3. ΙΣΤΑΡ ΚΑΙ ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΝΚΙΝΤΟΥ
Ο Γκιλγκαμές έπλυνε τις μακριές του μπούκλες και καθάρισε τα όπλα
του και μάζεψε τα μαλλιά του από τους ώμους του. Εβγαλε και τα
λερωμένα του ρούχα και φόρεσε καινούργια. Ερριξε πάνω του τη βασιλική
του ρόμπα και τη σταθεροποίησε. Και όταν ο Γκιλγκαμές έβαλε και το
στέμμα του, η ένδοξη Ιστάρ σήκωσε τα μάτια της για να δει την ομορφιά
του Γκιλγκαμές. Είπε: «Ελα μαζί μου Γκιλγκαμές να γίνεις ο νυμφίος μου.
/ώσε μου σπέρμα από το σώμα σου, άφησέ με να γίνω ή σύζυγός σου και
συ ο σύζυγός μου. Θα στολίσω για σένα άρμα από λαζουρίτη καί χρυσάφι,
με χρυσές ρόδες και χάλκινα κέρατα. Και θα έχεις τους παντοδύναμους
δαίμονες της θύελλας για οδηγούς. Οταν θα μπαίνεις στο σπίτι σου, που θα
μοσχοβολάει κέδρο στο κατώφλι σου και στο θρόνο σου θα σου φιλούν τα
πόδια. Βασιλιάδες, κυβερνήτες και ηγεμόνες θα σκύβουν μέχρι κάτω
μπροστά σου. Θα σου φέρνουν φόρο υποτέλειας από τα βουνά και τους
κάμπους. Οι προβατίνες σου θα γεννάνε διπλά αρνιά και οι γίδες σου τρία
κατσίκια οι γαϊδάρες σου θα κάνουνε μουλάρια τα βόδια σου ταίρι δεν θα
έχουν στον κόσμο και τ' άλογα του αμαξιού σου θα φημισθούν παντού για
τη γρηγοράδα τους».
Ο Γκιλγκαμές άνοιξε το στόμα του και είπε στην ένδοξη Ιστάρ: «Αν σε
κάνω γυναίκα μου, τι δώρα θα έπρεπε να σου κάνω; Τι αρώματα και τι
ρούχα για το κορμί σου; Καί τι τροφή θα σου φέρω για να φας; Πώς είναι
δυνατό να δώσω τροφή σε μια θεά και ποτό στη βασίλισσα των ουρανών;
Κι ακόμα αν σε κάνω γυναίκα μου, τι θα γίνω πια εγώ; Οι εραστές σου σε
βρήκανε σαν τη θρακοβολιά, που σιγοκαίει χωρίς καπνό μέσα στον πάγο,
μια μυστική πόρτα που αποκλείει και την καταιγίδα και τη μπόρα, πύργο
πού συνθλίβει τους φυλακές του, πίσσα που μαυρίζει όποιον την
κουβαλάει, τρύπιο ασκί που μουσκεύει όποιον το μεταφέρει, πέτρα που
πέφτει από το πρεβάζι, σαντάλι που κάνει να περπατάει όποιον το φορεί,
μια μηχανή εφόδου ενάντια στον εχθρό. Υπάρχει κανείς από τους εραστές
σου που να σε αγάπησε για πάντα; Ποιοι από τους ποιμένες σου σε
ευχαρίστησαν; Ακουσέ με, θα σου απαριθμήσω τους εραστές σου και την
ιστορία τους. Πρώτος είναι ο Ταμούζ, ο εραστής της νιότης σου, για τον
όποιο καθιέρωσες θρήνους κάθε χρόνο. Αγάπησες το πολύχρωμο πουλί,
αλλά και τώρα ακόμα το κτυπάς και σπάζεις τα φτερά του. Και τώρα μες
στο άλσος κάθεται και κραυγάζει: «κάππι, κάππι, φτερό μου, φτερό μου!»
Αγάπησες το λιοντάρι με την τρομερή δύναμη. Και του έστησες εφτά
παγίδες για να το πιάσεις. Ερωτεύθηκες το βαρβάτο άλογο, που είναι
μεγαλειώδικο στη μάχη και θέσπισες γι' αυτό το καμτσίκι, το σπηρούνι και
τα λουριά για να καλπάζει, εφτά λεύγες με τη βία και να θολώνει το νερό
πριν να το πιει. Και για τη μάνα του, τη Σιλιλί θέσπισες θρήνους.
Ερωτεύθηκες τον ποιμένα του κοπαδιού. Και σου έφτιαχνε γλυκίσματα
κάθε δεύτερη ημέρα και έσφαζε κατσίκια για χάρη σου. Και συ τον
χτύπησες και τον μεταμόρφωσες σε λύκο. Και τώρα τον κυνηγάει το
τσοπανόσκυλο και τον ξεσχίζουν τα δικά του κυνηγόσκυλα. Μήπως δεν
ερωτεύθηκες τον Οσουλλανού, τον κηπουρό στο φοινικόκηπο του πατέρα
σου; Σου κουβαλούσε αμέτρητα καλάθια με χουρμάδες. Καθημερινά γέμιζε
το τραπέζι σου. Υστερα γύρισες τα μάτια σου αλλού και του είπες:
«Πολυαγαπημένε μου Οσουλλανού, έλα μαζί μου, έλα να απολαύσουμε
τον ανδρισμό σου. Προχώρησε και πάρε με στην αγκαλιά σου. Είμαι δική
σου». Ο Οσουλλανού σου αποκρίθηκε «Τι θέλεις από μένα; Η μάνα μου
έψησε ψωμί και έφαγα. Γιατί να ρθώ σε μια σαν εσένα για χαλασμένη η
σαπισμένη τροφή; Είναι δυνατό το παραβάν από βούρλα να δώσει επαρκή
προστασία έναντι του πάγου;» Αλλά όταν άκουσες την απάντηση τον
κτύπησες. Και τον μετέβαλες σε τυφλοπόντικα, βαθιά μέσα στη γη, δηλαδή
σε κείνον που ποτέ δεν φτάνει στις επιθυμίες του. Και αν δεχόμουνα να
γίνουμε εραστές, ποιος μπορεί να μου εγγυηθεί ότι δεν θα με
μεταχειρισθείς όπως τους άλλους πριν;»
Οταν η Ιστάρ τα άκουσε όλα αυτά, η λύσσα της εγίνηκε πιο μεγάλη.
Πήγε λοιπόν εκεί ψηλά στον ουρανό, στον πατέρα της τον Ανού και στη
μάνα της την Αντούμ. Και είπε: «Πατέρα μου, ο Γκιλγκαμές μου σώριασε
ένα σωρό βρισιές. Είπε μπροστά σε όλους τη βρώμικη μου συμπεριφορά
και τις βρώμικες μου πράξεις». Και ο Ανού άνοιξε το στόμα του και είπε:
«Μοναχή σου προκάλεσες την επιτίμησή σου. Και γι' αυτή σου την
πρόκληση ο Γκιλγκαμές ανέφερε τη βρώμικη σου συμπεριφορά και τις
βρώμικες σου πράξεις».
Η Ιστάρ άνοιξε το στόμα της και ξαναείπε: «Πατέρα μας κάνε με
ταύρο του ουρανού για να καταστρέψω τον Γκιλγκαμές. Φούσκωσε, σε
παρακαλώ, τον Γκιλγκαμές με περηφάνεια, για την καταστροφή του. Μα αν
αρνηθείς να με κάνεις ταύρο του Ουρανού θα σπάσω τις πόρτες της
κόλασης και θα συντρίψω τα μάνταλα. Θα αφήσω ορθάνοικτες τις πόρτες
της κόλασης και θα κουβαλήσω τους νεκρούς να φάνε μαζί με τους
ζωντανούς». Κι ο Ανού είπε στη μεγάλη Ιστάρ: «Αν κάνω αυτό που
επιθυμείς θα έχουμε εφτά χρόνια ξηρασία. Και τότε πια δεν θα καρπίσει το
σιτάρι. Εχεις εξασφαλίσει αρκετό καρπό για το λαό και χόρτο για τα ζώα;»
Κι η Ιστάρ απάντησε: «Εχω εξασφαλίσει καρπό για το λαό και χόρτο για
τα ζώα. Για τα εφτά άκαρπα χρόνια υπάρχει αρκετός καρπός και αρκετό
χόρτο».
Ετσι ο Ανού δημιούργησε τον Ταύρο του Ουρανού για την Ιστάρ, την
κόρη του. Κι ο Ταύρος έπεσε στη γή. Με το πρώτο του ρουθούνισμα
έσφαξε εκατό ανθρώπους, και διακόσιους, κι ύστερα τριακόσιους και μετά
εκατοντάδες άλλοι πέφτανε νεκροί. Στο τρίτο του ρουθούνισμα έπεσε πάνω
στον Ενκιντού. Αλλά ο Ενκιντού παραμέρισε, πήδησε πάνω στον Ταύρο
και τον άρπαξε από τα κέρατα. Ο Ταύρος του Ουρανού άφρισε στο
πρόσωπό του και τον έξυσε με την παχειά του ουρά. Ο Ενκιντού φώναξε
στο Γκιλγκαμές: "Φίλε μου, καυχηθήκαμε ότι θα αφήναμε αθάνατο όνομα
πίσω μας. Λοιπόν, μπήξε το ξίφος σου ανάμεσα στα κέρατα και τον
αυχένα". Ο Γκιλγκαμές ακολούθησε τον Ταύρο του Ουρανού, άρπαξε την
παχειά του την ουρά και βύθισε το ξίφος του ανάμεσα στα κέρατα και στον
αυχένα, και σκότωσε τον Ταύρο. Κι όταν σκότωσαν τον Ταύρο του
Ουρανού, έβγαλαν την καρδιά του και την προσφέρανε στο Σαμάς, και
ύστερα τα δυό αδέλφια αναπαύτηκαν. Αλλά η Ιστάρ πετάχτηκε και ανέβηκε
στο μεγάλο τείχος της Ουρούκ. Βγήκε στον Πύργο και απάγγειλε μια
κατάρα: "Κατάρα στον Γκιλγκαμές, που με πρόσβαλε σκοτώνοντας τον
Ταύρο του Ουρανού". Οταν ο Ενκιντού άκουσε τούτα τα λόγια, έκοψε το
μηρό του Ταύρου, της το πέταξε στο πρόσωπο και είπε: "Αν μπορούσα να
απλώσω πάνω σου χέρι, αυτό θα έκανα και σε σένα, και θα σούβγαζα τα
άντερα από τα πλευρά σου". Και τότε η Ιστάρ μάζεψε το λαό της, τις
χορεύτριες και τις τραγουδίστριες, τις πόρνες και τις μεγάλες πόρνες του
ναού. Και άρχισε θρήνους πάνω από το μηρό του Ταύρου του Ουρανού.
Μα ο Γκιλγκαμές φώναξε τους χαλκιάδες και τους οπλοποιούς, όλοι
μαζί. Και κείνοι θαύμασαν το μέγεθος των κεράτων του Ταύρου. Τα
έσταζαν με λαζουρίτη δυό δάκτυλα παχύ. Και το κάθε κέρατο ζύγιζε τριάντα
λίβρες το καθένα και περιείχαν έξι μέτρα λάδι που το πρόσφερε στο Θεό
προστάτη του, τον Λουγκουλμπάντα. Τα κέρατα τα πήγε στο παλάτι και τα
κρέμασε στον τοίχο. Υστερα έπλυνε τα χέρια του στον Ευφράτη,
αγκαλιάστηκαν με τον Ενκιντού και έφυγαν. Περιφέρονταν μέσα στους
δρόμους της Ουρούκ, και βγήκαν οι ήρωες της πόλης να τους δούν. Ο
Γκιλγκαμές φώναξε τις τραγουδίστριες: "Ποιός είναι ο πίο ένδοξος από τους
ήρωες; Ποιός είναι ο πιό ένδοξος από τους ήρωες, ο Γκιλγκαμές είναι ο πιό
έξοχος από τους ανθρώπους". Και ακολούθησε γιορτή και γέμισε χαρά η
πλατεία μέχρι που οι ήρωες πήγαν στα κρεβάτια τους να αναπαυθούν. Κι ο
Ενκιντού έπεσε κι αυτός να κοιμηθεί. Και είδε ένα όνειρο. Πετάχτηκε από το
κρεβάτι του και διηγήθηκε το όνειρό του στον αδελφό του: "Ώ φίλε μου, γιατί
οι μεγάλοι θεοί μαζεύτηκαν σε συμβούλιο;". Κι όταν ξημέρωσε η μέρα είπε
στον Γκιλγκαμές: "Ακουσε το όνειρο που είδα χτες τη νύχτα. Ολοι οι Θεοί, ο
Ανού, ο Ενλίκ, ο Εά, ο Σαμάς, μαζεύτηκαν σε ένα συμβούλιο. Και ο Ανού
είπε στον Ενλίλ: Επειδή σκότωσαν τον Ταύρο του Ουρανού και σκότωσαν
και τον Χουμπαμπά ένας από τους δυό πρέπει να πεθάνει, κι ας είναι
αυτός που γύμνωσε τα βουνά από τα κέδρα". Κι ο Ενλίλ είπε: "Ο Ενκιντού
πρέπει να πεθάνει, ο Γκιλγκαμές δεν θα πεθάνει". Κι ύστερα ο ένδοξος
Σαμάς, απάντησε στον ήρωα Ενλίλ: "Σκότωσαν με δική μου εντολή τον
Ταύρο του Ουρανού και τον Χουμπαμπά. Και πρέπει γι΄ αυτό να πεθάνει ο
Ενκιντού ενώ είναι αθώος;". Κι ο Ενλίλ λύσσαξε εναντίον του Σαμάς: "Εσύ
κάθε μέρα πηγαίνεις κάτω εκεί και κουβεντιάζεις μαζί τους σαν ένας απ΄
αυτούς!".
Κι ο Ενκιντού αρρώστησε και έπεσε μπροστά στο Γκιλγκαμές. Τα
δάκρυά του τρέξανε ποτάμι. Κι ο Γκιλγκαμές του είπε: "Ώ αδελφέ μου, ώ
αγαπημένε μου αδελφέ, γιατί σε παίρνουν από μένα;". Κι ύστερα ξανάπε:
"Πρέπει να κάτσω έξω από την πόρτα των φαντασμάτων των νεκρών και
ποτέ πιά να μην ξαναδώ τον αγαπημένο μου αδελφό;". Ενώ ο Ενκιντού
ήταν ξαπλωμένος κάτω, από την αρρώστεια του, καταριότανε την Πύλη του
Δάσους σα να ήταν κάτι από ζωντανές σάρκες: "Εσύ που φαινόσουν ότι
είσουνα από συνηθισμένο ξύλο και που σε θαύμαζα από είκοσι λεύγες
μακρυά και πρίν να δώ τον πυργοειδή κέδρο, εσύ που το ύψος σου ήταν
εβδομήντα δυό κυβικά και είκοσι τέσσερα κυβικά το πλάτος, εσύ που το
στήριγμά σου, η αμπάρα σου και το κατώφλι σου ήταν τέλεια, εσύ που σ΄
είχαν φτιάξει τεχνίτες της Νιππούρ, της ιερής πόλης του Ενλίλ, αν γνώριζα
το νόημά σου, αν γνώριζα πώς η λαμπρότητά σου θα μου κόστιζε τη ζωή,
θα είχα σηκώσει το τσεκούρι μου και σε κομμάτιαζα σαν ξύλινο μεσοτοίχι.
Ποτέ δεν θα σε άγγιζα με το χέρι μου". Υστερα καταράστηκε τον κυνηγό με
την πόρνη. "Καταριέμαι τον κυνηγό που με παγίδεψε. Κυνήγι να μην
πιάνεται στα δίκτυα του, κι απ΄ την καρδιά του να σβυστεί κάθε πόθος". Κι
ύστερα καταράστηκε την πόρνη: "Οσο για σένα, γυναίκα, καθορίζω αιώνια
την τύχη σου. Σε καταριέμαι με τη μεγάλη κατάρα. Ακόρεστος πόθος να σε
κυριαρχεί. Σπίτι σου να γίνουνε οι δρόμοι. Τη σκιά των τειχών να κάνεις
κρεβάτι σου. Μεθυσμένοι και ξεμέθυστοι ίδια να σου φιλούν τα μάγουλά
σου".
Οταν ο Σαμάς άκουσε τα λόγια του Ενκιντού του φώναξε από τον
ουρανό: "Ενκιντού, γιατί καταριέσαι τη γυναίκα, τη δασκάλα που σε δίδαξε
να τρώς το ψωμί που έχει γίνει για τους Θεούς και να πίνεις το κρασί των
βασιλιάδων; Αυτή που σου φόρεσε ένα υπέροχο ένδυμα, δεν σου έδωσε
για σύντροφο τον ένδοξο Γκιλγκαμές κι ο Γκιλγκαμές δεν είναι ο
πραγματικός σου αδελφός; /εν σε έβαλε να κοιμηθείς σε βασιλικό κρεβάτι
και να ξαπλώνεις αναπαυτικά στ΄ αριστερά του; /εν έκανε τους ηγεμόνες
της γής να σου φιλούν τα πόδια και τώρα όλος ο λαός της Ουρούκ δεν
κλαίει και δεν θρηνεί για σένα; Οταν θα πεθάνει, ο Γκιλγκαμές θα αφήσει
για χάρη σου τα μαλλιά του να μεγαλώσουν, θα φορέσει ένα τομάρι από
λιοντάρι και θα περιφέρεται στην ερημιά". Οταν ο Ενκιντού άκουσε τον
ένδοξο Σαμάς η θυμωμένη του καρδιά ηρέμησε. Ανακάλεσε την κατάρα και
είπε για την πόρνη: "Ανθρωπος να μη σε περιφρονήσει κι ειρωνικά να μην
εγκίσει τους μηρούς σου. Βασιλιάδες, ηγεμόνες και ευγενείς να σε
ερωτεύονται. Ο γέρος να κουνάει τα γένια του όταν σε βλέπει κι ο νέος τη
ζωή του να δίνει. Για σένα χρυσάφι και καρνέλια και λαζουρίτη να
σωριάζουνε στο δυνατό σου σπίτι. Για χάρη σου τη σύζυγο και τη μάνα των
εφτά παιδιών τους να ξεχνάνε. Κι οι ιερείς το δρόμο να σ΄ ανοίγουνε στην
παρουσία των Θεών".
Ο Ενκιντού αποκοιμήθηκε μέσα στην αρρώστεια του και άνοιξε την
καρδιά του στον Γκιλγκαμές: "Την περασμένη νύχτα ονειρεύτηκα ξανά, φίλε
μου. Θρηνούσαν οι ουρανοί κι ανταπαντούσε η γή. Στεκόμουν ολομόναχος
μπροστά σ΄ ένα τρομερό όν. Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό, σαν το
μαύρο πουλί της τρέλλας. Χύμηξε κατά πάνω μου με τα αετήσια του νύχια
και γρήγορα με έπιασε με ξέσχισε με τα νύχια του και τα φτερά του, μέχρι
που με απόκαμε. Και ύστερα με μεταμόρφωσε σε τέτοιο σημείο, που τα
χέρια μου έγιναν φτερούγες και σκεπάστηκαν με φτερά. Υστερα κάρφωσε
πάνω μου το διαπεραστικό του βλέμμα και με έσυρε μακρυά, στο βασίλειο
της Ιρκάλα, της βασίλισσας της σκοτεινιάς στο σπίτι απ΄ όπου κανείς απ΄
όσους μπαίνουν δεν ξαναγυρίζει, στο δρόμο που δεν έχει γυρισμό. Εκεί
είναι το σπίτι όπου οι άνθρωποι ζουν στη σκοτεινιά. Τροφή τους είναι η
σκόνη και κρέας τους η λάσπη. Είναι ντυμένοι σαν τα πουλιά κι έχουν
φτερά για κάλυμμα. Φώς ποτέ δεν βλέπουνε και μένουν στα σκοτάδια.
Μπήκα στο σπίτι της σκόνης και είδα τους βασιλιάδες της γής, με πεταμένα
απ΄ το κεφάλι τους τα στέμματα, για πάντα. Είδα κυβερνήτες και ηγεμόνες
κι όλους όσους κάποτε φορούσαν βασιλικά στέμματα και κυβερνούσαν τον
κόσμο σε παλιότερες εποχές. Ολοι αυτοί που έζησαν στα παλάτια των
θεών, του Ανού και του Ενλίλ, στέκονται τώρα υπηρέτες να σερβίρουνε
ψημένα κρέατα στο σπίτι της σκόνης, να κουβαλούν μαγειρεμένα φαγιά και
δροσερό νερό με το ασκί. Στο σπίτι της σκόνης που μπήκα υπήρχαν
μεγάλοι ιερείς, ιερείς και βοηθοί τους, μάγοι, ιερείς και ιερείς που
εκστασιάζονται. Υπήρχαν υπηρέτες του ναού, κι ακόμα εκεί βρισκόταν κι ο
Ετάνα, ο βασιλιάς του Κίς, που τον μετέφερε αητός στους ουρανούς τον
παλιό καιρό. Είδα επίσης τον Σαμουκάν, το θεό των κτηνών. Εκεί ήταν και
η Ερεσκιγκάλ, η βασίλισσα του Κάτω Κόσμου. Μπροστά της καθόταν
οκλαδόν ο Μπελίτ-Σέρ, αυτός που κρατάει τα κατάστιχα των θεών και το
βιβλίο των θανάτων. Η Ερεσκιγκάλ κρατούσε μια πινακίδα από την οποία
διάβαζε. Σήκωσε το κεφάλι της, με κοίταξε και είπε: "Ποιός τον έφερε αυτόν
εδώ;". Και τότε ξύπνησα σαν άνθρωπος που στέγνωσε το αίμα του και που
πλανιέται ολομόναχος σε χώρο από καμένα βούρλα, σαν κάποιος που τον
έπιασε ο επιστάτης και η καρδιά του είναι πλημμυρισμένη από τρόμο. Ώ
αδελφέ μου, όταν πεθάνω πάρε κάποιον μεγάλο ηγεμόνα ή κάποιον άλλο ή
πάρε κάποιον Θεό να στέκεται στην πόρτα σου. Και άφησέ τον να σβήσει
το δικό μου όνομα και να γράψει το δικό του".
Ο Ενκιντού είχε βγάλει τα ρούχα του και τινάχτηκε κάτω. Κι ο
Γκιλγκαμές άκουγε τα λόγια του κι έκλαιγε με δάκρυα, ο Γκιλγκαμές τον
άκουγε κι έχυνε βρύση τα δάκρυά του, άνοιξε το στόμα του και είπε στον
Ενκιντού: "Ποιός υπάρχει μέσα στην Ουρούκ με τα πανίσχυρα τείχη που να
μπορεί να σου μοιάζει στη σοφία; Παράξενα πράγματα ειπώθηκαν. Γιατί
μιλάς τόσο παράξενα; Το όνειρο ήταν θαυμάσιο, αλλά ο τρόμος ήταν
μέγας. Πρέπει να αποθησαυρίσουμε το όνειρο ανεξάρτητα από τον τρόμο.
Γιατί το όνειρο δείχνει πώς η δυστυχία έρχεται και στο γερό άνθρωπο και
πώς γεμάτο λύπη είναι το τέλος της ζωής". Και θρήνησε ο Γκιλγκαμές: "Και
τώρα πρέπει να παρακαλέσω τους Θεούς, γιατί ο φίλος μου είδε ένα τόσο
δυσοίωνο όνειρο". Την ημέρα που ο Ενκιντού είδε το όνειρο έκλεισε κι
αυτός καταθλιμμένος κείτονταν άρρωστος. Μια ολόκληρη μέρα κείτονταν
στο κρεβάτι του. Κι ύστερα μια δεύτερη και μιά τρίτη ημέρα αύξησαν τα
βάσανά του. /έκα ημέρες ήταν ξαπλωμένος και αύξαιναν διαρκώς τα
βάσανά του. Και έντεκα και δώδεκα ημέρες έμεινε στο κρεβάτι του πόνου.
Και τότε φώναξε στο Γκιλγκαμές: "Φίλε μου, η μεγάλη θεά με καταράστηκε
και πρέπει να πεθάνω ντροπιασμένος. /εν θα πεθάνω σαν άντρας που
πέφτει στη μάχη. Φοβήθηκα να πάω στη μάχη. Κι όμως ευτυχισμένος είναι
ο άνθρωπος που πέφτει πολεμώντας, ενώ εγώ πεθαίνω σε ντροπή". Κι ο
Γκιλγκαμές έκλαψε πάνω από τον Ενκιντού. Με το πρώτο φώς της αυγής
ύψωσε τη φωνή του και είπε στους συμβουλάτορες της Ουρούκ:
Ακούστε με μεγάλοι της Ουρούκ,
θρηνώ τον Ενκιντού, το φίλο μου,
βαρυά στενάζω σα γυναίκα που θρηνεί,
κλαίω τον αδελφό μου.Ε! Ενκιντού, τ' αγριογάιδουρο κι η γαζέλα
που στάθηκαν πατέρας σου για μένα
και τα τετράποδα που βόσκαγαν μαζί σου
θρηνούν για σένα.Του κάμπου και των λιβαδιών τ' αγρίμια,
οι δρόμοι μες στ' αγαπημένο σου κεδρόδασο
νύχτα και μέρα μουρμουρίζουν.Και ο μεγάλος της τειχόκλειστης Ουρούκ
θρηνεί για σένα το δάχτυλο της ευλογίας
τεντώνεται σε θρήνο.Ώ Ενκιντού, αδελφέ μου,
τσεκούρι είσουν στα πλευρά μου
κι η δύναμή μου, το ξίφος πούσερνα στη ζωή μου
κι η ασπίδα πούμπαινε μπροστά μου
φανταχτερό μου ένδυμα, το λαμπρό στολίδι.
Ακουσε, γύρω όλη η χώρα αντηχεί
σα μια μητέρα που θρηνεί.
Τα μονοπάτια που διαβήκαμε μαζί, θρηνούν,
κι ο πάνθηρας, κι ο τίγρης και τ΄ αγρίμια που κυνηγήσαμε μαζί
και το λιοντάρι, το ελάφι, η λεοπάρδαλη,
ο αίγαγρος, ο ταύρος κι η ελαφίνα.
Και το βουνό που το ποτίσαμε και σφάξαμε το φύλακά του
θρηνεί για σένα.
Και ο Ουλά, ποτάμι του Ελάμ και ο αγαπητός μας ο Ευφράτης
απ΄ όπου πέρναμε νερό για τα ασκιά μας
και οι πολεμιστές της τειχογύριστης Ουρούκ,
της πόλης όπου σκότωσες τον Ταύρο του Ουρανού,
θρηνούν για σένα.
Κι όλοι της Εριντού οι άνθρωποι
θρηνούν για σένα Ενκιντού.
Κι οι θεριστές κι οι ζευγολάτες
που κουβαλούσανε καρπό για σένα
τώρα για σένανε θρηνούν.
Κι η πόρνη, που με λάδι ευωδιαστό σε άλειψε
κλαίει πικρά για σένα τώρα.
Κι οι υπηρέτες που μ΄ αρώματα σ' αλείψανε το σώμα
θρηνούν για σένα τώρα.
Του παλατιού οι γυναίκες που τη σύζυγο σούφερναν
με της δικής σου εκλογής το δαχτυλίδι,
κλαίνε πικρά για σένα τώρα.
Κι οι νιοί που στάθηκαν αδέλφια σου,
σα νάσανε γυναίκες,
ακούρευτα αφήσανε σε πένθος τα μαλλιά τους.
Τύχη κακή με έχει καταστρέψει.
Μικρέ μου αδελφέ, Ενκιντού, αγαπημένε φίλε,
γιατί ο ύπνος τούτος σε κρατεί;
Χάθηκες μeς στην ερημιά και δε μπορείς ν' ακούσεις.
Ακούμπησε το χέρι στην καρδιά του, αλλά η καρδιά του δεν χτυπούσε
πιά, ούτε και άνοιξε ξανά τα μάτια του. Οταν ο Γκιλγκαμές ακούμπησε το
χέρι του στην καρδιά του δεν χτυπούσε πιά. Κι ο Γκιλγκαμές τον σκέπασε
με πέπλο, σαν εκείνο που ρίχνουν στη νύφη. Κι άρχισε να ορύεται με
λύσσα, σαν το λιοντάρι και σαν τη λέαινα που της πήραν τα μικρά της. Κι
έτσι θρηνώντας στριφογύριζε, γύρω στο κρεβάτι του φίλου του, τραβούσε
τα μαλλιά του και τα σκορπούσε ένα γύρω. Ξέσχισε τα λαμπρά του
φορέματα και τα πέταξε κάτω σα να ήσαν βρώμικα παλιοπράγματα.
Με το πρώτο φώς της αυγής ο Γκιλγκαμές άρχισε να φωνάζει: "Σ΄
έβαλα να κοιμηθείς σε βασιλικό κρεβάτι και να αναπαύεσαι σε κάθισμα στ΄
αριστερά μου. Και οι ηγεμόνες της γής σου φιλούσαν τα πόδια. Θέλω να
κάνω όλο το λαό της Ουρούκ να θρηνεί για σένα και να αρχίσει τα
μοιρολόγια. Κι όταν θα έχεις μπεί μέσα στη γή, για σένανε θ΄ αφήσω τα
μαλλιά μου να μεγαλώσουν. Και μές τις ερημιές θα τριγυρνώ, φορώντας
τομάρι λιονταριού". Και την επόμενη ημέρα με τα χαράματα, ο Γκιλγκαμές
άρχισε τους θρήνους. Εφτά ημέρες και εφτά νύχτες έκλαιγε για τον
Ενκιντού, μέχρι που έπεσαν τα σκουλίκια στο σώμα του. Και μόνο τότε τον
έθαψε, γιατί ο Αννουνάκι, ο κριτής τον είχε πάρει πιά.
Και τότε ο Γκιλγκαμές έβγαλε μια διακήρυξη σ΄ όλη τη χώρα, που
καλούσε να μαζευτούν από παντού οι χαλκιάδες, οι χρυσοχόοι και οι
λιθοδουλευτές. Και τους διέταξε: "Να φτιάξετε άγαλμα στο φίλο μου". Και το
άγαλμα το φτιάξανε με βαρύ λαζουρίτη στα στήθη και με χρυσό στο κορμί.
Υστερα τοποθέτησε ένα τραπέζι από σκληρό ξύλο και πάνω του έβαλε ένα
δοχείο από λαζουρίτη γεμάτο βούτυρο. Κι αυτά τα πρόσφερε στο Θεό Ηλιο.
Και κλαίγοντας έφυγε.
4. Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΖΩΗΣ
Ο Γκιλγκαμές έκλαψε πικρά το φίλο του τον Ενκιντού, και ύστερα
περιπλανήθηκε στην ερημιά σαν κυνηγός, και γύρισε όλους τους κάμπους.
Μέσα στην πίκρα του φώναζε: "Πώς είναι δυνατό να σταματήσω; Πώς είναι
δυνατό να ησυχάσω; Απελπισία πνίγει την καρδιά μου. Που είναι τώρα ο
αδελφός μου; Και τι θα γίνω όταν θα πεθάνω; Επειτα φοβάμαι το θάνατο,
θα κάνω ότι μπορέσω για να βρώ τον Ουτναπιστίμ που τον αποκαλούν
"Μακρινό", γιατί αυτός κατάφερε να μπεί στο συμβούλιο των Θεών". Και
έτσι ο Γκιλγκαμές περιφερόταν στις ερημιές, περπάτησε πράσινες χώρες
και συνέχιζε ένα ταξίδι που κρατούσε πολύ χρόνο, αναζητώντας τον
Ουτναπιστίμ, που τον είχαν πάρει οι θεοί μετά τον κατακλυσμό και τον
εγκατέστησαν στη χώρα Ντίλμουν, στους κήπους του ήλιου. Και κεί του
χάρισαν την αιώνια ζωή.
Το βράδυ όταν ο Γκιλγκαμές έφτασε στη στενή διάβαση του βουνού,
έκανε την προσευχή του: "Σε τούτο το βουνήσιο πέρασμα παλιότερα είχα
δεί λιοντάρια και τρόμαξα και σήκωσα τα μάτια μου προς το φεγγάρι.
Προσευχήθηκα. Κι η προσευχή μου έφτασε στους Θεούς. Και τώρα, ώ! θεέ
του φεγγαριού Σίν, προστάτεψέ με". Κι όταν τελείωσε την προσευχή του
ξάπλωσε και κοιμήθηκε. Και ξύπνησε από ένα όνειρο. Είδε ολόγυρά του τα
λιοτάρια ζωντανά να καμαρώνουν. Και τότε άρπαξε στα χέρια του το
τσεκούρι, τράβηξε το ξίφος του από τη μέση και έπεσε πάνω τους σα βέλος
από τόξο. Και τα χτύπησε, τα κατάστρεψε και τα διέλυσε. Κι έτσι ο
Γκιλγκαμές έφθασε σε κείνο το ψηλό βουνό που το λένε Μασού, το βουνό
που κρατάει την ανατολή και τη δύση του ήλιου. Η διπλή του κορυφή είναι
ψηλή ως τα τείχη του ουρανού. Και οι θηλές τους μπαίναν βαθειά στον
Κάτω Κόσμο. Την πύλη του την φύλαγαν οι σκορπιοί: μισοί άνθρωποι και
μισοί δράκοι. Η δόξα τους είναι τρομερή. Η ματιά τους φέρνει το θάνατο
στους ανθρώπους. Ο φωτεινός τους φωτοστέφανος λαμποκοπάει στο
βουνό που φυλάει τον ανατέλλοντα ήλιο. Οταν τους αντίκρυσε ο
Γκιλγκαμές, σκέπασε αμέσως τα μάτια του. Υστερα πήρε κουράγιο και
πλησίασε. Οταν τον είδανε να πλησιάζει άφοβα, ο Ανθρωπος - Σκορπιός
είπε στο σύντροφό του: "Αυτός εκεί που έρχεται κατά δώ είναι από θεϊκή
σάρκα". Κι ο σύντροφος του Ανθρώπου - Σκορπιού του είπε: "Κατά τα δύο
τρίτα είναι Θεός και κατά το ένα τρίτο άνθρωπος".
Και τότε φώναξαν στον Γκιλγκαμές, φώναξαν στο παιδί των Θεών:
"Γιατί κάνατε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, διασχίζοντας τα επικίνδυνα νερά; Πές
μας για ποιό λόγο έφθασες εδώ;". Κι ο Γκιλγκαμές απάντησε: "Για χάρη του
Ενκιντού. Τον αγαπούσα πολύ. Μαζί δοκιμάσαμε όλες τις σκληρότητες. Και
είρθα για χάρη του επειδή τον πήρε η κοινή μοίρα των ανθρώπων. Εκλαψα
το χαμό του εφτά μέρες και νύχτες. /εν ήθελα να θάψω το σώμα του, γιατί
πίστευα πώς ο φίλος μου θα ξαναγύριζε εξ αιτίας των δακρύων μου. Από
τότε που έφυγε η ζωή μου δεν είναι τίποτα. Και γι΄ αυτό ταξίδεψα μέχρις
εδώ. Αναζητώ τον Ουτναπιστίμ, τον πατέρα μου. Γιατί οι άνθρωποι λένε
πώς μπήκε στη σύναξη των Θεών και κέρδισε την αιώνια ζωή. Κι έχω την
επιθυμία να τον ρωτήσω να μου εξηγήσει τη ζωή και το θάνατο". Ο
Ανθρωπος - Σκορπιός άνοιξε το στόμα του και είπε στον Γκιλγκαμές:
"Κανένας άνθρωπος που γεννήθηκε από γυναίκα δεν κατόρθωσε αυτό που
γυρεύεις. Κανείς θνητός δεν μπείκε στο βουνό. Το μήκος του είναι δώδεκα
λεύγες σκοτεινιά. Και δεν υπάρχει φώς σ΄ αυτό το χώρο. Η καρδιά πνίγεται
από τη σκοτεινιά. Από την ανατολή και μέχρι τη δύση του ήλιου δεν
υπάρχει φώς". Ο Γκιλγκαμές είπε: "Κι αν είτανε να πάω στη λύπη και στον
πόνο αναστενάζοντας και κλαίγοντας, θα πήγαινα. Ανοιξε λοιπόν την Πϋλη
του βουνού". Κι ο Ανθρωπος - Σκορπιός είπε: "Προχώρησε Γκιλγκαμές,
σου επιτρέπω να περάσεις μέσα από το βουνό Μασού και μέσα από την
υψηλή τάξη. Ισως τα πόδια σου γερά να σε ξαναφέρουν στην πατρίδα σου.
Η πύλη του βουνού είναι ανοικτή".
Οταν ο Γκιλγκαμές τον άκουσε έκανε ότι του είπε ο Ανθρωπος -
Σκορπιός και ακολούθησε το δρόμο του ήλιου προς την ανατολή, μέσα από
το βουνό. Οταν προχώρησε μια λεύγα, η σκοτεινιά έγινε γύρω του πυκνή,
γιατί δεν είχε φώς και δεν μπορούσε τίποτα μπροστά και πίσω του να δεί.
Μετά τη δεύτερη λεύγα η σκοτεινιά έγινε πυκνή και φώς δεν ήταν πουθενά.
Και δεν μπορούσε τίποτα, μπροστά και πίσω του να δεί. Σαν τέλειωσε την
πέμπτη λεύγα, η σκοτεινιά έγινε πυκνή και φώς δεν ήταν πουθενά. Και δεν
μπορούσε τίποτα μπροστά και πίσω του να δεί. Σαν τέλειωσε η έκτη λεύγα
η σκοτεινιά έγινε πυκνή και φώς δεν ήταν πουθενά. Και δεν μπορούσε
τίποτα, μπροστά και πίσω του να δεί. Σαν τέλειωσε κι η έβδομη η λεύγα, η
σκοτεινιά έγινε πυκνή και φώς δεν ήταν πουθενά. Και δεν μπορούσε
τίποτα, μπροστά και πίσω του να δεί. Κι όταν περπάτησε και τις οκτώ
λεύγες, ο Γκιλγκαμές έβγαλε μια δυνατή κραυγή, γιατί η σκοτεινιά ήταν
πυκνή και δεν μπορούσε τίποτα μπροστά και πίσω του να δεί. Στην ένατη
τη λεύγα ένοιωσε κατάμουτρα το βοριά, αλλά η σκοτεινιά ήταν πυκνή, φώς
δεν υπήρχε πουθενά και δεν μπορούσε τίποτα μπροστά και πίσω του να
δεί. Μετά τη δέκατη τη λεύγα, το τέλος έφτανε. Μετά την ενδέκατη τη λεύγα,
φάνηκε το φώς της αυγής. Στο τέλος της δωδέκατης λεύγας πρόβαλε ο
ήλιος.
Κι εκεί υπήρχε ο κήπος των Θεών. Ολόγυρά του ήταν θάμνοι
φορτωμένοι με πολύτιμα στολίδια. Οταν τον αντίκρυσε προχώρησε ίσια
προς τα εκεί, γιατί εκεί κρεμόντανε δοχεία από καρνέλιαν γεμάτα κρασί με
θαυμάσια όψη. Τα φύλλα ήταν από παχύ λαγουρίτη και οι πολύτιμοι
καρποί τους που φαινόταν στο βάθος έδειχναν να είναι γλυκείς. Για αγκάθια
και για βελόνες των θάμνων είχαν αιματίνη και πολύτιμες πέτρες, αχάτη και
μαργαριτάρια που βγαίναν από τη θάλασσα. Ενώ ο Γκιλγκαμές
προχωρούσε από την άκρη της θάλασσας προς τον κήπο τον είδε ο
Σαμάς. Και είδε ο Σαμάς πώς είτανε ντυμένος με δέρμα ζώων και είχε φάει
τις σάρκες τους. Ηταν καταθλιμένος και του είπε: "Κανείς θνητός δεν
διάβηκε πρίν από σένα σε τούτα δώ τα μέρη κι ούτε ποτέ θα φθάσει, όσο
θα φυσάει ο άνεμος στη θάλασσα". Και πρόσθεσε στο Γκιλγκαμές: "Ποτέ
δεν θα βρείς τη ζωή που αναζητάς". ΚΙ ο Γκιλγκαμές είπε στον ένδοξο
Σαμάς: "Τώρα που ταλαιπωρήθηκα και τσακίστηκα μέσα στην έρημο,
πρέπει να κοιμηθώ και να σκεπάσει η γή για πάντα το κεφάλι μου; Αφησε
τα μάτια μου να κοιτάξουν τον ήλιο μέχρι να ζαλιστώ. Παρ΄ όλο που δεν
είμαι καλύτερα από το νεκρό, αφήστε με να δώ το φώς του ήλιου".
Πίσω από τη θάλασσα ζεί η γυναίκα του κρασιού, αυτή που φτιάχνει
το κρασί. Η Σιντουρί κάθεται στον κήπο στην άκρη της θάλασσας, με τα
χρυσά τα κύπελα και τα χρυσά πιθάρια που της χάρισαν οι Θεοί. Ηταν
σκεπασμένη με πέπλο. Και από κεί που καθόταν είδε το Γκιλγκαμές να
προχωράει προς αυτήν, φορώντας δέρματα στις θεϊκές του σάρκες, αλλά
με πνιγμένη την καρδιά του στην απελπισία και με πρόσωπο σαν του
ανθρώπου που ταξίδεψε πολύ. Τον κοίταξε κι όπως αναμέτρησε την
απόσταση είπε μέσα της: "Ασφαλώς κάποιος κακούργος είναι. Αλλά τι
γυρεύει εδώ;". Και μαντάλωσε με διπλό μάνταλο την πόρτα. Αλλά ο
Γκιλγκαμές που άκουσε το θόρυβο του μάνταλου έρριξε προς τα πίσω το
κεφάλι και πάτησε το πόδι του στην πόρτα. Και της φώναξε: "Κοπέλλα, εσύ
που κάνεις το κρασί, γιατί μαντάλωσες την πόρτα σου; Θα σπάσω και θα
συντρίψω την πόρτα σου, γιατί εγώ είμαι ο Γκιλγκαμές, που έπιασε και
σκότωσε τον ταύρο του ουρανού, που σκότωσε το φύλακα του δάσους των
Κέδρων, που ανέτρεψε το Χουμπαμπά που ζούσε μες το δάσος και
σκότωσε και τα λιοντάρια στο διάσελο του βουνού". Και τότε η Σιντουρί του
είπε: "Αν είσαι εσύ ο Γκιλγκαμές που έπιασε και σκότωσε τον ταύρο του
ουρανού, που σκότωσε το φύλακα του δάσους των Κέδρων, που ανέτρεψε
το Χουμπαμπά και σκότωσε και τα λιοντάρια στο διάσελο του βουνού, γιατί
τα μάγουλά σου είναι τόσο λιμασμένα κι είναι τόσο στεγνό το πρόσωπό
σου; Γιατί είναι πνιγμένη στην απελπισία η καρδιά σου κι είναι το πρόσωπό
σου σαν εκείνου που ταξίδεψε πολύ; Κι ακόμα γιατί το πρόσωπό σου είναι
ξεροψημένο από τη ζέστα και το κρύο και γιατί έφτασες εδώ
περιπλανόμενος μέσα στα λιβάδια, αναζητώντας τον αέρα;".
Κι ο Γκιλγκαμές της αποκρίθηκε: "Και πώς να μην είναι λιμασμένα τα
μάγουλά μου και να μην είναι στεγνό το πρόσωπό μου; Πνιγμένη στην
απελπισία είναι η καρδιά μου κι είναι το πρόσωπό μου σαν εκείνου που
ταξίδεψε πολύ και ξεροψήθηκε από τη ζέστη και το κρύο. Και γιατί να μην
περιπλανηθώ μέσα στα λιβάδια, αναζητώντας τον αέρα; Ο φίλος μου, ο πιό
μικρός μου αδελφός, αυτός που κυνηγούσε το αγριογάιδουρο στις ερημιές,
τον πάνθηρα στους κάμπους, ο φίλος μου, ο πιό μικρός μου αδελφός, που
έπιασε και σκότωσε τον Ταύρο του Ουρανού και που ανέτρεψε το
Χουμπαμπά στο δάσος των Κέδρων, ο φίλος μου ο πολυαγαπημένος που
πλάι μου ριψοκινδύνεψε, ο Ενκιντού ο αδελφός μου, που τον αγάπησα
πολύ, εχάθηκε. Τον άρπαξε το τέλος των θνητών. Και έκλαψα γι΄ αυτόν
εφτά ημέρες και εφτά νύχτες, μέχρι που πέσαν τα σκουλίκια στο σώμα του.
Εξ αιτίας του αδελφού μου φοβήθηκα το θάνατο, εξ αιτίας του αδελφού μου
άρχισα να τρέχω και αναπαμό δε βρίσκω. Αλλά τώρα κοπέλλα μου, εσύ
που φτιάχνεις το κρασί, από τη στιγμή που είδα το πρόσωπό σου, μή με
αφήνεις να γνωρίσω το πρόσωπο του θανάτου που τόσο πολύ φοβάμαι".
Κι εκείνη του αποκρίθηκε: "Γκιλγκαμές για που τρέχεις; Ποτέ δεν
πρόκειται να βρείς τη ζωή που ζητάς. Οταν οι Θεοί δημιούργησαν τον
άνθρωπο, του έδωσαν για μοίρα του το θάνατο, ενώ τη ζωή την κράτησαν
μόνο για τον εαυτό τους. Οσο για σένα Γκιλγκαμές γιόμισε την κοιλιά σου
με ευχάριστα. Μέρα και νύχτα, νύχτα και μέρα, χόρευε και απόλαυσε, πίνε
και γλέντησε. Φόρεσε καινούργια ρούχα, πλύνε το σώμα σου στο νερό,
αγάπα το παιδάκι που κρατάς στο χέρι σου και κάνε τη γυναίκα σου στην
αγκαλιά σου ευτυχισμένη. Γιατί κι αυτό είναι στη μοίρα του ανθρώπου".
Αλλά ο Γκιλγκαμές είπε στη Σιντουρί, τη νέα κοπέλλα του κρασιού: "Πώς
είναι δυνατό να σιωπήσω, πώς είναι δυνατό να βρώ αναπαμό, όταν ο
Ενκιντού που τόν αγάπησα πολύ έγινε σκόνη κι όταν και γώ θα πεθάνω και
θα με βάλουνε στη γή για πάντα;". Κι ύστερα της ξανάπε: "Νέα κοπέλλα,
πές μου τώρα ποιός ειν΄ ο δρόμος για να βρώ τον Ουτναπιστίμ, το γιό του
Ουμπάρα - Τουτού; Ποιά κατεύθυνση πρέπει να πάρω! Θα διαπλεύσω και
τον κεανό αν είναι δυνατό. Κι αν δεν είναι δυνατό, θα πλανηθώ ακόμα πιό
μακρυά στην έρημο". Κι αυτή, που φτιάχνει το κρασί του είπε: "Γκιλγκαμές,
δεν υπάρχει τρόπος να διαπλεύσεις τον κεανό. Από όπου και αν είρθες
και από την πανάρχαια αν είσαι εποχή δεν είσαι ικανός αυτή τη θάλασσα
για να διαβής. Μόνο ο ήλιος μέσα στη δόξα του μπορεί να διαπερνάει
αυτόν τον κεανό. Αλλά κανείς πέρα από το Σαμάς δεν τον πέρασε ποτέ.
Ο τόπος και το πέρασμα είναι δύσκολα. Και τα νερά του θανάτου που
ρέουν ανάμεσά του είναι βαθειά. Γκιλγκαμές πώς είναι δυνατό να
διαπλεύσεις έναν τέτοιο ωκεανό; Κι όταν θα φτάσεις στα νερά του θανάτου
τι θα κάνεις; Παρ΄ όλα αυτά Γκιλγκαμές, κάτω εκεί στο δάσος θα βρείς τον
Ουρσαναμπί, τον πορθμέα του Ουτναπιστίμ. Αυτός κρατάει τα ιερά
πράγματα, τα πέτρινα πράγματα. Στο πλοίο του έχει πλώρη ερπετού.
Ερεύνησέ τον καλά. Και αν είναι δυνατό θα διαπλεύσεις μαζί του τα νερά.
Αλλά αν δεν είναι δυνατό, πρέπει να γυρίσεις πίσω".
Οταν τα άκουσε αυτά ο Γκιλγκαμές θύμωσε. Πήρε στο χέρι του το
τσεκούρι του, έσυρε και το σπαθί του από τη μέση και χύθηκε σα βέλος
στην άκρη στη θάλασσα. Από το θυμό του έσπασε τις πέτρες μπήκε μέσα
στο δάσος και κάθισε. Ο Ουρσαναμπί είδε τη λάμψη του σπαθιού, άκουσε
το τσεκούρι και είπε στο Γκιλγκαμές: "Πές μου ποιό είναι το όνομά σου;
Εγώ είμαι ο Ουρσαναμπί, ο πορθμέας του Ουτναπιστίμ, του Μακρινού". Κι
εκείνος του αποκρίθηκε: "Γκιλγκαμές είναι το όνομά μου, είμαι από την
Ουρούκ, από τον οίκο του Ανού". Κι ο Ουρσαναμπί του αποκρίθηκε: "Γιατί
τα μάγουλά σου είναι λιμασμένα κι είναι στεγνό το πρόσωπό σου; Γιατί
έχεις απελπισία στην καρδιά κι είναι το πρόσωπό σου σαν εκείνου που
ταξίδεψε πολύ; Κι ακόμα γιατί το πρόσωπό σου είναι ξεροψημένο από τη
ζέστη και το κρύο. Και γιατί έφτασες εδώ περιπλανημένος μέσα στα
λειβάδια, αναζητώντας τον αέρα;". Κι ο Γκιλγκαμές του αποκρίθηκε: "Πώς
είναι δυνατό να μην είναι λιμασμένα τα μάγουλά μου και να μην είναι
στεγνό το πρόσωπό μου σαν εκείνου που ταξίδεψε πολύ. Ξεροψήθηκα
από τη ζέστη και το κρύο. Πώς να μην περιπλανηθώ μέσα στα λειβάδια; Ο
φίλος μου ο πιό μικρός μου αδελφός, που έπιασε και σκότωσε τον Ταύρο
του Ουρανού και που ανέτρεψε το Χουμπαμπά στο δάσος των Κέδρων, ο
φίλος μου ο αγαπημένος που πλάι μου ριψοκινδύνεψε, ο Ενκιντού ο
αδελφός μου που τον αγάπησα πολύ εχάθει. Τον άρπαξε το τέλος των
θνητών. Και έκλαψα γι΄ αυτόν εφτά ημέρες και εφτά νύχτες, μέχρι που
πέσαν τα σκουλίκια στο σώμα του. Εξ αιτίας του αδελφού μου φοβήθηκα το
θάνατο, εξ αιτίας του αδελφού μου άρχισα να τρέχω στις ερημιές και
αναπαμό δεν βρίσκω. Η μοίρα του βαραίνει πάνω μου. Πώς είναι δυνατό
να σιωπήσω και να ηρεμήσω; Αυτός είναι πιά σκόνη. Κι εγώ θα πεθάνω.
Και μένα θα με βάλουνε για πάντα στη γή. Φοβήθηκα το θάνατο. Και γι΄
αυτό Ουρσαναμπί πές μου που είναι ο δρόμος που οδηγεί στον
Ουτναπιστίμ; Αν είναι δυνατό, θα διασχίσω και τα νερά του θανάτου. Αν όχι
θα συνεχίσω ακόμα να πλανιέμαι μέσα στην ερημιά".
Ο Ουρσαναμπί του είπε: "Γκιλγκαμές τα ίδια σου τα χέρια σε
εμποδίζουνε να διαπλεύσεις τον κεανό. Οταν έσπαζες τα πέτρινα
αντικείμενα, έσπαζες την ασφάλεια του πλοίου". Ο Γκιλγκαμές του
αποκρίθηκε: "Γιατί είσαι τόσο θυμωμένος μαζί μου, Ουρσαναμπί, αφού εσύ
διαπερνάς τον κεανό νύκτα και ημέρα κι όλες τις εποχές του χρόνου;". Κι
ο Ουρσαναμπί του είπε: "Αυτές οι πραγματικές πέτρες ήσαν εκείνες που με
μετέφεραν με σιγουριά πάνω από τον κεανό. Τώρα όμως Γκιλγκαμές
πήγαινε μέσα στο δάσος με το τσεκούρι σου κόψε πασάλους. Κόψε εκατόν
είκοσι πασάλους. Και κόψε τους εξήντα κυβικά μήκος. Βάψε τους με πίσσα,
δέσε τους με στεφάνι και φέρε τους εδώ". Οταν ο Γκιλγκαμές άκουσε αυτά,
πήγε στο δάσος έκοψε πασάλους, εκατόν είκοσι τον αριθμό. Και τους
έκοψε εξήντα κυβικά μήκος. Τους έβαψε με πίσσα, τους έβαλε στεφάνι και
τους πήγε στον Ουρσαναμπί. Μ΄ αυτούς επενδύσανε το πλοίο ο
Γκιλγκαμές και ο Ουρσαναμπί μαζί. Και έτσι ανοιχτήκαν στον κεανό. Για
τρείς ημέρες συνέχιζαν το ταξίδι τους και είχαν διανύσει διάστημα ενός
μηνός και δέκα πέντε ημερών. Και τότε ο Ουρσαναμπί οδήγησε το πλοίο
του στα νερά του θανάτου. Και είπε ο Ουρσαναμπί στον Γκιλγκαμές:
"Βιάσου. Πάρε ένα πάσαλο και σπρώξε τον προς τα εκεί, αλλά πρόσεξε τα
χέρια σου να μην αγγίξουν τα νερά". Ο Γκιλγκαμές πήρε έναν δεύτερο
πάσαλο, ύστερα έναν τρίτο κι ένα τέταρτο πάσαλο. Υστερα ο Γκιλγκαμές
πήρε έναν πέμπτο, έναν έκτο και έναν έβδομο πάσαλο. Κι ο Γκιλγκαμές
πήρε τον όγδοο, τον ένατο και το δέκατο πάσαλο. Κι ο Γκιλγκαμές πήρε τον
ενδέκατο και το δωδέκατο πάσαλο. Και αφού πέταξε τους εκατόν είκοσι
πασάλους ο Γκιλγκαμές χρησιμοποίησε τον τελευταίο. Και ύστερα
γυμνώθηκε ο ίδιος. Υψωσε το μπράτσο του σε κατάρτι και έκαμε τα ρούχα
του πανιά. Και έτσι ο Ουρσαναμπί, ο πορθμέας μετέφερε το Γκιλγκαμές
στον Ουτναπιστίμ, που τον ελέγανε και "Μακρινό", που ζούσε στο
Ντιλμούν, στη χώρα που περνάει ο ήλιος ανατολικά του βουνού. Μόνο σ΄
αυτόν οι θεοί, απ΄ όλους τους ανθρώπους χάρισαν την αιώνια ζωή.
Και τώρα ο Ουτναπιστίμ από εκεί που ζούσε με άνεση, κοίταξε
μακρυά και είπε μέσα του απορώντας: "Γιατί το πλοίο να πλέει χωρίς
άρμενα και κατάρτι; Γιατί να καταστράφηκαν οι ιερές πέτρες; Και γιατί δεν
φαίνεται κατάρτι στο πλοίο; Ο άνθρωπος που έρχεται δεν είναι απ΄ τους
δικούς μου. Απ΄ ότι βλέπω, ο άνθρωπος αυτός έχει σκεπασμένο το σώμα
του με δέρματα ζώων. Ποιός να είναι αυτός που ακολουθεί πίσω από τον
Ουρσαναμπί και που ασφαλώς δεν είναι από τους δικούς μου;". Και ο
Ουτναπιστίμ τον παρακολουθούσε με το βλέμμα του και του είπε: "Ποιό
είναι το όνομά σου εσένα που έρχεσαι εδώ, φορώντας δέρμα ζώων και που
τα μάγουλά σου είναι λιμασμένα κι είναι στεγνό το πρόσωπό σου; Γιατί
έρχεσαι τόσο βιαστικός; Γιατί έκανες τούτο το μεγάλο ταξίδι και γιατί
διέπλευσες θάλασσες που το πέρασμά τους είναι επικίνδυνο; Πές μου
λοιπόν τους λόγους που είρθες εδώ". Και κείνος του αποκρίθηκε:
"Γκιλγκαμές είναι το όνομά μου. Είμαι από την Ουρούκ από τον οίκο του
Ανού". Και τότε ο Ουτναπιστίμ του είπε: "Αν είσαι σύ ο Γκιλγκαμές, γιατί τα
μάγουλά σου είναι τόσο λιμασμένα κι είναι στεγνό το πρόσωπό σου; Γιατί η
καρδιά σου είναι πνιγμένη στην απελπισία κι είναι το πρόσωπό σου σαν
εκείνου που ταξίδεψε πολύ; Κι ακόμα γιατί το πρόσωπό σου είναι
ξεροψημένο από τη ζέστη και το κρύο; Και γιατί έφτασες εδώ αφού
περιπλανήθηκες στις ερημιές, αναζητώντας τον αέρα;".
Κι ο Γκιλγκαμές του είπε: "Πώς να μην είναι λιμασμένα τα μάγουλά
μου και στεγνό το πρόσωπό μου; Πνιγμένη στην απελπισία είναι η καρδιά
μου. Κι είναι το πρόσωπό μου σαν το πρόσωπο αυτού που ταξίδεψε πολύ
και ξεροψήθηκε στη ζέστη και στο κρύο. Και γιατί ναμην περιπλανηθώ στα
λειβάδια; Ο φίλος μου, ο πιό μικρός μου αδελφός που έπιασε και σκότωσε
τον Ταύρο του Ουρανού κι ανέτρεψε το Χουμπαμπά στο δάσος των
Κέδρων, ο φίλος μου ο πολυαγαπημένος, που πλάι μου ριψοκινδύνεψε, ο
Ενκιντού ο αδελφός μου, που τον αγαπούσα πολύ, εχάθηκε. Τον άρπαξε
το τέλος των θνητών. Και έκλαψα γι΄ αυτόν εφτά ημέρες και εφτά νύχτες
μέχρι που πέσαν τα σκουλίκια στο σώμα του. Εξ αιτίας του αδελφού μου
άρχισα να τρέχω στις ερημιές. Η μοίρα του βαραίνει πάνω μου. Πώς είναι
δυνατό να σιωπήσω και να ηρεμήσω; Αυτός είναι πιά σκόνη. Και γώ θα
πεθάνω και θα με βάλουνε για πάντα στη γή". Κι ύστερα ξανάπε ο
Γκιλγκαμές στον Ουτναπιστίμ: "Είρθα για να βρώ αυτόν που τον
αποκαλούν "Μακρινό". Γι΄ αυτό έκανα τούτο το ταξίδι. Γι΄ αυτό
περιπλανήθηκα στον κόσμο, γι΄ αυτό υπερπήδησα πολλές δυσκολίες. Γι΄
αυτό πέρασα θάλασσες. Γι΄ αυτό κουράστηκα ταξιδεύοντας. Οι αλοιφές
είναι οι πόνοι μου. Και ξέχασα τον ύπνο που είναι τόσο γλυκός. Τα ρούχα
μου ξεσχίστηκαν πρίν να φτάσω στο σπίτι της Σιντουρί. Σκότωσα την
αρκούδα και την ύαινα, το λιοντάρι και τον πάνθηρα, την τίγρη, το αρσενικό
ελάφι και τον αίγαγρο και όλα τα είδη αγριμιών μαζί και τα μικρά πλάσματα
των λειβαδιών. Εφαγα το κρέας τους και φόρεσα τα δέρματά τους. Κι έτσι
κατάφερα να φτάσω στο σπίτι της Σιντουρί, τηςνεαρής κοπέλλας που
φτιάχνει τα κρασιά, η οποία μούκλεισε την πόρτα της με πίσσα και κατράμι.
Μα απ΄ αυτήν πήρα την κατεύθυνση του ταξιδιού. Και έτσι έφτασα στον
Ουρσαναμπί, τον πορθμέα και μαζί του πέρασα τα νερά του θανάτου. Ώ
πατέρα Ουτναπιστίμ, εσύ που μπήκες στη σύναξη των Θεών, ήθελα να σε
ρωτήσω για ζητήματα, που έχουν σχέση με τη ζωή και με το θάνατο και για
το πώς θα βρώ τη ζωή που αναζητάω".
Κι ο Ουτναπιστίμ του αποκρίθηκε: "/εν υπάρχει σταθερότητα.
Φτιάχνουμε σπίτι, που να μείνει για πάντα; Κλείνουμε συμφωνίες που να
ισχύουν για πάντα; Τ΄ αδέλφια μοιράζουν την κληρονομιά για να την
κρατήσουν για πάντα; Μπορεί να διαρκέσει για πάντα η πλημμύρα των
ποταμών; Μονάχα η νύμφη του φτερωτού του δράκοντα που ρίχνει το
σκουλίκι της και μπορεί να κοιτάζει κατάματα τον ήλιο, μπορεί να μας
μοιάζει. Από τα πανάρχαια τα χρόνια τίποτα δεν μένει αμετάβλητο. Ο
ύπνος και ο θάνατος είναι πολύ διαφορετικά πράγματα. Κι όμως ο ύπνος
μοιάζει με το θάνατο. Τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα στον κύριο και στον
υπηρέτη του στο θάνατο; Αφού ο Αννουνάκι ο κριτής και η Μαμμέτουμ, η
μάνα της τύχης, καθορίζουν τις μοίρες των ανθρώπων, η ζωή κι ο θάνατος
μοιράζονται, αλλά η μέρα του θανάτου δεν αποκαλύπτεται".
Και τότε ο Γκιλγκαμές είπε στον Ουτναπιστίμ, στο "Μακρινό": "Σε
κοιτάζω Ουτναπιστίμ και βλέπω πώς το παρουσιαστικό σου δεν είναι
διαφορετικό από το δικό μου. Τίποτα το παράξενο δεν έχει η όψη σου.
Νόμιζα πώς θα έβρισκα κάποιον που να μοιάζει με ήρωα έτοιμο για μάχη.
Αλλά εσύ εδώ ζείς μέσα στις ανέσεις σου. Πές μου λοιπόν, πώς τα
κατάφερες και μπήκες στη συντροφιά των Θεών και ύστερα κέρδισες την
αιώνια ζωή;". Κι ο Ουτναπιστίμ είπε στο Γκιλγκαμές: "Θα σου αποκαλύψω
ένα μυστήριο. Θα σου μιλήσω για ένα μυστικό των Θεών".
5. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΥ
"Ξέρεις την πόλη Σουρρουπάκ που βρίσκεται στις όχθες του
Ευφράτη; Η πόλη αυτή είναι πολύ παλιά κι ακόμα πιό παλιοί είν΄ οι Θεοί
της. Εκεί ήταν ο Ανού, ο κυρίαρχος του στερεώματος, ο πατέρας των
Θεών. Eκεί ήταν κι ο πολεμικός Ελνίλ ο σύμβουλός τους, ο Νινούρτα ο
βοηθός, και ο Εννουζί ο επιτηρητής των καναλιών. Μαζί τους ήταν κι ο Εά.
Κείνον τον καιρό ο κόσμος πλήθαινε πολύ, οι άνθρωποι γεννοβολούσαν. Ο
κόσμος μούγκριζε σαν άγριος ταύρος. Οι μεγάλοι θεοί αναστατώθηκαν από
τις κραυγές τους. Ο Ενλίλ που άκουσε τις φωνές τους είπε στο Συμβούλιο
των Θεών: Οι βρυχηθμοί των ανθρώπων είναι ανυπόφοροι. Και δεν μπορεί
κανείς να κοιμηθεί μέσα σε τούτη την αταξία. Και τότε οι θεοί πρόθυμα
αποφάσισαν να εξαπολύσουν τον κατακλυσμό. Αλλά ο κύριός μου ο Εά, με
προειδοποίησε με ένα όνειρο. Ψιθύρισε τούτα τα λόγια στο καλαμόσπιτό
μου: "Καλαμόσπιτο, Καλαμόσπιτο, τείχος! ώ τείχος! άκουσε με προσοχή
καλαμόσπιτο που μοιάζεις τείχος. Ανθρωπε του Σουρρουπάκ, γιέ του
Ουμπάρα - Τουτού, γκρέμισε το σπίτι σου και φτιάξε ένα πλοίο. Παράτησε
την περιουσία σου και φρόντισε για τη ζωή σου. Περιφρόνησε τα αγαθά του
κόσμου και σώσε μόνο τη ζωή σου. Σου λέω: γκρέμισε το σπίτι σου και
φτιάξε πλοίο. Κι αυτά πρέπει να είναι τα μέτρα του πλοίου που θα φτιάξεις:
οι πλευρές του πλοίου να είναι ίσες. Το κατάστρωμά του να είναι
σκεπασμένο σαν το θόλο που σκεπάζει την άβυσσο. Και πάρε στο πλοίο
σου σπόρους όλων των ζωντανών πλασμάτων".
Οταν ξημέρωσε όλη μου η οικογένεια μαζεύτηκε γύρω μου. Τα παιδιά
κουβαλούσαν πίσσα και οι άντρες έκαναν ότι μπορούσαν. Την Πέμπτη
ημέρα είχα έτοιμη την καρίνα και τα πλευρά. Κι ύστερα έφτιαξα γρήγορα το
σανίδωμα. Ο χώρος του ήταν ένα άκρ. Κάθε πλευρά του πλοίου
λογαριαζόταν σε εκατόν είκοσι κυβικά και το σχήμα του ήταν τετράγωνο.
Κατασκεύασα έξη καταστρώματα, το ένα κάτω από το άλλο, άθροισμα
εφτά. Τα χώρισα σε εννέα τμήματα με διαχώρισμα ανάμεσά τους. Οπου
χρειαζόταν έκανα χωρίσματα. Επιθεώρησα τα άρμενά του και έβαλα μέσα
εφόδια. Οι αχθοφόροι κουβάλησαν τα ειδικά λαγίνια με το λάδι. Ερριξα
πίσσα στην εστία και άσφαλτο και λάδι στο καλαφάτισμα και ακόμα πιό
πολύ αποθηκεύτηκε στο πλοίο. Εσφαξα ταύρο για τους ανθρώπους του
πλοίου και κάθε ημέρα έσφαζαν πρόβατα. Εδωσα στους εργάτες του
πλοίου άφθονο κρασί, θαρρείς και είτανε νεράκι, δυνατό κρασί και κοκκινέλι
και σκούρο και άσπρο κρασί. Και το γιορτάσαμε όπως γιορτάζουμε την
γιορτή της πρωτοχρονιάς. Εγώ ο ίδιος άλειψα το κεφάλι μου με αρωματικό
λάδι. Και την έβδομη ημέρα το πλοίο ήταν έτοιμο πέρα για πέρα.
/υσκολευτήκαμε στην καθέλκυσή του. Ανεβοκατεβάζαμε τα έρμα του
πλοίου, μέχρι που το πλοίο βυθίστηκε κατά δυό τρίτα. Φόρτωσαν πάνω
όλο το χρυσάφι που είχα και όλα τα ζωντανά, την οικογένειά μου, τους
συγγενείς μου, τα κτήνη του αγρού, τα άγρια και τα ήμερα και όλους τους
τεχνίτες. Τους ανέβαζα στο κατάστρωμα, γιατί είχε πληρωθεί ο χρόνος που
είχε ορίσει ο Σαμάς: "Τη βραδιά που ο καβαλάρης της θύελλας σκορπούσε
την καταστροφική του βροχή, έμπα μέσα στο πλοίο σου και κατέβασε τις
σκαλωσιές σου". Ο χρόνος είχε πληρωθεί. Εφθασε η νύχτα. Ο καβαλάρης
της θύελλας έστειλε τη βροχή. Κοίτταξα τον καιρό και ήταν τρομερός. Και
έτσι μπήκα στο πλοίο και κατέβασα τις σκαλωσιές. Τώρα είχαν όλα
συμπληρωθεί: και η σκαλωσιά και το καλαφάτισμα. Και έτσι έδωσα το
τιμόνι στον Πουζούρ Αμουρρί, τον πηδαλιούχο, μαζί με την ευθύνη της
ναυσιπλοϊας και τη φροντίδα του πλοίου. Με τα χαράματα ένα μαύρο
σύννεφο φάνηκε στον ορίζοντα. Βροντούσε μέσα εκεί που περνούσε ο
κύριος της θύελλας καβαλάρης, ο Αντάντ. Μπροστά, πάνω από το λόφο
και τον κάμπο του Σουλλάτ και Χανίς προχωρούσαν οι κήρυκες της
θύελλας. Και τότε φάνηκε ο θεός της αβύσσου. Ο Νεργκάλ έσπασε τους
υδατοφράκτες και των νερών του κάτω κόσμου. Ο Νικούρτας ο κύριος του
πολέμου έσπασε τα φράγματα και οι εφτά κριτές της κόλασης και ο
Αννουνάκι ύψωσαν τους δαυλούς τους για να φωτίσουν τη γή με το ωχρό
τους φώς. Μια ναρκωτική απελπισία υψώνονταν μέχρι τους ουρανούς,
όπου ο Θεός της θύελλας είχε μετατρέψει την ημέρα σε σκοτάδι και είχε
συντρίψει τη γή σαν κύπελλο. Μια ολόκληρη ημέρα η θύελλα
λυσσομανούσε, παίρνοντας καινούργια ορμή καθώς προχωρούσε και
ξεχύνονταν πάνω στους ανθρώπους, σαν θύελλα μαχών. Ο άνθρωπος δεν
μπορούσε να δεί τον αδελφό του, ούτε και άνθρωποι φαίνονταν από τον
ουρανό. Ακόμα και οι Θεοί τρόμαξαν από τον κατακλυσμό και κατέφυγαν
στα πιό ψηλά μέρη του ουρανού, στο στερέωμα του Ανού και ζάρωσαν στα
τείχη του ουρανού, σαν παλιόσκυλα. Και τότε η Ιστάρ η γλυκόφωνη
βασίλισσα των ουρανών φώναξε δυνατά σαν παραδουλεύτρα: "Αλλοίμονο
οι παλιές ημέρες έγιναν σκόνη, επειδή εγώ κατηύθυνα το κακό. Αλλά γιατί
να εισηγηθώ αυτό το κακό στο συμβούλιο των Θεών; Υποκινούσα
πολέμους για να καταστρέψω λαούς, αλλά οι λαοί αυτοί δεν ήσαν δικοί
μου. Εγώ τους έσπρωχνα. Και τώρα οι άνθρωποι επιπλέουν σαν τα αυγά
ψαριών στον ωκεανό". Και οι μεγάλοι Θεοί του Ουρανού και της κόλασης
έκλαψαν και σκέπασαν τα στόματά τους.
Εξη ημέρες και έξη νύχτες φυσούσαν δυνατοί άνεμοι, χείμαρροι,
θύελλες και πλημμύρες συγκρούονταν σα δυό φαντάσματα πολεμιστών.
Οταν ξημέρωσε η εβδόμη ημέρα, η θύελλα στο νότο κόπασε, η θάλασσα
ηρεμούσε και ο κατακλυσμός ησύχαζε. Ολη η ανθρωπότητα είχε γίνει
λάσπη. Η επιφάνεια της θάλασσας είχε γίνει επίπεδη και ο κατακλυσμός
ησύχαζε. Ανοιξα μια χαραμάδα και το φώς έπεσε στο πρόσωπό μου. Και
τότε έσκυψα κάτω και κάθισα και έκλαψα. Τα δάκρυα κυλούσαν στα
μάγουλά μου, γιατί παντού δεν υπήρχε τίποτα άλλο από νερά. Μάταια
αναζητούσα με το βλέμμα μου γή. Μακριά όμως σε απόσταση
δεκατεσσάρων λευγών εμφανίστηκε ένα βουνό και κεί άραξα το πλοίο μου.
Στο βουνό Νισίρ, το πλοίο μου σταμάτησε και πιά δεν κινιόταν. Σταμάτησε
τη μιά ημέρα και την άλλη ημέρα δεν κουνιόταν. Και πέρασε και η τρίτη
ημέρα κι η τέταρτη ημέρα και το πλοίο δεν κουνιόταν. Και την πέμπτη
ημέρα και την έκτη ημέρα το πλοίο είχε ακινητοποιηθεί στο βουνό. Οταν
ξημέρωσε η έβδομη ημέρα άφησα ένα περιστέρι ελεύθερο. Το περιστέρι
πέταξε μακρυά αλλά επειδή δεν βρήκε μέρος να σταθεί ξαναγύρισε. Υστερα
άφησα ελεύθερο ένα χελιδόνι. Και πέταξε και αυτό μακρυά, αλλά δεν βρήκε
μέρος να σταθεί και ξαναγύρισε. Αφησα ύστερα ένα κοράκι. Και το κοράκι
είδε ότι τα νερά είχαν αποτραβηχθεί, έφαγε, πέταξε γύρω μας, έκραζε και
πιά δεν ξαναγύρισε. Τότε τα άνοιξα όλα προς τους τέσσερους ανέμους,
έκανα μια θυσία και έχυσα τη σπουδή μου στο βουνό. Εφτά και άλλα εφτά
καζάνια έστησα. Μάζεψα ξύλα και καλάμια και κέδρα και μυρτιά. Οταν οι
Θεοί μυρίστηκαν τη γλυκειά μυρουδιά, μαζεύτηκαν σαν μυίγες πάνω στη
θυσία. Και τότε έφτασε επιτέλους και η Ιστάρ, ύψωσε το περιδέραιο με τα
κοσμήματα του ουρανού, που το έφτιαξε κάποτε για χάρη της ο Ανού: "Ώ
Θεοί, είπε, που μαζευτήκατε όλοι εδώ, με το λαζουρίτη που έχω στο λαιμό
μου, θα θυμάμαι αυτές τις ημέρες, όπως θυμάμαι και τα κοσμήματα του
στήθους μου. Αυτές τις τελευταίες ημέρες δεν θα τις ξεχάσω ποτέ. Και ας
κάνουμε το ίδιο όλοι οι θεοί, που μαζευτήκαν γύρω στη θυσία εκτός από
τον Ενλίλ. Αυτός δεν πρέπει να αγγίξει αυτήν την προσφορά, γιατί
προκάλεσε τον κατακλυσμό, χωρίς να το σκεφθεί. Και καταδίκασε το λαό
μου στην καταστροφή".
Οταν έφθασε ο Ενλίλ και είδε το πλοίο μου, θύμωσε, αγρίεψε και
καυγάδισε με τους θεούς που κατοικούν στον ουρανό: "Ξέφυγαν θνητοί
από την καταστροφή; /εν έπρεπε κανένας να επιζήσει". Τότε ο Θεός των
πηγαδιών και των καναλιών ο Νινούρτα άνοιξε το στόμα του και είπε στον
πολεμοχαρή τον Ενλίλ: "Ποιός από όλους τους θεούς θα μπορούσε να
μαντέψει τα πράγματα εκτός από τον Εά; Μόνο ο Εά γνωρίζει τα πάντα".
Και ο Εά άνοιξε το στόμα του και είπε στον πολεμοχαρή Ενλίλ: "Ηρωα
Ενλίλ εσύ που είσαι ο πιό σοφός απ' τους θεούς πώς μπόρεσες τόσο
ανόητα να εξαπολύσεις τον κατακλυσμό;
Η αμαρτία τον αμαρτωλό θα πρέπει να βαραίνει
και η παρανομία τον παράνομο
Τιμώρησέ τον λίγο όταν παραστρατεί
Μη γίνεσαι σκληρός και μήν τον αφανίζεις.
Μπορούσε το λιοντάρι να κατάστρεφε τον άνθρωπο
και θάταν προτιμότερο απ' τον κατακλυσμό.
Μπορούσε ο λύκος να κατάστρεφε τον άνθρωπο
και θάταν προτιμότερο απ' τον κατακλυσμό.
Μπορούσε η πείνα να αφάνιζε τον κόσμο
και θάταν προτιμότερη απ' τον κατακλυσμό.
Μπορούσε ένας λοιμός ν' αφάνιζε τον άνθρωπο
και θάταν προτιμότερος απ' τον κατακλυσμό.
Δεν είμαι εγώ που αποκάλυψα το μυστικό των θεών. Ο σοφός
άνθρωπος το έμαθε στο όνειρό του. Και τώρα το συμβούλιό μας πρέπει να
αποφασίσει τι κάνουμε αυτόν εδώ".
Και τότε ο Ενλίλ μπήκε στο πλοίο. Με πήρε από το χέρι. Πήρε μαζί
και τη γυναίκα μου και μας έβαλε στο πλοίο. Εμείς γονατίσαμε αντικρυστά
και κείνος έστεκε ανάμεσά μας. Και άγγιξε τα μέτωπά μας σαν σε ευλογία,
λέγοντάς μας: "Ουτναπιστίμ, παλιότερα είσουνα θνητός άνθρωπος. Από
δώ και μπρός εσύ και η γυναίκα σου θα ζήσετε μακρυά, εκεί που είναι οι
εκβολές των ποταμών". Και έτσι οι Θεοί με πήραν και με τοποθέτησαν εδώ
να ζώ μακρυά στις εκβολές των ποταμών.
6. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Κι ο Ουτναπιστίμ μου είπε: "Οσο για σένα Γκιλγκαμές που θέλεις να
πας στη σύναξη των Θεών για να εξασφαλίσεις τη ζωή που αναζητάς, τι
λές τώρα; Αν εξακολουθείς να το ποθής έλα και πραγματοποίησε τη
δοκιμασία που θα σου πώ: Για έξη ημέρες και εφτά νύχτες δεν πρέπει να
κοιμηθείς". Μα ενώ ο Γκιλγκαμές καθότανε ακουμπισμένος στους γοφούς
του, ο ύπνος, σαν το μαλακό και ερεθιστικό μαλλί της προβιάς τον
σκέπασε. Και ο Ουτναπιστίμ είπε στη σύζυγό του: "Κοίταξε το δυνατό
άνθρωπο που γύρευε την αιώνια ζωή, τον τύλιξε η καταχνιά του ύπνου". Κι
η σύζυγός του του είπε: "Σκούντηξε τον άνθρωπο να ξυπνήσει, για να
μπορέσει να ξαναγυρίσει ειρηνικά στο σπίτι του, ξαναπερνώντας από τις
ίδιες πύλες που έφτασε ως εδώ". Ο Ουτναπιστίμ απάντησε στη σύζυγό
του: "Ολοι οι άνθρωποι είναι κατεργαραίοι. Ακόμα και σένα θα
προσπαθούσε να σε εξαπατήσει. Γι΄ αυτό ψήσε καρβέλια ψωμί, για κάθε
ημέρα ένα. Και βάλετα δίπλα στο κεφάλι του. Και τράβα χαρακιές στον
τοίχο για τις ημέρες που κοιμάται".
Κι εκείνη έψηνε καρβέλια κάθε ημέρα και από ένα και τα έβαζε δίπλα
στο κεφάλι του. Και τράβαγε κι από μιά χαρακιά στον τοίχο, για την κάθε
ημέρα που κοιμόταν. Κι έφτασε καιρός που το καρβέλι της πρώτης ημέρας
ξεράθηκε, το δεύτερο έγινε πετσί, το τρίτο μούχλιασε όλο, του τέταρτου
έπιασε μούχλα η κόρα, το πέμπτο μούχλιασε στη μέση το έκτο ήταν ακόμα
φρέσκο, το έβδομο ήταν ακόμη στη φωτιά. Και τότε ο Ουτναπιστίμ τον
σκούντησε και ξύπνησε. Ο Γκιλγκαμές είπε στον Ουτναπιστίμ, το
"Μακρινό": "Μόλις που είχα αποκοιμηθεί όταν με σκούντησες". Και ο
Ουτναπιστίμ του αποκρίθηκε: "Μέτρησε εκείνα τα καρβέλια και θα μάθεις
πόσες ημέρες κοιμήθηκες, γιατί το πρώτο έγινε σκληρό, το δεύτερο σαν
πετσί, το τρίτο μούχλιασε ολόκληρο, του τέταρτου μούχλιασε η κόρα, το
πέμπτο μούχλιασε στη μέση, το έκτο είναι ακόμα φρέσκο και το έβδομο
βρισκόταν στη φωτιά όταν σε σκούντηξα και ξύπνησες". Ο Γκιλγκαμές
μουρμούρισε: "Τι πρέπει να κάνω, ώ Ουτναπιστίμ; που πρέπει να πάω;
Από τα τώρα κιόλας ο κλέφτης της νύχτας, μου κρατεί τα μέλη μου, ο
θάνατος κατοικεί μέσα στο δωμάτιό μου. Οπου σταματήσω εκεί θα βρώ το
θάνατο".
Και τότε ο Ουτναπιστίμ φώναξε τον Ουρσαναμπί τον πορθμέα:
"Συμφορά σε σένα Ουρσαναμπί και για τώρα και ακόμα πιό πολύ για
πάντα. Εγινες μισητός σ΄ αυτό το καταφύγιο. /εν έκανε εσύ ούτε και σύ
μαζί να διαπλεύσετε τη θάλασσα αυτή. Φεύγα λοιπόν εξορισμένος από
τούτες τις ακτές. Αλλά τον άνθρωπο αυτό, που τον περπάτησες και τον
έφερες εδώ, τον άνθρωπο αυτό, που το σώμα του έχει πληρότητα και που
έχει χαλάσει η χάρη των μελών του από τα δέρματα των αγρίων ζώων,
πήγαινέ τον να πλυθεί. Εκεί θα πλύνει τα μακρυά του τα μαλλιά και θα
γίνουν ολοκάθαρα σαν το χιόνι. Εκεί θα αλλάξει δέρμα. Και τα κομμάτια του
δέρματος που θα πέσουν πέταξέ τα για να τα πάρει η θάλασσα. Και τότε θα
φανεί η ομορφιά του σώματος και θα ξανανιώσει το στεφάνι του μετώπου
του. Και ρούχα θα του δοθούν για να κρύψει τη γύμνια του. Μέχρι που να
φτάσει στην πόλη του και να ολοκληρώσει το ταξίδι του, τα ρούχα αυτά δεν
θα του δείχνουν την ηλικία του. Θα τον δείχνουν νέο όπως και τα ρούχα
που θα φορεί". Και τότε ο Ουρσαναμπί πήρε το Γκιλγκαμές και τον οδήγησε
στο μέρος που έπρεπε να πλυθεί. Και κεί έπλυνε τα μακρυά του μαλλιά και
τα έκανε καθαρά σαν το χιόνι, απόβαλε το δέρμα του και το πέταξε στη
θάλασσα και το πήρε μακρυά. Και τότε φάνηκε η ομορφιά του σώματός
του. Ανανεώθηκε και το στεφάνι του μετώπου του. Και για να σκεπάσει τη
γύμνια του του δόθηκαν ρούχα, που δεν έδειχναν σημάδια ηλικίας και που
μπορούσε να τα φορεί και νάναι πάντα καινούργιος, μέχρι να ξαναφτάσει
στην πόλη του και να ολοκληρώσει το ταξίδι του.
Και ύστερα ο Γκιλγκαμές και ο Ουρσαναμπί ξανάρριξαν το πλοίο στη
θάλασσα και το ετοίμασαν να αναχωρήσουν. Αλλά η σύζυγος του
Ουτναπιστίμ, του "Μακρινού" είπε: "Ο Γκιλγκαμές είρθε εδώ εξαντλημένος
και ακόμη είναι κουρασμένος. Τι θα κερδίσει αν ξαναπάει στη χώρα του;".
Κι ο Ουτναπιστίμ αποκρίθηκε, ενώ ο Γκιλγκαμές με έναν πάσαλο,
προσέγγιζε το πλοίο στην ακτή: "Γκιλγκαμές, είρθες εδώ εξαντλημένος και
κατακούρασες τον εαυτό σου. Τι θα κέρδιζες αν θα ξαναπήγαινες στη χώρα
σου; Γκιλγκαμές, θα σου αποκαλύψω ένα μυστικό. Αυτό που σου
αποκαλύπτω είναι μυστικό των Θεών. Υπάρχει εδώ ένα φυτό που
μεγαλώνει κάτω από το νερό. Εχει βελόνες για αγκάθια και μοιάζει με
τριαντάφυλλο. Μπορεί να σου πληγώσει τα χέρια, αλλά αν καταφέρεις να
το πιάσεις, τότε τα χέρια σου θα κρατάνε εκείνο που ξαναδίνει στον
άνθρωπο τη νεότητά του". Οταν το άκουσε αυτό ο Γκιλγκαμές άνοιξε τη ροή
του νερού ώστε το γλυκό νερό να τόνε σύρει στο πιό βαθύ κανάλι. Εδεσε
βαρειές πέτρες στα πόδια του και τον έσυραν στα βαθειά της θάλασσας.
Και εκεί είδε το φυτό. Παρ΄ όλο που του τρύπησε τα χέρια, το έπιασε. Και
τότε έκοψε τις βαρειές πέτρες από τα πόδια του κι η θάλασσα τον έφερε
στην ακτή. Ο Γκιλγκαμές είπε στον Ουρσαναμπί τον πορθμέα: "Ελα να δεις
αυτό το θαυμάσιο φυτό. Με τη δύναμή του ο άνθρωπος μπορεί να βρεί τις
χαμένες του δυνάμεις. Θα το πάω στην Ουρούκ, την πόλη με τα ισχυρά
τείχη. Και κεί θα το δώσω στους γέρους να το φάνε. Και θα το ονομάσουμε:
"Αυτό που ξανανοιώνει τους γέρους". Και τελικά θα το φάω και γώ ο ίδιος
για να ξανααποκτήσω όλη μου τη νειότη". Κι έτσι ο Γκιλγκαμές
ξαναγυρνούσε από την Πύλη που είχε φτάσει ως εδώ. Ο Γκιλγκαμές και ο
Ουρσαναμπί επέστρεφαν μαζί. /ιάσχισαν τις είκοσι λεύγες και ύστερα
έκοψαν ταχύτητα. Υστερα από τριάντα λεύγες σταμάτησαν να ξενυχτήσουν.
Ο Γκιλγκαμές είδε ένα πηγάδι με δροσερό νερό και πήγε να πλυθεί.
Αλλά στο βάθος του πηγαδιού υπήρχε ένα φίδι. Και το φίδι οσφράνθηκε τη
μυρωδιά του άνθους. Βγήκε από το νερό, το άρπαξε και έφυγε τρέχοντας.
Αμέσως άλλαξε το δέρμα του και ξαναγύρισε στο πηγάδι. Κι ο Γκιλγκαμές
κάθισε κάτω κι έκλαψε. Τα δάκρυα τρέχουν στα μάγουλά του και πιάστηκε
από το χέρι του Ουρσαναμπί: "Ώ Ουρσαναμπί, γι΄ αυτό κουράστηκα και
πόνεσαν τα χέρια μου; Γι΄ αυτό έδωσα και το αίμα της καρδιάς μου; Για τον
εαυτό μου δεν κέρδισα τίποτα. Και τελικά όχι εγώ αλλά το ζωντανό της γής
το χάρηκε. Τώρα το έχει πάρει το ρεύμα και το έχει πάει είκοσι λεύγες πίσω
στο κανάλι, εκεί που το είχα βρεί. Βρήκα ένα σύμβολο και τώρα το έχασα.
Ας αφήσουμε λοιπόν το πλοίο στην ακτή και ας φύγουμε". Μετά από είκοσι
λεύγες έκοψαν την ταχύτητά τους. Και ύστερα από τριάντα σταμάτησαν να
ξενυχτήσουν. Σε τρείς ημέρες διανύσανε περισσότερο διάστημα από
κανονικό ταξίδι ενός μηνός και δέκα πέντε ημερών. Kαι όταν το ταξίδι
ολοκληρώθηκε, έφθασαν στην Ουρούκ, την πόλη με τα ισχυρά τείχη. Κι ο
Γκιλγκαμές, είπε στον Ουρσαναμπί, τον Πορθμέα: "Ουρσαναμπί, ανέβα
πάνω στα τείχη της Ουρούκ και κοίταξε τα θεμέλιά τους και το τείχωμα που
έχει γίνει από τούβλα. Κοίταξε και θα πειστείς πώς είναι από ψημένα
τούβλα. Στ΄ αλήθεια, οι εφτά σοφοί δεν τα θεμελίωσαν; Το ένα τρίτο είναι
πόλη, το ένα τρίτο κήπος και το ένα τρίτο χωράφια μαζί με τον περίβολο
της θεάς Ιστάρ. Αυτά τα μέρη και ο περίβολος είναι όλα της Ουρούκ".
Αυτό είναι το έργο του Γκιλγκαμές, του βασιλιά, που γνώρισε τις
χώρες όλου του κόσμου. Ηταν σοφός, είδε μυστήρια κι έμαθε μυστικά. Μας
έφερε μια αφήγηση για την πρίν από τον κατακλυσμό εποχή. Εκανε ένα
μεγάλο ταξίδι, κουράστηκε και τσακίστηκε από τη δουλειά και όταν γύρισε
χάραξε σε μιά πέτρα όλη του την ιστορία.
7. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ
Η μοίρα που καθόρισε ο πατέρας των θεών, ο Ενλίλ των βουνών για
το Γκιλγκαμές, εκπληρώθηκε: "Στη σκοτεινιά του κάτω κόσμου θα του
δείξουν ένα φώς. Σ΄ όλη την ανθρωπότητα από όσα γνωρίζουμε κανένας
άλλος δεν άφησε για τις ερχόμενες γενιές μνημείο που να μπορεί να
συγκριθεί με το δικό του. Οι ήρωες και οι σοφοί σαν κάθε καινούργιο
φεγγάρι έχουν την αύξησή τους και την ελάττωσή τους. Οι άνθρωποι θα
λένε: "Ποιός μπόρσε ποτέ να κυβερνήσει με περισσότερο μεγαλείο και
δύναμη από αυτόν;". Κι όπως στο μήνα το σκοτεινό, το μήνα των σκιών,
φώς δεν υπάρχει χωρίς αυτόν. Ώ Γκιλγκαμές, αυτό είναι το νόημα του
ονείρου σου. Σου δόθηκε η βασιλική χάρη, αυτή ήταν η μοίρα σου. Η
αιώνια ζωή δεν ήταν στη μοίρα σου. Μα γι΄ αυτό να μην στενοχωριέσαι, να
μη θλίβεσαι και να μη βασανίζεσαι. Σου δόθηκε η δύναμη να δένεις και να
λύνεις, να είσαι η σκοτεινιά και το φώς της ανθρωπότητας. Σου δόθηκε η
υπεροχή πάνω στο λαό, τέτοια, που κανένας δεν γνώρισε, νίκες στις μάχες,
ώστε κανένας να μη γλυτώσει από το σπαθί σου. Και νίκες στις επιδρομές
και στις αρπαγές, από τις οποίες κανένας δεν έλπιζε να επιστρέψει. Αλλά
μην κάνεις κατάχρηση αυτής της δύναμης. Να είσαι δίκαιος με τους
υπηρέτες σου στο παλάτι και δίκαιος μπροστά στον ήλιο".
Ο βασιλιάς τεντώθηκε κατάχαμα και δεν θα ξανασηκωθεί.
Ο κύριος της Κουλάμπ δεν πρόκειται να ξανασηκωθεί.
Πέρασε πάνω από το κακό και πια δεν θα γυρίσει.
Παρ' όλο που στα χέρια ήταν δυνατός δεν θα ξαναγυρίσει.
Ηταν σοφός, ευχάριστος στην όψη και πιά δεν θα ξαναγυρίσει.
Τράβηξε πέρα στο βουνό και πιά δεν θα ξαναγυρίσει.
Στης μοίρας το κρεβάτι ξάπλωσε και δεν θα ξανασηκωθεί.
Απ' το πολύχρωμο το στρώμα δεν πρόκειται να ξανασηκωθεί.
Οι κάτοικοι της πόλης, μεγάλοι και μικροί, δεν έμειναν ασυγκίνητοι.
Ολοι άρχισαν το θρήνο, όλοι οι άντρες που είναι από σάρκα και από αίμα,
άρχισαν το θρήνο. Η μοίρα είχε πεί: σαν το πιασμένο στο αγγίστρι ψάρι έχει
ξαπλώσει στο κρεβάτι, σαν τη γαζέλλα που την έχουν πιάσει σε θηλειά.
Βαρειά κάθησε απάνω του ο απάνθρωπος Ναμτάρ, ο Ναμτάρ που δεν έχει
ούτε χέρια ούτε πόδια, που δεν πίνει νερό κι ούτε φαγητό τρώει.
Για το Γκιλγκαμές, το γιό της Νινσούν, έξω ζυγίζουνε τις προσφορές.
Κι είναι η αγαπημένη του γυναίκα, ο γιός του, η αγαπημένη του παλλακίδα,
οι μουσικοί του, οι παλιάτσοι του και όλο το σπιτικό του, οι υπηρέτες του, οι
επιστάτες του και όλοι όσοι ζούσαν στο παλάτι, ζυγίζανε τις προσφορές
τους για το Γκιλγκαμές, το γιό της Νινσούν, την καρδιά της Ουρούκ.
Ζυγίζανε τις προσφορές τους για την Ερεσκιγκάλ, τη βασίλισσα του
θανάτου και για όλους τους θεούς του Κάτω Κόσμου. Και ζύγιζαν τις
προσφορές για το Νατμάρ, που είναι η μοίρα. Ψωμί για το Νέτι, το φύλακα
της Πύλης, ψωμί για το Νινζιζίντα, το φιδοθεό, τον κύριο του /έντρου της
Ζωής. Το ίδιο και για τον νεαρό τσοπάνη, για την Ενκί και την Νινκί, για τον
Ντιντουκούγκα και τον Εντουκούγκα, για τον Ενμούλ και τον Νινμούλ, για
όλους τους προγονικούς θεούς που είναι συγγενείς του Ενλίλ. Ενα
συμπόσιο για το Σουλπαί, το Θεό των Συμποσίων. Για το Σαμουκάν, το θεό
των κοπαδιών, για τη μητέρα Νινχουρσάγκ και για τους θεούς της
δημιουργίας στο χώρο της δημιουργίας. Για κείνους που κατοικούν στον
ουρανό, ιερείς και ιέρειες, ζυγίζουνε τις προσφορές για το νεκρό.
Ο Γκιλγκαμές, ο γιός της Νινσούν, τοποθετήθηκε στον τάφο. Στο
χώρο των προσφορών ζυγίζουνε το ψωμί της προσφοράς. Στο χώρο της
σπονδής χύνουν το κρασί. Κείνες τις ημέρες ο άρχοντας Γκιλγκαμές
αναχώρησε, ο γιός της Νινσούν, ο βασιλιάς, ο απαράμιλλος, που ομοιός
του δεν στάθηκε άνθρωπος και που δεν ξέχασε τον Ενλίλ, τον κύριό του.
Ώ! Γκιλγκαμές, άρχοντα της Κουλάμπ, μεγάλη είναι η δόξα σου.
Ώ! Γκιλγκαμές, άρχοντα της Κουλάμπ, μεγάλη είναι η δόξα σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου