Υπό τον Βρέννο, οι Γαλάτες νίκησαν τους Ρωμαίους στη μάχη του Αλία ποταμού το 387 π.Χ.. Στον αιγαιϊκό χώρο, το 281 π.Χ. εμφανίστηκε ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα Γαλατών εξ Ανατολής στη Θράκη. Ένας άλλος Γαλάτης αρχηγός, που ονομαζόταν επίσης Βρέννος, έφτασε μέχρι τη Στερεά Ελλάδα και την τελευταία στιγμή δεν κατέστρεψε το Ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς.[1].
Την ίδια περίοδο, μια ομάδα περίπου 10.000 Κελτών πολεμιστών με δούλους και γυναικόπαιδα διέσχιζαν τη Θράκη και κατευθύνονταν στη Μικρά Ασία, έπειτα από έκκληση του βασιλιά του ελληνιστικού κράτους της Βιθυνίας Νικομήδη Α' του Φιλέλληνα στη διαμάχη με τον αδερφό του. Τελικώς, η ομάδα αυτή εγκαταστάθηκε στις περιοχές της ανατολικής Φρυγίας και Καππαδοκίας στην κεντρική Ανατολία, γι' αυτό και η περιοχή έγινε γνωστή ως Γαλατία
Προρωμαϊκοί χρόνοι
Η πρώιμη ιστορία των Γαλατών βασίζεται κυρίως στην αρχαιολογική έρευνα, καθώς υπάρχουν λιγοστές γραπτές πηγές για τα φύλα που έζησαν στις περιοχές αυτές και για το κατά πόσο έχουν άμεση σχέση με τα εκεί αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ παράλληλα νεφελώδες είναι το τοπίο όσον αφορά τις γλωσσικές και γενετικές διαφοροποιήσεις των ξεχωριστών κελτικών φύλων, καθώς λίγες φορές πραγματικά προκύπτουν κοινά συμπεράσματα. Η κύρια πηγή για τους Κέλτες της Γαλατίας ήταν ο Ποσειδώνιος ο Απαμεύς, ο οποίος μνημονευόταν σε γραπτά του Τιμαγένη, του Ιούλιου Καίσαρα, του Διόδωρου Σικελιώτη και του γεωγράφου Στράβωνα.
Πολιτισμικά στοιχεία των πρωτο-Κελτών φαίνεται να ανιχνεύονται βορειοδυτικά της Κοιλάδας του Δούναβη, αν και η συγκεκριμένη θεωρία αμφισβητείται. Ανήκαν στον Πολιτισμό Λα Τεν, του οποίου το λίκνο ήταν η βορειοανατολική Γαλλία και η νότια Γερμανία, ο οποίος επεκτάθηκε και άνθησε από το 450 π.Χ. μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. στη Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία, καθώς και στις περιοχές της Βοημίας, Μοραβίας, Σλοβακίας και Ουγγαρίας. Όταν επεκτάθηκαν στα δυτικά, σε χώρες όπου οι άνθρωποι μιλούσαν μια γλώσσα που οι σύγχρονοι μελετητές αποκαλούν Κελτική, επειδή οι Έλληνες συνήθιζαν να αποκαλούν Κέλτες όλους τους κάτοικους της Δύσης εκτός από τους κατοίκους των Βρετανικών Νήσων, οι σύγχρονοι μελετητές ονόμασαν Κέλτες διάφορους από αυτούς τους λαούς, ακόμη κι αν δε ζούσαν στη Δύση και δε μιλούσαν την Κελτική γλώσσα.
Κατά το 2ο αιώνα π.Χ., η περιοχή της σημερινής Γαλλίας αποκαλούνταν από τους Ρωμαίους Gallia Transalpina (εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία). Ο Ιούλιος Καίσαρας χωρίζει τους Γαλάτες σε τρεις εθνικές υποομάδες: τους Βέλγους στο βορρά, τους Κέλτες στο κέντρο, και τους Ακουιτανούς στα νοτιοδυτικά[2]. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν πως οι Βέλγοι έχουν και κελτικές και γερμανικές ρίζες, ωστόσο το ζήτημα αυτό δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Αυτό οφείλεται στις πολιτικές παραμέτρους που παρεισέφρυσαν στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων από τους Γάλλους ιστορικούς το 19ο αιώνα, οι οποίοι είχαν υιοθετήσει πλήρως την άποψη του Καίσαρα ότι η Γαλατία εκτεινόταν από τα Πυρηναία μέχρι το Ρήνο προς βορρά, καθώς ευνοούσε τις εθνικές επεκτατικές φιλοδοξίες της χώρας υπό την ηγεσία του Ναπολέοντα Γ'.
Ωστόσο, ανάμεσα στις φυλές υπήρχε γλωσσικός διαχωρισμός: γαλατικές θεωρούνταν οι φυλές που μιλούσαν τη γαλατική γλώσσα. Έτσι, οι Ακουιτανοί θεωρούνταν μάλλον Βάσκωνες, ενώ οι Βέλγους θεωρούνταν Γαλάτες, αλλά με γερμανικές επιρροές. Παράλληλα, ταυτόχρονα με τους Γαλάτες, στην περιοχή της Γαλατίας κατοικούσαν Λιγούριοι, οι οποίοι είχαν αναμειχθεί με τους Κέλτες, Έλληνες και Φοίνικες, οι οποίοι είχαν ιδρύσει εμπορικές αποικίες στις μεσογειακές ακτές, όπως η Μασσαλία.
Τον 2ο αιώνα π.Χ., η μεσογειακή Γαλατία είχε αναπτυχθεί κι ευημερούσε περισσότερο από τις βόρειες και έντονα δασώδεις γαλατικές περιοχές, στις οποίες υπήρχαν ελάχιστες πόλεις εκτός από φρούρια (λατ. oppidum/-a). Η ευημερία των νότιων περιοχών ήταν ο λόγος που η Ρώμη προσέτρεξε για βοήθεια προς τους κατοίκους της Μασσαλίας, ενάντια στις επιθέσεις Λιγουρίων και Γαλατών. Μέχρι το 121 π.Χ., οι Ρωμαίοι είχαν κατακτήσει την περιοχή της Προβηγκίας. Έτσι, άρχισε να ανέρχεται σταδιακά και να αποκτά δύναμη η γαλατική φυλή των Αρβερνών, η οποία κατοικούσε κυρίως τη σημερινή περιοχή του Κλερμόν-Φεράν και της Ωβέρνης και από την οποία καταγόταν ο γνωστός Γαλάτης στρατηγός Βερκιγγετόριξ.
Γαλατικοί πόλεμοι και ρωμαϊκή κυριαρχία
Ο Ιούλιος Καίσαρας μετέβη με το στρατό του στη Γαλατία το 58 π.Χ. με το πρόσχημα της παροχής βοήθειας στους Γαλάτες συμμάχους της Ρώμης ενάντια στους Ελβετούς. Με τη βοήθεια διαφόρων γαλατικών φυλών, κατάφερε να κατακτήσει όλη τη Γαλατία εκτός από τη φυλή των Αρβερνών, οι οποίοι συνέχιζαν να αντιστέκονται με ηγέτη το στρατηγό Βερκινγκετόριξ. Στη μάχη της Γκεργκόβια το 52 π.Χ., οι Γαλάτες νίκησαν τους Ρωμαίους[3], ωστόσο ο Ιούλιος Καίσαρας συνέλαβε τον Βερκινγκετόριξ μετά τη μάχη της Αλεσίας, με την οποία και τερματίστηκε η γαλατική αντίσταση ενάντια στη Ρώμη[3].Ρωμαϊκοί χρόνοι
Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η Γαλατία ενσωματώθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως επαρχία, υιοθετήθηκε η λατινική γλώσσα στην περιοχή, άλλαξε ο τρόπος διοίκησης και οι Γαλάτες τελικά έγιναν Ρωμαίοι πολίτες.Από τον 3ο έως τον 5ο αιώνα, η Γαλατία δεχόταν επιδρομές από γερμανόφωνους λαούς όπως οι Φράγκοι και Αλαμανοί. Αποσπάστηκε από τη Ρώμη κατά τα έτη 260-273 και αποτέλεσε, μαζί με τη Βρεταννία και την Ιβηρική χερσόνησο, τη βραχύβια Γαλατική αυτοκρατορία. Μετά τη νίκη των Φράγκων στη μάχη του Σουασόν το 486, η Γαλατία βρέθηκε υπό την εξουσία της δυναστείας των Μεροβιγγείων.
Κοινωνική δομή των Γαλατών
Οι Γαλάτες ήταν φυλετική και γεωργική κοινωνία, αντίθετα από τους άλλους κελτικούς λαούς. Δεν είχαν μόνο οι Δρυΐδες πολιτική εξουσία στη Γαλατία, αντιθέτως το αρχικό πολιτικό σύστημα ήταν περίπλοκο και βάση του ήταν η φυλή, που αποτελούσε από μόνη της τη μικρότερη διοικητική, αλλά και στρατιωτική μονάδα μιας επαρχίας[4]. Κάθε φυλή είχε ένα συμβούλιο γηραιών και αρχικά έναν βασιλιά, ενώ αργότερα αντικαταστάθηκε από έναν αιρετό άρχοντα που εκλεγόταν κάθε χρόνο. Οι φυλετικές αυτές υποομάδες ενώνονταν σε ενιαίες ομάδες που ονομάζονταν civitates[5], οι οποίες θα αποτελούσαν αργότερα τη βάση για τη διαίρεση της Γαλλίας σε εκκλησιαστικά επισκοπάτα και αρχιεπισκοπές, κάτι που διατηρήθηκε με ελάχιστες αλλαγές μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση.Συνεπώς, ως επί το πλείστον, οι Γαλάτες είχαν την αίσθηση μιας τοπικής εθνικότητας και οι κλασικές πηγές πιστοποιούν ότι υπήρχαν δέκα έξι διακριτά τοπικά έθνη Γαλατών. Η Γαλατία ήταν πολιτικά διαιρεμένη και δεν υπήρχε ενότητα ανάμεσα στις διάφορες φυλές, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, όπως στη συμμαχία ενάντια στις δυνάμεις του Ιούλιου Καίσαρα υπό τον Βερκιγγετόριγα. Γενικά οι Γαλάτες σε όλη την Ευρώπη δεν είχαν διαμορφώσει ένα ενιαίο έθνος, παρά μονάχα θύλακες του συνεχούς δικού τους πολιτισμού.
Θρησκεία
Κυρίαρχες φυσιογνωμίες θεωρούνται οι Δρυΐδες, οι οποίοι είχαν εξέχουσα θέση σε κάθε φυλή: ήταν αρμόδιοι για την πολιτιστική και θρησκευτική γνώση, καθώς επίσης και για τις τελετουργικές ιεροπραξίες, αλλά και υπεύθυνοι για την εκπαίδευση των αριστοκρατών. Κατείχαν όχι μόνον θρησκευτική αλλά και κοινωνική δύναμη, που ενδεχομένως σε ύστερες φάσεις εξελίχθηκε σε πολιτική. Το ισχυρότερο εργαλείο που κατείχαν ήταν η δύναμη της αποκοπής: όταν ο δρυίδης απέκοπτε το μέλος κάποιας φυλής, εκείνο ήταν υποχρεωμένο να ξεκόψει από τις ρίζες του και να απομακρυνθεί από τη φυλή
- Η Γαλατία τής Μ.Ασίας
Τα εδάφη της επαρχίας διαιρούνταν ανάμεσα στις 3 φυλές των Γαλατών, καθεμία από τις οποίες είχε τον ηγέτη της. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει τις φυλές αυτές με τα λατινικά ονόματα Τεκτόσαγες, Τολιστοβόγιοι και Τρόκμοι [1].
Μετά το θάνατο του Αμύντα το 25 π.Χ., η ελληνιστική επαρχία της Γαλατίας ενσωματώνεται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον Οκταβιανό Αύγουστο.
Η Επιστολή προς Γαλάτες[2] του Αποστόλου Παύλου αναφέρεται σε αυτή την επαρχία και όχι στους κατοίκους της ομώνυμης περιοχής της Δυτικής Ευρώπης.Πηγή Βικιπαιδεια
Η Γαλατική εκστρατεία του 279 π.Χ.
τό αρθρο είναι του Κ.Δαβανέλου
Για την εκστρατεία των Γαλατών στην Ελλάδα έχω κάνει κάποια μνεία και στην περιγραφή του Αθηναϊκού Βουλευτηρίου. Θέλησα όμως να διασαφήσω περισσότερο τα σχετικά με αυτούς στην περιγραφή των Δελφών, διότι το μεγαλύτερο έργο για τους Έλληνες ενάντια στους βαρβάρους συνέβη εκεί. Οι Κέλτες έκαναν την πρώτη τους εκτός συνόρων εκστρατεία υπό την ηγεμονία του Καμβαύλη. Φτάνοντας μέχρι τη Θράκη, δεν τόλμησαν να συνεχίσουν την πορεία τους, αντιλαμβανόμενοι ότι ήταν πολύ λίγοι σε αριθμό ώστε να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες.
Όταν αποφάσισαν λοιπόν να εισβάλλουν σε ξένη περιοχή για δεύτερη φορά, - ήταν τόση η επιρροή των βετεράνων του Καμβαύλη, οι οποίοι είχαν ήδη γευτεί τις ληστείες και τις αρπαγές και ανέπτυξαν τόσο πάθος για τα κέρδη - μαζεύτηκε μια μεγάλη δύναμη πεζών και ένας όχι μικρός αριθμός ιππικού. Έτσι οι ηγηέτες μοίρασαν τον στρατό σε τρία τμήματα, σε καθένα από τα οποιά ανατέθηκε η εισβολή σε ξεχωριστή χώρα.
Ενάντια στους Θράκες και το έθνος των Τριβαλλών, επρόκειτο να ηγηθεί ο Κερέθριος. Στους εισβολείς της Παιονίας αρχηγοί ορίστηκαν ο Βρέννος και ο Ακιχώριος. Ο Βόλγιος επιτέθηκε στους Μεκεδόνες και τους Ιλλυριούς και ενεπλάκη σε μάχη με τον Πτολεμαίο, ο οποιός τότε ήταν βασιλιάς των Μακεδόνων. Αυτός λοιπόν ο Πτολεμαίος ήταν εκείνος που, αν και είχε βρει καταφύγιο ως ικέτης στον Σέλευκο του Αντιόχου, τον δολοφόνησε και πήρε το όνομα Κεραυνός διότι ήταν πάρα πολύ τολμηρός. Ο Πτολεμαίος ο ίδιος σκοτώθηκε στη μάχη και οι Μακεδονικές απώλειες ήταν βαριές. Αλλά ούτε και τότε τόλμησαν οι Κέλτες να συνεχίσουν την εισβολή στην Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό και η δεύτερη εκστρατία επέτστεψε στην πατρίδα.
Εκεί ακριβώς ο Βρέννος, τόσο σε δημόσιες συναντήσεις όσο και σε προσωπικές συζητήσεις με καθέναν από τους Γαλάτες αξιωματικούς, υποστήριζε ισχυρά μια εκστρατεία κατά των Ελλήνων, τονίζονταν την αδυναμία των Ελλήνων εκείνη την εποχή, τον πλούτο των ελληνικών πολιτειών και τον ακόμη μεγαλύτερο πλούτο των ιερών, στα οποία συμπεριλαμβανόταν διάφορα αναθήματα, καθώς ασήμι και χρυσάφι σε νομίσματα.. Έπεισε λοιπόν τους Γαλάτες να εκστρατεύσουν στην Ελλάδα, και ανάμεσα στους αξιωματικούς που επέλεξε ως συνάρχοντές του ήταν και ο Ακιχώριος.
Μαζεύτηκαν λοιπόν εκατόν πενήντα δύο χλιάδες (152.000) πεζοί με εικοσιδύο χιλιάδες τετρακόσιους (22.400) ιπείς. Αυτός ήταν ο αριθμός των ιππέων που ήταν ανά πάσα στιγμή ενεργοί, ενώ ο πραγματικός αριθμός τους ήταν εξήντα μία χιλιάδες διακόσιοι. (61.200). Κι αυτό γιατί σε κάθε αναβάτη αντιστοιχούσαν δύο υπηρέτες, οι οποίοι ήταν και αυτοί ικανοί ιππείς και όπως οι αφέντες τους είχαν άλογα.
Όταν οι Γαλάτες ιππείς εμπλέκονται στη μάχη, οι υπηρέτες παραμένουν πίσω από τις τάξεις και χρησιμεύουν ως ακολούθως: Αν ένας ιππέας ή το άλογό του πέσει, ο σκλάβος του φέρνει ένα άλογο για να ανεβεί· αν ο ιππέας σκοτωθεί, ο σκλάβος ανεβαίνει στο άλογο στη θέση του κυρίου του· αν σκοτωθούν και το άλογο και ο ιππέας, τότε υπάρχει ένας καβαλλάρης έτοιμος. Αν κάποιος τραυματιστεί, ένας σκλαβος φέρνει τον τραυματία στο στρατόπεδο, ενώ ο άλλος παίρνει τη θέση του στις τάξεις.
Πιστεύω ότι οι Γαλάτες υιοθέτησαν αυτές τις μεθόδους μιμούμενοι τους Πέρσες με το τάγμα των Δέκα Χιλιάδων, το οποίο αποκαλούνταν Αθάνατοι. Υπήρχε όμως και αυτή η διαφορά: Οι Πέρσες περίμεναν μέχρι να τελειώσει η μάχη πριν αντικαταστήσουν τις απώλειες, ενώ οι Γαλάτες συνεχώς επανενίσχυαν τους ιππείς στον πλήρη τους αριθμό κατά τη διάρκεια της ακμής της μάχης. Αυτή η διοργάνωση ονομαζόταν στη γλώσσα τους "τριμαρκισία", γιατί πρέπει να ξέρετε ότι το κελτικό όνομα του αλόγου είναι "μάρκα".
Αυτό ήταν το μέγεθος του στρατού και τέτοια ήταν η πρόθεση του Βρέννου όταν επιτέθηκε στην Ελλάδα. Το ηθικό των Ελλήνων ήταν εντελώς καταβεβλημένο, αλλά ο μεγάλος τους φόβος τους έκανε να υπερασπίσουν την Ελλάδα. Θεωρούσαν ότι αυτός ο πόλεμος δεν θα ήταν για την Ελευθερία, όπως όταν μάχονταν κάποτε εναντίον των Περσών ούτε και με το να δώσουν "γην και ύδωρ" θα τους έφερνε σωτηρία. Θυμούνταν ακόμη την μοίρα της Μακεδονίας της Θράκης και της Παιονίας κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εισβολής των Γαλατών, ενώ και οι αναφορές που ερχόνταν μιλούσαν για ακρότητες την ίδια ακριβώς στιγμή στους Θεσσαλλούς. Έτσι κάθε άνθρωπος όπως και κάθε πόλη είχαν πειστεί ότι έπρεπει είτε να νικήσουν είτε να χαθούν.
Μπορεί τώρα όποιος θέλει να συγκρίνει τους αριθμούς των συναθροισθέντων στις Θεμποπύλες για να αντιμετωπίσουν τον βασιλιά Ξέρξη με εκείνους που μαζεύτηκαν τώρα για αντιταχθούν στους Γαλάτες. Προς συνάντηση των Περσών είχαν έρθει από τους Έλληνες οι παρακάτω δυνάμεις: Λακεδαιμόνιοι με τον Λεωνίδα όχι περισσότεραι από τριακόσιοι· πεντακόσιοι Τεγεάτες και ίδιος αριθμός από την Μαντίνεια· από τον Ορχομενό της Αρκαδίας εκατόν είδιοσι, από άλλες πόλεις της Αρκαδίας χίλιοι, από τις Μυκήνες ογδόντα, από την Φλιούντα διακόσιοι, και από την Κόρινθο διπλάσιοι· επίσης ήταν εφτακόσιοι Βοιωτοί από τις Θεσπειές και τετρακόσιοι από τη Θήβα.. Χίλιοι Φωκιείς φύλαγαν το πέρασμα προς την Οίτη και ο αριθμός αυτός θα πρέπει να προστεθεί στο ελληνικό σύνολο.
Ο Ηρόδοτος δεν έδωσε τον αριθμό των Λοκρών που ζουν κάτω από το όρος Κνήμιδα, αλλά λέει ότι ήρθαν από κάθε πόλη τους. Είναι όμως δυνατόν να κάνουμε μια υπόθεση για τον αριθμό τους που θα πλησιάζει πολύ κοντά στην αλήθεια. Γιατί στον Μαραθώνα οι Αθηναίοι, ακόμα κι αν συμπεριλάβουμε τους ηλικιωμένους και τους δούλους, δεν ξεπερνούσαν τις εννιά χιλιάδες. Έτσι ο αριθμός των αξιόμαχων Λοκρών που ήλθαν στις Θερμοπύλες δεν θα ξεπερνούσε τις έξι χιλιάδες. Έτσι το σύνολο του στρατού θα έφτανε τους έντεκα χιλιάδες διακόσιους. Αλλά είναι πολύ γνωστό ότι ούτε αυτοί δεν έμεναν όλο το χρόνο να φυλάνε το πέρασμα. Εξαιρουμένων των Λακεδαιμονίων, των Θεσπιέων και των Μεσσηνίων, οι υπόλοιποι έφυγαν πριν το πέρας της μάχης.
Προς συνάντηση των βαρβάρων που έρχονταν από τον Ωκεανό, στις Θερμοπύλες μαζεύτηκαν οι παρακάτω Ελληνικές δυνάμεις: Δέκα χιλιάτες Βοιωτοί οπλίτες και πεντακόσιοι ιππείς. Την εποχή εκείνη αρχηγοί των Βοιωτών ήταν ο Κηφισόδοτος, ο Θεαρίδας, ο Διογένης και ο Λύσανδρος. Επίσης πεντακόσιοι Φωκιείς ιππείς και τρεις χιλιάδες πεζοί. Αρχηγοί των Φωκέων ήταν ο Κριτόβουλος και ο Αντίοχος.
Ο Μειδίας οδηγούσε τους Λοκρούς που τέθηκαν στη νήσο Αταλάντη και ο αριθμός τους ήταν επτακόσιοι ενώ δεν είχαν ιππικό. Από τους Μεγαρείς ήρθαν τετρακόσιοι οπλίτες διοικούμενοι από τον Ιππόνικο τον Μεγαρέα. Οι Αιτωλοί έστειλαν ένα μεγάλο στράτευμα με κάθε είδους πολεμιστές. Ο αριθμός του ιππικού τους δεν αναφέρεται ενώ υπήρχαν επτακόσιοι ενενήντα ελαφρά οπλισμένοι ενώ πάνω από εφτά χιλιάδες ήταν οι οπλίτες. Τους Αιτωλούς οδηγούσαν ο Πολύαρχος, ο Πολύφρων και ο Λακράτης.
Ο Αθηναίος Στρατηγός ήταν ο Κάλλιπος του Μοιροκλέους, όπως είπα και προηγουμένως, ενώ η δύναμή τους αποτελούνταν από όλες τις πλώιμες τριήρεις τους, πεντακόσια άλογα και χίλιους πεζούς. Εξαιτίας της αρχαίας τους φήμης ήχαν και την επιτελική διοίκηση. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας έστειλε πεντακόσιους μισθοφόρους και ο βασιλιάς της Ασίας έναν παρόμοιο αριθμό. Αργηχός αυτών που έστειλε ο Αντίγονος ήταν ο Αριστόδημος ο Μεκεδόνας, ενώ αυτών που έστειλε ο Αντίοχος αρχηγός ήταν ο Τελέσαρχος από τους Σύριους της Ορόντης.
Μόλις οι Έλληνες μαζεύτηκαν στις Θερμοπύλες και έμαθαν ότι ο στρατός των Γαλατών ήταν ήδη στην περιοχή της Φθιώτιδας και της Μαγνησίας, θεώρησαν καλό να ξεχωρίσουν το ιππικό καθώς και χιλίους ελαφρά οπλισμένους και να τους στείλουν στον Σπερχειό, έτσι ώστε ακόμη και η διάβαση του ποταμού να μην είναι εφικτή για τους βαρβάρους χωρίς μάχη και κίνδυνο. Μόλις αυτοί έφτασαν κατέστρεψαν τις γέφυρες και στρατοπέδευσαν δίπλα στην όχθη. Αλλά ο Βρέννος δεν ήταν εντελώς χαζός, ούτε άπειρος - για βάρβαρος - στο να εξευρίσκει σοφίσματα στρατηγικής.
Έτσι, αμέσως την επόμενη νύκτα, κι όχι στη μεριά που ήταν οι παλιές γέφυρες του ποταμού, αλλά χαμηλότερα, για να μην τους καταλάβουν οι Έλληνες την ώρα που θα περνούσαν, και μάλιστα σε σημείο όπου ο Σπερχειός απλωνόταν στην πεδιάδα κι σχημάτιζε έλος και λίμνη αντί βίαιου και στενού ρεύματος, εκεί λοιπόν ακριβώς ο Βρέννος έστειλε σχεδόν δέκα χιλιάδες Γαλάτες, διαλέγοντας όσους ήξεραν να κολυμπούν και τους ψηλότερους. Έτσι κι αλλιώς οι Κέλτες είναι πολύ ψηλότεροι από τους άλλους ανθρώπους.
Αυτοί λοιπόν, κολυμπώντας, περνάνε τη νύχτα στο σημείο που το ποτάμι γίνεται λίμνη με αυτόν τον τρόπο. Τις εθνικές τους ασπίδες έκανε ο καθένας τους σχεδία, ενώ οι ψηλότεροι από αυτούς μπόρεσαν και πέρασαν το ποτάμι βαδίζοντας. Οι έλληνες στο Σπερχειό - αφού έμαθε ότι πέρασε το έλος ένα τμήμα των βαρβάρων - αμέσως αναχώρησαν να ενωθούν με το κυρίως στράτευμα. Ο Βρέννος διέταξε τους κατοίκους γύρω από τον Μαλιακό Κόλπο να φτιάξουν τις γέφυρες κι αυτοί δούλευαν με μεγάλη σπουδή, τόσο γιατί τον φοβόντουσαν όσο και γιατί ήθελαν να φύγουν από τη χώρα τους οι βάρβαροι αντί να μένουν και να τους βασανίζουν περισσότερο.
Ο Βρέννος πέρασε τη στρατιά του από τις γέφυρες και προχώρησε προς την Ηράκλεια. Εκεί λεηλάτησαν τα περίχωρα και σκότωσαν όσους έπιασαν στα χωράφια, όμως δεν κατέλαβαν την πόλη. Κι αυτό γιατί ένα χρόνο πριν, οι Αιτωλοί ανάγκασαν τους Ηρακλειώτες να ενωθούν με την Αιτωλική Συμπολιτεία. Έτσι τώρα υπεράσπιζαν μια πόλη την οποιαία θεωρούσαν ότι τους ανήκει το ίδιο με τους Ηρακλειώτες. Ο Βρέννος είχε μικρή φροντίδα για τους Ηρακλειώτες, διότι αγνωνίζονταν να διώξει από τα στενά τους εχθρούς τους και περάσει στην νοτίως των Θερμοπυλών Ελλάδα.
Φεύγοντας από την Ηράκλεια, έμαθε από κάποιους αυτομόλους τον αριθμό των μαζεμένων στις Θερμοπύλες από κάθε πόλη. Υποεκτίμησε τη δύναμη του Ελληνικού στρατού και άρχισε τη μάχη την επομένη μέρα, μόλις ανέτειλε ο ήλιος, χωρίς να έχει Έλληνα μάντη, ούτε να χρησιμοποιήσει τις δικές του θυσίες, αν βέβαια υπάρχει Κελτική μαντεία. Εδώ οι έλληνες επετέθηκαν με σιγή και τάξη. Μόλις έφτασαν σε κλειστή μάχη, το πεζικό δεν έτρεξε εκτός των γραμμών ώστε να διαταραχτεί η φάλλαγα και οι ελαφρά οπλισμένοι, κρατώντας τη θέση τους, έριχναν τα ακόντια και τα βλήματα των τόξων και των σφεντόνων.
Το ιππικό και των δύο πλευρών αποδείχθηκε άχρηστο καθώς το έδαφος στις Θερμοπύλες δεν είναι μόνο στενό αλλά και λείο από τον φυσικό βράχο, ενώ το περισσότερο είναι και ολισθηρό εξ αιτίας των συνεχών ρυακιών. Οι Γαλάτες ήταν χειρότερα οπλισμένοι, αφού δεν είχαν τίποτα άλλο για να σκεπάσουν το σώμα τους από τις εθνικές τους ασπίδες, ενώ ακόμη ήταν υποδεέστεροι σε πολεμική εμπειρία.
Προχωρούσαν με οργή εναντίον των εχθρών τους, και με παράλογο θυμό, όπως ακριβώς τα θηρία. Ακόμα κι όταν τους χτυπούσαν με πελέκεις ή μαχαίρια, η μανία δεν τους άφηνε όσο ανέπνεαν ακόμα, ούτε κι όσοι τρυπιόνταν από βέλη η ακόντια άφηναν το πάθος τους, μέχρι να τους βγει η ψυχή. Μερικοί βγάζοντας από τις πληγές τους τα δόρατα με τα οποία είχαν βληθεί, τα χρησιμοποιούσαν εναντίον των Ελλήνων στις μάχες σώμα με σώμα.
Εν τω μεταξύ, οι Αθηναίοι στις τριήρεις, με δυσκολία και με δκίνδυνο, παρ' όλα αυτά παραπλέοντας τη λάσπη που βγαίνει αρκετά μακριά στη θάλασσα, και φέρνοντας τα καράβια όσο το δυνατόν πλησιέστερα στους βαρβάρους, τους χτυπούσαν με κάθε είδους βέλος και τόξευμα από τα πλάγια. Οι Κέλτες ήταν σε ανομολόγητη δυσκολία και καθώς βρισκόταν σε στενό χώρο προξενούσαν μικρές απώλειες, ενώ πάθαιναν διπλάσιες και τετραπλάσιες. Για το λόγο αυτό οι αρχηγοί τους έδωσαν το σήμα για απόσυρση στο στρατόπεδό τους. Αποσυρόμενοι σε σύγχιση και χωρίς καμία τάξη πολλοί καταπατήθηκαν από τους άλλους, ενώ πολλοί άλλοι πέφτοντας στο τέλμα, αφανίστηκαν από τη λάσπη. Η απώλειά τους κατά την αναχώριση δεν ήταν καθόλου μικρότερη από αυτή που συνέβη στην αποκορύφωση της μάχης.
Τους Έλληνες ξεπέρασε σε αρετή εκείνη την ημέρα το Αττικό σύνταγμα. Κι από τους Αθηναίους τους ίδιους, γενναιότερος αποδείχτηκε ο Κυδίας, που ήταν ένας νεαρός που για πρώτη φορά μετείχε σε μάχη. Μετά το σκοτωμό του από τους Γαλάτες, οι συγγενείς του ανέθεσαν την ασπίδα του στον Ελευθέριο Δία, με το παρακάτω επίγραμμα:"Κρέμομαι εδώ, ποθώντας του Κυδία τη νιότηη ασπίδα ένδοξου ανδρός, στο Δία προσφερμένηΣε μένα πρώτα έτεινε τ' αριστερό του χέριμε τους Γαλάτες άγριος σαν άστραψε ο Άρης"
Αυτό το επίγραμμα παρέμεινε μέχρι που ο Σύλλας και ο στρατός του πήραν, μαζί με άλλους Αθηναϊκούς θησαυρούς και τις ασπίδες από τη στοά του Ελευθερίου Διός. Μετά τη μάχη στις Θερμοπύλες, οι Έλληνες έθαψαν τους νεκρούς τους και λαφυραγώγησαν τους βαρβάρους, ενώ οι Γαλάτες δεν έστειλαν κήρηκες για να ζητήσουν την ανακομιδή των νεκρών. Ήταν αδιάφοροι αν θα τους δεχόταν η γη ή αν θα τους έτρωγαν τα θηρία ή τα όρνια.
Το ότι δεν έδωσαν προσοχή στην ταφή των νεκρών, νομίζω ότι οφείλεται σε δύο λόγους: Και ήθελαν να σπείρουν τρόμο στους εχθρούς από τη μιά, ενώ από την άλλη δεν υπάρχη σ' αυτούς εθμικός οίκτος για τους νεκρούς. Στην μάχη πέθαναν σαράντα Έλληνες, ενώ από τους βαρβάρους δεν ήταν δυνατό να εξευρθεί ο αριθμός, διότι αφανίστηκαν και πολλοί από αυτούς κάτω από τη λάσπη.
Την έβδομη μέρα μετά τη μάχη, ένας λόχος Γαλατών, προσπάθησε να ανεβεί στην Οίτη μέσω της Ηράκλειας. Κι εδώ επίσης ένα στενό μονοπάτι οδηγεί, ακριβώς δίπλα από τα ερείπια της Τραχίνας. Υπήρχε τότε και ένα ιερό της Αθηνάς, πάνω από την Τραχίνα και μέσα σ' αυτό κάποια αναθήματα. Έτσι έλπισαν να ανβούν στην Οίτη από αυτό το μονοπάτικαι ταυτόχρονα να ιδιοποιηθούν -ως πάρεργο- τα αναθήματα του ιερού.Νίκησαν τους βαρβάρους κατά τη μάχη αλλά ο Τηλέσαρχος ο ίδιος έπεσε, άντρας περισσότερο από κάθε άλλον αφοσιωμένος στον Ελληνική ιδέα.
Όλοι οι άλλοι ηγέτες των βαρβάρων τρομοκρατήθηκαν από τους Έλληνες, και αγωνιούσαν για το μέλλον, βλέποντας ότι η παρούσα κατάσταση δν έδειχνε σημάδια βελτίωσης. Ο Βρέννος όμωος σκέφτηκε ότι αν μπορούσε να οδηγήσει τους Αιτωλούς να επιστρέψουν σπίτι προς την Αιτωλία, θα διεξήγαγε τον πόλεμο ενάντια στην ελάδα ευκολότερα. Έτσι απέσπασε από το στράτευμά του σαράντα χιλιάδες πεζούς και γύρω στους οκτακόσιους ιππείς. Σ' αυτούς έβαλε αρχηγούς τον Ορεστόριο και τον Κόμβουτη οι οποίοι γυρνώντας πίσω από τις γέφυρες του Σπερχειού και προχωρώντας πάλι προς Θεσσαλία, εισέβαλαν στην Αιτωλία.
Αυτά που έκαναν στους Καλλιείς ο Κόμβουτις και ο Ορεστόριος ήταν τα χειρότερα απ' όσα έχουμε ακούσει και δεν έχουν ομοιότητα με άλλα ανθρώπινα εγκλήματα. Έσφαξαν κάθε αρσενικό και σκότωναν το ίδιο τους γέροντες και τα νήπια που ήταν στα στήθη των μητέρων τους. Από αυτά τα μωρά, όσα ήταν πιο τρυφερά, οι Γαλάτες αφού τα σκότωναν τους έπιναν το αίμα και έτρωγαν τις σάρκες τους.
Οι γυναίκες και οι ενήλικες παρθένες, αν είχαν καθόλου γνώση, σκοτώθηκαν μόλις καταλήφθηκε η πόλη. Αυτές που επέζησαν υπέφεραν ανομολόγητης βίας κάθε είδους εξευτελισμό στα χέρια ανθρώπων που είχαν εξίσου αποκλεισμένο και το έλεος και τον έρωτα. Κάθε γυναίκα που τύχαινε να βρει ένα Γαλατικό μαχαίρι αυτοκτονούσε. Για τις άλλες προορίζονταν το αναπόφευτκο από πείνα και αϋπνία, μιας και οι άστεγοι βάρβαροι τις κακοποιούσαν με τη σειρά, ικανοποιώντας τα πάθη τους πότε σε ψυχομαχούσες γυναίκες αλλά και όταν ήταν ήδη νεκρές.
Οι Αιτωλοί μαθαίνοντας από αγγελιοφόρους ποιες συμφορές τους βρήκαν, αμέσως και με όλη την ταχύτητα πήραν επειγόντως τη δύναμή τους από τις Θερμοπύλες και κατευθύνθηκαν προς την Αιτωλία, ευρισκόμενοι σε μεγάλη οργή με τα παθήματα των Καλλιέων και ακόμη περισσότερο φλεγόμενοι από επιθυμία να διασώσουν τις πόλεις που δεν είχαν αλωθεί ακόμη. Απ' όλες τις πόλεις στην πατρίδα κινητοποιήθηκαν όλοι οι ενήλικες άντρες ακόμα και αυτοί που ήταν ηλικιωμένοι σπρωγμένοι από την ανάγκη και το φρόνημα. Μαζί μ' αυτούς συστρατεύονταν εθελοντικά και οι γυναίκες οι οποίες ήταν ακόμη περισσότερο εξαγριωμένες με τους Γαλάτες, απ' ότι οι άνδρες.
Όταν οι βάρβαροι σύλησαν τα σπίτια και τα ιερά και έβαλαν φωτιά στο Κάλλιο, πήραν τον ίδιο δρόμο της επιστροφής όπου και συνάντησαν τους κατοίκους της Πάτρας οι οποίοι μόνοι από τους Αχαιούς βοηθούσαν τους Αιτωλούς. Έχοντας εκπαιδευτεί όμως ως οπλίτες έκαναν κατά μέτωπον επίθεση στους βαρβάρους αλλά έπαθαν μεγάλη ζημιά εξαιτίας του μεγάλου αριθμού και της απόγνωσης των Γαλατών. Αλλά οι Αιτωλοί, άνδρες και γυναίκες παρατεταγμένοι καθ' όλο το μήκος της διαδρομής έριχνα συνέχεια βέλη στους βαρβάρους και λίγες βολές απέτυχαν να βρουν στόχο ανάμεσα στους εχθρούς οι οποίοι δεν είχαν τίπτα άλλο από τις εθνικές τους ασπίδες. Διωκόμενοι από τους Γαλάτες, ξέφευγαν εύκολα, ανανεώνοντας τις επιθέσεις τους με ορμή όταν οι εχθροί επέστρεφαν από την καταδίωξη.
Αν και οι Καλλιείς υπέφεραν τόσο τρομερά που ακόμα και η περιγραφή του Ομήρου για τους Λαιστρυγόνες και τον Κύκλωμα να μη φαίνεται αναληθείς, εν τούτοις τους αποδόθηκε δίκαια και ολοκληρωμένη δίκη. Διότι από τους σαράντα χιλιάδες οχτακόσιους βαρβάρους, ξέφυγαν στο στρατόπεδο των Θερμοπυλών λιγότεροι από τους μισού.
Εν τω μεταξύ στις Θερμοπύλες οι Έλληνες έκαναν τα εξής: Υπάρχουν δύο μονοπάτια κατά μήκους του όρους Οίτη: το ένα πάνω από την Τραχίνα, είναι πολύ απότομο και για το μεγαλύτερο μέρος του εντελώς κάθετο. Το άλλο μέσα από την από την περιοχή των Αινιάνων είναι ευκολότερο να διασχισθεί από στρατό. Αυτό ήταν που παλιότερα ο Πέρσης Υδάρνης ακολούθησε για να επιτεθεί από πίσω στους Έλληνες του Λεωνίδα.
Από αυτό το μονοπάτι υποσχέθηκαν οι Αινιάνες και οι Ηρακλειώτες να οδηγήσουν τον Βρένο, όχι διότι αντιτίθονταν στην Ελληνική Ιδέα, αλλά διότι έδιναν μεγάλη σημασία στο να φύγουν οι Κέλτες από τη χώρα τους και να μην εγκατασταθούν εκεί εξολοθρέυοντάς τους. Νομίζω ότι ο Πίνδαρος είπε και πάλι την αλήθεια όταν έλεγε ότι ο καθένας συνθλίβεται από τις δικές του συμφορές, αλλά για τα ξένα παθήματα νομίζει ότι είναι ασήμαντα.
Τότε η υπόσχεση των Αινιάνων και των Ηρακλειωτών ενθάρυνε τον Βρέννο. Αφήνοντας τον Ακιχώριο πίσω υπεύθυνο του κυρίως σώματος, με οδηγίες να επιτεθεί μόνο όταν η κυκλωτική κίνηση θα ολοκληρωνόταν. Ο Βρέννος ο ίδιος με ένα απόσπασμα σαράντα χιλιάδων, άρχισε την πορεία του κατά μήκος του περάσματος.
Και συνέβη κάπως εκείνη τη μέρα να έχει σκορπιστεί πολλή ομίχλη στο βουνό σκοτεινιάζοντας τον ήλιο, έτσι ώστε οι Φωκείς οι οποίοι φρουρούσαν το πέρασμα βρήκαν τους βαρβάρους επιτιθέμενος πριν συνειδητοποιήσουν την προσέγγισή τους. Ακριβώς τότε οι Γαλάτες επιτέθηκαν. Οι Φωκείς αντιστάθηκαν γενναία αλλά στο τέλος πιέστηκαν να υποχωρήσουν από το μονοπάτι. Όμως, κατάφεραν τρέχοντας προς τους συμμάχους να αναφέρουν τί συνέβη πριν ολοκληρωθεί η πλήρης και ολόπλευρη κύκλωση του Ελληνικού στρατού.
Στο σημείο αυτό, οι Αθηναίοι με τις τριήρεις τους έφθασαν και πήραν το Ελληνικό στράτευμα από τις Θερμοπύλες, το οποίο διασκορπίστηκε και επέστρεψε στα σπίτια του ο καθένας. Ο Βρέννος χωρίς να καθυστερήσει καθόλου, άρχισε την πορεία του ενάντια στους Δελφούς χωρίς να περιμένει τον στρατό του Ακιχώριου να συνενωθεί. Έντρομοι οι κάτοικοι των Δελφών ζήτησαν καταφύγιο στο μαντείο. Ο θεός τους ανήγγειλε ότι δεν πρέπει να φοβούνται και υποσχέθηκε ότι θα φυλάξει αυτός ο ίδιος την ιδιοκτησία του.
Αυτοί που ήρθαν για να βοηθήσουν το θεό, από τους Έλληνες ήταν οι εξής: Οι Φωκιείς από όλες τις πόλεις, από την ʼμφισσα τετρακόσιοι οπλίτες, από τους Αιτωλούς ήθραν λίγοι αμέσως μόλις άκουσαν την προώθηση των βαρβάρων και αργότερα ο Φιλόμηλος έφερε χίλιους διακόσιους. Το άνθος των Αιτωλών στράφηκε ενάντια στη στρατιά του Ακιχώριου και χωρίς να συνάψουν μάχη επιτίθονταν συνεχώς στα μετώπισθεν της γραμμής προείας, αρπάζοντας τα εφόδια και σκοτώνοντας τους μεταφορείς. Αυτός κυρίως ήταν ο λόγος που η πορεία τους γίνονταν αργά. Ακόμη περισσότερο, στην Ηράκλεια, ο Ακιχώριος άφησε ένα τμήμα του στρατού του οι οποίοι επρόκειτο να φυλάξουν τα εφόδια του στρατοπέδου.
Ο Βρέννος και ο στρατός του αντιμετώπιζαν τώρα τους Έλληνες που μαζεύτηκαν στους Δελφούς και σύντομα κακοσημαδιές στάλθηκαν από το θεό, οι πιο φανερές απ' όσες έχουν καταγραφεί. Ολόκληρο το έδαφος δηλαδή, όσο κατείχε το Γαλατικό στράτευμα, σείονταν βίαια την περισσότερη μέρα, ενώ ακούγονταν συνεχώς βροντές και κεραυνοί.
Οι βροντές τρομοκρατούσαν τους Κέλτες και εμπόδιζαν να φτάσουν στ' αυτιά τους οι διαταγές, ενώ οι κεραυνοί από τον ουρανό έβαζαν φωτιά όχι μόνο σε εκείνους τους οποίους χτυπούσαν αλλά και στους διπλανούς τους, καίγοντας τόσο τους ίδιους όσο και τις πανοπλίες τους. Έπειτα τους εμφανίστηκαν φαντάσματα ηρώων όπως ο Υπέροχος, ο Λαόδοκος και ο Πύρρος. σύμφωνα με κάπους άλλος εμφανίστηκε και ένας τέταρτος ο Φύλακος, ένας τοπικός ήρωας των Δελφών.
Ανάμεσα στους πολλούς Φωκιείς που σκοτώθηκαν στη δράση ήταν και ο Αλεξίμαχος, ο οποίος σε αυτή τη μάχη ξεπενρούσε όλους τους άλλους Έλληνες, σε νεανική αφοσίωση, σε φυσική δύναμη και πάθος καρδιάς για την εξολόθρευση των βαρβάρων. Οι Φωκιείς έκαναν ένα άγαλμα του Αλεξίμαχου και το έστειλαν στους Δελφούς ως προσφορά στον Απόλλωνα.
Όλη τη μέρα οι βάρβαροι βασανίζονταν με παρόμοιες καταστροφές και τρόμους. Αλλά η νύχτα επρόκειτο να τους φέρει εμπειρίες που θα πονούσαν πολύ περισσότερο. Γιατί έπεσε πολύ δυνατό ψύχος και χιόνι μαζί, ενώ μεγάλοι βράχοι γλιστρούσαν από τον Παρνασσό και άνοιγαν μεγάλα χαντάκια που στόχευαν τους βαρβάρους. Αυτά τα χαντάκια έφερναν την καταστροφή όχι σε έναν ή δύο κάθε φορά αλλά σε τριάντα και περισσότερους, ακθώς τύχαιναν να είναι μαζεμένοι σε ομάδες, φρουρώντας ή αναπαυόμενοι.
Με το ξημέρωμα οι Έλληνες βγήκαν από τους Δελφούς κάνοντας μετωπική επίθεση εκτός από τους Φωκιείς οι οποίοι έχοντας μεγαλύτερη εμπειρία της περιοχής, κατέβηκαν μέσα στο χιόνι τις απότομες πλαγιές του Παρνασού και εξέπληξαν τους Κέλτες από πίσω, ρίχνοντάς τους βέλη και ακόντια χωρίς κανένα φόβο από τους βαρβάρους.
Στην αρχή της μάχης, οι Γαλάτες προέβαλλαν ισχυρή αντίσταση, ιδιαίτερα η ομάδα που ήταν γύρω από τον Βρέννο, η οποία αποτελούνταν από τους ψηλότερους και γενναιότερους Γαλάτες, παρ' όλο που εβάλλοντο απ' όλες τις πλευρές και υπέφεραν από το κρύο, ιδιαίτερα οι πληγωμένοι Αλλά όταν πληγώθηκε ο ίδιος ο Βρέννος και μεταφέρθηκε λιπόθυμος εκτός μάχης, οι βάρβαροι προσβαλλόμενοι απ' όλες τις πλευρές από τους Έλληνες, άρχισαν να υποχωρούν απρόθυμα σκοτώνοντας όσους δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν λόγω τραυμάτων ή αδυναμίας.
Στρατοπέδευσαν εκεί που τους βρήκε η νύχτα φεύγοντας. Κατά τη διάρκεια της νύχτας ενέσκυψε σ' αυτούς Πανικός φόβος. Από τον θεό αυτόν (τον Πάνα) λένε ότι προέρχεται ο αναίτιος φόβος. Ήταν αργά το απόγευμα όταν έπεσε η ταραχή και στην αρχή ήταν λίγοι αυτοί που τους σάλευαν τα λογικά. Αυτοί φαντάζονταν ότι άκουγαν καλπασμό επελαύνοντος ιππικού και έφοδο των εχθρών. Αλλά μετά από λίγη ώρα, η ψευδαίσθηση επεκτάθηκε σε όλους.
Τρέχοντας λοιπόν στα όπλα, χωρίστηκαν στα δύο και σκότωνε ο ένας τον άλλο, χωρίς να καταλαβαίνουν τη μητρική τους γλώσσα, ούτε να γνωρίζουν ο ένας τη μορφή του άλλου ή το σχήμα των ασπίδων. Και τα δύο μέρη υπό το την παρούσα ψευδαίσθηση νόμιζαν ότι οι αντίπαλοί τους είναι Έλληνες, άνδρες και όπλα μαζί, και ότι η γλώσσα που μιλούσαν ήταν Ελληνικά, έτσι ώστε η μανία που έστειλε ο θεός προξένησε ανάμεσα στους Γαλάτες μεγάλη καταστροφή.
Από δε τους Φωκιείς όσοι είχαν μείνει πίσω στα χωράφια να φυλάνε τα κοπάδια, ήταν οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν και ανέφεραν στους Έλληνες αυτό που έπιασε τη νύχτα τους βαρβάρους. Αναθαρρώντας οι Φωκιείς, σκότωναν τους Κέλτες ακόμα πιο πρόθυμα, φυλάγοντας καλύτερα τις εγκαταστάσεις τους και μην αφήνοντάς τους να παίρνουν από την εξοχή τα απαραίτητα για τη ζωή, χωρίς μάχη, έτσι ώστε ολόκληρος ο Γαλατικός στρατός υπέφερε με μιας από έντονη έλλειψη δημητριακών και άλλων τροφίμων.
Η απώλειές τους στη Φωκίδα ήταν αυτές: Στις μάχες σκοτώθηκαν κοντά στους έξι χιλιάδες. Αυτοί που χάθηκαν στη χειμωνιάτικη κατιγίδα τη νύχτα και κατόπιν στον Πανικό φόβο συναθροίζονται σε πάνω από δέκα χιλιάδες, καθώς επίσης άλλοι τόσοι από την πείνα.
Μερικοί Αθηναίοι στρατιώτες ήλθαν στους Δελφούς για να συγκεντρώσουν πληροφορίες, και κατόπιν επέστρεψαν και ανέφεραν τι είχε συμβεί στους βαρβάρους και όλα όσα ο θεός είχε επιρρίψει πάνω τους. Τότε και οι Αθηναίοι εκστράτευσαν και καθώς προχωρούσαν μέσω της Βοιωτίας συνενώθηκαν με τους Βοιωτούς. Έτσι οι συνενωμένοι στρατοί ακολούθησαν τους βαρβάρους κρατώντας στάση αναμονής και σκοτώνοντας συνεχώς αυτούς που έμεναν τελευταίοι.
Αυτοί που είχαν φύγει μαζί με τον Βρέννο ενώθηκαν με τον στρατό του Ακιχώριου μόνο την προηγούμενη νύχτα. Κι αυτό γιατί οι Αιτωλοί καθυστερούσαν την πορεία τους, εξακοντίζοντας εναντίον τους μια ανηλεή βροχή από ακόντια και οτιδήποτε άλλο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, έτσι ώστε μόνο ένα μικρό τμήμα τους διέφυγε προς το στρατόπεδο της Ηράκλειας. Υπήργχε ακόμη ελπίδα να σωθεί η ζωή του Βρέννου σε ότι αφορά τα τραύματά του. Όπως όμως λένε φοβούμενος τους συμπατριώτες του και ακόμη περισσότερο από τη ντροπή του για τις καταστροφές που έφερε στην Ελλάδα, άφησε μοναχός του την ψυχή, πίνοντας σκέτο κρασί.
Μετά από αυτά οι βάρβαροι προχώρησαν με δυσκολία μέχρι τον Σπερχειό, πιεζόμενοι σκληρά από τους Αιτωλούς. Μόλις όμως έφτασαν στον Σπερχειό, οι Θεσσαλοί και οι Μαλιείς που τους περίμεναν κρυφά εκεί, του επιτέθηκαν κατά τέτοιο τρόπο που κανείς δεν σώθηκε για να γυρίσει σπίτι.
Η εκστρατεία των Κελτών ενάντια στην Ελλάδα και η καταστροφή τους, έγινε όταν ήταν άρχοντας στην Αθήνα ο Αναξικράτης, τον δεύτερο χρόνο της εκατοστής εικοστής πέμπτης Ολυμπιάδας, όταν ο Λαδάς από το Αίγιο νίκησε στο στάδιο.(279 π.Χ.) Το επόμενο έτος, όταν άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Δημοκλής, οι Κέλτες πέρασαν πάλι στην Ασία.
Για την εκστρατεία των Γαλατών στην Ελλάδα έχω κάνει κάποια μνεία και στην περιγραφή του Αθηναϊκού Βουλευτηρίου. Θέλησα όμως να διασαφήσω περισσότερο τα σχετικά με αυτούς στην περιγραφή των Δελφών, διότι το μεγαλύτερο έργο για τους Έλληνες ενάντια στους βαρβάρους συνέβη εκεί. Οι Κέλτες έκαναν την πρώτη τους εκτός συνόρων εκστρατεία υπό την ηγεμονία του Καμβαύλη. Φτάνοντας μέχρι τη Θράκη, δεν τόλμησαν να συνεχίσουν την πορεία τους, αντιλαμβανόμενοι ότι ήταν πολύ λίγοι σε αριθμό ώστε να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες.
Όταν αποφάσισαν λοιπόν να εισβάλλουν σε ξένη περιοχή για δεύτερη φορά, - ήταν τόση η επιρροή των βετεράνων του Καμβαύλη, οι οποίοι είχαν ήδη γευτεί τις ληστείες και τις αρπαγές και ανέπτυξαν τόσο πάθος για τα κέρδη - μαζεύτηκε μια μεγάλη δύναμη πεζών και ένας όχι μικρός αριθμός ιππικού. Έτσι οι ηγηέτες μοίρασαν τον στρατό σε τρία τμήματα, σε καθένα από τα οποιά ανατέθηκε η εισβολή σε ξεχωριστή χώρα.
Ενάντια στους Θράκες και το έθνος των Τριβαλλών, επρόκειτο να ηγηθεί ο Κερέθριος. Στους εισβολείς της Παιονίας αρχηγοί ορίστηκαν ο Βρέννος και ο Ακιχώριος. Ο Βόλγιος επιτέθηκε στους Μεκεδόνες και τους Ιλλυριούς και ενεπλάκη σε μάχη με τον Πτολεμαίο, ο οποιός τότε ήταν βασιλιάς των Μακεδόνων. Αυτός λοιπόν ο Πτολεμαίος ήταν εκείνος που, αν και είχε βρει καταφύγιο ως ικέτης στον Σέλευκο του Αντιόχου, τον δολοφόνησε και πήρε το όνομα Κεραυνός διότι ήταν πάρα πολύ τολμηρός. Ο Πτολεμαίος ο ίδιος σκοτώθηκε στη μάχη και οι Μακεδονικές απώλειες ήταν βαριές. Αλλά ούτε και τότε τόλμησαν οι Κέλτες να συνεχίσουν την εισβολή στην Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό και η δεύτερη εκστρατία επέτστεψε στην πατρίδα.
Εκεί ακριβώς ο Βρέννος, τόσο σε δημόσιες συναντήσεις όσο και σε προσωπικές συζητήσεις με καθέναν από τους Γαλάτες αξιωματικούς, υποστήριζε ισχυρά μια εκστρατεία κατά των Ελλήνων, τονίζονταν την αδυναμία των Ελλήνων εκείνη την εποχή, τον πλούτο των ελληνικών πολιτειών και τον ακόμη μεγαλύτερο πλούτο των ιερών, στα οποία συμπεριλαμβανόταν διάφορα αναθήματα, καθώς ασήμι και χρυσάφι σε νομίσματα.. Έπεισε λοιπόν τους Γαλάτες να εκστρατεύσουν στην Ελλάδα, και ανάμεσα στους αξιωματικούς που επέλεξε ως συνάρχοντές του ήταν και ο Ακιχώριος.
Μαζεύτηκαν λοιπόν εκατόν πενήντα δύο χλιάδες (152.000) πεζοί με εικοσιδύο χιλιάδες τετρακόσιους (22.400) ιπείς. Αυτός ήταν ο αριθμός των ιππέων που ήταν ανά πάσα στιγμή ενεργοί, ενώ ο πραγματικός αριθμός τους ήταν εξήντα μία χιλιάδες διακόσιοι. (61.200). Κι αυτό γιατί σε κάθε αναβάτη αντιστοιχούσαν δύο υπηρέτες, οι οποίοι ήταν και αυτοί ικανοί ιππείς και όπως οι αφέντες τους είχαν άλογα.
Όταν οι Γαλάτες ιππείς εμπλέκονται στη μάχη, οι υπηρέτες παραμένουν πίσω από τις τάξεις και χρησιμεύουν ως ακολούθως: Αν ένας ιππέας ή το άλογό του πέσει, ο σκλάβος του φέρνει ένα άλογο για να ανεβεί· αν ο ιππέας σκοτωθεί, ο σκλάβος ανεβαίνει στο άλογο στη θέση του κυρίου του· αν σκοτωθούν και το άλογο και ο ιππέας, τότε υπάρχει ένας καβαλλάρης έτοιμος. Αν κάποιος τραυματιστεί, ένας σκλαβος φέρνει τον τραυματία στο στρατόπεδο, ενώ ο άλλος παίρνει τη θέση του στις τάξεις.
Πιστεύω ότι οι Γαλάτες υιοθέτησαν αυτές τις μεθόδους μιμούμενοι τους Πέρσες με το τάγμα των Δέκα Χιλιάδων, το οποίο αποκαλούνταν Αθάνατοι. Υπήρχε όμως και αυτή η διαφορά: Οι Πέρσες περίμεναν μέχρι να τελειώσει η μάχη πριν αντικαταστήσουν τις απώλειες, ενώ οι Γαλάτες συνεχώς επανενίσχυαν τους ιππείς στον πλήρη τους αριθμό κατά τη διάρκεια της ακμής της μάχης. Αυτή η διοργάνωση ονομαζόταν στη γλώσσα τους "τριμαρκισία", γιατί πρέπει να ξέρετε ότι το κελτικό όνομα του αλόγου είναι "μάρκα".
Αυτό ήταν το μέγεθος του στρατού και τέτοια ήταν η πρόθεση του Βρέννου όταν επιτέθηκε στην Ελλάδα. Το ηθικό των Ελλήνων ήταν εντελώς καταβεβλημένο, αλλά ο μεγάλος τους φόβος τους έκανε να υπερασπίσουν την Ελλάδα. Θεωρούσαν ότι αυτός ο πόλεμος δεν θα ήταν για την Ελευθερία, όπως όταν μάχονταν κάποτε εναντίον των Περσών ούτε και με το να δώσουν "γην και ύδωρ" θα τους έφερνε σωτηρία. Θυμούνταν ακόμη την μοίρα της Μακεδονίας της Θράκης και της Παιονίας κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εισβολής των Γαλατών, ενώ και οι αναφορές που ερχόνταν μιλούσαν για ακρότητες την ίδια ακριβώς στιγμή στους Θεσσαλλούς. Έτσι κάθε άνθρωπος όπως και κάθε πόλη είχαν πειστεί ότι έπρεπει είτε να νικήσουν είτε να χαθούν.
Μπορεί τώρα όποιος θέλει να συγκρίνει τους αριθμούς των συναθροισθέντων στις Θεμποπύλες για να αντιμετωπίσουν τον βασιλιά Ξέρξη με εκείνους που μαζεύτηκαν τώρα για αντιταχθούν στους Γαλάτες. Προς συνάντηση των Περσών είχαν έρθει από τους Έλληνες οι παρακάτω δυνάμεις: Λακεδαιμόνιοι με τον Λεωνίδα όχι περισσότεραι από τριακόσιοι· πεντακόσιοι Τεγεάτες και ίδιος αριθμός από την Μαντίνεια· από τον Ορχομενό της Αρκαδίας εκατόν είδιοσι, από άλλες πόλεις της Αρκαδίας χίλιοι, από τις Μυκήνες ογδόντα, από την Φλιούντα διακόσιοι, και από την Κόρινθο διπλάσιοι· επίσης ήταν εφτακόσιοι Βοιωτοί από τις Θεσπειές και τετρακόσιοι από τη Θήβα.. Χίλιοι Φωκιείς φύλαγαν το πέρασμα προς την Οίτη και ο αριθμός αυτός θα πρέπει να προστεθεί στο ελληνικό σύνολο.
Ο Ηρόδοτος δεν έδωσε τον αριθμό των Λοκρών που ζουν κάτω από το όρος Κνήμιδα, αλλά λέει ότι ήρθαν από κάθε πόλη τους. Είναι όμως δυνατόν να κάνουμε μια υπόθεση για τον αριθμό τους που θα πλησιάζει πολύ κοντά στην αλήθεια. Γιατί στον Μαραθώνα οι Αθηναίοι, ακόμα κι αν συμπεριλάβουμε τους ηλικιωμένους και τους δούλους, δεν ξεπερνούσαν τις εννιά χιλιάδες. Έτσι ο αριθμός των αξιόμαχων Λοκρών που ήλθαν στις Θερμοπύλες δεν θα ξεπερνούσε τις έξι χιλιάδες. Έτσι το σύνολο του στρατού θα έφτανε τους έντεκα χιλιάδες διακόσιους. Αλλά είναι πολύ γνωστό ότι ούτε αυτοί δεν έμεναν όλο το χρόνο να φυλάνε το πέρασμα. Εξαιρουμένων των Λακεδαιμονίων, των Θεσπιέων και των Μεσσηνίων, οι υπόλοιποι έφυγαν πριν το πέρας της μάχης.
Προς συνάντηση των βαρβάρων που έρχονταν από τον Ωκεανό, στις Θερμοπύλες μαζεύτηκαν οι παρακάτω Ελληνικές δυνάμεις: Δέκα χιλιάτες Βοιωτοί οπλίτες και πεντακόσιοι ιππείς. Την εποχή εκείνη αρχηγοί των Βοιωτών ήταν ο Κηφισόδοτος, ο Θεαρίδας, ο Διογένης και ο Λύσανδρος. Επίσης πεντακόσιοι Φωκιείς ιππείς και τρεις χιλιάδες πεζοί. Αρχηγοί των Φωκέων ήταν ο Κριτόβουλος και ο Αντίοχος.
Ο Μειδίας οδηγούσε τους Λοκρούς που τέθηκαν στη νήσο Αταλάντη και ο αριθμός τους ήταν επτακόσιοι ενώ δεν είχαν ιππικό. Από τους Μεγαρείς ήρθαν τετρακόσιοι οπλίτες διοικούμενοι από τον Ιππόνικο τον Μεγαρέα. Οι Αιτωλοί έστειλαν ένα μεγάλο στράτευμα με κάθε είδους πολεμιστές. Ο αριθμός του ιππικού τους δεν αναφέρεται ενώ υπήρχαν επτακόσιοι ενενήντα ελαφρά οπλισμένοι ενώ πάνω από εφτά χιλιάδες ήταν οι οπλίτες. Τους Αιτωλούς οδηγούσαν ο Πολύαρχος, ο Πολύφρων και ο Λακράτης.
Ο Αθηναίος Στρατηγός ήταν ο Κάλλιπος του Μοιροκλέους, όπως είπα και προηγουμένως, ενώ η δύναμή τους αποτελούνταν από όλες τις πλώιμες τριήρεις τους, πεντακόσια άλογα και χίλιους πεζούς. Εξαιτίας της αρχαίας τους φήμης ήχαν και την επιτελική διοίκηση. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας έστειλε πεντακόσιους μισθοφόρους και ο βασιλιάς της Ασίας έναν παρόμοιο αριθμό. Αργηχός αυτών που έστειλε ο Αντίγονος ήταν ο Αριστόδημος ο Μεκεδόνας, ενώ αυτών που έστειλε ο Αντίοχος αρχηγός ήταν ο Τελέσαρχος από τους Σύριους της Ορόντης.
Μόλις οι Έλληνες μαζεύτηκαν στις Θερμοπύλες και έμαθαν ότι ο στρατός των Γαλατών ήταν ήδη στην περιοχή της Φθιώτιδας και της Μαγνησίας, θεώρησαν καλό να ξεχωρίσουν το ιππικό καθώς και χιλίους ελαφρά οπλισμένους και να τους στείλουν στον Σπερχειό, έτσι ώστε ακόμη και η διάβαση του ποταμού να μην είναι εφικτή για τους βαρβάρους χωρίς μάχη και κίνδυνο. Μόλις αυτοί έφτασαν κατέστρεψαν τις γέφυρες και στρατοπέδευσαν δίπλα στην όχθη. Αλλά ο Βρέννος δεν ήταν εντελώς χαζός, ούτε άπειρος - για βάρβαρος - στο να εξευρίσκει σοφίσματα στρατηγικής.
Έτσι, αμέσως την επόμενη νύκτα, κι όχι στη μεριά που ήταν οι παλιές γέφυρες του ποταμού, αλλά χαμηλότερα, για να μην τους καταλάβουν οι Έλληνες την ώρα που θα περνούσαν, και μάλιστα σε σημείο όπου ο Σπερχειός απλωνόταν στην πεδιάδα κι σχημάτιζε έλος και λίμνη αντί βίαιου και στενού ρεύματος, εκεί λοιπόν ακριβώς ο Βρέννος έστειλε σχεδόν δέκα χιλιάδες Γαλάτες, διαλέγοντας όσους ήξεραν να κολυμπούν και τους ψηλότερους. Έτσι κι αλλιώς οι Κέλτες είναι πολύ ψηλότεροι από τους άλλους ανθρώπους.
Αυτοί λοιπόν, κολυμπώντας, περνάνε τη νύχτα στο σημείο που το ποτάμι γίνεται λίμνη με αυτόν τον τρόπο. Τις εθνικές τους ασπίδες έκανε ο καθένας τους σχεδία, ενώ οι ψηλότεροι από αυτούς μπόρεσαν και πέρασαν το ποτάμι βαδίζοντας. Οι έλληνες στο Σπερχειό - αφού έμαθε ότι πέρασε το έλος ένα τμήμα των βαρβάρων - αμέσως αναχώρησαν να ενωθούν με το κυρίως στράτευμα. Ο Βρέννος διέταξε τους κατοίκους γύρω από τον Μαλιακό Κόλπο να φτιάξουν τις γέφυρες κι αυτοί δούλευαν με μεγάλη σπουδή, τόσο γιατί τον φοβόντουσαν όσο και γιατί ήθελαν να φύγουν από τη χώρα τους οι βάρβαροι αντί να μένουν και να τους βασανίζουν περισσότερο.
Ο Βρέννος πέρασε τη στρατιά του από τις γέφυρες και προχώρησε προς την Ηράκλεια. Εκεί λεηλάτησαν τα περίχωρα και σκότωσαν όσους έπιασαν στα χωράφια, όμως δεν κατέλαβαν την πόλη. Κι αυτό γιατί ένα χρόνο πριν, οι Αιτωλοί ανάγκασαν τους Ηρακλειώτες να ενωθούν με την Αιτωλική Συμπολιτεία. Έτσι τώρα υπεράσπιζαν μια πόλη την οποιαία θεωρούσαν ότι τους ανήκει το ίδιο με τους Ηρακλειώτες. Ο Βρέννος είχε μικρή φροντίδα για τους Ηρακλειώτες, διότι αγνωνίζονταν να διώξει από τα στενά τους εχθρούς τους και περάσει στην νοτίως των Θερμοπυλών Ελλάδα.
Φεύγοντας από την Ηράκλεια, έμαθε από κάποιους αυτομόλους τον αριθμό των μαζεμένων στις Θερμοπύλες από κάθε πόλη. Υποεκτίμησε τη δύναμη του Ελληνικού στρατού και άρχισε τη μάχη την επομένη μέρα, μόλις ανέτειλε ο ήλιος, χωρίς να έχει Έλληνα μάντη, ούτε να χρησιμοποιήσει τις δικές του θυσίες, αν βέβαια υπάρχει Κελτική μαντεία. Εδώ οι έλληνες επετέθηκαν με σιγή και τάξη. Μόλις έφτασαν σε κλειστή μάχη, το πεζικό δεν έτρεξε εκτός των γραμμών ώστε να διαταραχτεί η φάλλαγα και οι ελαφρά οπλισμένοι, κρατώντας τη θέση τους, έριχναν τα ακόντια και τα βλήματα των τόξων και των σφεντόνων.
Το ιππικό και των δύο πλευρών αποδείχθηκε άχρηστο καθώς το έδαφος στις Θερμοπύλες δεν είναι μόνο στενό αλλά και λείο από τον φυσικό βράχο, ενώ το περισσότερο είναι και ολισθηρό εξ αιτίας των συνεχών ρυακιών. Οι Γαλάτες ήταν χειρότερα οπλισμένοι, αφού δεν είχαν τίποτα άλλο για να σκεπάσουν το σώμα τους από τις εθνικές τους ασπίδες, ενώ ακόμη ήταν υποδεέστεροι σε πολεμική εμπειρία.
Προχωρούσαν με οργή εναντίον των εχθρών τους, και με παράλογο θυμό, όπως ακριβώς τα θηρία. Ακόμα κι όταν τους χτυπούσαν με πελέκεις ή μαχαίρια, η μανία δεν τους άφηνε όσο ανέπνεαν ακόμα, ούτε κι όσοι τρυπιόνταν από βέλη η ακόντια άφηναν το πάθος τους, μέχρι να τους βγει η ψυχή. Μερικοί βγάζοντας από τις πληγές τους τα δόρατα με τα οποία είχαν βληθεί, τα χρησιμοποιούσαν εναντίον των Ελλήνων στις μάχες σώμα με σώμα.
Εν τω μεταξύ, οι Αθηναίοι στις τριήρεις, με δυσκολία και με δκίνδυνο, παρ' όλα αυτά παραπλέοντας τη λάσπη που βγαίνει αρκετά μακριά στη θάλασσα, και φέρνοντας τα καράβια όσο το δυνατόν πλησιέστερα στους βαρβάρους, τους χτυπούσαν με κάθε είδους βέλος και τόξευμα από τα πλάγια. Οι Κέλτες ήταν σε ανομολόγητη δυσκολία και καθώς βρισκόταν σε στενό χώρο προξενούσαν μικρές απώλειες, ενώ πάθαιναν διπλάσιες και τετραπλάσιες. Για το λόγο αυτό οι αρχηγοί τους έδωσαν το σήμα για απόσυρση στο στρατόπεδό τους. Αποσυρόμενοι σε σύγχιση και χωρίς καμία τάξη πολλοί καταπατήθηκαν από τους άλλους, ενώ πολλοί άλλοι πέφτοντας στο τέλμα, αφανίστηκαν από τη λάσπη. Η απώλειά τους κατά την αναχώριση δεν ήταν καθόλου μικρότερη από αυτή που συνέβη στην αποκορύφωση της μάχης.
Τους Έλληνες ξεπέρασε σε αρετή εκείνη την ημέρα το Αττικό σύνταγμα. Κι από τους Αθηναίους τους ίδιους, γενναιότερος αποδείχτηκε ο Κυδίας, που ήταν ένας νεαρός που για πρώτη φορά μετείχε σε μάχη. Μετά το σκοτωμό του από τους Γαλάτες, οι συγγενείς του ανέθεσαν την ασπίδα του στον Ελευθέριο Δία, με το παρακάτω επίγραμμα:
"Κρέμομαι εδώ, ποθώντας του Κυδία τη νιότη
η ασπίδα ένδοξου ανδρός, στο Δία προσφερμένη
Σε μένα πρώτα έτεινε τ' αριστερό του χέρι
με τους Γαλάτες άγριος σαν άστραψε ο Άρης"
Αυτό το επίγραμμα παρέμεινε μέχρι που ο Σύλλας και ο στρατός του πήραν, μαζί με άλλους Αθηναϊκούς θησαυρούς και τις ασπίδες από τη στοά του Ελευθερίου Διός. Μετά τη μάχη στις Θερμοπύλες, οι Έλληνες έθαψαν τους νεκρούς τους και λαφυραγώγησαν τους βαρβάρους, ενώ οι Γαλάτες δεν έστειλαν κήρηκες για να ζητήσουν την ανακομιδή των νεκρών. Ήταν αδιάφοροι αν θα τους δεχόταν η γη ή αν θα τους έτρωγαν τα θηρία ή τα όρνια.
Το ότι δεν έδωσαν προσοχή στην ταφή των νεκρών, νομίζω ότι οφείλεται σε δύο λόγους: Και ήθελαν να σπείρουν τρόμο στους εχθρούς από τη μιά, ενώ από την άλλη δεν υπάρχη σ' αυτούς εθμικός οίκτος για τους νεκρούς. Στην μάχη πέθαναν σαράντα Έλληνες, ενώ από τους βαρβάρους δεν ήταν δυνατό να εξευρθεί ο αριθμός, διότι αφανίστηκαν και πολλοί από αυτούς κάτω από τη λάσπη.
Την έβδομη μέρα μετά τη μάχη, ένας λόχος Γαλατών, προσπάθησε να ανεβεί στην Οίτη μέσω της Ηράκλειας. Κι εδώ επίσης ένα στενό μονοπάτι οδηγεί, ακριβώς δίπλα από τα ερείπια της Τραχίνας. Υπήρχε τότε και ένα ιερό της Αθηνάς, πάνω από την Τραχίνα και μέσα σ' αυτό κάποια αναθήματα. Έτσι έλπισαν να ανβούν στην Οίτη από αυτό το μονοπάτικαι ταυτόχρονα να ιδιοποιηθούν -ως πάρεργο- τα αναθήματα του ιερού.Νίκησαν τους βαρβάρους κατά τη μάχη αλλά ο Τηλέσαρχος ο ίδιος έπεσε, άντρας περισσότερο από κάθε άλλον αφοσιωμένος στον Ελληνική ιδέα.
Όλοι οι άλλοι ηγέτες των βαρβάρων τρομοκρατήθηκαν από τους Έλληνες, και αγωνιούσαν για το μέλλον, βλέποντας ότι η παρούσα κατάσταση δν έδειχνε σημάδια βελτίωσης. Ο Βρέννος όμωος σκέφτηκε ότι αν μπορούσε να οδηγήσει τους Αιτωλούς να επιστρέψουν σπίτι προς την Αιτωλία, θα διεξήγαγε τον πόλεμο ενάντια στην ελάδα ευκολότερα. Έτσι απέσπασε από το στράτευμά του σαράντα χιλιάδες πεζούς και γύρω στους οκτακόσιους ιππείς. Σ' αυτούς έβαλε αρχηγούς τον Ορεστόριο και τον Κόμβουτη οι οποίοι γυρνώντας πίσω από τις γέφυρες του Σπερχειού και προχωρώντας πάλι προς Θεσσαλία, εισέβαλαν στην Αιτωλία.
Αυτά που έκαναν στους Καλλιείς ο Κόμβουτις και ο Ορεστόριος ήταν τα χειρότερα απ' όσα έχουμε ακούσει και δεν έχουν ομοιότητα με άλλα ανθρώπινα εγκλήματα. Έσφαξαν κάθε αρσενικό και σκότωναν το ίδιο τους γέροντες και τα νήπια που ήταν στα στήθη των μητέρων τους. Από αυτά τα μωρά, όσα ήταν πιο τρυφερά, οι Γαλάτες αφού τα σκότωναν τους έπιναν το αίμα και έτρωγαν τις σάρκες τους.
Οι γυναίκες και οι ενήλικες παρθένες, αν είχαν καθόλου γνώση, σκοτώθηκαν μόλις καταλήφθηκε η πόλη. Αυτές που επέζησαν υπέφεραν ανομολόγητης βίας κάθε είδους εξευτελισμό στα χέρια ανθρώπων που είχαν εξίσου αποκλεισμένο και το έλεος και τον έρωτα. Κάθε γυναίκα που τύχαινε να βρει ένα Γαλατικό μαχαίρι αυτοκτονούσε. Για τις άλλες προορίζονταν το αναπόφευτκο από πείνα και αϋπνία, μιας και οι άστεγοι βάρβαροι τις κακοποιούσαν με τη σειρά, ικανοποιώντας τα πάθη τους πότε σε ψυχομαχούσες γυναίκες αλλά και όταν ήταν ήδη νεκρές.
Οι Αιτωλοί μαθαίνοντας από αγγελιοφόρους ποιες συμφορές τους βρήκαν, αμέσως και με όλη την ταχύτητα πήραν επειγόντως τη δύναμή τους από τις Θερμοπύλες και κατευθύνθηκαν προς την Αιτωλία, ευρισκόμενοι σε μεγάλη οργή με τα παθήματα των Καλλιέων και ακόμη περισσότερο φλεγόμενοι από επιθυμία να διασώσουν τις πόλεις που δεν είχαν αλωθεί ακόμη. Απ' όλες τις πόλεις στην πατρίδα κινητοποιήθηκαν όλοι οι ενήλικες άντρες ακόμα και αυτοί που ήταν ηλικιωμένοι σπρωγμένοι από την ανάγκη και το φρόνημα. Μαζί μ' αυτούς συστρατεύονταν εθελοντικά και οι γυναίκες οι οποίες ήταν ακόμη περισσότερο εξαγριωμένες με τους Γαλάτες, απ' ότι οι άνδρες.
Όταν οι βάρβαροι σύλησαν τα σπίτια και τα ιερά και έβαλαν φωτιά στο Κάλλιο, πήραν τον ίδιο δρόμο της επιστροφής όπου και συνάντησαν τους κατοίκους της Πάτρας οι οποίοι μόνοι από τους Αχαιούς βοηθούσαν τους Αιτωλούς. Έχοντας εκπαιδευτεί όμως ως οπλίτες έκαναν κατά μέτωπον επίθεση στους βαρβάρους αλλά έπαθαν μεγάλη ζημιά εξαιτίας του μεγάλου αριθμού και της απόγνωσης των Γαλατών. Αλλά οι Αιτωλοί, άνδρες και γυναίκες παρατεταγμένοι καθ' όλο το μήκος της διαδρομής έριχνα συνέχεια βέλη στους βαρβάρους και λίγες βολές απέτυχαν να βρουν στόχο ανάμεσα στους εχθρούς οι οποίοι δεν είχαν τίπτα άλλο από τις εθνικές τους ασπίδες. Διωκόμενοι από τους Γαλάτες, ξέφευγαν εύκολα, ανανεώνοντας τις επιθέσεις τους με ορμή όταν οι εχθροί επέστρεφαν από την καταδίωξη.
Αν και οι Καλλιείς υπέφεραν τόσο τρομερά που ακόμα και η περιγραφή του Ομήρου για τους Λαιστρυγόνες και τον Κύκλωμα να μη φαίνεται αναληθείς, εν τούτοις τους αποδόθηκε δίκαια και ολοκληρωμένη δίκη. Διότι από τους σαράντα χιλιάδες οχτακόσιους βαρβάρους, ξέφυγαν στο στρατόπεδο των Θερμοπυλών λιγότεροι από τους μισού.
Εν τω μεταξύ στις Θερμοπύλες οι Έλληνες έκαναν τα εξής: Υπάρχουν δύο μονοπάτια κατά μήκους του όρους Οίτη: το ένα πάνω από την Τραχίνα, είναι πολύ απότομο και για το μεγαλύτερο μέρος του εντελώς κάθετο. Το άλλο μέσα από την από την περιοχή των Αινιάνων είναι ευκολότερο να διασχισθεί από στρατό. Αυτό ήταν που παλιότερα ο Πέρσης Υδάρνης ακολούθησε για να επιτεθεί από πίσω στους Έλληνες του Λεωνίδα.
Από αυτό το μονοπάτι υποσχέθηκαν οι Αινιάνες και οι Ηρακλειώτες να οδηγήσουν τον Βρένο, όχι διότι αντιτίθονταν στην Ελληνική Ιδέα, αλλά διότι έδιναν μεγάλη σημασία στο να φύγουν οι Κέλτες από τη χώρα τους και να μην εγκατασταθούν εκεί εξολοθρέυοντάς τους. Νομίζω ότι ο Πίνδαρος είπε και πάλι την αλήθεια όταν έλεγε ότι ο καθένας συνθλίβεται από τις δικές του συμφορές, αλλά για τα ξένα παθήματα νομίζει ότι είναι ασήμαντα.
Τότε η υπόσχεση των Αινιάνων και των Ηρακλειωτών ενθάρυνε τον Βρέννο. Αφήνοντας τον Ακιχώριο πίσω υπεύθυνο του κυρίως σώματος, με οδηγίες να επιτεθεί μόνο όταν η κυκλωτική κίνηση θα ολοκληρωνόταν. Ο Βρέννος ο ίδιος με ένα απόσπασμα σαράντα χιλιάδων, άρχισε την πορεία του κατά μήκος του περάσματος.
Και συνέβη κάπως εκείνη τη μέρα να έχει σκορπιστεί πολλή ομίχλη στο βουνό σκοτεινιάζοντας τον ήλιο, έτσι ώστε οι Φωκείς οι οποίοι φρουρούσαν το πέρασμα βρήκαν τους βαρβάρους επιτιθέμενος πριν συνειδητοποιήσουν την προσέγγισή τους. Ακριβώς τότε οι Γαλάτες επιτέθηκαν. Οι Φωκείς αντιστάθηκαν γενναία αλλά στο τέλος πιέστηκαν να υποχωρήσουν από το μονοπάτι. Όμως, κατάφεραν τρέχοντας προς τους συμμάχους να αναφέρουν τί συνέβη πριν ολοκληρωθεί η πλήρης και ολόπλευρη κύκλωση του Ελληνικού στρατού.
Στο σημείο αυτό, οι Αθηναίοι με τις τριήρεις τους έφθασαν και πήραν το Ελληνικό στράτευμα από τις Θερμοπύλες, το οποίο διασκορπίστηκε και επέστρεψε στα σπίτια του ο καθένας. Ο Βρέννος χωρίς να καθυστερήσει καθόλου, άρχισε την πορεία του ενάντια στους Δελφούς χωρίς να περιμένει τον στρατό του Ακιχώριου να συνενωθεί. Έντρομοι οι κάτοικοι των Δελφών ζήτησαν καταφύγιο στο μαντείο. Ο θεός τους ανήγγειλε ότι δεν πρέπει να φοβούνται και υποσχέθηκε ότι θα φυλάξει αυτός ο ίδιος την ιδιοκτησία του.
Αυτοί που ήρθαν για να βοηθήσουν το θεό, από τους Έλληνες ήταν οι εξής: Οι Φωκιείς από όλες τις πόλεις, από την ʼμφισσα τετρακόσιοι οπλίτες, από τους Αιτωλούς ήθραν λίγοι αμέσως μόλις άκουσαν την προώθηση των βαρβάρων και αργότερα ο Φιλόμηλος έφερε χίλιους διακόσιους. Το άνθος των Αιτωλών στράφηκε ενάντια στη στρατιά του Ακιχώριου και χωρίς να συνάψουν μάχη επιτίθονταν συνεχώς στα μετώπισθεν της γραμμής προείας, αρπάζοντας τα εφόδια και σκοτώνοντας τους μεταφορείς. Αυτός κυρίως ήταν ο λόγος που η πορεία τους γίνονταν αργά. Ακόμη περισσότερο, στην Ηράκλεια, ο Ακιχώριος άφησε ένα τμήμα του στρατού του οι οποίοι επρόκειτο να φυλάξουν τα εφόδια του στρατοπέδου.
Ο Βρέννος και ο στρατός του αντιμετώπιζαν τώρα τους Έλληνες που μαζεύτηκαν στους Δελφούς και σύντομα κακοσημαδιές στάλθηκαν από το θεό, οι πιο φανερές απ' όσες έχουν καταγραφεί. Ολόκληρο το έδαφος δηλαδή, όσο κατείχε το Γαλατικό στράτευμα, σείονταν βίαια την περισσότερη μέρα, ενώ ακούγονταν συνεχώς βροντές και κεραυνοί.
Οι βροντές τρομοκρατούσαν τους Κέλτες και εμπόδιζαν να φτάσουν στ' αυτιά τους οι διαταγές, ενώ οι κεραυνοί από τον ουρανό έβαζαν φωτιά όχι μόνο σε εκείνους τους οποίους χτυπούσαν αλλά και στους διπλανούς τους, καίγοντας τόσο τους ίδιους όσο και τις πανοπλίες τους. Έπειτα τους εμφανίστηκαν φαντάσματα ηρώων όπως ο Υπέροχος, ο Λαόδοκος και ο Πύρρος. σύμφωνα με κάπους άλλος εμφανίστηκε και ένας τέταρτος ο Φύλακος, ένας τοπικός ήρωας των Δελφών.
Ανάμεσα στους πολλούς Φωκιείς που σκοτώθηκαν στη δράση ήταν και ο Αλεξίμαχος, ο οποίος σε αυτή τη μάχη ξεπενρούσε όλους τους άλλους Έλληνες, σε νεανική αφοσίωση, σε φυσική δύναμη και πάθος καρδιάς για την εξολόθρευση των βαρβάρων. Οι Φωκιείς έκαναν ένα άγαλμα του Αλεξίμαχου και το έστειλαν στους Δελφούς ως προσφορά στον Απόλλωνα.
Όλη τη μέρα οι βάρβαροι βασανίζονταν με παρόμοιες καταστροφές και τρόμους. Αλλά η νύχτα επρόκειτο να τους φέρει εμπειρίες που θα πονούσαν πολύ περισσότερο. Γιατί έπεσε πολύ δυνατό ψύχος και χιόνι μαζί, ενώ μεγάλοι βράχοι γλιστρούσαν από τον Παρνασσό και άνοιγαν μεγάλα χαντάκια που στόχευαν τους βαρβάρους. Αυτά τα χαντάκια έφερναν την καταστροφή όχι σε έναν ή δύο κάθε φορά αλλά σε τριάντα και περισσότερους, ακθώς τύχαιναν να είναι μαζεμένοι σε ομάδες, φρουρώντας ή αναπαυόμενοι.
Με το ξημέρωμα οι Έλληνες βγήκαν από τους Δελφούς κάνοντας μετωπική επίθεση εκτός από τους Φωκιείς οι οποίοι έχοντας μεγαλύτερη εμπειρία της περιοχής, κατέβηκαν μέσα στο χιόνι τις απότομες πλαγιές του Παρνασού και εξέπληξαν τους Κέλτες από πίσω, ρίχνοντάς τους βέλη και ακόντια χωρίς κανένα φόβο από τους βαρβάρους.
Στην αρχή της μάχης, οι Γαλάτες προέβαλλαν ισχυρή αντίσταση, ιδιαίτερα η ομάδα που ήταν γύρω από τον Βρέννο, η οποία αποτελούνταν από τους ψηλότερους και γενναιότερους Γαλάτες, παρ' όλο που εβάλλοντο απ' όλες τις πλευρές και υπέφεραν από το κρύο, ιδιαίτερα οι πληγωμένοι Αλλά όταν πληγώθηκε ο ίδιος ο Βρέννος και μεταφέρθηκε λιπόθυμος εκτός μάχης, οι βάρβαροι προσβαλλόμενοι απ' όλες τις πλευρές από τους Έλληνες, άρχισαν να υποχωρούν απρόθυμα σκοτώνοντας όσους δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν λόγω τραυμάτων ή αδυναμίας.
Στρατοπέδευσαν εκεί που τους βρήκε η νύχτα φεύγοντας. Κατά τη διάρκεια της νύχτας ενέσκυψε σ' αυτούς Πανικός φόβος. Από τον θεό αυτόν (τον Πάνα) λένε ότι προέρχεται ο αναίτιος φόβος. Ήταν αργά το απόγευμα όταν έπεσε η ταραχή και στην αρχή ήταν λίγοι αυτοί που τους σάλευαν τα λογικά. Αυτοί φαντάζονταν ότι άκουγαν καλπασμό επελαύνοντος ιππικού και έφοδο των εχθρών. Αλλά μετά από λίγη ώρα, η ψευδαίσθηση επεκτάθηκε σε όλους.
Τρέχοντας λοιπόν στα όπλα, χωρίστηκαν στα δύο και σκότωνε ο ένας τον άλλο, χωρίς να καταλαβαίνουν τη μητρική τους γλώσσα, ούτε να γνωρίζουν ο ένας τη μορφή του άλλου ή το σχήμα των ασπίδων. Και τα δύο μέρη υπό το την παρούσα ψευδαίσθηση νόμιζαν ότι οι αντίπαλοί τους είναι Έλληνες, άνδρες και όπλα μαζί, και ότι η γλώσσα που μιλούσαν ήταν Ελληνικά, έτσι ώστε η μανία που έστειλε ο θεός προξένησε ανάμεσα στους Γαλάτες μεγάλη καταστροφή.
Από δε τους Φωκιείς όσοι είχαν μείνει πίσω στα χωράφια να φυλάνε τα κοπάδια, ήταν οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν και ανέφεραν στους Έλληνες αυτό που έπιασε τη νύχτα τους βαρβάρους. Αναθαρρώντας οι Φωκιείς, σκότωναν τους Κέλτες ακόμα πιο πρόθυμα, φυλάγοντας καλύτερα τις εγκαταστάσεις τους και μην αφήνοντάς τους να παίρνουν από την εξοχή τα απαραίτητα για τη ζωή, χωρίς μάχη, έτσι ώστε ολόκληρος ο Γαλατικός στρατός υπέφερε με μιας από έντονη έλλειψη δημητριακών και άλλων τροφίμων.
Η απώλειές τους στη Φωκίδα ήταν αυτές: Στις μάχες σκοτώθηκαν κοντά στους έξι χιλιάδες. Αυτοί που χάθηκαν στη χειμωνιάτικη κατιγίδα τη νύχτα και κατόπιν στον Πανικό φόβο συναθροίζονται σε πάνω από δέκα χιλιάδες, καθώς επίσης άλλοι τόσοι από την πείνα.
Μερικοί Αθηναίοι στρατιώτες ήλθαν στους Δελφούς για να συγκεντρώσουν πληροφορίες, και κατόπιν επέστρεψαν και ανέφεραν τι είχε συμβεί στους βαρβάρους και όλα όσα ο θεός είχε επιρρίψει πάνω τους. Τότε και οι Αθηναίοι εκστράτευσαν και καθώς προχωρούσαν μέσω της Βοιωτίας συνενώθηκαν με τους Βοιωτούς. Έτσι οι συνενωμένοι στρατοί ακολούθησαν τους βαρβάρους κρατώντας στάση αναμονής και σκοτώνοντας συνεχώς αυτούς που έμεναν τελευταίοι.
Αυτοί που είχαν φύγει μαζί με τον Βρέννο ενώθηκαν με τον στρατό του Ακιχώριου μόνο την προηγούμενη νύχτα. Κι αυτό γιατί οι Αιτωλοί καθυστερούσαν την πορεία τους, εξακοντίζοντας εναντίον τους μια ανηλεή βροχή από ακόντια και οτιδήποτε άλλο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, έτσι ώστε μόνο ένα μικρό τμήμα τους διέφυγε προς το στρατόπεδο της Ηράκλειας. Υπήργχε ακόμη ελπίδα να σωθεί η ζωή του Βρέννου σε ότι αφορά τα τραύματά του. Όπως όμως λένε φοβούμενος τους συμπατριώτες του και ακόμη περισσότερο από τη ντροπή του για τις καταστροφές που έφερε στην Ελλάδα, άφησε μοναχός του την ψυχή, πίνοντας σκέτο κρασί.
Μετά από αυτά οι βάρβαροι προχώρησαν με δυσκολία μέχρι τον Σπερχειό, πιεζόμενοι σκληρά από τους Αιτωλούς. Μόλις όμως έφτασαν στον Σπερχειό, οι Θεσσαλοί και οι Μαλιείς που τους περίμεναν κρυφά εκεί, του επιτέθηκαν κατά τέτοιο τρόπο που κανείς δεν σώθηκε για να γυρίσει σπίτι.
Η εκστρατεία των Κελτών ενάντια στην Ελλάδα και η καταστροφή τους, έγινε όταν ήταν άρχοντας στην Αθήνα ο Αναξικράτης, τον δεύτερο χρόνο της εκατοστής εικοστής πέμπτης Ολυμπιάδας, όταν ο Λαδάς από το Αίγιο νίκησε στο στάδιο.(279 π.Χ.) Το επόμενο έτος, όταν άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Δημοκλής, οι Κέλτες πέρασαν πάλι στην Ασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου