ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

ΤΗΡΕΑΣ,ΠΡΟΚΝΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΗΛΑ[Η ΑΛΛΙΩΣ,ΤΣΑΛΑΠΕΤΕΙΝΟΣ,ΑΗΔΟΝΙ ΚΑΙ ΧΕΛΙΔΟΝΙ]..ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ ΠΑΘΟΥΣ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗΣ..Α΄ΜΕΡΟΣ

γράφει ο Δημήτριος Μάρκου
Τηρέας, Πρόκνη και Φιλομήλα (ή αλλιώς τσαλαπετεινός, αηδόνι και χελιδόνι): ένας μύθος πάθους κι άγριας εκδίκησης
Α΄ μέρος
Στην πλούσια μυθολογία μας υπάρχει ένας μύθος που συνδέει τρία πολύ γνωστά μας κι αγαπημένα πτηνά, το αηδόνι, το χελιδόνι και τον τσαλαπετεινό. Αυτά συσχετίζονται αντίστοιχα με τις Αθηναίες βασιλοπούλες Πρόκνη και Φιλομήλα και τον Θρακιώτη βασιλιά Τηρέα. Είναι ένας μύθος ερωτικού πάθους και συγχρόνως άγριου εκδικητικού πάθους, που έχει σαν κατάληξη μια σκληρή και αποτρόπαια εκδίκηση. Κι αν η Μήδεια είναι μια βάρβαρη γυναίκα, που για να εκδικηθεί τον άπιστο Ιάσονα σκότωσε τα παιδιά της, η Πρόκνη είναι μια Αθηναία, που προχωρεί σε απεχθέστερη εκδίκηση. Σκοτώνει το γιό της και τον προσφέρει ως έδεσμα στον αισχρό κι ανόσιο σύζυγό της Τηρέα. Ας δούμε τον μύθο των τριών αυτών προσώπων, όπως τον έχει καταγράψει η μυθολογική μας παράδοση.
Σαν πέθανε ο Εριχθόνιος στην Αθήνα, έγινε βασιλιάς ο γιος του, ο Πανδίονας. Τούτος πήρε γυναίκα του τη Ζευξίππη κι έκανε μαζί της δυο πεντάμορφες θυγατέρες, την Πρόκνη και τη Φιλομήλα, και δύο δίδυμα αγόρια, τον Ερεχθέα και τον Βούτη. Εκείνη την εποχή πόλεμος ξέσπασε ανάμεσα στην Αθήνα και τη Θήβα, όπου βασιλιάς ήταν ο Λάβδακος. Αιτία του πολέμου ήταν μια εδαφική διαφορά στα σύνορα της Αττικής και της Βοιωτίας. Δύσκολη ήταν η έκβαση του πολέμου για την Αττική γιατί ο Λάβδακος διέθετε αρίφνητες στρατιές. Έτσι ο ρήγας της Αθήνας αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του βασιλιά της Θράκης Τηρέα. Ο Τηρέας ήταν γιος του άγριου θεούτου πολέμου Άρη, επομένως δεινός πολεμιστής, και γι’ αυτό νίκησε τους Βοιωτούς. Για να τον ευχαριστήσει ο Πανδίονας του έδωσε για γυναίκα την ομορφοθυγατέρα του Πρόκνη, κι έτσι τον έκανε παντοτινό του σύμμαχο. Από τότε τα σύνορα της χώρας του δεν κινδύνευαν.
Ο γάμος αυτός έμελλε να μην έχει ευτυχισμένη συνέχεια γιατί δεν τον ευλόγησε ο θεά του γάμου Ήρα. Μήτε παραβρέθηκε ο Υμέναιος, κι ούτε οι Χάριτες στόλισαν το νυφικό κρεβάτι. Οι φοβερές Ερινύες το στόλισαν, προδικάζοντας ένα ολέθριο τέλος.
Μετά το γάμο ο Τηρέας πήρε τη όμορφη γυναίκα του και γύρισε στα Θράκη. Ανέφελη ήταν η ζωή τους τον πρώτο καιρό, κι απόχτησαν έναν γιο, τον Ίτυ ή Ίτυλο. Με μεγάλη χαρά το βασιλικό ζευγάρι δέχτηκε το δώρο των θεών, το χαριτωμένο μωρό τους, και ο ρήγας της Θράκης έκαμε μεγάλη γιορτή στο παλάτι και μεγαλοπρεπείς θυσίες στους θεούς, για να τους ευχαριστήσει. Κι όλα έδειχναν πως η Πρόκνη θα ζούσε ευτυχισμένη στη ξένη γη, μακριά από την πατρίδα της.
Πέρασαν ήδη πέντε ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δει η Πρόκνη τον σεβαστό πατέρα της και την πολυαγαπημένη αδερφή της. Μα αποθύμησε την αδελφή και με περισσή τρυφερότητα την έφερνε στη σκέψη. Κι όταν η νοσταλγία έγινε αφόρητη, μια μέρα πήρε την απόφαση και παρακάλεσε τον άντρα της:
« Αν μ’ αγαπάς, άφησέ με να πάω να δω την αδερφή μου ή κάνε να έρθει αυτή για να την ιδώ. Πήγαινε στην πατρίδα μου και παρακάλεσε τον γονιό μου να την αφήσει να έρθει στο σπιτικό μας για να την συναντήσω. Λίγο καιρό θα την αποχωριστεί, μετά θα του την πας και πάλι πίσω. Αυτό το αντάμωμα θα γεμίσει χαρά την καρδιά μου και σε παρακαλώ μη μου το αρνηθείς».
Επειδή ο Τηρέας δεν ήθελε να αποχωριστεί τη γυναίκα του, προτίμησε τη δεύτερη πρόταση. Να έρθει στη Θράκη η αδερφή της Πρόκνης, η Φιλομήλα. Έτσι ετοιμάστηκε για το ταξίδι. Μπαρκάρισε στο βασιλικό καράβι κι άνοιξαν πανιά για τα νότια, με ρότα την Αττική. Σε λίγες μέρες έφτασαν στης Αττικής τ’ ακρογιάλια και αγκυροβόλησαν στο λιμάνι του Περαία. Από ‘κει με τη βασιλική φρουρά πήραν το δρόμο για το παλάτι της Αθήνας. Με μεγάλη χαρά ο γερο-Πανδίονας δέχτηκε τον γαμπρό του κι έμαθε από πρώτο χέρι για της κόρης του την ευτυχία. Συνάμα πληροφορήθηκε και για την επιθυμία της να συναντήσει την αδερφή της. Ο γαμπρός υποσχέθηκε στον πεθερό του πως ο ίδιος ήταν εγγυητής για το ταξίδι, την ασφάλεια και την επάνοδο της Φιλομήλας.
Και πάνω που έδινε την υπόσχεση, μπήκε στο βασιλικό θάλαμο η κόρη. Άστραψε ο χώρος από την ομορφιά! Σαν Νεράιδα πρόβαλε η Φιλομήλα, ντυμένη με λαμπρό φόρεμα και στολισμένη με ωραία κοσμήματα. Τι να ‘ταν άραγε, αυτό το πλάσμα, που ‘χε μπροστά του; συλλογίστηκε. Ναϊάδα ή Δρυάδα Νύμφη; Θαμπώθηκε ο ρήγας της Θράκης από το κάλλος της παρθένας και σαν κεραυνός τον χτύπησε ο έρωτας για την κόρη, ενώ παράφορο πάθος τον κυρίεψε. Μεμιάς στο μυαλό του καρφώθηκε η ιδέα να γευτεί αυτό το θεϊκό κορμί. Έτσι χρησιμοποίησε τα πιο πειστικά λόγια για να καταφέρει τον πεθερό του να επιτρέψει το ολιγόχρονο ταξίδι της ανύπαντρης κόρης του, για να ανταμώσει την παντρεμένη. Κι αυτή χρησιμοποίησε τα πιο γλυκά της λόγια και τα πιο τρυφερά χάδια προς τον πατέρα της για να τον πείσει. Πού να ‘ξερε η άμοιρη πως οδηγούνταν μ’ αυτόν τον τρόπο στα χειρότερα βάσανα…
Δεν άργησε να συμφωνήσει ο Πανδίονας. Κι ως τους ξεπροβόδιζε είπε στο γαμπρό του:
« Το αποκούμπι μου σε σένα εμπιστεύομαι, Τηρέα. Στους αθάνατους θεούς σε εξορκίσω σαν πατέρας της να της σταθείς και σαν δει την αδερφή της και η μια χορτάσει τη θωριά της άλλης, γρήγορα να μου τη στείλεις πίσω. Άλλη παρηγοριά δεν μου ‘μεινε για τα γηρατειά».
Μα και στη Φιλομήλα μίλησε:
«Κόρη αγαπημένη, ταχειά να γυρίσεις πίσω, γιατί χωρίς εσένα δεν θα κυλούν οι μέρες. Μη μ’ αφήσεις έρμο και μόνο πολύ καιρό, γιατί χωρίς νόημα θα είναι η ζωή μου». Με σφιγμένη καρδιά, λες και ένα κακό προαίσθημα τον ψυχοπλάκωνε, τους χαιρέτησε στέλνοντας δώρα και χαιρετίσματα σ’ εγγόνι και ξενιτεμένη θυγατέρα.
Κι ως η πανώρια κόρη πάτησε το πόδι της στο ξύλινο βασιλικό σκαρί, με δύναμη κωπηλατούσαν οι άντρες του ρήγα και το πλοίο ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Μια κραυγή θριάμβου βγήκε από το λαρύγγι του Τηρέα και τα λάγνα μάτια του καρφώθηκαν στην κόρη. «Έχω ό,τι λαχταρούσα κι είμ’ εγώ ο νικητής», είπε ο ανόσιος θρακιώτης άντρας. Στιγμή δε ξεκόλλησε τα μάτια του από πάνω της σε όλο το ταξίδι και σκέψεις πολλές κατέβασε το άρρωστο μυαλό του. Σε λίγες μέρες έφτασαν στα θρακιώτικα ακρογιάλια. Αντί να την οδηγήσει στο παλάτι, στην αδερφή της που με λαχτάρα την καρτερούσε., ο ξετρελαμένος ρήγας την οδήγησε σε ένα πυκνόφυτο ρουμάνι, μέσα σε ένα μαντρί, όπου έπεσε σαν πεινασμένο θηρίο πάνω της και τη βίασε. Τρέμοντας από φόβο, μες στα αίματα της χαμένης παρθενιάς της, τραβούσε τα μαλλιά της και μοιρολογούσε για τη μοίρα της η άμοιρη Φιλομήλα. Χτυπούσε το στήθος της και καταριόταν τον βιαστή της λέγοντας λόγια σκληρά για τον ανόσιο γαμπρό:
«Σκληρόκαρδε, τι αισχρά και κτηνώδικα έργα έπραξες! Τι καρδιά έχεις, αισχρέ κι ανόσιε, που δεν σεβάστηκες τα λόγια και τα δάκρυα του γονιού μου, ούτε τους όρκους γάμου στην αδερφή μου. Δυο αδερφές έκανες γυναίκες και μοιχαλίδα είμαι τώρα της ίδια; της αδερφής μου. Εσύ, του γάμου σου ορκοπάτη, καλύτερα θα ήταν να με σκοτώσεις Έτσι αγνή και περήφανη θα διάβαινα την πύλη του Κάτω Κόσμου. Μα οι άγιοι θεοί είδαν το μεγάλο κρίμα σου και σου ετοιμάζουν φοβερή τιμωρία. Κι εγώ παντού θα φανερώσω τη βρώμικη πράξη σου. Ακόμη κι εδώ αν με φυλακίσεις, στα άγρια ρουμάνια, θα γεμίσω τον αιθέρα με τη φωνή μου που θα διαλαλεί τα φριχτά σου έργα.»
Θυμό και φόβο προκάλεσαν τα λόγια της βιασμένης κόρης. Γι’ αυτό έβγαλε από το θηκάρι το βασιλικό σπαθί του κι έκοψε της νέας τη γλώσσα. Κι ως τη σακάτεψε, πολλές φορές ξέσπασε πάνω της τη κτηνώδη λαγνεία του. Αφού για μέρες κόρεσε την κτηνώδη αντρική ορμή του, την έκλεισε στο μαντρί, βάζοντας φρουρούς να την φυλούν, κι αυτός με τους υπόλοιπους άντρες του γύρισε στο παλάτι.
Σαν είδε μόνο τον άντρα της η Πρόκνη ρώτησε με απορία:
«Γιατί μόνος; Πού είναι η αγαπημένη μου αδελφή που με τόση λαχτάρα καρτερούσα;»
Κι εκείνος σαν γυναικούλα έκανε πως κλαίει και με προσποιητή τρεμάμενη φωνή της λέει:
«Πέθανε! Δεν άντεξε στου ταξιδιού τις δυσκολίες!»
Στο άκουσμα της απρόσμενης είδησης, έσκισε τα χρυσά της πέπλα ξεσπώντας σε θρήνο για την αδερφή της η βασίλισσα και έσυρε ατέλειωτο μοιρολόι. Τα λαμπρά βασιλιά ενδύματα δεν στόλιζαν πια γυναίκα του βασιλιά της Θράκης. Ντυμένη στα μαύρα, βαρύ πένθος είχε στην καρδιά της. Μνήμα χωρίς να έχει σώμα έφτιαξε στη Φιλομήλα και εκεί έκανε όλες τις τελετές που ήταν πρεπούμενο για τη νεκρή.
Πέρασε ένας χρόνος. Η μια αδερφή, η Φιλομήλα, φυλακισμένη στο μαντρί, με βιγλάτορες να της φράζουν το δρόμο κι ατιμασμένη, έχοντας μαγαρίσει της αδερφής το γάμο άθελά της, κι η άλλη, η Πρόκνη, να κλαίει το χαμό, που νόμιζε πως προκάλεσε, καλώντας στο παλάτι της την ομόσπλαχνη αδερφή. Το απελπισμένο μυαλό πολλά γεννοβολά. Έτσι σοφίστηκε τρόπο να μηνύσει η άλαλη κόρη τα βάσανά της στην αδερφή της. Ύφανε πανί στον αργαλειό, ιστορώντας όσα της έκανε ο ανόσιος ρήγας, ο αιμομίχτης γαμπρός. Κάνοντας νοήματα, παρακάλεσε μια δούλα να πάει το υφαντό στη βασίλισσα. Χωρίς να υποψιαστεί τι μεταφέρει, η δούλα εκτέλεσε την επιθυμία της φυλακισμένης κόρης, που πολύ την λυπόταν για όσα της είχαν τύχει.
Φρίκη έπιασε την Πρόκνη όταν ξεδίπλωσε το υφαντό και διάβασε όσα ιστορούσε η αδερφή της. Συνάμα και οργή για τον άτιμο σύντροφό της για την ανόσια πράξη του και όσο πόνο της είχε προξενήσει. Όσο κι αν ήθελε να ξεφωνήσει από απελπισία κι οδύνη, μιλιά δε βγήκε από το στόμα της. Κι ούτε δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Το μόνο που κλωθογύριζε στο μυαλό της ήταν να βρει τον πιο σκληρό να ξεπληρώσει τη βάρβαρη πράξη στον αναίσχυντο άντρα.
Βρήκε ευκαιρία τη βακχική γιορτή για να συναντήσει τη Φιλομήλα. Στη Θράκη κάθε τρία χρόνια έκαναν λαμπρές γιορτές στο θεό Διόνυσο. Κι αυτή τη χρονιά ήταν ορισμένη για τις μυστικιστικές τελετουργίες. Οι Θρακιώτισσες Μαινάδες, μέσα στη βακχική μανία ξεχύνονταν στην ύπαιθρο για του θεού τα όργια. Και η βασίλισσα, αγνώριστη μες στη βακχική στολή, έχοντας στεφάνι κληματαριάς στα μαλλιά, στον ώμο ελαφίσιο δέρμα και θύρσο στο χέρι, βγήκε με τις άλλες γυναίκες στα θρακιώτικα ρουμάνια. Ήξερε που ήταν το μαντρί με τη φυλακισμένη αδερφή. Εκεί οδήγησε τη συνοδεία της. Με την βακχική ιαχή όρμησε στο μαντρί, χωρίς να μπορέσουν οι φρουροί να την εμποδίσουν, έσπασε με περισσή μανία τη ξύλινη θύρα και βρήκε, μετά από τόσα χρόνια, την αγαπημένη της αδερφή, σακατεμένη από του άντρα της τα χέρια. Την έντυσε κι αυτήν με την βακχική στολή και την οδήγησε κρυφά στο παλάτι.
Εκεί η σαστισμένη Φιλομήλα με τη γλώσσα των χεριών και του σώματος, μιας και λαλιά δεν είχε, της περιέγραψε το ανόσιο φέρσιμο του Τηρέα. Μάρτυρες οι θεοί πως αυτή δεν ενέδωσε, αλλά βιαστής ήταν ο γαμπρός της. Και τα δάκρυα ποτάμι. Η Πρόκνη την αγκάλιασε για να την καθησυχάσει κι αυτά τα λόγια της είπε:
«Δεν είναι καιρός για κλάματα. Το δίκιο μας δε θα έρθει με τα δάκρυα, αλλά με φωτιά και τσεκούρι. Τα πιο φριχτά πράγματα θα κάνω για να εκδικηθώ τον ανόσιο άντρα για όσα φριχτά έχει κάμει. Φωτιά θα ανάψω στο παλάτι για να κάψω μαζί κι αυτόν που η κακή μου μοίρα όρισε για ομόκλινο. Με το μαχαίρι μάτια θα του βγάλω και την γλώσσα θα κόψω, ενώ χίλια κομμάτια θα κάνω τα αχαμνά του. Κι αν εσύ βρεις φριχτότερο τρόπο, έτοιμη είμαι να συνδράμω».
Κι αυτά ως έβγαιναν από το αφρισμένο από το θυμό στόμα της, μπήκε ο μικρούλης της γιος, ο Ίτυς, λέγοντας τρυφερά «μανούλα». Μα η μητρική καρδιά δε σκίρτησε, μόνο είπε: «Φτυστός είσαι ο πατέρας σου!» κι αντί για αγάπη, φριχτό ένιωσε μίσος για τον καρπό του θρακιώτη ρήγα. Κι ως το ‘πε σούφρωσε τα φρύδια, γιατί φρικαλέα σκέψη πέρασε από το μυαλό της. Να εκδικηθεί το ανόσιο ταίρι της με ό,τι πολυτιμότερο είχε! Ο γιος ήρθε κι έπεσε στην αγκαλιά της μάνας και το πρόσωπο της χάιδευε. Γλυκά την είπε «μανούλα». Κι εκείνη δάκρυσε, και μέσα της φούντωσε η μητρική στοργή. Και τότε ξάφνου της ήρθε η σκέψη: «Ο γιος μου μπορεί να με πει “μάνα”, η αδερφή μου, όμως, μπορεί να με πει “αδερφή”;». Αμέσως φτερούγισε η σκέψη πως δε θα ξανακούσει από την άγλωσση Φιλομήλα τη λέξη “αδερφή”. Αίτιος γι’ αυτό ήταν ο ανόσιος βάρβαρος άντρας της που για να κρύψει τα αίσχη του έκοψε την γλώσσα από τη Φιλομήλα. Απόστρεψε από το γιο την κεφαλή της και συσπάστηκε το πρόσωπό της από μανία. Στο πρόσωπου του γιου της θα εκδικούνταν το μεγάλο κρίμα του Τηρέα.
Ευθύς η μητρική αγάπη μεταστράφηκε σε εκδικητική μανία. Σαν την τίγρη που σύρει λεία της μικρό ελάφι στη λόχμη, έσυρε η μανιασμένη γυναίκα τον μικρό Ίτυ σε απόμερη κάμαρα μέσα στο τρανό παλάτι. «Μάνα, μανούλα, τι θες να κάνεις;» ρωτούσε ο μικρός βλέποντα το θάνατο στα μάτια της. Κι εκείνη αμίλητη, σκληρή σαν γρανίτης, τράβηξε το ξίφος και το ‘χωσε στα πλευρά του μικρού. Δε χρειάστηκε δεύτερο χτύπημα ο μικρός. Νεκρός έπεσε μπροστά της. Φώναξε τη Φιλομήλα για βοήθεια, κι αφού τον τεμάχισαν, σε χάλκινη χύτρα τον έβρασαν για το δείπνο του ανόσιου ρήγα.
Τραβήχτηκε ο ήλιος κι άπλωσε η νύχτα τα σκοτεινά της πέπλα. Άναψαν οι πυρσοί στο θρακιώτικο παλάτι. Κάλεσε στη μεγάλη αίθουσα τον άντρα της η Πρόκνη για δείπνο γιορτινό. Κι ως το είχαν στην πατρίδα της συνήθειο, έδιωξε όλα τα δουλικά, να μείνει μόνο το ζευγάρι. Η ίδια σερβίρισε το πλούσιο φαγητό, με τα μαγειρεμένα μέλη του αγοριού τους και στη σούβλα περασμένα τα σπλάχνα του. Αφού απόφαγαν και γέμισε το στομάχι, ο άντρας ζήτησε να δει το γιο του. «Ο γιος σου βρίσκεται μέσα σου», του είπε η φόνισσα μάνα. Μα δεν κατάλαβε ο ρήγας τι εννοούσε η γυναίκα του. Και πάλι ζήτησε το γιο. Και τότε ξέφρενη, με τα μαλλιά της πήχτρα στο αίμα του μικρού, μπαίνει στην τραπεζαρία η άγλωσση Φιλομήλα κρατώντας το κεφάλι του μικρού και κατάμουτρα το ρίχνει στον αισχρό γονιό του.
Φρίκη συνεπήρε τον Τηρέα. Με θρακική αγριότητα αναποδογυρίζει τα τραπέζι με τα αποφάγια και σύροντας από το θηκάρι το ακονισμένο σπαθί όρμησε με περισσή οργή στις φόνισσες του γιου του. Εκείνες έτρεξαν να σωθούν. Τις πήρε στο κυνήγι, μα δεν μπόρεσε να τις φτάσει γιατί οι θεοί τους έδωσαν φτέρωμα κι έγιναν πουλιά. Έτσι, μεταμορφωμένη η Πρόκνη σε αηδόνι θρηνεί με τον κελάηδισμα της για τον χαμένο της Ίτυ. Η Φιλομήλα μεταμορφωμένη σε χελιδόνι μεταναστεύει και πετά χωρίς ποτέ να βρίσκει ησυχία. Δεν κελαηδά αλλά τιτιβίζει διαρκώς με τρόπο ασυνάρτητο και άρρυθμο, αφού ο Τηρέας δεν της άφησε γλώσσα. Πάνω στο σώμα του αηδονιού και σε κάποια είδη χελιδονιών, υπάρχει μια κόκκινη βούλα, που θυμίζουν την παιδοκτονία. Αλλά κι ο ανόσιος ρήγας έγινε πτηνό. Μεταμορφωμένος και ο Τηρέας απευθύνει συνεχώς με το κρώξιμο του τσαλαπετεινού το αγωνιώδες ερώτημα «πού, πού» για το πού είναι το παιδί του, έχοντας λοφίο που θυμίζει το βασιλικό αξίωμα και το μεγάλο ράμφος να θυμίζει το σπαθί του.
Μια παραλλαγή του μύθου μας λέει ότι τις καταδίωξε μέχρι τη Δαυλίδα της Φωκίδας και ενώ ετοιμαζόταν να πέσει επάνω τους, οι δυο αδελφές παρακάλεσαν τους θεούς να τις σώσουν. Κι εκείνοι, που τις λυπήθηκαν και γνώριζαν το δίκαιο της εκδίκησης, μεταμόρφωσαν και τους τρεις στα γνωστά μας πτηνά.
Ο λατίνος ποιητής Οβίδιος, που έχει καταπιαστεί με τους μύθους μας, στο βιβλίο του “Μεταμορφώσεις”, μας δίνει ποιητικά τον μύθο. Παραθέτουμε το εκτενές απόσπασμα, που αναφέρεται σ’ αυτό το μύθο:
[[ Της Θράκης ο Τηρέας βασιλιάς. Ήρθε για να συνδράμει την Αθήνα
που ήτανε ζωσμένη απ’ τον εχθρό∙ κι η νίκη του τον έκανε σπουδαίο.
Διαφέντευε αρίφνητο λαό, τα πλούτη του αμέτρητα, η γενιά του
από τον Άρη κράταγε. Μ’ αυτόν επάντρεψε την Πρόκνη του ο Πανδίων,
που ήταν στην Αθήνα βασιλιάς. Παράνυφηδε στάθηκε η Ήρα,
δεν ήταν ο Υμέναιος εκεί, κι οι Χάριτες δεν φάνηκαν στο γάμο.
Πυρσοί εκεί δεν άναψαν χαράς, ήταν φωτιές φερμένες από ξόδι
που οι Ερινύες κράταγαν, αυτές της νύφης είχαν στρώσει το κρεβάτι
και μαύρη κουκουβάγια του χαμού εκούρνιασε στη νυφική παστάδα.
Μέσα σ’ αυτήν την κακοσημαδιά εσμίξαν ο Τηρέας με την Πρόκνη,
κι έτσι οι δυο τους γίνηκαν γονιοί. Τον χάρηκε το γάμο τους η Θράκη
κι οι νιόπαντροι εκάναν προσφορές να δείξουν στους θεούς ευγνωμοσύνη.
Τις μέρες που ο μέγας βασιλιάς επήρε του Πανδίονα την κόρη
κι ο γιος του, ο Ίτυς, ήρθε στη ζωή, τις είπανε γιορτές- που να το ξέρουν
πως όλα θα γυρνούσαν στο κακό; Στο μεταξύ γυρίζοντας ο Ήλιος
πέντε φορές φθινόπωρο είχε ‘ρθει και άλλοι τόσοι κύλησαν οι χρόνοι,
κι η Πρόκνη με τη γλύκα στη μιλιά καλόπιανε στον άντρα της: «Μια χάρη,
κι αν θέλεις μου την κάνεις, σου ζητώ: στείλε με για να δω την αδερφή μου,
κι αν πάλι θες, ας έρθει αυτή εδώ. Το λόγο σου να δώσεις στον γονιό μου
πως δε θ’ αργήσει να την ξαναδεί. Θα ‘ταν τρανό το δώρο σου για μένα
την αδερφή μου αν έβλεπα ξανά.» Είπε∙ αυτός παράγγειλε καράβι
ν’ αρματωθεί, κι ανοίγοντας πανιά δε βράδυνε να κάνει το ταξίδι∙
της Αττικής εφάνηκε ο γιαλός κι έπιασε στο λιμάνι του Περαία.
Σα βρέθηκε μπροστά στον πεθερό σφίξαν τα χέρια κι ύστερα οι δυο τους
Ανοίξανε κουβέντα, ευτυχείς που αντάμωσαν με γεροσύνη.
Ποιος ήταν ο σκοπός του ερχομού, τη χάρη που του ζήτησε η Πρόκνη
για λίγο να βρεθούν οι αδερφές- είχε αρχίσει τέτοια να του λέει
κι όπως μιλούσαν μπήκε ξαφνικά ντυμένη στολισμένη η Φιλομήλα,
ολάκερη να λάμπει από ομορφιά, σαν τις νεράιδες ήταν η θωριά της,
Ναϊάδες και Δρυάδες που πατούν με την περίσσια χάρη στα ρουμάνια-
κι η Φιλομήλα ακόμα πιο καλή με τα στολίδια που είχε και τα λούσα.
Απόμεινε να την κοιτάει αυτός∙ στα σωθικά του άναψε μια φλόγα
κι απλώθηκε γοργά σα πυρκαγιά που απλώνεται στα στεγνωμένα στάχυα,
σα τη φωτιά που καίει τις φυλλωσιές και τ’ άχυρο σε στοίβες μαζωμένο.
Τον πύρωνε η τόση ομορφιά, μα ήταν λάγνος κι από φυσικού του
σαν που ήταν απ’ τη Θράκη- μανιακοί κι ακόλαστοι στον έρωτα οι Θρακιώτες.
Διπλή τον τυραννάει η μουρνταριά, δικιά του η μια, της φάρας του η άλλη,
κι η πρώτη του λαχτάρα ήταν αυτή: την παραμάνα και τις άλλες βάγιες
κρυφά να τις γιομίσει με λεφτά, να χαλαρώσει η φύλαξη της κόρης,
ή να της δώσει δώρα κι αυτηνής, ό,τι γυρέψει, το βασίλειό του,
ή να την κλέψει και της αρπαγής το λάφυρο με όπλα ν’ ασφαλίσει.
Ο πόθος τον τραντάζει δυνατά, κολάζουν στο μυαλό του χίλιες γνώμες,
χωρίς φραγμό, τα πάντα μελετά, τα πάντα θα τολμήσει κι ό,τι γίνει.
Τώρα δεν κάνει άλλη υπομονή, όλος βιασύνη γύρισε στα λόγια
που η Πρόκνη του παράγγειλε να πει- μιλάει αυτή κι ορέγεται εκείνος.
Του χάριζε το πάθος του πειθώ, κι όσες φορές με τόσα παρακάλια
γινόταν φορτικός, «δεν το ζητώ», τους έλεγε, «εγώ αλλά εκείνη»,
κι άφηνε κι ένα δάκρυ- σαν κι αυτό να ‘ταν παραγγελιά της γυναικός του.
Ουράνιες δυνάμεις, αγαθοί και νυχτωμένοι που ‘ναι οι ανθρώποι!
Μέσα στο νου του σχέδιο φριχτό, κι όμως για τα φριχτά που μελετάει
για στοργικός περνιέται ο Τηρεύς και για το αίσχος χάρη του χρωστάνε.
Της Φιλομήλας όμοια η βουλή· κρεμιόταν στον πατέρα της απάνω
με χίλια καλοπιάσματα, «να δω την αδερφή μου που ‘χω αποθυμήσει…
για το καλό μου πες, πατέρα, ναι», παρακαλούσε- κι όχι για το καλό της.
Έτσι καθώς την έβλεπε ο Τηρεύς την ένιωθε στην αγκαλιά του- κιόλας.
Έδινε στον πατέρα της φιλιά, τον έσφιγγε μέσα στα δυο της χέρια,
κι αγρίευε ο πόθος του αντρός από το φέρσιμό της κεντρισμένος.
«Πατέρα μου», χαϊδεύονταν αυτή, «Να ‘μουν εγώ στη θέση του!» σκεφτόταν
που αν έρχονταν στη θέση του αυτός, θα γίνονταν γονιός και αιμομίχτης.
Δυο αδερφές, δυο παρακαλετά, λυγίσαν τον Πανδίονα. Εκείνη
μες στη χαρά της λέει «ευχαριστώ, θα το χαρεί, πατέρα, και η Πρόκνη!»-
ετοίμαζε δεινά για τις δυο, μα το κακό δεν πέρναγε απ’ το νου της.
Στο μεταξύ ώρα του δειλινού, ο ουρανός πήρε να σκοτεινιάζει
και τ’ άλογα του Φοίβου δυνατά ποδοβολούσαν γέρνοντας στη δύση.
Μες στο παλάτι δείπνο και γιορτή, κούπες χρυσές από κρασί γεμάτες·
Σηκώθηκε κατόπι η συντροφιά και δώσανε στον ύπνο τα κορμιά τους-
όλοι πλην του θρακιώτη βασιλιά. Στην κάμαρά του τώρα πλαγιασμένος
κορώνει και παθαίνεται, στο νου φέρνει τα χέρια της, την όψη, τις κινήσεις,
εκείνα που δεν γίνονταν να δει τα ζωντανεύει εμπρός του όπως τα θέλει·
με το δικό του καίγεται δαυλί, ακοίμητος στη λάγνα του ξαγρύπνια.
Ξημέρωσε· ο γέρος βασιλιάς για κατευόδιο του έσφιξε το χέρι,
τα μάτια του δακρύσανε καθώς έδινε στο γαμπρό του την κοπέλα:
«Αγάπης αίτημα με λύγισε, γαμπρέ. Ένιωσα πως το θέλανε οι δυο τους,
ένιωσα πως το γύρεψες κι εσύ. Στα χέρια σου λοιπόν την παραδίνω,
και τούτο μόνο σε παρακαλώ: στην πίστη της συγγένειας που μας δένει
και στ’ όνομα των άγιων θεών, με πατρική στοργή να τη φυλάξεις.
Αυτή για μένα βάλσαμο γλυκό, παρηγοριά για τα γεράματά μου·
γρήγορο να της δώσεις γυρισμό, έτσι κι αλλιώς θα μου φανεί αιώνας.
Να ΄χεις και συ στο νου το γυρισμό, αν μ’ αγαπάς, γλυκιά μου Φιλομήλα!
Να μη βραδύνεις, είναι αρκετό που ‘χω στην ξενιτειά μια θυγατέρα»
Του χωρισμού τα λόγια ήταν αυτά· της έδινε μαζί φιλιά κι ορμήνειες
κι αντάμα με τα λόγια απαλό έσταζε απ’ τα μάτια του δάκρυ.
Του καθενός το χέρι το δεξί πήρε κατόπι μες στα δυο του χέρια
γυρεύοντας τους λόγο της τιμής- και κάτι ακόμα, μη το λησμονήσουν
να πάνε χαιρετίσματα πολλά στο εγγόνι και στην κόρη του στα ξένα.
Του έλειψε στο τέλος η φωνή, πνίξαν λυγμοί το τελευταίο «χαίρε»
κι όπως ψυχανεμίστηκε κακό φώλιασε στην καρδιά του ένας φόβος.
http://vagiablog.blogspot.gr/
Συνεχιζεται....


 

Δεν υπάρχουν σχόλια: