Η επιδρομή του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας κράτησε 78 μέρες. Και στη διάρκεια της «ανθρωπιστικής» του δράσης, τα βομβαρδιστικά της «Συμμαχίας» πραγματοποίησαν 35.788 μαχητικές αποστολές εναντίον 200 γιουγκοσλαβικών πόλεων και χωριών.
Το Κοσσυφοπέδιο και όλη η Γιουγκοσλαβία έγινε στόχος ακόμα και απαγορευμένου τύπου βομβών με θύματα χιλιάδες αμάχους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του αμερικανικού Πενταγώνου, η μία στις πέντε βόμβες που έπληξαν τη Γιουγκοσλαβία, δηλαδή περίπου 500.000 βόμβες, περιείχαν απεμπλουτισμένο ουράνιο. Επίσης, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι επιδρομείς εξαπέλυσαν κατά της Γιουγκοσλαβίας 35.450 δέσμες από τις βόμβες διασποράς, οι οποίες είναι απαγορευμένες από τις διεθνείς συνθήκες.
Η επίθεση του ΝΑΤΟ έγινε με πρόσχημα τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Η αλήθεια είναι ότι όταν το 1999 αναπτύχθηκαν οι ΝΑΤΟικές δυνάμεις στην περιοχή, καταγράφτηκαν 547 δολοφονίες και 932 απαγωγές Σέρβων, ενώ έως το 2009 και με σταθερή τη ΝΑΤΟική παρουσία στο Κόσσοβο, οι αριθμοί ήταν: 1.192 δολοφονίες, 1.303 απαγωγές και 1.305 τραυματισμοί Σέρβων.
Εκδηλώνεται η ΝΑΤΟΪκή επίθεση
Ήταν ανήμερα της 25ης Μαρτίου 1999, όταν το ΝΑΤΟ εξαπέλυε εναντίον της πρώην Γιουγκοσλαβίας μια καταιγιστική αεροπορική επιχείρηση που άρχισε με εκτόξευση πυραύλων από τα νατοϊκά πλοία της Αδριατικής, με στόχο τα συστήματα αεράμυνας σε Κόσοβο, Μαυροβούνιο και δυτική Σερβία. Διοικητής των Νατοϊκών δυνάμεων ήταν ο Αμερικανός στρατηγός Γουέσλι Κλαρκ, και Γενικός Γραμματέας της Βορειοατλαντικής συμμαχίας ο Χαβιέ Σολάνα. Ως λόγος προβαλλόταν η προστασία των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» των Αλβανών Κοσοβάρων από τους «σφαγείς» Σέρβους.
Ένας Σέρβος θρηνεί στα ερείπια του σπιτιού του στο Αλέξινατς.
Κάτω από τα ερείπια ήταν θαμμένα όλα τα μέλη της οικογένειας
Η νατοϊκή επιχείρηση κατά της Γιουγκοσλαβίας ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ήταν η πρώτη φορά που τόσο απροκάλυπτα οι ΗΠΑ, κατά κύριο λόγο, και το ΝΑΤΟ προχώρησαν σε στρατιωτική επέμβαση κατά μίας κυρίαρχης χώρας χωρίς να έχει προηγηθεί απόφαση του ΟΗΕ και χωρίς η χώρα αυτή να απειλεί κανένα από τα μέλη της Συμμαχίας. Το έκαναν στο όνομα της «προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κοσοβάρων» και εισήγαγαν, για πρώτη φορά, τη χρήση όρων όπως «ανθρωπιστική επέμβαση», «πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας», ή «αποτροπή πολέμου» αλλά και «παράπλευρες απώλειες» αναφερόμενοι στις αθρόες απώλειες αμάχων από τα, κατά τα άλλα, «πλήγματα ακριβείας».
Η λογική του ισχυρού
Σήμερα οι όροι αυτοί και η σχετική επιχειρηματολογία είναι τετριμμένες και πολυχρησιμοποιημένες αποδεικνύοντας ότι η αιματηρή επέμβαση στην καρδιά των Βαλκανίων αποτέλεσε την έναρξη μιας νέας μεγάλης περιόδου στον τρόπο άσκησης πολιτικής και επίλυσης ανταγωνισμών και διαφορών μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, στην οποία ζούμε μέχρι σήμερα έχοντας πια πλείστα παραδείγματα της εφαρμογής αυτής της λογικής: Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, Λιβύη κ.ο.κ. Είναι προφανές προφανές ότι για κάποιον λόγο, την αιματηρή αυτή επέτειο, θυμούνται μόνο σερβικά, ρωσικά και ορισμένα ελληνικά ΜΜΕ αλλά αντίθετα δεν υπάρχει λέξη στα περισσότερα δυτικά ΜΜΕ, που συνήθως είναι λαλίστατα.
Κατασκευασμένες αφορμές και στημένες καταστάσεις
Αφορμή στάθηκε η «σφαγή» στο Ρατσάκ, όπου η Σερβία καταγγέλθηκε ότι εξόντωσε αμάχους. Τη «σφαγή» είχε επιβεβαιώσει και το πρώην στέλεχος της CIA, τότε επικεφαλής των παρατηρητών του ΟΑΣΕ, Γουίλιαμ Γουόκερ (1995). Η σερβική ηγεσία υπό τις αλλεπάλληλες καταγγελίες για εθνοκάθαρση των Αλβανών Κοσσοβάρων και καθώς καλά καλά δεν είχε καν πάψει να ρέει το αίμα από τις προηγούμενες φάσεις διαμελισμού της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, σύρθηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στο Ραμπουγιέ της Γαλλίας από όπου αναγκάστηκε να αποσυρθεί το Φεβρουάριο του 1999 καθώς η τότε Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Μαντλίν Ωλμπράιτ πίεζε τη σερβική ηγεσία σε διαρκείς υποχωρήσεις.
Όπως αποδείχτηκε αργότερα, οι νεκροί «άμαχοι» του Ρατσάκ που οδήγησαν στις διαπραγματεύσεις του Ραμπουγιέ ήταν ένοπλοι του αυτονομιστικού ΟΥΤΣΕΚΑ, που στήθηκε με την αμέριστη συμπαράσταση ΗΠΑ και κυρίως Γερμανίας, Βρετανίας και Γαλλίας, και είχαν σκοτωθεί σε συγκρούσεις με το σερβικό στρατό.
Επίσης, όπως παραδέχεται ανενδοίαστα στο βιβλίο του στο βιβλίο του «Ο Σύγχρονος πόλεμος», ο τότε στρατιωτικός επικεφαλής του ΝΑΤΟ, στρατηγός Γουέσλεϊ Κλαρκ, οι προετοιμασίες για επίθεση κατά της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας είχαν ξεκινήσει τον Ιούνιο του 1998 και ολοκληρώθηκαν τον Αύγουστο του ίδιου έτους.
Το παιχνίδι σε μεγάλο βαθμό ήταν στημένο. Και αυτό αποδείχτηκε και από την ταχύτητα με την οποία το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1999, Ουγγαρία, Πολωνία και Τσεχία έγιναν με συνοπτικές διαδικασίες, μέλη του ΝΑΤΟ. Δύο εβδομάδες μετά άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Άλλωστε, του πόσο μεθοδευμένα ήταν τα πράγματα είχε φανεί και τα αμέσως προηγούμενα χρόνια που η ΟΔ Γιουγκοσλαβίας διαμελιζόταν μέτρο το μέτρο.
Σημαντικός ήταν ο ρόλος των ΗΠΑ αλλά και της Γερμανίας στην επίθεση. Η Γερμανία ήταν η δεύτερη που αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Κροατίας και της Σλοβενίας το 1991, ενθαρρύνοντας εθνικιστικά στοιχεία και θρησκευτικούς φανατισμούς στη βάση της πεπατημένης του «διαίρει και βασίλευε».
Η φωτιά του διχασμού εξαπλώθηκε εύκολα στα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας, πατώντας πάνω στο έδαφος υπαρκτών δυσαρεσκειών και οικονομικών προβλημάτων και υποδαυλιζόμενη από τη Γερμανία και άλλες μεγάλες δυνάμεις που αξιοποιούσαν τα μέγιστα την τότε εξαιρετικά αδύναμη θέση της Ρωσίας που καταδίκαζε αλλά δεν ήταν σε θέση ν’ αντιδράσει. Το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ είχαν, ήδη, κάνει σαφείς τις προθέσεις τους καθώς είχαν προχωρήσει σε μια πρώτη επέμβαση κατά των Σέρβων της Βοσνίας, ανατρέποντας την, μέχρι τότε, πορεία του πολέμου στο πεδίο των μαχών.
Τόσο η επέμβαση αυτή καθ’ αυτή όσο και η ανυπαρξία αντίδρασης απέναντι στις οφθαλμοφανέστατες διχαστικές μεθοδεύσεις και στην εξίσου προφανή καταπάτηση του διεθνούς δικαίου έπαιξε ρόλο στην απόφαση των εμπλεκομένων στον πόλεμο να καταλήξουν, μετά από πιέσεις, στην υπογραφή της συνθήκης του Ντέιτον τον Νοέμβριο του 1995. Μια συνθήκη, που επέβαλλε στη Βοσνία Ερζεγοβίνη το γραφειοκρατικό τέρας που την κυβερνά μέχρι σήμερα και θρέφεται από την διατήρηση των εθνικιστικών εντάσεων, αλλά και τις σαρρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν σε ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και σε διάλυση κάθε έννοιας κράτους πρόνοιας. Οδήγησε, δηλαδή στην κατάσταση που ώθησε στις διαδηλώσεις που συγκλόνισαν τη χώρα το Φεβρουάριο φέτος.
78 μέρες βομβαρδισμών
Στην επίθεση που διήρκησε 78 μερόνυχτα συμμετείχαν 12 χώρες του ΝΑΤΟ. Κατά τη διάρκεια των 11 αυτών εβδομάδων πραγματοποιήθηκαν 2300 αεροπορικές επιδρομές και χρησιμοποιήθηκαν 1130 πολεμικά αεροσκάφη, από τα οποία εκτοξεύτηκαν εκτοξεύτηκαν συνολικά 420.000 βλήματα, πύραυλοι και βόμβες. Τα νατοϊκά πλοία στην Αδριατική εκτόξευσαν 1300 πύραυλοι τύπου Κρούζ (Cruise). Παρά τις αρχικές διαψεύσεις και την μετέπειτα σιωπή, το ΝΑΤΟ χρησιμοποίησε επίσης 37.000 βόμβες διασποράς οι οποίες ήταν και αυτές που προκάλεσαν τους περισσότερους θανάτους μεταξύ των αμάχων.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητα στοιχεία για το πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των 78 αυτών εφιαλτικών ημερών και νυχτών. Οι σερβικές αρχές υπολογίζουν σε 2.500 τους νεκρούς, εκ των οποίων οι 1008 ήταν ένστολοι, και σε 12.500 τους τραυματίες, μεταξύ των οποίων οι 2.700 ήταν παιδιά. Ανεξάρτητες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών σε 4.000 συνυπολογίζοντας και τις απώλειες στο έδαφος του Κοσόβου, όπου οι σερβικές αρχές δεν είχαν πρόσβαση μετά το τέλος του πολέμου.
Σε υλικό επίπεδο η καταστροφή, κυρίως για τη Σερβία, ήταν τεράστια. Με βάση τα επίσημα στοιχεία των σερβικών αρχών καταστράφηκαν συνολικά 25.000 κτίρια, όλες οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις, 14 αεροδρόμια, δύο διυλιστήρια, το 1/3 των εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής, σχεδόν όλα τα εργοστάσια της χώρας, αχρηστεύτηκαν 595 χιλιόμετρα σιδηρογραμμών, 470 χιλιόμετρα ασφαλτοστρωμένων οδικών αρτηριών, 44 μεγάλες γέφυρες εκ των οποίων οι 38 καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Οι εικόνες των κατοίκων του Βελιγραδίου να παραμένουν όλη τη νύχτα στις γέφυρες της πόλης σχηματίζοντας ανθρώπινες αλυσίδες για να τις σώσουν από τους βομβαρδισμούς ίσως είναι από τις πιο δυνατές που έχουν καταγραφεί στην μνήμη.
Επίσης, σοβαρές ζημιές υπέστησαν 19 νοσοκομεία, 20 κέντρα υγείας, 18 παιδικοί σταθμοί, 69 σχολεία και 176 πολιτιστικά και θρησκευτικά μνημεία ενώ καταστράφηκε και το κεντρικό κτίριο της σερβικής δημόσιας τηλεόρασης προκαλώντας θανάτους και μεταξύ των δημοσιογράφων και των εργαζομένων εκεί. Η σερβική κυβέρνηση εκτίμησε τις υλικές ζημιές που υπέστη η χώρα σε 100 δισεκατομμύρια δολάρια.
Από την άλλη, το ΝΑΤΟ δεν έκανε ποτέ λόγο για απώλειες αν και η σερβική πλευρά υποστήριζε ότι είχε καταρρίψει ορισμένα αεροσκάφη. Και επιβεβαιώνεται από τα συντρίμμια των αεροσκαφών F-117 και F-16, καθώς και άλλων μη επανδρωμένων αεροσκαφών, που εκτίθενται σήμερα στο μουσείο αεροπορίας του Βελιγραδίου.
Στις 9 Ιουνίου 1999 υπογράφεται στο Κουμάνοβο της ΠΓΔΜ συμφωνία με την οποία λήγουν οι βομβαρδισμοί και προβλέπεται ανάπτυξη, υπό τον ΟΗΕ, στρατευμάτων στο Κόσοβο. Την επόμενη μέρα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εγκρίνει το ψήφισμα 1244 που αναφέρεται στην ανάπτυξη 37.200 στρατιωτών από 36 χώρες. Στη συγκεκριμένη απόφαση το Κόσοβο περιγράφεται ως αναπόσπαστο τμήμα της Σερβίας, μετά από τις έντονες πιέσεις της Κίνας και της Ρωσίας, που τότε ως πρόεδρο είχε τον γνωστό για την αγάπη του στο αλκοόλ Μπόρις Γιέλτσιν.
Ούτε η παρουσία των στρατιωτών, επικεφαλής των οποίων τίθεται το ΝΑΤΟ, ούτε η μεγαλύτερη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στον κόσμο που χτίζεται στο Κόσοβο (η περίφημη βάση Bondstill η οποία είναι η πρώτη από μια σειρά βάσεις που οι ΗΠΑ θα στήσουν σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ πλησιάζοντας ολοένα περισσότερο προς τη Ρωσία), ούτε οι διπλωματικές διαβεβαιώσεις και οι διατυπώσεις των ψηφισμάτων απέτρεψαν την εκδίωξη 250.000 Σέρβων και χιλιάδων άλλων μη Αλβανών από την επαρχία του Κοσόβου.
Ακόμη και σήμερα, κανείς από αυτούς δεν έχει επιστρέψει στον τόπο του και στο σπίτι του ενώ στην επαρχία παραμένουν 120.000 Σέρβοι που έχουν, επανειλημμένως, καταγγείλει απειλές και πιέσεις, οι οποίες προφανώς δεν επηρεάζονται από την ισχυρή νατοϊκή και αμερικανική παρουσία. Κατά τη διάρκεια της νατοϊκής επιχείρησης αλλά και μετά από αυτήν, στην επαρχία του Κοσόβου «εξαφανίστηκαν» περίπου 3.500 Σέρβοι αλλά και άλλης εθνικότητας, πλην αλβανικής, πολίτες, των οποίων η τύχη παραμένει άγνωστη μέχρι σήμερα. Επίσης, μέχρι σήμερα δεν έχει διωχθεί κανείς για αυτό, όπως δεν έχει διωχθεί ούτε για τις περίπου 150 κατεστραμμένες εκκλησίες και μοναστήρια.
Το απεμπλουτισμένο ουράνιο
Παρά τις διαψεύσεις είναι πλέον δεδομένο ότι πολλά από τα νατοϊκά βλήματα έφεραν κεφαλές με απεμπλουτισμένο ουράνιο. Στο σερβικό έδαφος έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 14 σημεία όπου έχουν πέσει βλήματα με απεμπλουτισμένο ουράνιο από το Ινστιτούτο πυρηνικής ενέργειας του Βελιγραδίου ενώ ο σερβικός στρατός αναφέρεται σε 112 σημεία, διευκρινίζοντας ότι η πλειοψηφία βρίσκεται στις περιοχές του Κοσόβου και της Μετοχίγια.
Το επίπεδο ραδιενέργειας σε αρκετές περιοχές της νότιας Σερβίας ακόμη και σήμερα κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα από τα επιτρεπόμενα όρια.
Ο επικεφαλής της Σερβικής Ένωσης κατά του Καρκίνου, Σλόμπονταν Τσέκαριτς, εκτιμούσε ότι το διάστημα από το 2014 και μετά εμφανίστηκαν στη Σερβία περίπου 40.000 νέες περιπτώσεις καρκίνου σε έναν πληθυσμό 7,2 εκατομμυρίων καθώς τώρα ολοκληρώνεται το χρονικό διάστημα, που με βάση τις έρευνες, εμφανίζονται καρκινογενέσεις σε περιοχές με υψηλή ραδιενέργεια, άρα τώρα θα αρχίσουν να εμφανίζονται αυτού του είδους οι «παράπλευρες απώλειες». Ήδη, τα κρούσματα ανδρών με καρκίνο του προστάτη αυξήθηκαν κατά 60% μεταξύ 1999 – 2005, ενώ έχει καταγραφεί ότι στη Σερβία ο ρυθμός αύξησης της εμφάνισης της νόσου είναι μεγαλύτερος από ό,τι στην Δυτική Ευρώπη και αυξάνεται χρόνο με το χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου