Όταν στα τέλη του 2020 ο Τραμπ έχασε τις εκλογές μετά από μια μανιώδη μάχη εναντίον του απο το αμερικάνικο βαθύ κράτος και τα παγκόσμια ΜΜΕ και βλέποντας πλήθος κόσμου και ειδικότερα μεγάλη μερίδα Ελλήνων να υποστηρίζει τον νυν πρόεδρο Μπαίντεν ως φιλέλληνα που θα τιμωρησει μάλιστα την Τουρκία και θα υποστηρίξει την Ελλάδα, κουνούσαμε θλιμμένα το κεφάλι γιατί πιθανολογούσαμε βάσιμα τι πρόκειται να ακολουθήσει. Μια πιθανολόγηση που βασίστηκε στο πρόσφατο παρελθόν, στην στατιστική και στο πολιτικό προφίλ των παλαιών επανερχόμενων παιχτών
Δυο βασικά δεδομένα λάβαμε υπόψιν μας.
Την διαχρονική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και ιδιαίτερα των δημοκρατικών που είναι τα ίδια ουσιαστικά πρόσωπα εδω και 15 έτη αλλά αι την στάση πλέον του Πούτιν και της Ρωσίας μετά τον θάνατο του Καντάφι.
Περιληπτικά οι μεν ΗΠΑ εξάγουν δύο πράγματα από το 1945 αρχικά μετά την ρίψη των δυο βομβών στην Ιαπωνία, που όταν η Μόσχα ανακοίνωσε την πρώτη παραγωγή πυρηνικών όπλων το 1947 έβαλε λίγο φρένο στα σχέδια των ΗΠΑ και που στην συνέχεια απο το 1991 και μετά οταν το αντίπαλο δέος της ΕΣΣΔ κατέρρευσε, έμειναν γνωστά ως "σοκ και δεος", ξεκινώντας από τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου
Αλληγορικά το σοκ είναι η εξωτερίκευση και η διεθνοποίηση των εσωτερικών προβλημάτων τω ΗΠΑ με την δημιουργία εντάσεων ώστε αφενός να αποσπούν την δική τους κοινή γνώμη απο αυτά και αφετέρου να επιστρεφουν δολαρια στις τράπεζες τους ως ασφάλεια για φύλαξη απο διεθνείς καταθέτες
Το δέος είναι οι πωλήσεις εξαγωγές και χρήσεις όπλων ως βασική παραγωγή των ΗΠΑ
Από την άλλη όμως υπάρχει ένας Πούτιν που μετά τον θάνατο του Καντάφι είχε δηλώσει ότι η Ρωσία δενθα ξανακάνει το λάθος να ξαναμείνει απαθής όπως έκανε με τον Σαντάμ και τον Καντάφι. Μια δήλωση που την έκανε πράξη στην Συρία.
Ο Τραμπ απο την άλλη στο μικρό διάλλειμα της διαυβέρνησης των συντηρητικών , προσπαθησε με διπλωματικό τρόπο , έστω και υποχωρώντας να κερδίσει χρόνο και να στήσει πάλι παραγωγή στην χώρα του ώστε να την ξανακάνει αυτάρκη αρχικά μπρός στην επέλαση της κίνας και να ανασυνταχθεί. Φυσικά τα συμφεροντας των πολυεθνικών δεν χάρηκαν ιδιαίτερα για αυτό με τα γνωστα αποτελέσματα .
Πάμε τώρα λίγο στο σήμερα ξεινώντας πάλι απο το χθές.
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία αντιμετώπισε τη μνημειώδη πρόκληση της μετάβασης από μια οικονομία διοίκησης και ελέγχου σε μια οικονομία της αγοράς. Σε αυτό το σημείο, Ρώσοι και Αμερικανοί άφησαν στην άκρη τις προηγούμενες εχθρότητες τους (που προσωποποιήθηκαν από τη εύρυθμη σχέση μεταξύ του Μπιλ Κλίντον και του Μπόρις Γέλτσιν) καθώς δυτικοί σύμβουλοι έφτασαν στη σκηνή για να βοηθήσουν στη μεταρρύθμιση της οικονομίας. Οι καρποί αυτών των προσπαθειών αμφισβητήθηκαν έντονα από τότε.
Χρησιμοποιώντας τις λεγόμενες τεχνικές «θεραπείας σοκ» της απελευθέρωσης υπό την αιγίδα του ΔΝΤ, η Ρωσία εγκατέλειψε τους ελέγχους των τιμών και τις κρατικές επιδοτήσεις ενώ πρόσφερε ένα πρόγραμμα «δάνειο για μετοχές» για την ιδιωτικοποίηση περιουσιακών στοιχείων που προηγουμένως ανήκαν στο δημόσιο. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν, μεταξύ άλλων καταστροφών, ο τεράστιος πληθωρισμός, η ανεργία, η ενδημική φτώχεια, η άνοδος μιας ολιγαρχικής τάξης και μια άνευ προηγουμένου αύξηση του ποσοστού θνησιμότητας, για την οποία τουλάχιστον μια μελέτη κατηγόρησε τον απερίσκεπτο ρυθμό απελευθέρωσης. Περιττό να πούμε ότι αυτή η πρώτη περίπτωση μετασοβιετικής συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας και Αμερικής δεν ήταν μια πολλά υποσχόμενη αρχή. Ούτε τα πράγματα θα γίνονταν καλύτερα.
Η κομβική στιγμή στις σύγχρονες σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας ήρθε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Παρά το γεγονός ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν ο πρώτος παγκόσμιος ηγέτης που τηλεφώνησε στον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους και πρόσφερε την άνευ όρων υποστήριξη της Ρωσίας, η Ουάσιγκτον ανταπέδωσε τη χειρονομία με τρόπο που Η Μόσχα δεν θα ξεχνούσε σύντομα. Μόλις λίγους μήνες αργότερα, στις 13 Δεκεμβρίου 2001, ο Μπους έδωσε επίσημη ειδοποίηση ότι οι ΗΠΑ θα αποχωρούσαν από τη Συνθήκη κατά των βαλλιστικών πυραύλων (ABM).
Μια συνθήκη που υπεγράφη από τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον το 1972, η συνθήκη ABM διατήρησε τη στρατηγική ισοτιμία – και το πιο σημαντικό, την ειρήνη – μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων, ένα είδος πράξης εξισορρόπησης που έχει περιγραφεί ως «αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή».
Την ιστορική στιγμη με την ένταση στο ζενίθ κατά την λεγόμενη κρίση της Κούβας όπου ο κόσμος έφτασε στο παρα ένα να βιώσει τον πυρηνικό όλεθρο στην αντιπαράθεση Κένεντυ - Χρουτσόφ δεν ήθελε να την ξαναζήσει κάνεις Για αυτό και υπεγράφη η άνω συμφωνία.
Τι έκαναν οι ΗΠΑ λίγο μετά την αποχώρησή τους από την 30χρονη συνθήκη; Εκπόνησε σχέδια ενός εξελιγμένου αντιβαλλιστικού συστήματος πυραύλων στην Πολωνία, σε απόσταση αναπνοής από τα ρωσικά σύνορα, στην οποία απέστειλαν στρατιώτες φέτος.
«Το Ναυτικό των ΗΠΑ μετέφερε πρόσφατα ναύτες στη νεότερη βάση του, μια στρατηγική εγκατάσταση στη βόρεια Πολωνία που θα υποστηρίξει το ευρωπαϊκό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας του ΝΑΤΟ», ανέφερε το Stars & Stripes τον Ιανουάριο. «Επικαλούμενο την επιχειρησιακή ασφάλεια, το Πολεμικό Ναυτικό δεν είπε πόσο προσωπικό είχε τοποθετηθεί στη βάση ούτε παρείχε λεπτομέρειες για το μέγεθος ή τη δομή της εγκατάστασης».
Η ανάπτυξη του συγκροτήματος Aegis Ashore στην Πολωνία ανησυχεί τη Ρωσία», έγραψε ο Khodarenok . «Εδώ είναι το πρόβλημα. Το σύστημα εκτόξευσης Mark 41 μπορεί να προσαρμοστεί γρήγορα και το SM-3 θα αντικατασταθεί με πυραύλους Κρουζ επίθεσης Tomahawk. Τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει η Ρωσία σε αυτήν την κατάσταση, όταν ένας τέτοιος μετασχηματισμός του χερσαίου συστήματος Aegis στην Πολωνία θα μπορούσε να αποτελέσει μια πολύ πραγματική απειλή για την εθνική της ασφάλεια» ρώτησε.
H Μόσχα άρχισε αμέσως να εργαστεί για τρόπους για να ξεπεράσει τα αμερικανικά αντιπυραυλικά συστήματα μόλις η Ουάσιγκτον αποχώρησε από τη Συνθήκη ABM.
Το 2018, ο Πούτιν εκφώνησε μια μάλλον ανορθόδοξη ομιλία για το State of the Nation στην οποία ανακοίνωσε τη δημιουργία υπερηχητικών πυραύλων που ταξιδεύουν τόσο γρήγορα που «τα συστήματα πυραυλικής άμυνας είναι άχρηστα εναντίον τους, απολύτως άσκοπα» , είπε.
«Kανείς δεν ήθελε πραγματικά να μας μιλήσει για τον πυρήνα του προβλήματος [τα αντιπυραυλικά συστήματα των ΗΠΑ στην Ανατολική Ευρώπη] και κανείς δεν ήθελε να μας ακούσει» , δήλωσε προκλητικά ο Ρώσος ηγέτης.
Το 2007, ο Πούτιν εκφώνησε μια ομιλία στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου στην οποία τόνισε ότι για τη Ρωσία, η επέκταση του ΝΑΤΟ «αντιπροσωπεύει μια σοβαρή πρόκληση που μειώνει το επίπεδο αμοιβαίας εμπιστοσύνης». Στη συνέχεια έθεσε το ρητορικό ερώτημα: «σε ποιον απευθύνεται αυτή η επέκταση;»
Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλές ακόμη σελίδες σε άλλους τομείς των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας που αποδεικνύουν ότι οι δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις μπορεί να έχουν επιβιώσει από τη σοβιετική εποχή, η καθεμία με τον δικό της τρόπο, αλλά τα απομεινάρια του Ψυχρού Πολέμου συνεχίζουν να ζουν. Από τις αναπόδεικτες κατηγορίες ότι η Ρωσία παρενέβη στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016 μέχρι την απροκάλυπτη δυσαρέσκεια της Ουάσιγκτον για την απόφαση της Ρωσίας να παρέμβει στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας κατά του Ισλαμικού Κράτους, οι εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας επιστρέφουν στα επίπεδα του Ψυχρού Πολέμου
Και τώρα, με τις εχθροπραξίες στην Ουκρανία να απειλούνται να εξελιχθούν σε κάτι που δεν μπορεί να ελεγχθεί, ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να προσευχηθούμε ώστε να παραμείνει Ψυχρός Πόλεμος αυτή η αντιπαράθεση και να μην γίνει Καυτός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου