ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΧΑΛΣΤΑΤ Με τον όρο πολιτισμός Χάλστατ, (περ. 1100/1000 έως 800/700 στην πρώιμη φάση του και 800/700 έως το 450 ΠΚΕ/π.Χ.) εννοείται χαρακτηριστικός πολιτισμός της πρώιμης φάσης της εποχής του σιδήρου, με επίκεντρο μια κοινότητα εξόρυξης άλατος του τέλους της χάλκινης εποχής εκεί που βρίσκεται το σημερινό Χάλστατ στην επαρχία της Άνω Αυστρίας.
Στην περιοχή του Χάλστατ, από το 1846 έως το 1899 ανασκάφτηκε νεκρόπολη με περισσότερους από 2.000 τάφους που απέδωσαν αρκετά τέχνεργα, ώστε να διαμορφωθούν σχετικές θεωρίες. Σε πολλές περιπτώσεις, εξαιτίας των συντηρητικών ιδιοτήτων του άλατος, στάθηκε δυνατόν να φθάσουν ως την εποχή μας εργαλεία, τμήματα ρουχισμού, ακόμη και τα σώματα των αλατωρύχων.
Ο πολιτισμός Χάλστατ χαρακτηρίζεται για τα σύνθετα νεκρικά τυπικά του, είτε στην εποχή της καύσης των νεκρών είτε στην εποχή της ταφής. Χαρακτηρίζεται από μια μετάβαση στην εκτεταμένη χρήση του σιδήρου ενώ η κεραμική διακρίνεται για τα επαναλαμβανόμενα γεωμετρικά μοτίβα της.
Χάλστατ
Συντεταγμένες:
Το Χάλστατ είναι χωριό στην περιοχή Salzkammergut στο αυστριακό κρατίδιο της Άνω Αυστρίας και είναι χτισμένο σε απότομη όχθη της ομώνυμης λίμνης (Hallstättersee). Στο χώρο αυτό αναπτύχθηκε στην πρώιμη εποχή του σιδήρου ο «πολιτισμός του Χάλστατ». Το Χάλστατ μαζί με τα αξιοθέατα του Νταχστάιν συνθέτουν το πολιτιστικό τοπίο Χάλστατ-Νταχτστάιν του Σαλτσκάμεργκουτ, το οποίο αποτελεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. To Χάλστατ είναι δημοφιλής τουριστικός προορισμός λόγω της μοναδικότητας του τοπίου του, που συνδυάζει την ιστορική αρχιτεκτονική του γραφικού οικισμού, τη λίμνη και τα ψηλά βουνά που την περιβάλλουν καθώς και τα πλούσια προϊστορικά, ιστορικά, αρχαιολογικά και πολιτιστικά αξιοθέατα της περιοχής και της δυνατότητας για χειμερινά σπορ. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 το Χάλστατ είχε 946 κατοίκους.
Το Χάλστατ βρίσκεται στο εσωτερικό Salzkammergut στην ομώνυμη λίμνη σε υψόμετρο 508 μέτρων. Στην στενή λωρίδα της όχθης ανάμεσα στα απότομα βουνά ξεπροβάλλουν τα πυκνοχτισμένα σπίτια με τμήματά τους ακόμα να είναι χτισμένα πάνω στη λίμνη. Ένας κύριος δρόμος διασχίζει το χωριό και τη μικρή πλατεία της αγοράς. Η έκτασή του είναι 9,1 χμ από Βορρά προς Νότο και 13,2 από Δυτικά προς Ανατολικά. Η συνολική επιφάνειά του είναι 59,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 34,8 αυτής καλύπτεται από δάσος. Τμήματα της κοινότητας είναι τα εξής: Gosauzwang, Lahn, Salzberg, Hallstatt.
Το 300 μ.Χ. διαδίδεται σταδιακά ο χριστιανισμός ενώ τον 6ο αιώνα η περιοχή πέφτει στα χέρια των Βαυαρών. Το 1000 μ.Χ. η εξόρυξη αποκτά τη σημασία που είχε στα προϊστορικά και ρωμαϊκά χρόνια. Το 1284 ο δούκας Albrecht I των Αψβούργων κατασκευάζει πύργο στην περιοχή ο οποίος αποδεικνύει την αξία του στη διάρκεια του «πολέμου του αλατιού» μεταξύ του Albrecht και του αρχιεπισκόπου Konrad IV του Σάλτσμπουργκ. Το 1311 το Χάλστατ αποκτά τα δικαιώματα της πόλης-αγοράς. Το 1494 ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Ι παραχωρεί προνόμια και επισκέπτεται προσωπικά την περιοχή. Το 1595 κατασκευάζεται ο παλιότερος αγωγός του κόσμου μήκους 40 χιλιομέτρων. Το 1734 ανακαλύπτεται το πλήρως διατηρημένο σώμα ενός αλατωρύχου που χρονολογείται στο 300 π.Χ. και ονομάστηκε «ο άνθρωπος του αλατιού». Το 1750 πυρκαγιά κατέκαψε το χωριό αλλά και τα διοικητικά κτήρια των αλατωρυχείων. Το 1846 εργάτες ανακαλύπτουν αρχαία οστά και ο Γιόχαν Γκέοργκ Ραμσάουερ, διευθυντής των ορυχείων, αναγνωρίζει τη σημασία των ευρημάτων και ξεκινά ανασκαφές, φέρνοντας στο φως τα διάσημα ταφικά μνημεία του Χάλστατ. Το 1997 η UNESCO αναγράφει την περιοχή «Χάλστατ-Νταχστάιν/Σαλτσκάμεργκουτ» στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Πολιτιστικό Αξιοθέατο Hallstatt-Dachstein Salzkammerguta | |
---|---|
ΟΥΝΕΣΚΟ Μνημείο ΠΠΚ | |
Χώρα μέλος | Αυστρία |
Τύπος | Πολιτιστικός |
Κριτήρια | iii,iv |
Ταυτότητα | #806 |
Περιοχήb | Ευρώπη |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή: | 1997 (21η συνεδρίαση) |
a Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων της ΠΠΚ b Επίσημη καταχώρηση από την UNESCO |
Τοπωνύμιο
Αντίθετα με τη δημοφιλή άποψη, «Χάλ» (Hall) πιθανόν δεν είναι το παλιό Κελτικό όνομα για το «αλάτι» (το οποίο ήταν “*saleinom”) επειδή ο αρχικός φθόγγος h- αντί του ιστορικού s- είναι χαρακτηριστικό των Βρυθονικές γλώσσες αλλά όχι των ηπειρωτικών κελτικών. Το όνομα μάλλον προέρχεται από τα παλαιά γερμανικά (“hallan”, φλοιός από αλάτι) (Stifter 2005) ερμηνεία που επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη των αλατωρυχείων κοντά στο χωριό.Ιστορία
Ως το τέλος του 19ου αιώνα το Χάλστατ ήταν προσβάσιμο μόνο με πλοίο από την αντίπερα όχθη της λίμνης όπως συμβαίνει και σήμερα αν μεταφορικό μέσο είναι το τρένο. Το ίδιο το χωριό καλύπτει κάθε ελεύθερο χώρο γης μεταξύ του βουνού και της λίμνης. Τα παρόχθια σπίτια επικοινωνούσαν μεταξύ τους μόνο με βάρκες ή μέσω του «πάνω δρόμου» ενός στενού διαδρόμου που περνούσε μέσα από τις σοφίτες. Ο πρώτος δρόμος προς το Χάλστατ διανοίχτηκε το 1890 εν μέρει με τη χρήση εκρηκτικών. Παρότι ο τόπος ήταν απομονωμένος και αφιλόξενος, σ’ αυτόν έχουν εντοπιστεί ορισμένα από τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης κατοίκησης λόγω των πλούσιων ποσοτήτων φυσικού αλατιού που εξορύσσονται για χιλιάδες χρόνια, αρχικά στο σχήμα καρδιών (καρδιές του Χάλστατ). Το αλάτι ήταν πολύτιμος πόρος και έτσι η περιοχή ήταν ιστορικά πολύ πλούσια. Το πρώτο αλατωρυχείο του κόσμου είναι προσβάσιμο στο κοινό, σε τοποθεσία πάνω από το κέντρο του Χάλστατ. Ορισμένα από τα αρχαιότερα ευρήματα, όπως λίθινα εργαλεία, χρονολογούνται γύρω στο 5000 π.Χ. Το 1846 ο Γιόχαν Γκέοργκ Ραμσάουερ ανακάλυψε ένα μεγάλο προϊστορικό νεκροταφείο κοντά στη σημερινή θέση του Χάλστατ. Επίσης ένα από τα πρώτα σιδηρουργεία ανασκάφηκε εκεί. Το εμπόριο και ο συνακόλουθος πλούτος επέτρεψαν την ανάπτυξη ενός εξελιγμένου πολιτισμού ο οποίος λόγω της θέσης των ευρημάτων ονομάστηκε Πολιτισμός Χάλστατ. Λόγω των εξαιρετικών ευρημάτων από τα ταφικά μνημεία η πρώιμη εποχή του σιδήρου (800-400 π.Χ.) αποκαλείται Περίοδος του Χάλστατ. Εκείνη την περίοδο οι Ιλλυριοί έφθασαν στην Ευρώπη αλλά το 400 π.Χ. οι Κέλτες εισέβαλαν στους οικισμούς τους εκτός από τις απροσπέλαστες ορεινές περιοχές, όπου διατήρησαν τη θέση τους. Tο βασίλειο του Noricum ήταν το πρώτο κράτος που ιδρύθηκε στη θέση της σημερινής Αυστρίας. Το 303 π.Χ. κατολίσθηση κατέστρεψε τον οικισμό και τερμάτισε προσωρινά την εξορυκτική δραστηριότητα στη λεγόμενη «ανατολική ομάδα». Το Noricum έγινε ρωμαϊκή επαρχία στα χρόνια γύρω από τη γέννηση του Χριστού και τα αλατωρυχεία συνέχισαν να λειτουργούν καθ’ όλη τη ρωμαϊκή περίοδο.Το 300 μ.Χ. διαδίδεται σταδιακά ο χριστιανισμός ενώ τον 6ο αιώνα η περιοχή πέφτει στα χέρια των Βαυαρών. Το 1000 μ.Χ. η εξόρυξη αποκτά τη σημασία που είχε στα προϊστορικά και ρωμαϊκά χρόνια. Το 1284 ο δούκας Albrecht I των Αψβούργων κατασκευάζει πύργο στην περιοχή ο οποίος αποδεικνύει την αξία του στη διάρκεια του «πολέμου του αλατιού» μεταξύ του Albrecht και του αρχιεπισκόπου Konrad IV του Σάλτσμπουργκ. Το 1311 το Χάλστατ αποκτά τα δικαιώματα της πόλης-αγοράς. Το 1494 ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Ι παραχωρεί προνόμια και επισκέπτεται προσωπικά την περιοχή. Το 1595 κατασκευάζεται ο παλιότερος αγωγός του κόσμου μήκους 40 χιλιομέτρων. Το 1734 ανακαλύπτεται το πλήρως διατηρημένο σώμα ενός αλατωρύχου που χρονολογείται στο 300 π.Χ. και ονομάστηκε «ο άνθρωπος του αλατιού». Το 1750 πυρκαγιά κατέκαψε το χωριό αλλά και τα διοικητικά κτήρια των αλατωρυχείων. Το 1846 εργάτες ανακαλύπτουν αρχαία οστά και ο Γιόχαν Γκέοργκ Ραμσάουερ, διευθυντής των ορυχείων, αναγνωρίζει τη σημασία των ευρημάτων και ξεκινά ανασκαφές, φέρνοντας στο φως τα διάσημα ταφικά μνημεία του Χάλστατ. Το 1997 η UNESCO αναγράφει την περιοχή «Χάλστατ-Νταχστάιν/Σαλτσκάμεργκουτ» στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Πολιτισμός Λα Τεν
Ο όρος πολιτισμός Λα Τεν αναφέρεται σε έναν αρχαιολογικό πολιτισμό της εποχής του Σιδήρου, στην περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης. Το όνομά του προέρχεται από το ομώνυμο χωριό της Ελβετίας, Λα Τεν, το οποίο βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Νεσατέλ. Ο πολιτισμός Λα Τεν αποτελεί μέρος του ευρύτερου Κελτικού πολιτισμού και ακολουθεί, χρονολογικά, τον υλικό πολιτισμό του Χάλστατ.
Η ανακάλυψη των αρχαιολογικών ευρημάτων στην περιοχή της λίμνης Νεσατέλ έγινε το 1857. Ο ντόπιος συλλέκτης Hansli Kopp, κατά τη διάρκεια έρευνας στην περιοχή Λα Τεν ανακάλυψε μια σειρά ξύλινων πασσάλων και 40 περίπου σιδερένια όπλα. Στις αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή που ακολούθησαν μέχρι το 1917, ήρθε στο φως ένας μεγάλος αριθμός από τεχνουργήματα, κυρίως όπλα αλλά και περόνες, πόρπες, αγγεία ή εξαρτήματα αμαξών. Τα ευρήματα παρουσίαζαν μεγάλες διαφορές στη μορφολογία τους από αυτά που είχαν ανακαλυφθεί το 1846 στο Χάλστατ, τα οποία θεωρούνται προγενέστερης εποχής αυτών του Λα Τεν. Αντίθετα, παρουσίαζαν ομοιότητες με ευρήματα που είχαν ανακαλυφθεί σε ανασκαφές νεκροταφείων στην Γαλλία.
Διασπορά
Το 1871, τα ευρήματα της Ελβετίας συγκρίθηκαν με αντίστοιχα της ετρουσκικής πόλης Μαρτζαμπότο (Μarzabotto). Η ομοιότητά μεταξύ τους και οι περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων Λίβιου και Πολύβιου για την μετακίνηση Κελτών στην περιοχή της κοιλάδας Πάδου, οδήγησαν, έκτοτε, στο συμπέρασμα πως ο πολιτισμός του Λα Τεν αποτελεί έκφραση του υλικού πολιτισμού των Κελτών. Όμως, το κατά πόσο ο πολιτισμός Λα Τεν μπορεί να αποδοθεί ως μια ενιαία έκφραση των Κελτών είναι δύσκολο να αξιολογηθεί, καθώς παρατηρούνται διαφορές ανάμεσα στις ομάδες Κελτών διαφορετικών περιοχών.[1]
Αν και δεν υπάρχει καμία συμφωνία σχετικά με την ακριβή περιοχή στην οποία ο πολιτισμός Λα Τεν αναπτύχθηκε για πρώτη φορά, υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι τα κέντρα του πολιτισμού βρισκόταν βόρεια και βορειοδυτικά του πολιτισμού Χάλστατ, βόρεια των Άλπεων, στην περιοχή ανάμεσα στις κοιλάδες της Μάρνης και της Μοζέλα στα δυτικά και στις περιοχές της σημερινής Βαυαρίας, την Αυστρίας και την Βοημία στα ανατολικά. Τα κέντρα της ζώνης Μάρνης-Μοζέλας παρουσιάζουν εμπορικές σχέσεις με την κοιλάδα του Πάδου και τον πολιτισμό Γκολασέκα, ενώ η περιοχή της Βοημίας με την Αδριατική θάλασσα.[3]
Από την πατρίδα τους, ομάδες Λα Τεν επεκτάθηκαν τον 4ο αιώνα στην Ισπανία, στην κοιλάδα του Πάδου, τα Βαλκάνια, και αργότερα τη Μικρά Ασία, κατά τη διάρκεια αρκετών μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων.
Χρονολόγηση
Η περίοδος Λα Τεν χωρίζεται με διάφορους τρόπους. Ο πιο διαδεδομένος από αυτούς προτάθηκε το 1885, από τον Otto Tischler, χωρίς όμως να δίνει χρονολογίες, και περιλαμβάνει τον χωρισμό της περιόδου σε 3 φάσεις: την Πρώιμη Φάση ή Λα Τεν Ι, την Μέση Φάση ή Λα Τεν ΙΙ και την Ύστερη Φάση ή Λα Τεν ΙΙΙ. Η κάθε φάση χαρακτηρίζεται από τον τρόπο κατασκευής των πορπών (fibulae). Μια ακόμα φάση με το όνομα Λα Τεν IV προτάθηκε από τον Josheph Dechelette, για να συμπεριληφθούν το μεταγενέστερο υλικό της Βρετανίας. Αρχικά η αρχή της πρώτης φάση τοποθετήθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα. Η ανακάλυψη, όμως, ευρημάτων προγενέστερων εποχών στην Βαυαρία οδήγησε τον Paul Reinecke το 1902 στην δημιουργία ενός συστήματος που περιείχε μια επιπλέον φάση, προγενέστερη των άλλων 3, που την ονόμασε Λα Τεν Α , ενώ περιείχε και 3 ακόμα φάσεις (B, C, D) που τοποθετούνταν περίπου στα χρονικά περιθώρια που είχαν προταθεί αρχικά για τις 3 φάσεις του συστήματος του Tischler. Αργότερα προτάθηκαν περισσότερες υποδιαιρέσεις του συστήματος.
Η ακριβής χρονολόγηση της περιόδου Λα Τεν είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί. Η αρχή της περιόδου Λα Τεν τοποθετείται μεταξύ από το 480 π.Χ. έως και το 450 πΧ, θέτοντας έτσι το πρόβλημα κατά πόσο υπήρξε μια μικρή περίοδος που οι πολιτισμοί Χάλστατ (τελείωσε το 450 π.Χ.) και Λα Τεν συνυπήρχαν. Το τέλος της τοποθετείται γύρω στο 30-1 π.Χ. και στην περίοδο της κατάκτησης τους από τους Ρωμαίους, ανάλογα με την περιοχή[4].
Χαρακτηριστικά
Τα τέχνεργα του πολιτισμού Λα Τεν είναι κατασκευασμένα από χαλκό, σίδηρο και χρυσό, ενώ παρατηρούνται επίσης κοσμήματα από γυαλί. Χαρακτηρίζονται από ενεπίγραφες και ψηφιδωτές περίπλοκες σπείρες και πλέγματα, σε χάλκινα κράνη, ασπίδες, ιπποσκευές και κοσμήματα, ιδιαίτερα σε στρογγυλά περιλαίμια (torcs) και σε πόρπες (fibulae), και από κομψές καμπυλόγραμμες μορφές ζώων (χαρακτηριστικό σχέδιο της εποχής είναι οι δύο δράκοι σε σχήμα S) και φυτών (όπως ανθέμια, αμπέλια, έλικες και άνθη λωτού).
Πολλά από τα σχέδια και τις τεχνικές κατασκευής είναι επηρεασμένα από τους πολιτισμούς της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Θράκες, Ετρούσκοι, Σκύθες). Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα απότελεί η "Χύτρα Γκούντερστρουπ", η οποία ανήκει στην περίοδο Λα Τεν ΙΙΙ και φέρει Θρακικές επιρροές.
Ταφές
Στους τάφους του Πολιτισμού Λα Τεν συχνά συναντάμε όπλα όπως δόρατα και ασπίδες, σε αντίθεση με τον πολιτισμό Χάλστατ που τα μόνα όπλα που συναντάμε είναι κυνηγετικά ή επίδειξης. Στους τάφους της αριστοκρατίας συναντάμε τοποθετημένες, επίσης, νεκρικές άμαξες (συνήθως δίτροχες) και διάφορα οικιακά αγαθά.
Η ανακάλυψη των αρχαιολογικών ευρημάτων στην περιοχή της λίμνης Νεσατέλ έγινε το 1857. Ο ντόπιος συλλέκτης Hansli Kopp, κατά τη διάρκεια έρευνας στην περιοχή Λα Τεν ανακάλυψε μια σειρά ξύλινων πασσάλων και 40 περίπου σιδερένια όπλα. Στις αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή που ακολούθησαν μέχρι το 1917, ήρθε στο φως ένας μεγάλος αριθμός από τεχνουργήματα, κυρίως όπλα αλλά και περόνες, πόρπες, αγγεία ή εξαρτήματα αμαξών. Τα ευρήματα παρουσίαζαν μεγάλες διαφορές στη μορφολογία τους από αυτά που είχαν ανακαλυφθεί το 1846 στο Χάλστατ, τα οποία θεωρούνται προγενέστερης εποχής αυτών του Λα Τεν. Αντίθετα, παρουσίαζαν ομοιότητες με ευρήματα που είχαν ανακαλυφθεί σε ανασκαφές νεκροταφείων στην Γαλλία.
Διασπορά
Το 1871, τα ευρήματα της Ελβετίας συγκρίθηκαν με αντίστοιχα της ετρουσκικής πόλης Μαρτζαμπότο (Μarzabotto). Η ομοιότητά μεταξύ τους και οι περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων Λίβιου και Πολύβιου για την μετακίνηση Κελτών στην περιοχή της κοιλάδας Πάδου, οδήγησαν, έκτοτε, στο συμπέρασμα πως ο πολιτισμός του Λα Τεν αποτελεί έκφραση του υλικού πολιτισμού των Κελτών. Όμως, το κατά πόσο ο πολιτισμός Λα Τεν μπορεί να αποδοθεί ως μια ενιαία έκφραση των Κελτών είναι δύσκολο να αξιολογηθεί, καθώς παρατηρούνται διαφορές ανάμεσα στις ομάδες Κελτών διαφορετικών περιοχών.[1]Αν και δεν υπάρχει καμία συμφωνία σχετικά με την ακριβή περιοχή στην οποία ο πολιτισμός Λα Τεν αναπτύχθηκε για πρώτη φορά, υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι τα κέντρα του πολιτισμού βρισκόταν βόρεια και βορειοδυτικά του πολιτισμού Χάλστατ, βόρεια των Άλπεων, στην περιοχή ανάμεσα στις κοιλάδες της Μάρνης και της Μοζέλα στα δυτικά και στις περιοχές της σημερινής Βαυαρίας, την Αυστρίας και την Βοημία στα ανατολικά. Τα κέντρα της ζώνης Μάρνης-Μοζέλας παρουσιάζουν εμπορικές σχέσεις με την κοιλάδα του Πάδου και τον πολιτισμό Γκολασέκα, ενώ η περιοχή της Βοημίας με την Αδριατική θάλασσα.[3]
Από την πατρίδα τους, ομάδες Λα Τεν επεκτάθηκαν τον 4ο αιώνα στην Ισπανία, στην κοιλάδα του Πάδου, τα Βαλκάνια, και αργότερα τη Μικρά Ασία, κατά τη διάρκεια αρκετών μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων.
Χρονολόγηση
Η περίοδος Λα Τεν χωρίζεται με διάφορους τρόπους. Ο πιο διαδεδομένος από αυτούς προτάθηκε το 1885, από τον Otto Tischler, χωρίς όμως να δίνει χρονολογίες, και περιλαμβάνει τον χωρισμό της περιόδου σε 3 φάσεις: την Πρώιμη Φάση ή Λα Τεν Ι, την Μέση Φάση ή Λα Τεν ΙΙ και την Ύστερη Φάση ή Λα Τεν ΙΙΙ. Η κάθε φάση χαρακτηρίζεται από τον τρόπο κατασκευής των πορπών (fibulae). Μια ακόμα φάση με το όνομα Λα Τεν IV προτάθηκε από τον Josheph Dechelette, για να συμπεριληφθούν το μεταγενέστερο υλικό της Βρετανίας. Αρχικά η αρχή της πρώτης φάση τοποθετήθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα. Η ανακάλυψη, όμως, ευρημάτων προγενέστερων εποχών στην Βαυαρία οδήγησε τον Paul Reinecke το 1902 στην δημιουργία ενός συστήματος που περιείχε μια επιπλέον φάση, προγενέστερη των άλλων 3, που την ονόμασε Λα Τεν Α , ενώ περιείχε και 3 ακόμα φάσεις (B, C, D) που τοποθετούνταν περίπου στα χρονικά περιθώρια που είχαν προταθεί αρχικά για τις 3 φάσεις του συστήματος του Tischler. Αργότερα προτάθηκαν περισσότερες υποδιαιρέσεις του συστήματος.Η ακριβής χρονολόγηση της περιόδου Λα Τεν είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί. Η αρχή της περιόδου Λα Τεν τοποθετείται μεταξύ από το 480 π.Χ. έως και το 450 πΧ, θέτοντας έτσι το πρόβλημα κατά πόσο υπήρξε μια μικρή περίοδος που οι πολιτισμοί Χάλστατ (τελείωσε το 450 π.Χ.) και Λα Τεν συνυπήρχαν. Το τέλος της τοποθετείται γύρω στο 30-1 π.Χ. και στην περίοδο της κατάκτησης τους από τους Ρωμαίους, ανάλογα με την περιοχή[4].
Χαρακτηριστικά
Τα τέχνεργα του πολιτισμού Λα Τεν είναι κατασκευασμένα από χαλκό, σίδηρο και χρυσό, ενώ παρατηρούνται επίσης κοσμήματα από γυαλί. Χαρακτηρίζονται από ενεπίγραφες και ψηφιδωτές περίπλοκες σπείρες και πλέγματα, σε χάλκινα κράνη, ασπίδες, ιπποσκευές και κοσμήματα, ιδιαίτερα σε στρογγυλά περιλαίμια (torcs) και σε πόρπες (fibulae), και από κομψές καμπυλόγραμμες μορφές ζώων (χαρακτηριστικό σχέδιο της εποχής είναι οι δύο δράκοι σε σχήμα S) και φυτών (όπως ανθέμια, αμπέλια, έλικες και άνθη λωτού).Πολλά από τα σχέδια και τις τεχνικές κατασκευής είναι επηρεασμένα από τους πολιτισμούς της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Θράκες, Ετρούσκοι, Σκύθες). Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα απότελεί η "Χύτρα Γκούντερστρουπ", η οποία ανήκει στην περίοδο Λα Τεν ΙΙΙ και φέρει Θρακικές επιρροές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου