Οι Τεύτονες υπήρξαν πρωτογερμανικός λαός, με καταγωγή πιθανόν από την Ασία, και το όνομά τους είναι το ίδιο με εκείνο που αυτοπροσδιορίζονται σήμερα οι Γερμανοί (Deutsche). Η λέξη αυτή σημαίνει, σύμφωνα με ένα υπέροχο γερμανικό μύθο, παιδί της μάνας γης. Άλλωστε οι Γερμανοί διακρίνονται για την εθνική συνοχή τους, παρ΄ όλες τις διαφορές των φυλών, αλλά και για την λατρεία τους στη μάνα γη τους.
Ο Στράβων αλλά και Ρωμαίοι ιστορικοί τους θεωρούν συγγενικό φύλο με τους Κίμβρους και πολύ λιγότερο ή καθόλου με τους Γαλάτες και τους Γερμανούς. Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο κατοικούσαν στις περιοχές της Βόρειας Ευρώπης, κυρίως, από τη Γιουτλάνδη μέχρι τη Σκανδιναβία. Γύρω στο 100 π.τ.ε.μ. μετανάστευσαν, το πιθανότερο λόγω κλιματικών αλλαγών, μαζί με τους Κίμβρους στην κοιλάδα του Δούναβη όπου ήρθαν σε επαφή με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Είναι γνωστό μάλιστα, ότι διασχίζοντας τη Γαλατία επιτέθηκαν στην Ρωμαϊκή Ιταλία με άδοξο τέλος, μια και κατατροπώθηκαν από τον Μάριο στα Σέξτεια Ύδατα, κοντά στο Εξ της Προβηγκίας, το 102 π.τ.ε.μ. Ωστόσο ο ηρωισμός τους καταγράφηκε με ιδιαίτερα γλαφυρά χρώματα και κυρίως των γυναικών, από τις οποίες 300 έγγαμες, ως αρχαίες Σουλιώτισσες προτίμησαν τη μαζική αυτοκτονία από την αιχμαλωσία, αφού στραγγάλισαν τα παιδιά τους.
Ο Στράβων αλλά και Ρωμαίοι ιστορικοί τους θεωρούν συγγενικό φύλο με τους Κίμβρους και πολύ λιγότερο ή καθόλου με τους Γαλάτες και τους Γερμανούς. Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο κατοικούσαν στις περιοχές της Βόρειας Ευρώπης, κυρίως, από τη Γιουτλάνδη μέχρι τη Σκανδιναβία. Γύρω στο 100 π.τ.ε.μ. μετανάστευσαν, το πιθανότερο λόγω κλιματικών αλλαγών, μαζί με τους Κίμβρους στην κοιλάδα του Δούναβη όπου ήρθαν σε επαφή με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Είναι γνωστό μάλιστα, ότι διασχίζοντας τη Γαλατία επιτέθηκαν στην Ρωμαϊκή Ιταλία με άδοξο τέλος, μια και κατατροπώθηκαν από τον Μάριο στα Σέξτεια Ύδατα, κοντά στο Εξ της Προβηγκίας, το 102 π.τ.ε.μ. Ωστόσο ο ηρωισμός τους καταγράφηκε με ιδιαίτερα γλαφυρά χρώματα και κυρίως των γυναικών, από τις οποίες 300 έγγαμες, ως αρχαίες Σουλιώτισσες προτίμησαν τη μαζική αυτοκτονία από την αιχμαλωσία, αφού στραγγάλισαν τα παιδιά τους.
Τόσο οι Τεύτονες όσο και οι Κίμβροι, δεν εξαφανίστηκαν ολοσχερώς δεδομένου ότι στις περιοχές της Γιουτλάνδης, Σκανδιναβίας και Βαλτικής εξακολουθούσαν να συγκατοικούν απομεινάρια τους. Στους αιώνες που ακολούθησαν αναμείχθηκαν με τους Κέλτες και τα άλλα Γερμανικά φύλα τα οποία ένωσε, τελικά, ο Καρλομάγνος. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συναντάμε τους Τεύτονες να συμμετέχουν μαζί με άλλες βόρειες φυλές (Σκανδιναβοί, Σάξονες) σε έναν αμυντικό σχηματισμό προς τους Χριστιανούς. Από τότε, ακόμη, οι Φράγκοι είχαν ταχθεί με τους Νότιους επειδή ακριβώς θεωρούσαν τα γερμανικά φύλα απειλητικά. Επίσης από τότε, οι Άγγλοι ήταν ουδέτεροι.
Η νίκη επί των εισβολέων του Αττίλα (451) σήμανε και την πρώτη προσέγγιση Νοτίων-Βορείων με τους δεύτερους να γίνονται ελαστικότεροι προς τους Χριστιανούς ενώ οι Φράγκοι ανέπτυξαν πολύ στενές σχέσεις με την παπική έδρα. Όταν ο Καρλομάγνος στέφθηκε αυτοκράτορας της Ρώμης (800) οι Τεύτονες, Σκανδιναβοί και Σάξονες, σύναψαν μυστική συμφωνία με τους Μουσουλμάνους Ισπανούς ώστε να χτυπήσουν το Νότο ενώ η είσοδος των Ιουδαίων στην Ευρώπη και μαζί με αυτούς και φανατικών, έγινε περιέργως θερμά αποδεκτή από τους Τεύτονες. Σε αυτό το χρονικό σημείο αρχίζει να αναπτύσσεται μια μυστικιστική κατάσταση στη βάση συνεργασίας Τευτόνων-φανατικών Εβραίων, η οποία ωστόσο πρέπει να στηρίχθηκε και στις παραδόσεις των δύο λαών που περιλάμβαναν και ανθρωποθυσίες. Και όλα αυτά βέβαια τα γεγονότα, πάντα είχαν στο επίκεντρο την Αγία Έδρα.
πηγή gefyrismoi blogspot
ΟΙ ΤΕΥΤΟΝΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ
Η νίκη επί των εισβολέων του Αττίλα (451) σήμανε και την πρώτη προσέγγιση Νοτίων-Βορείων με τους δεύτερους να γίνονται ελαστικότεροι προς τους Χριστιανούς ενώ οι Φράγκοι ανέπτυξαν πολύ στενές σχέσεις με την παπική έδρα. Όταν ο Καρλομάγνος στέφθηκε αυτοκράτορας της Ρώμης (800) οι Τεύτονες, Σκανδιναβοί και Σάξονες, σύναψαν μυστική συμφωνία με τους Μουσουλμάνους Ισπανούς ώστε να χτυπήσουν το Νότο ενώ η είσοδος των Ιουδαίων στην Ευρώπη και μαζί με αυτούς και φανατικών, έγινε περιέργως θερμά αποδεκτή από τους Τεύτονες. Σε αυτό το χρονικό σημείο αρχίζει να αναπτύσσεται μια μυστικιστική κατάσταση στη βάση συνεργασίας Τευτόνων-φανατικών Εβραίων, η οποία ωστόσο πρέπει να στηρίχθηκε και στις παραδόσεις των δύο λαών που περιλάμβαναν και ανθρωποθυσίες. Και όλα αυτά βέβαια τα γεγονότα, πάντα είχαν στο επίκεντρο την Αγία Έδρα.
πηγή gefyrismoi blogspot
ΟΙ ΤΕΥΤΟΝΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ
Οι Τεύτονες Ιππότες (πλήρης ονομασία Λατινικά: Ordo domus Sanctæ Mariæ Theutonicorum Hierosolymitanorum), είναι αποστρατιωτικοποιημένο Γερμανικό ιπποτικό τάγμα.
Έχει την καταγωγή του στους Ναΐτες Ιππότες, ωστόσο η αφορμή για τη δημιουργία του ήταν παρόμοια με αυτή των Ιωαννιτών: το τάγμα δημιουργήθηκε αρχικά την περίοδο της Γ' Σταυροφορίας ως προσωπικό ενός νοσοκομείου που στήθηκε από Γερμανούς εμπόρους και προσκυνητές στην Άκρα, για να προσφέρει υπηρεσίες περίθαλψης και ξεκούρασης στους τραυματίες και ταλαιπωρημένους Γερμανούς που μετείχαν στην πολιορκία της πόλης.
Με την κατάληψη της Άκρας, οι ιδρυτές του νέου Ξενώνα έλαβαν μια μόνιμη περιοχή στην Άκρα (το αρχικό πρόχειρο κτίσμα είχε στηθεί έξω από την πόλη στο στρατόπεδο των πολιορκητών)και υπό την κηδεμονία του δούκα Φρειδερίκου της Σουαβίας, άρχισαν να οργανώνονται σε κανονικό ιπποτικό τάγμα, το οποίο αναγνωρίστηκε σε χρόνο ρεκόρ αφού μόλις την επόμενη χρονιά ο πάπας αναγνώρισε το τάγμα ως ecclesiae Santa Mariae Hiersolymitanae Theutonicorum fratrum, αλλά στρατιωτικό-ιπποτικό τάγμα έγινε 7 χρόνια αργότερα, ακολουθώντας το παράδειγμα των Ναϊτών, με τους οποίους διατηρούσαν στενούς δεσμούς και συνέχισαν να διατηρούν και στα επόμενα χρόνια. Το όνομα του τάγματος μετά τη στρατικοποίηση του (1198) διαμορφώθηκε σε Ordo domus Sancta Maria Τheutonicorum Ierosolimatanorum, δηλαδή "Τάγμα του γερμανικού οίκου (νοσοκομείου) της Αγίας Μαρίας των Ιεροσολύμων". Λόγω του ότι ήταν εθνικό τάγμα, δηλαδή αφορούσε μόνο στους Γερμανούς, σύντομα αναφερόταν απλώς ως "γερμανικό τάγμα", Deutscher Orden στη γλώσσα των Τευτόνων (η λέξη "Τεύτονας" είναι απλώς το όνομα των Γερμανών στη γλώσσα τους - Deutscher = γερμανικό).
Ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας του Τευτονικού Τάγματος επιβίωσε ακόμη λιγότερο απ' ότι των Ιωαννιτών και ουσιαστικά στη δεύτερη δεκαετία του περίφημου μαγίστρου, Χέρμαν φον Ζάλτσα (Hermann von Salza, 1209-1239), είχε εξελιχθεί σε ένα αμιγώς στρατιωτικό τάγμα, ακόμη πιο ξεκάθαρα απ' ότι οι Ναΐτες (που είχαν πάντα πολύ περισσότερες οικονομικού χαρακτήρα υπηρεσίες).
H παρουσία των Τευτόνων δεν ήταν τόσο ισχυρή στη Μ. Ανατολή όσο αυτή των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, ωστόσο, η σημασία τους αναβαθμίστηκε δραματικά όταν ο φον Σάλτσα αναβαθμίστηκε σε πρίγκιπα της Αυτοκρατορίας και κατά την παραμονή του στους Αγίους Τόπους ήταν συνεχώς περιτριγυρισμένος από τους λευκοντυμένους ιππότες με τον ευδιάκριτο μαύρο σταυρό. Τον ίδιο καιρό οι Τεύτονες κυριάρχησαν στο κάστρο Μονφόρ, το οποίο κράτησαν για πέντε δεκαετίες, μέχρι την κατάκτηση του από τους μουσουλμάνους (1271). Γι' αυτό το διάστημα ήταν το αρχηγείο του τάγματος. Ταυτόχρονα, οι Τεύτονες είχαν αρχίσει να λαμβάνουν σημαντικές προσφορές σε γαίες στη Γερμανία, την Ιταλία αλλά και στην Ελλάδα.
Οι Τεύτονες υπό ξένους ηγεμόνες
Παρόλ' αυτά, οι Τεύτονες δεν είχαν την ίδια ισχύ στην Ουτρεμέρ που απολάμβαναν οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες - η λατινική Μ. Ανατολή ήταν πρωτίστως φραγκική και οι Γερμανοί χρειάζονταν τους δικούς τους "ιερούς τόπους". Η ευκαιρία για να επεκτείνουν την παρουσία τους στην Ευρώπη τους δόθηκε αρχικά με την κλήση από τον Ανδρέα Β' της Ουγγαρίας, που τους παραχώρησε περιουσία στην Τρανσυλβανία, με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες στην άμυνα της ηγεμονίας του έναντι των επιδρομέων Κουμάνων. Οι Τεύτονες όμως δεν επιθυμούσαν να είναι υποτελείς κανενός ηγεμόνα και ζήτησαν από τον πάπα να τους απαλλάξει από το βασιλικό όρκο υποτέλειας στον Ανδρέα. Παράλληλα, επέδειξαν ιδιαίτερα αισχρή συμπεριφορά τόσο απέναντι στον ηγεμόνα που τους φιλοξενούσε όσο και, ιδιαίτερα στους υπηκόους του, που υποτίθεται ότι προστάτευαν. Σύντομα ο Ανδρέας, απηυδισμένος, τους έδιωξε κακήν-κακώς από την επικράτειά του. Όσοι απέμειναν και μαζί με άλλους Σάξωνες που ήλθαν αργότερα αποτέλεσαν τους Σάξωνες της Τρανσυλβανίας. Αυτοί αφού εγκαταστάθηκαν σε πόλεις κομβικά σημεία όπως το Σιμπίου, το Μπρασόβ και η Σιγκισιόρα κατάφεραν να ελέγξουν το εμπόριο. Η σημερινή μικρή μειονότητα Γερμανών στην Τρανσυλβανία εξακολουθεί να ασχολείται με το εμπόριο και να έλκει την καταγωγή της από τους σκληρούς Τεύτονες. Οι υπόλοιποι Τεύτονες που έφυγαν από την Τρανσυλβανία συνέχισαν να αναζητούν τη δική τους Ουτρεμέρ και σύντομα θα την έβρισκαν.
Ο νέος «εργοδότης» τους ήταν ο Κορράδος, δούκας της Μαζοβίας, ο οποίος παρότι είχε ακούσει πολλά για το χαρακτήρα και την άπληστη φύση των Τευτόνων, τους κάλεσε να τον βοηθήσουν στην υποταγή των Πρώσσων, έχοντας ακούσει εξίσου πολλά για τις πολεμικές τους ικανότητες. Ο Κορράδος, που ήταν εθνικά Πολωνός, άνοιγε στην περίπτωση αυτή το κουτί της Πανδώρας για τους συμπατριώτες του, που για δύο αιώνες θα υπέφεραν πολλά από τους λευκοντυμένους Γερμανούς ιππότες.
Οι Τεύτονες είδαν στην Πρωσία πολλές δυνατότητες και την ευκαιρία να απαλλαγούν από την "ενοχλητική" επικυριαρχία του ενός ή του άλλου ηγεμόνα και να δημιουργήσουν το δικό τους κράτος. Για το σκοπό αυτό, έλαβαν την άδεια του Γερμανού αυτοκράτορα (της κεφαλής της "Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας"), και προχώρησαν με βάση το φέουδο που τους είχε παραχωρήσει ο Κονράδος στη Βορειοδυτική Πολωνία, στην κατάληψη της Πρωσίας. Οι τρομακτικές σφαγές, που είχαν ως αποτέλεσμα την εξολόθρευση της μεγάλης πλειονότητας των ντόπιων πληθυσμών, κράτησαν σχεδόν πενήντα χρόνια. Παρά τις παπικές παραινέσεις για εξασφάλιση περισσότερων πιστών μέσω προσηλυτισμού, οι Τεύτονες πολύ λίγο ενδιαφερόταν να φέρουν τους ντόπιους παγανιστές στο "δρόμο του Χριστού". Αντίθετα ως "άπιστοι" είχαν περισσότερη αξία, καθώς τους χρησιμοποιούσαν ως σκλάβους (οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να έχουν χριστιανούς σκλάβους).
Το 1309, το αρχηγείο του τάγματος μεταφέρθηκε και επίσημα στην Πρωσία, στο επιβλητικό "κόκκινο κάστρο" του Μαρίενμπουργκ, στα νότια του σημερινού Γκντάνσκ (Γερμανικά:Ντάντσιχ). Οι Τεύτονες είχαν εξολοθρεύσει ή υποδουλώσει το σύνολο των ντόπιων, οπότε για να αποκτήσουν όπως όλα τα κράτη, υπηκόους, μετέφεραν στην Πρωσία πολλούς συμπατριώτες τους Γερμανούς εποίκους. Με τον τρόπο αυτό δημιούργησαν ένα πραγματικό κάστρο, μεγαλύτερο από εκείνο του έτερου ιπποτικού τάγματος, των Ιωαννιτών, που επίσης είχαν προχωρήσει σε παρόμοια κίνηση στα Δωδεκάνησα. Μία σειρά από κάστρα, που επανδρώνονταν από λίγους αδελφούς ιππότες και πολύ περισσότερους σεργέντους, ακόλουθους και μισθοφόρους, εξασφάλιζαν την προστασία του νεόκοπου κρατικού μορφώματος από τους "άπιστους" γείτονες, με τους οποίους οι Τεύτονες βρίσκονταν σε διαρκή πόλεμο.
από τήν Βικιπαιδεία
Έχει την καταγωγή του στους Ναΐτες Ιππότες, ωστόσο η αφορμή για τη δημιουργία του ήταν παρόμοια με αυτή των Ιωαννιτών: το τάγμα δημιουργήθηκε αρχικά την περίοδο της Γ' Σταυροφορίας ως προσωπικό ενός νοσοκομείου που στήθηκε από Γερμανούς εμπόρους και προσκυνητές στην Άκρα, για να προσφέρει υπηρεσίες περίθαλψης και ξεκούρασης στους τραυματίες και ταλαιπωρημένους Γερμανούς που μετείχαν στην πολιορκία της πόλης.
Με την κατάληψη της Άκρας, οι ιδρυτές του νέου Ξενώνα έλαβαν μια μόνιμη περιοχή στην Άκρα (το αρχικό πρόχειρο κτίσμα είχε στηθεί έξω από την πόλη στο στρατόπεδο των πολιορκητών)και υπό την κηδεμονία του δούκα Φρειδερίκου της Σουαβίας, άρχισαν να οργανώνονται σε κανονικό ιπποτικό τάγμα, το οποίο αναγνωρίστηκε σε χρόνο ρεκόρ αφού μόλις την επόμενη χρονιά ο πάπας αναγνώρισε το τάγμα ως ecclesiae Santa Mariae Hiersolymitanae Theutonicorum fratrum, αλλά στρατιωτικό-ιπποτικό τάγμα έγινε 7 χρόνια αργότερα, ακολουθώντας το παράδειγμα των Ναϊτών, με τους οποίους διατηρούσαν στενούς δεσμούς και συνέχισαν να διατηρούν και στα επόμενα χρόνια. Το όνομα του τάγματος μετά τη στρατικοποίηση του (1198) διαμορφώθηκε σε Ordo domus Sancta Maria Τheutonicorum Ierosolimatanorum, δηλαδή "Τάγμα του γερμανικού οίκου (νοσοκομείου) της Αγίας Μαρίας των Ιεροσολύμων". Λόγω του ότι ήταν εθνικό τάγμα, δηλαδή αφορούσε μόνο στους Γερμανούς, σύντομα αναφερόταν απλώς ως "γερμανικό τάγμα", Deutscher Orden στη γλώσσα των Τευτόνων (η λέξη "Τεύτονας" είναι απλώς το όνομα των Γερμανών στη γλώσσα τους - Deutscher = γερμανικό).
Ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας του Τευτονικού Τάγματος επιβίωσε ακόμη λιγότερο απ' ότι των Ιωαννιτών και ουσιαστικά στη δεύτερη δεκαετία του περίφημου μαγίστρου, Χέρμαν φον Ζάλτσα (Hermann von Salza, 1209-1239), είχε εξελιχθεί σε ένα αμιγώς στρατιωτικό τάγμα, ακόμη πιο ξεκάθαρα απ' ότι οι Ναΐτες (που είχαν πάντα πολύ περισσότερες οικονομικού χαρακτήρα υπηρεσίες).
H παρουσία των Τευτόνων δεν ήταν τόσο ισχυρή στη Μ. Ανατολή όσο αυτή των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, ωστόσο, η σημασία τους αναβαθμίστηκε δραματικά όταν ο φον Σάλτσα αναβαθμίστηκε σε πρίγκιπα της Αυτοκρατορίας και κατά την παραμονή του στους Αγίους Τόπους ήταν συνεχώς περιτριγυρισμένος από τους λευκοντυμένους ιππότες με τον ευδιάκριτο μαύρο σταυρό. Τον ίδιο καιρό οι Τεύτονες κυριάρχησαν στο κάστρο Μονφόρ, το οποίο κράτησαν για πέντε δεκαετίες, μέχρι την κατάκτηση του από τους μουσουλμάνους (1271). Γι' αυτό το διάστημα ήταν το αρχηγείο του τάγματος. Ταυτόχρονα, οι Τεύτονες είχαν αρχίσει να λαμβάνουν σημαντικές προσφορές σε γαίες στη Γερμανία, την Ιταλία αλλά και στην Ελλάδα.
Παρόλ' αυτά, οι Τεύτονες δεν είχαν την ίδια ισχύ στην Ουτρεμέρ που απολάμβαναν οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες - η λατινική Μ. Ανατολή ήταν πρωτίστως φραγκική και οι Γερμανοί χρειάζονταν τους δικούς τους "ιερούς τόπους". Η ευκαιρία για να επεκτείνουν την παρουσία τους στην Ευρώπη τους δόθηκε αρχικά με την κλήση από τον Ανδρέα Β' της Ουγγαρίας, που τους παραχώρησε περιουσία στην Τρανσυλβανία, με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες στην άμυνα της ηγεμονίας του έναντι των επιδρομέων Κουμάνων. Οι Τεύτονες όμως δεν επιθυμούσαν να είναι υποτελείς κανενός ηγεμόνα και ζήτησαν από τον πάπα να τους απαλλάξει από το βασιλικό όρκο υποτέλειας στον Ανδρέα. Παράλληλα, επέδειξαν ιδιαίτερα αισχρή συμπεριφορά τόσο απέναντι στον ηγεμόνα που τους φιλοξενούσε όσο και, ιδιαίτερα στους υπηκόους του, που υποτίθεται ότι προστάτευαν. Σύντομα ο Ανδρέας, απηυδισμένος, τους έδιωξε κακήν-κακώς από την επικράτειά του. Όσοι απέμειναν και μαζί με άλλους Σάξωνες που ήλθαν αργότερα αποτέλεσαν τους Σάξωνες της Τρανσυλβανίας. Αυτοί αφού εγκαταστάθηκαν σε πόλεις κομβικά σημεία όπως το Σιμπίου, το Μπρασόβ και η Σιγκισιόρα κατάφεραν να ελέγξουν το εμπόριο. Η σημερινή μικρή μειονότητα Γερμανών στην Τρανσυλβανία εξακολουθεί να ασχολείται με το εμπόριο και να έλκει την καταγωγή της από τους σκληρούς Τεύτονες. Οι υπόλοιποι Τεύτονες που έφυγαν από την Τρανσυλβανία συνέχισαν να αναζητούν τη δική τους Ουτρεμέρ και σύντομα θα την έβρισκαν.
Ο νέος «εργοδότης» τους ήταν ο Κορράδος, δούκας της Μαζοβίας, ο οποίος παρότι είχε ακούσει πολλά για το χαρακτήρα και την άπληστη φύση των Τευτόνων, τους κάλεσε να τον βοηθήσουν στην υποταγή των Πρώσσων, έχοντας ακούσει εξίσου πολλά για τις πολεμικές τους ικανότητες. Ο Κορράδος, που ήταν εθνικά Πολωνός, άνοιγε στην περίπτωση αυτή το κουτί της Πανδώρας για τους συμπατριώτες του, που για δύο αιώνες θα υπέφεραν πολλά από τους λευκοντυμένους Γερμανούς ιππότες.
Οι Τεύτονες είδαν στην Πρωσία πολλές δυνατότητες και την ευκαιρία να απαλλαγούν από την "ενοχλητική" επικυριαρχία του ενός ή του άλλου ηγεμόνα και να δημιουργήσουν το δικό τους κράτος. Για το σκοπό αυτό, έλαβαν την άδεια του Γερμανού αυτοκράτορα (της κεφαλής της "Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας"), και προχώρησαν με βάση το φέουδο που τους είχε παραχωρήσει ο Κονράδος στη Βορειοδυτική Πολωνία, στην κατάληψη της Πρωσίας. Οι τρομακτικές σφαγές, που είχαν ως αποτέλεσμα την εξολόθρευση της μεγάλης πλειονότητας των ντόπιων πληθυσμών, κράτησαν σχεδόν πενήντα χρόνια. Παρά τις παπικές παραινέσεις για εξασφάλιση περισσότερων πιστών μέσω προσηλυτισμού, οι Τεύτονες πολύ λίγο ενδιαφερόταν να φέρουν τους ντόπιους παγανιστές στο "δρόμο του Χριστού". Αντίθετα ως "άπιστοι" είχαν περισσότερη αξία, καθώς τους χρησιμοποιούσαν ως σκλάβους (οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να έχουν χριστιανούς σκλάβους).
Το 1309, το αρχηγείο του τάγματος μεταφέρθηκε και επίσημα στην Πρωσία, στο επιβλητικό "κόκκινο κάστρο" του Μαρίενμπουργκ, στα νότια του σημερινού Γκντάνσκ (Γερμανικά:Ντάντσιχ). Οι Τεύτονες είχαν εξολοθρεύσει ή υποδουλώσει το σύνολο των ντόπιων, οπότε για να αποκτήσουν όπως όλα τα κράτη, υπηκόους, μετέφεραν στην Πρωσία πολλούς συμπατριώτες τους Γερμανούς εποίκους. Με τον τρόπο αυτό δημιούργησαν ένα πραγματικό κάστρο, μεγαλύτερο από εκείνο του έτερου ιπποτικού τάγματος, των Ιωαννιτών, που επίσης είχαν προχωρήσει σε παρόμοια κίνηση στα Δωδεκάνησα. Μία σειρά από κάστρα, που επανδρώνονταν από λίγους αδελφούς ιππότες και πολύ περισσότερους σεργέντους, ακόλουθους και μισθοφόρους, εξασφάλιζαν την προστασία του νεόκοπου κρατικού μορφώματος από τους "άπιστους" γείτονες, με τους οποίους οι Τεύτονες βρίσκονταν σε διαρκή πόλεμο.
Η "πορεία προς Ανατολάς" και η παρακμή
Ωστόσο, οι Τεύτονες ως καθαρά επεκτατική δύναμη, προσπάθησαν να απλώσουν την κυριαρχία τους πολύ περισσότερο. Η προσπάθεια τους έγινε γνωστή ως "drang nach osten", δηλαδή "πορεία προς Ανατολάς". Στο πλαίσιο αυτής, οι Τεύτονες απορρόφησαν το Λιβονικό (στελεχωμένο επίσης με Γερμανούς) "Τάγμα του Ξίφους", το οποίο έλεγχε περιοχές της Λιβονίας και της Εσθονίας, και στη συνέχεια η επιρροή τους εξαπλώθηκε ανατολικότερα, στη Βαλτική. Η επέκταση αυτή των Τευτόνων βοήθησε ώστε να αναπτυχθεί στη Βαλτική το εμπόριο μεταξύ των Γερμανικών πόλεων και να δημιουργηθεί μια συντεχνία-ένωση γνωστή ως Τευτονική Χάνσα. Η προσπάθεια για υποταγή ακόμη και του βασιλείου των Ρώσων (ηγεμονία του Νόβγκοροντ) απέτυχε, αφού ο περίφημος Ρώσος ηγεμόνας, Αλέξανδρος Νιέφσκι, επικεφαλής του στρατού του, κέρδισε μία αποφασιστική νίκη έναντι έναντι των Τευτόνων, το 1242, στην παγωμένη λίμνη Πέιπους, η οποία έμεινε γνωστή και ως Μάχη των Πάγων. Οι Τεύτονες συνέχισαν την προς Ανατολάς πολιτική τος, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη του Γερμανού αυτοκράτορα και της Καθολικής Εκκλησίας, με την προσπάθεια υποταγής της Λιθουανίας. Ωστόσο, η Λιθουανία ασπάστηκε το χριστιανισμό το 1386 και έτσι αφαίρεσε το πρόσχημα της "σταυροφορίας" από τους Τεύτονες. Αυτοί όμως δεν πτοήθηκαν και συνέχισαν τις επιχειρήσεις τους ενάντια στους Λιθουανούς. Οι τελευταίοι, συνασπισμένοι με τους Πολωνούς, συνέτριψαν τους Τεύτονες, στην περίφημη μάχη του Τάννενμπεργκ, η οποία σήμανε το τέλος των Τευτόνων ως επεκτατικής δύναμης. Η παρακμή του τάγματος ήταν πλέον ορατή και σύντομα - το 1466 - αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα δικαιώματα των Πολωνών στη Δυτική Πρωσία. Ωστόσο, έμελλε το "κύκνειο άσμα" του τάγματος να είναι μιας ιστορικής σημασίας κίνηση:ένας μάγιστρος του τάγματος, ο Αλβέρτος του Βραδενβούργου, έγινε ο ιδρυτής και πρώτος Δούκας του Πρωσικού Δουκάτου, το οποίο μετά από μερικούς αιώνες έμελλε να εξελιχθεί στην κυριότερη γερμανική δύναμη. Άλλωστε υπό την Πρωσία ενώθηκαν για πρώτη φορά τα γερμανικά κρατίδια σε ένα έθνος, την 8η δεκαετία του 19ου αιώνα. Το τάγμα εξακολουθεί να υφίσταται, μέχρι σήμερααπό τήν Βικιπαιδεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου