.....Ο Καραϊσκάκης είχε δώσει εντολή στις 22 Απριλίου «τα στρατεύματα να μη πυροβολήσωσι αλλά να ησυχάσωσι δι’ όλης της ημέρας», προκειμένου να είναι έτοιμοι για τη νυχτερινή επίθεση, ενώ ο Κόχραν είπε : «Θα γευματίσουμε λοιπόν στις 23 στην Ακρόπολη».
Το μεσημέρι όμως της 22ας Απριλίου, κάποιοι Έλληνες άρχισαν να ακροβολίζονται κατά μήκος της τουρκικής γραμμής στο Νέο Φάληρο. Παρά την προσπάθεια μερικών οπλαρχηγών, μεταξύ των οποίων κι ο Νικηταράς, να δώσουν τέλος στη συμπλοκή, ακολούθησε μάχη «ης ήρξαντο ανωφελώς μέθυσοι τινές Κρήτες και Υδραίοι εν τη εκβολή του Ιλισού», όπως γράφει ο Γκούσταβ Φρίντριχ Χέρτσβεργκ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Λέγεται ότι το κρασί με το οποίο μέθυσαν, τους είχε σταλεί από τον Τσορτς και τον Κόχραν!Ο Καραϊσκάκης, που ήταν φιλάσθενος, κοιμόταν όταν άρχισε η μάχη. Ξύπνησε από τους πυροβολισμούς και τον θόρυβο, ανέβηκε στο άλογό του κι έτρεξε στο πεδίο της μάχης, συνοδευόμενος από πολλούς έφιππους αξιωματικούς και το άτακτο ιππικό. Πηγαινοερχόταν σε διάφορα σημεία και μετά από 3 ώρες περίπου η κατάσταση έδειχνε να ομαλοποιείται. Το ισχυρότερο από τα οχυρώματα των Τούρκων ήταν μια μάντρα σε πεδινό έδαφος. Καθώς ο Καραϊσκάκης πήγαινε προς τη μάντρα, δέχτηκε μια σφαίρα στο υπογάστριο. Αν και κατάλαβε ότι η πληγή του ήταν σοβαρή, συνέχισε έφιππος να «μαζεύει» τους στρατιώτες και τελικά γύρισε στη σκηνή του.
Εκείνη τη μέρα, το ελληνικό ιππικό αντιμετώπισε με επιτυχία μια εχθρική ίλη που συνάντησε. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν 17 Έλληνες. Μεταξύ των πληγωμένων ήταν ο Νικηταράς και ο Άγγλος Χουίτκομ. Ο υπασπιστής του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, Παναγιώτης Χρυσανθόπουλος ή Κακλαμάνος, έχασε το δεξί του χέρι.
Επιστρέφουμε όμως στον βαριά λαβωμένο Καραϊσκάκη. Όταν έφτασε στη σκηνή, οι στρατιώτες τον κατέβασαν από το άλογο και τον μετέφεραν στον γιατρό, που διαπίστωσε ότι είχε τραυματιστεί θανάσιμα στη βουβωνική χώρα. Τότε τον πήγαν στο πλοίο των Βρετανών στο Φάληρο, έστρωσαν ένα χαλί στην καμπίνα του Τσορτς και τον τοποθέτησαν εκεί.
Ο Καραϊσκάκης κατάλαβε ότι η πληγή του ήταν θανάσιμη. Κάλεσε αμέσως ιερέα, εξομολογήθηκε, μετάλαβε, ζήτησε συγχώρεση απ’ όλους τους παρόντες και ζήτησε να τον θάψουν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της Σαλαμίνας. Αστειεύτηκε με τους συναγωνιστές του, τους συμβούλευσε να παραμείνουν ενωμένοι για το καλό της οατρίδας και τουλάχιστον ως τις 3 π.μ. της 23ης Απριλίου, είχε πλήρη διαύγεια. Κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη («Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης»), πέθανε γύρως τις 4 π.μ. «Εν μέσω δριμύτατων πόνων» κατά τον Λάμπρο Κουτσονίκα, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές στις 8 π.μ. Ο θάνατός του προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στους αντιπάλους. Ο Κασομούλης αναφέρει πως ήδη από το βράδυ της 22ας Απριλίου οι Τουρκαλβανοί φώναζαν στους φρουρούς των ελληνικών θέσεων : «Ωρέ ο Καραϊσκάκης ο γιος της καλόγριας πέθανε. Όλοι να βάλετε μαύρα γιατί άλλον σαν κι αυτόν δεν έχετε». Πραγματικά, κανένας άλλος Έλληνας δεν είχε τις αρχηγικές του ικανότητες. Η σορός του μεταφέρθηκε στο ναό του Αγίου Δημητρίου της Σαλαμίνας.
ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ;
To ερώτημα του τίτλου είναι σίγουρα ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της Επανάστασης του 1821. Να αναφερθούμε σε δύο δεδομένα. Ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε ενώ ήταν έφιππος, ενώ η μοιραία σφαίρα είχε φορά από πάνω προς τα κάτω. Αυτός που σκότωσε δηλαδή τον Καραϊσκάκη ήταν καβαλάρης που ανασηκώθηκε από τη σέλα του αλόγου του και πυροβόλησε τον Ρουμελιώτη οπλαρχηγό.
Αναφέρουμε τις εκδοχές, όπως τις παραθέτει στο έξοχο βιβλίο του «1821 : Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία», ο Νίκος Γιαννόπουλος.
Ο γραμματέας του Καραϊσκάκη, Δημήτριος Αινιάν, αναφέρει σε βιβλίο που τύπωσε το 1833 ότι, λίγο πριν ξεψυχήσει, ο γιος της καλόγριας είπε στους Χριστόδουλο Χατζηπέτρο και Γαρδικιώτη Γρίβα ότι «επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι αν ήθελε ζήσει, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».
Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος, στην τραγωδία «Γεώργιος Καραϊσκάκης», αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης είπε προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριο αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω ένα μυστικόν». Στη συνέχεια όμως τονίζει ότι το μυστικό δεν ήταν η δολοφονία του Καραϊσκάκη από Έλληνες. Ο Κ. Μαργαρίτης γράφει για το μοιραίο βόλι «...το οποίον είναι άδηλον πόθεν ερρίφθη, πολλοί φρονούσι ότι ερρίφθη από τους αντιζήλους του».
Ο Λάμπρος Κουτσονίκος και ο Χρήστος Βυζάντιος αναφέρουν ότι πυροβολήθηκε από το τουρκικό οχύρωμα.
Ο Κασομούλης επιβεβαιώνει τη στιχομυθία Καραϊσκάκη, Χατζηπέτρου και Γαρδικιώτη και αναφέρει ότι ένας Χιμαριώτης, ο Κώστας Στράτης, πιστός του Κίτσου Τζαβέλα, λίγο πριν πεθάνει εξομολογήθηκε και είπε ότι στη διάρκεια της συμπλοκής, καθώς έκανε περιστροφή με το άλογό του για να πάρει καλύτερη θέση, άθελά του πυροβόλησε τον Καραϊσκάκη. Φαίνεται όμως ότι όλοι οι άνδρες του Τζαβέλα πολεμούσαν πεζοί. Ο Δημήτρης Φωτιάδης, στο έργο του «Καραϊσκάκης», αναφέρει ότι από τα γραφόμενα του Κασομούλη προκύπτουν τα εξής :
Η υποψία ότι ο δολοφόνος ήταν Έλληνας ήταν διάχυτη στους συντρόφους του Καραϊσκάκη. Αν και περιστοιχιζόταν από ιππείς που τον λάτρευαν, κάποιος ίσως δωροδοκήθηκε για να τον σκοτώσει. Εξάλλου, ανάμεσα στους ιππείς υπήρχαν και φιλέλληνες. Η εξομολόγηση του Κώστα Στράτη αποδεικνύει το πόσο πιθανή ήταν η άποψη για τη δολοφονία του Καραϊσκάκη από Έλληνα. Υπάρχει μια πιθανότητα κάποιοι Τούρκοι ιππείς να είχαν παραμείνει ανάμεσα στους Έλληνες και, αναγνωρίζοντας τον Καραϊσκάκη, να τον σκότωσαν. Τέλος, ο Κασομούλης αναφέρει ότι η φλόγωση της πληγής του Καραϊσκάκη τον έκανε να μιλά για πυροβολισμό από ελληνικό χέρι.
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης γράφει ότι δύο Τούρκοι που βρίσκονταν στην μάντρα-οχύρωμα, αναγνώρισαν τον Καραϊσκάκη και τον πυροβόλησαν στην κοιλιά. Ανάλογη είναι και η άποψη του Χρήστου Βυζάντιου, όμως και οι δύο αυτές γνώμες χωλαίνουν στο ότι δεν δικαιολογείται με τις θεωρίες τους η φορά της σφαίρας. Ο Μακρυγιάννης, σε μεταγενέστερα κείμενά του, θεωρεί ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του Καραϊσκάκη τον Μαυροκορδάτο.
Ο Χριστόφορος Περραιβός θεωρεί ότι τον Καραϊσκάκη πυροβόλησε Τούρκος καβαλάρης που αφίππευσε (πράγμα πολύ δύσκολο μέσα στη συμπλοκή). Έτσι όμως δεν διακιολογείται η φορά της σφαίρας.
Ο φιλέλληνας συνταγματάρχης Έιδεκ παρουσιάζει μιαν άλλη εκδοχή. Είδε το τραύμα του Καραϊσκάκη και κάνει λόγο για «δύο σφαιρών διατρυπηθέντων εντοσθίων αυτού...».
Το 1982, η Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη δημοσίευσε ένα νέο χειρόγραφο του Κύπριου αγωνιστή Ιωάννη Σταριανού που πήρε μέρος στις μάχες της Αττικής. Περιληπτικά, ο Σταυριανός αναφέρει ότι βρισκόταν πολύ κοντά στο σημείο όπου πυροβολήθηκε ο Καραϊσκάκης και είδε «εκπυρσοκρότησιν όπλου από τον ημέτερον στρατόν και ευθύς ο πυροβολήσας ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραϊσκου. Ο Σταυριανός αναφέρει επίσης ότι Τούρκος σε κοντινή απόσταση δεν υπήρχε σε καμία περίπτωση. Το χειρόγραφο όμως συνεχίζει και ο Σταυριανός γράφει ότι δύο χρόνια αργότερα ήταν φρουρός στον Ακροκόρινθο και συνομιλούσε με έναν ιερέα, ο οποίος του είπε ότι εξομολογώντας έναν στρατιώτη που είχε μείνει παράλυτος, την τελευταία μέρα της ζωής του, του αποκάλυψε ότι του έδωσαν 70... Εκεί το χειρόγραφο σταματά! Η Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη θεωρεί ότι ο ετοιμοθάνατος ήταν Σουλιώτης που δωροδοκήθηκε για να δολοφονήσει τον Καραϊσκάκη. Ο Δημήτρης Σταμέλος γράφει ότι, κατά την μεταφορά του, ο Καραϊσκάκης είχε δίπλα του τον Κίτσο Τζαβέλα, στον οποίο έλεγε συνεχώς : «Κίτζιο μπιρ (γιε μου Κίτσο) να μου ζήσεις». Αν γνώριζε όντως τον δολοφόνο του ο Καραϊσκάκης και ήξερε ότι αυτός ήταν Σουλιώτης, θα μιλούσε έτσι στον Τζαβέλα ;
O Σταμέλος θεωρεί ότι η δολοφονία του Καραϊσκάκη οργανώθηκε από τους Μαυροκορδάτο, Τσορτς και Κόχραν, καθώς η αγγλική κυβέρνηση δεν ήθελε να απελευθερωθεί η Στερεά Ελλάδα. Το ίδιο πιστεύουν και οι Σπυρομήλιος και Φωτιάδης. Αν και οι Τσορτς και Κόχραν ευθύνονται για τη συντριβή στη μάχη του Ανάλατου, δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία για εμπλοκή τους στη δολοφονία του Καραϊσκάκη.Φυσικά δεν γνωρίζουμε τον δολοφόνο του Καραϊσκάκη, αλλά η γενικότερη στάση των Τσορτς και Κόχραν ήταν ύποπτη. Η αλήθεια είναι ότι ο Καραϊσκάκης ήταν ριψοκίνδυνος. Σε μάχη στο Κομπότι της Άρτας τον Μάιο του 1821, ακάλυπτος ειρωνευόταν τους εχθρούς που υποχωρούσαν. Δέχτηκε μία σφαίρα στα γεννητικά όργανα, αλλά ευτυχώς ανάρρωσε. Σε επιστολή που του έστειλε ο Κολοκοτρώνης και τον βρήκε ετοιμοθάνατο, του εξηγούσε ότι ο ρόλος του στρατηγού είναι να διοικεί και να εκπονεί σχέδια και όχι να πολεμά στην πρώτη γραμμή...
Στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη διαβάζουμε: «Ὅτι τὴν πατρίδα τὴν ἤθελαν ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν καὶ κατὰ τὴν Πελοπόννησον, ὄχι ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν καὶ κατὰ τὴν Ρούμελη. Καὶ κατηγοροῦσαν τὸν Καραϊσκάκη, ὁποῦ δούλευε νὰ ξαναλευτερώση τὴν Ρούμελη. Καθὼς κι᾿ ὁ Κυβερνήτης μας προσπάθαγε δι᾿ αὐτὸ καὶ τότε ἔγινε Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος.» Και αλλού: «Ἐνέργειες τοῦ Μαυροκορδάτου μόνον ἤξεραν, ὅπου ἔβαλε τὸν Κουντουριώτη νὰ φκειάση τὸν Σκούρτη ἀρχιστράτηγον εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς τοὺς στεριανοὺς καὶ τοὺς ὁδηγοῦνε ὄρτζια καὶ πόντζα. Κι᾿ ὁ Μεταξᾶς μὲ τὸν ἀρχηγὸν τῆς πιάτζας καὶ συντροφιά τους, ὅπου κατόρθωσαν τὶς τρεῖς μεγάλες ἀρχηγίες εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἤφεραν ξένα φῶτα κι᾿ ἀντρεία, κυβέρνηση, ναυαρχίαν, ἀρχιστρατηγίαν, θέλαν νὰ χαλάσουν τὴν ὄρεξίν του Καραϊσκάκη κι᾿ ἄλλων ἀρχηγῶν, ὁποῦ πολεμοῦσαν τὸ χειμώνα διὰ νὰ ματαλευτερώσουν τὴν πατρίδα τους, ὅπου ξανατούρκεψε ἀπὸ τοὺς συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους καὶ φατρίες αὐτήνων τῶν ἀγαθῶν πατριώτων. Ὁδήγησαν καὶ τὸν ἀθῶον καὶ γενναῖον Μπούρμπαχη νὰ πάγη εἰς τὸν Καραϊσκάκη αὐτὸς – χορτάτος κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης νηστικός, καὶ νὰ σκοτωθοῦν.» Ο ίδιος – αυτόπτης- σώζει τα τελευταία λόγια του καπετάνιου: «Ἄναψε ὁ πόλεμος πολύ· ἦρθε κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης. Τότε τοῦ λέγω: «Σύρε ὀπίσου νὰ πάψη ὁ πόλεμος, ὅτι τὸ βράδυ θὰ κινηθοῦμεν. – Μοῦ λέγει, στάσου αὐτοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους κ᾿ ἐγὼ φέγω». Τότε σὲ ὀλίγον μαθαίνω ὅτι βαρέθη ὁ Καραϊσκάκης. Πάγω ἐκεῖ· μαζευόμαστε, τηρᾶμεν· ἤτανε βαρεμένος εἰς τ᾿ ἀσκέλι παραπάνου, εἰς τὰ φτενά. Μαζωχτήκαμεν ὅλοι ἐκεῖ. Μᾶς εἶπε μὲ χωρατά· «Ἐγὼ πεθαίνω· ὅμως ἐσεῖς νὰ εἶστε μονοιασμένοι καὶ νὰ βαστήξετε τὴν πατρίδα». Τὸν πῆγαν εἰς τὸ καράβι. Τὴν νύχτα τελείωσε καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὴν Κούλουρη καὶ τὸν τάφιασαν.»
[…] «Τὸν Χαράλαμπο Παπαπολίτη πατριώτη μου, ἀφοῦ ἤτανε τουρκοκοτζάμπασης καὶ φίλος τοῦ Μαυροκορδάτου, τὸν σύστησε αὐτὸς τοῦ Κυβερνήτη. Ὡς τοιοῦτος συστημένος ὁ Παπαπολίτης, τοῦ εἶπε ὁ Κυβερνήτης μας ὅτι ἡ Ρούμελη δὲν μπορεῖ νὰ λευτερωθῆ – καὶ τί τὴν θέλομεν; Ὅσοι Ἕλληνες μείναν ζωντανοὶ χωροῦνε εἰς τὴν Πελοπόννησο. Ὅμως νὰ ῾νεργήση ὁ Παπαπολίτης νὰ μποῦνε οἱ Λιδορικιῶτες μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησο. Καὶ εἶπε κι᾿ ἀλλουνῶν τοιούτων. Αὐτὸ ἔδινε χέρι καὶ τοῦ Κυβερνήτη μας. Ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κόρθος καὶ μέσα ἔμενε ἡ Ἐξοχότη τοῦ ἕνας πρίτζηπας κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης ἀρχιστράτηγος καὶ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ Κυβερνήτη μας καὶ οἱ φίλοι του Κολοκοτρώνη δικαιοκράτες· καὶ τότε ἡ πατρὶς λάβαινε τὴν τύχη τῆς εἰς αὐτὸ – οἱ Ἕλληνες ραγιάδες αὐτεινῶν κι᾿ αὐτεῖνοι ἀφεντάδες. Δι᾿ αὐτοὺς κάψαμε τὰ σπίτια μας, δι᾿ αὐτοὺς χάσαμε τοὺς ἀνθρώπους μας, δι᾿ αὐτοὺς σκοτωθήκαμεν. Καὶ τηράξετε μεγάλη γνώση ὁποῦ ῾χουν ὅσοι πᾶνε εἰς τὴν Εὐρώπη – καὶ ἦρθαν νὰ μᾶς κυβερνήσουνε· νὰ γένουν οἱ Ρουμελιῶτες εἵλωτες αὐτεινῶν! Δὲν θέλω νὰ κάμω καμμίαν παρατήρησιν ἐγὼ καὶ κάμετε τὴν ἐσεῖς οἱ ἀναγνῶστες, ἂν θὰ ῾μενε κανένας ζωντανὸς ἀπὸ αὐτοὺς διὰ νὰ μὴν τελεσφορήση αὐτό. Ἦταν τυχερὸν καὶ μαθεύτηκε ὕστερα, ὁποῦ τὸ εἶδε καὶ ὁ Μαυροκορδάτος.»
Ο γραμματέας του Δημήτριος Αινιάν, στην ολιγοσέλιδη βιογραφία του αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και σημειώνει ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα τα εξής: «…Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον.» Έτσι ή αλλιώς, είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι βασικοί υπαίτιοι της καταστροφής ήταν ο Τσώρτς και κυριότατα ο Κόχραν, οι οποίοι «τοσούτον κακώς διέταξαν τα πράγματα, ώστε αντί θριάμβου κατήνεγκον κατά της Ελλάδος την ολεθριωτάτην των πληγών…οι άνδρες διετάχθησαν να προέλθωσιν επί σφαγήν προφανή.»
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΝΑΛΑΤΟΥ
Τελικά, την επόμενη μέρα, μέσα σε κλίμα θλίψης και κατήφειας και μετά από επιμονή, ιδίως του Κόχραν, με την ψυχολογία των Ελλήνων στο ναδίρ, έγινε η επίθεση που είχε σχεδιαστεί εναντίον του Κιουταχή. Η μάχη κατέληξε σε πανωλεθρία των Ελλήνων, ίσως μεγαλύτερη κι από εκείνη στο Πέτα. 1.000 – 1.500 άνδρες σκοτώθηκαν σε λιγότερο από μία ώρα και 240 αιχμαλωτίστηκαν, οι οποίοι σύντομα αποκεφαλίστηκαν ή βασανίστηκαν μέχρι θανάτου.
Δύο χαρακτηριστικά γεγονότα από τη μάχη αυτή (24 Απριλίου 1827), γνωστή ως «Μάχη του Ανάλατου» : Η περίεργη αδράνεια του Κίτσου Τζαβέλα με 7.000 άνδρες, που δεν πήραν μέρος στη μάχη και το τέλος του ξάδελφου τού Μάρκου, Τούσια Μπότσαρη, που βρισκόταν ανάμεσα σε όσους είχαν διασωθεί. Βλέποντας την πλήρη καταστροφή, είπε στους γύρω του : «Δεν θέλω να σωθώ μαζί σας, αλλά να χαθώ με τους δικούς μου». Όρμησε με το άλογό του σ’ ένα εχθρικό σώμα και σκοτώθηκε.
Από τους αιχμαλώτους γλίτωσε μόνο ο Δ. Καλλέργης, καθώς ο αδελφός του κατέβαλε ως λύτρα 45.000 πιάστρα κι ένα άλογο. Πριν τον αφήσουν ελεύθερο, οι Τούρκοι του έκοψαν το ένα αφτί! Ένας άλλος επιφανής αιχμάλωτος, ο Γ. Δράκος, εκτελέστηκε 40 μέρες μετά τη σύλληψή του.
Και φυσικά, δεν έλειψε το γνωστό «γαϊτανάκι» καταλογισμού ευθυνών. Κατηγορήθηκε ο Μακρυγιάννης επειδή στήριξε τον Κόχραν. Ο υπασπιστής του Τσορτς, Καρλ ο’ Φάλον, ρίχνει κι αυτός τις ευθύνες στον Κόχραν, τον οποίου όμως δικαιολογεί εν μέρει καθώς πιεζόταν από τον επικεφαλής της φρουράς της Ακρόπολης, Φαβιέρο, που αν και είχε εφόδια για 10 μήνες, πίεζε για άμεση επέμβαση. Ο Βυζάντιος αναφέρει όμως ότι δεν ευθύνεται ο Φαβιέρος για τις εκκλήσεις, αλλά οι Αθηναίοι δημογέροντες (!), οι οποίοι δεν είχαν εμπιστοσύνη στους άντρες του Γκούρα που φοβόταν ότι θα εγκαταλείψουν τον Ιερό Βράχο! Δυστυχώς, 200 χρόνια μετά, φαίνεται...σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε...
============
πηγές ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
eranistis.net/wordpress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου