, όπου αρκετοί πιάστηκαν από τους ντόπιους λαούς. Άλλα τμήματα πιάστηκαν από τους Φρίσιους και οι επιζώντες πουλήθηκαν σαν σκλάβοι, μπορώντας έτσι να εξιστορίσουν τα γεγονότα. Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει μια παρόμοια (αν και σύντομη) ιστορία αλλά τοποθετεί τα γεγονότα σε προτύτερα έτη. Είναι πιθανό οι Ουσίποι να ήταν συνώνυμοι των Ουσιπιτών, επίσης γερμανικού λαού, που είχαν δεχθεί επίθεση από τον Ιούλιο Καίσαρα το 55 π.Χ..
Το 55 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας προετοίμαζε επίθεση κατά της Βρετανίας όταν ομάδα γερμανικών λαών περιλαμβανομένων των Ουβίων διέσχισαν το Ρήνο[1], πιθανώς σε αναζήτηση ασφαλούς γης μακριά από τους Σοηβούς που τους κατεδίωκαν. Ο Καίσαρας, φοβούμενος πως οι κινήσεις τους θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή των στρατιωτών του έτρεξε προς το Ρήνο. Συναντήθηκε με πρεσβευτές των γερμανών και προσέφερε γη στους Ουβίους ως αντάλλαγμα της συστράτευσής τους ενάντια στους Σοηβούς. Το 39 π.Χ. ο Μάρκος Βιψάνιος Αγρίππας τους μετέφερε στις δυτικές όχθες, μάλλον μετά από δικό τους αίτημα, και υπό το φόβο των γειτονικών Χαττών [2].
Το 50 μ.Χ., οι Ρωμαίοι βετεράνοι στρατιώτες έστησαν αποικία πάνω στην πρωτεύουσα των Ουβίων και την αφιέρωσαν στην εγγονή του Αγρίππα, την Αγριππίνα τη Νεότερη που είχε γεννηθεί εκεί[3]. Η αποικία έφερε το όνομα της Αγριππίνας και του συζύγου της, αυτοκράτορα Κλαύδιου, και είχε σαν πλήρες όνομα το «Κολώνια Κλαύδια Άρα Αυγούστα Αγριππινένσιουμ» (Colonia Claudia Ara Augusta Agrippinensium), εξ ου και η προέλευση της σημερινής γερμανικής πόλης της Κολωνίας. Η υπαγωγή της πόλης στο επίσημο καθεστώς της «αποικίας» σήμαινε πως οι κάτοικοί της θα πρέπει να είχαν μεγάλα προνόμια[4]. Οι Ούβιοι έζησαν επίσης στη Βόννα (σημερινή Βόννη) δίπλα στους Εβούρωνες.
Η φυλή παρέμεινε σταθερός σύμμαχος των Ρωμαίων στην πάροδο των χρόνων. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καταστολή της Ανταρσίας των Μπατάβιων το 70 και, μολονότι κάποια μέλη της συντάχθηκαν με τους εισβολείς της Παννονίας το 166, οι Ούβιοι υποστήριξαν τις Ρωμαϊκές στρατιές στους Μαρκομαννικούς Πολέμους του 166-167.
Φαίνεται πως οι Ούβιοι αφομοιώθηκαν απο τους Ρωμαίους σε τέτοιο βαθμό που υιοθέτησαν το προσωνύμιο «Αγριππένσες» (Agrippenses) προς τιμήν του «πατέρα» τους του Αγρίππα[5].
Η ιστορία τους χάνεται με την πιθανή ένωσή τους με τους Φράγκους της Γαλατίας.
========
ΟΙ ΑΛΕΜΑΝΟΙ
Ιστορική Πορεία
Οι Αλεμάνοι ήταν αρχικά μια συμμαχία δυτικών γερμανικών φυλών που κατοικούσαν στην περιοχή του άνω Μάιν, παραποτάμου του Ρήνου στην σημερινή Γερμανία. Η ακριβής φύση αυτής της συμμαχίας, όπως και η ενδεχόμενη ύπαρξη φυλετικών δεσμών μεταξύ των μελών της, παραμένουν ασαφείς. Θεωρούνται απόγονοι του γερμανικού φύλου των Σουήβων (ή Σουηβών). Οι τελευταίοι υπό τον φύλαρχο Αριόβιστο, μαζί με άλλες συγγενικές φυλές, επιχείρησαν μία μεγάλης κλίμακας εισβολή στην Γαλατία τον 1ο π.Χ. αιώνα με σκοπό την μόνιμη εγκατάσταση, αλλά ηττήθηκαν κατά κράτος από τον Ιούλιο Καίσαρα και επέστρεψαν στα ανατολικά του Ρήνου εδάφη. Μια από τις πιο πρώιμες αναφορές στο όνομα Αλαμαννοί, είναι το προσωνύμιο Αλαμανικός (Alamannicus) που υιοθέτησε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καρακάλλας (212-217) διεκδικώντας, έτσι, τον τίτλο του νικητή τους.Από τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ο Ρήνος είχε γίνει το όριο μεταξύ της ρωμαϊκής Γαλατίας και της Γερμανίας. Εκατέρωθεν του ποταμού κατοικούσαν Γερμανικές και Κελτικές φυλές, όπως και φυλές που προήλθαν από την ανάμιξη των προηγουμένων. Οι Ρωμαίοι χώρισαν τα παραρήνια εδάφη τους στην Άνω Γερμανία (λατ. Germania Superior, σημερινή δυτ. Ελβετία, ΝΔ Γερμανία και Αλσατία) και Κάτω Γερμανία (Germania Inferior, σημερινές δυτικές και νότιες Κάτω Χώρες και Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία), κείμενες στον άνω και κάτω Ρήνο αντίστοιχα. Οι Αλαμαννοί, από καιρού εις καιρόν, διενεργούσαν επιδρομές στην ρωμαϊκή επαρχία της Άνω Γερμανίας χωρίς όμως να απειλήσουν σοβαρά την ρωμαϊκή κυριαρχία στην περιοχή.
Η επόμενη μεγάλη επιδρομή έγινε το 268 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Γαλλιηνού. Οι Ρωμαίοι είχαν αποσύρει αρκετά στρατεύματα από τον Ρήνο για την αντιμετώπιση των Γότθων στον Δούναβη και οι Αλαμαννοί δήωσαν εκτεταμένες περιοχές της Γαλατίας και της βόρειας Ιταλίας. Ωστόσο τελικά ηττήθηκαν και επανέκαμψαν στη Γερμανία χωρίς να ενοχλήσουν την αυτοκρατορία για αρκετά χρόνια. Η πιο γνωστή μάχη τους εναντίον των Ρωμαίων ήταν η μάχη του Argentoratum (σημερινό Στρασβούργο) το 357, όπου κατατροπώθηκαν από τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανό. Μάλιστα, ο βασιλιάς τους αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στην Ρώμη. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε λίγα χρόνια αργότερα (366) από τον Ουαλεντινιανό.
Τελικά, το 406 εισέβαλαν για τελευταία φορά στην Γαλατία και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της σημερινής Αλσατίας και σε μεγάλο τμήμα της Ελβετίας. Οι σύγχρονες πηγές περιγράφουν γλαφυρά τις καταστροφές και λεηλασίες από τις επιδρομές των Αλαμαννών, που έφτασαν βαθιά μέσα στην γαλατική ενδοχώρα. Λόγω της αδυναμίας των Ρωμαίων να υπερασπιστούν επαρκώς τα εδάφη τους, οι Αλαμαννοί, όπως και πολλοί άλλοι γερμανικοί λαοί (Φράγκοι, Γότθοι, κ.ά.) ίδρυσαν ανεξάρτητη ηγεμονία στα εδάφη μεταξύ Στρασβούργου και Άουγκσμπουργκ. Το κράτος αυτό (βασίλειο ή δουκάτο) επιβίωσε μέχρι το 496. Το έτος αυτό, οι Αλαμαννοί υπέστησαν την καθοριστική, για την μετέπειτα πορεία τους, ήττα από τους Φράγκους του Κλόβι Α' (ελλ. Χλωδοβίκος Α'). Η ηγεμονία τους προσαρτήθηκε στο φραγκικό βασίλειο και εις το εξής εκυβερνάτο από Φράγκο δούκα. Το 746 επαναστάτησαν, αλλά η εξέγερσή τους πνίγηκε στο αίμα από τον πανίσχυρο Καρλομάγνο που άδραξε την ευκαιρία και με συνοπτικές διαδικασίες αφάνισε την αλαμαννική αριστοκρατία. Το 843, το δουκάτο της Αλαμαννίας έγινε επαρχία του ανατολικού γερμανικού βασιλείου, προδρόμου της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και διατηρήθηκε με το όνομα αυτό μέχρι το 1268. Από τον 10 αιώνα, όμως, το δουκάτο άρχισε να αναφέρεται ως δουκάτο της Σαβοΐας, ονομασία που τελικά επικράτησε.
Εκχριστιανισμός
Οι Αλαμαννοί αρχικά μοιράζονταν παρόμοιες, με τα υπόλοιπα γερμανικά φύλα, θρησκευτικές πεποιθήσεις και δοξασίες. Με την κατάκτησή τους από τους χριστιανούς Φράγκους, αρχίζει και ο δικός τους εκχριστιανισμός (6ος – 8ος αι.). Ο πρώτος που επιχείρησε να τους προσηλυτίσει στην νέα πίστη ήταν ο Ιρλανδός Άγιος Κολουμβάνος (Columbanus) και ο μαθητής του, Άγιος Γάλλος (Gall). Ο απόστολος των Αλαμαννών ανέλαβε (πριν το 612) την ιεραποστολική επισκοπή της Κωστάντσας (Konstanz), αλλά στην αρχή τα αποτελέσματα ήταν σχετικά πενιχρά. Ένας έντονος συγκρητισμός επικράτησε με τα χριστιανικά στοιχεία να είναι τις περισσότερες φορές επιφανειακά. Ωστόσο, οι βάσεις είχαν τεθεί και κατά τον επόμενο αιώνα (7ο) ο Χριστιανισμός είχε το προβάδισμα μέχρι που επικράτησε εντελώς (8ος αιώνας).Σήμερα
Από την εποχή του Κάρολου Μαρτέλου οι Αλαμαννοί έχασαν όποια αυτοδιάθεση είχαν μέχρι τότε στα πλαίσια του φραγκικού βασιλείου. Σήμερα, ο όρος Αλεμάννικα (Alemannisch) είναι γλωσσολογικός όρος και αναφέρεται στην Αλεμαννική γλώσσα, διάλεκτο της γερμανικής. Ομιλείται από περίπου 10 εκατομμύρια ανθρώπους σε έξι διαφορετικές χώρες, στην Ελβετία, στην Αυστρία (Φόραρλμπεργκ), στο Λιχτενστάιν, στη Γαλλία (Αλσατία), στην Ιταλία και στη νότια Γερμανία (Βάδη-Βυρτεμβέργη).Σε κάποιες σύγχρονες ρωμανικές γλώσσες με τον όρο Αλεμανία και Αλεμάνοι/Αλαμανοί χαρακτηρίζονται η Γερμανία και οι Γερμανοί αντίστοιχα: στα καστιλιάνικα ισπανικά Alemania ονομάζεται η χώρα και Alemán οι κάτοικοί της, στα πορτογαλικά Alemanha η χώρα και alemão η γλώσσα, στα γαλλικά Allemagne και allemand αντίστοιχα. Επίσης στα περσικά Almaani ονομάζεται γενικά η γερμανική εθνοφυλετική ομάδα και Almaan το σύγχρονο γερμανικό κράτος
ΟΙ ΚΟΝΔΡΟΥΣΟΙ
Όλα όσα ξέρουμε γι’αυτούς προέρχονται από τα «Απομνημονεύματα περί γαλατικού και περί εμφυλίου πολέμου» του Ιουλίου Καίσαρα. Στο κεφάλαιο 1.4, ο Καίσαρας αναφέρει πως οι βέλγοι «γερμανοί» είχαν διασχίσει το Ρήνο πριν πολλά χρόνια με σκοπό να καλλιεργήσουν τα εύφορα εδάφη της δυτικής πλευράς του. Απέκτησαν και διατήρησαν τη δική τους περίφανη ταυτότητα η οποία τους επέτρεψε να αντισταθούν επιτυχώς στις επιδρομές των Κίμβρων και των Τευτόνων πριν τα 113 π.Χ., ώσπου τελικά οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να επιτεθούν στη Ρώμη και να συντριβούν.
Στο κεφάλαιο 2.4., ο Καίσαρας τους προσδιορίζει ξεκάθαρα ως γερμανούς (αν και η γλώσσα τους μας είναι άγνωστη), μαζί με τους Εβούρωνες, τους Καιραισούς και τους Παιμανούς. Το 57 π.Χ., οι φυλές αυτές ενώθηκαν ενάντια στον Ιούλιο Καίσαρα αλλά έχασαν στη Μάχη του Σάβη (σύνορα Γαλλίας-Βαλλωνίας). Φαίνεται πως μετά την ήττα τους, οι Κονδρούσοι ήταν πλέον εξαρτημένοι από τους Τρίβηρους και τους Εβούρωνες (κεφ. 4.6). Ακολούθησαν μεμονομένες συρράξεις μεταξύ των ρωμαίων και των εναπομείναντων γερμανών, αλλά ενώ ο Ιούλιος Καίσαρας διέλυσε ολοκληρωτικά τους Εβούρωνες που συνέχισαν να πολεμούν, οι Κονδρούσοι ζήτησαν την επιείκειά του και σώθηκαν.
Οι εν λόγω περιοχές περιήλθαν τελικά στην Ρωμαϊκή επικράτεια και οι Ρωμαίοι είχαν σκοπό να επεκταθούν ακόμα περισσότερο προς τα βόρεια, αλλά ή Μάχη του Τευτοβούργιου δρυμού άλλαξε τα σχέδιά τους. Οι Κονδρούσοι, όπως και άλλοι Βέλγες, θα πρέπει να ήταν ευτυχείς με τη Ρωμαϊκή διοίκηση των εδαφών τους καθώς, έκτοτε, χάνονται από τα ιστορικά γραπτά. Θα πρέπει να αφομοιώθηκαν με τους Φράγκους και να έζησαν στις σημερινές χώρες Ολλανδίας, Βελγίου και Λουξεμβούργου.
ΟΙ ΛΕΜΟΒΙΟΙ
Οι Λεμόβιοι ήταν αρχαία γερμανική φυλή που αναφέρεται από τον Τάκιτο, τον πρώτο αιώνα μ.Χ. [1][2] Ο συγγραφέας σημειώνει πως έζησαν δίπλα στους Ρούγιους και τους Γότθους στη βορειοανατολική Γερμανία, και πως κουβαλούσαν στρογγυλές ασπίδες και κοντά σπαθιά [1][2]. Οι Λεμόβιοι ενδέχεται να ήταν οι ίδιοι με τους Γκλόμμας, που ήταν γείτονες των Ρούγιων στη βόρεια Πολωνία, στη Βαλτική θάλασσα, πριν τις μεγάλες μεταναστεύσεις. [3][4] Τόσο η ονομασία Λεμόβιοι όσο και το Γκλόμμας σημαίνουν «το γάβγισμα». [4] Οι γερμανικοί θρύλοι αναφέρουν μια μάχη στο νησί Χίντενζεε μεταξύ του βασιλιά Χέτελ των Γκλόμμας και του Χάγκεν των Ρουγίων, με αφορμή την απαγωγή της κόρης του Χάγκεν, της Χίλντε, από τον Χέτελ. [3] Παρά τις πληροφορίες αυτές, υπάρχουν άλλες πηγές που δεν επιβεβαιώνουν τη συνύπαρξη ή την ταύτηση των Λεμόβιων με τους Γκλόμμας. [3]
Οι Λεμόβιοι έχουν, επίσης, ταυτιστεί με τους Τουρκίλινγκους του ιστορικού Ιορδάνη αλλά και με τους Ρουτίκλειους και τους Λευονούς του Πτολεμαίου
ΟΙ ΟΥΣΙΠΟΙ
Οι Τεντερίτες
Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν Τεντερίτες μια αρχαία γερμανική φυλή που κατοικούσε στην ανατολική πλευρά του Ρήνου τον πρώτο αιώνα π.Χ. Μας είναι γνωστοί κυρίως από τις ιστορίες του Ιουλίου Καίσαρα όπου περιγράφει τους πολέμους του στη Γαλατία, τη Βρετανία και τη Γερμανία. Ο Τάκιτος αναφέρει τους «Τεντερίτες» και τους «Ουσιπίτες» στο έργο του «Γερμανία» (μια εθνογραφία των γερμανικών λαών) αλλά και στον «Αγρικόλα» όπου περιγράφει τους πρώτους ως υποομάδα των Ουσίπων (πιθανόν οι ίδιοι με τους Ουσιπίτες), λέγοντας πως πολέμησαν ως βοηθοί του Αγρικόλα στις εκστρατείες του κατά των Βρετανών [1]. Μολονότι οι Τεντερίτες και οι Ουσιπίτες αναφέρονται ως γερμανικά και όχι γαλλικά φύλα, τα ονόματά τους εξηγούνται καλύτερα στην Κελτική γλώσσα ως «οι καλοί ιππείς» και «οι πιστοί» αντίστοιχα [2].Αναφορές του Ιουλίου Καίσαρα
Ο Ιούλιος Καίσαρας λέει πως οι Τεντερίτες εκδιώχθηκαν εκ των εστιών τους από τους Σοηβούς, των οποίων η στρατιωτική κυριαρχία την εποχή εκείνη οδήγησε σε κατάλυση των αγροτικών εργασιών, λόγω των συνεχών πολέμων. Το χειμώνα του 55 π.Χ., αφού απέτυχαν να εγκατασταθούν εντός Γερμανίας, κατέβηκαν στις όχθες του Ρήνου και στάθμευσαν εντός των ορίων της Βελγικής φυλής των Μεναπίων, οι οποίοι δεν είχαν ακόμα κατακτηθεί από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Τρομοκρατημένοι από το μέγεθος της εισβολής αυτής, οι Μεναπίοι αντιστάθηκαν στις προσπάθειες των Τεντεριτών. Οι Γερμανοί αρχικά προσποιήθηκαν ότι αποσύρονταν, όταν το ιππικό τους επέστρεψε και επιτέθηκε στους Βέλγους κατά τη διάρκεια της νύχτας. Κατέλαβαν τα πλοία των Μεναπίων στο Ρήνο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στα χωριά και τις πόλεις τους καθ’όλη τη διάρκεια του χειμώνα.
Ο Καίσαρας, φοβούμενος ότι οι Γαλάτες μπορεί να ενώνονταν με τους νεόφερτους Τεντερίτες βιάστηκε να καθαρίσει την απειλή αυτή. Ανακάλυψε, όμως, ότι οι Γαλάτες είχαν προσπαθήσει να δωροδοκίσουν τους Τεντερίτες ώστε να φύγουν από τα γειτονικά τους εδάφη και όταν οι τελευταίοι είδαν το γεγονός αυτό ως ένδειξη αδυναμίας, προωθήθηκαν περαιτέρω στις Γαλατικές επαρχίες των Κονδρούσων και των Εβουρώνων. Ο Ιούλιος Καίσαρας συναντήθηκε με τους αρχηγούς των Γαλατών και προσποιούμενος ότι δεν γνώριζε τα συμβάντα αυτά, τους ζήτησε να τον τροφοδοτήσουν με ιππικό και άλλες δυνάμεις ενάντια των Τεντεριτών.
Με τη σειρά τους, οι Τεντερίτες και οι Ουσιπίτες απέστειλαν πρεσβευτές στον Καίσαρα λέγοντάς του ότι θεωρούσαν τους εαυτούς τους «ανίκητους» (και στρατιωτικά δεύτερους μόνο μετά τους Σοηβούς). Του προσέφεραν όμως τη σύναψη συμμαχίας, ζητώντας του γη. Ο Καίσαρας το δέχθηκε μόνο εάν άφηναν τη Γαλατία και τους πρότεινε να μετακινηθούν στις περιοχές των Ούβιων, μιας άλλης γερμανικής φυλής που τον είχε παρακαλέσει για βοήθεια ενάντια στους Σοηβούς.
Οι πρεσβευτές των Τεντεριτών πρότειναν την ανακοχή για τρεις μέρες ώστε καμία πλευρά να μην επιτεθεί στην άλλη όσο αυτοί θα ενημέρωναν τους αρχηγούς τους για τις απόψεις του Καίσαρα. Ο Καίσαρας πίστεψε πως επιδίωκαν να κερδίσουν χρόνο για την επιστροφή του ιππικού τους, που είχε διασχίσει τον Μεζ ενάντια των Αμπιβαριτών λίγες μέρες πριν. Οι Τεντερίτες συνέχισαν να πιέζουν για ανακωχή, αλλά ο Ιούλιος Καίσαρας δέχθηκε ανάπαυλα μόνον μιας μέρας και διέταξε το στρατό του να παραμείνει σε αμυντική στάση.
Τελικά, πρώτοι επιτέθηκαν οι γερμανοί έφιπποι που, αν και σαφώς λιγότεροι των Ρωμαίων, τους ανάγκασαν σε οπισθοχώρηση. Ο Καίσαρας αναφέρει μια χαρακτηριστική πολεμική τακτική τους, όπου οι καβαλάρηδες πηδούσαν στη γη και κάρφωναν τα άλογα των Ρωμαίων στην κοιλιά τους. Κατηγορώντας τους ότι είχαν παραβιάσει τη συμφωνία εκκεχειρίας, ο Καίσαρας τους απείλησε ότι δεν θα δεχόταν άλλους πρεσβευτές και συνέλαβε μερικούς από αυτούς πριν εξαπολίσει τη δική του τελειωτική επίθεση. Οι Τεντερίτες και οι Ουσιπίτες τράπηκαν σε άτακτη φυγή, αλλά ο Καίσαρας τους κυνήγησε ώσπου, όσοι γερμανοί απέμειναν, διέσχισαν το Ρήνο και σώθηκαν [.
ΟΙ ΦΡΙΣΣΙΟΙ Οι Φρίσσιοι είναι γερμανικός λαός. Τον 1ο μ.Χ. αιώνα, μαθαίνουμε από τους Ρωμαίους ότι κατοικούσαν την παράλια χώρα μεταξύ των ποταμών Σκάλδιου και Έμς. Το πιθανότερο είναι ότι ήταν πολύ περισσότερο εξαπλωμένοι και κατοικούσαν τους ολλανδικούς νομούς Ζηλανδίας, Βορείου και Νοτίου Ολλανδίας και την Πρωσική ανατολική Φρισσία, καθώς και σειρά νησιών κατά μήκος των ακτών της Βόρειας Θάλασσας.
Πίνακας περιεχομένων
Ιστορία
Τον 1ο μ.Χ. αιώνα, οι Ρωμαίοι ήρθαν σε επαφή με τους Φρίσσιους και τους υπέταξαν. Οι Φρίσσιοι έμειναν πιστοί σε αυτούς μέχρι το 28 μ.Χ., οπότε κι επαναστάτησαν, επειδή εξεγέρθηκαν ενάντια στις πιέσεις Ρωμαίου αξιωματικού. Οι Ρωμαίοι κατάφεραν να τους υποτάξουν και πάλι, αλλά οι Φρίσσιοι επαναστάτησαν εκ νέου και τελικά κέρδισαν την αυτονομία τους. Αργότερα αναφέρονται σαν πειρατές και έμποροι. Είναι πιθανό ότι μερικοί από αυτούς ακολούθησαν τους Άγγλους κατά την εισβολή τους στη Μεγάλη Βρετανία.
Εκχριστιανισμός
Οι κάτοικοι της δυτικής Φρισσίας δέχθηκαν τον 6ο αιώνα μ.Χ. τον χριστιανισμό, ενώ της ανατολικής πολύ αργότερα. Το 716, ο Άγιος Βονιφάτιος (672 – 754), άγιος προστάτης της Γερμανίας, στάλθηκε από τους Γερμανούς σε αποστολή στην Φρισσία, προκειμένου να εκχριστιανίσει τους κατοίκους της. Το έργο του ήταν δύσκολο γιατί έπρεπε να συνεννοηθεί μαζί τους με την παλιά Αγγλική τους διάλεκτο. Εκείνοι λάτρευαν την αιωνόβια βελανιδιά, ιερό δέντρο του θεού Θωρ, πάνω στην οποία έκαναν θυσίες.
Θέλοντας να ορίσει στους κατοίκους το τέλος μιας εποχής, ο Βονιφάτιος άρχισε να την πριονίζει. Τότε φύσηξε ένας δυνατός άνεμος και την ξερίζωσε. Αυτό οι Φρίσσιοι το θεώρησαν σαν θαύμα και μεταστράφηκαν ομαδικά στον χριστιανισμό. Στην θέση της βελανιδιάς φύτρωσε αργότερα ένα έλατο, το οποίο οι χριστιανοί καθόρισαν σαν το ευλογημένο δέντρο, με αποτέλεσμα να το τιμούν στην εορτή γέννησης του Χριστού. Αξίζει να σημειωθεί ότι αργότερα, σε μια από τις αποστολές του στην Φρισσία, ο Βονιφάτιος συνελήφθη από εναπομείναντες Φρίσσιους παγανιστές και θανατώθηκε με βασανιστήρια στο Ντόκουμ.
Κατάκτηση
Ο Κάρολος Μαρτέλος τους υπέταξε και ο Καρλομάγνος ολοκλήρωσε την κατάκτηση τους. Παρ' όλα αυτά, οι Φρίσσιοι διατήρησαν κάποιες ελευθερίες, καθώς και τα ήθη και έθιμά τους. Πολλά από τα έθιμά τους διατηρούνται και σήμερα, αν και έχουν αναμειχθεί με άλλους γερμανικούς λαούς.
Από τον 14ο αιώνα και μετά, η χώρα περιήλθε διαδοχικά στην Πρωσία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία, στο Ανόβερο και τέλος πάλι στην Πρωσία (1866 μ.Χ.).
Φρισσική γλώσσα
Η φριζική γλώσσα ανήκει στην ομάδα των δυτικογερμανικών γλωσσών και είναι συγγενής με την αγγλική γλώσσα. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί διάμεσο μεταξύ της αγγλικής και της παλαιοσαξονικής. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η μετατροπή του k ή q και του g σε «τς» πριν το e και το i. Έχουν βρεθεί κείμενα γραμμένα στη γλώσσα αυτή από τον 10ο αιώνα μ.Χ. Τα πρώτα μνημεία της ανήκουν στον 14ο και 15ο αιώνα και αποτελούν επίσημα έγγραφα και μεταφράσεις νόμων. Τον 15ο αιώνα άρχισε μια κίνηση για την αναζωογόνηση της γλώσσας και σχηματίστηκε μια εταιρεία γλωσσικών και ιστορικών μελετών. Παρόλο που η φριζική παλαιότερα μιλιόταν από μια πολυπληθή φυλή, σήμερα δεν είναι παρά μια διάλεκτος που τείνει μάλιστα να εκλείψει.
Σήμερα, στην επαρχία Φρίσλαντ της Ολλανδίας, περίπου 440.000 άτομα μιλούν τη φριζική. Από αυτούς, περίπου 350.000 την δηλώνουν ως μητρική τους γλώσσα. Επίσης γράφεται από μερικούς ποιητές και λογογράφους.
Οι Χάττες
Οι Χάττες ήταν αρχαία γερμανική φυλή με έδρα την πάνω πλευρά του ποταμού Βέζερ [1]. Εγκαταστάθηκαν στην βόρεια Έσση και στην νότια Κάτω Σαξωνία και στις κοιλάδες και τα βουνά γύρω από τον Έδερ, τη Φούλντα, και τον Βέζερ. Σύμφωνα με τον Τάκιτο [2], στους Χάττες ανήκαν αρχικά και οι Μπατάβιοι αλλά μετά από εσωτερικές διαφωνίες οι τελευταίοι αποσπάστηκαν για να μετακινηθούν σε άλλα εδάφη επί του Ρήνου.
Αν και ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν καλά ενημερωμένος για τις διάφορες φυλές στα ανατολικά του Ρήνου, τους Χάττες δεν τους ανέφερε ποτέ. Ο πρώτος αρχαίος συγγραφέας που το έκανε ήταν ο Στράβων, μετά το 16, που τους συμπεριέλαβε σε λίστα των φτωχότερων γερμανικών φυλών που πολέμησαν τους Ρωμαίους («Χάτται») [3]. Για τον πρώτο αιώνα μ.Χ. πληροφορούμαστε αρκετά για τους Χάττες από τον Τάκιτο, που μας μιλά για τον πολιτισμό τους. Από τις αρχές του 3ου αιώνα, όμως, οι Χάττες σχεδόν εξαφανίζονται από τις γραπτές πηγές και αναφέρονται μόνο ως γεωγραφικός προσδιορισμός ή σε γραπτά για γεγόνοτα του πρώτου αιώνα. Ο Δίων Κάσσιος που πρώτος ανέφερε τους Αλεμάνους είναι και ο τελευταίος που γράφει για τους Χάττες. Εξιστορώντας τους γερμανικούς πολέμους του Καρακάλλα το 213 λέει πως ο αυτοκράτορας πολέμησε τους «Κέννους, Κελτικόν έθνος» [4]. Όμως, το κείμενο αυτό είναι μεταγενέστερη αναπαραγωγή του αυθεντικού από τον Ιωάννη Ξιφιλίνο. Αντιθέτως, άλλο κείμενο του Δίωνα Κάσσιου τους αναφέρει ως Χάττες [5]. Ο προηγούμενος όρος «Κέλτες» ήταν πολύ συνηθισμένος στην περιγραφή γερμανικών φυλών μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Μετά τον Κάσσιο, το όνομα Χάττες αναφέρεται επίσης σε πανηγυρικό του Σιδώνιου Απολλινάριου στα τέλη του 5ου αιώνα ως ποιητικό συνώνυμο των «Γερμανών» [6]. Ο τελευταίος που αναφέρεται στους Χάττες αν και μόνο ως παραπομπή σε λεγόμενα του Σουσπίκιου Αλέξανδρου είναι ο Γρηγόριος Τουρώνης [7].
Ιστορία
Οι Χάττες αντιστάθηκαν στους Ρωμαίους κατακτητές επιτυχώς συνεργαζόμενοι με άλλες φυλές υπό τον ηγέτη των Χηρούσκων Αρμίνιο και αναχέτισαν το Βάρο στη Μάχη του Τευτοβούργιου δρυμού το 9. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Γερμανικός επέδραμε στα εδάφη τους για εκδίκηση αλλά μετά την σκληρή αντίστασή τους, οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν να σχεδιάσουν τα σύνορά τους νότια των περιοχών που κατοικούσαν οι Χάττες, στην κεντρική Έσση. Μια μεγάλη εισβολή των Χάττων στη Άνω Γερμανία απουκρούστηκε επιτυχώς από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες το 50[8]. Οι αρχαίοι συγγραφείς προσδιορίζουν το θρυλικό Μάττιο (πάνω από τον ποταμό Έδερ) ως πρωτεύουσα των Χάττων. Επειδή η πόλη καστράφηκε από τον Γερμανικό, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την ακριβή τοποθεσία της, αλλά πρέπει να ήταν στη γειτονιά του σημερινού Φρίτσλαρ [9]. Ο Τάκιτος, στο βιβλίο του «Γερμανία» (κεφ. 30) λέει πως οι Χάττες ήταν πειθαρχημένοι πολεμιστές διάσημοι για το πεζικό τους και, όπως οι περισσότεροι Γερμανοί, κουβαλούσαν εφόδια μαζί τους στις μάχες. Γείτονές τους στα βόρεια ήταν οι Ουσίποι και οι Τεντερίτες. Οι Χάττες ενσωματώθηκαν τελικά στο μεγαλύτερο έθνος των Φράγκων υπό τον Βασιλιά Κλόβις Α’ μαζί με τους Ριπουαρείς στις αρχές του 6ου αιώνα. Το 723, ο Αγγλοσάξωνας ιεραπόστολος Άγιος Βονιφάτιος προσηλύτισε τους Χάττες και έκοψε το άγιο δέντρο τους «Thor’s Oak» κοντά στο Φρίτσλαρ, για να τους φέρει στον Χριστιανισμό. Το όνομα Χάττες ίσως και να αποτελεί γλωσσικό πρωίμιο της λέξης Έσση μετά την φωνητική μετακίνηση των Γερμανικών γλωσσών [
Συνεχίζεται......
Ο Ιούλιος Καίσαρας λέει πως οι Τεντερίτες εκδιώχθηκαν εκ των εστιών τους από τους Σοηβούς, των οποίων η στρατιωτική κυριαρχία την εποχή εκείνη οδήγησε σε κατάλυση των αγροτικών εργασιών, λόγω των συνεχών πολέμων. Το χειμώνα του 55 π.Χ., αφού απέτυχαν να εγκατασταθούν εντός Γερμανίας, κατέβηκαν στις όχθες του Ρήνου και στάθμευσαν εντός των ορίων της Βελγικής φυλής των Μεναπίων, οι οποίοι δεν είχαν ακόμα κατακτηθεί από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Τρομοκρατημένοι από το μέγεθος της εισβολής αυτής, οι Μεναπίοι αντιστάθηκαν στις προσπάθειες των Τεντεριτών. Οι Γερμανοί αρχικά προσποιήθηκαν ότι αποσύρονταν, όταν το ιππικό τους επέστρεψε και επιτέθηκε στους Βέλγους κατά τη διάρκεια της νύχτας. Κατέλαβαν τα πλοία των Μεναπίων στο Ρήνο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στα χωριά και τις πόλεις τους καθ’όλη τη διάρκεια του χειμώνα.
Ο Καίσαρας, φοβούμενος ότι οι Γαλάτες μπορεί να ενώνονταν με τους νεόφερτους Τεντερίτες βιάστηκε να καθαρίσει την απειλή αυτή. Ανακάλυψε, όμως, ότι οι Γαλάτες είχαν προσπαθήσει να δωροδοκίσουν τους Τεντερίτες ώστε να φύγουν από τα γειτονικά τους εδάφη και όταν οι τελευταίοι είδαν το γεγονός αυτό ως ένδειξη αδυναμίας, προωθήθηκαν περαιτέρω στις Γαλατικές επαρχίες των Κονδρούσων και των Εβουρώνων. Ο Ιούλιος Καίσαρας συναντήθηκε με τους αρχηγούς των Γαλατών και προσποιούμενος ότι δεν γνώριζε τα συμβάντα αυτά, τους ζήτησε να τον τροφοδοτήσουν με ιππικό και άλλες δυνάμεις ενάντια των Τεντεριτών.
Με τη σειρά τους, οι Τεντερίτες και οι Ουσιπίτες απέστειλαν πρεσβευτές στον Καίσαρα λέγοντάς του ότι θεωρούσαν τους εαυτούς τους «ανίκητους» (και στρατιωτικά δεύτερους μόνο μετά τους Σοηβούς). Του προσέφεραν όμως τη σύναψη συμμαχίας, ζητώντας του γη. Ο Καίσαρας το δέχθηκε μόνο εάν άφηναν τη Γαλατία και τους πρότεινε να μετακινηθούν στις περιοχές των Ούβιων, μιας άλλης γερμανικής φυλής που τον είχε παρακαλέσει για βοήθεια ενάντια στους Σοηβούς.
Οι πρεσβευτές των Τεντεριτών πρότειναν την ανακοχή για τρεις μέρες ώστε καμία πλευρά να μην επιτεθεί στην άλλη όσο αυτοί θα ενημέρωναν τους αρχηγούς τους για τις απόψεις του Καίσαρα. Ο Καίσαρας πίστεψε πως επιδίωκαν να κερδίσουν χρόνο για την επιστροφή του ιππικού τους, που είχε διασχίσει τον Μεζ ενάντια των Αμπιβαριτών λίγες μέρες πριν. Οι Τεντερίτες συνέχισαν να πιέζουν για ανακωχή, αλλά ο Ιούλιος Καίσαρας δέχθηκε ανάπαυλα μόνον μιας μέρας και διέταξε το στρατό του να παραμείνει σε αμυντική στάση.
Τελικά, πρώτοι επιτέθηκαν οι γερμανοί έφιπποι που, αν και σαφώς λιγότεροι των Ρωμαίων, τους ανάγκασαν σε οπισθοχώρηση. Ο Καίσαρας αναφέρει μια χαρακτηριστική πολεμική τακτική τους, όπου οι καβαλάρηδες πηδούσαν στη γη και κάρφωναν τα άλογα των Ρωμαίων στην κοιλιά τους. Κατηγορώντας τους ότι είχαν παραβιάσει τη συμφωνία εκκεχειρίας, ο Καίσαρας τους απείλησε ότι δεν θα δεχόταν άλλους πρεσβευτές και συνέλαβε μερικούς από αυτούς πριν εξαπολίσει τη δική του τελειωτική επίθεση. Οι Τεντερίτες και οι Ουσιπίτες τράπηκαν σε άτακτη φυγή, αλλά ο Καίσαρας τους κυνήγησε ώσπου, όσοι γερμανοί απέμειναν, διέσχισαν το Ρήνο και σώθηκαν [.
ΟΙ ΦΡΙΣΣΙΟΙ
Οι Φρίσσιοι είναι γερμανικός λαός. Τον 1ο μ.Χ. αιώνα, μαθαίνουμε από τους Ρωμαίους ότι κατοικούσαν την παράλια χώρα μεταξύ των ποταμών Σκάλδιου και Έμς. Το πιθανότερο είναι ότι ήταν πολύ περισσότερο εξαπλωμένοι και κατοικούσαν τους ολλανδικούς νομούς Ζηλανδίας, Βορείου και Νοτίου Ολλανδίας και την Πρωσική ανατολική Φρισσία, καθώς και σειρά νησιών κατά μήκος των ακτών της Βόρειας Θάλασσας.
Πίνακας περιεχομένων |
Ιστορία
Τον 1ο μ.Χ. αιώνα, οι Ρωμαίοι ήρθαν σε επαφή με τους Φρίσσιους και τους υπέταξαν. Οι Φρίσσιοι έμειναν πιστοί σε αυτούς μέχρι το 28 μ.Χ., οπότε κι επαναστάτησαν, επειδή εξεγέρθηκαν ενάντια στις πιέσεις Ρωμαίου αξιωματικού. Οι Ρωμαίοι κατάφεραν να τους υποτάξουν και πάλι, αλλά οι Φρίσσιοι επαναστάτησαν εκ νέου και τελικά κέρδισαν την αυτονομία τους. Αργότερα αναφέρονται σαν πειρατές και έμποροι. Είναι πιθανό ότι μερικοί από αυτούς ακολούθησαν τους Άγγλους κατά την εισβολή τους στη Μεγάλη Βρετανία.Εκχριστιανισμός
Οι κάτοικοι της δυτικής Φρισσίας δέχθηκαν τον 6ο αιώνα μ.Χ. τον χριστιανισμό, ενώ της ανατολικής πολύ αργότερα. Το 716, ο Άγιος Βονιφάτιος (672 – 754), άγιος προστάτης της Γερμανίας, στάλθηκε από τους Γερμανούς σε αποστολή στην Φρισσία, προκειμένου να εκχριστιανίσει τους κατοίκους της. Το έργο του ήταν δύσκολο γιατί έπρεπε να συνεννοηθεί μαζί τους με την παλιά Αγγλική τους διάλεκτο. Εκείνοι λάτρευαν την αιωνόβια βελανιδιά, ιερό δέντρο του θεού Θωρ, πάνω στην οποία έκαναν θυσίες.Θέλοντας να ορίσει στους κατοίκους το τέλος μιας εποχής, ο Βονιφάτιος άρχισε να την πριονίζει. Τότε φύσηξε ένας δυνατός άνεμος και την ξερίζωσε. Αυτό οι Φρίσσιοι το θεώρησαν σαν θαύμα και μεταστράφηκαν ομαδικά στον χριστιανισμό. Στην θέση της βελανιδιάς φύτρωσε αργότερα ένα έλατο, το οποίο οι χριστιανοί καθόρισαν σαν το ευλογημένο δέντρο, με αποτέλεσμα να το τιμούν στην εορτή γέννησης του Χριστού. Αξίζει να σημειωθεί ότι αργότερα, σε μια από τις αποστολές του στην Φρισσία, ο Βονιφάτιος συνελήφθη από εναπομείναντες Φρίσσιους παγανιστές και θανατώθηκε με βασανιστήρια στο Ντόκουμ.
Κατάκτηση
Ο Κάρολος Μαρτέλος τους υπέταξε και ο Καρλομάγνος ολοκλήρωσε την κατάκτηση τους. Παρ' όλα αυτά, οι Φρίσσιοι διατήρησαν κάποιες ελευθερίες, καθώς και τα ήθη και έθιμά τους. Πολλά από τα έθιμά τους διατηρούνται και σήμερα, αν και έχουν αναμειχθεί με άλλους γερμανικούς λαούς.Από τον 14ο αιώνα και μετά, η χώρα περιήλθε διαδοχικά στην Πρωσία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία, στο Ανόβερο και τέλος πάλι στην Πρωσία (1866 μ.Χ.).
Φρισσική γλώσσα
Η φριζική γλώσσα ανήκει στην ομάδα των δυτικογερμανικών γλωσσών και είναι συγγενής με την αγγλική γλώσσα. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί διάμεσο μεταξύ της αγγλικής και της παλαιοσαξονικής. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η μετατροπή του k ή q και του g σε «τς» πριν το e και το i. Έχουν βρεθεί κείμενα γραμμένα στη γλώσσα αυτή από τον 10ο αιώνα μ.Χ. Τα πρώτα μνημεία της ανήκουν στον 14ο και 15ο αιώνα και αποτελούν επίσημα έγγραφα και μεταφράσεις νόμων. Τον 15ο αιώνα άρχισε μια κίνηση για την αναζωογόνηση της γλώσσας και σχηματίστηκε μια εταιρεία γλωσσικών και ιστορικών μελετών. Παρόλο που η φριζική παλαιότερα μιλιόταν από μια πολυπληθή φυλή, σήμερα δεν είναι παρά μια διάλεκτος που τείνει μάλιστα να εκλείψει.Σήμερα, στην επαρχία Φρίσλαντ της Ολλανδίας, περίπου 440.000 άτομα μιλούν τη φριζική. Από αυτούς, περίπου 350.000 την δηλώνουν ως μητρική τους γλώσσα. Επίσης γράφεται από μερικούς ποιητές και λογογράφους.
Οι Χάττες
Οι Χάττες ήταν αρχαία γερμανική φυλή με έδρα την πάνω πλευρά του ποταμού Βέζερ [1]. Εγκαταστάθηκαν στην βόρεια Έσση και στην νότια Κάτω Σαξωνία και στις κοιλάδες και τα βουνά γύρω από τον Έδερ, τη Φούλντα, και τον Βέζερ. Σύμφωνα με τον Τάκιτο [2], στους Χάττες ανήκαν αρχικά και οι Μπατάβιοι αλλά μετά από εσωτερικές διαφωνίες οι τελευταίοι αποσπάστηκαν για να μετακινηθούν σε άλλα εδάφη επί του Ρήνου.
Αν και ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν καλά ενημερωμένος για τις διάφορες φυλές στα ανατολικά του Ρήνου, τους Χάττες δεν τους ανέφερε ποτέ. Ο πρώτος αρχαίος συγγραφέας που το έκανε ήταν ο Στράβων, μετά το 16, που τους συμπεριέλαβε σε λίστα των φτωχότερων γερμανικών φυλών που πολέμησαν τους Ρωμαίους («Χάτται») [3]. Για τον πρώτο αιώνα μ.Χ. πληροφορούμαστε αρκετά για τους Χάττες από τον Τάκιτο, που μας μιλά για τον πολιτισμό τους. Από τις αρχές του 3ου αιώνα, όμως, οι Χάττες σχεδόν εξαφανίζονται από τις γραπτές πηγές και αναφέρονται μόνο ως γεωγραφικός προσδιορισμός ή σε γραπτά για γεγόνοτα του πρώτου αιώνα. Ο Δίων Κάσσιος που πρώτος ανέφερε τους Αλεμάνους είναι και ο τελευταίος που γράφει για τους Χάττες. Εξιστορώντας τους γερμανικούς πολέμους του Καρακάλλα το 213 λέει πως ο αυτοκράτορας πολέμησε τους «Κέννους, Κελτικόν έθνος» [4]. Όμως, το κείμενο αυτό είναι μεταγενέστερη αναπαραγωγή του αυθεντικού από τον Ιωάννη Ξιφιλίνο. Αντιθέτως, άλλο κείμενο του Δίωνα Κάσσιου τους αναφέρει ως Χάττες [5]. Ο προηγούμενος όρος «Κέλτες» ήταν πολύ συνηθισμένος στην περιγραφή γερμανικών φυλών μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Μετά τον Κάσσιο, το όνομα Χάττες αναφέρεται επίσης σε πανηγυρικό του Σιδώνιου Απολλινάριου στα τέλη του 5ου αιώνα ως ποιητικό συνώνυμο των «Γερμανών» [6]. Ο τελευταίος που αναφέρεται στους Χάττες αν και μόνο ως παραπομπή σε λεγόμενα του Σουσπίκιου Αλέξανδρου είναι ο Γρηγόριος Τουρώνης [7].
Ιστορία
Οι Χάττες αντιστάθηκαν στους Ρωμαίους κατακτητές επιτυχώς συνεργαζόμενοι με άλλες φυλές υπό τον ηγέτη των Χηρούσκων Αρμίνιο και αναχέτισαν το Βάρο στη Μάχη του Τευτοβούργιου δρυμού το 9. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Γερμανικός επέδραμε στα εδάφη τους για εκδίκηση αλλά μετά την σκληρή αντίστασή τους, οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν να σχεδιάσουν τα σύνορά τους νότια των περιοχών που κατοικούσαν οι Χάττες, στην κεντρική Έσση. Μια μεγάλη εισβολή των Χάττων στη Άνω Γερμανία απουκρούστηκε επιτυχώς από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες το 50[8]. Οι αρχαίοι συγγραφείς προσδιορίζουν το θρυλικό Μάττιο (πάνω από τον ποταμό Έδερ) ως πρωτεύουσα των Χάττων. Επειδή η πόλη καστράφηκε από τον Γερμανικό, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την ακριβή τοποθεσία της, αλλά πρέπει να ήταν στη γειτονιά του σημερινού Φρίτσλαρ [9]. Ο Τάκιτος, στο βιβλίο του «Γερμανία» (κεφ. 30) λέει πως οι Χάττες ήταν πειθαρχημένοι πολεμιστές διάσημοι για το πεζικό τους και, όπως οι περισσότεροι Γερμανοί, κουβαλούσαν εφόδια μαζί τους στις μάχες. Γείτονές τους στα βόρεια ήταν οι Ουσίποι και οι Τεντερίτες. Οι Χάττες ενσωματώθηκαν τελικά στο μεγαλύτερο έθνος των Φράγκων υπό τον Βασιλιά Κλόβις Α’ μαζί με τους Ριπουαρείς στις αρχές του 6ου αιώνα. Το 723, ο Αγγλοσάξωνας ιεραπόστολος Άγιος Βονιφάτιος προσηλύτισε τους Χάττες και έκοψε το άγιο δέντρο τους «Thor’s Oak» κοντά στο Φρίτσλαρ, για να τους φέρει στον Χριστιανισμό. Το όνομα Χάττες ίσως και να αποτελεί γλωσσικό πρωίμιο της λέξης Έσση μετά την φωνητική μετακίνηση των Γερμανικών γλωσσών [
Συνεχίζεται......
Αν και ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν καλά ενημερωμένος για τις διάφορες φυλές στα ανατολικά του Ρήνου, τους Χάττες δεν τους ανέφερε ποτέ. Ο πρώτος αρχαίος συγγραφέας που το έκανε ήταν ο Στράβων, μετά το 16, που τους συμπεριέλαβε σε λίστα των φτωχότερων γερμανικών φυλών που πολέμησαν τους Ρωμαίους («Χάτται») [3]. Για τον πρώτο αιώνα μ.Χ. πληροφορούμαστε αρκετά για τους Χάττες από τον Τάκιτο, που μας μιλά για τον πολιτισμό τους. Από τις αρχές του 3ου αιώνα, όμως, οι Χάττες σχεδόν εξαφανίζονται από τις γραπτές πηγές και αναφέρονται μόνο ως γεωγραφικός προσδιορισμός ή σε γραπτά για γεγόνοτα του πρώτου αιώνα. Ο Δίων Κάσσιος που πρώτος ανέφερε τους Αλεμάνους είναι και ο τελευταίος που γράφει για τους Χάττες. Εξιστορώντας τους γερμανικούς πολέμους του Καρακάλλα το 213 λέει πως ο αυτοκράτορας πολέμησε τους «Κέννους, Κελτικόν έθνος» [4]. Όμως, το κείμενο αυτό είναι μεταγενέστερη αναπαραγωγή του αυθεντικού από τον Ιωάννη Ξιφιλίνο. Αντιθέτως, άλλο κείμενο του Δίωνα Κάσσιου τους αναφέρει ως Χάττες [5]. Ο προηγούμενος όρος «Κέλτες» ήταν πολύ συνηθισμένος στην περιγραφή γερμανικών φυλών μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Μετά τον Κάσσιο, το όνομα Χάττες αναφέρεται επίσης σε πανηγυρικό του Σιδώνιου Απολλινάριου στα τέλη του 5ου αιώνα ως ποιητικό συνώνυμο των «Γερμανών» [6]. Ο τελευταίος που αναφέρεται στους Χάττες αν και μόνο ως παραπομπή σε λεγόμενα του Σουσπίκιου Αλέξανδρου είναι ο Γρηγόριος Τουρώνης [7].
Ιστορία
Οι Χάττες αντιστάθηκαν στους Ρωμαίους κατακτητές επιτυχώς συνεργαζόμενοι με άλλες φυλές υπό τον ηγέτη των Χηρούσκων Αρμίνιο και αναχέτισαν το Βάρο στη Μάχη του Τευτοβούργιου δρυμού το 9. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Γερμανικός επέδραμε στα εδάφη τους για εκδίκηση αλλά μετά την σκληρή αντίστασή τους, οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν να σχεδιάσουν τα σύνορά τους νότια των περιοχών που κατοικούσαν οι Χάττες, στην κεντρική Έσση. Μια μεγάλη εισβολή των Χάττων στη Άνω Γερμανία απουκρούστηκε επιτυχώς από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες το 50[8]. Οι αρχαίοι συγγραφείς προσδιορίζουν το θρυλικό Μάττιο (πάνω από τον ποταμό Έδερ) ως πρωτεύουσα των Χάττων. Επειδή η πόλη καστράφηκε από τον Γερμανικό, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την ακριβή τοποθεσία της, αλλά πρέπει να ήταν στη γειτονιά του σημερινού Φρίτσλαρ [9]. Ο Τάκιτος, στο βιβλίο του «Γερμανία» (κεφ. 30) λέει πως οι Χάττες ήταν πειθαρχημένοι πολεμιστές διάσημοι για το πεζικό τους και, όπως οι περισσότεροι Γερμανοί, κουβαλούσαν εφόδια μαζί τους στις μάχες. Γείτονές τους στα βόρεια ήταν οι Ουσίποι και οι Τεντερίτες. Οι Χάττες ενσωματώθηκαν τελικά στο μεγαλύτερο έθνος των Φράγκων υπό τον Βασιλιά Κλόβις Α’ μαζί με τους Ριπουαρείς στις αρχές του 6ου αιώνα. Το 723, ο Αγγλοσάξωνας ιεραπόστολος Άγιος Βονιφάτιος προσηλύτισε τους Χάττες και έκοψε το άγιο δέντρο τους «Thor’s Oak» κοντά στο Φρίτσλαρ, για να τους φέρει στον Χριστιανισμό. Το όνομα Χάττες ίσως και να αποτελεί γλωσσικό πρωίμιο της λέξης Έσση μετά την φωνητική μετακίνηση των Γερμανικών γλωσσών [Συνεχίζεται......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου