αν σήμερα, ακριβώς σαν σήμερα, δυόμιση χιλιάδες χρόνια πρίν, γύρω στους χίλιους πεντακόσιους Έλληνες…
…λίγοι πάνω, λίγοι κάτω, τόσοι περίπου…
…περνούσαν στην αθανασία…
…μέσα από τις Θερμές Πύλες.

Η ιστορία είναι γνωστή. (Είναι; ) Κατεβαίνουν οι Πέρσες στην Ελλάδα γιά δεύτερη φορά μέσα σε δέκα χρόνια, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Αυτός που τους έβαλε –παλαιόθεν, πρό 30ετίας, όχι πρίν καναδυό μερόνυχτα- φυτίλια να κάνουν τέτοια δουλειά, ήταν ένας σκατιάρης ονόματι Μαρδόνιος (Μαρδοχαίος, Μορντεχάϊ, Μαλντέκ)… μόνο που καθόλου δεν ήταν Πέρσης, όπως γράφει -βλακωδώς- η Γουΐκι. (Τ’ ήταν, τότε; μυτόγκας ήταν! Με τέτοιο όνομα, τί περιμένατε να ήταν; Άκου ερώτηση!… Καί σιγά μην του τη χαρίσω, λόγωι των ηλιθίων «αντιρατσιστικών» νόμων της σήμερον, που ισχύουν στο προτεκτοράτο μας. Επίσης, ήταν νταβατζής της αδερφής του! Μπουμπούκι σκέτο, από χαρακτήρα!    )
Οι Πέρσες έχουν τόσο πολυάριθμο στράτευμα, που δεν βρίσκουν καμμία συστηματική αντίσταση απ’ τους Έλληνες στο πέρασμά τους, παρά μόνον κλεφτοπόλεμο. Από φόβο καί μόνον, κανείς δεν τους αντιστέκεται. Ωστόσο, οι νότιοι Έλληνες αποφασίζουν να τους σταματήσουν σε στενό πέρασμα, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών εξουδετερώνεται. Διαλέγουν, λοιπόν, τα Τέμπη – αλλά το ξανασκέφτονται, φοβούμενοι μήν υποχωρήσουν οι Θεσσαλοί λόγωι φόβου. (Διότι, σου λέει, κάμπος είναι· άμα τους την πέσουν οι Πέρσες, δεν θά ‘χουν πού να πάνε να κρυφτούν. Άρα, με πιθανότητα 99% θα «μηδίσουν».) Έτσι, παρατάνε τα Τέμπη καί κατεβαίνουν νοτιώτερα, στις Θερμοπύλες.
Εκεί, όντως ξαναστενεύει η ξηρά, κι αφήνει ένα στενό πέρασμα, σχεδόν μή χρησιμοποιήσιμο γιά τον πολυάριθμο Περσικό στρατό. Τωί καιρώι εκείνωι, βέβαια. Μην κάνετε συγκρίσεις με το σήμερα – τη διπλή εθνική οδό καί την ηλεκτρική διπλή σιδηροδρομική γραμμή, συν τον κάμπο του Σπερχειού. Τότε, η θάλασσα έφτανε περίπου μέχρις εκεί, όπου σήμερα βρίσκεται το άγαλμα του Λεωνίδα. Ο κάμπος του Σπερχειού αναπτύχθηκε από τότε (εδώ καί δυόμιση χιλιετίες) με τις προσχώσεις του ποταμού.

Ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας ( = Λιονταράκος), γιά την ακρίβεια ο ένας από τους δυό βασιλιάδες της πόλης, σχεδόν παρακούοντας τους αναποδιασμένους κωλόγερους εφόρους (καί γιατί να μην τους παρακούσει; εξήντα χρονών ήτανε· δεν είχε ανάγκη κηδεμόνων), παίρνει τριακόσιους ψυχωμένους συμπολεμιστές του καί πάει να υπερασπίσει το στενό. Μαζί του, μερικές χιλιάδες ντόπιοι (Θεσπιείς, Φωκείς, καί άλλοι), συν (εκόντες-άκοντες) καμιά τετρακοσαριά όμηροι απ’ την μηδίσασα Θήβα. (Οι οποίοι στο τέλος της μάχης παραδόθηκαν στους Πέρσες αυτοβούλως· αλλά μέσα στην αναμπουμπούλα οι Πέρσες τους σκότωσαν, νομίζοντας οτι είχαν να κάνουν με πραγματικούς αντιπάλους παραδοθέντες.)
Όμως, κι ενώι η μάχη είχε αρχίσει στις 9 Αυγούστου, κι ενώι ήδη είχαν περάσει τρείς μέρες με τους Πέρσες φρακαρισμένους στο στενό των Θερμοπυλών, βρέθηκε ένα όρθιο δίποδο κρέας ονόματι Εφιάλτης, καί πρόδωσε. Οδήγησε καμιά δεκαριά χιλιάδες επίλεκτους Πέρσες πολεμιστές από ένα ορεινό μονοπάτι, την Ανοπαία Ατραπό, στο πίσω μέρος των Ελλήνων στο στενό των Θερμοπυλών, κι έτσι η μάχη ήταν πιά άνιση καί χάθηκε. Στις 13 Αυγούστου του 480 πΧ, οι υπό την γενική αρχηγία του Λεωνίδα Έλληνες περνούσαν στην αθανασία!
Δυστυχώς, κι ενώι ο Λεωνίδας είχε πληροφορηθεί γιά το μονοπάτι καί προνόησε να βάλει χίλιους ντόπιους Φωκείς να το φυλάνε, αυτοί δεν περίμεναν νυχτερινή επίθεση από τους Πέρσες… δεν συνηθιζόταν τους καιρούς εκείνους οι νυχτερινές πολεμικές επιχειρήσεις. Πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο οι Φωκείς, σκόρπισαν καί λάκησαν μπροστά στους δέκα χιλιάδες Πέρσες επίλεκτους, καί δυστυχώς δεν σκέφτηκαν να πάνε τρέχοντας (όσοι φτεροπόδαροι απ’ αυτούς μπορούσαν) να ειδοποιήσουν τους μαχόμενους κάτω στον κάμπο, φεύγοντας μπροστά στην Ανοπαία Ατραπό, κι όχι στα πλάγιά της. (Κι όμως, θα μπορούσαν να το κάνουν – θεωρητικά, τουλάχιστον. Δες καί παρακάτω.)

Σήμερα έχουμε ένα μεγαλοπρεπές μνημείο του Λεωνίδα καί των Τριακοσίων του, συν ένα λιγώτερο μεγαλοπρεπές, αλλά σαφώς επικό καί λυρικό μαζί, γιά τον Δημόφιλο, τον γυιό του Διαδρόμου καί τους Θεσπιείς του. Τά ‘χω επισκεφθεί αρκετές φορές καί τα δύο… κι όνειρο τό ‘χω να διασχίσω την Ανοπαία Ατραπό ανάποδα!
Αυτή βρίσκεται μέχρι σήμερα εκεί που βρισκόταν καί τότε, καί εχρησιμοποιείτο έως καί λίγο μετά τον Β’ ΠΠ από τους χωρικούς της περιοχής – με πόδια καί με υποζύγια. Με τη μαζική έλευση-επέλαση των αυτοκινήτων (κατά καί μετά τις δεκαετίες του 1960 καί 1970) σχεδόν ξεχάστηκε, αλλά εξακολουθεί να είναι μιά όμορφη πεζοπορική διαδρομή.
Χοντρικά, η Ανοπαία Ατραπός είναι ετούτη εδώ (με το κίτρινο) – κι άμα θέλετε, κάντε ζούμ στο Γκουγκλ Έρθ, να δήτε το μονοπάτι καθαρά:



Το στρατόπεδο των Περσών είναι με το κόκκινο, των Ελλήνων με το γαλάζιο, ο γαλάζιος κύκλος είναι -στο περίπου- η θέση των Φωκαέων (γιά να έχουν το πλεονέκτημα της ανηφόρας έναντι του εχθρού), καί η μπλέ γραμμή είναι η τότε ακρογιαλιά.
Το εργαλείο «path» του Γκούγκλ Έρθ μετράει την απόσταση στα 18.32 χιλιόμετρα… καί καταλαβαίνουμε τί ακριβώς έγινε το βράδυ της 12ης προς 13η Αυγούστου, καλή ώρα σαν τώρα που γράφω το αρθράκι:
Το απόσπασμα των Περσών (με τον Εφιάλτη μπροστά να το σαλαγάει) έφυγε προς τα δυτικά του στρατοπέδου τους κατά τις δέκα με έντεκα το βράδυ (με κανονική -κι όχι «θερινή»- ώρα, τέτοια μέρα έχει ήδη σουρουπώσει πρό πολλού), χωρίς οι Έλληνες να έχουν ορατότητα το τί γίνεται. (Τους Πέρσες τους έκρυβε η προεξοχή του Καλλίδρομου.) Οι Φωκείς, φεύγοντας πανικόβλητοι, δεν πρόβαλαν αντίσταση, κι έτσι η πορεία των Περσών συνεχίστηκε σχεδόν χωρίς διακοπή.
Επειδή έχω εμπειρία καί πεδινών καί ορειβατικών πορειών με ομάδες, τόσο πολιτικές, όσο καί στρατιωτικές, σας λέω ότι στο ίσιωμα ο πεζός εκπαιδευμένος στρατιώτης κάνει έξι χιλιόμετρα την ώρα με γρήγορο βάδισμα, καί με συντεταγμένο τροχαδάκι δέκα. (Έτσι ακολουθούσαν παλιά τους έφιππους. Δες πχ Γιαπωνέζικες ταινίες με πολέμους φεουδαρχών με σαμουράϊ.) Στο βουνό, όμως, δεν σηκώνει τροχάδην, αλλά μονάχα συντεταγμένο βηματισμό ομάδας (αν καί με ελεύθερο ρυθμό καί διασκελισμό) – με μέγιστη ταχύτητα τα τρία χιλιόμετρα την ώρα. Επομένως, οι Πέρσες έκαναν ένα γεμάτο εφτάωρο γιά να παρακάμψουν το βουνό καί να βρεθούν στα νώτα των Ελλήνων, δηλαδή έφτασαν εκεί (μαζί με τις στάσεις γιά κατούρημα) κατά τις έξι το πρωῒ.
Το ότι δεν συνεχίζω την κίτρινη γραμμή μέχρι την πεδιάδα (παρά το ότι το μονοπάτι όντως κατεβαίνει μέχρι κάτω), οφείλεται στο ότι οι Πέρσες, λέει ο Ηρόδοτος, θες επειδή φοβόντουσαν τους Έλληνες (επί τρία μερόνυχτα είχαν μαζέψει αρκετό βρωμόξυλο στην καμπούρα τους, καί πλέον είχαν εμπειρία του τί εστί βερύκοκο), θες επειδή τους είχε βγεί η πίστη απ’ την ορεινή πορεία, κατέφυγαν σε παρακείμενο υπερυψωμένο λόφο (εκεί που σταματάω τη γραμμή), καί πλάκωσαν τους Έλληνες στις σαϊτιές. Έτσι πέθαναν οι υπερασπιστές των Θερμοπυλών, κι όχι σε μάχη εκ του συστάδην. Άλλως τε, τους ρίχτηκαν κι από βόρεια οι λοιποί Πέρσες… κατά τις δέκα, έντεκα το πρωῒ εκείνης της φοβερής 13ης Αυγούστου, όλα είχαν τελειώσει.

Εμείς εδώ, όμως, δεν τελειώσαμε ακόμη. Έχουμε την έντονη απορία, του τί ήταν ο Εφιάλτης… διότι κανείς δεν μας την απάντησε επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Κι επειδή εξακολουθεί να μην την απαντά κανείς, θα την ψάξουμε εμείς από μόνοι μας την απάντηση.
Πρόδωσε, τάχα, μονάχα από φόβο καί φιλοχρηματία; Καί γιατί άλλοι κάτοικοι της περιοχής, εξ ίσου φοβισμένοι καί παραδόπιστοι, δεν πρόδωσαν;
Ο φίλος Μποτίλιας έδωσε κάποτε την ερμηνεία ότι αυτό δεν ήταν το όνομα του προδόταρου, αλλά παρατσούκλι – «ο επί του άλματος», παναπεί ο σαλταρισμένος. Εν άλλαις λέξεσιν, ο Εφιάλτης ήταν κάποιο ανισόρροπο άτομο, θύμα των Κρονίων ιερατείων, που έκανε ό,τι έκανε μέσα σε κατάσταση όχι πλήρους συνειδήσεως, αλλά ημιμαστούρας (καί ενδεχομένως καί ψυχικού «προγραμματισμού»). Ίσως… αν καί, καλό θα ήταν να είχαμε κι άλλα στοιχεία γιά την σκοτεινή αυτή υπόθεση.
Μιά δεύτερη, τελείως «επίπεδη» καί πρακτική ερμηνεία (οφειλόμενη στην Γραμματέψ μας), είναι πως ο Εφιάλτης ήταν απλά ένα χεσμένο απάνω του από τον φόβο (καί φιλοχρήματο) ανθρωπάκι· καί καλό θα είναι να μήν ψάχνουμε πάντα γιά εχθρούς σε τέτοιες περιπτώσεις (λέει η Γραμματέψ), πρίν ψάξουμε γιά δικούς μας προδότες, που ξεπηδάνε σχεδόν πάντα από το σύνολο των βήτα διαλογής ατόμων (των συμπλεγματικών καί των περιθωριακών, δηλαδή).
Αλλά σας έχω καί μιά τρίτη εξήγηση, δική μου.

…Όταν, λοιπόν, το μιαρό ζεύγος Δευκαλίωνα καί Πύρρας σήκωνε τις ταφόπλακες κι έκανε κλωνοποίηση σε (φρεσκο)πεθαμένους, λέτε πως το κάνανε γιά καλό; επειδή τάχα είχαν χαθεί (με τον Κατακλυσμό) οι άνθρωποι καί δεν ήταν ωραίο θέαμα η ερημιά; (Καταπώς λέει η -στο σημείο αυτό- «πειραγμένη» Μυθολογία μας.)
Καί γιατί δεν κάνανε κλωνοποίηση σε ζωντανούς; (Αφού διασώθηκαν μερικοί, καταπώς γράφει ο Πλάτων.)

Να σας πω εγώ γιατί.
Διότι στο πτώμα έχει ήδη φύγει η ψυχή, κι ο κλώνος πεθαμένου προγραμματίζεται χωρίς εμπόδια.
Επομένως, όταν φτιάχνεις μιά στρατιά προγραμματισμένων κλώνων καί την αμολάς ανάμεσα στους κανονικούς ανθρώπους, δεν το κάνεις γιά καλό. Κάτι άσχημο έχεις στο μυαλό σου!… που θα σου δώσει καρπούς αργότερα. Μπορεί καί πολύ αργότερα.
Καί βέβαια, ο προγραμματισμός ενός κλώνου / ενός σπαρτού περιλαμβάνει καί μηχανισμούς ασφαλείας. Εδώ ένα φτηνό κινητό κι έχει ένα σωρό κρυμμένους αριθμούς (κάτι «ιμέϊ» καί κάτι τέτοια), υποτίθεται γιά να μή σου το κλέψουν (καί γιά ν’ αυτορουφιανεύεσαι στις εταιρείες τηλεφωνίας καί τις «υπερεσίες» πίσω απ’ αυτές)· άσε τις ένα σωρό κρυμμένες δυνατότητες, που τις βρίσκεις μονάχα με «χακέματα» – που με τη σειρά τους τα βρίσκεις σε αμέτρητα βίντεα στα γιουτιούμπια! Δεν θά ‘χει / δεν θά ‘χε ένας κλώνος τέτοια πράγματα, εκμεταλλεύσιμα σε περίπτωση που χρειαζόταν; Ουδέν καινόν υπό τον Ήλιον, άλλως τε!… αν νομίζουν οι κατασκευαστές κινητών τηλεφώνων ότι πρωτοτυπούν!
[Παρένθεσις πρώτη:
Μακάρι να ήξερα τα «χακέματα» γιά κάτι σπαρτούς, που μας κουβαλήθηκαν καί μας κατσικώθηκαν εδώ, να τους κάνω σπαρτόσκονη!… Μεγάλη υπόθεση αυτή· ενστικτωδώς γνωρίζω πως κάπου -καί πού συγκεκριμένα– υπάρχουν καταγραμμένα, αλλά άντε να καταλάβεις τί λέει ένα κείμενο με συμβολικές ερμηνείες των λέξεων, καί δή γραμμένο σε μιά γραφή αχρησιμοποίητη εδώ καί δέκα χιλιάδες χρόνια!]
[Παρένθεσις δευτέρα:
Με την ίδια λογική, κι εμείς οι κανονικοί ( ; ) άνθρωποι έχουμε τέτοιους μηχανισμούς, καθ’ ό «βελτιωμένοι» κατά καιρούς από πχ τη Θεά Αθηνά, ή άλλες θείες οντότητες… αλλά άντε να τους βρείς!
«- Καί τί θες να πείς, ρέ Εργοδότη; ότι πρέπει ν’ αρχίσουμε να ψαχνόμαστε;»
Ξέρω καί ‘γώ; αν έχουμε λύσει όλα τ’ άλλα προβλήματά μας, καί δεν έχουμε κάτι καλύτερο ν’ ασχοληθούμε… Άλλως τε, πάντα υπάρχουν περιθώρια γιά βελτιώσεις! 
Βέβαια, οι «υπερεσίες» είναι χίλια τοις εκατό πεπεισμένες πως όντως υπάρχουν τέτοιοι μηχανισμοί – κι εννοείται πως λύσσαξαν να τους βρούν, με κάτι Μάρκ Ούλτρα, κτλ κτλ κτλ. Ευτυχώς, όμως, δεν έχουν ξεκλειδώσει τα πάντα. Καί μάλλον ούτε πρόκειται.]

Στο σημείο αυτό, ο λογικός αναγνώστης θα με ρωτήσει τί ανακατεύω την προχωρημένη Βιολογία με τους ήρωες των Θερμοπυλών… κι εντάξει, καταλάβαμε τί θές να πείς ρέ Εργοδότη, ο Εφιάλτης ήτανε απόγονος ενός Δευκαλιώνειου κλώνου, γι’ αυτό φέρθηκε όπως φέρθηκε. Επομένως, γιατί δεν κλείνω το άρθρο;
  • Διότι, αγαπητά μου παιδιά, η μάχη γιά την επιβίωση της Ελλάδας καί των Ελλήνων ΔΕΝ τελείωσε ΠΟΤΕ από τότε!… από την 13η Αυγούστου του 480 πΧ! Συνεχίζεται! Αόρατη – καί άρα, πιό ύπουλη!
  • Καί διότι οι Εφιάλτες εξακολουθούν να ζούν ανάμεσά μας!
Αναρωτήθηκες ποτέ, αναγνώστη μου, έτσι γιά παράδειγμα…
  • Σε τί διαφέρεις εσύ, που δεν φοράς μάσκες κι αηδίες, με τον κάθε χέστη, που φοράει μάσκα συνεχώς;
  • Σε τί διαφέρεις εσύ, που θες να υπερασπιστείς την Πατρίδα μας με κάθε τρόπο, μ’ αυτόν που κοιτάζει να βγάλει ψεύτικο διαβατήριο, γιά να την κοπανήσει έξω ως δήθεν αλλοδαπός;
  • Σε τί διαφέρεις εσύ, που μπορείς να σκέφτεσαι (πχ ότι ο -ενδεχομένως μολυσμένος- αέρας μπαίνει κι απ’ τα πλάγια της μάσκας), με τον μαλάκα, που πάει καί φιλάει τα χέρια των πωλητικών;
Αν αναρωτήθηκες, καλώς – καί ήδη θα κατάλαβες πού το πάω.
Έχουμε μάχες καί μάχες μπροστά μας! Αν κι όχι εφάμιλλες σε δυσκολία με την των Θερμοπυλών, αλλά ούτε κι εύκολες.

Όθεν, να το κλείσω το κείμενο, ως είθισται στις εθνικές επετείους! (Αλλά μακριά από μας το ψεγάδι ότι αποτελούμε σαπιορήτορες-αναφορατζήδες.)
Λοιπόν:





ΑΘΑΝΑΤΟΙ!

ΑΘΑΝΑΤΟΙ!

ΑΘΑΝΑΤΟΙ!


Υγ: Έχει κι άλλο, που συνδέει το τότε με το σήμερα. Η 13η Αυγούστου είναι η δεύτερη σε ισχύ «πύλη» μέσα στο έτος. (Βλέπε πείραμα της Φιλαδέλφειας, μάχη του Μαραθώνα, κτλ.) Άρα γε, να ξέρανε τέτοια κόλπα κι οι Πέρσες, καί να προετοιμαζόντουσαν καταλλήλως (από μεταφυσικής πλευράς, εννοώ) γιά το πότε καί πώς θα δώσουν μάχη;
Καί γιατί όχι; Όλοι οι Ανατολίτες έχουν ολόκληρα βιβλία θεωρίας γιά οιωνούς κτλ κτλ. Άλλως τε, «Εκ της Περσίας έρχονται τρείς Μάγοι με τα δώρα!»…
…Καί «οι μάγοι με τα δώρα εκ Περσίας» είχαν ξαναδώσει μάχη με Έλληνες ακριβώς δέκα χρόνια πρίν! Στις 13 Αυγούστου του 490 πΧ, στον Μαραθώνα!
Το θέμα είναι πως σήμερα οι Πέρσες δεν θα πολεμήσουν μ’ εμάς… κάποιοι άλλοι, όμως, θα το κάνουν. («Τούρκοι» ονομάζονται, Εργοδότη!) Αν ξέρουν τέτοια κολπάκια κι αυτοί, καλά θα κάνουμε να οργανωθούμε καλύτερα.