γράφει ο Δημήτριος Μάρκου
Τηρέας, Πρόκνη και Φιλομήλα (ή αλλιώς τσαλαπετεινός, αηδόνι και χελιδόνι): ένας μύθος πάθους κι άγριας εκδίκησης
Β΄ μέρος
Στης πλώρης τη μεριά ζωγραφιστό το πλοίο καρτερούσε στο λιμάνι,
μπήκε η κόρη μέσα, τα κουπιά αφρίσαν στο νερό και ξεκινήσαν.
«Όλα καλά!» εκραύγασε αυτός, «ό,τι ποθώ μαζί μου ταξιδεύει!»
Τον συνεπήρε άγρια χαρά, είχε φουντώσει, άλλο δεν κρατιόταν,
το βλέμμα του, μια λάγνα αχορτασιά, στη Φιλομήλα πάνω καρφωμένο,
σαν τ’ όρνιο του Διός, τον αετό, που αρπαχτής με τα γαμψά του νύχια
ανάερα σηκώνει τον λαγό και σε ψηλή φωλιά τον απιθώνει-
εκείνον που δεν έχει γλιτωμό, εκείνος που ορέγεται τη λεία.
Διαβήκαν του πελάγου τ’ ανοιχτά· κιόλας το θαλασσόδαρτο καράβι
τους έβγαλε στης Θράκης το γιαλό. Με το που φτάσαν πιάνει ο Τηρέας
την κόρη και τη σέρνει με τη βία σ’ ένα μαντρί βαθιά μες στα ρουμάνια.
Έτρεμε εκείνη σύγκορμη, χλομή την έζωναν ολούθε μαύρα φίδια,
και μέσα σε βαριά αναφιλητά τον ρώταγε πού είναι η αδερφή της.
Όλα κλειστά, το πάθος φανερό, το ανόσιο- μονάχη και παρθένα
τη βίασε. «Πατέρα μου!» αυτή, την αδερφή της φώναζε την Πρόκνη
μα πιο πολύ των άγιων θεών τη συνδρομή ζητούσε στο χαμό της.
Την τράνταζε ο φόβος, σαν αρνί που ξέφυγε το λιμασμένο λύκο
και λαβωμένο ακόμα δε νογάει που γλύτωσε του χάρου τα σαγόνια,
σα περιστέρα που ‘χει μουσκευτεί πούπουλα και φτερά μάσα στο αίμα
και πεταρίζει ξέψυχη καθώς μακραίνει απ’ του άρπαγα τα νύχια.
Ποιο το κακό, το ένιωσε μετά. Τράβηξε μανιασμένη τα μαλλιά της
σα να μοιρολογούσε η κοπελιά· τα μπράτσα και το στέρνο της χτυπώντας
κι απλώνοντας τα χέρια της «Αισχρά τα έργα σου κι αντάξια για κτήνος!
Καρδιά δεν έχεις μέσα σου εσύ, δε σ’ άγγιξαν τα λόγια του γονιού μου,
τα μάτια που τα βούρκωνε η στοργή, της αδερφής δε σ’ άγγιξε η έγνοια,
του παντρεμένου όρκος και τιμή, μήτε κι εγώ, κορίτσι και παρθένα;
Μαγάρισες τα πάντα. Τώρα εγώ της αδερφής μου χάλασα το γάμο-
δυο αδερφές και άντρας τους εσύ, κι η Φιλομήλα αντίζηλος στην Πρόκνη.
Ένα μονάχα απόμεινε κακό- καν’ το κι αυτό, να πάρε τη ζωή μου,
που αν ήταν να την έπαιρνες κι αυτήν, καλύτερα, προτού να με ντροπιάσεις,
στον Άδη θα κατέβαινα αγνή χωρίς να με βαραίνει τέτοιο κρίμα.
Ωστόσο αν θωρούν από ψηλά οι θεϊκές δυνάμεις όλα σαν κι εμένα,
θα ‘ρθει καιρός που για το κρίμα αυτό θα βρεις την πληρωμή σου! Την ντροπή μου
θα την παραμερίσω για να πω τι έπραξες. Να το μπορέσω μόνο,
κι όπου βρεθώ στους πάντες θα το πω. Και στα ρουμάνια τούτα μαντρωμένη
θα κάνω τα ρουμάνια ν’ αντηχούν, θ’ αφουγκραστούν κι οι πέτρες τη φωνή μου.
Οι αιθέρες θα μ’ ακούσουν κι ο θεός, αν κατοικεί θεός μες στους αιθέρες!»
Τα λόγια τούτα σήκωσαν οργή μες στου θρακιώτη τύραννου τα στήθια·
Οργίστηκε και σκιάχτηκε μαζί, κι τη διπλή αιτία φουρκισμένος
τραβάει απ’ το θηκάρι το σπαθί που φόραγε στη μέση του ζωσμένο,
και τη γραπώνει πίσω απ’ τα μαλλιά, και στρέφοντας τα χέρια της ξοπίσω
πισώπλατα τα πιάνει με δεσμά. Ελπίζοντας το θάνατο εκείνη
τάνυσε το λαρύγγι της μπροστά, πρόκληση στο σπαθί το τραβηγμένο.
Δε μελετούσε θάνατο αυτός· τον καταριόταν, φώναζε «πατέρα»
και πολεμούσε λόγια να του πει, όταν τη γλώσσα της, πιασμένη με τσιμπίδα,
την έκοψε με τ’ άγριο σπαθί. Σαλεύει ό,τι απόμεινε στη ρίζα,
τ’ άλλο κομμάτι, πέφτοντας στη γη, βουβό απομεινάρι σπαρταράει,
σαν έχιδνας αποκομμένη ουρά που σειέται και τινάζεται ακόμα-
παρόμοια και η γλώσσα αυτηνής τρεμάμενη γυρεύει την κυρά της.
Ανθρώπου νους δεν το χωρεί αλλά μετά το κρίμα τούτο, καθώς λένε,
ασέλγησε ξανά πολλές φορές απάνω στο σακάτικο κορμί της.
Κι όμως, ο κολασμένος, ο βιαστής εγύρισε αναίσχυντος στην Πρόκνη.
«Η Φιλιμήλα;» ρώτησε αυτή- του ψεύτη βογγητό η απόκρισή του.
«Η αδερφή σου πέθανε», της είπε κι ανιστορεί θανάτου παραμύθι.
Έχυνε κι ένα δάκρυ πειστικό. Ό,τι φορούσε απάνω της η Πρόκνη,
το πέπλο που είχε ολόγυρα χρυσό, το ξέσκισε και για το μοιρολόι
ντύθηκε μες στα μαύρα. Αδειανό της αδερφής της έστησε ένα μνήμα,
και προσφορές τιμής για τη νεκρή ετοίμασε, καθώς το φανταζόταν.
Για πεθαμένη τώρα τη θρηνεί- κι ας έπρεπε σ’ εκείνην άλλος θρήνος.
Τα δώδεκα σημάδια τ’ ουρανού είχε διαβεί ο Φοίβος- ένας χρόνος
κι η Φιλομήλα πώς να πορευτεί; Βιγλάτορες σφαλίζανε το δρόμο,
της μάντρας τα πετρόχτιστα τειχιά ορθώνονται ακλόνητα τριγύρω,
το στόμα της βουβό και τι να πει; Κι όμως, η συφορά γεννά ιδέες,
και μέσα στης ανάγκης το χαμό σοφίζονται τα πάντα οι ανθρώποι.
Έπιασε τη δουλειά στον αργαλειό και παίρνοντας θρακιώτικο υφάδι
σε φόντο που είχε χρώμα ανοιχτό ιστόρησε πορφύρινα σημάδια.
Ο μάρτυράς της τούτο το υφαντό. Το έδωκε σε μιαν από τις δούλες
και κάνοντάς της νεύματα βουβά της είπε να το πάει στην κυρά της.
Ανήξερη τι κουβαλάει αυτή το υφαντό, το άνοιξε σ’ όλη την απλωσιά του
και διάβασε τη μαύρη συμφορά, εικόνες μιας ζωής που ‘χε ρημάξει.
Μπόρεσε το ακατόρθωτο- μιλιά δεν έβγαλε, βουβή απ’ την οδύνη,
κι αν ήθελε η γλώσσα της να βρει τα λόγια που ταιριάζαν στο θυμό της,
τα λόγια δεν της έβγαιναν. Καιρός δεν ήτανε για κλάματα· στο νου της
έβγαζε μόνο λύσσα γδικιωμού, όλα να τα γυρίσει πάνω- κάτω.
Μέρες του Βάκχου, ήταν οι γιορτές που κάνουν οι θρακιώτισσες κυράδες
σε κάθε τρίτο χρόνο μια φορά, της νύχτας μυστικές τελετουργίες,
νύχτες με των κυμβάλων τον αχό που αντιλαλεί η Ροδόπη πέρα ως πέρα.
Στα σκοτεινά ξεπόρτισε κι αυτή, η Πρόκνη, σα βασίλισσα της Θράκης,
τη βακχική ντυμένη φορεσιά, με του θεού τη μέθη αρματωμένη,
κληματαριά στεφάνι στα μαλλιά, ζερβά απ’ το πλευρό της να κρεμιέται
δορά του ελαφιού, και ελαφρύ ζυγίζονταν στον ώμο της κοντάρι.
Στα δάση ξαμολιέται μανιακή, ξοπίσω της γυναίκες ένα τσούρμο.
Ήταν σκληρή στην όψη και φριχτή, κι απ’ τη βαριά της θλίψη φρενιασμένη
χτυπιόταν σα μαινάδα του θεού- κι έφτασε στην απόμερη τη μάντρα.
Υψώνοντας τη βακχική κραυγή «ευοί, ευάν» εγκρέμισε τη θύρα,
την αδερφή της άδραξε κι ευθύς την έντυσε της τελετής το ρούχο,
πήρε κισσό και με τη φυλλωσιά της σκέπασε την όψη, τρομαγμένη
την έσυρε μαζί της και κρυφά την έμπασε στου τύραννου το σπίτι.
Του βιαστή λημέρι ήταν αυτό- το ένιωσε η δόλια η Φιλομήλα,
της πήρε ανατριχίλα το κορμί κι απλώθηκε στην όψη της χλομάδα.
Την πήρε η Πρόκνη χώρια, τη στολή τη γιορτινή της έβγαλε από πάνω,
την όψη της, θαμμένη στη ντροπή, ξεσκέπασε τραβώντας την καλύπτρα
κι έκανε να την πάρει αγκαλιά. Η Φιλομήλα στεκόταν χαμένη,
δε σήκωνε τα μάτια, λες κι αυτή της αδερφής μαγάρισε το γάμο.
Το βλέμμα της κρατούσε χαμηλά, όρκο να πάρει ήθελε, μαρτύρους
είχε για τούτο όλους τους θεούς, εκείνος την ανάγκασε, εκείνος
τη ντρόπιασε- κι αντίς για τη φωνή τα χέρια της ερμήνευαν την πράξη.
Έβραζε η Πρόκνη μέσα στην οργή, της Φιλομήλας έκοψε το δάκρυ,
«πάψε», της είπε, «τούτη η δουλειά δε βγαίνει πέρα μόνο με το κλάμα·
φωτιά, τσεκούρι θέλει- παρεχτός ανώτερο απ’ αυτά αν συλλογιέσαι.
Είμαι για όλα έτοιμη, αδερφή, το πιο φριχτό μπορώ να το τολμήσω.
Δάδες θ’ ανάψω, δάδες και πυρσούς, και το παλάτι ολάκερο θα κάψω
στο σύφλογό του μέσα να καεί ο αυτουργός τέτοιας ανόσιας πράξης.
Μάτια και γλώσσα με το σπαθί θα του τα βγάλω, κι από το κορμί του
τα πρόστυχα θα κόψω τ’ αχαμνά, με χίλιες μαχαιριές πετσοκομμένος
να ξεψυχήσει- άξια πλερωμή! Κάτι τρανό ετοίμασα για κείνον,
κι ας μη γνωρίζω ακόμα να το πω». Όπως μιλούσε φάνηκε ο Ίτυς,
και γύρευε τη μάνα του· αυτουνού ο ερχομός της έδωκε ιδέα
τι έπρεπε να κάνει- το παιδί το κοίταξε με βλέμμα αγριεμένο,
«εικόνα του πατέρα σου, φτυστός!», αυτό μονάχα είπε, τίποτ’ άλλο
και σιωπηλή μες στην παραφορά της το μέγα κρίμα κιόλας μελετούσε.
Προχώρησε αυτό, ήρθε κοντά, χαιρέτησε φωνάζοντας «μανούλα!»,
έδραμε να χωθεί στην αγκαλιά με τα χεράκια του γύρω στο λαιμό της
κι ανέμελο με γλύκα παιδική τη γιόμισε φιλιά και κουβεντούλες.
Κλονίστηκε της μάνας η καρδιά, ένιωσε την οργή της να ραγίζει,
και δάκρυσε- το δάκρυ στανικό ανέβηκε στα βουρκωμένα μάτια.
Φουντώνοντας της μάνας η στοργή μπορούσε το σκοπό της ν’ ανακόψει.
Το αισθάνθηκε η Πρόκνη· ξαφνικά στη Φιλομήλα έστρεψε τα μάτια
κι όπως κοιτούσε γιο και αδερφή, «εκείνος», λέει, «με τα γλυκά τα λόγια,
εκείνη όμως άλαλη, γιατί; Βουβή και δίχως γλώσσα η Φιλομήλα…
Εκείνος κρένει “μάνα!”, το μπορεί· το “αδερφή” πώς να το πει εκείνη;
Θυμήσου, είσαι κόρη βασιλιά, και σκέψου τι είναι ο άντρας σου… το αίσχος
ζυγίζει απ’ το στεφάνι πιο βαριά- κακούργημα η πίστη στον Τηρέα!»
Δε βράδυνε άλλο· τώρα σα θεριό, σα τίγρη που γραπώνει ελάφι,
πριν τ’ αποκόψει η μάνα του, μικρό, το σέρνει λεία στα σύδεντρα του Γάγγη,
έτσι σβάρνισε τον Ίτυ της κι αυτή απόμερα μες στο τρανό παλάτι.
Έβλεπε χάρο το παιδί, γι’ αυτό άπλωνε τα χεράκια του ικέτης,
«μάνα, μανούλα», φώναζε, κι εκεί που έκανε στον κόρφο της να γείρει
του έμπηξε η Πρόκνη το σπαθί ανάμεσα σε στέρνο και παΐδια.
Το τρύπησε χωρίς ν’ αποσταφεί- μια μαχαιριά και δε χρειάστηκε άλλη
για το κορμάκι που ήταν λιγοστό· του άνοιξε κατόπι το λαρύγγι.
Νεκρό κορμάκι που άχνιζε ζωή, δυο αδερφές μαζί το κομματιάσαν.
Πήρανε χύτρες μπρούτζινες βαθιές και έριξαν τα μέλη να βράσουν,
τα σωθικά τα σούβλισαν- παντού απομεινάρια, αίματα και λύθρος.
Ετοίμασαν του δείπνου το φαΐ. Ανήξερο τον άντρα της φωνάζει,
«είναι τραπέζι», λέει, «γιορτινό· ένα δικό μας έθιμο προστάζει
να μην υπάρχουν δούλοι στη γιορτή- ο άντρας και η σύντροφός του μόνο».
Προσκεκλημένος τώρα ο Τηρεύς, καμάρωνε στον πατρικό του θρόνο.
Γιόμισε την κοιλιά του με φαΐ και χορτασμένος σάρκα εκ της σαρκός του
τον Ίτυ του πεθύμησε να δει- ήταν τυφλός κι ανύποπτος ο νους του.
Η Πρόκνη μες στην άγρια χαρά· δεν κρύβεται, δε στέργει τα παιχνίδια,
ένα ποθεί μονάχα, να ‘ναι αυτή της συμφοράς ο άγγελος- η ίδια!
«Εντός σου βρίσκεται ο Ίτυς, που ζητάς». Απόρησε με την απόκρισή της,
γυρόφερε το βλέμμα- πουθενά! και ρώτησε ξανά «πού είναι ο Ίτυς;»
Απάνω εκεί με ανάκατα μαλλιά, πηχτή στο αίμα, μες στην παραζάλη
η Φιλομήλα μπήκε ξαφνικά, κι όπως κρατούσε του Ίτυ το κεφάλι
του το ‘ριξε κατάμουτρα- εκεί, την ώρα εκείνη να ‘χε τη λαλιά της,
να του ‘λεγε με λόγια ταιριαστά πως χαίρονταν μες στα κατάβαθά της!
Με βογγητό παλώριο αυτός, σμπρώχνοντας το τραπέζι με τα χέρια
τους δαίμονες καλούσε της Στυγός να βγουν απ’ της αβύσσου τα λημέρια.
Αν το μπορούσε θ’ άνοιγε μεμιάς τα σπλάχνα του, το μέσα του ν’ αδειάσει,
τις σάρκες του, το δείπνο το φριχτό, εκείνη τη στιγμή να τα ξεράσει.
Μονολογούσε, έκλαιγε γοερά «κιβούρι εγώ, τον γιο μου έχω θαμμένο!»
και χύμηξε στις δυο τις αδερφές. Είδαν αυτές το ξίφος γυμνωμένο
και δόθηκαν σε γρήγορη φυγή- πετούμενες, θαρρούσες, στ’ αεράκι.
Πουλιά γινήκαν. Μια από τις δυο στα ρουμάνια γύρεψε κονάκι,
εκούρνιασε η άλλη στη σκεπή. Το κόκκινο κατάστηθο σημάδι
θυμίζει ίσαμε τώρα τη σφαγή που οι δυο γυναίκες έπραξαν ομάδι.
Όσο για κείνον, τρέχοντας γοργά τον γδικιωμό ζητώντας κι απ’ τις δυο,
πήρε ομοίως σχήμα του πουλιού που έχει στο κεφάλι του λοφίο.
Το ράμφος του ασύνηθα μακρύ, ανταλλαγή για το μακρύ του ξίφος,
το όνομά του τσαλαπετεινός, πολεμιστής στην όψη και το ύψος. ]] (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, βιβλίο VI, 424- 674)
Ύπάρχει μια παραλλαγή του μύθου που μας λέει ότι ο Τηρέας σαγηνεύτηκε τη γλυκύτητα της φωνής της Φιλομήλας και όχι από την ομορφιά. Κάποια άλλη αλλάζει τους ρόλους στις δύο αδελφές. Δηλαδή ο Τηρέας παντρεύτηκε τη Φιλομήλα και βίασε και έκοψε τη γλώσσα στην Πρόκνη.
Σε κάποια άλλη παραλλαγή ο Τηρέας ήταν βασιλιάς στις Παγές της Μεγαρίδας. Οι κόρες του Πανδίονα μετά τη σφαγή του Ίτυλου έφυγαν για την πατρίδα τους την Αθήνα. Εκεί όμως έκλαιγαν ασταμάτητα και πέθαναν από το κλάμα. Ο Τηρέας επειδή δεν μπόρεσε να τις πιάσει αυτοκτόνησε στα Μέγαρα. Μετά τον θάνατό τους οι θεοί τους μεταμόρφωσαν σε πουλιά.
Την παραλλαγή αυτή υποστηρίζει ο Παυσανίας, ο οποίος γράφει: «μετά το έγκλημα του Τηράς προς τη Φιλομήλα και των γυναικών προς τον Ίτυν, ο Τηρεύς δεν μπόρεσε να τις συλλάβει και αυτοκτόνησε στα Μέγαρα. Οι Μεγαρείς αμέσως έκαναν τάφο με επισώρευση χώματος και θυσιάζουν εκεί κάθε χρόνο χρησιμοποιώντας χαλικάκια στη θυσία αντί ουλών. Λένε πως το πουλί ο τσαλαπετεινός παρουσιάστηκε πρώτη φορά εδώ. Οι γυναίκες ήρθαν στην Αθήνα και θρηνώντας για όσα έπαθαν και για όσα για να εκδικηθούν έκαμαν αυτές, αφανίστηκαν από τα δάκρυα. Για τη μεταμόρφωσή τους σε αηδόνι και χελιδόνι μίλησαν, επειδή νομίζω τα πουλιά αυτά έχουν ένα τόνο λυπητερό και όμοιο με θρήνο.» (Παυσανίας, “Αττικά”, Ι, 41, 8-9)
Ο παραδοξογράφος Ηράκλειτος απεκδύει τον μύθο από το μυθώδες στοιχείο και ιστορεί ότι οι δύο αδελφές σκότωσαν τον Ίτυ και το 'σκασαν επιβιβαζόμενες σε πλοίο. Ο Τηρέας τις καταδίωξε αλλά δεν τις έπιασε και αυτοκτόνησε. Και επειδή χάθηκαν ξαφνικά και κανένας τους δεν ξαναφάνηκε, οι άνθρωποι θεώρησαν ότι έγιναν πουλιά -ἀπωρνιθώθησαν. «Ἱστοροῦνται ὄρνιθες γενέσθαι, ἡ μὲν χελιδών, ἡ δὲ ἀηδών, ὁ δὲ ἔποψ. τοῦτο δ᾿ ἄν ἔχοι οὕτως. ἀποκτείνασαι τὸν Ἴτυν καὶ πορθήσασαι τὸν οἶκον, εἴς τι πλοιάριον ἐμβᾶσαι ταχεῖαν τὴν φυγὴν ἐποιήσαντο. ὁ δὲ Τηρεύς, ἐπεὶ διώξας οὐ κατέλαβεν αὐτάς, αὑτὸν ἀναιρεῖ. ὅθεν οἱ ἄνθρωποι, οὐ φαινομένων αὐτῶν, διὰ τὸ ἐξαίφνης ἀφανεῖς γενέσθαι εἶπον ὅτι ἀπωρνιθώθησαν». (Περὶ Πρόκνης καὶ Φιλομήλας καὶ Τηρέως/ Περί απίστων 35).
Θα κλείσουμε την αναφορά μας σ’ αυτό το μύθο με ένα απόσπασμα από την “Έρημη Χώρα” του T.S. Eliot, που αναφέρεται στη Φιλομήλα:
«Πάνω απ’ τ’ αρχαίο το τζάκι παρουσιάζονταν
Λες κι άνοιγε παράθυρο σε μιαν υλαία σκηνή
Η μεταμόρφωση της Φιλομήλας, της χαλασμένης
τόσο βάναυσα
Από το βάρβαρο βασιλέα· κι όμως εκεί τ’ αηδόνι
Την έρημο όλη γέμιζε μ’ απαραβίαστη φωνή
Κι ακόμη φώναζε κι ακόμη ο κόσμος κυνηγάει,
«Γιακ, γιακ» σε βρώμικα αυτιά.»
http://vagiablog.blogspot.gr/
Β΄ μέρος
Στης πλώρης τη μεριά ζωγραφιστό το πλοίο καρτερούσε στο λιμάνι,
μπήκε η κόρη μέσα, τα κουπιά αφρίσαν στο νερό και ξεκινήσαν.
«Όλα καλά!» εκραύγασε αυτός, «ό,τι ποθώ μαζί μου ταξιδεύει!»
Τον συνεπήρε άγρια χαρά, είχε φουντώσει, άλλο δεν κρατιόταν,
το βλέμμα του, μια λάγνα αχορτασιά, στη Φιλομήλα πάνω καρφωμένο,
σαν τ’ όρνιο του Διός, τον αετό, που αρπαχτής με τα γαμψά του νύχια
ανάερα σηκώνει τον λαγό και σε ψηλή φωλιά τον απιθώνει-
εκείνον που δεν έχει γλιτωμό, εκείνος που ορέγεται τη λεία.
Διαβήκαν του πελάγου τ’ ανοιχτά· κιόλας το θαλασσόδαρτο καράβι
τους έβγαλε στης Θράκης το γιαλό. Με το που φτάσαν πιάνει ο Τηρέας
την κόρη και τη σέρνει με τη βία σ’ ένα μαντρί βαθιά μες στα ρουμάνια.
Έτρεμε εκείνη σύγκορμη, χλομή την έζωναν ολούθε μαύρα φίδια,
και μέσα σε βαριά αναφιλητά τον ρώταγε πού είναι η αδερφή της.
Όλα κλειστά, το πάθος φανερό, το ανόσιο- μονάχη και παρθένα
τη βίασε. «Πατέρα μου!» αυτή, την αδερφή της φώναζε την Πρόκνη
μα πιο πολύ των άγιων θεών τη συνδρομή ζητούσε στο χαμό της.
Την τράνταζε ο φόβος, σαν αρνί που ξέφυγε το λιμασμένο λύκο
και λαβωμένο ακόμα δε νογάει που γλύτωσε του χάρου τα σαγόνια,
σα περιστέρα που ‘χει μουσκευτεί πούπουλα και φτερά μάσα στο αίμα
και πεταρίζει ξέψυχη καθώς μακραίνει απ’ του άρπαγα τα νύχια.
Ποιο το κακό, το ένιωσε μετά. Τράβηξε μανιασμένη τα μαλλιά της
σα να μοιρολογούσε η κοπελιά· τα μπράτσα και το στέρνο της χτυπώντας
κι απλώνοντας τα χέρια της «Αισχρά τα έργα σου κι αντάξια για κτήνος!
Καρδιά δεν έχεις μέσα σου εσύ, δε σ’ άγγιξαν τα λόγια του γονιού μου,
τα μάτια που τα βούρκωνε η στοργή, της αδερφής δε σ’ άγγιξε η έγνοια,
του παντρεμένου όρκος και τιμή, μήτε κι εγώ, κορίτσι και παρθένα;
Μαγάρισες τα πάντα. Τώρα εγώ της αδερφής μου χάλασα το γάμο-
δυο αδερφές και άντρας τους εσύ, κι η Φιλομήλα αντίζηλος στην Πρόκνη.
Ένα μονάχα απόμεινε κακό- καν’ το κι αυτό, να πάρε τη ζωή μου,
που αν ήταν να την έπαιρνες κι αυτήν, καλύτερα, προτού να με ντροπιάσεις,
στον Άδη θα κατέβαινα αγνή χωρίς να με βαραίνει τέτοιο κρίμα.
Ωστόσο αν θωρούν από ψηλά οι θεϊκές δυνάμεις όλα σαν κι εμένα,
θα ‘ρθει καιρός που για το κρίμα αυτό θα βρεις την πληρωμή σου! Την ντροπή μου
θα την παραμερίσω για να πω τι έπραξες. Να το μπορέσω μόνο,
κι όπου βρεθώ στους πάντες θα το πω. Και στα ρουμάνια τούτα μαντρωμένη
θα κάνω τα ρουμάνια ν’ αντηχούν, θ’ αφουγκραστούν κι οι πέτρες τη φωνή μου.
Οι αιθέρες θα μ’ ακούσουν κι ο θεός, αν κατοικεί θεός μες στους αιθέρες!»
Τα λόγια τούτα σήκωσαν οργή μες στου θρακιώτη τύραννου τα στήθια·
Οργίστηκε και σκιάχτηκε μαζί, κι τη διπλή αιτία φουρκισμένος
τραβάει απ’ το θηκάρι το σπαθί που φόραγε στη μέση του ζωσμένο,
και τη γραπώνει πίσω απ’ τα μαλλιά, και στρέφοντας τα χέρια της ξοπίσω
πισώπλατα τα πιάνει με δεσμά. Ελπίζοντας το θάνατο εκείνη
τάνυσε το λαρύγγι της μπροστά, πρόκληση στο σπαθί το τραβηγμένο.
Δε μελετούσε θάνατο αυτός· τον καταριόταν, φώναζε «πατέρα»
και πολεμούσε λόγια να του πει, όταν τη γλώσσα της, πιασμένη με τσιμπίδα,
την έκοψε με τ’ άγριο σπαθί. Σαλεύει ό,τι απόμεινε στη ρίζα,
τ’ άλλο κομμάτι, πέφτοντας στη γη, βουβό απομεινάρι σπαρταράει,
σαν έχιδνας αποκομμένη ουρά που σειέται και τινάζεται ακόμα-
παρόμοια και η γλώσσα αυτηνής τρεμάμενη γυρεύει την κυρά της.
Ανθρώπου νους δεν το χωρεί αλλά μετά το κρίμα τούτο, καθώς λένε,
ασέλγησε ξανά πολλές φορές απάνω στο σακάτικο κορμί της.
Κι όμως, ο κολασμένος, ο βιαστής εγύρισε αναίσχυντος στην Πρόκνη.
«Η Φιλιμήλα;» ρώτησε αυτή- του ψεύτη βογγητό η απόκρισή του.
«Η αδερφή σου πέθανε», της είπε κι ανιστορεί θανάτου παραμύθι.
Έχυνε κι ένα δάκρυ πειστικό. Ό,τι φορούσε απάνω της η Πρόκνη,
το πέπλο που είχε ολόγυρα χρυσό, το ξέσκισε και για το μοιρολόι
ντύθηκε μες στα μαύρα. Αδειανό της αδερφής της έστησε ένα μνήμα,
και προσφορές τιμής για τη νεκρή ετοίμασε, καθώς το φανταζόταν.
Για πεθαμένη τώρα τη θρηνεί- κι ας έπρεπε σ’ εκείνην άλλος θρήνος.
Τα δώδεκα σημάδια τ’ ουρανού είχε διαβεί ο Φοίβος- ένας χρόνος
κι η Φιλομήλα πώς να πορευτεί; Βιγλάτορες σφαλίζανε το δρόμο,
της μάντρας τα πετρόχτιστα τειχιά ορθώνονται ακλόνητα τριγύρω,
το στόμα της βουβό και τι να πει; Κι όμως, η συφορά γεννά ιδέες,
και μέσα στης ανάγκης το χαμό σοφίζονται τα πάντα οι ανθρώποι.
Έπιασε τη δουλειά στον αργαλειό και παίρνοντας θρακιώτικο υφάδι
σε φόντο που είχε χρώμα ανοιχτό ιστόρησε πορφύρινα σημάδια.
Ο μάρτυράς της τούτο το υφαντό. Το έδωκε σε μιαν από τις δούλες
και κάνοντάς της νεύματα βουβά της είπε να το πάει στην κυρά της.
Ανήξερη τι κουβαλάει αυτή το υφαντό, το άνοιξε σ’ όλη την απλωσιά του
και διάβασε τη μαύρη συμφορά, εικόνες μιας ζωής που ‘χε ρημάξει.
Μπόρεσε το ακατόρθωτο- μιλιά δεν έβγαλε, βουβή απ’ την οδύνη,
κι αν ήθελε η γλώσσα της να βρει τα λόγια που ταιριάζαν στο θυμό της,
τα λόγια δεν της έβγαιναν. Καιρός δεν ήτανε για κλάματα· στο νου της
έβγαζε μόνο λύσσα γδικιωμού, όλα να τα γυρίσει πάνω- κάτω.
Μέρες του Βάκχου, ήταν οι γιορτές που κάνουν οι θρακιώτισσες κυράδες
σε κάθε τρίτο χρόνο μια φορά, της νύχτας μυστικές τελετουργίες,
νύχτες με των κυμβάλων τον αχό που αντιλαλεί η Ροδόπη πέρα ως πέρα.
Στα σκοτεινά ξεπόρτισε κι αυτή, η Πρόκνη, σα βασίλισσα της Θράκης,
τη βακχική ντυμένη φορεσιά, με του θεού τη μέθη αρματωμένη,
κληματαριά στεφάνι στα μαλλιά, ζερβά απ’ το πλευρό της να κρεμιέται
δορά του ελαφιού, και ελαφρύ ζυγίζονταν στον ώμο της κοντάρι.
Στα δάση ξαμολιέται μανιακή, ξοπίσω της γυναίκες ένα τσούρμο.
Ήταν σκληρή στην όψη και φριχτή, κι απ’ τη βαριά της θλίψη φρενιασμένη
χτυπιόταν σα μαινάδα του θεού- κι έφτασε στην απόμερη τη μάντρα.
Υψώνοντας τη βακχική κραυγή «ευοί, ευάν» εγκρέμισε τη θύρα,
την αδερφή της άδραξε κι ευθύς την έντυσε της τελετής το ρούχο,
πήρε κισσό και με τη φυλλωσιά της σκέπασε την όψη, τρομαγμένη
την έσυρε μαζί της και κρυφά την έμπασε στου τύραννου το σπίτι.
Του βιαστή λημέρι ήταν αυτό- το ένιωσε η δόλια η Φιλομήλα,
της πήρε ανατριχίλα το κορμί κι απλώθηκε στην όψη της χλομάδα.
Την πήρε η Πρόκνη χώρια, τη στολή τη γιορτινή της έβγαλε από πάνω,
την όψη της, θαμμένη στη ντροπή, ξεσκέπασε τραβώντας την καλύπτρα
κι έκανε να την πάρει αγκαλιά. Η Φιλομήλα στεκόταν χαμένη,
δε σήκωνε τα μάτια, λες κι αυτή της αδερφής μαγάρισε το γάμο.
Το βλέμμα της κρατούσε χαμηλά, όρκο να πάρει ήθελε, μαρτύρους
είχε για τούτο όλους τους θεούς, εκείνος την ανάγκασε, εκείνος
τη ντρόπιασε- κι αντίς για τη φωνή τα χέρια της ερμήνευαν την πράξη.
Έβραζε η Πρόκνη μέσα στην οργή, της Φιλομήλας έκοψε το δάκρυ,
«πάψε», της είπε, «τούτη η δουλειά δε βγαίνει πέρα μόνο με το κλάμα·
φωτιά, τσεκούρι θέλει- παρεχτός ανώτερο απ’ αυτά αν συλλογιέσαι.
Είμαι για όλα έτοιμη, αδερφή, το πιο φριχτό μπορώ να το τολμήσω.
Δάδες θ’ ανάψω, δάδες και πυρσούς, και το παλάτι ολάκερο θα κάψω
στο σύφλογό του μέσα να καεί ο αυτουργός τέτοιας ανόσιας πράξης.
Μάτια και γλώσσα με το σπαθί θα του τα βγάλω, κι από το κορμί του
τα πρόστυχα θα κόψω τ’ αχαμνά, με χίλιες μαχαιριές πετσοκομμένος
να ξεψυχήσει- άξια πλερωμή! Κάτι τρανό ετοίμασα για κείνον,
κι ας μη γνωρίζω ακόμα να το πω». Όπως μιλούσε φάνηκε ο Ίτυς,
και γύρευε τη μάνα του· αυτουνού ο ερχομός της έδωκε ιδέα
τι έπρεπε να κάνει- το παιδί το κοίταξε με βλέμμα αγριεμένο,
«εικόνα του πατέρα σου, φτυστός!», αυτό μονάχα είπε, τίποτ’ άλλο
και σιωπηλή μες στην παραφορά της το μέγα κρίμα κιόλας μελετούσε.
Προχώρησε αυτό, ήρθε κοντά, χαιρέτησε φωνάζοντας «μανούλα!»,
έδραμε να χωθεί στην αγκαλιά με τα χεράκια του γύρω στο λαιμό της
κι ανέμελο με γλύκα παιδική τη γιόμισε φιλιά και κουβεντούλες.
Κλονίστηκε της μάνας η καρδιά, ένιωσε την οργή της να ραγίζει,
και δάκρυσε- το δάκρυ στανικό ανέβηκε στα βουρκωμένα μάτια.
Φουντώνοντας της μάνας η στοργή μπορούσε το σκοπό της ν’ ανακόψει.
Το αισθάνθηκε η Πρόκνη· ξαφνικά στη Φιλομήλα έστρεψε τα μάτια
κι όπως κοιτούσε γιο και αδερφή, «εκείνος», λέει, «με τα γλυκά τα λόγια,
εκείνη όμως άλαλη, γιατί; Βουβή και δίχως γλώσσα η Φιλομήλα…
Εκείνος κρένει “μάνα!”, το μπορεί· το “αδερφή” πώς να το πει εκείνη;
Θυμήσου, είσαι κόρη βασιλιά, και σκέψου τι είναι ο άντρας σου… το αίσχος
ζυγίζει απ’ το στεφάνι πιο βαριά- κακούργημα η πίστη στον Τηρέα!»
Δε βράδυνε άλλο· τώρα σα θεριό, σα τίγρη που γραπώνει ελάφι,
πριν τ’ αποκόψει η μάνα του, μικρό, το σέρνει λεία στα σύδεντρα του Γάγγη,
έτσι σβάρνισε τον Ίτυ της κι αυτή απόμερα μες στο τρανό παλάτι.
Έβλεπε χάρο το παιδί, γι’ αυτό άπλωνε τα χεράκια του ικέτης,
«μάνα, μανούλα», φώναζε, κι εκεί που έκανε στον κόρφο της να γείρει
του έμπηξε η Πρόκνη το σπαθί ανάμεσα σε στέρνο και παΐδια.
Το τρύπησε χωρίς ν’ αποσταφεί- μια μαχαιριά και δε χρειάστηκε άλλη
για το κορμάκι που ήταν λιγοστό· του άνοιξε κατόπι το λαρύγγι.
Νεκρό κορμάκι που άχνιζε ζωή, δυο αδερφές μαζί το κομματιάσαν.
Πήρανε χύτρες μπρούτζινες βαθιές και έριξαν τα μέλη να βράσουν,
τα σωθικά τα σούβλισαν- παντού απομεινάρια, αίματα και λύθρος.
Ετοίμασαν του δείπνου το φαΐ. Ανήξερο τον άντρα της φωνάζει,
«είναι τραπέζι», λέει, «γιορτινό· ένα δικό μας έθιμο προστάζει
να μην υπάρχουν δούλοι στη γιορτή- ο άντρας και η σύντροφός του μόνο».
Προσκεκλημένος τώρα ο Τηρεύς, καμάρωνε στον πατρικό του θρόνο.
Γιόμισε την κοιλιά του με φαΐ και χορτασμένος σάρκα εκ της σαρκός του
τον Ίτυ του πεθύμησε να δει- ήταν τυφλός κι ανύποπτος ο νους του.
Η Πρόκνη μες στην άγρια χαρά· δεν κρύβεται, δε στέργει τα παιχνίδια,
ένα ποθεί μονάχα, να ‘ναι αυτή της συμφοράς ο άγγελος- η ίδια!
«Εντός σου βρίσκεται ο Ίτυς, που ζητάς». Απόρησε με την απόκρισή της,
γυρόφερε το βλέμμα- πουθενά! και ρώτησε ξανά «πού είναι ο Ίτυς;»
Απάνω εκεί με ανάκατα μαλλιά, πηχτή στο αίμα, μες στην παραζάλη
η Φιλομήλα μπήκε ξαφνικά, κι όπως κρατούσε του Ίτυ το κεφάλι
του το ‘ριξε κατάμουτρα- εκεί, την ώρα εκείνη να ‘χε τη λαλιά της,
να του ‘λεγε με λόγια ταιριαστά πως χαίρονταν μες στα κατάβαθά της!
Με βογγητό παλώριο αυτός, σμπρώχνοντας το τραπέζι με τα χέρια
τους δαίμονες καλούσε της Στυγός να βγουν απ’ της αβύσσου τα λημέρια.
Αν το μπορούσε θ’ άνοιγε μεμιάς τα σπλάχνα του, το μέσα του ν’ αδειάσει,
τις σάρκες του, το δείπνο το φριχτό, εκείνη τη στιγμή να τα ξεράσει.
Μονολογούσε, έκλαιγε γοερά «κιβούρι εγώ, τον γιο μου έχω θαμμένο!»
και χύμηξε στις δυο τις αδερφές. Είδαν αυτές το ξίφος γυμνωμένο
και δόθηκαν σε γρήγορη φυγή- πετούμενες, θαρρούσες, στ’ αεράκι.
Πουλιά γινήκαν. Μια από τις δυο στα ρουμάνια γύρεψε κονάκι,
εκούρνιασε η άλλη στη σκεπή. Το κόκκινο κατάστηθο σημάδι
θυμίζει ίσαμε τώρα τη σφαγή που οι δυο γυναίκες έπραξαν ομάδι.
Όσο για κείνον, τρέχοντας γοργά τον γδικιωμό ζητώντας κι απ’ τις δυο,
πήρε ομοίως σχήμα του πουλιού που έχει στο κεφάλι του λοφίο.
Το ράμφος του ασύνηθα μακρύ, ανταλλαγή για το μακρύ του ξίφος,
το όνομά του τσαλαπετεινός, πολεμιστής στην όψη και το ύψος. ]] (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, βιβλίο VI, 424- 674)
Ύπάρχει μια παραλλαγή του μύθου που μας λέει ότι ο Τηρέας σαγηνεύτηκε τη γλυκύτητα της φωνής της Φιλομήλας και όχι από την ομορφιά. Κάποια άλλη αλλάζει τους ρόλους στις δύο αδελφές. Δηλαδή ο Τηρέας παντρεύτηκε τη Φιλομήλα και βίασε και έκοψε τη γλώσσα στην Πρόκνη.
Σε κάποια άλλη παραλλαγή ο Τηρέας ήταν βασιλιάς στις Παγές της Μεγαρίδας. Οι κόρες του Πανδίονα μετά τη σφαγή του Ίτυλου έφυγαν για την πατρίδα τους την Αθήνα. Εκεί όμως έκλαιγαν ασταμάτητα και πέθαναν από το κλάμα. Ο Τηρέας επειδή δεν μπόρεσε να τις πιάσει αυτοκτόνησε στα Μέγαρα. Μετά τον θάνατό τους οι θεοί τους μεταμόρφωσαν σε πουλιά.
Την παραλλαγή αυτή υποστηρίζει ο Παυσανίας, ο οποίος γράφει: «μετά το έγκλημα του Τηράς προς τη Φιλομήλα και των γυναικών προς τον Ίτυν, ο Τηρεύς δεν μπόρεσε να τις συλλάβει και αυτοκτόνησε στα Μέγαρα. Οι Μεγαρείς αμέσως έκαναν τάφο με επισώρευση χώματος και θυσιάζουν εκεί κάθε χρόνο χρησιμοποιώντας χαλικάκια στη θυσία αντί ουλών. Λένε πως το πουλί ο τσαλαπετεινός παρουσιάστηκε πρώτη φορά εδώ. Οι γυναίκες ήρθαν στην Αθήνα και θρηνώντας για όσα έπαθαν και για όσα για να εκδικηθούν έκαμαν αυτές, αφανίστηκαν από τα δάκρυα. Για τη μεταμόρφωσή τους σε αηδόνι και χελιδόνι μίλησαν, επειδή νομίζω τα πουλιά αυτά έχουν ένα τόνο λυπητερό και όμοιο με θρήνο.» (Παυσανίας, “Αττικά”, Ι, 41, 8-9)
Ο παραδοξογράφος Ηράκλειτος απεκδύει τον μύθο από το μυθώδες στοιχείο και ιστορεί ότι οι δύο αδελφές σκότωσαν τον Ίτυ και το 'σκασαν επιβιβαζόμενες σε πλοίο. Ο Τηρέας τις καταδίωξε αλλά δεν τις έπιασε και αυτοκτόνησε. Και επειδή χάθηκαν ξαφνικά και κανένας τους δεν ξαναφάνηκε, οι άνθρωποι θεώρησαν ότι έγιναν πουλιά -ἀπωρνιθώθησαν. «Ἱστοροῦνται ὄρνιθες γενέσθαι, ἡ μὲν χελιδών, ἡ δὲ ἀηδών, ὁ δὲ ἔποψ. τοῦτο δ᾿ ἄν ἔχοι οὕτως. ἀποκτείνασαι τὸν Ἴτυν καὶ πορθήσασαι τὸν οἶκον, εἴς τι πλοιάριον ἐμβᾶσαι ταχεῖαν τὴν φυγὴν ἐποιήσαντο. ὁ δὲ Τηρεύς, ἐπεὶ διώξας οὐ κατέλαβεν αὐτάς, αὑτὸν ἀναιρεῖ. ὅθεν οἱ ἄνθρωποι, οὐ φαινομένων αὐτῶν, διὰ τὸ ἐξαίφνης ἀφανεῖς γενέσθαι εἶπον ὅτι ἀπωρνιθώθησαν». (Περὶ Πρόκνης καὶ Φιλομήλας καὶ Τηρέως/ Περί απίστων 35).
Θα κλείσουμε την αναφορά μας σ’ αυτό το μύθο με ένα απόσπασμα από την “Έρημη Χώρα” του T.S. Eliot, που αναφέρεται στη Φιλομήλα:
«Πάνω απ’ τ’ αρχαίο το τζάκι παρουσιάζονταν
Λες κι άνοιγε παράθυρο σε μιαν υλαία σκηνή
Η μεταμόρφωση της Φιλομήλας, της χαλασμένης
τόσο βάναυσα
Από το βάρβαρο βασιλέα· κι όμως εκεί τ’ αηδόνι
Την έρημο όλη γέμιζε μ’ απαραβίαστη φωνή
Κι ακόμη φώναζε κι ακόμη ο κόσμος κυνηγάει,
«Γιακ, γιακ» σε βρώμικα αυτιά.»
http://vagiablog.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου