ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

Η ΣΤΡΙΓΓΛΑ!!!ΜΙΑ ΠΑΡΑΒΟΛΛΗ !!

 



Μια φορά κι έναν καιρό - όπως θα έλεγαν και οι παλιοί παραμυθάδες μας - σε έναν εύφορο τόπο ζούσε μια μεγάλη οικογένεια σε ένα όμορφο, μεγάλο αρχοντικό με κήπο. Ο κήπος δεν ήταν και τόσο μεγάλος όσο το στιβαρό πέτρινο οίκημα της φαμίλιας, μα ήταν ευλογημένος κι εκεί φύονταν, άνθιζαν και κάρπιζαν όλα τα καλά της μάνας γης: άνθη, φρούτα και λαχανικά, αλλά κυρίως αμπέλια κι ελιές, από εκείνες το λάδι των οποίων έκανε ονομαστή την οικογένεια στα πέρατα της πολιτείας ως Ελαιίτες.
Οικογένεια αριστοκρατική οι Ελαιίτες λοιπόν, άνθρωποι πολυμήχανοι - από καλλιτέχνες και μηχανικοί έως αγρότες κι έμποροι - οι τρόποι των οποίων όπως και οι τέχνες τους περνούσαν μαζί με την ιδιοκτησία τους, το αρχοντικό, από πατέρα σε γιο και από μάνα σε κόρη με τον πατροπαράδοτο τρόπο της κληρονομιάς σε μια ακόμη πιο βελτιωμένη εκδοχή τους στις επόμενες γενιές. Τα προβλήματα και οι φουρτούνες δεν έλειπαν ποτέ από την οικογένεια, όπως συμβαίνει σε κάθε ανθρώπινη συλλογικότητα· μα με αγάπη και ομόνοια όλα τα ζητήματα εν τέλει λύνονταν. Και λύνονταν δηλαδή αν και εφόσον δεν έμπαινε ο διχασμός μέσα στα μέλη της, πράγμα δύσκολο γιατί η οικογένεια των Ελαιιτών την είχε την φαγωμάρα σαν μικρόβιο να κυλά μέσα στις φλέβες της, ίδιον της θερμής ιδιοσυγκρασίας της και μια από τις βασικές αδυναμίες της.
Κάποια στιγμή μετά από χρόνια δύσκολες μέρες ήρθαν· τότε που οι ξένοι εισβολείς που είχαν μισθωθεί σε εξευτελιστικές τιμές για να δουλεύουν στα χωράφια των γειτονικών κτημάτων αποφάσισαν πως η παρασιτεία και το έγκλημα δεν αρκεί, παρά θα πρέπει να πάρουν και τις τύχες των αφελών οικοδεσποτών τους στα χέρια τους. Ταυτόχρονα στην πολιτεία διαμάχες και συγκρούσεις για τα συμφέροντα των μεγαλοκτηματιών εντείνονταν μέρα με τη μέρα, μίγμα συνθηκών που επέφερε μίσος, κακό, πείνα και δυστυχία στον εύφορο τόπο. Έτσι ο πρωτότοκος γιος και κληρονόμος των Ελαιιτών μέσα στη φουρτούνα έχασε τους γονείς του μια άγρια βραδιά βίας και επιδρομών, ενώ πολύ σύντομα και μέσα στον θρήνο τους ακόμη τα υπόλοιπα αδέρφια της οικογένειας αποφάσισαν πως μόνη λύση για μια καλύτερη μοίρα θα ήταν η ξενιτιά, αφού πλέον δεν υπήρχε καμμιά προοπτική.
Οι εχθροπραξίες δεν άργησαν βέβαια κι αυτές με τη σειρά τους να λήξουν, με ήττες και αμοιβαίους συνδυασμούς, αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια και μόνο μια ελπίδα να πλανάται στα χαλάσματα του παλιού κόσμου. Μα τα τέκνα των Ελαιιτών ξέμειναν στα ξένα κι έτσι ο επίγονος έμεινε και οριστικά μόνος του στο αρχοντικό και το μισοερειπωμένο τεράστιο κτήμα που δεν έπαψε ωστόσο ποτέ του να είναι ευλογημένο, με μόνη συντροφιά τους ελάχιστους αφοσιωμένους υπηρέτες της οικογένειας που επέζησαν παραμένοντας πιστοί.
Ήταν τότε που εμφανίστηκε εκείνη.

Άρτι αφιχθείσα από τις υποβασθμισμένες ανατολικές επαρχίες της πολιτείας - αν και πάντα καμωνόταν τη «δυτική» από τα πλούσια περίχωρα, τίτλος που θεωρούνταν πολύ πιο σικ - η Αριστέα ήταν αυτό που θα έλεγε κανείς πραγματικά μια μέγαιρα, μια άρπυια, μια γυναίκα-οχιά. Όπλο της, το πολύ δυνατό πλεονέκτημα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη επίδοξη νύφη πέρασε κατά καιρούς από το παλιό αρχοντικό: το ότι ηξερε όχι μόνο να κρύβει αριστοτεχνικά την πανουργία της και το εγκληματικό της φύσεώς της, μα αντίθετα ήταν τόσο διαστροφική που περνούσε κάθε διαστροφική εμμονή και πράξη της στο μυαλό των άλλων σαν το ακριβώς αντίθετο. Έτσι χωρίς καλά καλά να το καταλάβει ο Ελαιίτης επίγονος, ελλείψει άλλων επιλογών, δεν άργησε σαγηνευμένος από την δηλητηριώδη γοητεία των λόγων της και εν τη αγνοία των πραγματικών έργων της, να δεσμευτεί μαζί της και να δεθεί πισθάγκωνα στο δηλητηριώδες της κορμί.

Έκτοτε ξεκίνησε και η πραγματική κατρακύλα για το παλιό αρχοντικό.

Στην αρχή ο πρωτότοκος των Ελαιιτών δεν είχε καν αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει, χάρη στην πραγματικά αξιοθάυμαστη διαστροφή της στρίγγλας. Κι εκείνη τον είχε πείσει ειλικρινώς για τους σκοπούς των όλων όσων έπραττε:

Ότι έπρεπε να χτυπά τους εργάτες που δεν υπάκουαν άμεσα κάθε της εντολή, όσο παράλογη ή ανήθικη κι αν ήταν, γιατί έτσι μόνο θα αποθαρρύνονταν από οποιαδήποτε πιθανή μελλοντική τους σκέψη να άρουν την πίστη τους στον οίκο των Ελαιιτών.
Ότι ήταν μια συνετή πρακτική να σπαταλά τα χρήματα του οικογενειακού προϋπολογισμού σε δωράκια και φουστανάκια στις δεσποινίδες της προσωπικής της υπηρεσίας, μιας και έτσι θα εξασφάλιζε την αφοσίωσή τους στο παρόν και στο μέλλον.
Ότι εξαφανίζοντας κάθε πορτραίτο της οικογένειας, κάθε ενθύμιο ή χειρόγραφο και πετώντας οριστικά κάθε έπιπλο και κόσμημα από τα παλιά δεν είχε να κάνει με μίσος για την ιστορία και την ίδια την υπόσταση των Ελαιιτών, αλλά γιατί ο εκμοντερνισμός είναι πάντοτε αναγκαίος και πράγματα που θυμίζουν άλλες εποχές προξενούν μια προσκόλληση στο παρελθόν που αποτελεί τροχοπέδη στο να προχωρήσει κανείς μπροστά.
Ότι δηλητηριάζοντας τα μυαλά των μικρότερων και αφελέστερων υπηρετών με ψέματα για το παρελθόν της οικογένειας, ακόμα και για τον ίδιο τον επίγονο δεν είναι μια πράξη μοχθηρή, αλλά αντίθετα μπορεί να αποκαλύψει διά της δοκιμής την πιθανή ύπαρξη ενός αντιδραστικού πνεύματος το οποίο θα μπορούσε να συνομωτήσει εναντίον της σταθερότητας και της ευημερίας του κτήματος.
Ότι συκοφαντώντας από υπηρέτες που δεν συμπαθούσε προσωπικά μέχρι ακόμη και γείτονες από τα κοντινά κτήματα δεν είναι επειδή θέλει να διαβάλλει τα πλήθη, αλλά αντιθέτως επειδή προφυλάσσει την οικογένεια από τις επιβουλές του εχθρού, ενός εχθρού που ακόμα κι αν είναι φανταστικός προσομοιάζει με αληθινή απειλή χάρη στη χυδαία και συνεχή προπαγάνδα της.


Και σιγά σιγά σαν πήρε τον αέρα που της αναλογούσε από την τυφλή εμπιστοσύνη και την αφέλεια του κληρονόμου των Ελαιιτών, ξεκίνησε να εφαρμόζει το πλάνο αυτού που πραγματικά επιθυμούσε· την υποχειρία και οριστική καταδίκη του γόνου της οικογένειας που την αγκάλιασε, μόνο και μόνο από μίσος και φθόνο για την δική της κατωτερότητα. Πούλησε όσα ασημικά γυάλισαν σ’αυτήν και τους μαυραγορίτες γνωστούς της σαν να ήτανε δικά της· ξεχέρσωσε όσα χωράφια δεν ήταν κατά τη γνώμη της παραγωγικά, και τα πλέον εύφορα τα έδωσε έναντι πινακίου φακής στους δυτικούς γείτονες, στους οποίος είχε ξεμείνει κάποιο παλιό χρέος των Ελαιιτών από την εποχή των μεγαλων ταραχών - αν και για κείνο ακόμη  κάποιοι είπαν πως ήτανε φτιαχτό, στημένο. Θέλησε μάλιστα να χαρίσει κι ένα ολόκληρο κομμάτι οικοπέδου του παλιού αρχοντικού στους βόρειους γείτονες, κάτι ξεβράκωτους πλιατσικολόγους που είχαν κάνει κατάληψη από τα χρόνια μετά τη μεγάλη φουρτούνα σε ένα εγκαταλλελειμένο οικήμα μιας παλιάς οικογενείας που ξεκληρίστηκε από τις δυνάμεις εκίνης της περιόδου, για να λένε οτι ήταν φιλάνθρωπη κι έτσι να κρύβει τις πλείστες άλλες πομπές της.

Και ο επίγονος των Ελαιιτών τα έβλεπε όλα αυτά, μα όταν πραγματικά ξεκίνησε να χωνεύει την εγκληματική αφέλειά του ήταν καιρός που δεν μπορούσε να κάνει και πολλά, γιατί η Αριστέα ήταν επιλογή του και βαθιά ριζωμένη πλέον σε κάθε πτυχή της ζωής του. Ακόμα κι όταν την έβλεπε να χαμουρεύεται με κάτι τελευταίους, γουρλομάτηδες ψωμόλυσσες γειτόνους που τα τελευταία χρόνια την είχαν δει νεόπλουτοι λιμοκοντόροι έκανε πως δεν καταλάβαινε, γιατί τοτε ο εξευτελισμός της επιλογής του θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος· το μόνο που θα μπορούσε - και θα του άξιζε, δηλαδή - να κάνει είναι να χτυπά με απόγνωση το κεφάλι του στον τοίχο για τη μνημειώδη ανοησία του, μα ούτε αυτό θα του προσέφερε εν τέλει τίποτε.

Εδώ τελειώνει η ιστορία μας παιδιά· κι αυτό όχι γιατί επί της ουσίας τελείωσε, αλλά γιατί ούτε οι παραμυθάδες δεν ξέρουν τι πραγματικά απέγινε ο επίγονος και αν αποφάσισε να πάρει ξανά στα χέρια του τη ζωή του, τα όνειρά του και όλα όσα του ανήκουν, δίνοντας στη στρίγγλα μια και καλή αυτό που της αξίζει.
Κάποτε ωστόσο θα τελειώσει κι αυτή η ιστορία, γιατί ο χρόνος είναι αμείλικτος κι από αναβολές κι ανθρώπινα βολέματα δεν κοιτά.

Όσο για το αν θα ζήσουν οι Ελαιίτες καλά, κι εμείς καλύτερα…;
Αυτό απομένει στα χέρια του καθενός ξεχωριστά.



Σ.τ.Σ. Όχι, η αιώνια και πιο αγαπημένη μέγαιρα του ελληνικού κινηματογράφου δεν έχει καμμία σχέση με αυτήν της ιστορίας μας. Γιατί όσο κι αν ήθος ποιούσε η μεγάλη Τασσώ Καββαδία, ποτέ δεν θα μπορούσε να αποδώσει το «ήθος» της πραγματικής στρίγγλας που κυβέρνησε και κυβερνά μεταπολιτευτικά την Ελλάδα αφανώς ως το 2015 και εμφανώς από εκεί και ύστερα.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΗΘΟΣ ΠΟΙΟΥΣΕ

ΣΠΟΎΔΑΣΑΝ (ΣΠΟΥΔΕΑ ΤΑ ΛΆΧΑΝΑ)
ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΉ!!!

ΥΠΟΚΡΙΣΊΑ!!!

ΑΧΑΧΑΧΑΑΑ 🤣🤪

ΌΧΙ
ΝΑΙ...