Το τέλος – α’
i.
Σύγχρονη εποχή. Νέα Υόρκη.
Κάποια Παρασκευή απόγευμα, στις 19:05′.
Ρίχνοντας μέσα στο σούρουπο κλεφτές ματιές στοιχειωδών προφυλάξεων, μιά σκιά προσέγγισε απ’ το φαρδύ πεζοδρόμιο το παλιακό -καί σχεδόν ομόχρωμο των σκούρων ρούχων της- γωνιακό κτίριο. Στάθηκε μπροστά σε μιά βαρειά πόρτα ασφαλείας, που διέκοπτε έναν συμπαγή τοίχο· που με τη σειρά της, η θύρα του ξανάδινε τη θέση της. Ο ίσκιος χτύπησε το κουδούνι πολλές φορές κι ακανόνιστα. Σα να τηλεγραφούσε μιά λέξη στο αλφάβητο του Μόρς.
Δευτερόλεπτα μετά το τελευταίο χτύπημα, άνοιξε κάθετα στον τοίχο ένα καλά καμουφλαρισμένο μεταλλικό καπάκι με οδηγό μηχανισμό. Από πίσω, ξεπρόβαλε ένα αριθμητικό πληκτρολόγιο. Ο ίσκιος πληκτρολόγησε κάποιον κωδικό, η βαρειά πύλη άνοιξε κι έκλεισε πίσω του, κι ο μηχανισμός ξανάκλεισε το καπάκι του καμουφλάζ πάνω απ’ το πληκτρολόγιο. Στο ένα μέτρο απόσταση, ο βιαστικός περαστικός ξανάβλεπε πιά το ίδιο δομικό υλικό με τον υπόλοιπο τοίχο.
Με διαφορά δύο λεπτών από την προηγούμενη, ήρθε μπροστά στην πόρτα ασφαλείας κι άλλη σκιά, που επανέλαβε τη διαδικασία. Μετά από δύο λεπτά, ξανά κι άλλη. Κι άλλη… Σαν καλοκουρδισμένα ρολόγια. Μ’ ακριβώς την ίδια χορογραφία κινήσεων. Καί με βέβαιη προβλεψιμότητα, παρόμοια της εναλλαγής των εποχών. Ένας, δύο, τρείς, τέσσερεις…
…Δεκατρείς ίσκιους κατάπιε τελικά η πόρτα.
ii.
Ίδιος τόπος, λίγο πριν.
Απέναντι πεζοδρόμιο, λίγα μέτρα μετά τη γωνία αριστερά.
Το μικρό, αλλά ζεστό εστιατόριο ανέδιδε ατμούς κι ευχάριστες μυρωδιές, όπως κάθε βράδυ· καί τους ήχους λίγων, προσώρας, ομιλιών – του προσωπικού. Τίποτε στην πρόσοψή του καί στα φυλλάδιά του δεν πρόδιδε πως είναι Ελληνικό. Ήταν, όμως· αν καί σε μεγάλη απόσταση από κάθε κραυγαλέα, δήθεν «παραδοσιακή» σάχλα, που στόχευε υποθετικούς τουρίστες, αναζητούντες στην καλοκαιρινή Ελλάδα ανύπαρκτους τριτοκοσμικούς ιθαγενείς. Καμμία σχέση με όλ’ αυτά τ’ αχώνευτα, τα παραδοσιακώς συνοδευόμενα από φρικαλέας αισθητικής διαφημιστικά· τύπου «Γκρήκ μουζάκα», με μαγειρεμένες μελιτζάνες ανάμεσα σε μαίανδρους – καί λοιπά παρεμφερή κακουργήματα.
Όπως κάθε απόγευμα, κι ενώ τα μαγείρια είχαν ήδη αναλάβει το πόστο τους πρό πολλού, ακριβώς στις 18:18′ άνοιξε η τζαμένια πόρτα της κυρίας εισόδου καί μπήκε ο ιδιοκτήτης του. Ποιός ξέρει σε ποιά περίεργη παρόρμηση υπακούσε η δική του μικρή τελετουργία, αλλά την τηρούσε απαρεγκλίτως εδώ καί χρόνια. Από τότε που άνοιξε το μαγαζί, σχεδόν.
Ενδιαφέρον άτομο! Τέταρτης γενιάς πιά πολίτης Ελληνικής καταγωγής, ετύγχανε κάθε άλλο παρά απλοϊκός χαρακτήρας. Καμμία σχέση μ’ αυτό, που πίσω στην -πραγματική- πατρίδα αποκαλούσαν «λαϊκός τύπος». Σπουδαγμένος σε πεδίο δύσκολο, τελείως διαφορετικό απ’ τη γευσιγνωσία· ευρύτερα μορφωμένος, προτίμησε επαγγελματικώς ν’ ανοίξει καί να τρέχει το συγκεκριμένο φαγάδικο. Από άποψη, όχι επειδή οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες στον Νέο Κόσμο είχαν χτίσει παράδοση καλών χειριστών της κατσαρόλας.
Αστειευόμενος, έλεγε πως κι ο μέγας πανεπιστήμων Ντά Βίντσι ήταν τραβερνιάρης στα νιάτα του!
Αστεία-ξεαστεία, όμως, η δουλειά πήγαινε σχεδόν ιδανικά, αν κι απέφευγε τη διαφήμιση· το ταβερνάκι μαθευόταν στόμα με στόμα. Όμως, η καλή προσπάθεια αμείβεται· είχε σταθερό ένα καλό ποσοστό της πελατείας του. Κι όχι πάντα ανθρώπους με οικονομική άνεση, είχε φίλους παντού. Νά, ο Τζίμης, ο νέγρος οδηγός του σκουπιδιάρικου της γειτονιάς, ας πούμε,
όταν απ’ τη βάρδια του τη βραδυνή σχολούσε,
δεν παρέλειπε να υποβάλει τα σέβη του στις γεύσεις του σύγχρονου Ντά Βίντσι – φιλεμένες, συνήθως.
Δεν ήταν παντρεμένος. Όχι πως τού έλειπαν είτε η εμφάνιση, είτε τα χρήματα, είτε ακόμα κι οι καλοί τρόποι. Αλλά, μέσα του τον κατάτρωγε το γιατί να φέρει παιδιά σ’ έναν κόσμο χωρίς όραμα· ανάμεσα σε μιλιούνια άλλους ανθρώπους, που η ζωή τους έχει νόημα κοντά στο μηδέν. Άλλες φορές, πάλι, τό ‘ριχνε στην πλάκα. «- Ποιά θα μ’ αντέξει εμένα;!», μονολογούσε.
Το μαγαζί δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο διακοσμητικό στύλ – ούτε μοντέρνο μπορούσες να το πείς, ούτε παραδοσιακό. Εκτός απ’ τα -καλαίσθητα- απαραίτητα καί μή, μέρος του ντεκόρ συμπλήρωναν διάφορα πνευστά όργανα κρεμασμένα στον τοίχο· σαφές δείγμα των κατά καιρούς προσπαθειών του ιδιοκτήτη να τους περάσει χαλινάρια, γιά βόλτες στον κήπο της Τέχνης. Το μόνο που ίσως ξένιζε λίγο, ήταν ο συνδυασμός μιάς μεγαλούτσικης επίπεδης τηλεόρασης στον τοίχο, σ’ αντίστιξη με μιά αρμαθιά σκόρδα καναδυό μέτρα παρακεί. Όμως, το όλον απέπνεε μιά οικειότητα, που μόνο στο σπίτι του μπορούσε να τη βρεί κανείς. Σα να καθόταν στο τραπέζι του φαγητού μιά διευρυμένη οικογένεια.
Δεν είχαν έρθει παρέες, αλλά λογικό· ήταν πολύ νωρίς ακόμη. Πλησίαζε εφτά. Πώς; εφτά το βράδυ της Παρασκευής;… Καί ποιάς Παρασκευής!!! Ήταν υπόθεση ελάχιστων λεπτών να ξαναδεί το τακτικό θέαμα, που σχεδόν πάντα χάζευε κλεφτά απ’ το μικρό παράθυρο της κουζίνας. Δεν μάντευε, ήξερε καλά τί επρόκειτο να συμβεί. Αλλά η λογική πίσω απ’ αυτό δεν ήταν ολωσδιόλου ανέφελη, αν κι επιτυχής. Γιά τον άπλοο σε τέτοια νερά, έκρυβε σκοπέλους.
Αλήθεια, αν κάποιος θέλει μυστικότητα, δεν θα πάει φερ’ ειπείν στην εξοχή; ή κάπου, τέλος πάντων, μακρυά από αδιάκριτα καί τυχαία βλέμματα; Σωστά, έτσι θα πράξει. Πλην όμως, είχε πάψει από καιρό ν’ αναρωτιέται γιά την απάντηση· την ήξερε. Άλλως τε, τό ‘χε πεί ο Πλάτων: «Μηδείς αγεωμέτρητος εισήτω!» Έ, λοιπόν, εξ απεναντίας, όσο πιό γεωμετρημένος κανείς, τόσο πιό μέσα μπαίνει. Τόσο πιό στα ενδότερα του συγκεκριμένου κτιρίου, στα δώματα πίσω απ’ την πόρτα με το κρυφό πληκτρολόγιο.
Γιά να μη δώσει στόχο στους μαγείρους, κάθησε λίγο δίπλα στο παραθυράκι, αλλά μετά βγήκε έξω κι ανακατεύτηκε με τους περαστικούς – δήθεν θα πήγαινε γιά εφημερίδα. Έπιασε μιά πονηρή θέση παρατήρησης, κι έκοβε κίνηση· οι σκιές ερχόντουσαν σα χτύποι…
κτάκ
κτάκ
κτάκ
κάποιου παλιού
αργού αργαλειού
…μα κανένας δεν τους έδινε σημασία. Δεκατρείς το όλον αυτή τη φορά, σωστά είχε προβλέψει.
Το καλύτερο κρύψιμο είναι το φανερό, καλά το λένε… αν καί το Διαδίκτυο κελαηδούσε παράδοξα αλλοιώτικα· υπάρχουν, λέει, άνθρωποι με ικανότητες να σε κάνουν να μην τους προσέχεις, ακόμη κι αν περνάς από δίπλα τους.
Χαμογέλασε, σαν παιδί που βάζει στοίχημα με τον εαυτό του – καί το κερδίζει. Γειά σου βρέ Ιντερνέτι αθάνατο, με τα ωραία σου! Όμως, η προσεκτική ανάλυση της φάτσας του έδειχνε πως το χαμόγελο δεν ήταν καθόλου αθώο.
Έμοιαζε με του γάτου, που στρίμωξε το καναρίνι.
iii.
Σκοτεινό κτίριο, 19:40′.
Αίθουσα συσκέψεων, δύο επίπεδα κάτω απ’ το έδαφος.
Μόνο τα συμμαζεμένα φωτιστικά του καθ’ ολοκληρία διακριτικού φωτισμού περίσσευαν απ’ τους γυμνούς μαύρους τοίχους ενός επίσης γυμνού κυβικού, ψηλοτάβανου δωματίου. Αν τό ‘βλεπε γιά πρώτη φορά, εύλογα θ’ αναρωτιόταν κανείς τί χρειάζεται τέτοιο ύψος έξι μέτρων! Αν, μάλιστα, αυτός ο κανείς ήταν νοικοκυρά, θ’ αναρωτιόταν επίσης καί πώς ξεσκονίζουν τις αράχνες απ’ το ταβάνι.
Εν πάσει περιπτώσει, λάθος! Το δωμάτιο δεν ήταν τελείως γυμνό, όπως φαινόταν με πρώτη ματιά… κάτι είχε. Στη μέση του υπήρχε μιά μικρή κρυστάλλινη τετράπλευρη πυραμίδα, ύψους κάπου τριάντα, κάν σαράντα πόντων. (Η μετροταινία θά ‘δειχνε ακριβώς τριαντατρείς, αλλά δε βαρυέσαι.) Το κρυσταλλικό αντικείμενο το φώτιζε ένα προβολάκι ακριβώς καταποπάνω του· με τον λαμπτήρα κρυμμένον σε μακρύ κυλινδρικό μαύρο σκιάδιο, να μην ξεστρατίζει η φωτεινή δέσμη καί χτυπάει ακάλεστη στα μάτια των τυχόν παρισταμένων.
Κι από γύρω, δεκατρείς πολυθρόνες σε μιά περίεργη διάταξη· οι πέντε σχημάτιζαν πεντάγωνο, κι οι λοιπές ένα οχτάγωνο κολλητά στις πρώτες.
Όμως, φαίνεται πως το δωμάτιο εξυπηρετούσε κάποιον τελετουργικό σκοπό γενικώτερα. Στα πλακάκια του πατώματος, κάποιος τεχνίτης είχε χαράξει μερικά ομόκεντρα κανονικά πολύγωνα, που περιέκλειαν αλλόκοτα σύμβολα· ή, μήπως, ήταν γράμματα γλώσσας μυστικής; Μόνο οι ένοικοι ήξεραν.
Κάποια στιγμή, η μοναξιά των λιγοστών επίπλων καί των φωτιστικών έλαβε τέλος. Από μιά μυστική είσοδο μπήκαν στον χώρο οι δεκατρείς σκιές, καί κάθησαν στις πολυθρόνες με προδιαγεγραμμένη τάξη. Προφανώς επρόκειτο γιά διαδικασία, που γνώριζαν από πρίν.
Δεν μιλούσε κανένας τους.
Όταν πήραν όλοι τις θέσεις τους, συνέχισαν τη σιωπή τους γιά λίγο ακόμη. Κι ακριβώς στις 19:47′, ο επικεφαλής κήρυξε την έναρξη της συνεδριάσεως.
iv.
Το ίδιο βράδυ, στο εστιατόριο.
Περίπου η ώρα δέκα.
Η προσέλευση πελατείας βρισκόταν στα ύψη· το ίδιο κι η ταχύτητα λειτουργίας της ταμειακής μηχανής. Αν, δέ, ρωτούσες γιά το προσωπικό; μαραθωνοδρόμοι!
Όμως το μυαλό του ιδιοκτήτη ταξίδευε.
Το μόνο μέσα σ’ όλο το ταβερνείο, που έδειχνε σχέση με Ελλάδα, ήταν τρείς φωτογραφίες πάνω στο τραπεζάκι της ταμειακής.
Ο Παρθενώνας.
Το Ηραίο, στη Σάμο.
Καί τα ταλαιπωρημένα κατάλοιπα του ναού της θεάς Αφροδίτης, στη Θεσσαλονίκη.
Επειδή οι φωτογραφίες φαινόντουσαν μόνο από τον καθήμενο, οι πελάτες σπάνια τις έβλεπαν – εκτός απ’ όσους έδειχναν περιέργεια. Καί μετά, ακολουθούσε ο στάνταρ διάλογος. Που βρίσκονται αυτά τα «εκζάτικ» μέρη; (Ώ, θεοί – ή, μάλλον, θεές! Ώ, της απροσμετρήτου αγνοίας!… Μακάριοι οι πτωχοί τώι πνεύματι!!! Μά, εξωτικό μέρος η Ελλάδα, μωρέ; ) Στην Ελλάδα. Πήγες εκεί; Από ‘κεί κατάγονται οι πρόγονοί μου. Άαα, μάλιστα! Νάϊς, νάϊς! – χαμογελούσαν, κι έφευγαν.
Ωστόσο, η προσοχή του ιδιοκτήτη δεν εστίαζε στους ναούς. Έτρεχε σ’ εικόνες του κοντινού παρελθόντος.
Το ψιλοαπαίσιο κτίριο με τους παράξενους εβδομαδιαίους μουσαφίρηδες, τό ‘χε προσέξει από τις πρώτες μέρες της λειτουργίας του μαγαζιού του. Όπως πρόσεξε καί την περιοδικότητα των επισκέψεων: η θωρακισμένη πόρτα άνοιγε μία φορά κάθε πέντε εβδομάδες, γιά να μπούν από πέντε φαντάσματα κάθε φορά. Καί πάντα Παρασκευή βράδυ, τις συγκεκριμένες ώρες. Πέντε βδομάδες, πέντε νοματαίοι – εκτός από κάποιες φορές, που μέτρησε δεκατρείς.
Δεν άργησε να μπεί στο -πρώτο- νόημα. Κατά πάσα πιθανότητα, τις εβδομάδες που δεν τους έβλεπε, οι μυστηριώδεις λεβέντες πηγαίνανε καί σ’ άλλα τέσσερα παρόμοια σημεία (με σκοτεινά κτίρια, καί τα ρέστα). Η δε προσεκτική καταγραφή στο ημερολόγιο του κινητού του, έδειξε πως η δεκατριάδα συνεδρίαζε με διαφορετική περιοδικότητα· μία φορά κάθε οκτώ εβδομάδες. Καί κάθε φορά σ’ ένα από τα υπόλοιπα τέσσερα κτίρια, γι’ αυτό κι εμφανιζόταν εδώ μία φορά κάθε εννεάμηνο περίπου.
Αρκετές φορές έκανε παιδαριώδη όνειρα, να μπεί κι αυτός στο σκοτεινό κτίριο. Βλακώδες, βέβαια – θά ‘ταν κάπως σα να χώνεις (από περιέργεια) το χέρι σου στο στόμα πεινασμένης τίγρης. Φυσικά, πρέπει να υπήρχε κι άλλη είσοδος, μάλλον έξοδος διαφυγής, μ’ ευκολώτερη πρόσβαση. Πάντα υπάρχει μία! Αλλά ποιός κάθεται να ξοδέψει χρόνο απ’ τη ζωή του, να τη βρεί· καί ποιός κάθεται να κοιμήσει τον δράκο της περιέργειας δερκόντων θυρωρών καί σεκιουριτάδων! Εκείνο που κατάφερε τελικά, ήταν να εντοπίσει τα υπόλοιπα τέσσερα κτίρια, καί να περάσει απ’ τα πεζοδρόμια απέξω τους. Πράγματι, κανείς δεν θά ‘βρισκε πως εξυπηρετούν καί τέτοιες χρήσεις, κρυφές, αν δεν έψαχνε σε βάθος την ιστορία. Καί πράγματι, όλα μαζί σχημάτιζαν στον χάρτη ένα τέλειο πεντάγωνο.
Κι όλ’ ανεξαιρέτως απέπνεαν την ίδια, σιχαμερή αύρα.
Όμως, ούτ’ ο αστικός τουρισμός αυτού του είδους ωφελούσε σε κάτι ουσιαστικό. Αυτό προέκυψε απ’ αλλού· συνεργούντων των κειμένων διαφόρων γραφιάδων του Διαδικτύου (σοβαρών καί μή), ανακάλυψε διάφορα γιά το πέντε καί το οκτώ. Από το ότι αποτελούν όρους της ακολουθίας Φιμπονάτσι, μέχρι το ότι η Γή κι η Αφροδίτη συναντιένται σε κοντινή συνευθεία με τον Ήλιο πέντε φορές κάθε οκτώ χρόνια. Τα δε πέντε αυτά σημεία των τροχιακών συναντήσεων των δύο πλανητών ορίζουν το σκίτσο μιάς σχεδόν τέλειας (ουράνιας) πεντάλφας με μονοκοντυλιά!
Βέβαια, η εβδομαδιαία συνεδρία των μυστηριωδών ατόμων δεν συμφωνούσε χρονικά, δεν συνέπιπτε σε κάτι με τις αντίστοιχες αστρικές περιόδους, οι οποίες ήσαν σαφώς μεγαλύτερες. Ωστόσο, έμαθε ακόμη ότι σε κάποιες αδελφότητες του παρελθόντος, ο ύψιστος διοικητικός κύκλος είχε πέντε μέλη, το δέ δεύτερο επικεφαλής επίπεδο περιλάμβανε άλλα οκτώ.
Όμως, κοίτα να δείς φίλε μου, που η Αφροδίτη (ναί, πάλι αυτή!) δεν είχε πεί την τελευταία της κουβέντα!… Τη θέση του ναού της στη σημερινή Θεσσαλονίκη ορίζει το κοινό σημείο πέντε δρόμων!!!
Ως μουσικός, το κέντημα των ακεραίων εκείνων αριθμών το βρήκε αρκετά ενδιαφέρον.
Τάτα τάτα τάτα τά-
-τα Γκλίνκ!
Τάτα τάτα τάτα τά-
-τα Γκλίνκ!
Κι άλλες τρείς φορές.
Αν το σκάλιζε, η μουσική ανάπτυξη του θέματος έβγαζε από συμφωνικά έργα, μέχρι αυτοσχεδιασμό στη τζάζ. Αλήθεια, όμως… αυτός μπορεί κάποια μέρα νά ‘στηνε κανένα συμπαθές, εύηχο κομματάκι. Αυτοί οι άνθρωποι του σκοταδιού, τί ακριβώς προσπαθούσαν να πετύχουν με τα συγκεκριμένα κόλπα;
Τί άλλο, εκτός από συμπαντική μουσική «των σφαιρών»;!
Όχι να τη συνθέσουν· αυτό, δά, έλειπε, να πρόκειται γιά θεούς δημιουργούς! Απλά, να την ακούσουν. Να τη μιμηθούν. («- Μά, αυτό ακριβώς κάνουν!», έψεξε τον εαυτό του.) Καί, κατά κάποιο τρόπο, να συντονιστούν μαζί της… με σκοπούς που του διέφευγαν γιά την ώρα. Όμως, ήταν σίγουρος γιά ένα πράγμα: οι τακτικές συνεδριάσεις μιάς σκοτεινής αδελφότητας, που γουστάρει διαστημικό ποδείον, δεν προμηνύανε τίποτε καλό.
Αλλά ο -παροιμιώδης- κύβος είχε ριφθεί.
v.
Ξανά στο εστιατόριο.
Ώρα δώδεκα.
Όχι, δεν ήταν αρχαιόπληκτος· ουδέ κάν πεπληγμένος με τη μοναδικότητα του έθνους του. Όμως, αμέτρητες φορές είχε προβληματιστεί με το γιατί οι Έλληνες από άρχοντες ξέπεσαν σε κακομοίρηδες· κι άλλες τόσες απάντησε μόνος του πως πρέπει ν’ αντιστραφεί η φορά, γιά να δούμε προκοπή. Καιρός, λοιπόν, να κλείσουν οι ανοιχτές παρενθέσεις. Να κλείσουν οι πληγές οι ανοιχτές. Καιρός να πάμε ανάποδα στο ποτάμι, κι ας μην εμβούμεν εις τον αυτόν ποταμόν δίς.
Τους τρείς ναούς των φωτογραφιών δεν τους είχε επισκεφθεί τυχαία. Εξέφραζαν την παιδική αγάπη του γιά τη Μυθολογία – γιά ένα συγκεκριμένο επεισόδιο, που θεωρούσε ότι κακώς έσχε την τροπή που περιγράφεται στα βιβλία. Απόψε, λοιπόν, θα διόρθωνε την αδικία των τόσων χιλιετιών.
Είχε ήδη φύγει η πρώτη κι η δεύτερη φουρνιά πελατών. Κάποιες παρέες ερχόντουσαν καθυστερημένες, αλλά πιθανώτατα αυτές δεν θα τρώγαν πλήρες δείπνο. Καμιά σούπα, ίσως, γιά να στρώσει το στομάχι μετά τα ποτά. Ή το ανάποδο· κάτι ελαφρύ, γιά να συνεχίσουν με ξενύχτι στα μπάρ.
Όπως καί νά ‘χε, ο ρυθμός είχε πέσει. Έριξε μιά βιαστική, επαγγελματική ματιά στους θαμώνες. Δυό άντρες, μάλλον συγγενείς -κρίνοντας απ’ τα πρόσωπα-, που είχαν καιρό να βρεθούν καί συζητούσαν εγκάρδια. Τρείς νέοι, μάλλον φοιτητές, ξόδευαν με -θά ‘λεγε- εποικοδομητικό τρόπο τα λεφτά τους, Παρασκευή βράδυ (αντί να τα δίνουν σε οινοπνευματώδη ποτά από χημικό εργαστήριο). Ένας ηλικιωμένος, μόνος του, που σκούπιζε τα πιάτα του· η έκφραση «απολάμβανε το φαγητό του» ήταν τελείως ανεπαρκής, γιά να τον περιγράψει! (Αυτουνού, στον λογαριασμό, έπρεπε να θυμηθεί να του πέμψει μιά γερή κομματάρα γλυκό.) Ένας τύπος πενηντακάτι, καλοντυμένος, με μιά όμορφη γκομενίτσα με τα μισά του χρόνια. Καθαρά κάποιος μεγαλοπαράγοντας με την παράνομη σχέση του, δηλαδή! (Αυτά τα παιδιά του προσωπικού, ώρες-ώρες… πού τό ‘βαλαν, επιτέλους, το διακοσμητικό κηροπήγιο με τα κόκκινα καί τα χρυσά, να τους πεί να το πάνε στο τραπέζι; ) Καί τρείς γυναίκες στα σαραντακάτι, κάπως σαν παλιές συμμαθήτριες. Ή σαν χωρισμένες την τελευταία διετία, που συνέπηξαν αναγκαστική προσωρινή συμμαχία. (Καί σ’ αυτές γλυκό, αλλά μικρά κομμάτια. Τα μεγάλα θα πήγαιναν χαμένα – με την πρόφαση πως παχαίνουν· καί θά ‘ταν κρίμα.)
Μιά χαρά κόσμος, κανένα πρόβλημα. Άφησε το προσωπικό στη φροντίδα, κι αυτός νοερώς απομονώθηκε. Θα πραγματοποιούσε αυτό, που είχε σχεδιάσει από καιρό.
Όταν το ρολόϊ έδειξε ακριβώς μεσάνυχτα, ο νέος Ντά Βίντσι των γεύσεων ξεκλείδωσε το συρτάρι του κι απ’ το βάθος ανέσυρε δυό τεχνουργήματα. Δύο ακριβώς ίδια χρυσά μήλα, κάπου ενάμιση πόντο το καθένα σε ύψος, μέσα σε όμορφα βελούδινα κουτάκια. Τα είχε παραγγείλει προ μηνός, καί τα παρέλαβε εγκαίρως γι’ αυτό που σκόπευε να κάνει απόψε.
Τοποθέτησε το ένα μπροστά στη φωτογραφία του Ηραίου, μουρμουρίζοντας «-Τήι καλλίστηι!».
Το δεύτερο μπροστά στον Παρθενώνα, ξανά «- Τήι καλλίστηι!».
Έσκυψε καί φίλησε την τρίτη φωτογραφία, «- Τήι καλλίστηι!» εκ τρίτου.
«- Αφροδίτη μου», συνέχισε, «εσένα δεν σου δίνω, επειδή έχεις. Άλλως τε, έμαθα πως κάτι γείτονες εδώ κοντά σου χάρισαν ακίνητα στο Μεγάλο Μήλο!«, αστειεύτηκε.
Αγκάλιασε με τα δυό χέρια του καί τις τρείς φωτογραφίες. «- Οι Έλληνες σας αγαπάμε καί τις Τρείς! Τον δέ αγενέστατο Πάρη ανακηρύττω επισήμως αρχιγάϊδαρο καί ντροπή του αντρικού φύλου!«, χαμογέλασε.
Το τέλος
i.
Σύγχρονη εποχή. Νέα Υόρκη.
Κάποια Παρασκευή απόγευμα, στις 19:05′.
Ρίχνοντας μέσα στο σούρουπο κλεφτές ματιές στοιχειωδών προφυλάξεων, μιά σκιά προσέγγισε απ’ το φαρδύ πεζοδρόμιο το παλιακό -καί σχεδόν ομόχρωμο των σκούρων ρούχων της- γωνιακό κτίριο. Στάθηκε μπροστά σε μιά βαρειά πόρτα ασφαλείας, που διέκοπτε έναν συμπαγή τοίχο· που με τη σειρά της, η θύρα του ξανάδινε τη θέση της. Ο ίσκιος χτύπησε το κουδούνι πολλές φορές κι ακανόνιστα. Σα να τηλεγραφούσε μιά λέξη στο αλφάβητο του Μόρς.
Δευτερόλεπτα μετά το τελευταίο χτύπημα, άνοιξε κάθετα στον τοίχο ένα καλά καμουφλαρισμένο μεταλλικό καπάκι με οδηγό μηχανισμό. Από πίσω, ξεπρόβαλε ένα αριθμητικό πληκτρολόγιο. Ο ίσκιος πληκτρολόγησε κάποιον κωδικό, η βαρειά πύλη άνοιξε κι έκλεισε πίσω του, κι ο μηχανισμός ξανάκλεισε το καπάκι του καμουφλάζ πάνω απ’ το πληκτρολόγιο. Στο ένα μέτρο απόσταση, ο βιαστικός περαστικός ξανάβλεπε πιά το ίδιο δομικό υλικό με τον υπόλοιπο τοίχο.
Με διαφορά δύο λεπτών από την προηγούμενη, ήρθε μπροστά στην πόρτα ασφαλείας κι άλλη σκιά, που επανέλαβε τη διαδικασία. Μετά από δύο λεπτά, ξανά κι άλλη. Κι άλλη… Σαν καλοκουρδισμένα ρολόγια. Μ’ ακριβώς την ίδια χορογραφία κινήσεων. Καί με βέβαιη προβλεψιμότητα, παρόμοια της εναλλαγής των εποχών. Ένας, δύο, τρείς, τέσσερεις…
…Δεκατρείς ίσκιους κατάπιε τελικά η πόρτα.
ii.
Ίδιος τόπος, λίγο πριν.
Απέναντι πεζοδρόμιο, λίγα μέτρα μετά τη γωνία αριστερά.
Το μικρό, αλλά ζεστό εστιατόριο ανέδιδε ατμούς κι ευχάριστες μυρωδιές, όπως κάθε βράδυ· καί τους ήχους λίγων, προσώρας, ομιλιών – του προσωπικού. Τίποτε στην πρόσοψή του καί στα φυλλάδιά του δεν πρόδιδε πως είναι Ελληνικό. Ήταν, όμως· αν καί σε μεγάλη απόσταση από κάθε κραυγαλέα, δήθεν «παραδοσιακή» σάχλα, που στόχευε υποθετικούς τουρίστες, αναζητούντες στην καλοκαιρινή Ελλάδα ανύπαρκτους τριτοκοσμικούς ιθαγενείς. Καμμία σχέση με όλ’ αυτά τ’ αχώνευτα, τα παραδοσιακώς συνοδευόμενα από φρικαλέας αισθητικής διαφημιστικά· τύπου «Γκρήκ μουζάκα», με μαγειρεμένες μελιτζάνες ανάμεσα σε μαίανδρους – καί λοιπά παρεμφερή κακουργήματα.
Όπως κάθε απόγευμα, κι ενώ τα μαγείρια είχαν ήδη αναλάβει το πόστο τους πρό πολλού, ακριβώς στις 18:18′ άνοιξε η τζαμένια πόρτα της κυρίας εισόδου καί μπήκε ο ιδιοκτήτης του. Ποιός ξέρει σε ποιά περίεργη παρόρμηση υπακούσε η δική του μικρή τελετουργία, αλλά την τηρούσε απαρεγκλίτως εδώ καί χρόνια. Από τότε που άνοιξε το μαγαζί, σχεδόν.
Ενδιαφέρον άτομο! Τέταρτης γενιάς πιά πολίτης Ελληνικής καταγωγής, ετύγχανε κάθε άλλο παρά απλοϊκός χαρακτήρας. Καμμία σχέση μ’ αυτό, που πίσω στην -πραγματική- πατρίδα αποκαλούσαν «λαϊκός τύπος». Σπουδαγμένος σε πεδίο δύσκολο, τελείως διαφορετικό απ’ τη γευσιγνωσία· ευρύτερα μορφωμένος, προτίμησε επαγγελματικώς ν’ ανοίξει καί να τρέχει το συγκεκριμένο φαγάδικο. Από άποψη, όχι επειδή οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες στον Νέο Κόσμο είχαν χτίσει παράδοση καλών χειριστών της κατσαρόλας.
Αστειευόμενος, έλεγε πως κι ο μέγας πανεπιστήμων Ντά Βίντσι ήταν τραβερνιάρης στα νιάτα του!
Αστεία-ξεαστεία, όμως, η δουλειά πήγαινε σχεδόν ιδανικά, αν κι απέφευγε τη διαφήμιση· το ταβερνάκι μαθευόταν στόμα με στόμα. Όμως, η καλή προσπάθεια αμείβεται· είχε σταθερό ένα καλό ποσοστό της πελατείας του. Κι όχι πάντα ανθρώπους με οικονομική άνεση, είχε φίλους παντού. Νά, ο Τζίμης, ο νέγρος οδηγός του σκουπιδιάρικου της γειτονιάς, ας πούμε,
όταν απ’ τη βάρδια του τη βραδυνή σχολούσε,
δεν παρέλειπε να υποβάλει τα σέβη του στις γεύσεις του σύγχρονου Ντά Βίντσι – φιλεμένες, συνήθως.
Δεν ήταν παντρεμένος. Όχι πως τού έλειπαν είτε η εμφάνιση, είτε τα χρήματα, είτε ακόμα κι οι καλοί τρόποι. Αλλά, μέσα του τον κατάτρωγε το γιατί να φέρει παιδιά σ’ έναν κόσμο χωρίς όραμα· ανάμεσα σε μιλιούνια άλλους ανθρώπους, που η ζωή τους έχει νόημα κοντά στο μηδέν. Άλλες φορές, πάλι, τό ‘ριχνε στην πλάκα. «- Ποιά θα μ’ αντέξει εμένα;!», μονολογούσε.
Το μαγαζί δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο διακοσμητικό στύλ – ούτε μοντέρνο μπορούσες να το πείς, ούτε παραδοσιακό. Εκτός απ’ τα -καλαίσθητα- απαραίτητα καί μή, μέρος του ντεκόρ συμπλήρωναν διάφορα πνευστά όργανα κρεμασμένα στον τοίχο· σαφές δείγμα των κατά καιρούς προσπαθειών του ιδιοκτήτη να τους περάσει χαλινάρια, γιά βόλτες στον κήπο της Τέχνης. Το μόνο που ίσως ξένιζε λίγο, ήταν ο συνδυασμός μιάς μεγαλούτσικης επίπεδης τηλεόρασης στον τοίχο, σ’ αντίστιξη με μιά αρμαθιά σκόρδα καναδυό μέτρα παρακεί. Όμως, το όλον απέπνεε μιά οικειότητα, που μόνο στο σπίτι του μπορούσε να τη βρεί κανείς. Σα να καθόταν στο τραπέζι του φαγητού μιά διευρυμένη οικογένεια.
Δεν είχαν έρθει παρέες, αλλά λογικό· ήταν πολύ νωρίς ακόμη. Πλησίαζε εφτά. Πώς; εφτά το βράδυ της Παρασκευής;… Καί ποιάς Παρασκευής!!! Ήταν υπόθεση ελάχιστων λεπτών να ξαναδεί το τακτικό θέαμα, που σχεδόν πάντα χάζευε κλεφτά απ’ το μικρό παράθυρο της κουζίνας. Δεν μάντευε, ήξερε καλά τί επρόκειτο να συμβεί. Αλλά η λογική πίσω απ’ αυτό δεν ήταν ολωσδιόλου ανέφελη, αν κι επιτυχής. Γιά τον άπλοο σε τέτοια νερά, έκρυβε σκοπέλους.
Αλήθεια, αν κάποιος θέλει μυστικότητα, δεν θα πάει φερ’ ειπείν στην εξοχή; ή κάπου, τέλος πάντων, μακρυά από αδιάκριτα καί τυχαία βλέμματα; Σωστά, έτσι θα πράξει. Πλην όμως, είχε πάψει από καιρό ν’ αναρωτιέται γιά την απάντηση· την ήξερε. Άλλως τε, τό ‘χε πεί ο Πλάτων: «Μηδείς αγεωμέτρητος εισήτω!» Έ, λοιπόν, εξ απεναντίας, όσο πιό γεωμετρημένος κανείς, τόσο πιό μέσα μπαίνει. Τόσο πιό στα ενδότερα του συγκεκριμένου κτιρίου, στα δώματα πίσω απ’ την πόρτα με το κρυφό πληκτρολόγιο.
Γιά να μη δώσει στόχο στους μαγείρους, κάθησε λίγο δίπλα στο παραθυράκι, αλλά μετά βγήκε έξω κι ανακατεύτηκε με τους περαστικούς – δήθεν θα πήγαινε γιά εφημερίδα. Έπιασε μιά πονηρή θέση παρατήρησης, κι έκοβε κίνηση· οι σκιές ερχόντουσαν σα χτύποι…
κτάκ
κτάκ
κτάκ
κάποιου παλιού
αργού αργαλειού
…μα κανένας δεν τους έδινε σημασία. Δεκατρείς το όλον αυτή τη φορά, σωστά είχε προβλέψει.
Το καλύτερο κρύψιμο είναι το φανερό, καλά το λένε… αν καί το Διαδίκτυο κελαηδούσε παράδοξα αλλοιώτικα· υπάρχουν, λέει, άνθρωποι με ικανότητες να σε κάνουν να μην τους προσέχεις, ακόμη κι αν περνάς από δίπλα τους.
Χαμογέλασε, σαν παιδί που βάζει στοίχημα με τον εαυτό του – καί το κερδίζει. Γειά σου βρέ Ιντερνέτι αθάνατο, με τα ωραία σου! Όμως, η προσεκτική ανάλυση της φάτσας του έδειχνε πως το χαμόγελο δεν ήταν καθόλου αθώο.
Έμοιαζε με του γάτου, που στρίμωξε το καναρίνι.
iii.
Σκοτεινό κτίριο, 19:40′.
Αίθουσα συσκέψεων, δύο επίπεδα κάτω απ’ το έδαφος.
Μόνο τα συμμαζεμένα φωτιστικά του καθ’ ολοκληρία διακριτικού φωτισμού περίσσευαν απ’ τους γυμνούς μαύρους τοίχους ενός επίσης γυμνού κυβικού, ψηλοτάβανου δωματίου. Αν τό ‘βλεπε γιά πρώτη φορά, εύλογα θ’ αναρωτιόταν κανείς τί χρειάζεται τέτοιο ύψος έξι μέτρων! Αν, μάλιστα, αυτός ο κανείς ήταν νοικοκυρά, θ’ αναρωτιόταν επίσης καί πώς ξεσκονίζουν τις αράχνες απ’ το ταβάνι.
Εν πάσει περιπτώσει, λάθος! Το δωμάτιο δεν ήταν τελείως γυμνό, όπως φαινόταν με πρώτη ματιά… κάτι είχε. Στη μέση του υπήρχε μιά μικρή κρυστάλλινη τετράπλευρη πυραμίδα, ύψους κάπου τριάντα, κάν σαράντα πόντων. (Η μετροταινία θά ‘δειχνε ακριβώς τριαντατρείς, αλλά δε βαρυέσαι.) Το κρυσταλλικό αντικείμενο το φώτιζε ένα προβολάκι ακριβώς καταποπάνω του· με τον λαμπτήρα κρυμμένον σε μακρύ κυλινδρικό μαύρο σκιάδιο, να μην ξεστρατίζει η φωτεινή δέσμη καί χτυπάει ακάλεστη στα μάτια των τυχόν παρισταμένων.
Κι από γύρω, δεκατρείς πολυθρόνες σε μιά περίεργη διάταξη· οι πέντε σχημάτιζαν πεντάγωνο, κι οι λοιπές ένα οχτάγωνο κολλητά στις πρώτες.
Όμως, φαίνεται πως το δωμάτιο εξυπηρετούσε κάποιον τελετουργικό σκοπό γενικώτερα. Στα πλακάκια του πατώματος, κάποιος τεχνίτης είχε χαράξει μερικά ομόκεντρα κανονικά πολύγωνα, που περιέκλειαν αλλόκοτα σύμβολα· ή, μήπως, ήταν γράμματα γλώσσας μυστικής; Μόνο οι ένοικοι ήξεραν.
Κάποια στιγμή, η μοναξιά των λιγοστών επίπλων καί των φωτιστικών έλαβε τέλος. Από μιά μυστική είσοδο μπήκαν στον χώρο οι δεκατρείς σκιές, καί κάθησαν στις πολυθρόνες με προδιαγεγραμμένη τάξη. Προφανώς επρόκειτο γιά διαδικασία, που γνώριζαν από πρίν.
Δεν μιλούσε κανένας τους.
Όταν πήραν όλοι τις θέσεις τους, συνέχισαν τη σιωπή τους γιά λίγο ακόμη. Κι ακριβώς στις 19:47′, ο επικεφαλής κήρυξε την έναρξη της συνεδριάσεως.
iv.
Το ίδιο βράδυ, στο εστιατόριο.
Περίπου η ώρα δέκα.
Η προσέλευση πελατείας βρισκόταν στα ύψη· το ίδιο κι η ταχύτητα λειτουργίας της ταμειακής μηχανής. Αν, δέ, ρωτούσες γιά το προσωπικό; μαραθωνοδρόμοι!
Όμως το μυαλό του ιδιοκτήτη ταξίδευε.
Το μόνο μέσα σ’ όλο το ταβερνείο, που έδειχνε σχέση με Ελλάδα, ήταν τρείς φωτογραφίες πάνω στο τραπεζάκι της ταμειακής.
Ο Παρθενώνας.
Το Ηραίο, στη Σάμο.
Καί τα ταλαιπωρημένα κατάλοιπα του ναού της θεάς Αφροδίτης, στη Θεσσαλονίκη.
Επειδή οι φωτογραφίες φαινόντουσαν μόνο από τον καθήμενο, οι πελάτες σπάνια τις έβλεπαν – εκτός απ’ όσους έδειχναν περιέργεια. Καί μετά, ακολουθούσε ο στάνταρ διάλογος. Που βρίσκονται αυτά τα «εκζάτικ» μέρη; (Ώ, θεοί – ή, μάλλον, θεές! Ώ, της απροσμετρήτου αγνοίας!… Μακάριοι οι πτωχοί τώι πνεύματι!!! Μά, εξωτικό μέρος η Ελλάδα, μωρέ; ) Στην Ελλάδα. Πήγες εκεί; Από ‘κεί κατάγονται οι πρόγονοί μου. Άαα, μάλιστα! Νάϊς, νάϊς! – χαμογελούσαν, κι έφευγαν.
Ωστόσο, η προσοχή του ιδιοκτήτη δεν εστίαζε στους ναούς. Έτρεχε σ’ εικόνες του κοντινού παρελθόντος.
Το ψιλοαπαίσιο κτίριο με τους παράξενους εβδομαδιαίους μουσαφίρηδες, τό ‘χε προσέξει από τις πρώτες μέρες της λειτουργίας του μαγαζιού του. Όπως πρόσεξε καί την περιοδικότητα των επισκέψεων: η θωρακισμένη πόρτα άνοιγε μία φορά κάθε πέντε εβδομάδες, γιά να μπούν από πέντε φαντάσματα κάθε φορά. Καί πάντα Παρασκευή βράδυ, τις συγκεκριμένες ώρες. Πέντε βδομάδες, πέντε νοματαίοι – εκτός από κάποιες φορές, που μέτρησε δεκατρείς.
Δεν άργησε να μπεί στο -πρώτο- νόημα. Κατά πάσα πιθανότητα, τις εβδομάδες που δεν τους έβλεπε, οι μυστηριώδεις λεβέντες πηγαίνανε καί σ’ άλλα τέσσερα παρόμοια σημεία (με σκοτεινά κτίρια, καί τα ρέστα). Η δε προσεκτική καταγραφή στο ημερολόγιο του κινητού του, έδειξε πως η δεκατριάδα συνεδρίαζε με διαφορετική περιοδικότητα· μία φορά κάθε οκτώ εβδομάδες. Καί κάθε φορά σ’ ένα από τα υπόλοιπα τέσσερα κτίρια, γι’ αυτό κι εμφανιζόταν εδώ μία φορά κάθε εννεάμηνο περίπου.
Αρκετές φορές έκανε παιδαριώδη όνειρα, να μπεί κι αυτός στο σκοτεινό κτίριο. Βλακώδες, βέβαια – θά ‘ταν κάπως σα να χώνεις (από περιέργεια) το χέρι σου στο στόμα πεινασμένης τίγρης. Φυσικά, πρέπει να υπήρχε κι άλλη είσοδος, μάλλον έξοδος διαφυγής, μ’ ευκολώτερη πρόσβαση. Πάντα υπάρχει μία! Αλλά ποιός κάθεται να ξοδέψει χρόνο απ’ τη ζωή του, να τη βρεί· καί ποιός κάθεται να κοιμήσει τον δράκο της περιέργειας δερκόντων θυρωρών καί σεκιουριτάδων! Εκείνο που κατάφερε τελικά, ήταν να εντοπίσει τα υπόλοιπα τέσσερα κτίρια, καί να περάσει απ’ τα πεζοδρόμια απέξω τους. Πράγματι, κανείς δεν θά ‘βρισκε πως εξυπηρετούν καί τέτοιες χρήσεις, κρυφές, αν δεν έψαχνε σε βάθος την ιστορία. Καί πράγματι, όλα μαζί σχημάτιζαν στον χάρτη ένα τέλειο πεντάγωνο.
Κι όλ’ ανεξαιρέτως απέπνεαν την ίδια, σιχαμερή αύρα.
Όμως, ούτ’ ο αστικός τουρισμός αυτού του είδους ωφελούσε σε κάτι ουσιαστικό. Αυτό προέκυψε απ’ αλλού· συνεργούντων των κειμένων διαφόρων γραφιάδων του Διαδικτύου (σοβαρών καί μή), ανακάλυψε διάφορα γιά το πέντε καί το οκτώ. Από το ότι αποτελούν όρους της ακολουθίας Φιμπονάτσι, μέχρι το ότι η Γή κι η Αφροδίτη συναντιένται σε κοντινή συνευθεία με τον Ήλιο πέντε φορές κάθε οκτώ χρόνια. Τα δε πέντε αυτά σημεία των τροχιακών συναντήσεων των δύο πλανητών ορίζουν το σκίτσο μιάς σχεδόν τέλειας (ουράνιας) πεντάλφας με μονοκοντυλιά!
Βέβαια, η εβδομαδιαία συνεδρία των μυστηριωδών ατόμων δεν συμφωνούσε χρονικά, δεν συνέπιπτε σε κάτι με τις αντίστοιχες αστρικές περιόδους, οι οποίες ήσαν σαφώς μεγαλύτερες. Ωστόσο, έμαθε ακόμη ότι σε κάποιες αδελφότητες του παρελθόντος, ο ύψιστος διοικητικός κύκλος είχε πέντε μέλη, το δέ δεύτερο επικεφαλής επίπεδο περιλάμβανε άλλα οκτώ.
Όμως, κοίτα να δείς φίλε μου, που η Αφροδίτη (ναί, πάλι αυτή!) δεν είχε πεί την τελευταία της κουβέντα!… Τη θέση του ναού της στη σημερινή Θεσσαλονίκη ορίζει το κοινό σημείο πέντε δρόμων!!!
Ως μουσικός, το κέντημα των ακεραίων εκείνων αριθμών το βρήκε αρκετά ενδιαφέρον.
Τάτα τάτα τάτα τά-
-τα Γκλίνκ!
Τάτα τάτα τάτα τά-
-τα Γκλίνκ!
Κι άλλες τρείς φορές.
Αν το σκάλιζε, η μουσική ανάπτυξη του θέματος έβγαζε από συμφωνικά έργα, μέχρι αυτοσχεδιασμό στη τζάζ. Αλήθεια, όμως… αυτός μπορεί κάποια μέρα νά ‘στηνε κανένα συμπαθές, εύηχο κομματάκι. Αυτοί οι άνθρωποι του σκοταδιού, τί ακριβώς προσπαθούσαν να πετύχουν με τα συγκεκριμένα κόλπα;
Τί άλλο, εκτός από συμπαντική μουσική «των σφαιρών»;!
Όχι να τη συνθέσουν· αυτό, δά, έλειπε, να πρόκειται γιά θεούς δημιουργούς! Απλά, να την ακούσουν. Να τη μιμηθούν. («- Μά, αυτό ακριβώς κάνουν!», έψεξε τον εαυτό του.) Καί, κατά κάποιο τρόπο, να συντονιστούν μαζί της… με σκοπούς που του διέφευγαν γιά την ώρα. Όμως, ήταν σίγουρος γιά ένα πράγμα: οι τακτικές συνεδριάσεις μιάς σκοτεινής αδελφότητας, που γουστάρει διαστημικό ποδείον, δεν προμηνύανε τίποτε καλό.
Αλλά ο -παροιμιώδης- κύβος είχε ριφθεί.
v.
Ξανά στο εστιατόριο.
Ώρα δώδεκα.
Όχι, δεν ήταν αρχαιόπληκτος· ουδέ κάν πεπληγμένος με τη μοναδικότητα του έθνους του. Όμως, αμέτρητες φορές είχε προβληματιστεί με το γιατί οι Έλληνες από άρχοντες ξέπεσαν σε κακομοίρηδες· κι άλλες τόσες απάντησε μόνος του πως πρέπει ν’ αντιστραφεί η φορά, γιά να δούμε προκοπή. Καιρός, λοιπόν, να κλείσουν οι ανοιχτές παρενθέσεις. Να κλείσουν οι πληγές οι ανοιχτές. Καιρός να πάμε ανάποδα στο ποτάμι, κι ας μην εμβούμεν εις τον αυτόν ποταμόν δίς.
Τους τρείς ναούς των φωτογραφιών δεν τους είχε επισκεφθεί τυχαία. Εξέφραζαν την παιδική αγάπη του γιά τη Μυθολογία – γιά ένα συγκεκριμένο επεισόδιο, που θεωρούσε ότι κακώς έσχε την τροπή που περιγράφεται στα βιβλία. Απόψε, λοιπόν, θα διόρθωνε την αδικία των τόσων χιλιετιών.
Είχε ήδη φύγει η πρώτη κι η δεύτερη φουρνιά πελατών. Κάποιες παρέες ερχόντουσαν καθυστερημένες, αλλά πιθανώτατα αυτές δεν θα τρώγαν πλήρες δείπνο. Καμιά σούπα, ίσως, γιά να στρώσει το στομάχι μετά τα ποτά. Ή το ανάποδο· κάτι ελαφρύ, γιά να συνεχίσουν με ξενύχτι στα μπάρ.
Όπως καί νά ‘χε, ο ρυθμός είχε πέσει. Έριξε μιά βιαστική, επαγγελματική ματιά στους θαμώνες. Δυό άντρες, μάλλον συγγενείς -κρίνοντας απ’ τα πρόσωπα-, που είχαν καιρό να βρεθούν καί συζητούσαν εγκάρδια. Τρείς νέοι, μάλλον φοιτητές, ξόδευαν με -θά ‘λεγε- εποικοδομητικό τρόπο τα λεφτά τους, Παρασκευή βράδυ (αντί να τα δίνουν σε οινοπνευματώδη ποτά από χημικό εργαστήριο). Ένας ηλικιωμένος, μόνος του, που σκούπιζε τα πιάτα του· η έκφραση «απολάμβανε το φαγητό του» ήταν τελείως ανεπαρκής, γιά να τον περιγράψει! (Αυτουνού, στον λογαριασμό, έπρεπε να θυμηθεί να του πέμψει μιά γερή κομματάρα γλυκό.) Ένας τύπος πενηντακάτι, καλοντυμένος, με μιά όμορφη γκομενίτσα με τα μισά του χρόνια. Καθαρά κάποιος μεγαλοπαράγοντας με την παράνομη σχέση του, δηλαδή! (Αυτά τα παιδιά του προσωπικού, ώρες-ώρες… πού τό ‘βαλαν, επιτέλους, το διακοσμητικό κηροπήγιο με τα κόκκινα καί τα χρυσά, να τους πεί να το πάνε στο τραπέζι; ) Καί τρείς γυναίκες στα σαραντακάτι, κάπως σαν παλιές συμμαθήτριες. Ή σαν χωρισμένες την τελευταία διετία, που συνέπηξαν αναγκαστική προσωρινή συμμαχία. (Καί σ’ αυτές γλυκό, αλλά μικρά κομμάτια. Τα μεγάλα θα πήγαιναν χαμένα – με την πρόφαση πως παχαίνουν· καί θά ‘ταν κρίμα.)
Μιά χαρά κόσμος, κανένα πρόβλημα. Άφησε το προσωπικό στη φροντίδα, κι αυτός νοερώς απομονώθηκε. Θα πραγματοποιούσε αυτό, που είχε σχεδιάσει από καιρό.
Όταν το ρολόϊ έδειξε ακριβώς μεσάνυχτα, ο νέος Ντά Βίντσι των γεύσεων ξεκλείδωσε το συρτάρι του κι απ’ το βάθος ανέσυρε δυό τεχνουργήματα. Δύο ακριβώς ίδια χρυσά μήλα, κάπου ενάμιση πόντο το καθένα σε ύψος, μέσα σε όμορφα βελούδινα κουτάκια. Τα είχε παραγγείλει προ μηνός, καί τα παρέλαβε εγκαίρως γι’ αυτό που σκόπευε να κάνει απόψε.
Τοποθέτησε το ένα μπροστά στη φωτογραφία του Ηραίου, μουρμουρίζοντας «-Τήι καλλίστηι!».
Το δεύτερο μπροστά στον Παρθενώνα, ξανά «- Τήι καλλίστηι!».
Έσκυψε καί φίλησε την τρίτη φωτογραφία, «- Τήι καλλίστηι!» εκ τρίτου.
«- Αφροδίτη μου», συνέχισε, «εσένα δεν σου δίνω, επειδή έχεις. Άλλως τε, έμαθα πως κάτι γείτονες εδώ κοντά σου χάρισαν ακίνητα στο Μεγάλο Μήλο!«, αστειεύτηκε.
Αγκάλιασε με τα δυό χέρια του καί τις τρείς φωτογραφίες. «- Οι Έλληνες σας αγαπάμε καί τις Τρείς! Τον δέ αγενέστατο Πάρη ανακηρύττω επισήμως αρχιγάϊδαρο καί ντροπή του αντρικού φύλου!«, χαμογέλασε.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου