ΜΕΡΟΣ Γ΄
Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΣΗΡΟΤΡΟΦΙΑΣ ΕΚΤΟΣ ΚΙΝΑΣ
Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., παρόλες τις αυστηρές απαγορεύσεις, η σηροτροφία διαδίδεται από την Κίνα στην Ιαπωνία και στη συνέχεια στις Ινδίες και την Περσία. Ο ακόλουθος μύθος αναφέρει την πρώτη κλοπή του μυστικού της Κινέζικης σηροτροφίας: ένας βασιλιάς του Κhotaη (περιοχή του Θιβέτ) απέκτησε με γάμο μια πριγκίπισσα του Αυτοκρατορικού Κινέζικου οίκου και την προειδοποίησε ότι αυτή θα έπρεπε να απαρνηθεί τα ρούχα που φορούσε συνήθως, γιατί στο δικό του βασίλειο δεν έβρισκαν ούτε μεταξοσκώληκες ούτε μουριές για να τους θρέψουν. Η πριγκίπισσα μη θέλοντας να απαρνηθεί τα πολυτελή στολίδια της, σκέφτηκε το εξής.
Έκρυψε σπόρους μουριάς και αυγά μεταξοσκώληκα μέσα στα πολύ πλούσια μαλλιά της και κατόρθωσε να αποφύγει χάρις τον πριγκιπικό της τίτλο τη στενή επίβλεψη που ασκούνταν στα σύνορα της χώρας. Έτσι αφού προστατεύθηκε για είκοσι αιώνες, το μυστικό του μεταξιού δραπέτευσε από τη γενέτειρα χώρα του. Για μια περίοδο, το 141 – 89 π.Χ. οι κυβερνήσεις εισπράττουν τους Φόρους σε μετάξι, ενώ για πολλούς αιώνες τα Αυτοκρατορικά δώρα προς τους επισήμους είναι παραδοσιακά μεταξωτά υφάσματα. Αργότερα, γύρω στο 280 μ.Χ. το μετάξι παίρνει τη θέση του νομίσματος, καθώς στην Κίνα οι μισθοί πληρώνονται σε είδος, σε σιτάρι και μεταξωτά υφάσματα.
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΗ
Η μεγάλη συνάντηση του Ελληνισμού με την Ανατολή έγινε με τον Μέγα Αλέξανδρο. Χωρίς αυτόν, ο Ελληνικός λόγος και το πνεύμα δεν θα έφθαναν στην καρδία της Ασίας και στα κράσπεδα της Ινδίας, η Ελληνική γλώσσα δεν θα γινόταν όργανο παγκόσμιο της οικουμένης εκείνης και το όλο Ελληνικό στα χέρια του και με την ορμή του δεν θα αγκάλιαζε »έτσι ερωτικά, κατακτητικά σε βάθος, μια τόσο θελκτική, συναρπαστική από πάντοτε Ασία». Ο Μέγας Αλέξανδρος εμφύσησε στην Ασιατική ζωή νέα δύναμη. Από την πολεμική νίκη ανέβλυσε το πνεύμα του Ελληνισμού, η Ελληνιστική εκείνη ιδέα που ο Αλέξανδρος θεωρούσε πηγή δύναμης και παράγοντα διάρκειας της επικρατείας του.
Για την Ελληνική ιστορία άρχιζε μια νέα εποχή όταν ο Μέγας Αλέξανδρος αποβιβαζόταν στην Ασία το 334 π.Χ. Πριν από το θάνατό του, 12 χρόνια αργότερα, η Ανατολή και η Δύση δεν είχαν μόνο συναντηθεί αλλά είχαν κάνει τα πρώτα βήματα τους στη σωστή ανταλλαγή ιδεών και εμπορικών προϊόντων. Οι πρώτες επαφές ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή χρονολογούνται από τον 4ο πΧ. αιώνα, όταν στην Ασία σχηματίζονται ορισμένα κράτη, που οι λαοί τους εκμεταλλευόμενοι τους τοπικούς πόρους αναπτύσσουν εμπορικό ανταγωνισμό. Το κίνητρο του κέρδους κάνει τις ανταλλαγές αγαθών και τις μετακινήσεις από περιοχή σε περιοχή να ευδοκιμούν.
Ο Ηρόδοτος μας περιγράφει τους λαούς της Ασίας που εμπλέκονται σ’ αυτή τη διαδικασία και τις σχέσεις τους με την Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Πριν από τον Μέγα Αλέξανδρο ο Περικλής, το 487 π.Χ.. ξεκίνησε για ένα εντυπωσιακό ταξίδι στη Μαύρη Θάλασσα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κύριος σκοπός του ταξιδιού αυτού, εκτός από την επέκταση του γοήτρου και της δύναμης της Αθήνας στην περιοχή, ήταν η σύναψη στενότερων σχέσεων με την περιοχή αυτή, στην όποια βασιζόταν όλο και περισσότερο η Αθήνα για τον εφοδιασμό της με σιτάρι, ξυλεία, μέταλλα, βαφές, δέρματα, δούλους και άλλα εμπορεύματα. Τα προϊόντα που έφταναν στην Αθήνα δεν προέρχονταν μόνο από τη Μαύρη Θάλασσα αλλά και από άλλες μακρινές περιοχές του εσωτερικού της Ασίας.
Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι από την Ολβία, στη βορινή ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ξεκινούσε ένας μεγάλος δρόμος καραβανιών που έφτανε ως τα Ουράλια και από εκεί στα Ανατολικά, διασχίζοντας την Κεντρική Ασία ως τα σύνορα της Κίνας. Από τις περιοχές αυτές εισάγονταν γουναρικά, φάρμακα, χρυσάφι και μετάξι. Τις επαφές Δύσης – Ανατολής διευκόλυναν οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που έφτασε ως την Ινδία. Παρόλο που η παράδοση φέρει τον Μέγα Αλέξανδρο στο Μεγάλο τείχος της Κίνας. ο Αλέξανδρος είχε ολοκληρωτική άγνοια σχετικά με την Ινδική Χερσόνησο και την Κίνα. Η Ινδική εκστρατεία δεν εξηγείται με στρατιωτικά κίνητρα.
Ο νεαρός βασιλιάς, γράφει ο Χέρμαν Μπένγκτσον, ήθελε να φτάσει στο ανατολικό άκρο της Οικουμένης. Στην όχθη του Μεγάλου Ωκεανού, για τον οποίο πίστευαν τότε ότι αποτελούσε το ανατολικό όριο της Ινδικής. Ήταν η έλξη προς το άπειρο το στοιχείο που καθόριζε την πορεία του Αλέξανδρου τη στιγμή εκείνη, και η άποψη ότι η εκστρατεία είχε μοναδικό σκοπό την επιστημονική εξερεύνηση είναι μονόπλευρη. Διαστρεβλωμένες επίσης αφηγήσεις για την περιοχή Seres (Χώρα των Σήρων, Κίνα και Μογγολία), τη γη του μεταξιού, είχαν αρχίσει να φτάνουν στην Ελλάδα από τον 6ο π.Χ. αιώνα. Η ζωή του Αλέξανδρου έδωσε την έμπνευση για την ενοποίηση της Ινδίας με ηγέτες τον Σανδράκοττο και Ασάκη. και της Κίνας με τη δυναστεία των Han (208 π.Χ. – 220 μ.Χ.).
Το πιο εντυπωσιακό γεγονός για την Ελληνιστική εποχή που ακολούθησε είναι η ενότητα του Μεγάλου Κόσμου, για την οποία είχε ανοιχτεί δυνατότητα με την εκστρατεία του Αλέξανδρου Αν και η Αυτοκρατορία του Αλέξανδρου διαλύθηκε η διακίνηση πληθυσμών και αγαθών συνεχίστηκε. Παρ’ όλους τους πολέμους των διαφορών κρατών, χάρη στη βελτίωση των γεωγραφικών γνώσεων εντάθηκε η εμπορική δραστηριότητα, διευκολύνθηκαν οι μετακινήσεις Βουδιστών και άλλων ιεραποστόλων και το εμπόριο ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση ήταν τώρα ευκολότερο. Νέες χώρες Αίγυπτος, Ινδία, Βακτριανή. Σογδιανή, Αραβία. Κίνα, Κεντρική και Δυτική Αφρική μπήκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην τροχιά των Ελλήνων.
Ο Αλέξανδρος έδωσε νέα ώθηση στην οικονομία και με την πολιτική κυριαρχία σε νέες χώρες και τη διάδοση του Ελληνισμού και της αστικής ζωής παρουσιάστηκαν νέες ευκαιρίες και νέες αγορές. Η πνευματική ακτινοβολία της Αλεξάνδρειας. τόσο στους Ελληνιστικούς αλλά και στους Ρωμαϊκούς χρόνους, επεκτείνονταν στα βάθη της Ανατολή. Οι περίφημοι θησαυροί του Begram-Kapici στο Αφγανιστάν, που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη, αποδεικνύουν τη στενή πνευματική και εμπορική επαφή στην οποία η απομακρυσμένη αυτή περιοχή βρισκόταν με την Αλεξάνδρεια. Η επιθυμία του πλουτισμού ήταν μια από τις αιτίες εξερευνήσεων κατά την Ελληνιστική εποχή.
Πολλά έγιναν γνωστά για την Ινδία από τον Μεγασθένη. που ως απεσταλμένος του Σέλευκου στον Σανδράκοττο έζησε στην Πάτνα του Γάγγη. Οι Σελευκίδες έκαναν αποικίες κατά μήκος του Περσικού κόλπου, ενώ οι Πτολεμαίοι ανέπτυξαν το εμπόριο στην Ερυθρά Θάλασσα και στην περιοχή Taima της Αραβίας, με αποτέλεσμα να εξασφαλιστεί η σύνδεση της Αιγύπτου με το αραβικό εμπόριο των καραβανιών. Στην ύστερη Ελληνιστική περίοδο ή στην πρώιμη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Ίππαλος ανακάλυψε για τους Έλληνες τους Μουσώνες, που έδωσαν τη δυνατότητα να γίνεται γρήγορα το κατευθείαν ταξίδι στην Ινδία.
Εάν σε περιοχές όπως το Αφγανιστάν. τόσο απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες. έφταναν τα προϊόντα της Αλεξανδρινής τέχνης με τα πρωτόγονα συγκοινωνιακά μέσα της εποχής, αντιλαμβάνεται κάνεις ότι κατά μείζονα λόγο έφταναν αυτά στις παράλιες περιοχές της Ερυθράς Θάλασσας, του Περσικού Κόλπου και του Ινδικού Ωκεανού. Στην περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το θαλάσσιο εμπόριο στη Μεσόγειο, την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό δεν ασκούσαν οι Ρωμαίοι αλλά οι υποταγμένοι στη Ρώμη ναυτικοί λαοί, Κέλτες, Σύροι και Έλληνες.
Οι Έλληνες κατόρθωσαν να καταστήσουν προσιτό και το θαλάσσιο εμπόριο προς τον Ινδικό, αφού ένα και πλέον αιώνα μετά τον πλου του Νεάρχου ο Εύδοξος ο Κυζικηνός έκανε δυο επιτυχημένα ταξίδια στις Ινδίες και ο Ίππαλος μελέτησε τους μουσώνες του Ινδικού Ωκεανού. Οι Σελευκίδες είχαν στρέψει την προσοχή τους στην Ινδία και τη μακρινή Ανατολή και οι Πτολεμαίοι προς την Ινδία, την Αραβία και την Ανατολική Αφρική. Καράβια ελληνικά έπλεαν στην Ευδαίμονα Αραβία (Υεμένη) και το Δεκκάν και στη χώρα της Κανέλας στην Ανατολική Αφρική. Οι άνθρωποι ταξίδευαν από την Αδριατική και τα Βαλκάνια στην Αιθιοπία και από την Αραβία και την Ινδία στον Ιαξάρτη. Τρεις κύριοι δρόμοι ένωναν την Ανατολή με τη Μεσόγειο κατά την εποχή αυτή:
Τα εμπορεύματα έφευγαν από τις Ινδίες με Ινδικά φορτηγά πλοία, μεταφέρονταν όμως στον τελικό τους προορισμό (Αίγυπτο και Βαβυλώνα) από τους Γερραίους και τους ανθρώπους που ζούσαν στη νότια Αραβία και στον πορθμό του Ορμούζ.
ΤΑ ΜΕΤΑΞΩΤΑ ΥΦΑΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Από τον 9ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες, άποικοι της Μ. Ασίας γνώριζαν την ύπαρξη του μεταξιού και των μεταξωτών υφασμάτων, αλλά θεωρούσαν ότι είναι φυτική ίνα. Την εποχή των Περσικών Πολέμων , οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν το μετάξι και τα μεταξωτά, τα οποία αποκαλούσαν «οθόνιον ή οθόνια εσθής», «θέρματα σηρικά» (Στράβων). «Σηρικοδιαστάς ή σηρικοποιούς» έλεγαν τουs μεταξουργούς και «σηρικοφόρους» αυτούς που φορούσαν μεταξωτά ρούχα. Από τη λέξη «ο σήρ, του σηρός», όπως αποκαλούσαν το μετάξι παράγεται και η λέξη «σηροτροφία». Με την ανατολική εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (336 – 323 π.Χ.) το μετάξι και τα μεταξωτά υφάσματα γίνονται περισσότερο γνωστά στη δύση.
Ο Αριστοτέλης, επισημαίνει ότι το μετάξι είναι ζωικό προϊόν και όχι φυτικόν , όπως νόμιζαν τότε. Στην «Ιστορία περί τα ζώα» γράφει σχετικά: «Εκ δε σκώληκος μεγάλου, ος έχει οίον κέρατα και διαφέρει των άλλων, γίνεται πρώτον μεν μεταβαλόντος του σκώληκος κάμπη έπειτα βομβύλιος, εκ δε τούτου νεκύδυλος. Εν εξ δε μησί μεταβάλλει ταύτας τας μορφάς πάσας. Εκ δε τούτου του ζώου και τα βομβύκια αναλύουσι των γυκαικών τινες αναπηνιζόμεναι, κάπειτα υφαίνουσι, πρώτη δε λέγεται υφήναι εν Κω Παμφίλη Πλάτεω θυγάτηρ». Ο Μέγας Αλέξανδρος μάλιστα έστειλε φούσκες στο δάσκαλό του Αριστοτέλη θέλοντας να μάθει το μυστικό της παραγωγής του μεταξιού, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ ΣΤΗΝ ΞΗΡΑ
Η συνάντηση των λαών της Ανατολής με τους λαούς της Δύσης, η ανταλλαγή ιδεών και τεχνολογίας. η αλληλεπίδραση γλωσσών και λογοτεχνιών έγινε για πρώτη φορά εφικτή χάρη στην Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών τον 6ο με 4ο π.Χ. αιώνα. Στην Περσέπολη συνέρρεαν πληθυσμοί από τα πέρατα της χώρας και πόλεις στις περιφερειακές επαρχίες όπως τα Βάκτρα, η Σαμαρκάνδη και η Ταξίλα, που έμελλε να γίνουν αργότερα σημαντικοί σταθμοί των δρόμων του μεταξιού συνδέθηκαν με χερσαίους δρόμους και εξελιχθήκαν σε σημεία συνάντησης της Δύσης με την Ανατολή. Οι δρόμοι του μεταξιού χρονολογούνται από τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής. Μέσα απ’ αυτούς διακινούνταν το μετάξι και τα άλλα προϊόντα της Κίνας και της Ινδίας στην Ανατολή προς το δυτικό κόσμο.
Ο Γερμανός γεωγράφος Ferdinand von Richthofen χρησιμοποίησε την έκφραση «Δρόμοι του μεταξιού» τον 19ο αιώνα, γιατί το πολυτιμότερο από τα προϊόντα που μεταφέρονταν ύστερα από επικίνδυνο ταξίδι της ξηράς ή της Θάλασσας από την Κίνα στη Δύση ήταν το μετάξι, που τα μυστικά του κράτησε η Κίνα επί χιλιετίες ολόκληρες. Το Ασιατικό εμπόριο βασιζόταν σε μια ευπαθή ισορροπία έλεγχου που συγκροτήθηκε από τη Ρώμη, την Παρθία και την Κίνα. Μετά το θάνατο του Μένανδρου το 150 πΧ. η Αυτοκρατορία της Βακτριανής κομματιάζεται από τους Πάρθους του Μιθριδάτη.
Όταν οι βασιλείς της Παρθίας έχασαν την κυριαρχία τους στις βόρειες στέπες και αργότερα κάποιες από τις επαρχίες των κεντρικών οροπεδίων του Ιράν κήρυξαν την ανεξαρτησία τους, υπήρξε παρακμή της κεντρικής κυβέρνησης. Το εμπορία επέμενε, αλλά καθώς η ασφάλεια των μεταφορών μειώθηκε, η πληρωμή για το πέρασμα των αγαθών από τα σύνορα της Παρθίας και η τιμή των εισαγωγών στις αγορές της Ρώμης και της Κίνας ανέβηκε στα ύψη. Στην κεντρική Ασία μέρος του κενού της δύναμης καλύφτηκε από τους Kushans, μια μισονομαδική φυλή που καταγόταν από τους Yeu-Shi, μια νομαδική ορδή της βορειοδυτικής Κίνας.
Το 138 πΧ. ο Κινέζος στρατηγός και διπλωμάτης Zhang-Qian διατάχθηκε από τον Αυτοκράτορα Wu-di της δυναστείας των Han να πάει για πρώτη φορά στη Δύση ως πρεσβευτής του Αυτοκράτορα. Μετά την πείρα που απέκτησε από τις περιπέτειες του ταξιδίου ως τη Σογδιανή και άλλες χώρες, ο Zhang-Qian επέστρεψε στην Κίνα το 126 π.Χ. και από αναφορά που έκανε στον Αυτοκράτορα πληροφορούμαστε ότι τη Βακτριανή κατέκτησε μια νομαδική ορδή από τη βορειοδυτική κίνα, οι Yeu-Shi. Ο Zhang-Qian άνοιξε για την Κίνα καινούργιο κόσμο στη Δύση και έκανε έτσι κατορθωτή την κανονική εμπορική επικοινωνία ανάμεσα στην Κίνα και στο Ιράν, ακολουθώντας τον κατοπινά ξακουστό δρόμο του μεταξιού.
Οι εμπορικές αποστολές των Han που επακολούθησαν μετέφεραν μετάξι, κοσμήματα και άλλους θησαυρούς, πέρασαν τη ζώνη του Κίτρινου Ποταμού, πέρασαν πάνω από το Παμίρ, ήρθαν στην Κεντρική Ασία και στη συνέχεια μετέφεραν τα εμπορεύματα στην Ευρώπη. Το 106 π.Χ. το πρώτο καραβάνι έφτασε στην Παρθία από την Κίνα, περνώντας από τα Βάκτρα. Αυτός είναι ο περίφημος δρόμος του μεταξιού. Οι Αυτοκράτορες της δυναστείας Han (208 π.Χ. – 220 μ.Χ.) δημιούργησαν για πρώτη φορά επαφές με την Κεντρική Ασία και διατήρησαν στενές σχέσεις με την Κουσανική Αυτοκρατορία (Κασπία Θάλασσα στα βόρεια, Ινδός και Γάγγης ποταμός νότια), που διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Κινέζικο μπρούντζινο αγγείο της περιόδου των Μαχόμενων Βασιλειών (475 – 221 πΧ.) ανακαλύφθηκε στον κήπο Ρωμαϊκού σπιτιού στην Ιταλία και πρέπει να έφτασε εκεί τον 1ο ή 2ο μ.Χ. αιώνα. Άλλο Κινέζικο μπρούντζινο αγγείο της ίδιας περιόδου βρέθηκε στο Καντέρμπουρι, στη Βρετανία μεταφέρθηκε εκεί μάλλον από Ρωμαίο αξιωματικό που υπηρέτησε εκεί τον 1ο ή 2ο επίσης μ.Χ. αιώνα.
Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ
Οι δρόμοι του μεταξιού επίσημα χρονολογούνται από την εποχή των Αυτοκρατόρων της δυναστείας Χαν (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), οι οποίοι δημιούργησαν τις πρώτες επαφές με την Κεντρική Ασία. Αργότερα ξεκινάνε τα καραβάνια από τη Δυτική και Κεντρική Ασία προς την Κίνα για να αγοράσουν μεταξωτά υφάσματα. Την ίδια εποχή οι Εβραίοι γυρολόγοι έμποροι της περιοχής πηγαίνουν να εγκατασταθούν στην Κίνα και να εμπορευτούν το μετάξι. Τους ακολουθούν οι Άραβες, οι οποίοι γίνονται διαμεσολαβητές του εμπορίου της Κίνας με τη Δύση.
Μετά τους Αλεξανδρινούς χρόνους, με την εξάπλωση των Ρωμαίων στην Ευρώπη, Αφρική και Ασία και την κυριαρχία τους στην επικοινωνία και το εμπόριο μεταξιού με την Άπω Ανατολή, η χρήση των μεταξωτών επιβάλλεται στους πλούσιους Ρωμαίους, που ζούσαν στην πολυτέλεια και τη χλιδή. Στα Ρωμαϊκά χρόνια συνεχίστηκαν οι εισαγωγές κατεργασμένης και ακατέργαστης σινικής κλωστής και έτοιμων υφασμάτων. Οι πηγές μαρτυρούν ότι κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια το μετάξι είχε τεράστια αξία, ίση με αυτή των πολύτιμων λίθων και του χρυσού. Ο Αυτοκράτορας φορούσε αποκλειστικά την πορφυρή μέταξα, ενώ τα μεταξωτά ενδύματα φορούσαν οι αξιωματούχοι του κράτους και μερικοί ευκατάστατοι ιδιώτες.
Η πολυτέλεια των μεταξωτών αργότερα παρατηρείται και στην Χριστιανική εκκλησία, καθώς επιδιώκει την μεγαλοπρέπεια στις γιορτινές τελετές. Γεγονός που αναγκάζονται να καυτηριάσουν από τον άμβωνα οι Χρυσόστομος και Μέγας Βασίλειος κατά τον 4ο αιώνα. Κατά την Βυζαντινή εποχή, τα καραβάνια με τα πολύτιμα και πανάκριβα μεταξωτά ξεκινώντας από τη μακρινή Κίνα διέσχιζαν χιλιάδες χιλιόμετρα και περνώντας τη Μικρά Ασία έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη, την Βυζαντινή πρωτεύουσα, για να ταξιδέψουν από εκεί στις μητροπόλεις της Δύσης και να ντύσουν με το εκλεκτό τους φορτίο πριγκίπισσες και βασιλιάδες.
ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ – ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Το 330 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας της Ρώμης, εγκαινίασε την Κωνσταντινούπολη, τη Νέα Ρώμη, ως πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χρισμένη στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, η Κωνσταντινούπολη ήταν το πέρασμα από την Ευρώπη στην Ασία. Ιδανικά τοποθετημένη για το εμπόριο και την άμυνα, έγινε μέσα σε δυο αιώνες η πιο περίβλεπτη πόλη στην Ευρώπη και στην επόμενη χιλιετία συναγωνίστηκε τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου. Η προνομιούχος θέση της πρωτεύουσας και ο αμύθητος πλούτος που δεν βράδυνε να συσσωρευτεί μέσα στα τείχη της προκαλούσαν τα ζηλόφθονα βλέμματα των λαών κατώτερου πολιτισμού που περιέβαλλαν το Βυζάντιο και επέρχονταν εναντίον του από όλες τις διευθύνσεις.
Ο πλούτος που συσσωρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, αποτελούσε το κυριότερο βάθρο της οικονομικής ζωής του Κράτους. Ο κύριος παράγοντας υπήρξε το εμπόριο, ιδιαίτερα δε το θαλάσσιο. Οι συγκοινωνίες της ξηράς με τα τότε σε χρήση συγκοινωνιακά μέσα, με το ελλιπές οδικό δίκτυο και τους κινδύνους που διαρκώς παραμόνευαν, ήταν βραδείες, πολυδάπανες και ανασφαλείς. Αντίθετα, οι θαλάσσιες συγκοινωνίες, έστω με τα μικρής σχετικά χωρητικότητας και με περιορισμένες ναυτικές αρετές πλοία της εποχής εκείνης, παρουσίαζαν ασύγκριτα μεγαλύτερη από τις χερσαίες οικονομία, ταχύτητα και ασφάλεια, χωρίς να παραβλέπονται οι κίνδυνοι από τα στοιχεία της φάσης, τους αντιπάλους και τους πειρατές.
Όταν όμως ένα κράτος, για τη ζωή του οποίου οι θαλάσσιες συγκοινωνίες αποτελούσαν ζωτικό παράγοντα. πετύχαινε να συγκροτήσει Πολεμικό Ναυτικό αρκετό ισχυρό ώστε να προστατεύει τα εμπορικά πλοία που εξυπηρετούσαν τις συγκοινωνίες αυτές από τους παραπάνω κινδύνους, τότε το κράτος αυτό αποκτούσε όχι μόνο πλούτο αλλά και δύναμη και πολιτική επιρροή στους γείτονές του. Η οργάνωση και διακίνηση του εμπορίου με την Κίνα διεξάγονταν από τους μεγαλέμπορους της Αλεξάνδρειας και των λιμανιών της Συρίας.
Τα καραβάνια με τα πλοία της ερήμου, τις καμήλες, εναλλασσόμενα σε διάφορους σταθμούς κατά μήκος της ατέρμονης πορείας τους, μετέφεραν τα προϊόντα από την Κίνα διάμεσου της Μογγολίας και του σημερινού Αφγανιστάν στη Βακτρία, και διάμεσου της Περσίας, της Παλμύρας, της Πέτρας και της Δαμασκού κατέληγαν στα λιμάνια της Συρίας. Άλλος κλάδος από τη Βακτρία, διασχίζοντας προς νότο έρημες και δυσπρόσιτες λόγω των ορεινών όγκων των Ιμαλαΐων εκτάσεις της κεντρικής Ασίας, έφτανε στην πόλη Ταξίλα των Ινδιών, όπου ο δρόμος μοιράζονταν σε δυο, ένας προς τα λιμάνια της Ανατολικής ακτής των Ινδιών και από αυτό δια θαλάσσης στην Κεϋλάνη, και άλλος σε λιμάνια της δυτικής ακτής των Ινδιών.
Από τα λιμάνια αυτά καθώς και από την Κεϋλάνη τα εμπορεύματα φορτώνονταν σε πλοία και με τον περίπλου της Αραβικής Χερσονήσου, την Ερυθρά Θάλασσα, το Σουέζ και τις διώρυγες στο Πορτ-Σάιδ έφταναν στην Αλεξάνδρεια. που εξακολουθούσε να είναι ακόμη το σπουδαιότερο λιμάνι της Μεσογείου και μια από τις πολυανθρωπότερες πόλεις με πληθυσμό πάνω από μισό εκατομμύριο κατοίκους. Η άνοδος του Ισλάμ στην Αραβία τον 7ο μ.Χ. αιώνα προκάλεσε μεγάλες αλλαγές και έδωσε νέα πνοή στις επιστήμες και τη φιλοσοφία. Με την ανάπτυξη των επιστημών οι Άραβες έγιναν τώρα διαμεσολαβητές του εμπορίου της Κίνας με τη Βενετία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Διέδωσαν τη νέα Κινεζική τεχνολογία. Έτσι επιβίωσε το πνεύμα των δρόμων του μεταξιού από την Κίνα ως την Κωνσταντινούπολη και τη Βενετία, ο διάλογος λαών Δύσης και Ανατολής ακολούθησε το ρυθμό της αμοιβαίας επαφής και συνεργασίας και ενθάρρυνε την ειρηνική ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού.
ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ ΣΤΟ BΥΖΑNΤΙΟ
Σύμφωνα με την παράδοση η διάδοση της μεταξοκαλλιέργειας από την Ανατολή στη Δύση έγινε από μοναχούς του Βυζαντίου. Ο Προκόπιος αναφέρει ότι δύο Βυζαντινοί μοναχοί με εντολή του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού για τη μετάδοση της Χριστιανικής θρησκείας περιηγήθηκαν στην Περσία και την Κίνα και κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών τους μελετούσαν κάθε τι που είχε σχέση με τον μεταξοσκώληκα και την επεξεργασία του. Έτσι στο τέλος της περιοδείας του το 554 μ.Χ. μετέφεραν κρυφά μέσα στις κούφιες μαγκούρες τους αυγά μεταξοσκώληκα.
Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση μ’ αυτόν τον τρόπο περιήλθε η σηροτροφία στο Βυζάντιο, καθιστώντας έτσι πιο ασφαλή την εύρεση πρώτης ύλης, αν και τόσο το ακατέργαστο μετάξι όσο και το έτοιμο ύφασμα εξακολούθησαν να εισάγονται. Τα Βυζαντινά υφάσματα υψηλής ποιότητας ήταν από μετάξι, το οποίο στους πρώιμους χρόνους εισαγόταν σε ακατέργαστη μορφή από την Άπω Ανατολή σε Βυζαντινά εργαστήρια που ελέγχονταν από το κράτος. Η παραγωγή υφασμάτων τεκμηριώνεται σε πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Τύρος και η Σιδώνα. Τα Βυζαντινά μεταξωτά ήταν διακοσμημένα με υφαντά γεωμετρικά σχέδια, ζώα, πουλιά και φυτικά μοτίβα.
Καθώς ήταν πολύτιμα και εύκολα στη μεταφορά, αποτελούσαν ένα ιδανικό διπλωματικό δώρο για αποστολή με τις πρεσβείες στη Δύση, όπου μερικά χρησιμοποιήθηκαν για να τυλιχθούν τα λείψανα Αγίων, κληρικών και βασιλέων. Η εικόνα παραγωγής υφασμάτων στο Βυζάντιο συμπληρώνεται επιπλέον από τα λινά και μάλλινα υφάσματα της κοπτικής Αιγύπτου. Μεγάλοι χρωματιστοί τάπητες κοσμούνταν με θέματα τόσο από την κοσμική όσο και από τη θρησκευτική -ειδωλολατρική ή Χριστιανική- εικονογραφία. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Βασίλιεφ στο βιβλίο του «Η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», στην Κωνσταντινούπολη συναντάμε μια ανεπτυγμένη υφαντουργία μεταξωτών, ιδιαίτερα μετά την καλλιέργεια του ντόπιου μεταξιού.
Η τέχνη της υφαντικής στο Βυζάντιο θα δώσει τα καλύτερά της δείγματα, όταν την εποχή του Ιουστινιανού θα ξεκινήσει η καλλιέργεια και η παραγωγή του μεταξιού αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και μετά θα επεκταθεί στην ευρύτερη επαρχία της Βιθυνίας, στα ανατολικά παράλια της θάλασσας του Μαρμαρά, στην Κίο, στα Μουδανιά και τη γύρω περιοχή. Στα «Ανέκδοτα ΧΧV» του Προκοπίου διαβάζουμε ότι την εποχή του Ιουστινιανού, το Βυζάντιο κρατάει το μονοπώλιο των μεταξωτών υφασμάτων και παίζει σημαντικό ρόλο σαν εμπορικό κέντρο, εξάγοντας μεταξωτά υφάσματα στη Δύση από την ξηρά και ιδιαίτερα από τη θάλασσα, χάρη στην αναπτυγμένη ναυτιλία του.
Στο Βυζάντιο η παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων ήταν οργανωμένη σε συντεχνίες κατά κλάδο. Υπήρχαν η συντεχνία των παραγωγών μεταξιού, η συντεχνία των βαφέων, η συντεχνία των υφαντουργών, η συντεχνία των εμπόρων μεταξιού κ.ά. Κυριότερη προϋπόθεση για την αποδοχή νέου μέλους στη συντεχνία, ήταν η υψηλή επαγγελματική του κατάρτιση, πράγμα που διασφάλιζε την ποιότητα των προϊόντων.
Μεταξωτά Βυζαντινά Κειμήλια
Ανάμεσα στα διάφορα δείγματα Βυζαντινών υφασμάτων που διασώθηκαν και εκτίθενται σε Μουσεία αρκετά φέρουν τη σφραγίδα των Αυτοκρατορικών υφαντουργείων της Κων/πολης. Δείγματα Βυζαντινού μεταξωτού που βρέθηκαν στον τάφο του Καρλομάγνου, εκτίθενται στο Μουσείο Cluηy στο Παρίσι και στο Αacheη και ανήκουν στον 7ο αιώνα. Απεικονίζουν άμαξα συρόμενη από τέσσερα άλογα, μοτίβο γνωστότατο από τους Βυζαντινούς αγώνες στον Ιππόδρομο. Ένα άλλο μεταξωτό ύφασμα του 7ου αιώνα εκτίθεται στο Μουσείο Victoria & Αlbert, στο Λονδίνο και απεικονίζει τον Αυτοκράτορα πάνω σ’ ένα αμάξι χωρίς άλογα. Αίσθηση προκαλεί το Βυζαντινό μεταξωτό ύφασμα που φυλάσσεται στον καθεδρικό ναό της Βαμβέργης στη Γερμανία.
Είναι μια στόφα 2×2 μ. περίπου. Στο κάμπο ένας έφιππος Αυτοκράτορας σε θριαμβική πορεία, πιθανόν ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, δέχεται από δύο κοπέλες μια περικεφαλαία με λοφίο κι ένα στέμμα. Το ύφασμα θεωρείται βασιλικό δώρο του Κωνσταντίνου Ι’ (1059- 1067 μ.Χ.) στο Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο (1056 – 1106 μ.Χ.), χρησιμοποιήθηκε όμως ως σάβανο του επισκόπου Guηther της Βαμβέργης το 1065. Επίσης καταπληκτικό δείγμα υψηλής υφαντικής τέχνης είναι και το μεταξωτό ύφασμα που σώζεται στα αρχεία του ναού St. Εusebius στο St. Germaiη at Αuχerte της Γαλλίαs. Έχει μωβ φόντο και είναι διακοσμημένο με υπέροχα μοτίβα επιβλητικών αετών. Κάθε σχήμα έχει ύψος 45 περίπου εκατοστά.
Το σχέδιο αυτό, ευρύτατα γνωστό, επαναλήφθηκε αργότερα σε αρκετές παραλλαγές στα επαρχιακά εργαστήρια. Η παραγωγή των μεταξωτών υφασμάτων με μοτίβα από παραστάσεις συνεχίζεται με κάποια κάμψη τον 14ο και 15ο αιώνα, ενώ από τον 14ο αιώνα εντείνεται η παραγωγή των κεντητών μεταξωτών. Την εποχή των Βυζαντινών στην Κωνσταντινούπολη, τα πολύτιμα μεταξωτά μπροκάρ με τις χρυσοκλωστές και ασημοκλωστές στεγάζονταν στον «Οίκο των Λαμπτήρων». Αργότερα, στον ίδιο χώρο, επί Οθωμανών, συνέχισε να λειτουργεί η κλειστή αγορά, το Μπεζεστένι, όπου πουλιόνταν τα μεταξωτά υφάσματα της Προύσας και άλλων πόλεων.
Στο Βυζαντινό κρατικό μονοπώλιο ανήκαν είδη πολυτελείας: χρυσά κοσμήματα , μεταξωτά υφάσματα ή ενδύματα, πορφυρά ενδύματα (ενδύματα αριστοκρατικά, βαμμένα με έντονο κόκκινο χρώμα πορφύρας: βαφή που εξάγεται από κοχύλια αλιευόμενα στα βαθιά νερά του Αιγαίου πελάγους). Σιγά σιγά όμως η τεχνική ξέφυγε από τα ανάκτορα και η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό σ` όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που ονομάστηκε από τότε Μοριάς, εξαιτίας της καλλιέργειας της μουριάς. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΣΗΡΟΤΡΟΦΙΑΣ ΕΚΤΟΣ ΚΙΝΑΣ
Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., παρόλες τις αυστηρές απαγορεύσεις, η σηροτροφία διαδίδεται από την Κίνα στην Ιαπωνία και στη συνέχεια στις Ινδίες και την Περσία. Ο ακόλουθος μύθος αναφέρει την πρώτη κλοπή του μυστικού της Κινέζικης σηροτροφίας: ένας βασιλιάς του Κhotaη (περιοχή του Θιβέτ) απέκτησε με γάμο μια πριγκίπισσα του Αυτοκρατορικού Κινέζικου οίκου και την προειδοποίησε ότι αυτή θα έπρεπε να απαρνηθεί τα ρούχα που φορούσε συνήθως, γιατί στο δικό του βασίλειο δεν έβρισκαν ούτε μεταξοσκώληκες ούτε μουριές για να τους θρέψουν. Η πριγκίπισσα μη θέλοντας να απαρνηθεί τα πολυτελή στολίδια της, σκέφτηκε το εξής.
Έκρυψε σπόρους μουριάς και αυγά μεταξοσκώληκα μέσα στα πολύ πλούσια μαλλιά της και κατόρθωσε να αποφύγει χάρις τον πριγκιπικό της τίτλο τη στενή επίβλεψη που ασκούνταν στα σύνορα της χώρας. Έτσι αφού προστατεύθηκε για είκοσι αιώνες, το μυστικό του μεταξιού δραπέτευσε από τη γενέτειρα χώρα του. Για μια περίοδο, το 141 – 89 π.Χ. οι κυβερνήσεις εισπράττουν τους Φόρους σε μετάξι, ενώ για πολλούς αιώνες τα Αυτοκρατορικά δώρα προς τους επισήμους είναι παραδοσιακά μεταξωτά υφάσματα. Αργότερα, γύρω στο 280 μ.Χ. το μετάξι παίρνει τη θέση του νομίσματος, καθώς στην Κίνα οι μισθοί πληρώνονται σε είδος, σε σιτάρι και μεταξωτά υφάσματα.
ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΗ
Η μεγάλη συνάντηση του Ελληνισμού με την Ανατολή έγινε με τον Μέγα Αλέξανδρο. Χωρίς αυτόν, ο Ελληνικός λόγος και το πνεύμα δεν θα έφθαναν στην καρδία της Ασίας και στα κράσπεδα της Ινδίας, η Ελληνική γλώσσα δεν θα γινόταν όργανο παγκόσμιο της οικουμένης εκείνης και το όλο Ελληνικό στα χέρια του και με την ορμή του δεν θα αγκάλιαζε »έτσι ερωτικά, κατακτητικά σε βάθος, μια τόσο θελκτική, συναρπαστική από πάντοτε Ασία». Ο Μέγας Αλέξανδρος εμφύσησε στην Ασιατική ζωή νέα δύναμη. Από την πολεμική νίκη ανέβλυσε το πνεύμα του Ελληνισμού, η Ελληνιστική εκείνη ιδέα που ο Αλέξανδρος θεωρούσε πηγή δύναμης και παράγοντα διάρκειας της επικρατείας του.
Για την Ελληνική ιστορία άρχιζε μια νέα εποχή όταν ο Μέγας Αλέξανδρος αποβιβαζόταν στην Ασία το 334 π.Χ. Πριν από το θάνατό του, 12 χρόνια αργότερα, η Ανατολή και η Δύση δεν είχαν μόνο συναντηθεί αλλά είχαν κάνει τα πρώτα βήματα τους στη σωστή ανταλλαγή ιδεών και εμπορικών προϊόντων. Οι πρώτες επαφές ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή χρονολογούνται από τον 4ο πΧ. αιώνα, όταν στην Ασία σχηματίζονται ορισμένα κράτη, που οι λαοί τους εκμεταλλευόμενοι τους τοπικούς πόρους αναπτύσσουν εμπορικό ανταγωνισμό. Το κίνητρο του κέρδους κάνει τις ανταλλαγές αγαθών και τις μετακινήσεις από περιοχή σε περιοχή να ευδοκιμούν.
Ο Ηρόδοτος μας περιγράφει τους λαούς της Ασίας που εμπλέκονται σ’ αυτή τη διαδικασία και τις σχέσεις τους με την Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Πριν από τον Μέγα Αλέξανδρο ο Περικλής, το 487 π.Χ.. ξεκίνησε για ένα εντυπωσιακό ταξίδι στη Μαύρη Θάλασσα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κύριος σκοπός του ταξιδιού αυτού, εκτός από την επέκταση του γοήτρου και της δύναμης της Αθήνας στην περιοχή, ήταν η σύναψη στενότερων σχέσεων με την περιοχή αυτή, στην όποια βασιζόταν όλο και περισσότερο η Αθήνα για τον εφοδιασμό της με σιτάρι, ξυλεία, μέταλλα, βαφές, δέρματα, δούλους και άλλα εμπορεύματα. Τα προϊόντα που έφταναν στην Αθήνα δεν προέρχονταν μόνο από τη Μαύρη Θάλασσα αλλά και από άλλες μακρινές περιοχές του εσωτερικού της Ασίας.
Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι από την Ολβία, στη βορινή ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ξεκινούσε ένας μεγάλος δρόμος καραβανιών που έφτανε ως τα Ουράλια και από εκεί στα Ανατολικά, διασχίζοντας την Κεντρική Ασία ως τα σύνορα της Κίνας. Από τις περιοχές αυτές εισάγονταν γουναρικά, φάρμακα, χρυσάφι και μετάξι. Τις επαφές Δύσης – Ανατολής διευκόλυναν οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που έφτασε ως την Ινδία. Παρόλο που η παράδοση φέρει τον Μέγα Αλέξανδρο στο Μεγάλο τείχος της Κίνας. ο Αλέξανδρος είχε ολοκληρωτική άγνοια σχετικά με την Ινδική Χερσόνησο και την Κίνα. Η Ινδική εκστρατεία δεν εξηγείται με στρατιωτικά κίνητρα.
Ο νεαρός βασιλιάς, γράφει ο Χέρμαν Μπένγκτσον, ήθελε να φτάσει στο ανατολικό άκρο της Οικουμένης. Στην όχθη του Μεγάλου Ωκεανού, για τον οποίο πίστευαν τότε ότι αποτελούσε το ανατολικό όριο της Ινδικής. Ήταν η έλξη προς το άπειρο το στοιχείο που καθόριζε την πορεία του Αλέξανδρου τη στιγμή εκείνη, και η άποψη ότι η εκστρατεία είχε μοναδικό σκοπό την επιστημονική εξερεύνηση είναι μονόπλευρη. Διαστρεβλωμένες επίσης αφηγήσεις για την περιοχή Seres (Χώρα των Σήρων, Κίνα και Μογγολία), τη γη του μεταξιού, είχαν αρχίσει να φτάνουν στην Ελλάδα από τον 6ο π.Χ. αιώνα. Η ζωή του Αλέξανδρου έδωσε την έμπνευση για την ενοποίηση της Ινδίας με ηγέτες τον Σανδράκοττο και Ασάκη. και της Κίνας με τη δυναστεία των Han (208 π.Χ. – 220 μ.Χ.).
Το πιο εντυπωσιακό γεγονός για την Ελληνιστική εποχή που ακολούθησε είναι η ενότητα του Μεγάλου Κόσμου, για την οποία είχε ανοιχτεί δυνατότητα με την εκστρατεία του Αλέξανδρου Αν και η Αυτοκρατορία του Αλέξανδρου διαλύθηκε η διακίνηση πληθυσμών και αγαθών συνεχίστηκε. Παρ’ όλους τους πολέμους των διαφορών κρατών, χάρη στη βελτίωση των γεωγραφικών γνώσεων εντάθηκε η εμπορική δραστηριότητα, διευκολύνθηκαν οι μετακινήσεις Βουδιστών και άλλων ιεραποστόλων και το εμπόριο ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση ήταν τώρα ευκολότερο. Νέες χώρες Αίγυπτος, Ινδία, Βακτριανή. Σογδιανή, Αραβία. Κίνα, Κεντρική και Δυτική Αφρική μπήκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην τροχιά των Ελλήνων.
Ο Αλέξανδρος έδωσε νέα ώθηση στην οικονομία και με την πολιτική κυριαρχία σε νέες χώρες και τη διάδοση του Ελληνισμού και της αστικής ζωής παρουσιάστηκαν νέες ευκαιρίες και νέες αγορές. Η πνευματική ακτινοβολία της Αλεξάνδρειας. τόσο στους Ελληνιστικούς αλλά και στους Ρωμαϊκούς χρόνους, επεκτείνονταν στα βάθη της Ανατολή. Οι περίφημοι θησαυροί του Begram-Kapici στο Αφγανιστάν, που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη, αποδεικνύουν τη στενή πνευματική και εμπορική επαφή στην οποία η απομακρυσμένη αυτή περιοχή βρισκόταν με την Αλεξάνδρεια. Η επιθυμία του πλουτισμού ήταν μια από τις αιτίες εξερευνήσεων κατά την Ελληνιστική εποχή.
Πολλά έγιναν γνωστά για την Ινδία από τον Μεγασθένη. που ως απεσταλμένος του Σέλευκου στον Σανδράκοττο έζησε στην Πάτνα του Γάγγη. Οι Σελευκίδες έκαναν αποικίες κατά μήκος του Περσικού κόλπου, ενώ οι Πτολεμαίοι ανέπτυξαν το εμπόριο στην Ερυθρά Θάλασσα και στην περιοχή Taima της Αραβίας, με αποτέλεσμα να εξασφαλιστεί η σύνδεση της Αιγύπτου με το αραβικό εμπόριο των καραβανιών. Στην ύστερη Ελληνιστική περίοδο ή στην πρώιμη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Ίππαλος ανακάλυψε για τους Έλληνες τους Μουσώνες, που έδωσαν τη δυνατότητα να γίνεται γρήγορα το κατευθείαν ταξίδι στην Ινδία.
Εάν σε περιοχές όπως το Αφγανιστάν. τόσο απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες. έφταναν τα προϊόντα της Αλεξανδρινής τέχνης με τα πρωτόγονα συγκοινωνιακά μέσα της εποχής, αντιλαμβάνεται κάνεις ότι κατά μείζονα λόγο έφταναν αυτά στις παράλιες περιοχές της Ερυθράς Θάλασσας, του Περσικού Κόλπου και του Ινδικού Ωκεανού. Στην περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το θαλάσσιο εμπόριο στη Μεσόγειο, την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό δεν ασκούσαν οι Ρωμαίοι αλλά οι υποταγμένοι στη Ρώμη ναυτικοί λαοί, Κέλτες, Σύροι και Έλληνες.
Οι Έλληνες κατόρθωσαν να καταστήσουν προσιτό και το θαλάσσιο εμπόριο προς τον Ινδικό, αφού ένα και πλέον αιώνα μετά τον πλου του Νεάρχου ο Εύδοξος ο Κυζικηνός έκανε δυο επιτυχημένα ταξίδια στις Ινδίες και ο Ίππαλος μελέτησε τους μουσώνες του Ινδικού Ωκεανού. Οι Σελευκίδες είχαν στρέψει την προσοχή τους στην Ινδία και τη μακρινή Ανατολή και οι Πτολεμαίοι προς την Ινδία, την Αραβία και την Ανατολική Αφρική. Καράβια ελληνικά έπλεαν στην Ευδαίμονα Αραβία (Υεμένη) και το Δεκκάν και στη χώρα της Κανέλας στην Ανατολική Αφρική. Οι άνθρωποι ταξίδευαν από την Αδριατική και τα Βαλκάνια στην Αιθιοπία και από την Αραβία και την Ινδία στον Ιαξάρτη. Τρεις κύριοι δρόμοι ένωναν την Ανατολή με τη Μεσόγειο κατά την εποχή αυτή:
- Ο πρώτος ήταν ο βόρειος από τη Βακτριανή, την Κασπία και τη Μαύρη Θάλασσα.
- Ο δεύτερος ήταν ο κεντρικός από τις Ινδίες στον Περσικό διάμεσου του Τίγρη στη Σελεύκεια. Από εκεί τα εμπορεύματα δια ξηράς έφταναν στην Αντιόχεια και την Έφεσο.
- Ο τρίτος ήταν ο νότιος, που από τις Ινδίες γύρω στην Αραβική Χερσόνησο και την Ερυθρά Θάλασσα έφτανε στη Βερενίκη το λιμάνι που ανέπτυξαν οι Πτολεμαίοι. Από το δρόμο αυτό οι Πτολεμαίοι έκαναν εισαγωγή λιβάνι, μύρο, μπαχαρικά και μετάξι.
Τα εμπορεύματα έφευγαν από τις Ινδίες με Ινδικά φορτηγά πλοία, μεταφέρονταν όμως στον τελικό τους προορισμό (Αίγυπτο και Βαβυλώνα) από τους Γερραίους και τους ανθρώπους που ζούσαν στη νότια Αραβία και στον πορθμό του Ορμούζ.
ΤΑ ΜΕΤΑΞΩΤΑ ΥΦΑΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Από τον 9ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες, άποικοι της Μ. Ασίας γνώριζαν την ύπαρξη του μεταξιού και των μεταξωτών υφασμάτων, αλλά θεωρούσαν ότι είναι φυτική ίνα. Την εποχή των Περσικών Πολέμων , οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν το μετάξι και τα μεταξωτά, τα οποία αποκαλούσαν «οθόνιον ή οθόνια εσθής», «θέρματα σηρικά» (Στράβων). «Σηρικοδιαστάς ή σηρικοποιούς» έλεγαν τουs μεταξουργούς και «σηρικοφόρους» αυτούς που φορούσαν μεταξωτά ρούχα. Από τη λέξη «ο σήρ, του σηρός», όπως αποκαλούσαν το μετάξι παράγεται και η λέξη «σηροτροφία». Με την ανατολική εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (336 – 323 π.Χ.) το μετάξι και τα μεταξωτά υφάσματα γίνονται περισσότερο γνωστά στη δύση.
Ο Αριστοτέλης, επισημαίνει ότι το μετάξι είναι ζωικό προϊόν και όχι φυτικόν , όπως νόμιζαν τότε. Στην «Ιστορία περί τα ζώα» γράφει σχετικά: «Εκ δε σκώληκος μεγάλου, ος έχει οίον κέρατα και διαφέρει των άλλων, γίνεται πρώτον μεν μεταβαλόντος του σκώληκος κάμπη έπειτα βομβύλιος, εκ δε τούτου νεκύδυλος. Εν εξ δε μησί μεταβάλλει ταύτας τας μορφάς πάσας. Εκ δε τούτου του ζώου και τα βομβύκια αναλύουσι των γυκαικών τινες αναπηνιζόμεναι, κάπειτα υφαίνουσι, πρώτη δε λέγεται υφήναι εν Κω Παμφίλη Πλάτεω θυγάτηρ». Ο Μέγας Αλέξανδρος μάλιστα έστειλε φούσκες στο δάσκαλό του Αριστοτέλη θέλοντας να μάθει το μυστικό της παραγωγής του μεταξιού, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ ΣΤΗΝ ΞΗΡΑ
Η συνάντηση των λαών της Ανατολής με τους λαούς της Δύσης, η ανταλλαγή ιδεών και τεχνολογίας. η αλληλεπίδραση γλωσσών και λογοτεχνιών έγινε για πρώτη φορά εφικτή χάρη στην Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών τον 6ο με 4ο π.Χ. αιώνα. Στην Περσέπολη συνέρρεαν πληθυσμοί από τα πέρατα της χώρας και πόλεις στις περιφερειακές επαρχίες όπως τα Βάκτρα, η Σαμαρκάνδη και η Ταξίλα, που έμελλε να γίνουν αργότερα σημαντικοί σταθμοί των δρόμων του μεταξιού συνδέθηκαν με χερσαίους δρόμους και εξελιχθήκαν σε σημεία συνάντησης της Δύσης με την Ανατολή. Οι δρόμοι του μεταξιού χρονολογούνται από τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής. Μέσα απ’ αυτούς διακινούνταν το μετάξι και τα άλλα προϊόντα της Κίνας και της Ινδίας στην Ανατολή προς το δυτικό κόσμο.
Ο Γερμανός γεωγράφος Ferdinand von Richthofen χρησιμοποίησε την έκφραση «Δρόμοι του μεταξιού» τον 19ο αιώνα, γιατί το πολυτιμότερο από τα προϊόντα που μεταφέρονταν ύστερα από επικίνδυνο ταξίδι της ξηράς ή της Θάλασσας από την Κίνα στη Δύση ήταν το μετάξι, που τα μυστικά του κράτησε η Κίνα επί χιλιετίες ολόκληρες. Το Ασιατικό εμπόριο βασιζόταν σε μια ευπαθή ισορροπία έλεγχου που συγκροτήθηκε από τη Ρώμη, την Παρθία και την Κίνα. Μετά το θάνατο του Μένανδρου το 150 πΧ. η Αυτοκρατορία της Βακτριανής κομματιάζεται από τους Πάρθους του Μιθριδάτη.
Όταν οι βασιλείς της Παρθίας έχασαν την κυριαρχία τους στις βόρειες στέπες και αργότερα κάποιες από τις επαρχίες των κεντρικών οροπεδίων του Ιράν κήρυξαν την ανεξαρτησία τους, υπήρξε παρακμή της κεντρικής κυβέρνησης. Το εμπορία επέμενε, αλλά καθώς η ασφάλεια των μεταφορών μειώθηκε, η πληρωμή για το πέρασμα των αγαθών από τα σύνορα της Παρθίας και η τιμή των εισαγωγών στις αγορές της Ρώμης και της Κίνας ανέβηκε στα ύψη. Στην κεντρική Ασία μέρος του κενού της δύναμης καλύφτηκε από τους Kushans, μια μισονομαδική φυλή που καταγόταν από τους Yeu-Shi, μια νομαδική ορδή της βορειοδυτικής Κίνας.
Το 138 πΧ. ο Κινέζος στρατηγός και διπλωμάτης Zhang-Qian διατάχθηκε από τον Αυτοκράτορα Wu-di της δυναστείας των Han να πάει για πρώτη φορά στη Δύση ως πρεσβευτής του Αυτοκράτορα. Μετά την πείρα που απέκτησε από τις περιπέτειες του ταξιδίου ως τη Σογδιανή και άλλες χώρες, ο Zhang-Qian επέστρεψε στην Κίνα το 126 π.Χ. και από αναφορά που έκανε στον Αυτοκράτορα πληροφορούμαστε ότι τη Βακτριανή κατέκτησε μια νομαδική ορδή από τη βορειοδυτική κίνα, οι Yeu-Shi. Ο Zhang-Qian άνοιξε για την Κίνα καινούργιο κόσμο στη Δύση και έκανε έτσι κατορθωτή την κανονική εμπορική επικοινωνία ανάμεσα στην Κίνα και στο Ιράν, ακολουθώντας τον κατοπινά ξακουστό δρόμο του μεταξιού.
Οι εμπορικές αποστολές των Han που επακολούθησαν μετέφεραν μετάξι, κοσμήματα και άλλους θησαυρούς, πέρασαν τη ζώνη του Κίτρινου Ποταμού, πέρασαν πάνω από το Παμίρ, ήρθαν στην Κεντρική Ασία και στη συνέχεια μετέφεραν τα εμπορεύματα στην Ευρώπη. Το 106 π.Χ. το πρώτο καραβάνι έφτασε στην Παρθία από την Κίνα, περνώντας από τα Βάκτρα. Αυτός είναι ο περίφημος δρόμος του μεταξιού. Οι Αυτοκράτορες της δυναστείας Han (208 π.Χ. – 220 μ.Χ.) δημιούργησαν για πρώτη φορά επαφές με την Κεντρική Ασία και διατήρησαν στενές σχέσεις με την Κουσανική Αυτοκρατορία (Κασπία Θάλασσα στα βόρεια, Ινδός και Γάγγης ποταμός νότια), που διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Κινέζικο μπρούντζινο αγγείο της περιόδου των Μαχόμενων Βασιλειών (475 – 221 πΧ.) ανακαλύφθηκε στον κήπο Ρωμαϊκού σπιτιού στην Ιταλία και πρέπει να έφτασε εκεί τον 1ο ή 2ο μ.Χ. αιώνα. Άλλο Κινέζικο μπρούντζινο αγγείο της ίδιας περιόδου βρέθηκε στο Καντέρμπουρι, στη Βρετανία μεταφέρθηκε εκεί μάλλον από Ρωμαίο αξιωματικό που υπηρέτησε εκεί τον 1ο ή 2ο επίσης μ.Χ. αιώνα.
Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ
Οι δρόμοι του μεταξιού επίσημα χρονολογούνται από την εποχή των Αυτοκρατόρων της δυναστείας Χαν (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), οι οποίοι δημιούργησαν τις πρώτες επαφές με την Κεντρική Ασία. Αργότερα ξεκινάνε τα καραβάνια από τη Δυτική και Κεντρική Ασία προς την Κίνα για να αγοράσουν μεταξωτά υφάσματα. Την ίδια εποχή οι Εβραίοι γυρολόγοι έμποροι της περιοχής πηγαίνουν να εγκατασταθούν στην Κίνα και να εμπορευτούν το μετάξι. Τους ακολουθούν οι Άραβες, οι οποίοι γίνονται διαμεσολαβητές του εμπορίου της Κίνας με τη Δύση.
Μετά τους Αλεξανδρινούς χρόνους, με την εξάπλωση των Ρωμαίων στην Ευρώπη, Αφρική και Ασία και την κυριαρχία τους στην επικοινωνία και το εμπόριο μεταξιού με την Άπω Ανατολή, η χρήση των μεταξωτών επιβάλλεται στους πλούσιους Ρωμαίους, που ζούσαν στην πολυτέλεια και τη χλιδή. Στα Ρωμαϊκά χρόνια συνεχίστηκαν οι εισαγωγές κατεργασμένης και ακατέργαστης σινικής κλωστής και έτοιμων υφασμάτων. Οι πηγές μαρτυρούν ότι κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια το μετάξι είχε τεράστια αξία, ίση με αυτή των πολύτιμων λίθων και του χρυσού. Ο Αυτοκράτορας φορούσε αποκλειστικά την πορφυρή μέταξα, ενώ τα μεταξωτά ενδύματα φορούσαν οι αξιωματούχοι του κράτους και μερικοί ευκατάστατοι ιδιώτες.
Η πολυτέλεια των μεταξωτών αργότερα παρατηρείται και στην Χριστιανική εκκλησία, καθώς επιδιώκει την μεγαλοπρέπεια στις γιορτινές τελετές. Γεγονός που αναγκάζονται να καυτηριάσουν από τον άμβωνα οι Χρυσόστομος και Μέγας Βασίλειος κατά τον 4ο αιώνα. Κατά την Βυζαντινή εποχή, τα καραβάνια με τα πολύτιμα και πανάκριβα μεταξωτά ξεκινώντας από τη μακρινή Κίνα διέσχιζαν χιλιάδες χιλιόμετρα και περνώντας τη Μικρά Ασία έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη, την Βυζαντινή πρωτεύουσα, για να ταξιδέψουν από εκεί στις μητροπόλεις της Δύσης και να ντύσουν με το εκλεκτό τους φορτίο πριγκίπισσες και βασιλιάδες.
ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ – ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Το 330 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας της Ρώμης, εγκαινίασε την Κωνσταντινούπολη, τη Νέα Ρώμη, ως πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χρισμένη στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, η Κωνσταντινούπολη ήταν το πέρασμα από την Ευρώπη στην Ασία. Ιδανικά τοποθετημένη για το εμπόριο και την άμυνα, έγινε μέσα σε δυο αιώνες η πιο περίβλεπτη πόλη στην Ευρώπη και στην επόμενη χιλιετία συναγωνίστηκε τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου. Η προνομιούχος θέση της πρωτεύουσας και ο αμύθητος πλούτος που δεν βράδυνε να συσσωρευτεί μέσα στα τείχη της προκαλούσαν τα ζηλόφθονα βλέμματα των λαών κατώτερου πολιτισμού που περιέβαλλαν το Βυζάντιο και επέρχονταν εναντίον του από όλες τις διευθύνσεις.
Ο πλούτος που συσσωρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, αποτελούσε το κυριότερο βάθρο της οικονομικής ζωής του Κράτους. Ο κύριος παράγοντας υπήρξε το εμπόριο, ιδιαίτερα δε το θαλάσσιο. Οι συγκοινωνίες της ξηράς με τα τότε σε χρήση συγκοινωνιακά μέσα, με το ελλιπές οδικό δίκτυο και τους κινδύνους που διαρκώς παραμόνευαν, ήταν βραδείες, πολυδάπανες και ανασφαλείς. Αντίθετα, οι θαλάσσιες συγκοινωνίες, έστω με τα μικρής σχετικά χωρητικότητας και με περιορισμένες ναυτικές αρετές πλοία της εποχής εκείνης, παρουσίαζαν ασύγκριτα μεγαλύτερη από τις χερσαίες οικονομία, ταχύτητα και ασφάλεια, χωρίς να παραβλέπονται οι κίνδυνοι από τα στοιχεία της φάσης, τους αντιπάλους και τους πειρατές.
Όταν όμως ένα κράτος, για τη ζωή του οποίου οι θαλάσσιες συγκοινωνίες αποτελούσαν ζωτικό παράγοντα. πετύχαινε να συγκροτήσει Πολεμικό Ναυτικό αρκετό ισχυρό ώστε να προστατεύει τα εμπορικά πλοία που εξυπηρετούσαν τις συγκοινωνίες αυτές από τους παραπάνω κινδύνους, τότε το κράτος αυτό αποκτούσε όχι μόνο πλούτο αλλά και δύναμη και πολιτική επιρροή στους γείτονές του. Η οργάνωση και διακίνηση του εμπορίου με την Κίνα διεξάγονταν από τους μεγαλέμπορους της Αλεξάνδρειας και των λιμανιών της Συρίας.
Τα καραβάνια με τα πλοία της ερήμου, τις καμήλες, εναλλασσόμενα σε διάφορους σταθμούς κατά μήκος της ατέρμονης πορείας τους, μετέφεραν τα προϊόντα από την Κίνα διάμεσου της Μογγολίας και του σημερινού Αφγανιστάν στη Βακτρία, και διάμεσου της Περσίας, της Παλμύρας, της Πέτρας και της Δαμασκού κατέληγαν στα λιμάνια της Συρίας. Άλλος κλάδος από τη Βακτρία, διασχίζοντας προς νότο έρημες και δυσπρόσιτες λόγω των ορεινών όγκων των Ιμαλαΐων εκτάσεις της κεντρικής Ασίας, έφτανε στην πόλη Ταξίλα των Ινδιών, όπου ο δρόμος μοιράζονταν σε δυο, ένας προς τα λιμάνια της Ανατολικής ακτής των Ινδιών και από αυτό δια θαλάσσης στην Κεϋλάνη, και άλλος σε λιμάνια της δυτικής ακτής των Ινδιών.
Από τα λιμάνια αυτά καθώς και από την Κεϋλάνη τα εμπορεύματα φορτώνονταν σε πλοία και με τον περίπλου της Αραβικής Χερσονήσου, την Ερυθρά Θάλασσα, το Σουέζ και τις διώρυγες στο Πορτ-Σάιδ έφταναν στην Αλεξάνδρεια. που εξακολουθούσε να είναι ακόμη το σπουδαιότερο λιμάνι της Μεσογείου και μια από τις πολυανθρωπότερες πόλεις με πληθυσμό πάνω από μισό εκατομμύριο κατοίκους. Η άνοδος του Ισλάμ στην Αραβία τον 7ο μ.Χ. αιώνα προκάλεσε μεγάλες αλλαγές και έδωσε νέα πνοή στις επιστήμες και τη φιλοσοφία. Με την ανάπτυξη των επιστημών οι Άραβες έγιναν τώρα διαμεσολαβητές του εμπορίου της Κίνας με τη Βενετία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Διέδωσαν τη νέα Κινεζική τεχνολογία. Έτσι επιβίωσε το πνεύμα των δρόμων του μεταξιού από την Κίνα ως την Κωνσταντινούπολη και τη Βενετία, ο διάλογος λαών Δύσης και Ανατολής ακολούθησε το ρυθμό της αμοιβαίας επαφής και συνεργασίας και ενθάρρυνε την ειρηνική ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού.
ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ ΣΤΟ BΥΖΑNΤΙΟ
Σύμφωνα με την παράδοση η διάδοση της μεταξοκαλλιέργειας από την Ανατολή στη Δύση έγινε από μοναχούς του Βυζαντίου. Ο Προκόπιος αναφέρει ότι δύο Βυζαντινοί μοναχοί με εντολή του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού για τη μετάδοση της Χριστιανικής θρησκείας περιηγήθηκαν στην Περσία και την Κίνα και κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών τους μελετούσαν κάθε τι που είχε σχέση με τον μεταξοσκώληκα και την επεξεργασία του. Έτσι στο τέλος της περιοδείας του το 554 μ.Χ. μετέφεραν κρυφά μέσα στις κούφιες μαγκούρες τους αυγά μεταξοσκώληκα.
Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση μ’ αυτόν τον τρόπο περιήλθε η σηροτροφία στο Βυζάντιο, καθιστώντας έτσι πιο ασφαλή την εύρεση πρώτης ύλης, αν και τόσο το ακατέργαστο μετάξι όσο και το έτοιμο ύφασμα εξακολούθησαν να εισάγονται. Τα Βυζαντινά υφάσματα υψηλής ποιότητας ήταν από μετάξι, το οποίο στους πρώιμους χρόνους εισαγόταν σε ακατέργαστη μορφή από την Άπω Ανατολή σε Βυζαντινά εργαστήρια που ελέγχονταν από το κράτος. Η παραγωγή υφασμάτων τεκμηριώνεται σε πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Τύρος και η Σιδώνα. Τα Βυζαντινά μεταξωτά ήταν διακοσμημένα με υφαντά γεωμετρικά σχέδια, ζώα, πουλιά και φυτικά μοτίβα.
Καθώς ήταν πολύτιμα και εύκολα στη μεταφορά, αποτελούσαν ένα ιδανικό διπλωματικό δώρο για αποστολή με τις πρεσβείες στη Δύση, όπου μερικά χρησιμοποιήθηκαν για να τυλιχθούν τα λείψανα Αγίων, κληρικών και βασιλέων. Η εικόνα παραγωγής υφασμάτων στο Βυζάντιο συμπληρώνεται επιπλέον από τα λινά και μάλλινα υφάσματα της κοπτικής Αιγύπτου. Μεγάλοι χρωματιστοί τάπητες κοσμούνταν με θέματα τόσο από την κοσμική όσο και από τη θρησκευτική -ειδωλολατρική ή Χριστιανική- εικονογραφία. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Βασίλιεφ στο βιβλίο του «Η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», στην Κωνσταντινούπολη συναντάμε μια ανεπτυγμένη υφαντουργία μεταξωτών, ιδιαίτερα μετά την καλλιέργεια του ντόπιου μεταξιού.
Η τέχνη της υφαντικής στο Βυζάντιο θα δώσει τα καλύτερά της δείγματα, όταν την εποχή του Ιουστινιανού θα ξεκινήσει η καλλιέργεια και η παραγωγή του μεταξιού αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και μετά θα επεκταθεί στην ευρύτερη επαρχία της Βιθυνίας, στα ανατολικά παράλια της θάλασσας του Μαρμαρά, στην Κίο, στα Μουδανιά και τη γύρω περιοχή. Στα «Ανέκδοτα ΧΧV» του Προκοπίου διαβάζουμε ότι την εποχή του Ιουστινιανού, το Βυζάντιο κρατάει το μονοπώλιο των μεταξωτών υφασμάτων και παίζει σημαντικό ρόλο σαν εμπορικό κέντρο, εξάγοντας μεταξωτά υφάσματα στη Δύση από την ξηρά και ιδιαίτερα από τη θάλασσα, χάρη στην αναπτυγμένη ναυτιλία του.
Στο Βυζάντιο η παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων ήταν οργανωμένη σε συντεχνίες κατά κλάδο. Υπήρχαν η συντεχνία των παραγωγών μεταξιού, η συντεχνία των βαφέων, η συντεχνία των υφαντουργών, η συντεχνία των εμπόρων μεταξιού κ.ά. Κυριότερη προϋπόθεση για την αποδοχή νέου μέλους στη συντεχνία, ήταν η υψηλή επαγγελματική του κατάρτιση, πράγμα που διασφάλιζε την ποιότητα των προϊόντων.
Μεταξωτά Βυζαντινά Κειμήλια
Ανάμεσα στα διάφορα δείγματα Βυζαντινών υφασμάτων που διασώθηκαν και εκτίθενται σε Μουσεία αρκετά φέρουν τη σφραγίδα των Αυτοκρατορικών υφαντουργείων της Κων/πολης. Δείγματα Βυζαντινού μεταξωτού που βρέθηκαν στον τάφο του Καρλομάγνου, εκτίθενται στο Μουσείο Cluηy στο Παρίσι και στο Αacheη και ανήκουν στον 7ο αιώνα. Απεικονίζουν άμαξα συρόμενη από τέσσερα άλογα, μοτίβο γνωστότατο από τους Βυζαντινούς αγώνες στον Ιππόδρομο. Ένα άλλο μεταξωτό ύφασμα του 7ου αιώνα εκτίθεται στο Μουσείο Victoria & Αlbert, στο Λονδίνο και απεικονίζει τον Αυτοκράτορα πάνω σ’ ένα αμάξι χωρίς άλογα. Αίσθηση προκαλεί το Βυζαντινό μεταξωτό ύφασμα που φυλάσσεται στον καθεδρικό ναό της Βαμβέργης στη Γερμανία.
Είναι μια στόφα 2×2 μ. περίπου. Στο κάμπο ένας έφιππος Αυτοκράτορας σε θριαμβική πορεία, πιθανόν ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, δέχεται από δύο κοπέλες μια περικεφαλαία με λοφίο κι ένα στέμμα. Το ύφασμα θεωρείται βασιλικό δώρο του Κωνσταντίνου Ι’ (1059- 1067 μ.Χ.) στο Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο (1056 – 1106 μ.Χ.), χρησιμοποιήθηκε όμως ως σάβανο του επισκόπου Guηther της Βαμβέργης το 1065. Επίσης καταπληκτικό δείγμα υψηλής υφαντικής τέχνης είναι και το μεταξωτό ύφασμα που σώζεται στα αρχεία του ναού St. Εusebius στο St. Germaiη at Αuχerte της Γαλλίαs. Έχει μωβ φόντο και είναι διακοσμημένο με υπέροχα μοτίβα επιβλητικών αετών. Κάθε σχήμα έχει ύψος 45 περίπου εκατοστά.
Το σχέδιο αυτό, ευρύτατα γνωστό, επαναλήφθηκε αργότερα σε αρκετές παραλλαγές στα επαρχιακά εργαστήρια. Η παραγωγή των μεταξωτών υφασμάτων με μοτίβα από παραστάσεις συνεχίζεται με κάποια κάμψη τον 14ο και 15ο αιώνα, ενώ από τον 14ο αιώνα εντείνεται η παραγωγή των κεντητών μεταξωτών. Την εποχή των Βυζαντινών στην Κωνσταντινούπολη, τα πολύτιμα μεταξωτά μπροκάρ με τις χρυσοκλωστές και ασημοκλωστές στεγάζονταν στον «Οίκο των Λαμπτήρων». Αργότερα, στον ίδιο χώρο, επί Οθωμανών, συνέχισε να λειτουργεί η κλειστή αγορά, το Μπεζεστένι, όπου πουλιόνταν τα μεταξωτά υφάσματα της Προύσας και άλλων πόλεων.
Στο Βυζαντινό κρατικό μονοπώλιο ανήκαν είδη πολυτελείας: χρυσά κοσμήματα , μεταξωτά υφάσματα ή ενδύματα, πορφυρά ενδύματα (ενδύματα αριστοκρατικά, βαμμένα με έντονο κόκκινο χρώμα πορφύρας: βαφή που εξάγεται από κοχύλια αλιευόμενα στα βαθιά νερά του Αιγαίου πελάγους). Σιγά σιγά όμως η τεχνική ξέφυγε από τα ανάκτορα και η μεταξουργία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό σ` όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, που ονομάστηκε από τότε Μοριάς, εξαιτίας της καλλιέργειας της μουριάς. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου