"..Ξεκινώντας απ' τη διαπίστωση, αναγνώστη, για την εποχή μας και αναλύοντας τις εμπειρίες σου, δε μπορείς παρά να κατάληξης σ' ενα συμπέρασμα, σε μια επιστολή, πού θα γράψεις στον αδελφό σου τον άνθρωπο. Η επιστολή αυτη μπορεί να 'ναι ό,τιδήποτε: π.χ. μια κραυγή. Μπορεί να 'ναι και μια σειρά από στίχους, σαν αυτούς εδώ.
Μετά από ένα σύντομο κ ύ τ τ α γ μ α μ έ σ α μ α ς, αναγνώστη, διαπιστώνουμε πώς παραπαίουμε. Ανώμαλα συμπλέκεται ή εποχή μας με τις δυο κυριαρχούσες αξίες:
τη θ ρ η σ κ ε ί α και την κ ρ α υ γ ή γ ι α τ η γ υ ν α ί κ α. Πολεμάει να τις νοθέψη. Αποτέλεσμα; Συχνότερα ο σ υ μ β ι β α σ μ ό ς. Άλλοτε η φ υ γ ή. Η φυγή, αναγνώστη, είναι το δυναμικώτερο στοιχείο της εποχής μας. Εκφράζεται και σαν εκρηξη και σαν άρνηση και σαν ηθικό μεγαλείο. Η φυγή σε φέρνει μπρος στην α ν α φ ο ρ ά σ τ η σ υ ν ε ί δ η σ η. Τότε γνωρίζεις την ε π ι σ τ ή μ η (τη γνώση). Είναι μια λευκή σελίδα στην εποχή μας και τίποτ' άλλο. Επιστήμη δεν υπάρχει, αναγνώστη. Μόνο η φυγή, σα θετικό αποτέλεσμα της διαπίστωσης για την εποχή μας, εκφρασμένη σ' αυτή την επιστολή, για σενα, αναγνώστη.
Παυλός Κυράγγελος
Μετά από ένα σύντομο κ ύ τ τ α γ μ α μ έ σ α μ α ς, αναγνώστη, διαπιστώνουμε πώς παραπαίουμε. Ανώμαλα συμπλέκεται ή εποχή μας με τις δυο κυριαρχούσες αξίες:
τη θ ρ η σ κ ε ί α και την κ ρ α υ γ ή γ ι α τ η γ υ ν α ί κ α. Πολεμάει να τις νοθέψη. Αποτέλεσμα; Συχνότερα ο σ υ μ β ι β α σ μ ό ς. Άλλοτε η φ υ γ ή. Η φυγή, αναγνώστη, είναι το δυναμικώτερο στοιχείο της εποχής μας. Εκφράζεται και σαν εκρηξη και σαν άρνηση και σαν ηθικό μεγαλείο. Η φυγή σε φέρνει μπρος στην α ν α φ ο ρ ά σ τ η σ υ ν ε ί δ η σ η. Τότε γνωρίζεις την ε π ι σ τ ή μ η (τη γνώση). Είναι μια λευκή σελίδα στην εποχή μας και τίποτ' άλλο. Επιστήμη δεν υπάρχει, αναγνώστη. Μόνο η φυγή, σα θετικό αποτέλεσμα της διαπίστωσης για την εποχή μας, εκφρασμένη σ' αυτή την επιστολή, για σενα, αναγνώστη.
Παυλός Κυράγγελος
διαπίστωση
στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη
Ελύτης
ως ράκος αποκαθημένης πασά η δικαιοσύνη ημών
Ησαΐα
Σε τρυγημένους αμπελώνες
Βρεθήκαμε σε μια στείρα εποχή•
με τα χωράφια της από καιρό ωργωμένα,
τους αμπελώνες τρυγημένους
και τα κυνήγια θηρεμένα όλα —
πλήθος οί σαύρες μέσα στους αμέτρητους τους λάκκους.
Ανασκαμμένη η συνείδηση μας,
με προκαθωρισμένους τους ορίζοντες,
εγκαταλειμμένη σ' ένα τοπίο απροσδόκητο
— με της φιλίας όλα τα δέντρα ξερριζωμένα,
όλα τα καταλύματα κατοικημένα,
όλα τα κορφοτόπια βιασμένα.
Με οδηγό μια παρατήρηση απελπισμένη
ρυμοτομήσαμε ένα απελπιστικά στείρο κύκλο,
δίπλα σε μία θάλασσα χωρίς καράβια,
κάτω, απ ένα ουρανό χωρίς μια στέγη.
Ψάχνοντας στα χαλάσματα του παλαιού αλφάβητου,
να συναρμολογήσουμε μια νέα γλώσσα αποτύχαμε,
βουβά ένας βλέποντας τον άλλον,
με δίχως υλικά για μια, υποτυπώδη έστω, οικοδόμηση.
βρεθήκαμε απροετοίμαστοι σ ένα νεκρό τοπίο, •
χωρίς το όνομα του κυβερνήτη μας του Παρελθόντος
ή την εικόνα του δημιουργού μας του Παρόντος,
με το Μέλλον φυλακισμένο στων χεριών μας τα δεσμά,
Βρισκόμαστε έπειτα από μια ξηρασία απομακρυσμένη•
αποσυντίθενται στους λάκκους τους, μαύρα στοιβάγματα,
οι γυρίνοι,
ακαταδίωκτο οί σαύρες πλήθος δίπλα τους κινούνται,
τρέχουν αόρατες μέσα στις αγκαθιές,
σωρούς από βούρλα,
πυκνοκατοικημένα από σαλιγκάρια.
Της μοίρας μας τον απροσδιόριστο αέρα αναπνέουμε,
φερμένον από ενα πέλαγος ανώνυμο, ανέκφραστο.
Του Παρελθόντος τελευταία θύματα και του Παρόντος
πρώτα,
με το Μέλλον παγιδευμένο στων χεριών μας τα δεσμά,
παγιδευτήκαμε μαζί του σε μια εποχή χωρίς καρπούς,
σε μια τόσο τρυγημένη περίοδο,
πού να της δώση όνομα δεν τόλμησε κανείς.
Ο ερημίτης του Αιώνα
Ακουστέ, κάμποι, κι ενωτίζεσθε,
ακούστε πέλαγα καί ερημιές,
ακουστέ, χιόνια και οάσεις:
τάδε εφη ο ερημίτης του αιώνα,
γυρνάει σε σπηλιές, σ΄ απόβραδα,
σε πρωινά και λεωφόρους,
σε ευτυχίες, σε κακά,
στο θερισμο και στη σπορά.
ζητά τον άνθρωπο,
δε βρίσκει μήτ΄ αυτό το μνήμα του.
Ακουστέ, παρελθόν και αύριο,
ακούστε, ποταμιές και καλοκαίρια,
ακουστέ, -ψίθυροι και λόγια φανερά:
τάδε εφη των πεποιθήσεων μας ό 'Ηλίας,
ήρθε χωρίς να τον γνωρίσετε,
περπάτησε στις καληνύχτες σας και στα φιλιά,
στάθηκε στις συναγωγές και στα στενά
και αφογκράστηκε τις βαρυγκόμιες σας.
Έβόησε στην Ερημο
και τα λιθάρια της δε γίναν τέκνα Αβραάμ,
μόνο, που του γύρισαν πίσω τη φωνή του
και μόνο τα κοράκια του 'φεραν τροφή"
έτσι, σαν έρθη ο μεσσίας μας,
θα πούμε :
που είν ο προπομπός του ο 'Ηλίας;
και δε θα τον πιστέψουμε.
Ακουστέ, σκελετοί και ήβη,
ακουστέ, χθες και σήμερα,
ακουστέ, δύναμη κι απελπισία :
τάδε λέγει ο ερημίτης του αιώνα μας,
που στάλθηκε ίνα ποίηση τήν οδόν αυτού ευθείαν :
ρώτησε τη διεύθυνση της κατοικίας τ΄ ανθρώπου,
δεν έμαθε ουτε που ειν΄ ο τάφος του.
ΚΟΙΤΑΓΜΑ ΜΕΣΑ ΜΑΣ
«ιουδαίος γέγονεν ό βασιλεύς τον Βήλ
κατέσπασε
τον δράκοντα απέκτεινε και τους Ιερείς κατέσφαξε»
Θραύσμα
Το πρώτο φως λεγότανε κομμάτι
κι ήρθε
σε μια φούχτα γεμάτη άμμο υγρή
κι ένα σπασμένο κατάρτι
απ΄ τη μπόρα, που μας λύγισε.
(απ΄ την καρδιά μας,
μ΄ άγνοια,
όση κλείνουν
όλα τα βλέφαρα του σκοταδιού):
Στόμα της πείνας. ..
τόσα καρφιά,
να στεριώνουν
πάνω στα διψασμένα δόντια
τ΄ αμέτρητα πτώματα
της βακτηρίας.
.. .καί όμως γλύστρησε.
Πώς να τον σηκώσουν τώρα,
που ελησμόνησε το πρωινό,
πώς να τον πείσουνε για το σκοτάδι,
που στα κομμάτια
του στομαχιού του
φύτεψαν πεινασμένα δόντια,
μεταφυτευμένα
απ' το άσχημο στόμα
του κομμένου κεφαλιού;
... Το πρώτο φως ήταν κομμάτια,
τρελλό πανηγύρι από κομμάτια
θρυψαλλιασμένης στήριξης.
Βασιλική μνήμη
Για το μεγάλο βασιλιά,
που έχασε τη μνήμη του
κι απολησμόνησε τον κόσμο του,
καινούργιο φτιάξανε παλάτι
και τα κλειδιά του του παράδωσαν.
Πρόσεξαν μόνο να 'ναι τόσο απέραντο,
που να μην πρόφθανε ποτέ να φτάση
σε κάποια έξοδο, σ' ένα παράθυρο.
Θα αναγνώριζε τα πλήθη, που τον ξέχασαν,
και κάποια αμυδρή παράσταση του ξεπεσμού,
που ελλοχεύει πάντα στης ανάμνησης του τα γκρεμίσματα,
την τρομερή πραγματικότητα θ' αντίκρυζε.
Θα ήταν τραγικό.
Εγκαταλειμμένο ορυχείο
Ανάμνηση ορυκτή.
Στό εγκαταλειμμένο ορυχείο
φυτρώνει μόνο χλόη.
Το σύρσιμο της σαύρας
δίνει τον τόνο της ζωής.
Ίχνη αόρατα
αδελφωμένων βημάτων,
πού κάποτε εργάστηκαν μαζί,
πνιγήκαν στη σιγή.
Δόνηση τελευταία,
θέλησε,
μα δε μπόρεσε να κινήθη.
Στό ορυχείο των ελπίδων
ο θάνατος εκφράζεται
σε εργαλεία άχρηστα,
παρατημένα στη σκουριά.
Σέ ράγιες εγκαταλειμμένες,
το εκτροχιασμένο βαγονέτο
έχει σπασμένες ρόδες.
Ανείπωτος πόνος
Ανείπωτος πόνος...
Σέ τόσο βαθύ σκοτάδι
βυθισμένη ψυχή.
Κατηφόρισε για τόσο καιρό
τον ανώμαλο δρόμο,
που δεν επιστρέφει στο φως,
Δακρυσμένη κατάσταση
δε μπορεί, να σκεφτή
ούτε τον εαυτό της.
Η μνήμη τη συνοδεύει
δίνοντας της κάποιες ανταύγειες
από κάποιο φως.
Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον το φέρετρο του.
Βαριά φορτωμένοι ώμοι
σκύψανε κάποιο σκοτεινό απόγευμα
από μια νοσταλγία απροσδιόριστη.
Το δάκρυ ήλθε,
αλλά δε μπόρεσε να βγή,
να λύτρωση.
Χωρίς να σταματήση απ' τη σκέψη,
συνέχισε το κατηφόρισμα
με την ίδια ένταση.
Συγκινημένοι θεατές,
πού δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν,
παραστέκονταν ανίσχυροι,
συγκλονισμένοι.
Αποξένωση
Απίθανα υψωμένοι βράχοι
εχτίσανε την αποξένωση.
Γύπες πτωματοφάγοι
δεν αποτόλμησαν τη Βυθομέτρηση της.
Το σκοτάδι, πού τη χρωμάτισε,
εκαρατόμησε τα μάτια
και δεν επέτρεψε δικαιοδοσία
ούτε στο Χώρο.
Ό χρόνος την ετύλιξε σιωπηλά
και τόνοι πένθιμοι φυτρώσανε στην άκρη της.
Η σιωπή την έντυσε
με την απουσία της ζέστης.
Κάθε χρόνος, που κύλαγε,
επρόσθετε στο βάθος της.
Τραγούδι δεν ακούστηκε κοντά της,
σκιά δεν την πλησίασε.
Βράχοι απόκρημνοι, απλησίαστοι,
στα έγκατα χωμένοι,
άγνωστοι στ' άνθη,
χωρίς καν ξεράγκαθα στις ρωγμές τους,
ψυχροί, γυμνοί, ανώνυμοι,
φτιάξανε μέσα τους την απομόνωση,
την κατευθύνανε στο βάθος
και δεν την είδε ουτε ή νύχτα.
Οι χρόνοι, πού κυλήσανε,
προσθέσανε στο βάθος της.
Νεκρή από την κύηση,
βγήκε χωρίς φωνή.
'Όρνεα νεκροφόρα
αηδίασαν τη γεύση της.
Ο κολασμένος των βαθέων μου
Χθες επιστέφτηκα
των βαθέων μου,
τον κράζοντα
εν Γη ερήμω.
Τον κύτταξα σιωπηλά,
λιγόχρονα,
απ' το λιγόφωτο καγκελωτο
του καλοφύλαχτου μικροπαράθυρου
των οριζόντων του.
Τον είδα σα σκιά,
που δε διδάχτηκε τον ήλιο,
και σα φωνή,
που άρθρωση δεν εμαθε.
Τον είδα δίχως άλογα
ταχύποδα στη σκέψη του,
μ' ενα κουρέλι από ζωή
να ολοπλανιέται, άβουλο,
ανάμεσα στα χέρια του
και στους — ολόϊδιο χρώμα —
δεσμοφύλακες τοίχους.
Τον είδα δίχως λύπηση.
με σπάραγμα παληό
και πεθαμένο,
και δίχως γνώση, όμως
ήξερα αλάθητα
πώς ήταν των βαθέων μου
ο κολασμένος,
που επισκέφτηκα
Μάσκα
Σήμερα βγαίνω στο προσκήνιο
φορώντας μια καινούργια μάσκα.
"Ολα τα λόγια
— του ρόλου μου τα λόγια όλα —
είναι γραμμένα πάνω της.
Μορφάζει με χαρακτηριστικά,
πού μου 'ναι άγνωστα,
συνδιαλέγεται σε μία γλώσσα,
π' αγνοώ.
Σήμερα βγαίνω, στο προσκήνιο
φορώντας μια καινούργια μάσκα.
Αυτή η δήλωση δεν είναι ικανή
σε υποψία να σας βάλη,
πώς είν' η πρώτη μου μάσκα.
Ιδίως το επίθετο «καινούργια» είν' καθησυχαστικό.
Καί όμως. .. είν' ή πρώτη.
Άλλα δε βρίσκεται εδώ το ενδιαφέρον της.
Προσεκτικοί μου θεατές,
σε κάποιο θέατρο, πού παίξει βάθος,
παρατηρείστε τη
μορφάζει μ' ένα τρόπο,
που δέ μουν' οικείος,
είναι αυτόβουλη.
Προσεκτικοί ακροατές,
σε κάποιο θέατρο, πού ανεβάζει βάθος,
δεν ειν' ανάγκη ν' απαγγείλω.
Ολα τα λόγια μου
— του ρόλου μου τα λόγια όλα ·—
είναι γραμμένα πάνω της.
Είμαι απλός φορέας της
—- ο ηθοποιός, πού προτιμάτε — Από το βιβλίο "Εποχές" με πεζά του Γ.Ζωγράφου και ποίηση Παύλου Κυράγγελουη εγγραφή αφιερωμένη στήν Αταργάτιδα και τόν Κώστα Κυράγγελο...
κατέσπασε
τον δράκοντα απέκτεινε και τους Ιερείς κατέσφαξε»
Θραύσμα
Το πρώτο φως λεγότανε κομμάτι
κι ήρθε
σε μια φούχτα γεμάτη άμμο υγρή
κι ένα σπασμένο κατάρτι
απ΄ τη μπόρα, που μας λύγισε.
(απ΄ την καρδιά μας,
μ΄ άγνοια,
όση κλείνουν
όλα τα βλέφαρα του σκοταδιού):
Στόμα της πείνας. ..
τόσα καρφιά,
να στεριώνουν
πάνω στα διψασμένα δόντια
τ΄ αμέτρητα πτώματα
της βακτηρίας.
.. .καί όμως γλύστρησε.
Πώς να τον σηκώσουν τώρα,
που ελησμόνησε το πρωινό,
πώς να τον πείσουνε για το σκοτάδι,
που στα κομμάτια
του στομαχιού του
φύτεψαν πεινασμένα δόντια,
μεταφυτευμένα
απ' το άσχημο στόμα
του κομμένου κεφαλιού;
... Το πρώτο φως ήταν κομμάτια,
τρελλό πανηγύρι από κομμάτια
θρυψαλλιασμένης στήριξης.
Βασιλική μνήμη
Για το μεγάλο βασιλιά,
που έχασε τη μνήμη του
κι απολησμόνησε τον κόσμο του,
καινούργιο φτιάξανε παλάτι
και τα κλειδιά του του παράδωσαν.
Πρόσεξαν μόνο να 'ναι τόσο απέραντο,
που να μην πρόφθανε ποτέ να φτάση
σε κάποια έξοδο, σ' ένα παράθυρο.
Θα αναγνώριζε τα πλήθη, που τον ξέχασαν,
και κάποια αμυδρή παράσταση του ξεπεσμού,
που ελλοχεύει πάντα στης ανάμνησης του τα γκρεμίσματα,
την τρομερή πραγματικότητα θ' αντίκρυζε.
Θα ήταν τραγικό.
Εγκαταλειμμένο ορυχείο
Ανάμνηση ορυκτή.
Στό εγκαταλειμμένο ορυχείο
φυτρώνει μόνο χλόη.
Το σύρσιμο της σαύρας
δίνει τον τόνο της ζωής.
Ίχνη αόρατα
αδελφωμένων βημάτων,
πού κάποτε εργάστηκαν μαζί,
πνιγήκαν στη σιγή.
Δόνηση τελευταία,
θέλησε,
μα δε μπόρεσε να κινήθη.
Στό ορυχείο των ελπίδων
ο θάνατος εκφράζεται
σε εργαλεία άχρηστα,
παρατημένα στη σκουριά.
Σέ ράγιες εγκαταλειμμένες,
το εκτροχιασμένο βαγονέτο
έχει σπασμένες ρόδες.
Ανείπωτος πόνος
Ανείπωτος πόνος...
Σέ τόσο βαθύ σκοτάδι
βυθισμένη ψυχή.
Κατηφόρισε για τόσο καιρό
τον ανώμαλο δρόμο,
που δεν επιστρέφει στο φως,
Δακρυσμένη κατάσταση
δε μπορεί, να σκεφτή
ούτε τον εαυτό της.
Η μνήμη τη συνοδεύει
δίνοντας της κάποιες ανταύγειες
από κάποιο φως.
Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον το φέρετρο του.
Βαριά φορτωμένοι ώμοι
σκύψανε κάποιο σκοτεινό απόγευμα
από μια νοσταλγία απροσδιόριστη.
Το δάκρυ ήλθε,
αλλά δε μπόρεσε να βγή,
να λύτρωση.
Χωρίς να σταματήση απ' τη σκέψη,
συνέχισε το κατηφόρισμα
με την ίδια ένταση.
Συγκινημένοι θεατές,
πού δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν,
παραστέκονταν ανίσχυροι,
συγκλονισμένοι.
Αποξένωση
Απίθανα υψωμένοι βράχοι
εχτίσανε την αποξένωση.
Γύπες πτωματοφάγοι
δεν αποτόλμησαν τη Βυθομέτρηση της.
Το σκοτάδι, πού τη χρωμάτισε,
εκαρατόμησε τα μάτια
και δεν επέτρεψε δικαιοδοσία
ούτε στο Χώρο.
Ό χρόνος την ετύλιξε σιωπηλά
και τόνοι πένθιμοι φυτρώσανε στην άκρη της.
Η σιωπή την έντυσε
με την απουσία της ζέστης.
Κάθε χρόνος, που κύλαγε,
επρόσθετε στο βάθος της.
Τραγούδι δεν ακούστηκε κοντά της,
σκιά δεν την πλησίασε.
Βράχοι απόκρημνοι, απλησίαστοι,
στα έγκατα χωμένοι,
άγνωστοι στ' άνθη,
χωρίς καν ξεράγκαθα στις ρωγμές τους,
ψυχροί, γυμνοί, ανώνυμοι,
φτιάξανε μέσα τους την απομόνωση,
την κατευθύνανε στο βάθος
και δεν την είδε ουτε ή νύχτα.
Οι χρόνοι, πού κυλήσανε,
προσθέσανε στο βάθος της.
Νεκρή από την κύηση,
βγήκε χωρίς φωνή.
'Όρνεα νεκροφόρα
αηδίασαν τη γεύση της.
Ο κολασμένος των βαθέων μου
Χθες επιστέφτηκα
των βαθέων μου,
τον κράζοντα
εν Γη ερήμω.
Τον κύτταξα σιωπηλά,
λιγόχρονα,
απ' το λιγόφωτο καγκελωτο
του καλοφύλαχτου μικροπαράθυρου
των οριζόντων του.
Τον είδα σα σκιά,
που δε διδάχτηκε τον ήλιο,
και σα φωνή,
που άρθρωση δεν εμαθε.
Τον είδα δίχως άλογα
ταχύποδα στη σκέψη του,
μ' ενα κουρέλι από ζωή
να ολοπλανιέται, άβουλο,
ανάμεσα στα χέρια του
και στους — ολόϊδιο χρώμα —
δεσμοφύλακες τοίχους.
Τον είδα δίχως λύπηση.
με σπάραγμα παληό
και πεθαμένο,
και δίχως γνώση, όμως
ήξερα αλάθητα
πώς ήταν των βαθέων μου
ο κολασμένος,
που επισκέφτηκα
Μάσκα
Σήμερα βγαίνω στο προσκήνιο
φορώντας μια καινούργια μάσκα.
"Ολα τα λόγια
— του ρόλου μου τα λόγια όλα —
είναι γραμμένα πάνω της.
Μορφάζει με χαρακτηριστικά,
πού μου 'ναι άγνωστα,
συνδιαλέγεται σε μία γλώσσα,
π' αγνοώ.
Σήμερα βγαίνω, στο προσκήνιο
φορώντας μια καινούργια μάσκα.
Αυτή η δήλωση δεν είναι ικανή
σε υποψία να σας βάλη,
πώς είν' η πρώτη μου μάσκα.
Ιδίως το επίθετο «καινούργια» είν' καθησυχαστικό.
Καί όμως. .. είν' ή πρώτη.
Άλλα δε βρίσκεται εδώ το ενδιαφέρον της.
Προσεκτικοί μου θεατές,
σε κάποιο θέατρο, πού παίξει βάθος,
παρατηρείστε τη
μορφάζει μ' ένα τρόπο,
που δέ μουν' οικείος,
είναι αυτόβουλη.
Προσεκτικοί ακροατές,
σε κάποιο θέατρο, πού ανεβάζει βάθος,
δεν ειν' ανάγκη ν' απαγγείλω.
Ολα τα λόγια μου
— του ρόλου μου τα λόγια όλα ·—
είναι γραμμένα πάνω της.
Είμαι απλός φορέας της
—- ο ηθοποιός, πού προτιμάτε —
2 σχόλια:
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ
http://www.youtube.com/watch?v=GlfWTbm8YsQ
ΜΕ ΑΓΑΠΗ
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
καλημέρα Νεοέλληνα..δυστυχώς αργησα πολυ νά δώ τό σχόλιό σου,στό μεταξύ ομως βρήκα τό βίντεο που μέ αγαπη δημιούργησες και τό ανήρτησα ..κατασυγκινήθηκα που ακουσα τήν φωνή του αγαπημένου μου Παύλου...σε ευχαριστώ πολ'υ πολύ..καλή χρονιά να εχεις μέ υγεία καί αγάπη
Δημοσίευση σχολίου