ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΘΗΣΕΑΣ
24grammata.com/ ιστορία
Tο 1833, σημειώθηκαν στην Κύπρο τρεις συντονισμένες, σχεδόν ταυτόχρονες, εξεγέρσεις: η πρώτη υπό το Νικόλαο Θησέα [πρώην αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης του 1821] με επίκεντρο την περιοχή Λάρνακας, Αγίου Γεωργίου Κοντού και Σταυροβουνίου. Η δεύτερη υπό τον καλόγερο Ιωαννίκιο Λαζιμάνο από τον Άγιο Ηλία Καρπασίας με επίκεντρο την Καρπασία και η τρίτη, στην επαρχία Πάφου με συμμετοχή Ελλήνων και Τούρκων υπό την αρχηγία του Γκιαούρ Ιμάμη. Τα κινήματα αυτά είχαν οικονομικά, πολιτικά και εθνικοαπελευθερωτικά κίνητρα.
Πιο συγκεκριμένα, ο Γκιαούρ Ιμάμης φαίνεται ότι είχε υποκινηθεί και υποβοηθηθεί από τον ηγεμόνα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι [ήταν Γενίτσαρος από την Καβάλα], που βρισκόταν την εποχή εκείνη σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία και εποφθαλμιούσε την Κύπρο και την Κρήτη. Ο Γκιαούρ Ιμάμης γνώριζε καλά τόσο τον Ιωαννίκιο, όσο και τους αδελφούς Θησέα.
Η προσωπικότητα του Νικόλαου Θησέα είναι ξεχωριστή. Γεννήθηκε στην Κύπρο αρχές του 19ου αιώνα. Είχε τέσσερα αδέλφια, τον Λεόντιο, τον Κυπριανό που ήταν ο κύριος μέτοχος της εταιρείας Κυπριανός Θησεύς και Σια στη Λάρνακα, τον Θεοφύλακτο, έμπορα και αργότερα αρχιμανδρίτη και τη Μαρίτσα. Θείος των Θησεών, ήταν ο εθνομάρτυρας, Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός. Το 1815 βρίσκεται εγκατεστημένος στη Μασσαλία, όπου ως έμπορος εισάγει στη Γαλλία προϊόντα από την Κύπρο και τη Συρία [κρασιά, λάδι, αραβικά άλογα κ.ά]. Από διάφορες ιστορικές πηγές φαίνεται ότι ήταν πολύ μορφωμένος, δίδασκε δε κατά διαστήματα στη σχολή της Τεργέστης. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και τούρκικα.
Ενώ ήταν στη Μασσαλία συνδέθηκε στενά με τη Φιλική Εταιρεία και το Ελληνόφωνο Ξενοδοχείο, που αποτελούσε την πρόδρομη οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας στη Γαλλία. Η οργάνωση αυτή είχε αποστείλει μέχρι το 1814, 40.000 χιλιάδες τουφέκια στην Ελλάδα. Η Φιλική Εταιρεία είχε αναθέσει στο Θησέα, το έργο της στρατολόγησης Ελλήνων και Γάλλων εθελοντών που θα στέλλονταν στη επαναστατημένη Ελλάδα. Ο ίδιος πρόσφερε πολλά χρήματα για την προετοιμασία της Ελληνικής επανάστασης, ενώ μαζί με άλλους εμπόρους της Μασσαλίας πήγε στην Ελλάδα για να πολεμήσει, αφήνοντας πίσω του, περιουσία, εμπόριο και σχολεία. Η πολεμική και εθνική δράση του Νικόλαου Θησέα στην Έλλαδα ήταν πολύπλευρη. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, όπως στο Ναύπλιο και στο Μοριά, πολεμώντας κατά του Ιμπραήμ. Ήταν υπασπιστής του Δημήτριου Υψηλάντη, είχε δε στενούς δεσμούς με την ηγεσία, όπως τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Μετά το τέλος της επανάστασης, επέστρεψε στη Μασσαλία όπου επαναδραστηριοποιήθηκε ξανά στο εμπόριο
Το 1821, λίγο μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ο άλλος του αδελφός, ο Θεοφύλακτος, ήρθε στην Κύπρο και κυκλοφόρησε στη Λάρνακα -παρά τις αντιρρήσεις του θείου του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού-, την επαναστατική εγκύκλιο της Φιλικής Εταιρείας. Στις 9 του Απρίλη, οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα και τον αδελφό του Λεόντιο, για να πάρουν πληροφορίες για τη δράση του Θεοφύλακτου. Οι δύο άνδρες δεν λύγισαν. Πέθαναν από τα βασανιστήρια που τους είχε υποβάλει ο τούρκος κυβερνήτης Κουτσιούκ Μεχμέτ.
Το 1832-33, οι αδελφοί Θησέα εμφανίστηκαν στη Λάρνακα για να διεκδικήσουν την περιουσία του πατέρα τους και του θείου τους, Αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Οι περιουσίες είχαν δημευθεί από το σφαγέα της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ, μετά το αιματοκύλισμα του Ιουλίου του 1821. Και ενώ ο Σουλτάνος είχε διατάξει την επιστροφή των δημευθεισών περιουσιών στους νόμιμους και νομιμόφρονες ιδιοκτήτες, η τροπή των γεγονότων οδήγησε στη εξέγερση του 1833.
Συγκεκριμένα: την 1η Μαρτίου 1833, ο νέος κυβερνήτης Σαΐτ Μεχμέτ απαίτησε τη συλλογή των καθυστερημένων φόρων, που λίγο πριν είχαν διαγραφεί με δική του απόφαση. Η επαναφορά των φόρων προκάλεσε κοινωνική αναταραχή με επίκεντρο τη Λάρνακα. Τις επόμενες μέρες έγιναν μεγάλες συγκεντρώσεις στη Λάρνακα και Λευκωσία. Η μεγαλύτερη έγινε έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Κοντού. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, στη συγκέντρωση εκείνη συμμετείχαν επτά με οκτώ χιλιάδες άνθρωποι, από ένα ελληνικό πληθυσμό που δεν ξεπερνούσε παγκύπρια τις 30.000 χιλιάδες. Πρωταγωνιστής της εξέγερσης ήταν ο Νικόλαος Θησέας μαζί με άλλους Κύπριους που πολέμησαν στην Έλλαδα. Ένας από αυτούς ήταν ο μοναχός Ιωαννίκιος που κινήθηκε στην Καρπασία. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Ιωαννίκιος είχε βρεθεί και εκπαιδευτεί στη Λάρνακα για ένα και πλέον μήνα, μαζί με τον Θεοφύλακτο Θησέα.
Επί κεφαλής του πλήθους, ο Νικόλαος Θησέας βάδισε προς τα προξενεία της Λάρνακας, ζητώντας από τις προξενικές αρχές την παρέμβασή τους για την ακύρωση της φορολογίας, καθώς και στον Μητροπολίτη Κιτίου Λεόντιο Β’, από τον οποίο ζητήθηκε η παρέμβασή του, για να αλλάξει στάση ο Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος, που είχε ταχθεί το μέρος του Τούρκου διοικητή για την πληρωμή των φόρων.
Πολλοί ιστορικοί της Τουρκοκρατίας πιστεύουν ότι ο σκοπός των αδελφών Θησέα πέρα από την ακύρωση της φορολογίας, ήταν η αποτίναξη της τουρκικής σκλαβιάς με την αρωγή της Γαλλίας μέσω του Προξένου της στη Λάρνακα, Μποτού. Οι ίδιοι ιστορικοί θεωρούν ότι η επανάσταση του Νικόλαου Θησέα το 1833, ήταν η πρώτη σύγχρονη προσπάθεια για “ανεξαρτησία” της Κύπρου, αφού η πόρτα της ενσωμάτωσης με την Ελλάδα είχε κλείσει το 1828, όταν ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί την κυπριακή αντιπροσωπεία με επικεφαλής το Λαρνακέα γιατρό Παύλο Βαλσαμάκη. Παρόμοιες προσπάθειες για “ανεξαρτησία”, είχε κάνει ο Νικόλαος Θησέας και πριν το 1833, όταν επισκέφθηκε ο ίδιος το Λονδίνο. Προσπάθειες που όμως δεν τελεσφόρησαν.
Μετά την επίτευξη του στόχου της ακύρωσης της φορολογίας, ο Θησέας, προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση και περιμένοντας τον οπλισμό που του είχε υποσχεθεί ο Γάλλος πρόξενος, οδήγησε τις τρείς χιλιάδες άοπλους άνδρες του στο Σταυροβούνι, όπου παρέμειναν τον υπόλοιπο Μάρτιο και Απρίλιο. Στο μεταξύ, η συμφωνία ειρήνης μεταξύ του Σουλτάνου και του Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου, οδήγησε στην επιστροφή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο και στη ακύρωση της αποστολής των όπλων από το εξωτερικό. Οι εξελίξεις αυτές ανάγκασαν τον Νικόλαο Θησέα να διαλύσει τις ομάδες του και να διαφύγει στη Ρόδο με την προτροπή και βοήθεια του Γάλλου πρόξενου Μποτού. Το ίδιο συνέβη και με τον Θεοφύλακτο, που κατέφυγε στην Παλαιστίνη και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ο άλλος αδελφός, ο Κυπριανός, ήταν ήδη εγκατεστήμενος στη Σύρο. Και οι τρεις έχασαν την πολύ μεγάλη περιουσία τους στην Κύπρο.
Όσον αφορά τον Γάλλο πρόξενο Μποτού, δολοφονήθηκε, μάλλον δηλητηριασμένος, λίγο μετά την αναχώρηση του Νικόλαου Θησέα. Είχε προσπαθήσει να διαψεύσει τη γαλλική ανάμειξη στα γεγονότα και να αθωώσει στα μάτια των Τούρκων τη στάση των αδελφών Θησέα στην εξέγερση, χωρίς φαίνεται να τα καταφέρει. Πολλοί Κύπριοι είχαν παράπονα από τη Γαλλία και τον πρόξενο της, γιατί με την στάση τους, βρέθηκαν εκτεθειμένοι στις αντεκδικήσεις των Τούρκων.
Ο Νικόλαος Θησέας αφού περιπλανήθηκε μέχρι το 1839, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου διορίστηκε ως πρώτος πρόξενος της χώρας στη Βηρυτό. Μετά από κάποια χρόνια επέστρεψε στη Αθήνα. Με επιστολή που έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο το 1849, πρόσφερε δέκα υποτροφίες σε Κύπριους για να σπουδάσουν με δικά του έξοδα στην Αθήνα. Πέθανε το 1854 από χολέρα.
Όσον αφορά την εξέγερση στη Καρπασία και την Πάφο καταπνίγηκαν και οι δύο στο αίμα. Νεότερα ιστορικά στοιχεία, ανατρέπουν τη γνώση που είχαμε για τον μοναχό Ιωαννίκιο, ότι δηλαδή συνελήφθη τον Αύγουστο του 1833 και υπέστη στη Λευκωσία τον δι’ ανασκοπολισμού θάνατο [παλούκωμα]. Σύμφωνα με νεότερα έγγραφα που δημοσιεύτηκαν, ο Ιωαννίκιος διέφυγε το 1833 τη σύλληψη. Συνελήφθη στις 18/5/1839 κατά την επιστροφή του από το Φλαμούδι στο Δαυλό. Οι Τούρκοι που όλα αυτά τα χρόνια τον καταζητούσαν, τον έδεσαν πισθάγκωνα και τον οδήγησαν κοντά στην περιοχή Κορωνιά, σ’ ένα ψηλό βράχο που ονομάζεται “τα λιχάρκα [λιθάρια] του Κονόμου“, 1 χλμ. νοτιοδυτικά του Κάστρου της Καντάρας. Από εκεί τον γκρέμισαν δύο φορές μέχρι να πεθάνει. Τον έθαψαν οι συνμοναχοί του στο μοναστήρι του, του Αγίου Νικολάου του Δαυλού, εκεί που υπηρέτησε το Θεό επί σειρά ετών, ως οικονόμος του μοναστηριού.
Τέλος ο Γκιαούρ Ιμάμης που είχε διαφύγει στην Αίγυπτο, όταν επέστρεψε αργότερα στην Κύπρο, πιάστηκε και αποκεφαλίστηκε.
Πρέπει να τονίσουμε ότι, το κίνημα του 1833, ήταν η τελευταία προσπάθεια που έγινε για την ελευθερία της Κύπρου την περίοδο της τουρκοκρατίας, μέχρι την κατάληψη του νησιού από τους Άγγλους το 1878. Οι επόμενες μεγάλες εξεγέρσεις που θα ακολουθήσουν, ήταν τα Οκτωβριανά του 1931 (βλέπε, θέμα:[32]-κατηγ., πολιτικά δρώμενα) και ο αγώνας της ΕΟΚΑ του 1955.
Πηγές: 1. Άντρος Παυλίδης, Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια [Μ.Κ.Ε.], τόμ. 6, σσ.34-38, Φιλοκυπρός, Λευκωσία 1987 2. Αλέξης Μιχαηλίδης, Η Τουρκοκρατία στη Λάρνακα, Λάρνακα 2010. 3. Χάρης Χριστοδούλου, Κυπριακαί Σπουδαί, Τόμος ΞΔ΄-ΞΕ΄, 2000-2001, Λευκωσία 2003 [η μελέτη αναφέρεται στα νέα στοιχεία τα σχετικά με το μοναχό Ιωαννίκιο]. 4. Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Πρακτικά του Δευτέρου Διεθνούς Κυπριολογικού Συνεδρίου [Λευκωσία, 20-25 Απριλίου 1982], τόμ. Γ΄, Λευκωσία 1987.
στη φωτογραφια: Πίνακας αγνώστου ζωγράφου που φέρει τον τίτλο “η ανατολή μιας καλύτερης μέρας”. Εικάζεται ότι ζωγραφίστηκε και ανατυπώθηκε στη Γαλλία, με παραγγελία του Νικόλαου Θησέα. Εικάζεται ακόμα, ότι, στη μορφή του καπετάνιου, προσωπογραφείται ο ίδιος ο Νικόλαος Θησέας. Στο βάθος του πίνακα δεξιά, η Λάρνακα και το Σταυροβούνι. Το τρικάταρτο καράβι αριστερά, συμβολίζει την Άγια Τριάδα
larnacainhistory.wordpress.com
======ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και η 9η Ιουλίου 182124grammata.com/ ιστορία
Tο 1833, σημειώθηκαν στην Κύπρο τρεις συντονισμένες, σχεδόν ταυτόχρονες, εξεγέρσεις: η πρώτη υπό το Νικόλαο Θησέα [πρώην αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης του 1821] με επίκεντρο την περιοχή Λάρνακας, Αγίου Γεωργίου Κοντού και Σταυροβουνίου. Η δεύτερη υπό τον καλόγερο Ιωαννίκιο Λαζιμάνο από τον Άγιο Ηλία Καρπασίας με επίκεντρο την Καρπασία και η τρίτη, στην επαρχία Πάφου με συμμετοχή Ελλήνων και Τούρκων υπό την αρχηγία του Γκιαούρ Ιμάμη. Τα κινήματα αυτά είχαν οικονομικά, πολιτικά και εθνικοαπελευθερωτικά κίνητρα.
Πιο συγκεκριμένα, ο Γκιαούρ Ιμάμης φαίνεται ότι είχε υποκινηθεί και υποβοηθηθεί από τον ηγεμόνα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι [ήταν Γενίτσαρος από την Καβάλα], που βρισκόταν την εποχή εκείνη σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία και εποφθαλμιούσε την Κύπρο και την Κρήτη. Ο Γκιαούρ Ιμάμης γνώριζε καλά τόσο τον Ιωαννίκιο, όσο και τους αδελφούς Θησέα.
Η προσωπικότητα του Νικόλαου Θησέα είναι ξεχωριστή. Γεννήθηκε στην Κύπρο αρχές του 19ου αιώνα. Είχε τέσσερα αδέλφια, τον Λεόντιο, τον Κυπριανό που ήταν ο κύριος μέτοχος της εταιρείας Κυπριανός Θησεύς και Σια στη Λάρνακα, τον Θεοφύλακτο, έμπορα και αργότερα αρχιμανδρίτη και τη Μαρίτσα. Θείος των Θησεών, ήταν ο εθνομάρτυρας, Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός. Το 1815 βρίσκεται εγκατεστημένος στη Μασσαλία, όπου ως έμπορος εισάγει στη Γαλλία προϊόντα από την Κύπρο και τη Συρία [κρασιά, λάδι, αραβικά άλογα κ.ά]. Από διάφορες ιστορικές πηγές φαίνεται ότι ήταν πολύ μορφωμένος, δίδασκε δε κατά διαστήματα στη σχολή της Τεργέστης. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και τούρκικα.
Ενώ ήταν στη Μασσαλία συνδέθηκε στενά με τη Φιλική Εταιρεία και το Ελληνόφωνο Ξενοδοχείο, που αποτελούσε την πρόδρομη οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας στη Γαλλία. Η οργάνωση αυτή είχε αποστείλει μέχρι το 1814, 40.000 χιλιάδες τουφέκια στην Ελλάδα. Η Φιλική Εταιρεία είχε αναθέσει στο Θησέα, το έργο της στρατολόγησης Ελλήνων και Γάλλων εθελοντών που θα στέλλονταν στη επαναστατημένη Ελλάδα. Ο ίδιος πρόσφερε πολλά χρήματα για την προετοιμασία της Ελληνικής επανάστασης, ενώ μαζί με άλλους εμπόρους της Μασσαλίας πήγε στην Ελλάδα για να πολεμήσει, αφήνοντας πίσω του, περιουσία, εμπόριο και σχολεία. Η πολεμική και εθνική δράση του Νικόλαου Θησέα στην Έλλαδα ήταν πολύπλευρη. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, όπως στο Ναύπλιο και στο Μοριά, πολεμώντας κατά του Ιμπραήμ. Ήταν υπασπιστής του Δημήτριου Υψηλάντη, είχε δε στενούς δεσμούς με την ηγεσία, όπως τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Μετά το τέλος της επανάστασης, επέστρεψε στη Μασσαλία όπου επαναδραστηριοποιήθηκε ξανά στο εμπόριο
Το 1821, λίγο μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ο άλλος του αδελφός, ο Θεοφύλακτος, ήρθε στην Κύπρο και κυκλοφόρησε στη Λάρνακα -παρά τις αντιρρήσεις του θείου του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού-, την επαναστατική εγκύκλιο της Φιλικής Εταιρείας. Στις 9 του Απρίλη, οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα και τον αδελφό του Λεόντιο, για να πάρουν πληροφορίες για τη δράση του Θεοφύλακτου. Οι δύο άνδρες δεν λύγισαν. Πέθαναν από τα βασανιστήρια που τους είχε υποβάλει ο τούρκος κυβερνήτης Κουτσιούκ Μεχμέτ.
Το 1832-33, οι αδελφοί Θησέα εμφανίστηκαν στη Λάρνακα για να διεκδικήσουν την περιουσία του πατέρα τους και του θείου τους, Αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Οι περιουσίες είχαν δημευθεί από το σφαγέα της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ, μετά το αιματοκύλισμα του Ιουλίου του 1821. Και ενώ ο Σουλτάνος είχε διατάξει την επιστροφή των δημευθεισών περιουσιών στους νόμιμους και νομιμόφρονες ιδιοκτήτες, η τροπή των γεγονότων οδήγησε στη εξέγερση του 1833.
Συγκεκριμένα: την 1η Μαρτίου 1833, ο νέος κυβερνήτης Σαΐτ Μεχμέτ απαίτησε τη συλλογή των καθυστερημένων φόρων, που λίγο πριν είχαν διαγραφεί με δική του απόφαση. Η επαναφορά των φόρων προκάλεσε κοινωνική αναταραχή με επίκεντρο τη Λάρνακα. Τις επόμενες μέρες έγιναν μεγάλες συγκεντρώσεις στη Λάρνακα και Λευκωσία. Η μεγαλύτερη έγινε έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Κοντού. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, στη συγκέντρωση εκείνη συμμετείχαν επτά με οκτώ χιλιάδες άνθρωποι, από ένα ελληνικό πληθυσμό που δεν ξεπερνούσε παγκύπρια τις 30.000 χιλιάδες. Πρωταγωνιστής της εξέγερσης ήταν ο Νικόλαος Θησέας μαζί με άλλους Κύπριους που πολέμησαν στην Έλλαδα. Ένας από αυτούς ήταν ο μοναχός Ιωαννίκιος που κινήθηκε στην Καρπασία. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Ιωαννίκιος είχε βρεθεί και εκπαιδευτεί στη Λάρνακα για ένα και πλέον μήνα, μαζί με τον Θεοφύλακτο Θησέα.
Επί κεφαλής του πλήθους, ο Νικόλαος Θησέας βάδισε προς τα προξενεία της Λάρνακας, ζητώντας από τις προξενικές αρχές την παρέμβασή τους για την ακύρωση της φορολογίας, καθώς και στον Μητροπολίτη Κιτίου Λεόντιο Β’, από τον οποίο ζητήθηκε η παρέμβασή του, για να αλλάξει στάση ο Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος, που είχε ταχθεί το μέρος του Τούρκου διοικητή για την πληρωμή των φόρων.
Πολλοί ιστορικοί της Τουρκοκρατίας πιστεύουν ότι ο σκοπός των αδελφών Θησέα πέρα από την ακύρωση της φορολογίας, ήταν η αποτίναξη της τουρκικής σκλαβιάς με την αρωγή της Γαλλίας μέσω του Προξένου της στη Λάρνακα, Μποτού. Οι ίδιοι ιστορικοί θεωρούν ότι η επανάσταση του Νικόλαου Θησέα το 1833, ήταν η πρώτη σύγχρονη προσπάθεια για “ανεξαρτησία” της Κύπρου, αφού η πόρτα της ενσωμάτωσης με την Ελλάδα είχε κλείσει το 1828, όταν ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί την κυπριακή αντιπροσωπεία με επικεφαλής το Λαρνακέα γιατρό Παύλο Βαλσαμάκη. Παρόμοιες προσπάθειες για “ανεξαρτησία”, είχε κάνει ο Νικόλαος Θησέας και πριν το 1833, όταν επισκέφθηκε ο ίδιος το Λονδίνο. Προσπάθειες που όμως δεν τελεσφόρησαν.
Μετά την επίτευξη του στόχου της ακύρωσης της φορολογίας, ο Θησέας, προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση και περιμένοντας τον οπλισμό που του είχε υποσχεθεί ο Γάλλος πρόξενος, οδήγησε τις τρείς χιλιάδες άοπλους άνδρες του στο Σταυροβούνι, όπου παρέμειναν τον υπόλοιπο Μάρτιο και Απρίλιο. Στο μεταξύ, η συμφωνία ειρήνης μεταξύ του Σουλτάνου και του Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου, οδήγησε στην επιστροφή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο και στη ακύρωση της αποστολής των όπλων από το εξωτερικό. Οι εξελίξεις αυτές ανάγκασαν τον Νικόλαο Θησέα να διαλύσει τις ομάδες του και να διαφύγει στη Ρόδο με την προτροπή και βοήθεια του Γάλλου πρόξενου Μποτού. Το ίδιο συνέβη και με τον Θεοφύλακτο, που κατέφυγε στην Παλαιστίνη και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ο άλλος αδελφός, ο Κυπριανός, ήταν ήδη εγκατεστήμενος στη Σύρο. Και οι τρεις έχασαν την πολύ μεγάλη περιουσία τους στην Κύπρο.
Όσον αφορά τον Γάλλο πρόξενο Μποτού, δολοφονήθηκε, μάλλον δηλητηριασμένος, λίγο μετά την αναχώρηση του Νικόλαου Θησέα. Είχε προσπαθήσει να διαψεύσει τη γαλλική ανάμειξη στα γεγονότα και να αθωώσει στα μάτια των Τούρκων τη στάση των αδελφών Θησέα στην εξέγερση, χωρίς φαίνεται να τα καταφέρει. Πολλοί Κύπριοι είχαν παράπονα από τη Γαλλία και τον πρόξενο της, γιατί με την στάση τους, βρέθηκαν εκτεθειμένοι στις αντεκδικήσεις των Τούρκων.
Ο Νικόλαος Θησέας αφού περιπλανήθηκε μέχρι το 1839, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου διορίστηκε ως πρώτος πρόξενος της χώρας στη Βηρυτό. Μετά από κάποια χρόνια επέστρεψε στη Αθήνα. Με επιστολή που έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο το 1849, πρόσφερε δέκα υποτροφίες σε Κύπριους για να σπουδάσουν με δικά του έξοδα στην Αθήνα. Πέθανε το 1854 από χολέρα.
Όσον αφορά την εξέγερση στη Καρπασία και την Πάφο καταπνίγηκαν και οι δύο στο αίμα. Νεότερα ιστορικά στοιχεία, ανατρέπουν τη γνώση που είχαμε για τον μοναχό Ιωαννίκιο, ότι δηλαδή συνελήφθη τον Αύγουστο του 1833 και υπέστη στη Λευκωσία τον δι’ ανασκοπολισμού θάνατο [παλούκωμα]. Σύμφωνα με νεότερα έγγραφα που δημοσιεύτηκαν, ο Ιωαννίκιος διέφυγε το 1833 τη σύλληψη. Συνελήφθη στις 18/5/1839 κατά την επιστροφή του από το Φλαμούδι στο Δαυλό. Οι Τούρκοι που όλα αυτά τα χρόνια τον καταζητούσαν, τον έδεσαν πισθάγκωνα και τον οδήγησαν κοντά στην περιοχή Κορωνιά, σ’ ένα ψηλό βράχο που ονομάζεται “τα λιχάρκα [λιθάρια] του Κονόμου“, 1 χλμ. νοτιοδυτικά του Κάστρου της Καντάρας. Από εκεί τον γκρέμισαν δύο φορές μέχρι να πεθάνει. Τον έθαψαν οι συνμοναχοί του στο μοναστήρι του, του Αγίου Νικολάου του Δαυλού, εκεί που υπηρέτησε το Θεό επί σειρά ετών, ως οικονόμος του μοναστηριού.
Τέλος ο Γκιαούρ Ιμάμης που είχε διαφύγει στην Αίγυπτο, όταν επέστρεψε αργότερα στην Κύπρο, πιάστηκε και αποκεφαλίστηκε.
Πρέπει να τονίσουμε ότι, το κίνημα του 1833, ήταν η τελευταία προσπάθεια που έγινε για την ελευθερία της Κύπρου την περίοδο της τουρκοκρατίας, μέχρι την κατάληψη του νησιού από τους Άγγλους το 1878. Οι επόμενες μεγάλες εξεγέρσεις που θα ακολουθήσουν, ήταν τα Οκτωβριανά του 1931 (βλέπε, θέμα:[32]-κατηγ., πολιτικά δρώμενα) και ο αγώνας της ΕΟΚΑ του 1955.
Πηγές: 1. Άντρος Παυλίδης, Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια [Μ.Κ.Ε.], τόμ. 6, σσ.34-38, Φιλοκυπρός, Λευκωσία 1987 2. Αλέξης Μιχαηλίδης, Η Τουρκοκρατία στη Λάρνακα, Λάρνακα 2010. 3. Χάρης Χριστοδούλου, Κυπριακαί Σπουδαί, Τόμος ΞΔ΄-ΞΕ΄, 2000-2001, Λευκωσία 2003 [η μελέτη αναφέρεται στα νέα στοιχεία τα σχετικά με το μοναχό Ιωαννίκιο]. 4. Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Πρακτικά του Δευτέρου Διεθνούς Κυπριολογικού Συνεδρίου [Λευκωσία, 20-25 Απριλίου 1982], τόμ. Γ΄, Λευκωσία 1987.
στη φωτογραφια: Πίνακας αγνώστου ζωγράφου που φέρει τον τίτλο “η ανατολή μιας καλύτερης μέρας”. Εικάζεται ότι ζωγραφίστηκε και ανατυπώθηκε στη Γαλλία, με παραγγελία του Νικόλαου Θησέα. Εικάζεται ακόμα, ότι, στη μορφή του καπετάνιου, προσωπογραφείται ο ίδιος ο Νικόλαος Θησέας. Στο βάθος του πίνακα δεξιά, η Λάρνακα και το Σταυροβούνι. Το τρικάταρτο καράβι αριστερά, συμβολίζει την Άγια Τριάδα
larnacainhistory.wordpress.com
======ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ
ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΚΟΚΚΙΝΟΦΤΑ*
Στα τέλη της δεκαετίας του 1810, ο Aρχιεπίσκοπος Kυπριανός και άλλοι επιφανείς κληρικοί και προύχοντες του νησιού μυήθηκαν στη Φιλική Eταιρεία και στις δραστηριότητές της. Oι πολλαπλές δυσχέρειες, όμως, που πήγαζαν από τη μεγάλη απόσταση της Kύπρου από τις περιοχές της επικείμενης εξέγερσης και ειδικά η εγγύτητά της προς την Aίγυπτο και τη Συρία, όπου υπήρχαν συμπαγείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί και μεγάλη συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων, η άμεση μεταφορά των οποίων στο νησί θα οδηγούσε σε ανώφελη αιματοχυσία, συνέτειναν ώστε να μη συμπεριληφθεί στον κεντρικό επαναστατικό σχεδιασμό.
Παρά το γεγονός ότι στην Kύπρο δεν εκδηλώθηκε ένοπλη εξέγερση, οι τοπικές Aρχές εφάρμοσαν σειρά από μέτρα, που αποσκοπούσαν στον αποκεφαλισμό της εκκλησιαστικής και πολιτικής ηγεσίας, και στον εκφοβισμό του πληθυσμού. Tα γεγονότα που ακολούθησαν αποτελούν την τραγικότερη πτυχή των μεγάλων δοκιμασιών του Eλληνισμού της Kύπρου, κατά τη διάρκεια των χρόνων της Tουρκοκρατίας. Oι εκκλησιαστικοί ηγέτες, με επικεφαλής τον Aρχιεπίσκοπο Kυπριανό και τους τρεις Mητροπολίτες Kιτίου Mελέτιο, Πάφου Xρύσανθο και Kυρηνείας Λαυρέντιο, καθώς και μεγάλος αριθμός προκρίτων εκτελέστηκαν και οι περιουσίες τους δημεύθηκαν. «Όταν το 1822 πέρασα για τελευταία φορά από τη Λάρνακα», έγραφε ο Σουηδός περιηγητής Γιάκοπ Mπέργκρεν, «ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού είχε περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό, που πολλά μεγαλοχώρια ήταν εντελώς ακατοίκητα. Tα στρατεύματα του Mουχασίλη δεν άφησαν ψυχή ζωντανή παντού απ’ όπου πέρασαν..... H Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν έρημα και πιτσιλισμένα με αίμα».
Eξέχουσα μορφή των τραγικών εκείνων ημερών υπήρξε ο Aρχιεπίσκοπος Kυπριανός, ο οποίος ενήργησε με υπευθυνότητα φιλόπατρη ηγέτη και πνευματικού πατέρα, προσπαθώντας να κρατήσει λεπτές ισορροπίες, υποστηρίζοντας από τη μια την επανάσταση στην Eλλάδα και προστατεύοντας, με τις ενέργειές του, τον ντόπιο πληθυσμό από την άλλη. O ρόλος του υπήρξε άκρως τραγικός, αφού ενδόμυχα γνώριζε ότι δεν θα απέφευγε το μαρτύριο. Πιθανότατα μπορούσε να σώσει την πρόσκαιρη ύπαρξή του αν αποφάσιζε να διαφύγει ή ακόμη και να εξομώσει, όπως έπραξαν μερικοί από τους προγραφέντες.
Tις τελευταίες συγκλονιστικές στιγμές του Kύπριου Aρχιεπισκόπου περιέγραψε ο Άγγλος περιηγητής Tζον Kάρνε, ο οποίος τον επισκέφθηκε μερικές ημέρες πριν από την εκτέλεσή του. Όπως σημειώνει, όταν τον ρώτησε γιατί δεν μεριμνούσε για τη σωτηρία του, αφού η πολιτική κατάσταση ήταν τεταμένη και η ζωή του απειλείτο, ο μάρτυρας Aρχιεπίσκοπος του δήλωσε ότι θα παρέμενε για να προσφέρει κάθε δυνατή προστασία στους κινδυνεύοντες χριστιανούς και πως είχε αποφασίσει, αν χρειαζόταν, να θυσιασθεί μαζί τους. Xρόνια αργότερα, ο Bασίλης Mιχαηλίδης, στο ποίημά του «H 9η Iουλίου 1821», απέδωσε πολύ εύγλωττα την απόφαση αυτή του Kυπριανού, ο οποίος, απευθυνόμενος στον καλόψυχο Tούρκο Kιόρογλου, που τον προέτρεπε να ενεργήσει για τη σωτηρία του, δικαιολογεί την παραμονή του με τους στίχους: «Δεν φεύκω, Kιόρογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου / εν να γενή θανατικόν εις τους Pωμιούς του τόπου».
Σύμφωνα με τον Kάρνε, ο οποίος άντλησε τις πληροφορίες του από αυτόπτες μάρτυρες, ο Kύπριος Aρχιεπίσκοπος οδηγήθηκε στο μαρτύριο, δεικνύοντας ασύνηθες θάρρος και μοναδική αξιοπρέπεια. Mε τη θυσία του τίμησε τη Pωμιοσύνη, καταξίωσε την ελληνική του ταυτότητα και δικαίωσε τη χριστιανική του πίστη. Σεμνά, ταπεινά και με αξιοπρέπεια, χωρίς να επιδιώξει τον οίκτο κανενός, προχώρησε γαλήνιος προς τον θάνατο και την αθανασία.
O εβραϊκής καταγωγής προτεστάντης Iωσήφ Γουόλφ, ο οποίος αφίχθη στη Λευκωσία λίγες ημέρες μετά τα τραγικά γεγονότα της 9ης Iουλίου, παρέχει τη συγκλονιστική πληροφορία για πρόταση στον Kυπριανό να ασπαστεί τον Ισλαμισμό και να του χαριστεί η ζωή. Όπως σημειώνει, ο Kύπριος Aρχιεπίσκοπος απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη τα όσα του προτάθηκαν και προσήλθε στο μαρτύριο με τις φράσεις «Kύριε ελέησον, Xριστέ ελέησον», διδάσκοντας με το παράδειγμα της θυσίας του το μεγαλείο και την αλήθεια της χριστιανικής πίστης.
O Kυπριανός υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αρχιερείς των χρόνων της Tουρκοκρατίας. Aσχολήθηκε με τα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα της εποχής του, διαχειρίστηκε με επιτυχία τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Eκκλησία, και επέφερε τη γαλήνη και τη σταθερότητα στους κόλπους της.
* Ερευνητής του Κέντρου Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου
(Το κείμενο αυτό αποτελεί μέρος εκτενούς μελέτης που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα http://oprotoklitos.blogspot.com/)
Πηγή: http://www.sigmalive.com/
==========
ΤΟ 1821 ΚΑΙ Η ΚΥΠΡΟΣ
Κωνσταντῖνος Χολέβας Πολιτικός Ἐπιστήµων
"Ἡ πατρίς µου, ἀδελφοί, εἶναι ἡ Κύπρος, καί αὐτή νῆσος τῆς Ἑλλάδος. Ἀνεκδιήγητα εἶναι τά δεινά καί αἱ τυραννίαι ὅσας ὑποφέρει ἀπό τούς ἐχθρούς βαρβάρους ἡ δυστυχής αὕτη νῆσος. Λάβετε, λοιπόν, εὐσπλαχνίαν διά ἀθλίους ἀδελφούς καί ἐνεργήσατε εἰς τοῦτο διά τό ὁποῖον σᾶς παρακαλῶ, καθώς καί διά τήν ἐλευθερίαν της, καί θέλετε ἔχει τήν µέν ἀνταµοιβήν παρά Θεοῦ, τόν δέ ἔπαινον ἀπ' ὅλην τήν Ἑλλάδα καί δι' αἰῶνας εὐγνώονας τούς δυστυχεῖς Κυπρίους. Ὁ παντοδύναµος Θεός νά σᾶς ἐνδυναµώνῃ καί νά σᾶς δίδῃ τά τρόπαια κατά τῶν ἀγρίων ἐχθρῶν, ὅπως διά τιµήν τοῦ Γένους µας, ὁµογενεῖς, φίλτατοι, τό ὁποῖον θέλει παραδώσει τά ἔνδοξα ὀνόατά σας εἰς τῶν ἐπερχοένων γενεῶν τήν εὐλογίαν. Εἴθε, εἴθε, γένοιτο, Θεέ βασιλεῦ" ! Αὐτά ἔγραφε µεταξύ ἄλλων στίς 3 Ἰουλίου 1821 ὁ Κύπριος ἀγωνιστής Κυπριανός Θησεύς ἀπευθυνόµενος πρός τούς δηµογέροντες τῆς ἐπαναστατηµένης Ὕδρας καί πρός τόν Δηµήτριο Ὑψηλάντη. Ὁ Κυπριανός ἦταν ἀδελφός δύο ἄλλων Κυπρίων ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, τοῦ Νικολάου Θησέως καί τοῦ Ἀρχιµανδρίτου Θεοφίλου Θησέως, τά δέ λόγια του καταδεικνύουν τήν ἑλληνικότητα τῆς Κυπριακῆς ψυχῆς καί τόν Πανελλήνιο χαρακτῆρα τῆς Ἐθνεγερσίας. Ἡ Κύπρος τήν ἐποχή ἐκείνη δέν µποροῦσε νά ἐξεγερθεῖ , διότι στίς κοντινές ἀκτές τῆς Συρίας, Τουρκίας καί Αἰγύπτου στρατοπέδευαν πολυάριθµα στίφη Ὀθωµανῶν στρατιωτῶν καί ἦταν ἄµεσος ὁ κίνδυνος σφαγῆς τοῦ πληθυσοῦ σέ περίπτωση ἐπαναστατικοῦ κινήµατος. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός συµφώνως πρός τά ἱστορικά δεδοµένα εἶχε ἀλληλογραφία µέ τόν Ἀλ. Ὑψηλάντη, ὅταν προετοιµαζόταν ἡ Ἐπανάσταση, καί ὁ ἴδιος, ὅπως καί ἄλλοι κληρικοί καί προύχοντες τῆς νήσου υήθηκαν στήν Φιλική Ἑταιρία ἀπό µέλη της πού ἦλθαν στήν Κύπρο εἰδικά γι' αὐτόν τόν σκοπό τό 1818. Μεταξύ αὐτῶν ἦσαν ὁ Στέργιος Χατζηκώστας ἤ Χατζηστέργιος καί ὁ Δηµήτριος Ὕπατρος, πού µύησαν τόν Κυπριανό. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός ἐξήγησε στά µέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ἡ Κύπρος δέν ἦταν δυνατόν νά ἐπαναστατήσει. Οἱ λόγοι αὐτοί θεωρήθηκαν σοβαροί καί ἔτσι ἡ µεγάλη Συνέλευση τῆς ἑταιρίας, ἡ ὁποία πραγµατοποιήθηκε τήν 1η Ὀκτωβρίου 1821 στό Ἰσµαήλιο ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη, ἀπεφάσισε ὅτι ἡ Κύπροςθά συµβάλει στόν Ἀγῶνα µόνον µέ χρηµατική βοήθεια. Τά µέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας πού ἦλθαν στήν Κύπρο δέν ἔειναν στήν
2
Ἀρχιεπισκοπή, ἀλλά στό κτίριο τῆς Ἑλληνικῆς Σχολῆς, τήν ὁποία ἵδρυσε τό 1812 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός. Ἦταν ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό Ἀρχιεπισκοπή, στόν χῶρο ακριβῶς πού βρίσκεται σήµερα τό Παγκύπριο Γυµνάσιο, καί ἐπικοινωνοῦσε µέ τήν Ἀρχιεπισκοπή µέ ιά ὑπόγεια σήραγγα. Παρά τά καθορισθέντα ὅτι ἡ Κύπρος θά προσέφερε στόν Ἀγῶνα µόνον χρήµατα, πολλοί Κύπριοι ἦλθαν κρυφά στήν Ἑλλάδα καί πότισαν µέ τό αἷµα τους τό δένδρο τῆς Ἐλευθερίας. Μερικοί ἀπ' αὐτούς ἔφυγαν µέ τόν Κανάρη, ὅταν ἐκεῖνος διαφεύγοντας από τήν Αἴγυπτο προσορµίσθηκε γιά ἀνεφοδιασµό σέ ἕνα µικρό λιµανάκι κοντά στήν Λάπηθο τῆς Βορείου Κύπρου. Τότε οἱ κάτοικοι τῆς κατεχόενης σήερα περιοχῆς προσέφεραν πολλά χρήµατα καί τρόφιµα στόν Ψαριανό πυρπολητή. Μεταξύ τῶν Κυπρίων ἀγωνιστῶν πού ἔδρασαν στόν ἑλλαδικό χῶρο τό 1821 περιλαµβάνονται καί οἱ προαναφερθέντες τρεῖς ἀδελφοί µέ τό οἰκογενειακό ἐπίθετο Θησεύς. Μάλιστα ὁ Ἀρχιµανδρίτης Θεόφιλος Θησεύς ἔφθασε στόν βαθµό τοῦ ἀρχιστρατήγου τῶν ἐπαναστατῶν. Σέ ἕνα κατάλογο πού ἑτοίµασε ὁ ἱστοριοδίφης Θάνος Βαγενᾶς περιλαµβάνονται ἐπίσης πολλά ὀνόµατα Κυπρίων ἐθελοντῶν πού πολέµ ησαν γιά τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος. Σ' αὐτούς συγκαταλέγονται ὁ ἈβραάΘεοχάρης, ὁ Ἀντωνίου Μιχαήλ, ὁ Βασιλειάδης Χριστόδουλος, ὁ Γεωργίου Σπῦρος, ὁ Κυπραῖος Γεώργιος κ.ἄ. Ἐπίσης Γιάννης Πασαπόρτης πού ἔλαβε µέρος στήν ἡρωική Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου, ὁ Σολοµών Μάρκου πού πολέµησε στό πλευρό τοῦ Ναυάρχου Τοπάζη, ὁ Γεώργιος Κυπριώτης πού ἦταν µπουρλοτιέρης καί χάθηκε στή Ναυµαχία τοῦ Καφηρέως. Πολλοί πού ἐπέζησαν τῶν αχῶν ἔµειναν στό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους στήν Ἑλλάδα, ὅπως ὁ Σταυρινός πού ἔφθασε στόν βαθµό τοῦ ταγµατάρχου Χωροφυλακῆς. Ἐξ ἄλλου στρατηγός Μακρυγιάννης στά Ἀπονηµονεύατά του ἀναφέρει τό ὄνοµα ἑνός γενναίου Κυπρίου, τοῦ Μιχαήλ Κυπραίου, πού ἦταν κολυµβητής ταχυδρόµος, καί ἔπεσε στήν µάχη τῶν Μύλων, κοντά στό Ναύπλιο, τό 1825. Οἱ ἐπαναστατικές προκηρύξεις πού µοίρασε στήν Λάρνακα ὁ Ἀρχιµανδρίτης Θεόφιλος Θησεύς τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1821 ἔπεσαν δυστυχῶς στά χέρια τῶν Τούρκων καί ὁ ξακουστός γιά τήν ἀγριότητα διοικητής τοῦ νησιοῦ Κιουτσούκ Μεχµέτ ἀπεφάσισε νά καταπνίξει βιαίως κάθε προσπάθεια ἐξεγέρσεως. Μέ δόλιο τρόπο κάλεσε στήν Λευκωσία, δῆθεν γιά κάποιες ἀνακοινώσεις, τούς Ἐπισκόπους, τούς ἡγουµένους καί τούς προκρίτους τοῦ Κυπριακοῦ Ἑλληνισµοῦ. Ἐκεῖ ἀνεκοίνωσε ὅτι καταδικάζονται ὅλοι σέ θάνατο καί οἱ περιουσίες τους δηµεύονται. Ἐκ τῶν 486 συλληφθέντων γλύτωσαν τόν θάνατο µόνο 40, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν νά ἀλλαξοπιστήσουν. Ἐπίσης ὁ Ἐπίσκοπος Τριυθοῦντος Σπυρίδων διέφυγε τήν
3
σύλλυψη µαζί µέ λίγους ἀκόµη προκρίτους, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν σέ προξενεῖα ξένων δυνάµεων στήν Λάρνακα. Ἡ εγάλη σφαγή ἄρχισε τήν 9η Ἰουλίου στήν κεντρική πλατεῖα τῆς παλαιᾶς Λευκωσίας καί ὁλοκληρώθηκε µετά ἀπό πέντε ἡµέρες. Ἡ µαρτυρική Μεγαλόνησος Κύπρος πλήρωσε βαρύ φόρο αἵατος στόν κοινό ἀγῶνα τοῦ Γένους γιά τήν Ἐλευθερία, ὅπως συγκινητικά ἀφηγεῖται ὁ Κύπριος ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης στό περίφηµο ποίηµά του "ἡ 9η Ἰουλίου 1821 ἐν Λευκωσίᾳ Κύπρου" . Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός τίµησε τό ράσο του ὡς πραγµατικός Ἐθνάρχης. Ἀρνήθηκε τίς προτάσεις φίλων Τούρκων νά τόν φυγαδεύσουν καί ίλησε µέ παρρησία στόν αἱµοβόρο Κιουτσούκ Μεχµέτ. . "Ἡ Ρωµηοσύνη ἔν φυλή συνότζιαιρη (συνοµήλικη) τοῦ κόσµου κανένας δέν εὑρέθηκε γιά νά τήν ἰξιλείψη (ἐξαφανίσει) γιατί σιέπει την (προστατεύει) πού τἄψη ὁ Θεός µου ἡ Ρωµηοσύνη ἐν νά χαθῆ ὅντας ὁ κόσµος λείψη "! . Ὁ Κυπριανός καί ὁ διάκονός του Μελέτιος κρεµάσθηκαν στήν πλατεῖα τοῦ Σεραγιοῦ. Οἱ Μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος καί Κυρηνείας Λαυρέντιος ἀποκεφαλίσθηκαν. Στήν συνέχεια ἐθανατώθησαν οἱ ὑπόλοιποι κληρικοί καί λαϊκοί πρόκριτοι. Τά λείψανα τῶν φονευθέντων κληρικῶν βρίσκονται σήµερα θαµένα σέ εἰδικό µνηµεῖο µπροστά στό Ναό τῆς Φανερωµένης στήν Λευκωσία. Θά ἦταν παράλειψη ἄν δέν ἀναφερόµασταν καί στήν ἀγωνιστική µορφή τοῦ Κυπρίου Φιλικοῦ Χαραλάµπους Μάλη, ὁ ὁποῖος διετέλεσε γραατεύς Πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἀνθείου καί ἀργότερα δάσκαλος στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Μάλης κατέβαλε µεγάλες προσπάθειες γιά νά πείσει τήν Κυβέρνηση τῶν ἐπαναστατηµένων Ἑλλήνων νά ἀναλάβει ἐκστρατεία γιά ἀπελευθέρωση τῆς Κύπρου. Μάλιστα τόν Μάρτιο τοῦ 182 διορίσθηκε Γενικός Γραµατεύς τοῦ Ὑπουργείου Θρησκείας τῆς Κυβερνήσεως αὐτῆς. Τό 1825 πρότεινε στόν Ἀλ. Μαυροκορδάτο νά ὀργανωθεῖ ἐξέγερση τῶν Ἑλλήνων Κυπρίων καί τῶν Ἀράβων κατοίκων τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, στούς ὁποίους διέκρινε ἔντονα ἀντιτουρκικά αἰσθήµατα. Τό ἐπιχείρηµά του ἦταν ὅτι ἔτσι οἱ ἐπαναστατηµένοι Ἕλληνες θά προκαλοῦσαν σοβαρό ἀντιπερισπασµό στίς δυνάµεις τοῦ Τούρκου Σουλτάνου. Ὁ Μαυροκορδάτος ἔστειλε τόν Μάλη αζί µέ δύο ὁπλαρχηγούς γιά νά συζητήσουν τό θέµα µέ τούς Ὀρθοδόξους ἐκλησιαστικούς ἡγέτες τοῦ Λιβάνου καί τῆς Συρίας. Τά πορίσατα τῆς ἐπιτόπιας ἔρευνας δέν ἦσαν καθόλου ἐνθαρρυντικά καί τελικά τό σχέδιο ναυάγησε.
4
Τελειώνοντας θά ἦταν ἱστορική ἀδικία ἄν δέν τονίζαµε καί τήν θυσία πολλῶν ἄλλων Κυπρίων µαχητῶν κατά τόν ἀγῶνα τοῦ 1821 -1828, τῶν ὁποίων τά ὀνόµατα δέν εἶναι γνωστά. Μόνο στήν ἄτυχη µάχη τῶν Ἀθηνῶν τό 1827 ἑκατόν τριάντα παιδιά τῆς Κύπρου ἔδωσαν τήν ζωή τους γιά τόν κοινό Ἀγῶνα καί γιά τήν Ἐλευθερία τοῦ Ἑλληνισµοῦ. Τό ἴδιο ἔπραξαν οἱ Ἕλληνες Κύπριοι στούς Βαλκανικούς Πολέµους τό 1912 -13, καί στόν Αὐτονοµιακό Ἀγῶνα τῆς Βορείου Ἠπείρου τό 1914 καί στήν ἐπική ἐξόρµηση τοῦ 1940. Τό αἷα ὅλων αὐτῶν χύθηκε ὑπέρ Ὀρθοδοξίας Ἑλληνισµοῦ. Ἀλλά ἡ θυσία τους θά δικαιωθεῖ οὐσιαστικά µόνον ὅταν ὁ Ἑλληνισµός τῆς Κύπρου κατορθώσει νά ζήσει πραγµατικά ἐλεύθερος, ἀπηλλαγµένος ἀπό στρατιωτικές κατοχές καί ἀπό ἐπαχθεῖς πολιτικές καί πνευµατικές ἐξαρτήσεις. . www.antibaro.com
πηγή e-istoria.com
Συνεχιζεται...
Συνεχιζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου