ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

"Στην Ηπειρο ακόμη και ο γάμος ξεκινάει με μοιρολόι, λες και αυτός ο εδραίος λαός (οι αρχαίοι Σελλοί, οι εδραίοι, οι αυτόχθονες, από όπου και η Ελλάς αργότερα) έκανε γλέντι, τραγούδι και χορό την ηρακλείτεια διαλεκτική, όπου ζωή και θάνατος, πένθος και χαρά, ύπνος και ξύπνιο, γηρατειά και νιάτα, μέρα και νύχτα είναι το ίδιο, το ένα περιέχεται μέσα στο άλλο, παλίντονος αρμονία.
Από τις αρτηρίες στον ρυθμό ...Γεωργουσόπουλος"

Έμμετρα στιχουργήματα με θλιβερή υπόθεση. Τραγούδια θρηνητικά, που τα απαγγέλλουν οι άνθρωποι κατά το θάνατο αγαπημένων τους προσώπων.
Τα μοιρολόγια και γενικά τα τραγούδια του Χάρου έχουν παλιά παράδοση και διασώζουν Ομηρικά έθιμα γύρω από το συγκλονιστικό γεγονός του θανάτου. Ο θάνατος για τους αρχαίους Έλληνες, όσο και αν η διδασκαλία τους δέχεται την αθανασία της ψυχής και το χωρισμό της από το σώμα, δεν έπαυε να είναι γεγονός που έφερνε θλίψη και πόνο στους ανθρώπους.
Τα πρώτα μοιρολόγια τα βρίσκουμε στον Όμηρο, όπου αναφέρονται νεκρώσιμα τραγούδια της Ανδρομάχης, της Εκάβης, της Ελένης, του Αχιλλέα κτλ., με περιεχόμενο όμοιο σχεδόν με τα σημερινά Ελληνικά μοιρολόγια. Για τον ήρωά τους, τον Έκτορα, οι Τρώες αρχίζουν ομαδικό και ατομικό θρήνο:
<<Έλεγε κλαίοντας και ομού στενάζαν κι οι πολίτες και πρώτη εμοιρολόγησε των γυναικών η Εκάβη:
Τέκνον, τι έπαθα η πικρή! Και ακόμη εγώ θα ζήσω,
αφού μου απέθανες εσύ, που ημέρα νύκτα ήσουν
το ζηλευτό καμάρι μου…>>.
Από την άλλη μεριά οι Έλληνες κλαίνε τον Πάτροκλο ολόκληρη τη νύχτα:
<<Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθον των δακρύων
κι η αυγή τους ήβρε ολόγυρα στο λείψανο να κλαίουν>>.
Ανάλογα μοιρολόγια έψελναν και στους κλασικούς χρόνους γυναίκες «Θρηνωδοί» (μοιρολογίστρες, όπως τις λένε σήμερα), οι οποίες θρηνούσαν τραγουδιστά κατά την εκφορά των νεκρών.
Διάσημοι ποιητές, σαν τον Πίνδαρο και το Σιμωνίδη, έγραψαν επικήδεια τραγούδια για τους νεκρούς πλούσιων οικογενειών. Το έθιμο αυτό συνεχίστηκε και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, περνά μέσα από τη Βυζαντινή εποχή, ακμάζει στη μεταβυζαντινή και φτάνει στη νεώτερη εποχή με την πλούσια σε λυρικότητα ποικιλία.
Τα σύγχρονα μοιρολόγια αποτελούνται συνήθως από δεκαπεντασύλλαβους στίχους και διακρίνονται σε μοιρολόγια επαινετικά του νεκρού και σε μοιρολόγια του Χάρου.
Το μοιρολόι φτάνει στη μεγαλύτερη ακμή στην περιοχή της Μάνης, αλλά εκεί η εκφραστική του δύναμη μεταβάλλεται σε αφηγηματικό ποίημα-τραγούδι, σε εκτενή πολλές φορές ιστορία του νεκρού.
Στη Μάνη, τα μοιρολόγια έχουν σχεδόν υποκαταστήσει τα άλλα τραγούδια, είναι η μόνη μορφή λαϊκής ποίησης και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, ενώ και σήμερα ακόμα αυτοσχεδιάζουν και δημιουργούν οι Μανιάτισσες.
Στη Μάνη επικρατεί ολόκληρη εθιμοτυπία για τα μοιρολόγια. Όταν πεθάνει κάποιος οι γυναίκες του χωριού πηγαίνουν στο «κάθισμα», κάθονται γύρω-γύρω από το νεκρό και αρχίζουν ένα διάλογο με μοιρολόγια.
Οι γυναίκες μοιρολογούν το νεκρό ιεραρχικά, που, όταν πρόκειται για άνδρα, ξεκινά από τη μάνα και συνεχίζεται από την αδελφή, την κόρη και, τέλος καταλήγει στη γυναίκα του. Αποτελεί τιμή για την οικογένεια του νεκρού να μοιρολογηθεί από άτομο εκτός της οικογένειας.
Τη γυναίκα που λέει ένα μοιρολόι δεν πρέπει να τη διακόψει κανένας και αυτή που θέλει να συνεχίσει ζητά την άδειά της. Το μοιρολόι αρχίζει με το ξενύχτισμα του νεκρού, συνεχίζεται όταν το φέρετρο μεταφέρεται στην εκκλησία και αλλάζει μ' ένα σπασμωδικό κλάμα μέσα στην εκκλησία την ώρα της ακολουθίας. Γίνεται εντονότερο στο δρόμο προς το νεκροταφείο, όπου ενώνεται με τις φωνές των συγγενών του νεκρού, και αποκορυφώνεται μπροστά στον τάφο.
Οι μοιρολογήτρες, μερικές από τις οποίες κάνουν μεγάλα ταξίδια για να θρηνήσουν ένα μακρινό συγγενή τους ή κάποτε και ανθρώπους που δε συνάντησαν ποτέ, αυτοσχεδιάζουν βασικά τα μοιρολόγια τους δίπλα στο νεκρό, με βάση ορισμένες τυπικές φράσεις που επαναλαμβάνονται σταθερά.
Τα μανιάτικα μοιρολόγια είναι μεγάλοι επικήδειοι έμμετροι ύμνοι, στους οποίους ο κλασικός δεκαπεντασύλλαβος του δημοτικού τραγουδιού έχει αντικατασταθεί με δεκαεξασύλλαβο στίχο.
Μπορούν να χωριστούν σε κατηγορίες, όπως και τα μοιρολόγια της υπόλοιπης Ελλάδας, αλλά πρέπει να προστεθούν σε αυτά και τα διάφορα ιστορικά περιστατικά, στα οποία αναφέρονται η ζωή του νεκρού, ο τρόπος του θανάτου του, η κοινωνική σταδιοδρομία και δράση του ή η πολεμική και στρατιωτική σταδιοδρομία του.
Έχουμε ακόμη μανιάτικα μοιρολόγια νουθετικά και φρονηματιστικά και με πιο γενικό ιστορικό και εθνικό ενδιαφέρον. Τέλος υπάρχουν και μοιρολόγια που αναφέρονται στην εκδίκηση και είναι τα περισσότερα και τα πιο χαρακτηριστικά της Μάνης.Πηγή.mani.org


«Πεθαίνει ο Άδωνης ο τρυφερός, και τώρα τι θα κάνουμε» αναρωτιέται η Σαπφώ σ’ ένα ποίημα της. Μα φυσικά το έθιμο «Χτυπάτε το στήθος σας κόρες και σκίστε τους χιτώνες σας».
Οι υποχρεώσεις των ζωντανών προς τους νεκρούς είναι ξεκάθαρες. Το θυμίζει έντονα στον Οδυσσέα ο Ελπήνορας, ο σύντροφος του που τσακίστηκε μεθυσμένος στο παλάτι της Κίρκης. «Μη φύγεις και μ’ αφήσεις άκλαυτο κι άταφο», του λέει, όταν τον συναντάει στην είσοδο του Κάτω Κόσμου.
Στην αρχαία Ελλάδα το κλάμα για το νεκρό ξεκινούσε από τον γόο, αυτοσχέδια τραγούδια από τους στενούς συγγενείς εμπνευσμένα από την οδύνη, και καταλήγουμε στο θρήνο, μελοποιημένες συνθέσεις που ερμηνεύονταν από μισθωμένους επαγγελματίες. Δεν ήταν σπάνιο και το φαινόμενο του καταναγκαστικού θρήνου ειδικά στις κηδείες βασιλέων ή τυράννων, όπου πολλοί μαστιγώνονταν για να βγάλουν δυνατές σπαρακτικές κραυγές.
Οι Χριστιανοί θεωρούσαν άπρεπο τον υπερβολικό θρήνο. Δεν περιορίζονταν να κατακρίνουν τις βιαιότερες συνήθειες, όπως το ξέσχισμα του προσώπου, το ξερίζωμα των μαλλιών και το σκίσιμο των ρούχων. Η εικόνα των γυναικών με τα σκισμένα ρούχα και τα στηθοκοπήματα θεωρήθηκε άσεμνη. Έφτασαν να θεωρούν το θρήνο συνήθεια εγωιστική και εγωκεντρική. Αλλά δεν τους πέρασε…
Το μοιρολόι, τραγούδι της μοίρας, παραδοχή του πεπρωμένου και του αναπόφευκτου θανάτου δίπλα στο σώμα του νεκρού, παρέμεινε προνόμιο των γυναικών, όπως και τότε…
Αναπόσπαστο κομμάτι της όλης μεταθανάτιας, ιεροτελεστίας-διαδικασίας, αποτελούν και τα μοιρολόγια, που είναι τραγούδια της Ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης, αναφέρονται και ως μοιρολόια, έχουν πένθιμο περιεχόμενο και τραγουδιούνται σε περίπτωση πένθους, κυρίως από γυναίκες συγγενείς ή συγχωριανές του νεκρού, καθώς επίσης από γυναίκες (μοιρολογίστρες ) που είναι εξειδικευμένες σ’ αυτό το είδος του τραγουδιού.
Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται, μάλλον, απ’ το «λέγω τη μοίρα», το μοιραίο κακό, αν και, κατά τον Αδαμάντιο Κοραή, η προέλευση της θα πρέπει να αναζητηθεί στο έθιμο του μυρώματος του νεκρού (μυρολογώ = μυρώνω, κλαίω τον νεκρό), ο οποίος μάλιστα πρότεινε την ορθογραφία «μυρολόγι», η οποία πάντως δεν επικράτησε, πάντως παρόμοια θρηνητικά τραγούδια παρουσιάζονται σε όλους σχεδόν τους λαούς.
Τα μοιρολόγια της ελληνικής παράδοσης, έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαιότητα. Οι θρήνοι που αναφέρονται στα Ομηρικά έπη, παρουσιάζουν καταπληκτική ομοιότητα με τα μοιρολόγια των νεοτέρων εποχών τόσο στο τελετουργικό, όσο και στο περιεχόμενο. Στο θρήνο για τον Έκτορα, ο Όμηρος αναφέρεται σε «αοιδούς» και «θρήνων εξέρχους», γεγονός που πιστοποιεί την ιστορική συνέχεια του τελετουργικού. Κάτι ανάλογο με τις σημερινές μοιρολογίστρες πρέπει να υπήρχε και στην Αθήνα, όπως φαίνεται από ένα απαγορευτικό νόμο της εποχής του Σόλωνα.
Στην ουσία, αποτελούν ένα είδος μαγικής και εξορκιστικής τελετουργίας, που βασίζεται στη βαθιά ριζωμένη πίστη ότι ο νεκρός μπορεί να γυρίσει πίσω, να ανακληθεί. Άλλωστε κατά τη βυζαντινή περίοδο τα μοιρολόγια ήταν γνωστά με την ονομασία «ανακλήματα» η «ανακλήσεις». Η δυνατότητα επιστροφής του νεκρού, εκφράζεται τόσο στους Πέρσες του Αισχύλου, όπου η σκιά του Δαρείου εμφανίζεται, ύστερα από έκκληση του χορού των γερόντων, όσο και στη νεότερη λαϊκή παράδοση με το τραγούδι του νεκρού αδελφού κ.α.
Τα μοιρολόγια εκφέρονται πάντα από γυναίκες. Ήδη, από τη βυζαντινή εποχή, οι γυναίκες κάθονταν γύρω από τον νεκρό και έλεγαν τα θρηνητικά τραγούδια (εξόδια, καταλόγια, ανακλήματα), ενώ συγχρόνως εκδήλωναν την οδύνη τους με τράβηγμα των μαλλιών, χτυπήματα στο στήθος, γρατζουνίσματα κ.α. Το τελετουργικό αυτό, παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτο μέχρι σήμερα και μαζί με την ολονυχτία αποτελούσε  το κύριο στοιχείο του τελευταίου  αποχαιρετισμού, του ξοδιάσματος του νεκρού. Η παρουσία της μοιρολογίστρας , η οποία αμειβόταν για να παραβρεθεί στο ξόδι του νεκρού, επιβλήθηκε στο μέτρο που το νεκρικό τελετουργικό εξελισσόταν σε μια λίγο η πολύ θεσμοποιημένη  κοινωνική διαδικασία.
Τα μοιρολόγια μπορεί να είναι παραδοσιακά τραγούδια ή αυτοσχεδιασμοί. Το περιεχόμενο τους εξαρτάται από το φύλο η την ηλικία του νεκρού καθώς και από τη θέση της μοιρολογίστρας μέσα στην οικογένεια (κόρη, σύζυγος, μητέρα κ.α.). Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές. Οι εκκλήσεις για την επιστροφή του νεκρού, οι έπαινοι για τα χαρίσματα του, οι ζοφερές περιγραφές του χάρου και του Κάτω Κόσμου, η απελπισία και η έλλειψη προστασίας της χήρας η των ορφανών ή η οδύνη των συγγενών και φίλων, αποτελούν μερικά απ’ τα πιο συχνά θέματά τους.
Άλλες φορές, ο νεκρός φέρεται να χαιρετάει τον κόσμο και να καλοτυχίζει τα άψυχα φυσικά στοιχεία (βουνά, κάμποι) που δεν πεθαίνουν, ή να αφήνει παραγγελίες στους ζωντανούς οι οποίες, ορισμένες φορές, περιλαμβάνουν και το αίτημα της εκδίκησης, αν ο νεκρός έχει δολοφονηθεί.
Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, τα μοιρολόγια έχουν τα δικά τους τοπικά χαρακτηριστικά, ωστόσο, αυτά που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι τα μοιρολόγια της Μάνης, τα οποία είναι και τα πλουσιότερα από άποψη θεματολογίας. Τραγουδιούνται από γυναίκες που κάθονται κυκλικά στο δάπεδο, αναφέρονται στη ζωή και τη δράση του νεκρού η έχουν ιστορικό, συμβουλευτικό και παρηγορητικό περιεχόμενο και μπορούν ακόμη και να θίγουν παλιές συμφορές ή βάσανα της ίδιας της μοιρολογίστρας.
Τα πιο τυπικά ωστόσο, αποτελούν εκκλήσεις εκδίκησης, γεγονός που οφείλεται στην ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική δομή του χώρου που καθιστούσε τους φόνους συχνό φαινόμενο. Στη Μάνη, το μοιρολόι ως μορφή τραγουδιού αντικατέστησε προοδευτικά όλα τα υπόλοιπα είδη μουσικής έκφρασης και κατέληξε να συνοδεύει ακόμα και τις αγροτικές εργασίες, όπως η συγκομιδή και το άλεσμα.
Τα μοιρολόγια διατηρούν και εκφράζουν την αρχαία και όχι τη Χριστιανική αντίληψη του θανάτου και για το λόγο αυτό πολεμήθηκαν απ’ την επίσημη εκκλησία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, η προοδευτική ^εξαφάνιση τους οφείλεται περισσότερο στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών συνθηκών και στην αποσύνθεση της δομής των κοινωνικών και οικονομικών ενοτήτων που χαρακτήριζαν τον Ελληνικό χώρο έως τα τέλη του 190U και τις αρχές του 20oυ αιώνα.
Ενδιαφέροντα όσα αναφέρει για το μοιρολόι στο βιβλίο του «ΑΝΩΓΕΙΑ: Ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους» ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Γιώργος Σμπώκος πρώην δήμαρχος Ανωγείων.
«Μοιρολογητής ή μοιρολογήτρα», γράφει, «ήταν ο κάθε Ανωγειανός ή Ανωγειανή. Ο καθένας είχε καθήκον (ιδιαίτερα οι γυναίκες) να μοιρολογήσει το νεκρό του σπιτιού του ή το συγγενή του. Ακόμη και η μη συγγενής, ξενογειτόνισσα, που πρόσφατα έχασε άνθρωπο στενό κι αγαπημένο, θα ‘ρθει με τ’ όμορφο κι απέριττο μπουκέτο της, με το ταπεινό δώρο της (συνήθως τσιγάρα ήταν ο χαιρετισμός σε νεκρό άντρα) κι αφού τα τοποθετούσε πάνω στο νεκρό, άρχιζε να τον ραντίζει μ’ ανθόνερο και με όμορφα τροπάρια να στέλνει τα πονεμένα χαιρετίσματα της στο ακριβό και πολυαγαπημένο πρόσωπο που άρπαξε ο χάρος.
Ήταν αδύνατο να ταφεί ο νεκρός χωρίς να μοιρολογηθεί. Και τα μοιρολόγια των πιο πετυχημένων μοιρολογητριών αποστηθίζονταν και με τον ιδιαίτερο σκοπό τους γίνονταν ευρύτερα γνωστά. Τα έλεγαν στις αποσπερίδες, στην εξοχή κι η κάθε γυναίκα ή κόρη τα επαναλάμβανε στον αργαλειό της, ασκούμενη κι αυτή για να φανεί αντάξια στους ακριβούς όταν η σκληρή ώρα του χωρισμού τους θα έφτανε.
Και τα μικρά κοριτσάκια ακόμη με πρησμένα μάτια κάθονταν κοντά στο λείψανο κι ώρες ολόκληρες άκουαν τις παινεμένες παλιές μοιρολογή-τρες και κατέγραφαν μ’ ανεξίτηλα γράμματα στον άγραφο χάρτη της ψυχής τους ό,τι άκουαν, παίρνοντας έτσι μαθήματα για να συνεχίσουν κάποτε κι αυτά, με τη σειρά τους, την παράδοση και να κρατήσουν ψηλά και πάντα όμορφο και συγκινητικό το ανωγειανό μοιρολόγι.
Κι αργότερα δεν έπρεπε να παραξενευτείς, αν περνώντας ακόμη κι απ’ την αυλή του σχολείου, σε ώρα διαλείμματος, έβλεπες και άκουες κάποιες μα-θητριούλες να πηγαινοέρχονται και ν’ αποδίδουν πιστότατα τα μοιρολόγια της μιας ή της άλλης μοιρολογήτρας.
Όλα τ’ ανωγειανά μοιρολόγια έχουν στίχους ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους ή εντεκασύλλαβους ΠΗΓΗ ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ[ΡΕΘΥΜΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ]
Η ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΚΑΠΑΙΤΑΝ ΑΝΤΩΝΗ.....

Δεν υπάρχουν σχόλια: