ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΝΑΤΣΙΟΥ
Ο ελληνισμός της Β. Ηπείρου εκπέμπει SOS
Έως το έτος 1913, ολόκληρη η Ήπειρος αποτελούσε μία ενιαία γεωγραφική ενότητα. Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων (1913-1914), οι Μεγάλες Δυνάμεις, με τη Συνθήκη του Λονδίνου, αναγνώρισαν την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος και επιδίκασαν σε αυτή (Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας 1913) το βόρειο τμήμα της Ηπείρου. Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, δεν αποδέχτηκε αρχικά την απόφαση αυτή και αρνήθηκε να παραχωρήσει την περιοχή, στην οποία κατοικούσε αμιγώς ελληνικός πληθυσμός. Το επόμενο όμως έτος και παρά τις νικηφόρες μάχες του ελληνικού στρατού που προέλαυνε στα εδάφη της Βορείου Ηπείρου, αναγκάστηκε να επιλέξει την αναγνωρισμένη ελληνική κυριαρχία επί των νήσων του Αιγαίου αντί αυτής της Βορείου Ηπείρου.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου αισθάνθηκαν προδομένοι από την απόφαση αυτή, με αποτέλεσμα να αποφασίσουν να στηριχθούν αποκλειστικά και μόνο στις δικές τους δυνάμεις, χωρίς την επίσημη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης. Στις 28 Φεβρουαρίου του έτους 1914 επαναστάτησαν και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση, με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο και πρόεδρο τον Γεώργιο-Χρηστάκη Ζωγράφο. Η αυτόνομη Βόρειος Ήπειρος περιελάμβανε αρχικά εκτός από το Αργυρόκαστρο, την Χειμάρρα, το Δέλβινο, τους Άγιους Σαράντα και την Πρεμετή. Έπειτα από συνεχείς στρατιωτικές συγκρούσεις οι Βορειοηπειρώτες κατέλαβαν την περιοχή της Κολωνίας και την Κορυτσά, που είχαν παραδοθεί νωρίτερα στην νεοσύστατη Αλβανική χωροφυλακή από τον ελληνικό στρατό κατά την αποχώρησή του.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945). Ο ελληνικός στρατός προελαύνει για τρίτη φορά στη Βόρειο Ήπειρο, απελευθερώνοντας πλήθος ελληνικών περιοχών. Μεγάλος ο ενθουσιασμός όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και στον κυρίως ελλαδικό χώρο. Το 1941, μετά τη συνθηκολόγηση και την παράδοση στους Γερμανούς, οι Ιταλοί σύμμαχοι συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους της Βορείου Ηπείρου με απίστευτη σκληρότητα. Έκαψαν πάνω από 6.200 σπίτια ενώ υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περίπου 1.700 Έλληνες.
Μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα εξάλειψε κάθε ελπίδα για τους βορειοηπειρώτες. Ο σταλινιστής ηγέτης έλαβε δρακόντεια μέτρα κατά του ελληνικού πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου.
Το 2000, όμως, κατά τη διάρκεια των αλβανικών δημοτικών εκλογών, η Αλβανία επικρίθηκε εντόνως από διεθνείς οργανισμούς ανθρώπινων δικαιωμάτων για σοβαρές παρατυπίες, όσον αφορά την καταμέτρηση των ψήφων του ΚΕΑΔ (πολιτικού φορέα της ελληνικής μειονότητας). Αντίστοιχες εικόνες και στις εκλογές του 2007, ιδίως στην περιοχή της Χειμάρρας.
Το 2009 η Ελλάδα υπέγραψε με την Αλβανία την «Συμφωνία για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και άλλων θαλασσίων Ζωνών», με την οποία οριοθετήθηκαν τα εκατέρωθεν χωρικά ύδατα. Το 2010, η νεοσυσταθείσα τότε αλβανική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Edi Rama, θεώρησε πως η παραπάνω συμφωνία είναι ετεροβαρής υπέρ της Ελλάδος και, την έκρινε αντισυνταγματική και φυσικά ανεφάρμοστη. Ανεφάρμοστη παραμένει και η συμφωνία για τα στρατιωτικά νεκροταφεία, προκειμένου να ταφούν επιτέλους οι Έλληνες πεσόντες.
Η περίοδος της απογραφής του πληθυσμού το έτος 2011 προκάλεσε και πάλι αντιδράσεις ανάμεσα στη μειονότητα και την αλβανική κυβέρνηση.
Μετά την εκλογή της κυβέρνησης των σοσιαλιστών στην Αλβανία υπό την ηγεσία και την πρωθυπουργία του Edi Rama, η κατάσταση οδηγείται προς ακόμα πιο σκοτεινά μονοπάτια. Ο εν λόγω πρωθυπουργός ξεκίνησε με εκδίωξη όλων των Ελλήνων υπαλλήλων από κυβερνητικές θέσεις, συνέχισε με προώθηση αλυτρωτικών θέσεων στα βιβλία ιστορίας που διδάσκονται στα σχολεία της ελληνικής μειονότητας, κυνήγησε, σε μια προσπάθεια εκφοβισμού, νεαρούς βορειοηπειρώτες, μέλη συλλόγων νεολαίων των μειονοτικών χωριών (αναφέρω ως το πιο γνωστό παράδειγμα αυτό των νεολαίων Δερβιτσάνης), σέρνοντάς τους στα αστυνομικά τμήματα, επειδή προωθούσαν τις ελληνικές παραδόσεις, τα ελληνικά ήθη και έθιμα.
Η αλβανική κυβέρνηση συμβιβάστηκε και στις 17 Μαρτίου του 1914 υπέγραψε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, σύμφωνα με το οποίο, η Αλβανική κυβέρνηση αναγνώρισε την αυτονομία της Β. Ηπείρου - τότε για πρώτη φορά έλαβε αυτή την ονομασία η περιοχή - και δεσμεύτηκε για την ελεύθερη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία των μειονοτικών περιοχών αλλά και την θρησκευτική ελευθερία του ελληνικού πληθυσμού.Ακολούθησε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) με δεύτερη προέλαση του ελληνικού στρατού και στη συνέχεια το καθεστώς του Αχμέτ Ζώγου, κατά τη διάρκεια του οποίου έκλεισαν μέχρι το 1934 όλα τα ελληνικά σχολεία στην αναγνωρισμένη ελληνική μειονοτική ζώνη (Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα και τρία χωριά της Χειμάρρας - 103 χωριά στο σύνολο). Μετά την επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών το έτος 1935, ένας περιορισμένος αριθμός ελληνικών σχολείων επαναλειτούργησε.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945). Ο ελληνικός στρατός προελαύνει για τρίτη φορά στη Βόρειο Ήπειρο, απελευθερώνοντας πλήθος ελληνικών περιοχών. Μεγάλος ο ενθουσιασμός όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και στον κυρίως ελλαδικό χώρο. Το 1941, μετά τη συνθηκολόγηση και την παράδοση στους Γερμανούς, οι Ιταλοί σύμμαχοι συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους της Βορείου Ηπείρου με απίστευτη σκληρότητα. Έκαψαν πάνω από 6.200 σπίτια ενώ υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περίπου 1.700 Έλληνες.
Μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα εξάλειψε κάθε ελπίδα για τους βορειοηπειρώτες. Ο σταλινιστής ηγέτης έλαβε δρακόντεια μέτρα κατά του ελληνικού πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου.
Στα ελληνικά σχολεία διδάσκονταν η αλβανική ιστορία μεταφρασμένη στα ελληνικά, η «μειονοτική ζώνη» μειώθηκε από 103 σε 99 χωριά (αποκλείστηκε η Χειμάρρα), έγινε μετακίνηση πληθυσμών, προκειμένου να υπάρξει δημογραφική αλλοίωση και να εξαλβανιστούν οι Έλληνες ομογενείς. Επίσης τοπωνύμια αλλά και προσωπικά ονόματα αλλοιώθηκαν προς το αλβανικότερο, ενώ η χρήση της ελληνικής γλώσσας απαγορεύτηκε εκτός της μειονοτικής ζώνης αλλά ακόμη και εντός αυτής. Οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση, είτε δημόσια είτε ιδιωτική, απαγορεύτηκε αυστηρά και η κατοχή θρησκευτικών εικόνων τιμωρούνταν από το νόμο.Ειδικότερα, το 1993 οι αλβανικές αρχές απέλασαν τον Ελληνο-ορθόδοξο Μητροπολίτη Αργυροκάστρου, με την αιτιολογία ότι επέδειξε ανατρεπτική συμπεριφορά. Το 1994 καταδικάστηκαν πέντε μέλη της ελληνικής μειονοτικής οργάνωσης «Ομόνοια», με το αιτιολογικό της υπονόμευσης του αλβανικού κράτους. Στο τέλος του ίδιου έτους, η κρίση φάνηκε να ξεπερνιέται, αφού όμως πρώτα η Ελλάδα πάγωσε την οικονομική ενίσχυση της Ε.Ε. προς την Αλβανία, έκλεισε τα σύνορά της και απέλασε πάνω από 115.000 παράνομους Αλβανούς μετανάστες.
Η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας έληξε επίσημα το 1987. Παρ' όλα αυτά, όλες οι μετέπειτα κυβερνήσεις, κάποιες με πιο έντονο τρόπο κάποιες με περισσότερη διακριτικότητα, συνέβαλαν στη δημιουργία μίας κατάστασης συνεχούς ανασφάλειας στους Έλληνες ορθόδοξους της περιοχής.
Το 2000, όμως, κατά τη διάρκεια των αλβανικών δημοτικών εκλογών, η Αλβανία επικρίθηκε εντόνως από διεθνείς οργανισμούς ανθρώπινων δικαιωμάτων για σοβαρές παρατυπίες, όσον αφορά την καταμέτρηση των ψήφων του ΚΕΑΔ (πολιτικού φορέα της ελληνικής μειονότητας). Αντίστοιχες εικόνες και στις εκλογές του 2007, ιδίως στην περιοχή της Χειμάρρας.
Το 2009 η Ελλάδα υπέγραψε με την Αλβανία την «Συμφωνία για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και άλλων θαλασσίων Ζωνών», με την οποία οριοθετήθηκαν τα εκατέρωθεν χωρικά ύδατα. Το 2010, η νεοσυσταθείσα τότε αλβανική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Edi Rama, θεώρησε πως η παραπάνω συμφωνία είναι ετεροβαρής υπέρ της Ελλάδος και, την έκρινε αντισυνταγματική και φυσικά ανεφάρμοστη. Ανεφάρμοστη παραμένει και η συμφωνία για τα στρατιωτικά νεκροταφεία, προκειμένου να ταφούν επιτέλους οι Έλληνες πεσόντες.
Η περίοδος της απογραφής του πληθυσμού το έτος 2011 προκάλεσε και πάλι αντιδράσεις ανάμεσα στη μειονότητα και την αλβανική κυβέρνηση.
Μετά την εκλογή της κυβέρνησης των σοσιαλιστών στην Αλβανία υπό την ηγεσία και την πρωθυπουργία του Edi Rama, η κατάσταση οδηγείται προς ακόμα πιο σκοτεινά μονοπάτια. Ο εν λόγω πρωθυπουργός ξεκίνησε με εκδίωξη όλων των Ελλήνων υπαλλήλων από κυβερνητικές θέσεις, συνέχισε με προώθηση αλυτρωτικών θέσεων στα βιβλία ιστορίας που διδάσκονται στα σχολεία της ελληνικής μειονότητας, κυνήγησε, σε μια προσπάθεια εκφοβισμού, νεαρούς βορειοηπειρώτες, μέλη συλλόγων νεολαίων των μειονοτικών χωριών (αναφέρω ως το πιο γνωστό παράδειγμα αυτό των νεολαίων Δερβιτσάνης), σέρνοντάς τους στα αστυνομικά τμήματα, επειδή προωθούσαν τις ελληνικές παραδόσεις, τα ελληνικά ήθη και έθιμα.
Ως επιστέγασμα όλων αυτών, εδώ και μία περίπου δεκαετία, η γείτονα χώρα, έχει επιδοθεί σε μια ατέρμονη προσπάθεια υφαρπαγής των μειονοτικών ιδιοκτησιών, με την αιτιολογία της οικονομικής-τουριστικής ανάπτυξης, τρομοκρατώντας τους Έλληνες κατοίκους και επιχειρηματίες της περιοχής της Χειμάρρας και των Αγίων Σαράντα. Το τελευταίο της δε επίτευγμα, αυτό της επίδοσης ειδοποιητηρίων εκκένωσης σε οικίες στη Χειμάρρα, αποκλειστικά και μόνο ομογενών και μάλιστα ανήμερα της Εθνικής μας Εορτής, της 28ης Οκτωβρίου, το λιγότερο προκλητικό μπορεί να χαρακτηριστεί.
Οι Έλληνες ομογενείς της Βορείου Ηπείρου είναι γηγενείς πληθυσμοί, με ιστορική, θρησκευτική και πολιτιστική συνέχεια χιλιάδων ετών. Οι αλυτρωτικές φιλοδοξίες των αλβανικών κυβερνήσεων θα έπρεπε να προσκρούουν στη σθεναρή αντίσταση των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων. Θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουν οι Έλληνες πολιτικοί ότι η διπλωματία ορίζεται ως η τέχνη και πρακτική της διεξαγωγής διαπραγματεύσεων μεταξύ εκπροσώπων ομάδων ή κρατών, όχι ως ολική οπισθοχώρηση της μίας πλευράς, λόγω φόβου πρόκλησης περαιτέρω επεισοδίων. Ιδίως μετά την απάντηση του Αλβανού ΥΠΕΞ στην επιστολή του Έλληνα ΥΠΕΞ, αλλά και τις συνεχείς προκλήσεις Αλβανίας και Τουρκίας των τελευταίων εβδομάδων, θα πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι τα λόγια από την ελληνική πλευρά δεν αρκούν. Είναι επιτακτική η ανάγκη λήψης μέτρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αποτελεί άλλωστε ιστορική ευθύνη της χώρας μας η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελλήνων ομογενών της Βορείου Ηπείρου αλλά και των απανταχού Ελλήνων.http://www.huffingtonpost.gr/konstantia-natsiou/-sos_b_12888822.html?utm_hp_ref=greece
28 σχόλια:
"στην οποία κατοικούσε αμιγώς ελληνικός πληθυσμός"
Μάλιστα. Από πότε η νότια Αλβανία (ή Βόρεια Ήπειρος αν θέλετε) είχε αμιγή ελληνικό πληθυσμό; Ας δούμε ποια ήταν η κατάσταση στην Ήπειρο τον 19ο-20ο αιώνα.
Ο Hobhouse παρατηρούσε πως πλησιάζοντας στο Αργυρόκαστρο άλλαζε η ενδυμασία των χωρικών και τη φαρδιά μάλλινη φουστανέλα των Ελλήνων αντικαθιστούσε η βαμβακερή των Αλβανών, ενώ χρησιμοποιούσαν πλέον περισσότερο την αλβανική γλώσσα. Ενώ μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων οι Χριστιανοί κάτοικοι μιλούσαν περισσότερο τα ελληνικά, εντούτις στην Ηπειρωτική ύπαιθρο οι περισσότεροι μιλούσαν Αλβανικά ενώ ελληνικά μιλούσαν περισσότερο οι άνδρες. (John Cam Hobhouse, “A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810”, James Cawthorn, London 1813)
Όσον αφορά στο Αργυρόκαστρο, ο Holland, ο οποίος επισκέφτηκε την Αλβανία το 1812, αναφέρει ότι η πόλη είχε πληθυσμό 4.000 οικογενειών από τις οποίες μόνο 140 ήταν ελληνικές (Henry Holland, Travels in The Ionian Isles, Albania, Thhessaly, Macedonia, &c., during the years 1812 and 1813, 1815, Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown: 1899, p.272). Πριν ωστόσο την κατάκτηση της πόλης από τον Αλή Πασά, το ποσοστό των χριστιανών της πόλης ήταν μεγαλύτερο. Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώνονται από στοιχεία που δημοσίευσε το 1913 το γενικό στρατηγείο του ελληνικού στρατού, σύμφωνα με τα οποία από τους 11.590 κατοίκους του Αργυροκάστρου οι 9.895 ήταν Αλβανοί και μόνο 1695 Έλληνες. (R. Puax, Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος, εκδ. 1913)
Ο Holland γράφει επίσης ότι οι Χιμαριότες ανήκουν στην αλβανική φυλή των Λιάπηδων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι ανάμεσα στην Αυλώνα και στο Δελβίνο. Άρα το ότι οι Χιμαριότες είναι δίγλωσσοι Αλβανοί (ασχέτως αν πολλοί από αυτούς έχουν αποκτήσει ελληνική εθνική συνείδηση), δεν είναι αλβανική προπαγάνδα του Χότζα.
Κατά τον Αθανάσιο Ψαλίδα: «Η Κορυτζά ή Γκιόρτζα, κωμόπολις με 800 σπίτια, τα μισά μουσουλμανικά και τα μισά χριστιανικά… όλοι οι κάτοικοι Αλβανοί και άλλην γλώσσα δεν ξέρουν. Και η πόλη του Αργυροκάστρου… περιέχει ως 2500 σπίτια εξ ων στα 300 σχεδόν μένουν Χριστιανοί, στα δε υπόλοιπα Τούρκοι. Και οι Χριστιανοί και οι Τούρκοι είναι Αλβανοί.» (Βλ. Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα…, σελ. 14. 66), εννοώντας προφανώς με το ‘Χριστιανοί’ και ‘Τούρκοι’ χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Τον αλβανικό χαρακτήρα των δύο πόλεων μαρτυρεί και ο Παναγιώτης Αραβαντινός: «Γκιόρτζα ή Κορυτζά, πόλη της Μακεδονίας, η πόλη κατοικείτο από 2000 οικογένειες, σχεδόν όλες οικογένειες Αλβανών,», ενώ για το Αργυρόκαστρο σημειώνει ότι «οικείται ήδη η πόλις αύτη υπό 2000 περίπου οθωμανικών οικογενειών, των πλείστων αλβανικής φυλής, πλουσίων και επιχειρηματιών… και υπό 200 χριστιανικών μικρεμπόρων και τεχνιτών.» (Π. Α. Π., «Χρονογραφία της Ηπείρου», Αθήναι 1856, τόμος Β’, σελ. 18. 41)
Ο ίδιος ο Αραβαντινός συμπληρώνει αλλού για την Κορυτσά: «Ο πληθυσμός αυτής αναβαίνει στην εποχή ταύτη σε είκοσι χιλιάδας ψυχές, από τις οποίες μόλις το 10% πρεσβεύουν τον μωαμεθανισμό. Οι κάτοικοι τους ανήκουν κυρίως στην αλβανική φυλή, μιλούν την αλβανική γλώσσα ως μητρική, την δε ελληνική περισσότερο ή λιγότερο γνωρίζουν και μιλάνε οι άνδρες γενικά.» (Παναγιώτη Αραβαντινού, «Περιγραφή της Ηπείρου», ΕΠΜ, Ιωάννινα 1984, τόμος Α’, σελ. 52, 114)
Ας δούμε τι λέει και ο Δασσαρήτης Ηλίας: «Καθ' άπασαν την εκ 40.000 κατοίκων και επέκεινα κατοικουμένην κοιλάδα της Κοριτσάς λαλείται η αρχαϊκωτάτη αλβανική γλώσσα (ιλλιριοπελασγικού στελέχους), της Ινδοευρωπαϊκής των γλωσσών ομοφυλίας, ως εις πλείστα μέρη της Ηπείρου, ένθα και κατά Στράβωνα 'το των Ηπειρωτών γένος δίγλωττον αεί'...» ("Περί της Κοριτσάς" του Ηλία Δασσαρήτου, στο "Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος", τόμ. 5ος, Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Αδελφών Περρή, 1900, σελ. 135)
Η Κορυτσά λοιπόν ήταν πληθυσμιακά, στην πλειοψηφία της, αλβανική πόλη. Σύμφωνα με βρετανικό μνημόνιο της 28/1/1919, η Κορυτσά θεωρούνταν κατά κύριο λόγο Αλβανική. (Ν. Petsalis-Diomidis, Greece at the Paris Peace Conference (1919), Θεσσαλονίκη 1978)
Η ελληνική προπαγάνδα εκμεταλλευόταν το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Κορυτσάς ήταν στην πλειοψηφία τους Χριστιανοί Ορθόδοξοι, και κάποιοι από αυτούς Βλάχοι. Το 1923, η επιτροπή της ΚτΕ σημείωνε πως: «Στην Κορυτσά στην ουσία δεν υπάρχει ελληνόφωνος πληθυσμός και όταν ο Κλεμανσώ έλεγε το 1913 ότι εκεί η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Έλληνες, αυτή η γνώμη, η οποία δεν συνάδει με τα γεγονότα, αντανακλά τη σύγχυση μεταξύ θρησκείας και εθνολογικής κατάστασης. Η σύγχυση αυτή ήταν πολύ συνηθισμένη στην συζήτηση περί βαλκανικών ζητημάτων, σύμφωνα με την οποία η ορθόδοξη θρησκεία ταυτιζόταν με την ελληνική εθνικότητα.» (Η Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2003, σελ. 28)
Ο Βρετανός συγγραφέας, δάσκαλος και οεριηγητής, Henry Fanshawe Tozer (1829-1916), το 1865 επισκέφτηκε την Αλβανία. Για το Αργυρόκαστρο γράφει ότι: «Η πόλη στην ουσία κατοικείται από Αλβανούς και οι Έλληνες που βρίσκονται εκεί, θεωρούνται ξένοι. Οι γυναίκες εδώ φοράνε ένα άσπρο βέλο ή πετσέτα, τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι, και κρεμασμένο προς τα πίσω.» ενώ στα νότια του Αργυροκάστρου όπως γράφει, υπάρχουν ελληνικά χωριά. (Henry Fanshawe Tozer, Researches in the Highlands of Turkey, Including Visits to Mounts Ida, Athos, Olympus, and Pelion, to the Mirdite Albanians, and Other Remote Tribes, (London: John Murray 1869), Volume 1, Chapter X, pp. 218-233;)
Ο Γάλλος διπλωμάτης και φιλόλογος Auguste Dozon (1822-1890), υπηρέτησε ως Πρόξενος της Γαλλίας στο Βελιγράδι (1854-1863), στο Μόσταρ (1863-1865, 1875-1878), στη Φιλιππούπολη (1865-1869), στα Γιάννενα (1869-1875), στην Κύπρο (1878-1881), και στη Θεσσαλονίκη (1881-1885). Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την αλβανική γλώσσα, την οποία ξεκίνησε να μαθαίνει στα Γιάννενα μετά που συναντήθηκε με τον Johann Georg von Hahn και νεαρούς Αλβανούς φοιτητές, στην κάποτε πρωτεύουσα της Αλβανίας (όπως ονόμαζε τα Γιάννενα). Το αποτέλεσμα των ερευνών του στην αλβανική γλώσσα και λαογραφική παράδοση, ιδιαίτερα στην προφορική αλβανική λογοτεχνία, καταγράφεται στα βιβλία του ‘Manuel de la langue chkipe ou albanaise’ [Εγχειρίδιο των Σκιπ ή της αλβανικής γλώσσας], που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1879, και ‘Contes albanais, recueillis et traduits’ [Αλβανικά λαϊκά παραμύθια, συλλεγόμενα και μεταφρασμένα], που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1881.
Για το Λεσκοβίκι λέει: «Οι μουσουλμάνοι που αποτελούν περισσότερο από τα 5/6 του πληθυσμού του Λεσκοβικίου, σχεδόν όλοι αποκαλούν τους εαυτούς τους μπέηδες…Κάποτε θεωρούνταν πολύ φανατικοί και ήταν μόνο πριν 7 ή 8 χρόνια που επέτρεψαν να χτιστεί μία εκκλησία. Η αίρεση των Μπεκτασίδων έχει διαδοθεί ανάμεσα τους και ο αριθμός των ακολούθων της ανέβηκε στους 60 μέσα σε μερικά χρόνια…Κανένας από τους άντρες δεν αφήνει το σπίτι του χωρίς χωρίς μία ομάδα οπλισμένων σωματοφυλάκων, συνηθισμένο φαινόμενο στις αλβανικές περιοχές όπου οι αιματηρές βεντέτες είναι αρκετά διαδεδομένες.»,
ενώ για την Κορυτσά λέει: «Λιγότερο από το 1/6 του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι. Αποτελούν περίπου 200 από τα 1.500 συνολικά σπίτια. Υπάρχουν μόνο 2 τζαμιά, ένα από τα οποία είναι πολύ μικρό… Οι χριστιανοί της Κορυτσάς είναι άξιοι θαυμασμού για τις θυσίες που έχουν κάνει να μορφώσουν τους νέους ανθρώπους και να βοηθάνε τους φτωχούς επειδή, όπως οι κάτοικοι (όλων των θρησκειών) άλλων τουρκικών πόλεων, υπόκεινται στους φόρους που η κυβέρνηση και οι υπάλληλοι της τους επιβάλλουν από καιρό σε καιρό, και από τους οποίους δεν μπορούν να ξεφύγουν χωρίς να κερδίσουν την αποδοκιμασία των αρχών…Ο πληθυσμός αυτής της περιοχής, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αλβανικός… Στον περιβάλλοντα χώρο της Κορυτσάς, υπάρχουν μόνο δύο μικρά βουλγάρικα χωριά, και ένας χειμωνιάτικος οικισμός Βλάχων.» (Auguste Dozon, Excursion en Albanie, (report sent to the French Ministry of Foreign Affairs, Department of Consular and Commercial Affairs, in Paris), published in Bulletin de la Société de Géographie, Paris, June 1875 - Translated from the French by Robert Elsie)
«Η (ελληνική) απαίτηση στη νότια Αλβανία (Ήπειρος) στηρίζεται απόλυτα στον ισχυρισμό ότι η πλειονότητα του πληθυσμού είναι Έλληνες. Οι Έλληνες αριθμούν 120.000 ως Έλληνες και ως Αλβανούς 80.000. Αλλά ποιοι είναι οι ‘Έλληνες’; Τουλάχιστον τα 5/6 από αυτούς [περίπου το 80%] - αν όχι περισσότεροι - είναι Αλβανοί Χριστιανοί του ορθόδοξου δόγματος, Αλβανοί στην καταγωγή και στη γλώσσα, οι οποίοι επειδή αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, θεωρούνται Έλληνες υπό την έννοια ότι έχουν αφομοιωθεί από την ελληνική κουλτούρα.» (“The Nineteenth Century and After XIX-XX a Monthly Review”, founded by James Knowles, Vol. LXXXVI, July-December 1919, page 645.)
Το ίδιο διατυπώνει και ο Βρετανός περιηγητής και συγγραφέας Edmund Spencer στο βιβλίο του ‘Travels in European Turkey, in 1850, through Bosnia, Servia, Bulgaria, Macedonia, Thrace, Albania, and Epirus, with a visit to Greece and the Ionian Isles’ (εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1851) στο μέρος εκείνο του βιβλίου που ονομάζει ‘A journey from Ohrid to Janina’, όπου θεωρεί ότι μεγάλο μέρος των Ελλήνων και των ελληνόφωνων του νότου της Αλβανίας, ήταν εξελληνισμένοι Αλβανοί, οι οποίοι επηρεάστηκαν - γλωσσικά και πολιτισμικά - από την ελληνορθόδοξη εκκλησία.
Το ίδιο αναφέρει η εγκυκλοπέδια Britannica το 1910, ότι δηλαδή υπήρχε ένας πληθυσμός Ελλήνων στην Ήπειρο, που όμως δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες (υπονοώντας ότι ήταν πληθυσμός που είχε αφομοιωθεί από τους Έλληνες και ήταν πλέον ελληνόφωνοι): «Υπάρχει ένας αξιόλογος πληθυσμός ελληνόφωνων στην Ήπειρο, οι οποίοι ωστόσο, πρέπει να διαχωριστούν από τους γνήσιους Έλληνες των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας και των πιο νότιων περιοχών. Αυτοί μπορούν να υπολογιστούν γύρω στις 100.000.» (Encyclopedia Britannica, section on Albania, 1910, p. 483)
Ο Βαρώνος John Cam Hobhouse Broughton, αναφερόμενος όχι μόνο στην Ήπειρο, μας λέει για τους ‘Έλληνες’ που είναι Αλβανοί, Βλάχοι ή Βούλγαροι στην καταγωγή, που στην πραγματικότητα δεν είναι ελληνικής καταγωγής αλλά μέλη της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας και γι’ αυτό αποκαλούνται συνήθως και αυτοί ως ‘Έλληνες’ ή ‘Ρωμαίοι’ (Ρωμιοί):
«Ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς που συμπεριλαμβάνονται υπό τον όρο ‘Ρωμαίοι’ ή Χριστιανοί της Ελληνο-ορθόδοξης Εκκλησίας…είναι σίγουρα μεικτής καταγωγής…Αυτοί λοιπόν είναι οι Αλβανοί, οι Μανιάτες, οι Μακεδόνες, οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι Έλληνες…Αν δούμε συνολικά τους Έλληνες, δεν μπορούν παρ’ όλα αυτά, να αναφερθούν ξεκάθαρα ως μεμονομένος λαός, αλλά περισσότερο ως μία θρησκευτική ομάδα που αντιτίθεται στην καθεστηκυία τάξη της εκκλησίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…» (John Cam Hobhouse, A Journey Through Albania and Other Provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, during the years 1809 and 1810, (James Cawthorn, London 1813), Vol. II, p. 58)
«Τελικά μία συνθήκη στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1881, με την οποία η οριοθέτηση μιας (συνοριακής) μεθορίου λιγότερο ευνοϊκής για την Ελλάδα, ανατέθηκε σε μία διεθνή επιτροπή…Η Ελλάδα δεν εγκατέλειψε την πρόθεση της να εισβάλει στη νότια Αλβανία μέχρι που μία ναυτική διαμαρτυρία και αποκλεισμός των ακτών της διενεργήθηκε απ’ τις Μεγάλες Δυνάμεις…Έκτοτε η Ελλάδα πραγματοποίησε κάθε πιθανό βήμα ώστε να αποσπάσει τη νότια Αλβανία απ’ την Τουρκία με μία βαθμιαία διείσδυση και εξελληνισμό του πληθυσμού.» (Stavro Skendi, The Albanian national awakening, 1878-1912, Princeton, N.J. : Princeton University Press, 1967, p. 57)
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η διεθνής επιτροπή συνόρων που συστήθηκε το 1913 για να εξετάσει τη χάραξη των συνόρων της Αλβανίας με την Ελλάδα, είχε να αντιμετωπίσει αστεία τεχνάσματα που δημιουργούσαν οι Έλληνες (προσπαθώντας να δείξουν ότι διάφορες περιοχές της Αλβανίας κατοικούνταν από Έλληνες), όπως αυτό που διηγείται ο λοχαγός Leveson Gower: «Η επιτροπή φτάνει το βράδυ σε κάποιο χωριό…ακούγεται το χτύπημα καμπάνας…οι Έλληνες έχουν στήσει αυτοσχέδιο καμπαναριό πάνω σ’ένα δέντρο…» (Edith Durham, ‘The Burden of the Balkans’, London 1905)
Επειδή αναφέρθηκα στις προσπάθειες εξελληνισμού των χριστιανών Αλβανών της Ηπείρου και της νότιας Αλβανίας, ας δούμε δύο μαρτυρίες.
Ας δούμε τη μαρτυρία του Εκρέμ Μπέη Βλόρα, που επισκέφτηκε το Μπεράτι το 1908 «Παράλληλα με την επίσκεψη μου στο τουρκικό σχολείο ινταντιγιέ, επισκέφτηκα επίσης το κύριο ελληνικό σχολείο. Αυτό μου έδωσε μία ευκαιρία να ελέγξω τις προσπάθειες των σημερινών Ελλήνων να εκπολιτίσουν τους αγροίκους και βάρβαρους Αλβανούς. Ο οδηγός μου ήταν ο Έλληνας Πρόξενος. Το σχολείο είναι σε ένα μεγάλο, αρκετά ρημαγμένο σπίτι στη γειτονιά Mangalem. Είναι το αντίστοιχο του εξατάξιου γυμνάσιου. Επιπλέον, το Μπεράτι έχει οκτώ δημοτικά ελληνικά σχολεία - τέσσερα για αγόρια και τέσσερα για κορίτσια. Το γυμνάσιο λειτουργεί για περισσότερο από τριάντα χρόνια και είναι το πρώτο ίδρυμα του είδους του που έχει χτιστεί στο σαντζάκι του Μπερατίου. Εβδομήντα με ογδόντα αγόρια διδάσκονται εδώ χωρίς δίδακτρα, αφού τα έξοδα καλύπτονται από την Ένωση για τη Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας στην Αθήνα. Οι δάσκαλοι διορίζονται κυρίως από τον μητροπολίτη και πληρώνονται απ’ την Αθήνα. Η εκκλησία έχει επιβάλλει έναν μικρό φόρο στον πληθυσμό, στο επίπεδο των δέκα πιάστρων (δύο κορώνες) ετησίως, τις οποίες συλλέγει ο subashi, συχνά μόνο από τους πλουσιότερους. Είναι για την πληρωμή των μισθών των ιερέων, αλλά το μεγαλύτερο μέρος καταλήγει στο θησαυροφυλάκιο της ελληνικής σχολικής ένωσης στην Αθήνα. Πρέπει να πω ότι η διδασκαλία σε αυτό το σχολείο και στα άλλα κρατικά ελληνικά σχολεία είναι καλύτερη σχεδόν σε όλα από αυτή στο τουρκικό σχολείο. Οι Έλληνες έχουν δουλέψει αφοσιωμένοι επιμελώς για δεκαετίες, ακολουθώντας σταθερούς στόχους, με την πρόθεση αφομοίωσης του πληθυσμού. Οποιοσδήποτε δεν είναι πεπεισμένος από τη δικιά μου ερμηνεία των προθέσεων και των αποτελεσμάτων αυτής της “εκπολιτιστικής και σχολαστικής” δουλειάς, θα έπρεπε να έρθει στο Μπεράτι το απόγευμα, όταν τα παιδιά - όλοι Αλβανοί - φεύγουν από το σχολείο, ενώ τραγουδάνε τον ελληνικό εθνικό ύμνο.» (Ekrem bey Vlora, Aus Berat und vom Tomor: Tagebuchblätter, (Sarajevo: Daniel A. Kajon, 1911), p. 24-54 - Translated from the German by Robert Elsie.)
Ο Δανός αρχαιολόγος Peter Oluf Brønstedt, οποίος στις 12 Δεκεμβρίου του 1812 επισκέφτηκε την Πρέβεζα, είπε ότι «Κάθε χριστιανός Αλβανός που έχει δεχτεί οποιουδήποτε είδους μόρφωση, καταλαβαίνει τα σημερινά ελληνικά, συχνά καλύτερα απ’ τη μητρική του γλώσσα. Όλη η φιλολογική εκπαίδευση, στα θρησκευτικά και σε άλλα σχολεία, πραγματοποιείται στα νέα ελληνικά, εκτός από μερικές φυλές, που εδώ και μερικούς αιώνες έχουν ασπαστεί το Ισλάμ…» (Peter Oluf Brønstedt, Interview with Ali Pacha of Joanina, in the Autumn of 1812; with Some Particulars of Epirus, and the Albanians of the Present Day, (Edited with an introduction by Jacob Isager), Athens: The Danish Institute at Athens 1999, p. 34-77)
«…Οι χριστιανοί ορθόδοξοι στον αλβανικό νότο, οι οποίοι, μέσω της ελληνικής εκπαίδευσης και της επιρροής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είχαν αποκτήσει μία ελληνική συνείδηση και πολλοί από αυτούς έγιναν πρωτοπόροι στην ενδυνάμωση της ελληνικής κουλτούρας και επίσης ωφέλησαν το ελληνικό κράτος με διάφορους τρόπους. Η επιρροή του ελληνισμού στον Αλβανό Ορθόδοξο ήταν τέτοια που, όταν αναπτύχθηκε η αλβανική εθνική ιδέα, στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ήταν πάρα πολύ μπερδεμένοι όσον αφορά την εθνική τους ταυτότητα. Συνεπώς παρατηρούμε το φαινόμαινο ότι πρωταγωνιστές των δύο εθνικών κινημάτων να έρχονται από το ίδιο χωριό. Για παράδειγμα, το χωριό Qestorat στο Αργυρόκαστρο ήταν ο τόπος γέννησης του γνωστού ευεργέτη Χριστάκη Ζωγράφου (Kristaq Zografi) (1820-1896) και του γιου του Γεωργίου, Υπουργού των Εξωτερικών της Ελλάδας, ηγετικής προσωπικότητας του ελληνικού εθνικού κινήματος και πρώτου γενικού κυβερνήτη της Ηπείρου μετά την απελευθέρωση της το 1913. Το ίδιο χωριό ήταν επίσης τόπος της ηγετικής προσωπικότητας του αλβανικού εθνικού κινήματος Pandeli Sotiri, που ήταν μαθητής του δασκάλου ελληνικών Koto Hoxhi (1824-1895). Ο Hoxhi συνήθιζε να διδάσκει την αλβανική γλώσσα μυστικά στους μαθητές του, αυτός είναι ο λόγος που συγκρούστηκε με το ελληνικό προξενείο στα Γιάννενα, όπου στην πραγματικότητα είχε κάνει ένα ατυχές αίτημα για την ίδρυση ενός αλβανικού σχολείου. Στην πραγματικότητα αφορίστηκε από τον Επίσκοπο του Αργυροκάστρου. Ακόμα, εκτός από τον Sotiri, το σχολείο του Qestorat παρήγαγε ακόμα έναν σημαντικό αντιπρόσωπο του αλβανικού εθνικού κινήματος, τον Petro Nini Luarasi…Πιστεύω ότι θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, τηρουμένων των αναλογιών, πώς αυτοί οι νεαροί Αλβανοί θα μπορούσαν να είναι τον 19ο αιώνα στα χωριά τους, σπουδάζοντας στα ελληνικά σχολεία αρχικά στα ίδια τους τα χωριά και αργότερα στη Ζοσιμαία Σχολή στα Γιάννενα, και να επηρεάζονται έτσι απ’ την ελληνική κουλτούρα, ένα γεγονός που, σε συνδιασμό με τη χριστιανική ορθόδοξη πολιτισμική παράδοση με την οποία μεγάλωσαν στο σπίτι, τους οδήγησε στον εξελληνισμό…» (Vassilis Nitsiakos, On the Border: Transborder Mobility, Ethnic Groups and Boundaries on the Albanian-Greek frontier, LIT Verlag Münster, Berlin 2010, p. 153-154)
Ας δούμε τώρα ένα παράδειγμα της προσπάθειας εξελληνισμού της Ηπείρου (και όχι μόνο) και των Αλβανών, από τη Λουντζερία, μέσω της εκκλησίας αυτή τη φορά.
«Είναι επίσης πολύ καλά γνωστό, σ’ αυτό το μέρος των Βαλκανίων, και πίσω στους οθωμανικούς χρόνους, τα εθνόνυμα ‘Έλληνας’ και ‘Χριστιανός Ορθόδοξος’ ήταν κατά πολύ συνώνυμα, έτσι ώστε ήταν δύσκολο να είσαι χριστιανός και να λες ότι δεν είσαι Έλληνας. Η Λουντζερία (Lunxhëri) αυτής της ασάφειας ή αντίθεσης. Με το ξεκίνημα του 19ου αιώνα και αργότερα, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αυστριακοί περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Λουντζερία, οι περισσότεροι ερχόμενοι μέσω των Ιωαννίνων, περιέγραψαν τους Λουντζεριότες ως ορθόδοξους χριστιανούς που μιλούσαν αλβανικά, και είχαν την αίσθηση ότι, ξεκινώντας από το Δελβινάκι, έμπαιναν σε μία άλλη χώρα, παρόλο που τα πολιτικά σύνορα δεν υπήρχαν τότε. Δεν μιλούσαν ελληνικά, όπως μιλούσαν πιο νότια, υπήρχε μία αλλαγή στον τρόπο ζωής και στα έθιμα των χωριατών… Τα ελληνικά, παρόλα αυτά, χρησιμοποιούνταν στις εκκλησιαστικές ακολουθίες σε όλη τη Λουντζερία, και οι ηλικιωμένες γυναίκες από το χωριό Këllëz έλεγαν ότι ‘εμείς οι γυναίκες δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε ο παπάς’. Επίσης, λέγεται ότι οι νεαροί άντρες που άφηναν τη Λουντζερία στον δρόμο του κουρμπέτ (ξενιτιάς) για την Κωνσταντινούπολη, μιλούσαν μόνο αλβανικά και μάθαιναν τα ελληνικά και τα τούρκικα στην Κωνσταντινούπολη.» (Gilles De Rapper, Better than Muslims, not as good as Greeks: Emigration as experienced and imagined by the Albanian Christians of Lunxhëri, Sussex Academic Press, 2005, p.10-11)
Αυτός ήταν ο σφιχτός εναγκαλισμός από την ελληνο-ορθόδοξη εκκλησία.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι όταν στη Βοστώνη των Η.Π.Α. πέθανε από βαριά γρίπη ένας ορθόδοξος χριστιανός Αλβανός, ο Kristaq Dishnica, μέλος της αλβανικής κοινότητας του Hudson της Μασσαχουσέττης, ένας εκεί Έλληνας ορθόδοξος ιερέας, αρνήθηκε να ψάλει την νεκρώσιμη ακολουθία. Ο λόγος ήταν ότι ο Dishnica ήταν από αυτούς που διεκδικούσαν οι εκκλησιαστικές ακολουθίες για τους χριστιανούς Αλβανούς να γίνονται στην αλβανική γλώσσα. (Constance J.Tarasar, Orthodox America, 1794-1976: development of the Orthodox Church in America, Bavarian State Library, (1975), p. 309)
Τότε ήταν που ο Φαν Νόλι και μία ομάδα Αλβανών πατριωτών δημιούργησαν στο New England την ανεξάρτητη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας. Ο Νόλι, γεννημένος στα αρβανίτικα χωριά της Ανατολικής Θράκης και πρώτος ιερέας της εκκλησίας αυτής, συγγραφέας, ποιητής, ιστορικός, μουσικολόγος, συνθέτης, εξαιρετικός μεταφραστής κλασσικών έργων (Σαίξπηρ, Ομάρ Καγιάμ κλπ), προσωπικότητα με παγκόσμια αναγνώριση που το έργο του απέσπασε το θαυμασμό των Μπέρναρντ Σω, Τόμας Μαν, Σιμπέλιους και άλλων, κάτοχος δέκα γλωσσών, χειροτονήθηκε ιερέας το 1908 από τον Ρώσο ορθόδοξο επίσκοπο της Αλάσκας στις Η.Π.Α. Έτσι, η πρώτη λειτουργία με το ορθόδοξο τυπικό στην αλβανική γλώσσα, πραγματοποιήθηκε στη Βοστώνη στις 22 Μαρτίου 1908. Το 1921-‘22 μέσω κληρικολαϊκού συνέδριου ο Νόλι ανακήρυξε αυτοκέφαλη την αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία και τέθηκε επικεφαλής της το 1923 ως μητροπολίτης Δυρραχίου. (Stavro Skendi, The Albanian National Awakening 1878-1912, Princeton 1967, σελ. 162-163)
Να σημειωθεί ότι το πατριαρχείο καθαίρεσε τους συμπρωταγωνιστές της ανεξαρτησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, τον μητροπολίτη Βελεγράδων (Μπεράτ) Βησσαρίωνα Τζοβάνι και τον ιερέα Ατ Βασίλι Μάρκου, τους οποίους αποκατέστησε αργότερα. Ακόμα και μετά το 1990 όμως και ενώ υπήρχαν αξιόλογοι Αλβανοί ορθόδοξοι ιερείς στην Αμερική, ο αρχικά έξαρχος του Πατριαρχείου και στη συνέχεια αρχιεπίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας Αναστάσιος διόρισε Έλληνες επισκόπους και ιερείς, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις. Την ίδια στιγμή η πολύ μικρότερη Ρωμαιο-καθολική Εκκλησία της Αλβανίας αρχικά είχε Ινδό νούντσιο και από το 1992-‘93 Αλβανό προκαθήμενο από την Μιρντίτα (περιοχή της βόρεις Αλβανίας όπου κατοικούν καθολικοί χριστιανοί) και 4 Αλβανούς ή αλβανογενείς επισκόπους, ακόμη και για την μικρή ουνιτική επισκοπή του Νότου (δημιουργήθηκε το 1660 όταν ο ορθόδοξος επίσκοπος προσχώρησε στην Ουνία, ενώ διατηρούνται μέχρι σήμερα πάνω από 3.000 πιστοί). Μετά το 1998 διορίστηκαν τελικά και Αλβανοί επίσκοποι στην αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Για τους Αλβανούς μετανάστες στις Η.Π.Α. που είχαν προσχωρήσει στην αλβανική εθνική κίνηση, διατείνονταν ο πρόξενος Μοναστηρίου το 1909: «Επίσης την προσοχήν ημών δέον να ελκύση και η Αμερική, εν η ο Αλβανισμός των Ορθοδόξων επετέλεσεν ατυχώς σπουδαίαν πρόοδον…» (Α.Υ.Ε., 1909, Ι’, αρ. 517, Προξενείο Μοναστηρίου προς Υπουργείο Εξωτερικών, Μοναστήρι, 25 Ιουνίου 1909)
Ο αλβανισμός λοιπόν προχώρησε ατυχώς σύμφωνα με τον Έλληνα πρόξενο, ακριβώς επειδή ο στόχος της Ελλάδας ήταν η αφομοίωση και ο εξελληνισμός του κάθε χριστιανού ορθόδοξου, ανεξαρτήτως της πραγματικής καταγωγής του. Οι ορθόδοξοι ιερείς στήριζαν με τον τρόπο τους όπως είδαμε τις επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης και ήταν κατά της ίδρυσης αλβανικών σχολείων και κατά της εισαγωγής της αλβανικής γλώσσας στις θρησκευτικές εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Ήδη από το 1892, ο Μητροπολίτης Καστοριάς Φιλάρετος απευθυνόμενος σε τμήματα του πληθυσμού της πνευματικής του επικράτειας, καλούσε τους πιστούς να αντιταχθούν στην προσπάθεια για τη σύσταση αλβανικών σχολείων, που ήταν τότε σε εξέλιξη, φτάνοντας ως το σημείο να ισχυριστεί πως η αλβανική γλώσσα ουσιαστικά δεν υφίσταται. (Stavro Skendi, The Albanian National Awakening 1878-1912, Princeton 1967, σελ. 137-138.)
Αξίζει εδώ να ειπωθεί ότι η Ρωμαιο-καθολική Εκκλησία επέτρεπε στους Αρμπερές της Καλαβρίας την χρήση της αλβανικής γλώσσας κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και των εκκλησιαστικών τους ακολουθιών στο ορθόδοξο τυπικό.
Έγραφε η αλβανική εφημερίδα «Drita» που τυπώνονταν στη Σόφια για το Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο:
«Είναι θεοσεβής ο Αρχιερεύς μας, αλλά και Ιησουΐτης τέλειος, νηστεύει πάντοτε αλλά και κινεί κάθε κακοποιό ελατήριο κατά των ατυχών ημών Αλβανών ώστε να ματαιώσει κάθε εθνικό μας σκοπό, ώστε να μας προσηλυτίσει στην ελληνική ιδέα, φροντίζοντας με καταχθόνια μέσα ώστε να κλείσουν τα Αλβανικά μας σχολεία, ώστε να γίνουν έρευνες στον κάθε Αλβανό, αδιαφορώντας για την περαιτέρω τύχη μας και περιορίζοντας μας με πρόστιμα και κατάρες και αφορισμούς να μη μιλάμε την μητρική μας γλώσσα ούτε στον δρόμο, ούτε στις συναναστροφές, ούτε ακόμα και στα ίδια μας τα σπίτια! Παράλογη απαίτηση και παράτολμη αξίωση! Με άλλα λόγια να επιβάλλουμε ακόμα και στους γέροντες γονείς μας, στους παππούδες μας και στους υπόλοιπους ηληκιωμένους συγγενείς μας, να συνδιαλέγονται μαζί μας Ελληνιστί! … Αλλά με πιο δικαίωμα, Σεβασμιώτατε; Τι είστε εσείς και μας επιβάλλεστε με αυτόν τον τρόπο; Μήπως δεν είστε ένας κληρικός, ένας μισθωτός μας για τα χριστιανικά μας καθήκοντα; … Εάν τολμήσουμε να κατηγορήσουμε τη γλώσσα και τον εθνισμό σας, θα μας μισήσετε; Βεβαίως. Τότε με πιο δικαίωμα εσείς κατηγορείτε και καταδιώκετε τη γλώσσα μας και τον εθνισμό μας;» (Εφημερίδα Drita, αρ. φύλλου 74, Α.Υ.Ε. (Αρχεία Υπουργείου Εξωτερικών) 1906, 64. 3)
Ο εναγκαλισμός των Αλβανών από την ελληνορθόδοξη εκκλησία συνεχίζεται κατά κάποιο τρόπο ακόμα και σήμερα. Με πρωτοβουλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας και με τη στήριξη του Ιδρύματος «Πνοή Αγάπης» της Εκκλησίας της Αλβανίας, λειτουργεί δίγλωσσο ιδιωτικό οκτατάξιο Δημοτικό Σχολείο στο Αργυρόκαστρο, καθώς και άλλα δίγλωσσα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Νηπιαγωγεία, τετρατάξιο Ενιαίο Εκκλησιαστικό Λύκειο, Τεχνικό Λύκειο και ΙΕΚ). Επίσης, δίγλωσσα ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν στην Κορυτσά (Όμηρος), στα Τίρανα (Αρσάκειο) και στη Χιμάρα, όπου στα παιδιά διδάσκεται η ελληνική ιστορία, οι ελληνικές εθνικές γιορτές, ο ελληνικός εθνικός ύμνος κ.α. Στα σχολεία αυτά δεν φοιτούν μόνο τα παιδιά των Ελλήνων της Αλβανίας, αλλά και Αλβανοί μαθητές.
Η Ελλάδα ήθελε να αφομοιώσει τους χριστιανούς ορθόδοξους Αλβανούς, ήθελε να τους εξελληνίσει, έτσι ώστε να καταλάβει τα εδάφη της Ηπείρου. Ας δούμε τι είχαν πει και τι είχαν γράψει ορισμένοι Έλληνες και ας κρίνουμε την προπαγάνδα τους.
«…Ο Ελληνισμός συνδεόμενος μετά του Χριστιανισμού αρρήκτως, αντιπροσωπεύεται εν Ηπείρω υπό τε των αλβανογλώσσων και των 77.103 βλαχογλώσσων Χριστιανών…» (Χ. Χρηστοβασίλης, «Η Ήπειρος γεωγραφικώς και εθνολογικώς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον», Ελληνισμός, τόμος 8ος (1905), σελ. 497-502.)
Μάλιστα, ο ελληνισμός κατ’ αυτούς αντιπροσωπεύεται από τους αλβανόφωνους και τους βλαχόφωνους χριστιανούς. Ώστε Αλβανοί δεν υπήρχαν κατ’ αυτούς, υπήρχαν μόνο αλβανόφωνοι και βλαχόφωνοι Έλληνες. Συνεχίζουμε.
«…αν οι εξωμόσαντες Αλβανοί της Ηπείρου διετηρούντο μέχρι τώρα στην πατρώα θρησκεία, ο Ελληνισμός εν Ηπείρω δεν θα είχεν κανένα αντίπαλον σήμερον, εκτός της κρατούσης Αρχής» (Χ. Χρηστοβασίλης, «Η Ήπειρος γεωγραφικώς και εθνολογικώς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον», Ελληνισμός, τόμος 8ος (1905), σελ. 205-208.)
Τι θέλει να μας πει εδώ ο ‘ποιητής’; Θέλει να πει ότι αν οι Αλβανοί δεν είχαν γίνει μουσουλμάνοι και παρέμεναν όλοι χριστιανοί ορθόδοξοι, θα ήταν πιο εύκολο να εξελληνιστούν, αφού το μόνο εμπόδιο δεν θα ήταν η θρησκεία (το Ισλάμ), αλλά μόνο η οθωμανική κυριαρχία (η κρατούσα αρχή). Συνεχίζουμε.
«Πάντοτε δε οι Ορθόδοξοι Αλβανοί ήσαν και θα ώσιν Έλληνες.» (Παύλος Καρολίδης, «Αλβανία και Αλβανοί», Ελληνισμός, τόμος 5ος (1899), σελ. 635-637.)
Εδώ ο συγκεκριμένος συγγραφέας γίνεται πιο αποκαλυπτικός. Θεωρεί ότι οι ορθόδοξοι Αλβανοί ήταν και θα είναι Έλληνες, άρα με τον τρόπο αυτόν εννοεί ότι η Ελλάδα είχε δικαίωμα να κατέχει τα εδάφη της Ηπείρου (βόρειας και νότιας). Οι ορθόδοξοι Αλβανοί όμως είναι αυτό που λέει και το όνομα τους, είναι Αλβανοί.
«Οι ορθόδοξοι Αλβανοί είναι Έλληνες, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Ομοίως και οι Τουρκοαλβανοί είναι Τούρκοι.» (Παύλος Καρολίδης, «Οι εν τη Κάτω Ιταλία και Σικελία Ελληνοαλβανοί», Ελληνισμός, τόμος 7ος (1904), σελ. 176-183.)
Ασφαλώς οι χριστιανοί ορθόδοξοι Αλβανοί δεν είναι Έλληνες αλλά Αλβανοί, όπως επίσης οι μουσουλμάνοι Αλβανοί δεν είναι Τούρκοι αλλά Αλβανοί. Σίγουρα όμως με τα χρόνια πολλοί χριστιανοί ορθόδοξοι Αλβανοί εξελληνίστηκαν και πολλοί μουσουλμάνοι Αλβανοί εκτουρκίστηκαν. ‘Τουρκαλβανοί’ αποκαλούνταν συνήθως από τους χριστιανούς οι μουσουλμάνοι Αλβανοί, αλλά αυτό είναι λάθος. Εκείνα τα χρόνια, όποιος ασπαζόταν το Ισλάμ, έλεγαν γι’ αυτόν ότι τούρκεψε. Ασφαλώς, αυτή είναι μία λάθος αντίληψη, καθώς όποιος αλλάζει τη θρησκεία του, δεν σημαίνει ότι αλλάζει και την καταγωγή του. Ο παραπάνω συγγραφέας προφανώς το γνωρίζει αυτό, αλλά χρησιμοποιεί τις διάφορες λέξεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να προβάλλει αυτό που εκείνος θέλει. Θέλει ο συγγραφέας να πει ότι οι ορθόδοξοι Αλβανοί είναι Έλληνες, οπότε δικαιούμαστε να προσαρτήσουμε τα εδάφη τους στην επικράτεια μας.
«… αλβανική εθνότητα δεν υπάρχει στην Ιστορία, διότι δεν δημιουργήθηκε σ’ αυτή, αλλά υπάρχει αλβανική φυλή, διαιρεμένη σε δύο μεγάλες εθνότητες, την τουρκική και την ελληνική…» (Παύλος Καρολίδης, «Οι εν τη Κάτω Ιταλία και Σικελία Ελληνοαλβανοί», Ελληνισμός, τόμος 7ος (1904), σελ. 176-183.)
Οι Αλβανοί ανήκουν σε μία εθνότητα, την αλβανική. Κατά τα άλλα, η απάντηση στο απόσπασμα αυτό είναι ίδια με την παραπάνω. Ο σκοπός και οι προθέσεις του συγγραφέα είναι προφανείς.
Ας δούμε τι έλεγε ο Έλληνας πρόξενος της Αυλώνας το 1901: «Αλλά μη αρκούμενη (η Αυστρία) στις επί των Μωαμεθανών Αλβανών ενέργειες της, αποπειράται να εμσυσήσει τη διαίρεση και διχόνοια και στους δικούς μας ομοεθνείς, διαιρώντας τους σε τρεις κατηγορίες, σ’ αυτές των Ελληνόφωνων, Βλαχόφωνων και Αλβανόφωνων, ενσπείροντας έτσι και περιθάλπουσα μίση και έχθρες, ώστε με αυτό το μέσο να προσελκύσει τις δύο τελευταίες κατηγορίες…» (Α.Υ.Ε., 1901, αακ, αρ. 127, Προξενείο Αυλώνας προς Γενικό Προξενείο Ιωαννίνων, Αυλών, 30 Ιουνίου 1901)
Μάλιστα, ώστε οι χριστιανοί ορθόδοξοι είναι ομοεθνείς των Ελλήνων σύμφωνα με τον Έλληνα πρόξενο. Όμως η διαίρεση τους σε Έλληνες, Βλάχους και Αλβανούς, είναι μία πραγματικότητα. Τώρα, όπως είπαμε, πράγματι το ‘γίνομαι μουσουλμάνος’ ήταν κάποτε (κακώς) συνώνυμο με το ‘τουρκεύω’, όπως επίσης το ‘Έλληνας’ (και το ‘Γραικός’ και το ‘Ρωμιός’) ήταν συνώνυμο με το χριστιανός ορθόδοξος. Εδώ όμως, είναι προφανές ότι ο Έλληνας πρόξενος, δεν χρησιμοποιεί στην επιστολή του αυτή τον όρο Έλληνας με τη σημασία του χριστιανός, αλλά εννοεί ότι οι Αλβανοί και οι Βλάχοι είναι ελληνικής καταγωγής. Αυτό ή κάτι παρόμοιο εννοεί ο Πρόξενος, θέλοντας έτσι να προβάλλει ότι οι Έλληνες είχαν το δικαίωμα να προσαρτήσουν τα αλβανικά εδάφη. Ασφαλώς, όπως η Αυστρία έκανε προπαγάνδα για τους δικούς της σκοπούς, προπαγάνδα έκανε - και κάνει ακόμα - και η Ελλάδα, αλλά αυτό δεν το λέει ο Έλληνας Πρόξενος.
Ας δούμε και την έκθεση του Προξένου Αργυροκάστρου, Π. Καρυτσινού, προς την Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, σχετικά με την οθωμανική απογραφή στο σαντζάκι Αργυροκάστρου. Οι Οθωμανικές αρχές απάλλαξαν από το καθήκον του απογραφέα κάποιον Αναγνώστη Μουζίνα, επειδή αυτός επέμεινε να καταγραφούν οι Αλβανοί χριστιανοί ορθόδοξοι κάτοικοι ενός χωριού απλώς ως χριστιανοί, ανείκοντες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, και όχι ως Αλβανοί Χριστιανοί. Ο Μουζίνας δηλαδή ήθελε να μην καταγραφεί η καταγωγή των κατοίκων του χωριού. Ο Έλληνας πρόξενος, υπηρετώντας την πολιτική της κυβέρνησης του (σκοπός της οποίας ήταν η αφομοίωση και ο εξελληνισμός των Αλβανών Ορθοδόξων), κατακρίνει την πράξη των Οθωμανικών αρχών να απαλλάξουν τον Μουζίνα. Σύμφωνα με τον Πρόξενο: «…τον Αναγνώστην Μουζίναν, αντικατασταθέντα δι’ ετέρου, διότι, κατά τας πρώτας ημέρας της απογραφής, επέμεινεν, ίνα οι κάτοικοι του αλβανοφώνου χωρίου Μουζίνα, του καζά Δελβίνου, απογραφώσι, κατά την επιδήλωσίν των, ‘Ρουμ - Πατριαρχικοί’ και ουχί ‘Ρουμ - Αρναούτ - Πατριαρχικοί’» και παρακάτω ο Έλληνας Πρόξενος λέει «ολόκληρον το χριστιανικόν στοιχείον του Σαντζακίου Αργυροκάστρου είναι και μένει ενιαίον και αδιαχώριστον, μίαν και μόνην αποτελούν εθνότητα την ελληνικήν.» (Α.Υ.Ε., 1905, αακ ΙΕ’, αρ. 129, Προξενείο Αργυροκάστρου προς Πρεσβείαν Κωνσταντινουπόλεως, Αργυρόκαστρο, 15 Δεκεμβρίου 1905)
Ασφαλώς, το χριστιανικό στοιχείο του Αργυροκάστρου δεν ήταν ούτε τότε (το 1905) αλλά ούτε και τώρα εξ’ ολοκλήρου ελληνικό, αλλά τα λόγια του Πρόξενου είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα με την ελληνική προπαγάνδα, η οποία έχριζε Έλληνα τον κάθε χριστιανό ορθόδοξο που ζούσε στη νότια Αλβανία.
Χαρακτηριστικές είναι και οι οδηγίες που έδινε το Υπουργείο Εξωτερικών στον Νομάρχη Κέρκυρας, όταν τον Μάιο του 1911: «Καθ’ όσον αφορά την Αλβανίαν, επειδή εν τη χώρα ταύτη δεν δυνάμεθα να έχωμεν ιδίας βλέψεις, το κύριον ημών μέλημα είναι να εργαζώμεθα αθορύβως και δεξιώς παρά τοις Αλβανοίς ίνα εδραιώσωμεν παρ’ αυτοίς την προς ημάς πεποίθησιν και ότι το μόνον έθνος μετά του οποίου δέον να συμπράξωσι και συνεννοηθώσιν είνε το Ελληνικόν, το οποίον κοινά προς αυτούς έχει τα συμφέροντα.» (Α.Υ.Ε., 1911, 34.1, Υπουργείον Εξωτερικών προς τον Νομάρχην Κερκύρας, Αθήνα, 23 Μαΐου 1911.)
Αθόρυβα λοιπόν και πολύ προσεκτικά θα έπρεπε να εργάζωνται οι Έλληνες, ώστε να εξελληνίσουν τους Αλβανούς. Αν και δεν αναφέρονται ανοιχτά στον πρόθεση τους για τον εξελληνισμό, παρόλα αυτά αυτό εννοεί, όπως είδαμε και στα παραπάνω αποσπάσματα.
Ας δούμε κάτι που συνέβη μερικούς μήνες πριν. Ο πρόεδρος της οργάνωσης Ομόνοια, Λεωνίδας Παπάς, έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά, όπου του έγραψε τα εξής:
«Προς
Αξιότιμο Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος
κ. Νίκο Κοτζιά
Κύριε Υπουργέ!
Με την παρούσα θα ήθελα να εκφράσω την έντονη δυσαρέσκεια μου για ένα θέμα που προέκυψε το τελευταίο διάστημα με την Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Πολλοί συμπατριώτες μας εξέφρασαν την δυσφορία τους για το γεγονός ότι η μετάφραση των (ελληνικών) ονομάτων τους από τα αλβανικά έγγραφα αντιμετωπίζονται ως ξένα, νομιμοποιώντας έτσι την βάρβαρη αλλοίωση των ονομάτων μας που μας έκανε το αλβανικό κράτος.
Ενδεικτικά σας αναφέρω:
Ο Λευτέρης που στην Αλβανικά γράφτηκε Lefter πρέπει να μεταφραστεί (σύμφωνα με τη Μεταφραστική Υπηρεσία Λεφτέρ.
Η Eleni (Ελένη) – πρέπει να γίνει Ελένι.
Ο Aristidh (Αριστείδης) – πρέπει να γίνει Αριστίδ.
Ο Sokrat (Σωκράτης) – πρέπει να γίνει Σοκράτ.
Ο Foti (Φώτιος) – πρέπει να γίνει Φότι.
Κ. Υπουργέ,
Αυτό δεν είναι μόνο παράλογο αλλά και αντεθνικό!
Άλλωστε ο Νόμος 4251/2014, άρθρο 142, δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο της σωστής απόδοσης των ελληνικών ονομάτων αλλά (εφόσον ο ενδιαφερόμενος το επιθυμεί) και τον εξελληνισμό κάποιων παρεμφερή ονομάτων όπως το Gjergji (Γκέργκι) σε Γεώργιος ή Kola (Κόλα) σε Νικόλαος.
Ευελπιστώντας στη δική σας ευαισθησία, αναμένουμε την παρέμβαση σας για τη διευθέτηση του θέματος.
Με εκτίμηση!
Λεωνίδας Παππάς
Γενικός Πρόεδρος Δ.Ε.Ε.Ε.Μ «ΟΜΟΝΟΙΑ»»
Ποια είναι η Δ.Ε.Ε.Ε.Μ. Ομόνοια; Η Δημοκρατική Ένωση Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας Ομόνοια ή σκέτο Ομόνοια, είναι ένας πολιτικός και πολιτισμικός οργανισμός της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας. Η οργάνωση ιδρύθηκε το 1991, μετά την κατάρρευση του τότε καθεστώτος, στο χωριό Δερβιτσάνη (Derviçan), από μέλη της εθνικής ελληνικής μειονότητας. Στις βουλευτικές εκλογές του 1991, συμμετείχε ως κόμμα στις αλβανικές βουλευτικές εκλογές, με το όνομα Δημοκρατική Ένωση της Ελληνικής Μειονότητας, κερδίζοντας 5 έδρες στο αλβανικό κοινοβούλιο (250 τότε μελών). Στις εκλογές του 1992 απαγορεύτηκε η συμμετοχή της στις βουλευτικές εκλογές, και έτσι στις επόμενες εκλογές ιδρύθηκε και συμμετείχε το Κόμμα Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή Κ.Ε.Α.Δ (στα αλβανικά Partia Bashkimi për të Drejtat e Njeriut ή P.B.D.NJ), που εκφράζει ή τουλάχιστον μέχρι πριν μερικά χρόνια εξέφραζε την ελληνική μειονότητα και κάποιες άλλες μικρές μειονότητες.
Την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015 στους Αγίους Σαράντα, ύστερα από ψηφοφορία των μελών, εκλέχτηκε νέος πρόεδρος της Ομόνοιας ο Λεωνίδας Παππάς από το χωριό Αλύκο των Αγίων Σαράντα.
Τι είπε λοιπόν ο Παππάς στην επιστολή που έστειλε στον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας; Καταρχάς, αντιλαμβάνομαι το δικαίωμα κάποιου να γράφει όπως επιθυμεί το όνομα του, ως εκ τούτου θα συμφωνήσω σε αυτό το σκέλος με τον Παππά. Μπορώ να αντιληφθώ την αδικία που αισθάνεται κάποιος, όταν θεωρεί ότι αλλοιώνονται τα προσωπικά του στοιχεία. Ωστόσο, θέλω να παραμείνω ιδιαίτερα σε ένα σημείο της επιστολής αυτής, στο σημείο όπου λέει «Άλλωστε ο Νόμος 4251/2014, άρθρο 142, δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο της σωστής απόδοσης των ελληνικών ονομάτων αλλά (εφόσον ο ενδιαφερόμενος το επιθυμεί) και τον εξελληνισμό κάποιων παρεμφερή ονομάτων όπως το Gjergji (Γκέργκι) σε Γεώργιος ή Kola (Κόλα) σε Νικόλαος.» Αυτή η παράγραφος φανερώνει νομίζω ποιες είναι οι πραγματικές επιδιώξεις της Ομόνοιας και των ελληνικών προσπαθειών, ο εξελληνισμός.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα ταξίδια των περιηγητών στην Ήπειρο.
Ο Pouqueville λέει για την Πρεμετή: «Η Πρεμετή, στη δυτική ακτή του Αωού, είναι μία εντελώς νέα πόλη και τα τείχη της, τα οποία περικλείουν την κορυφή ενός βράχου πέρα απ’ το ποτάμι, είχα την εντύπωση ότι ανήκαν σε μία από τις ακροπόλεις που κατασκεύασε ο Ιουστινιανός…Οι κάτοικοι αριθμούν 700 οικογένειες, τα δύο τρίτα είναι Τούρκοι, το ένα έκτο χριστιανοί, και το υπόλοιπο ένα έκτο Γύφτοι: οι τελευταίοι, παρόλο που ισχυρίζονται ότι είναι μουσουλμάνοι, γίνονται αποδέκτες απέχθειας από τους πραγματικούς πιστούς και είναι οφειλέτες του κεφαλικού φόρου από κοινού με τους Χριστιανούς. Στην πόλη υπάρχουν 2 εκκλησίες, 2 τζαμιά και ένα όμορφο νέο παλάτι του Αλή των Ιωαννίνων, κατασκευασμένο μέσα σε ένα φρούριο, επιβλητικό στο πέρασμα του Αωού.» (François Pouqueville, Travels in Epirus, Albania, Macedonia, and Thessaly, London: (Sir Richard Phillips and Co.) 1820), p. 7-66; reprinted by James Pettifer in Classic Balkan Travel Series (London: Loizou 1998))
Ο Αραβαντινός γράφει ότι η Κλεισούρα, πολύ κοντά στην Πρεμετή, «περιελάμβανε 130 περίπου χωριά, κατοικούμενα από Αλβανότουρκους και χριστιανούς της αυτής φυλής», δηλαδή από μουσουλμάνους και χριστιανούς Αλβανούς.
Ο Βρετανός ιστορικός και περιηγητής Thomas Smart Hughes, περιγράφοντας το ταξίδι του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1813, μας λέει για το Τεπελένι: «Το Τεπελένι έχει περίπου 200 σπίτια, με πληθυσμό αποκλειστικά αλβανικό. Δεν έχει αρχιτεκτονικές ομορφιές, αν εξαιρέσουμε το μεγάλο σαράι το οποίο ο Αλή έχτισε πάνω στην οικογενειακή του έπαυλη…» ενώ παρακάτω μας λέει για την Κόνιτσα: «Η Κόνιτσα είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα τυπικής αλβανικής πόλης που είδαμε: τα σπίτια της στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι χωριστά (το ένα από το άλλο), και στις αυλές είναι φυτευμένα δέντρα, μία πολύ χωριτωμένη εμφάνιση δίνεται έτσι στην εξωτερική της όψη. Έχει 5.000 κατοίκους, από τους οποίους τα 2/3 είναι μουσουλμάνοι…Το παζάρι είναι ιδιαίτερα τακτοποιημένο, και γενικότερα οι κατοικίες πολύ καλές, χτισμένες από πέτρα, με όμορφες σκεπές.» (Thomas Smart Hughes, Travels in Sicily, Greece and Albania, volume II. (London: J. Mawman, 1820), chapter x & chapter xi, p. 231-281)
Η Κόνιτσα (Konicë στα αλβανικά ή Κονίτα στα βλάχικα), είναι μέρος όπου γεννήθηκαν μερικοί σημαντικοί άνθρωποι στην ιστορία της Αλβανίας. Εκεί γεννήθηκε η Χάνκο, μητέρα του Αλή Πασά και κόρη του Ζεϊνέλ μπέη, ο Φαΐκ Κονίτσα (15 Μαρτίου 1875 - 15 Ιανουαρίου 1942), συγγραφέας και πρέσβης της Αλβανίας στην Washington, ο Μεχμέτ Κονίτσα, δύο φορές Υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας, κ.α. Στην Κόνιτσα ζούσαν και χριστιανοί και μουσουλμάνοι Αλβανοί και Βλάχοι. Οι Αλβανοί χριστιανοί ζουν ακόμα στην Κόνιτσα, αν και δεν παραδέχονται ανοιχτά την καταγωγή τους.
Ο Pouqueville περιγράφοντας την Κόνιτσα, λέει: «Είχε 600 σπίτια, όπου οι μουσουλμάνοι αποτελούν το μεγαλύτερο μισό του πληθυσμού.» (John Cam Hobhouse, A Journey Through Albania and Other Provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople, during the years 1809 and 1810, Vol. I, p. 71)
Αυτά λοιπόν μας λένε για την Κόνιτσα ο Hughes και ο Pouqueville. Η Κόνιτσα ήταν το κέντρο του Καζά (επαρχίας) της Κόνιτσας που αποτελούνταν από την πόλη και από 35 χωριά, και που διοικητικά ανήκε στο Σαντζάκι Ιωαννίνων. Στην πόλη υπήρχε επίσης μία μεγάλη ζαουίγια (τεκκές), ένα τζαμί που χτίστηκε το 1536 από τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, και ένα ελληνικό σχολείο που επαναλειτούργησε μετά τη δολοφονία του Αλή Πασά. Την περίοδο 1830-1867 η Πωγωνιανή κατοικούνταν από 145 οικογένειες, από τις οποίες οι 100 ήταν αλβανικές.
Απ’ την άλλη, στην Τσαμουριά (περιοχή που αντιστοιχεί γεωγραφικά με τα σημερινά όρια του νομού Θεσπρωτίας αλλά και το βόρειο τμήμα του νομού Πρεβέζης) ξεχωρίζουν οι Τσάμηδες αγάδες και γαιοκτήμονες με τις οικογένειες τους, τον 16ο-18ο αιώνα. Η οικογένεια Πρόνιο στην Παραμυθιά, η οικογένεια Τσαπάρι στο Λουαράτι και Μαργαρίτι, οι οικογένειες Ντέμι και Σέικο στους Φιλιάτες, η οικογένεια Νταλιάνι στην Κονίσπολη, η οικογένεια Τάκα, κ.α. Αν και εκπρόσωποι της κεντρικής εξουσίας στην περιοχή, απολάμβαναν εντούτις ένα άτυπο καθεστώς αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Ο γεωγραφικός παράγοντας και η μορφολογία του εδάφους, διαδραμάτισαν και αυτοί τον ρόλο τους, καθώς η περιοχή ήταν απομονωμένη απ’ τα Ιωάννινα, λόγω των οροσειρών που διαχωρίζουν τη Θεσπρωτία από την υπόλοιπη Ήπειρο.
«Όλη η γη της Παραμυθιάς ανήκει σε μουσουλμάνους», παρατηρεί ο Leake. (W.M. Leake, «Travels in Northern Greece…», London - 1835, τ. Δ', σ. 66.) Ο Pouqueville θα αναφέρει μια σειρά χωριών στην κοιλάδα του Καλαμά που ανήκουν στους αγάδες των Φιλιατών και πολλά τσιφλίκια στην κοιλάδα της Αρπίτσας (Πέρδικα), ιδιοκτησίας των αγάδων του Μαργαριτιού. (F. Pouqueville, «Voyage de la Grece», Παρίσι - 1826, τ. Δ’, σ. 107, 160;)
Η Παραμυθία (στον νομό Θεσπρωτίας) αναφερόταν ως ‘Αϊντονάτ’ στα οθωμανικά αρχεία (Defter-i mufassal-i liva-i Delvine, nr. 273. 48), ενώ ήδη από τον 16ο αιώνα οι κάτοικοι της είχαν κυρίως αλβανικά ονόματα. Το 1583 μ.Χ. είχε 600 σπίτια και περίπου 4.320 κατοίκους. (Ferit Duka, Fasada bregdetare e Shqipërisë osmane, Studime historike, 2004 (3-4), Tiranë, 2004) Σύμφωνα με τον Γερμανό γεωγράφο Heinrich Kiepert (1818-1899), ο οποίος επισκέφτηκε αρκετές φορές την Οθωμανική Αυτοκρατορία ανάμεσα στα 1840-1890, και με τη βοήθεια των πληροφοριών που πήρε από τον Έλληνα ιστορικό Αραβαντινό, στα τέλη του 18ου αιώνα οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής ήταν αλβανόφωνοι. (H. Kiepert, Ethnographische Karte von Epirus, vorzüglich nach den Angaben von Aravandinos, D. Reimer (Berlin)/ Bibliothèque nationale de France) Την περίοδο 1830-1867 από τις 278 οικογένειες της Παραμυθιάς, οι 180 ήταν αλβανικές.
Στην Παραμυθία λειτουργούσε ένα ελληνικό γυμνάσιο και ένα παρθεναγωγείο. Τον 17ο αιώνα, όπως λέει ο Εβλιγιά Τσελεμπή, η πόλη υπάγεται στο Σαντζάκι του Δελβίνου και διοικείται από αντιπρόσωπο του Σουλτάνου που κάθε χρόνο έρχεται και εισπράττει 100 ασκιά λάδι για φόρο. Έχει κεχαγιά, φρούραρχο και 70 στρατιώτες. Αργότερα η πόλη πέρασε στην κυριαρχία του Αλή Πασά. Ο Holland και ο Pouqueville που επισκέπτηκαν την περιοχή, μας μεταδίδουν ότι στην πόλη υπήρχαν 5 τζαμιά και μία εκκλησία. Στην πόλη υπήρχαν πεύκα και πλατάνια, κάτω από τα οποία υπήρχαν πηγές νερού, ενώ πολλά από τα σπίτια είχαν μεγάλους κήπους και ήταν ξεχωριστά μεταξύ τους. Ο Pouqueville αναφέρει ότι ο πληθυσμός της πόλης ήταν 3.500 άτομα, στην πλειοψηφία τους Αλβανοί. (François Pouqueville, Voyage en Grèce, (Paris - 1820), vol. 2, p. 128;)
Το Μαργαρίτι (Margëlliç) λέγεται ότι ιδρύθηκε περίπου το 1430 μ.Χ. από τους Ενετούς. Ήταν μια κωμόπολη, κέντρο καζά στο σαντζάκι της Πρέβεζας του βιλαετίου των Ιωαννίνων. Βρίσκεται 50 χιλιόμετρα βορειο-δυτικά της Πρέβεζας, σε μια απόσταση 10 χιλιομέτρων από την ακτή της θάλασσας, σε μία περιοχή που παλαιότερα ονομαζόταν Ελινία. Είχε 3000 κατοίκους, το 90% των οποίων ήταν Αλβανοί μουσουλμάνοι. Ο Καζάς του Μαργαριτίου μαζί με τους ναχιγιέδες της Πάργας και του Φαναρίου αποτελούνταν από 71 χωριά με 25.000 περίπου κατοίκους, οι περισσότεροι Αλβανοί, στο μεγαλύτερο τους ποσοστό μουσουλμάνοι, αλλά και χριστιανοί ορθόδοξοι. Σύμφωνα με τη Στατιστική της Ηπείρου του 1895, το Μαργαρίτι είχε 546 σπίτια με 1.153 άνδρες και 1.077 γυναίκες: σύνολο 2.230 κατοικους. Το 1924 είχε 2.600 κατοίκους περίπου. Στην Χρονογραφία Ηπείρου, ο ιστορικός Αραβαντινός αναφέρει ότι το Μαργαρίτι μέχρι το 1815 απαριθμούσε 8.500 κατοίκους, οι οποίοι αποδεκατίστηκαν από λιμό. Τα σπίτια ήταν συνήθως διώροφα ή τριώροφα με βοηθητικούς χώρους (αποθήκες, αποχωρητήρια κ.λπ). Η περιοχή αυτή γενικά ήταν γόνιμη, παρήγαγε σιτηρά, ρίζι, ελιές κ.α. ενώ τα μέρη κοντά στη θάλασσα αντιμετώπιζαν ήπιους χειμώνες. Πάνω από το Μαργαρίτι υπάρχουν τα ερείπια του κάστρου. Το κάστρο άρχισε να κατασκευάζεται από τους Τούρκους το 1549, πάνω στα ερείπια προϋπάρχοντος βυζαντινού κάστου και καταστράφηκε από τους Ενετούς το 1571. Στην περιοχή του Μαργαριτίου, οι κάτοικοι για να προμηθεύονται νερό για την τροφοδοσία των ίδιων και των κοπαδιών τους, παλαιότερα είχαν πολλά πηγάδια και βρύσες, διάσπαρτα στην πόλη και στην ύπαιθρο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 1600 που πέρασε από το Μαργαρίτι ο Τούρκος περιηγητής Eβλιά Τσελεμπή, σημείωσε ότι στο Μαργαρίτι είδε τέσσερις βρύσες με νοστιμότατο νερό, κήπους περιποιημένους και νοστιμότατα σύκα.
Ο Βρετανός περιηγητής Valentine Chirol που είχε επισκεφτεί το Μαργαρίτι το 1880, μας λέει για τους Αλβανούς της κωμόπολης (και των γύρω περιοχών) ότι σε ενδεχόμενη μελλοντική κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Τσάμηδες είχαν αποφασίσει να υπερασπιστούν την περιοχή τους από μία ενδεχόμενη εισβολή του ελληνικού στρατού:
«…οι Τσάμηδες ήταν αποφασισμένοι να πολεμίσουν μέχρι την τελευταία σταγόνα του αίματος τους για την τιμή της γης που τους είχε δόσει ο Θεός…» (Valentine Chirol, Twixt Greek and Turk, Edinburgh and London, (W. Blackwood & sons), 1881, chapter 18;)
O Valentine Chirol επισκέφτηκε τη γειτονική Μαζαρακιά (Mazrrek) και λέει αναφορικά με μία συγκέντρωση επιφανών Τσάμηδων που είχε γίνει εκεί: «Αρκετές εκατοντάδες ορεσίβιοι των οποίων η τάξη και το κύρος θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό μόνο από τα έξοχα πουκάμισα, από τα λαμπερά σακάκια ή από τις μεγάλες τους ζώνες απ’ όπου κρέμονταν πιστόλια και στιλέτα σε αριθμούς δύσκολο να υπολογιστούν.» (Valentine Chirol, Twixt Greek and Turk, Edinburgh and London, (W. Blackwood & sons), 1881, p. 237;)
Οι Φιλιάτες (Filati) βρίσκονται 17 χλμ βορειο-ανατολικά της Ηγουμενίτσας, έχουν έκταση περίπου 965 στρέμματα και το υψόμετρο τους κυμαίνεται από τα 190 έως τα 250 μέτρα. Είναι κτισμένοι σε ένα μικρό οροπέδιο με ευχάριστο φυσικό περιβάλλον, περιβάλλονται από πευκοδάσος, ενώ οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν μπορούν να χαρακτηριστούν ιδανικές. Η πόλη έχει φαρδύς ή στενούς δρόμους με μικρά καλντερίμια, τοπικές διαπλατύνσεις, αδιέξοδα, κ.α. Η σημερινή πολεοδομική μορφή της πόλης, οφείλεται σε γενικές γραμμές στην ιδιαίτερη μορφολογία του εδάφους, αλλά και στην ύπαρξη κτισμάτων από την Οθωμανική περίοδο. Η γύρω περιοχή χαρακτηρίζεται από γεωγραφική ποικιλία, ποτάμια, βουνά, ρέματα και μικρές πεδιάδες. Την εποχή του Αλή Πασά η περιοχή γνώρισε ακμή. Ο François Pouqueville λέει ότι στην περιοχή κατοικούσαν αποκλειστικά Αλβανοί που εντυπωσίαζαν με την ομορφιά τους και Γύφτοι. Το 1821 είχαν 420 σπίτια, 3 τζαμιά, δημόσια λουτρά και μεγάλες δεξαμενές. Αργότερα όμως το χωριό ερημώθηκε από λοιμό, για να εποικισθεί έπειτα από μία μικρή ομάδα Ελλήνων, οι οποίοι το 1875 δημιούργησαν ιδιαίτερη κοινότητα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αραβαντινό, το επίθετο Φίλιος ή Φίλης, επιφανούς οικογένειας του τόπου έδωσε το όνομα σε όλη την περιοχή. Πιο πιθανή είναι η εκδοχή ο Φίλιος να ήταν ο αρχηγός της φάρας των Αλβανών κατοίκων και με την κατάληξη "ατ" έγινε Φιλιάτ, Φιλιάτι, Φιλιάτες. Το Φιλάτι βρίσκεται πάνω στο δρόμο που ένωνε τη Σαγιάδα με τα Γιάννενα και τη Λάρισσα. Ο δρόμος είναι γνωστός από την αρχαιότητα κι αναφέρεται στις εκστρατείες των Ρωμαίων στους πολέμους με τους Μακεδόνες.
Εκεί που σήμερα βρίσκεται η πάνω πλατεία στους Φιλιάτες, υπήρχε το μεγάλο τζαμί της πόλης το οποίο το γκρέμισαν.
Ο François Pouqueville, Γάλλος γιατρός και πρόξενος στην Αυλή του Αλή Πασά, είπε για τους κατοίκους των Φιλιατών: «Οι Αλβανοί των Φιλιατών είναι φιλελεύθεροι ή μάλλον αναρχικοί. Είναι χωρισμένοι σε φάρες κι απολαμβάνουν την ευτυχία τους με το δικό τους τρόπο. Σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν συναντάει κανείς πληθυσμό τόσο φανταχτερό, τόσο λαμπρό. Η ευρωστία και η υγεία τους ήταν μεγάλα φυσικά χαρίσματα κα αγαθά.» (François Charles Hugues Laurent Pouqueville, Travels in Epirus, Albania, Macedonia, and Thessaly, (London: 1820);)
Κοντά στους Φιλιάτες βρίσκεται το Κάστρο του χωριού Γαρδίκι, που είναι γνωστό και ως «Πύργος της Μονοβύζας», Βασίλισσας των Ιλλυριών (231 π.Χ.). Ποια ήταν η Μονοβύζα; Υπάρχει ένας θρύλος, ο θρύλος της Μονοβύζας, η οποία είχε μόνο ένα μεγάλο βυζί που το έριχνε πίσω στην πλάτη της, και «προξένησε πολλά κακά στον τόπο», όταν ο γιος της σκοτώθηκε προσπαθώντας να καταλάβει την περιοχή. Υπάρχουν διάφορετικές παραλλαγές του θρύλου αυτού, όπου σε κάθε παραλλαγή η περιοχή που καταλαμβάνεται ή καταστρέφεται είναι διαφορετική. Στη συγκεκριμένη παραλλαγή του θρύλου, στο κάστρο αυτό βασίλευε η ΜΟΝΟΒΥΖΑ. Σε μία μάχη έξω από τα τείχη του Κάστρου στην οποία ηγούνταν ο γιός της Μονοβύζας, πληγώθηκε και συνελήφθη ζωντανός στον κάμπο κάτω από το κάστρο, και στη συνέχεια τον σκότωσαν. Εδώ λοιπόν με την Μονοβύζα εννοείται η Ιλλυριά βασίλισα Τεούτα (Teuta), η οποία κατέλαβε τη Φοινίκη το 231 π.Χ. Το κάστρο του Γαρδικίου και το μικρό χωριό που ήταν μέσα, καταστράφηκε ολοσχερώς από τον Ρωμαίο Στρατηγό Αιμίλιο Παύλο Β” περί το 167 π.χ. μαζί με τα κάστρα από τις γύρω περιοχές, σε αντίποινα της καταστροφής που είχε προξενήσει ο Βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου κατά την εκστρατεία του στην Ιταλία, όπως λέει και ο Pouqueville, επειδή ο Πύρρος από το σημείο εκείνο συνέταξε τα στρατεύματά του και εξόρμησε για την Ιταλία και επειδή λέγεται ότι σ’ αυτό το κάστρο ο Πύρρος έκρυβε τους θησαυρούς του.
Ο Αθανάσιος Ψαλίδας, αναφερόμενος στην Αλβανία και στα όρια της, - αν και αργότερα μετέβαλε την άποψη του - είπε: «…Όρια και γεωγραφική διάπηξις. Η δε Αλβανία (το ποτέ Ιλλυρικόν και Ήπειρος) συνορεύει ανατολικά με την κάτω Μακεδονίαν και Θεσσαλίαν. Βόρεια με την Μπόσναν και Σερβίαν. Δυτικά με το Ιόνιον Πέλαγος και μεσημβινά με τον Αμβρακικόν κόλπον. Η δε των υψηλών βουνών της, από την Ραγούζαν έως το Ζητούνι, της είναι σύνορον της στεριάς επιτηδειότατον, σαν το μακρόν τείχος της Κίνας. Ο τόπος της σχεδόν όλος βουνώδης. Πλην έχει και ανάμεσα τόπους πεδινούς ευφορώτατους, καθώς η πεδιάδα της Τζαμουριάς, του Φαναρίου, ήγουν περί την Αχερουσίαν λίμνην, όπου και πολύ ρύζι γίνεται, του Δελβίνου, Αργυροκάστρου, Κορυτζάς, Αλμπασανιού, Σκόδρας, Δίμπρας και εξής…Η Αλβανία τον παλαιόν καιρόν εσύσταινε δύο τοπαρχίας ή βασίλεια, το της Ηπείρου και του Ιλλυρικού. Και το μεν της Ηπείρου περιείχε τας ακολούθους επαρχίας: την των Ιωαννίνων, της Κονίτζης, της Πωγωνιανής, του Αργυροκάστρου, του Δελβίνου, της Παραμυθίας και της Αυλώνος. Το δε του Ιλλυρικού περιείχε τους πέραν του ποταμού Βιώσης τόπους, δηλαδή το Ταγκλί, την Κολόνιαν, Γκιόρτζιαν, Όχριν, την άνω και κάτω Δίμπραν (η Όχρη και Δίμπρα ελέγετο και κάτω Μακεδονία), το Σκραπάρι, την Δεσνίτζαν, την Τοσκηριάν, το Μπεράτι, το Αλμπασάνι, την Κρούϊαν, την Τυράνναν, Καβάγιαν, το Δουρράτζο (Δυρράχιον), την Σκόδραν, το Δουλτζίνο, και όλην την Ερτζεγοβίναν μαζί με το Μαυροβούνι, Ραγούζαν και Μπόσναν. Οι εγκάτοικοι δέ τούτων των τόπων…» (Παπαχαρίσης, Α., Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανασίου Ψαλίδα, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, Ιωάννινα 1964, σελ. 49-50)
Ο Ψαλίδας αναφέρει λοιπόν ως πόλεις και περιοχές της Αλβανίας τις εξείς: Δέλβινο (Delvinë), Αργυρόκαστρο (Gjirokastër), Κορυτσά (Korçë), Ελμπασάν (Elbasan), Σκόδρα (Shkodër), Μπεράτι (Berat), Κρούγια (Krujë), Τίρανα (Tiranë), Καβάγια (Kavajë), Δυρράχιο (Durrës), Αυλώνα (Vlorë), Κολόνια (Kolonjë), Σκραπάρ (Skrapar) και Τοσκαρία (Toskëri), που σήμερα βρίσκονται εντός των συνόρων της Αλβανίας, συνεχίζει αναφέροντας τα Ιωάννινα (Janinë), την Κόνιτσα (Konicë), την Πωγωνιανή και την περιοχή ως την Πίνδο, την Παραμυθιά (Paramithi), το Φανάρι (Frar), την Πρέβεζα (Prevezë) και την Τσαμουριά (Camëri) ως τον Αμβρακικό κόλπο (σήμερα εντός των συνόρων της Ελλάδας), την Οχρίδα (Ohër) και την Ντίμπρα (Dibër) που σήμερα βρίσκονται εντός της Π.Γ.Δ.Μ., το Ουλτσίν (Ulqin) και το Τίβαρ (Tivar) που σήμερα είναι εντός του Ματροβουνίου κ.α.
Αξίζει να πούμε, ότι ορισμένοι (όχι όλοι) από αυτούς τους περιηγητές που αναφέρω, είναι φιλέλληνες. Για παράδειγμα ο Πουκεβίλ το 1799 οδηγήθηκε δέσμιος στην Κωνσταντινούπολη, όπου κρατήθηκε στις φυλακές Επταπυργίου για δυο χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1801. Στο διάστημα αυτό ο Πουκεβίλ έμαθε την ελληνική γλώσσα και συνέγραψε το πεντάτομο έργο του «Voyage en Moree, a Constantinople, en Albanie et dans plusiers autres parties de l’ empire ottoman» (Ταξίδι στο Μοριά, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλβανία και σε πολλά άλλα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας), που εκδόθηκε το 1805 στο Παρίσι. Με το έργο του αυτό, έδωσε νέα δύναμη στο πνεύμα του Φιλελληνισμού που εκείνο τον καιρό είχε αναπτυχθεί σε όλη την Ευρώπη. Το γεγονός ότι στο κείμενό του δεν περιορίστηκε μόνο σε περιγραφές των χωρών αλλά αναφέρθηκε και σε πολιτικά ζητήματα της Ανατολής, στάθηκε η αφορμή να διοριστεί από τον Ναπολέοντα επίσημος διπλωματικός εκπρόσωπος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Στα Ιωάννινα ο Pouqueville έμεινε δέκα χρόνια (1805-1815).
Ο Άγγλος συνταγματάρχης Martin Leake, αν και δεν θεωρείται φιλέλληνας, ωστόσο δεν μπορεί να κατηγορηθεί για φιλοαλβανική προπαγάνδα.
Ο George Finlay, που έγραψε για την επανάσταση του 1821, έχει κατηγορηθεί από τους Έλληνες ιστορικούς και ερευνητές ότι γενικά ήταν εμπαθής απέναντι στους Έλληνες. Ο ίδιος όμως ο Φίνλεϋ – ο οποίος πρέπει να πούμε ότι γνώρισε από κοντά πολλούς από τους ‘πρωταγωνιστές’ των γεγονότων που κατέγραψε, αλλά και πολέμησε σε ορισμένες περιπτώσεις ως εθελοντής - είπε για την ιστορία που κατέγραψε: «Κρίνατέ την αυστηρώς. Δεν είναι άξια αβρότητος, διότι είναι ψυχρά και τραχεία καθώς το έργον απογοητευμένου ανθρώπου… Απελπισθείς ότι θα εξυπηρέτουν κατ’ άλλον τρόπον τον Ελληνικόν λαόν, έγινα ο ιστορικός του…» (Γεώργιος Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μετάφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Φιλολογική επιμέλεια: Άγγελος Μαντάς, εκδ. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2008;)
Ο Φίνλεϋ δηλαδή ήταν ‘εμπαθής’ για τον ίδιο λόγο που έγιναν εμπαθής και πολλοί άλλοι φιλέλληνες και μη. Ήρθε στην Ελλάδα ενθουσιασμένος για των αγώνα του 1821, περιμένοντας να βρει ανθρώπους άξιους της ιστορίας και του παρελθόντος του, αλλά απογοητεύτηκε από αυτά που είδε: έριδες μεταξύ των επαναστατών, εγωισμοί, εμπάθειες, κακία, κερδοσκοπία, φιλαρχία, φιλοχρηματία, ιδιοτέλεια, δειλία, ανηθικότητα, συναλλαγές με τους Τούρκους, ληστρικές επιδρομές πολλών αγωνιστών,τη ληστρική στάση των Σουλιοτών, κ.α. Περιγράφει π.χ. τις ληστρικές επιδρομές των Υδραίων στη Χίο, όπου βιάζαν κι έσφαζαν Ελληνίδες κι έκλεβαν τα ζώα των κατοίκων, την ώρα που ο τουρκικός στόλος επερχόταν! Περιγράφει για τους κλέφτες του Πηλίου, οι οποίοι κυνηγημένοι απ’ τους Τούρκους κατέφυγαν στη Σκιάθο και εκεί ρήμαξαν τον τόπο αρπάζοντας τις περιουσίες των ομοθρήσκων τους! Περιγράφει ακόμα και τον Κολοκοτρώνη να αναβάλει την επίθεση για την κατάληψη της Τριπολιτσάς, διαπραγματευόμενος περισσότερα λύτρα απ’ τους πολιορκημένους και μετά να κλέβει και να καίει τα γύρω ελληνικά χωριά για να εξασφαλίσει λάφυρα στους στρατιώτες του! Περιγράφει τον Υδραίϊκο στόλο να μη βγαίνει για επιχειρήσεις αν δεν προπληρώνονταν απ’ το εθνικό ταμείο τα πληρώματα για 15 μέρες!
Γράφει για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο: «Επεδίωκε το ίδιον συμφέρον του, χωρίς να υποτάσσεται εις χαλινόν τινα καθήκοντος, ηθικής ή θρησκείας. Ο χαρακτήρ του ήτο κράμα εκ των χειρίστων κακιών των Ελλήνων και Αλβανών. Ήτο κίβδηλος όσον ο δολερώτερος Ελλην και φιλέκδικος όσον ο πλέον αιμοδιψής Αλβανός. Είχε προσέτι άκραν φιλαργυρίαν, καθολικήν δυσπιστίαν και θηριώδη σκληρότητα.»
Περιγράφει την προδοτική στάση των καλογέρων του Αγίου Ορους, τον κομματισμό πολλών αγωνιστών και τις εμφύλιες εριδες μεταξύ τους, περιγράφει τη στάση των Αρβανιτών αλλά και πόσο εύκολα άλλαζαν κάθε λίγο και λιγάκι στρατόπεδο, κ.α. Στην ουσία ο Φίνλεϋ, χωρίς να είναι αλάθητος στο έργο του, περιγράφει – ίσως με υπερβολικό τρόπο – τα όσα έχουν περιγράψει στα απομνημονεύματα τους και οι ίδιοι οι αγωνιστές του 1821, αλλά και άλλοι ιστορικοί, ερευνητές, και περιηγητές της εποχής εκείνης, και δεν γράφει ψευδή ιστορικά γεγονότα.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα πλήρωνε μέσω μυστικών κονδυλίων διάφορους περιηγητές, δημοσιογράφους και ιστορικούς, ώστε αυτοί να γράφουν άρθρα αλλά ακόμα και ολόκληρα βιβλία, που να υποστηρίζουν τις ελληνικές θέσεις πάνω σε διάφορα θέματα, όπως για παράδειγμα στο θέμα των Ελλήνων της Αλβανίας. Ένας από αυτούς ήταν ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος - και φιλέλληνας με το αζημίωτο - Rene Puaux, ο οποίος έγραψε το βιβλίο ‘La Malheureuse Epire’ (σημαίνει ‘Η δυστυχισμένη Ήπειρος’) που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1914. Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον καθηγητή Αχιλλέα Λαζάρου, και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τροχαλία με τίτλο ‘Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος (Οδοιπορικό 1913, απελευθέρωση, αυτονομία)’. Ο τίτλος στην ελληνική μετάφραση είναι λοιπόν διαφορετικός, ώστε να ακούγεται περισσότερο ευχάριστα στα εθνικά αντανακλαστικά των Ελλήνων. Ορισμένοι άλλοι ήταν οι Michel Paillares, Gaston Deschamps και άλλοι. (Δημήτριος Κιτσίκης, Ελλάς και ξένοι 1919-1967: Από τα αρχεία του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, Εστία, 1977)
Μία σχετική είδηση για την προπαγάνδα που έγραφε (κατώπιν πληρωμής) ο Ρενέ Πυώ, δημοσίευσε η εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 3/6/2007. Παραθέτω τη δημοσίευση έτσι ακριβώς δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα:
«ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΠΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ.
Μυστικά κονδύλια φανερά άρθρα……..
Η εξαγορά ξένων δημοσιογράφων και συγγραφέων με «μυστικά κονδύλια» του ΥΠΕΞ για την υποστήριξη των εθνικών μας δικαίων. Οι «μαρτυρίες» αυτών των «φιλελλήνων» (Rene Puaux …) ανακυκλώθηκαν αργότερα για εσωτερική χρήση, αποτελώντας πλέον συστατικό στοιχείο της εθνικής μας μυθολογίας. …».
(Κυρ.Ελευθεροτυπία - 03/06/2007)
Το 1901 τυπώθηκε στην Αθήνα από το τυπογραφείο του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατά μετάφραση εκ του γερμανικού από τον ίλαρχο Ευγένιο Ρίζο Ραγκαβή, το βιβλίο του Αυστριακού αντιστράτηγου και Ιππότη του «Τάγματος του Φραγκίσκου Ιωσήφ», Αντωνίου Τούμα φον Βάλδκαμπφ με τίτλο «Ελλάς, Μακεδονία και Νότιος Αλβανία, ήτοι η Μεσημβρινή Ελληνική Χερσόνησος». Και το βιβλίο αυτό, τυπωμένο σε ελληνική μετάφραση από το Υπουργείο Στρατιωτικών Ελλάδας, είναι ένα από τα αγαπημένα βιβλία των Ελλήνων ‘αλβανοφάγων’ εθνικιστών και των με το μυαλό τους ‘απελευθερωτών’ της Βορείου Ηπείρου.
Επίσης, όπως φαίνεται, μέρος των Ελλήνων της Αλβανίας, μετανάστευσαν εκεί από νοτιότερα μετά τον 18ο αιώνα και δεν έχουν σχέση με τους αρχαίους Έλληνες της Ιλλυρίας. Αυτό άλλωστε το μαρτυράει η πλήρης ανυπαρξία ιχνών αρχαιοελληνικής γλώσσας στην περιοχή - όπως στη γλώσσα των Ποντίων για παράδειγμα - εκτός από την περιοχή της Χιμάρας (όπου οι δίγλωσσοι κάτοικοι της χρησιμοποιούν ένα ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα που μοιάζει πολύ με τα ελληνικά που μιλούσαν στην Κέρκυρα, στη Μάνη και σε διάφορα άλλα ελληνικά νησιά). Πληροφορίες για την εγκατάσταση ελληνικών πληθυσμών στην Ήπειρο - και ειδικά στον κάμπο της Δρόπολης - υπάρχουν στο Χρονικό της Δρόπολης, που εξέδoσε ο Γάλλος γιατρός, περιηγητής και διπλωμάτης, François Pouqueville.
Στην Τσαμουριά πάντως κατοικούσαν σε μεγάλο ποσοστό μουσουλμάνοι και χριστιανοί Αλβανοί (Τσάμηδες), όπως λέγεται και στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπέδια. (Πυρσός, Αθήνα 1933)
Άρα λοιπόν η ιδανική εικόνα μια ελληνικής Βορείας Ηπείρου που την εξαλβάνισαν οι κακοί Αλβανοί με τη δημιουργία του αλβανικού κράτους, είναι μια εθνική νεοελληνική φαντασίωση!!!
Ας δούμε εδώ τα της Χιμάρας. Στην Οχρίδα, λέει ένας ερευνητής, οι Βλάχοι επικοινωνούσαν σε πέντε γλώσσες επειδή αυτοί τον περισσότερο καιρό ζούσαν στα βουνά της Ελλάδας, ήρθαν σε επαφή με τους Έλληνες και τους «Μακεδόνες», ενώ στην Οχρίδα θα επικοινωνούσαν με τους Τούρκους και τους Αλβανούς. Ποια εθνικότητα πρέπει να δώσουμε σε αυτούς; 14 κράτη της Αφρικής μιλούν γαλλικά, 15 άλλα μιλούν αγγλικά. Θα αποκαλέσουμε τους Αφρικανούς Γάλλους και Άγγλους; ή τους Γάλλους και τους Άγγλους θα τους αποκαλέσουμε Αφρικανούς;!
Οι Χιμαριότες είναι δίγλωσσοι, και όχι αποκλειστικά ελληνόφωνοι, και η περιοχή τους δεν συμπεριλαμβάνεται στην λεγόμενη μειονοτική ζώνη. Οι Αλβανοί της Χιμάρας την ελληνική γλώσσα την έμαθαν κυρίως χάρη της εντατικής επικοινωνίας και θρησκευτικής-στρατιωτικής συμμαχίας με την Ελλάδα και ξεχωριστά με το νησί της Κέρκυρας (και όχι μόνο). Εκεί τα παιδιά τους εκπαιδεύονταν στα σχολεία και οι οικογένειες τους προστατεύονταν και η περιουσία τους έβγαινε από το εμπόριο. Κοιτάξτε τη γράφει ο πατέρας Giuseppe Schirò – στα αλβανικά Zef Skiroi – το έτος 1720: «Η περιοχή της Χιμάρας έπαθε δύο καταστροφές από την πανούκλα και από την ισχυρή επίθεση του Τούρκων, γιατί οι Αλβανοί της χιμαριότικης ακτής είχαν βοηθήσει στην προστασία της Κέρκυρας πολεμώντας πλάι στους Κερκυραίους.»
Είναι οι Χιμαριότες απόγονοι Σπαρτιωτών αποίκων από την περιοχή της Μάνης; Οι διάλεκτοι των δύο περιοχών μοιάζουν, έχουν όμως και διαφορές. Ο Μ.Δένδιας θεωρεί ότι οι Χιμαριότες είναι ντόπιοι και δεν σχετίζονται με αποίκους από τη Μάνη. «Πιθανώτερον όθεν οι μεν Χιμαριώται να είναι αρχαίων ή μεσαιωνικών εκεί πληθυσμών απόγονοι.» (Μ.Δένδιας, «Απουλία και Χιμάρα. Γλωσσικαί και ιστορικαί σχέσεις των ελληνικών αυτών πληθυσμών.», Αθηνά – 1926, σελ. 76.)
Ο Δένδιας στηρίζεται στο γεγονός της μη ύπαρξης ειδικών ισογλώσσων ανάμεσα σε Μάνη και Χιμάρα, αλλά και στο ότι όπως λέει «Πιθανώτερον … η δε παράδοσις να επήγασεν εξ ομοιότητος, ην παρουσίαζεν, ιδίως απέναντι των Τούρκων, η κατάστασις των Χιμαριωτών προς εκείνην της Μάνης.» (Μ.Δένδιας, «Απουλία και Χιμάρα. Γλωσσικαί και ιστορικαί σχέσεις των ελληνικών αυτών πληθυσμών.», Αθηνά – 1926, σελ. 76.)
Ο Δ.Βαγιακάκος, παραμένει επιφυλακτικός σχετικά με μια πιθανή εγκατάσταση Μανιατών στη Χιμάρα: «Διά την επαλήθευσιν της παραδόσεως δεν έχουμεν βεβαίως ιστορικάς αποδείξεις.» (Βαγιακάκος, Δ., «Συμβολή εις την μελέτην του γλωσσικού ιδιώματος της Χιμάρας Βορείου Ηπείρου.», Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Επιστημονικού Συνεδρίου «Βόρειος Ήπειρος – Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός» (Κόνιτσα 1987), Αθήνα : Ι.Μ. Δρυινουπόλεως-Πωγωνιανής και Κονίτσης – Πανελλήνιος Σύνδεσμος Β/ηπειρωτικού Αγώνος, σελ. 333)
Υπάρχει όντως σχέση των Χιμαριοτών με τους Μανιάτες, ή πρόκειται για μία επινοημένη παράδοση, με στόχο, όπως λέει ο Hobsbawm, «τη συνέχεια με ένα ταιριαστό ιστορικό παρελθόν;» [Hobsbawm, E. & Ranger, T., “The Invention of Tradition.”, Cambridge University Press, 1983, σελ. 7;]
Θυμίζουμε ότι στις αρχές του 19ου αιώνα ανακαλύφθηκε το «Χρονικόν της Δρυοπίδος», ένα λόγιο κατασκεύασμα, που εξυπηρετούσε και αυτό την ανάγκη και την προσδοκία των Δροπολιτών να αποκτήσουν άμεση σχέση με την αρχαία Ελλάδα, και μάλιστα με την Αττική:
«Ο ευφάνταστος συντάκτης του Χρονικού … παρετυμολογεί και αξαρχαΐζει δεκάδας τοπωνυμίων της βόρειας Ηπείρου, διά να εφεύρη ηγεμόνας και οικιστάς πόλεων, κωμοπόλεων και φρουρίων, φιλοδοξεί δε να συνδέση την ιστορίαν του τόπου του με τα ενδοξότερα ονόματα της αρχαιότητος. Δεν πρόκειται καν περί λαϊκών παραδόσεων, αλλά περί ιστορικού μυθιστορήματος λογίας κατασκευής.» (Βρανούσης, Λ., «Χρονικά της Μεσαιωνικής και Τουρκοκρατούμενης Ηπείρου – Εκδόσεις και χειρόγραφα.» Ιωάννινα 1962: Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, σελ. 119; και Βερνίκος, Ν. & Δασκαλοπούλου, Σ., «Στις απαρχές της νεοελληνικής ιδεολογίας. Το χρονικό της Δρόπολης.» Αθήνα 1999: Αφοί Τολίδη.)
Ας δούμε και μια επιστολή του έτους 1532, σωσμένη στο ελληνικό της πρωτότυπο, την οποία στέλνει ο «ιερεύς πρωτονοτάριος Χειμάρας» στον «συνιόρ Λαρκονη τζενεράλη του ρηάμη της Πουλίας.» Μέσω της επιστολής «γέροι της Χειμάρας και Αλβανητίας» εκτιμούν ότι «ο Τούρκος» σκοπεύει «να κατεβή εις τον Αυλώνα … και έπητα να περάση ειστην Μπούλια» (Floristan, J.M., Erytheia 13, 1992, p. 86)
Της Αλβανιτίας λοιπόν.
Το ελληνικό ιδίωμα της Χιμάρας δεν συγκεντρώνει χαρακτηριστικά ειδικής ή αποκλειστικής συγγένειας με κανένα απó τα υπόλοιπα νεοελληνικά ιδιώματα, που να δικαιολογούν την προέλευσή του από μια και μόνο συγκεκριμένη περιοχή (π.χ. Μάνη κτλ.), αλλά έχει τα δικά του μοναδικά χαρακτηριστικά, παρά τις όποιες ομοιότητες. Επίσης, στη Μάνη δεν υπάρχουν τοπωνύμια με καταλήξεις σε –έος ή –έο όπως στη Χιμάρα. Αντίστοιχα στη Χιμάρα δεν συναντούνται επίθετα με καταλήξεις –άκος ή –έας, όπως στη Μάνη. Ας δούμε όμως τι επίθετα συναντούνται και τι σημαίνει αυτό.
«Εξαιτίας της γεωγραφικής τους απομόνωσης, της δυσκολίας στο εμπόριο με την αλβανική ενδοχώρα και την πίεση που δέχτηκαν από την οθωμανική διοίκηση, συνήθισαν να θεωρούν την Ελλάδα ως φυσικό προστάτη τους. Ειδικά η Κέρκυρα επειδή ήταν αρκετά προσβάσιμη, λόγω της γεωγραφικής γειτνίασης, ήταν αρκετά ελκυστική σε αυτούς, καθώς όλο και περισσότερες Χιμαριότικες οικογένειες έστελναν τα παιδιά τους να σπουδάσουν σε σχολεία σ’ αυτό το νησί και εμπόρους να κάνουν εμπόριο με τον τοπικό πληθυσμό. Η ελληνική διάλεκτος που αυτή τη στιγμή ομιλούν στη Χιμάρα και σε μερικά παρακείμενα χωριά, φαίνεται ότι έχει άμεση σχέση με την ελληνική διάλεκτο που μιλούσαν στην Κέρκυρα και πολλοί εθνολόγοι έχουν κάνει λόγο για το πώς οι Χιμαριότες κάνουν χρήση της αλβανικής για ιδιαίτερους τελετουργικούς σκοπούς. Γλωσσολόγοι που έχουν ερευνήσει την αλβανική διάλεκτο που ομιλείται στη Χιμάρα, έχουν βρει σε αυτή στοιχεία φωνητικού νασαλισμού, τα οποία μαζί με τη χρήση αρχαϊκών επιθέτων όπως ‘Γκιολέκα, Γκιπάλι, Γκιντέντε’ (από τα ‘Gjon Leka’, ‘Gjin Pali’, ‘Gjin Deda’) αποτελούν απόδειξη για μία πολύ παλιά αλβανική παρουσία στην περιοχή.» (Ardian Vehbiu, Shqipja totalitare, Çabej 2008 (a:4))
«Ο εξελληνισμός της Χιμάρας δεν έχει μία ξεκάθαρη χρονική αρχή…τα λαογραφικά στοιχεία εξ’ ίσου μας δείχνουν αρκετά σαφέστατα τις εθνικές αλβανικές ρίζες στην περιοχή: τα παραδοσιακά τραγούδια και οι τραγουδιστές τελετουργίες (στους γάμους, στους θανάτους και στις τελετές ταφής) είναι τυπικά και καθαρά αλβανικά…Μουσικά, η Χιμάρα είναι ίδια με την υπόλοιπη Labëria (Λιαπουριά) και είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι Έλληνες ‘αυτόχθονες’ ήρθαν στην περιοχή για να ξεχάσουν τα ίδια τους τα τραγούδια και τις παραδόσεις, να εγκαταλείψουν τα μουσικά τους όργανα και να υιοθετήσουν μια κουλτούρα που την θεωρούσαν κατώτερη.» (Ardian Vehbiu, Shqipja totalitare, Çabej 2008 (b:2-3))
Ο Petro Marko (1913-1991), συγγραφέας από το χωριό Δρυμάδες (Dhërmi), μερικά χιλιόμετρα από τη Χιμάρα, έγραψε για τη διγλωσσία που υπάρχει στα χωριά της περιοχής: «Έτσι λοιπόν τι είμαστε; Αλβανοί! Αλλά γιατί χάσαμε τη γλώσσα μας; Θα πω ό,τι ξέρω: Γιατί οι μητέρες μας και οι γιαγιάδες μας ξέρουν καλύτερα αλβανικά π’ ότι ελληνικά; Γιατί τραγουδάμε και θρυνούμε στα αλβανικά; Γιατί οι παροιμίες μας είναι στα αλβανικά; Φαίνεται ότι από το 1820, ο εξελληνισμός έγινε πολιτικός στόχος από την ίδια την Ελλάδα…» (Petro Marko, Intervistë me vetveten: Retë dhe gurët, Shtëpia botuese: OMSCA, Tiranë 2000)
Αναφερόμενος στην προσπάθεια να ανοίξουν αλβανικά σχολεία στη Χιμάρα και στα γύρω χωριά, και στην αντίσταση που επέδειξε η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο είχε ως απώτερο στόχο του τον έλεγχο του πληθυσμού της περιοχής και τον σταδιακό εξελληνισμό του, ο Petro Marko είχε πει: «Οι πρόγονοι μας πολέμησαν με τα όπλα στο χέρι προστατεύοντας την ελευθερία και την τιμή τους, αλλά ήταν σε πόλεμο και για τα αλβανικά σχολεία. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, με τον Επίσκοπο των Ιωαννίνων καταριόταν και αφόριζε όλους εκείνους που μάθαιναν στα αλβανικά σχολεία. Είναι αυτονόητη η αγριότητα των πρακτόρων του Φαναρίου, που δεν άφησαν τίποτα χωρίς να κάνουν για να απεθνικοποιήσουν την ηρωική επαρχία της Αλβανίας, τη Χιμάρα της Λαμπερίας.» (Petro Marko, Intervistë me vetveten: Retë dhe gurët, Shtëpia botuese: OMSCA, Tiranë 2000)
Ο Dhimitër Kamarda (1821-1882), Arbëreshë από την Ιταλία, υποστήριζε ότι οι Σουλιότες και οι Χιμαριότες ήταν Αλβανοί που είχαν εξελληνισθεί. Η άποψη του κατά την προσωπική μου γνώμη έχει σημασία, καθώς ο Καμάρντα είτε η άποψη του ήταν σωστή είτε λάθος, είτε το συνολικό του έργο ήταν σωστό είτε λάθος, πέθανε 30 χρόνια πριν την ίδρυση του αλβανικού κράτους. Έτσι, η θέση του για την αλβανική καταγωγή των Σουλιοτών και των Χιμαριοτών, δεν μπορούμε να πούμε ότι προέρχεται από την ενβερχοτζική προπαγάνδα. Η Nathalie Clayer καταγράφει τη θέση του Καμάρντα: «Η ιδέα ήταν ότι οι Αλβανοί – οι Χιμαριότες, οι Σουλιότες και άλλοι – συνεργάστηκαν μαζί με τους Έλληνες για την ελευθερία.» (Nathalie Clayer, Aux origines du nationalisme albanais: la naissance d’une nation majoritairement musulmane en Europe, KARTHALA Editions, 2007, ISBN 2845868162, p.207)
«Οι Χιμαριότες είναι σαν τους προγόνους τους την εποχή του αυτοκράτορα Καντακουζηνού, τους οποίους αποκάλεσε 'Αλβανούς αυτόνομους νομάδες'. Οι Χιμαριότες που κατοικούν στην οροσειρά των Ακροκεραυνίων, είναι μία σκληραγωγημένη και επιθετική ράτσα Αλβανών χριστιανών, οι οποίοι μερικές φορές εξέρχονται από τους βράχους τους και μετακινούνται με βάρκες, τις οποίες βλέπουν ακινητοποιημένες απ' τις ακτές τους. Ο καπετάνιος μας μας διαβεβαίωσε ότι πουλούν τους χριστιανούς αιχμαλώτους τους στους Τούρκους.» (Classical and Topographical tour through Greece, during the years 1801, 1805, and 1806, by Edward Dodwell, ESQ. F.S.A., London: Rodwell and Martin, 1819, vol. 1, p. 24)
«Μερικές ημέρες ύστερα από την άφιξή μας στο χωριό αυτό, παρουσιάσθηκε στον Μαυροκορδάτο ο Σπυρομίλιος, με ένα σώμα από 200 Χιμαριότες, πού είχαν την πιό πολεμοχαρή εμφάνιση μέσα σε όλον τον στρατό. ΔΕΝ ΞΕΧΩΡΙΖΟΥΝ ΑΥΤΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΒΑΝΟΥΣ, γιατί το ντυσιμό τους και η γλώσσα τους είναι εντελώς αλβανικά, αλλά παρ’ όλο πού η θρησκεία τους είναι ελληνική (χριστιανική), δεν καταλαβαίνουν ούτε λέξη ελληνική.» είπε ο προσωπικός γιατρός του λόρδου Byron που έζησε από μέσα τα γεγονότα. (Julius Millingen, Memoirs of the affairs of Greece, London 1831, p. 208-209)
Λέτε: "Το 1941, μετά τη συνθηκολόγηση και την παράδοση στους Γερμανούς, οι Ιταλοί σύμμαχοι συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους της Βορείου Ηπείρου με απίστευτη σκληρότητα. Έκαψαν πάνω από 6.200 σπίτια ενώ υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περίπου 1.700 Έλληνες."
Ας δούμε τι έκαναν οι Έλληνες στην Αλβανία το 1914.
«… Όλη η νότια Αλβανία είχε ρημαχτεί. Οι δύο όμορφες περιοχές της Κορυτσάς και του Αργυροκάστρου, συμπεριλαμβανομένων και των περιοχών του Bilisht, Kolonjë, Leskovik, Përmet, Frashër, Skrapar, Opar, Tepelenë and Kurvelesh have been είχαν καταστραφεί… χωριά είχαν καεί ολόκληρα, χιλιάδες αντρών, γυναικών και παιδιών είχαν βασανιστεί, και μερικές χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους (πολλοί από τους οποίους πέθαναν από την πείνα στην Αυλώνα). Σε πολλά χωριά οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί, για παράδειγμα έξι άντρες και τρεις γυναίκες κάηκαν ζωντανοί στη Graca, νοτιοανατολικά της Κορυτσάς, στις 5 Απριλίου του 1914, και τέσσερις άντρες και τέσσερις γυναίκες στην Starjë κοντά στην Kolonjë, νότια της Κορυτσάς, στις 30 Απριλίου 1914. Οι Έλληνες διέπραξαν σφαγές και αλλού, όπως στην Kodra… 144 χωριά κάηκαν ολοσχερώς από τους Έλληνες… Στις 25 Απριλίου, οι Έλληνες εκκένωσαν το Τεπελένι και στις 26 Απριλίου οι χωροφύλακες μας μπήκαν στην πόλη. Την ίδια μέρα, Έλληνες άτακτοι επιτέθηκαν στην πόλη ανεπιτυχώς. Σύμφωνα με δύο χριστιανούς, τους Kote Peçi και Dhame Kole Pestani, ανάμεσα στους επιτηθέμενους υπήρχαν και 300 Έλληνες στρατιώτες, με τους αξιωματικούς τους, τον Σακελλάριο και…Μετά την επίθεση εκείνη την ημέρα, οι άτακτοι μπήκαν στο χωριό Kodra, απ’ όπου πυροβολούσαν στο Τεπελένι με ένα κανόνι και πολυβόλα. Στις 26 Απριλίου, αυτός ο Σακελλάριος πήγε με τους στρατιώτες του στη Hormova. Εκεί, άρπαξε με τη βία 40 κατοίκους τους οποίους οδήγησε ως αιχμαλώτους στην Kodra. Πολλοί από αυτούς που κατάφεραν και δραπέτευσαν στο Τεπελένι, έδωσαν περιγραφές αυτού του άντρα, αναγνωρίζοντας τον. Στις 28 Απριλίου, ένα απόσπασμα στάλθηκε ξανά από την Kodra στη Hormovë. Αυτή τη φορά, είχαν μια λίστα με τα ονόματα των κατοίκων, και πήραν 45 από αυτούς μαζί τους στην Kodra. Τελικά, στις 29 Απριλίου, για Τρίτη φορά, ένα απόσπασμα έφτασε στη Hormova και μάζεψαν όλους τους άντρες που μπόρεσαν να βρουν. Μόνο 16 άντρες, τώρα στο Τεπελένι, μπόρεσαν να το σκάσουν. Εκείνο το απόγευμα, οι Έλληνες άτακτοι άφησαν την Kodra φεύγοντας προς το Labovë. Πριν την αναχώρηση τους, έσφαξαν όλους τους αιχμαλώτους, ανάμεσα στους οποίους ήταν πέντε άντρες απ’ το Salari, και πέντε άντρες απ’ το Luzat. Οι κραυγές τους ακούγονταν μέχρι το Dragot, προς την κατεύθυνση του Beçisht και του Luzat, όπως και οι πυροβολισμοί…». (Lumo Skendo (Mid’hat bey Frashëri), L’Affaire de l’Epire: le martyre d’un people, (Sofia: L’Indépendance Albanaise, 1915), p. 48 - Translated from the French by Robert Elsie.)
Σήμερα στο χωριό αυτό (Kodra) υπάρχει ένα μνημείο, όπου είναι χαραγμένα τα ονόματα των θυμάτων.
Πολλά όμως ήταν τα χωριά που έκαψε ο ελληνικός στρατός και οι άτακτοι που τους ακολουθούσαν.
Τα χωριά που καταστράφηκαν στον καζά του Αργυροκάστρου (Gjirokastër) και του Kurvelesh, ήταν: Fterë, Lekdush, Progonat, Nivicë, Vergo, Zhulat, Kuç, Borsh, Palavli, Kalasë, Kallarat, Konguc, Kolonjë (Labëria), Picar, Sasaj, Golem, Gusmar, Tatzat, Bolena, Reçin, Kopaçe, Çoraj, Shtepëz, Kardhiq, Plesat, Prongji, Dorza, Fushëbardhë.
Τα χωριά στον καζά του Τεπελενίου (Tepelenë) ήταν: Luzat, Dukaj, Dragot, Dams, Mezhgoran, Salari, Mërthinjë, Potgoran, Kiçok, Arza, Toskamartalloz, Shelq, Turan, Marican, Bënjë, Kashisht, Bençë, Hormovë, Bubës, Beçisht, Veliqjot, Melçan, Vasjar, Memaliaj.
Τα χωριά στον καζά της Πρεμετής (Përmet) ήταν: Pavar, Zavalan, Këlcyrë (Klisura), Gerpska, Vinokash, Benjëza, Përmet, Ogren, Virtenig, Markat, Vëlusha, Qafë, Manubas, Prishtë, Panarit, Bistrovicë, Alipostivan, Rodina, Bagri, Brezhdan, Kurtez, Frashër, Rriban, Varibop, Mirasllavica, Çepan, Zhepovë.
Τα χωριά στον καζά του Σκραπάρ (Skrapar) ήταν: Malind, Seropull, Navaricë, Sevran, Topojan, Tolari, Kajca, Mazhan, Pale, Rodiq, Fratar, Qeshibesh, Koprenckë, Backë, Gjergjovë, Vëlusha.
Τα χωριά στον καζά της Κορυτσάς (Korçë) είναι: Panarit, Floq, Trebicka, Selenicë, Taç i poshtëm, Taç i sipërm, Leskovec, Muzhaka, Qafzez, Kreshovë, Malinat, Kakosh, Muzenckë, Kalltan.
Τα χωριά στον καζά Κολόνιας (Kolonjë) ήταν: Qinam, Qytezë, Raja, Bejan, Gjonç, Mesar, Skorovod, Lencka, Barmash, Qesaraka, Ersekë, Selenicë, Psar, Lubonjë, Starjë, Gostivisht, Luaras, Pacomit.
Τα χωριά στον καζά του Leskovik ήταν: Shalës, Kocka, Leskovik, Peshtan, Radan, Radat, Novosela, Bejkovë, Kagjinas, Hoseçka, Vërpska, Leshnjë, Poda, Koronë κ.α.
Εκτός από τους δολοφονημένους από τον ελληνικό στρατό και τις διάφορες ελληνικές συμμορίες (σε κάποιες από τις οποίες συμμετείχαν και πολλοί από τους Έλληνες της Αλβανίας), χιλιάδες ήταν και οι άνθρωποι που έφυγαν από τα κατεστραμένα χωριά τους και πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες.
Ο W. A. Fox-Strangways, Βρετανός προξενικός υπάλληλος, σε αναφορά του από το Δυρράχιο στις 15 Ιουλίου 1914 προς τον Harry Lamb, Βρετανό αντιπρόσωπο στην Διεθνή Αποστολή Ελέγχου (International Control Commission), κατέγραψε τα εξής:
«Οι Έλληνες από άκρη σ’ άκρη βοηθήθηκαν από τακτικούς (στρατιώτες). Έσφαξαν, λίγο-πολύ, οποιονδήποτε συναντούσαν – άντρες, γυναίκες και παιδιά. Μερικοί από τους πρόσφυγες σκότωσαν τα παιδιά και τις γυναίκες τους, παρά να τους αφήσουν να πέσουν στα χέρια των Ελλήνων…Ο αριθμός των προσφύγων απ’ τις κατεχόμενες περιοχές εκτιμάται σε από 60.000 μέχρι 100.000.»
Η Miss Edith Durham, σε αναφορά της από το Δυρράχιο στις 15 Ιουλίου 1914 προς τον Harry Lamb, κατάγραψε: «…έφτασαν μερικές οικογένειες από το Leskovik και την Kolonia. Τους επισκέφτηκα - ή τους περισσότερους απ’ ότι πιστεύω. Έδωσαν πολύ άσχημες αναφορές, ότι είδαν χωριά στις φλόγες και ότι στο Skrapar πολλοί από τους πρόσφυγες πιάστηκαν καθ’ οδόν από τους Έλληνες και σφάχτηκαν. Αλλά δεν μπορώ να έχω ακριβείς αριθμούς. Προσωπικά, δεν έχω συναντήσει πέρα από 2000 το λιγότερο. Αλλά ο Tsilka δήλωσε ότι δόθηκε αρωγή σε 7613, αλλά πολλοί από αυτούς βρίσκονται τώρα σε σπίτια στην πόλη. Αυτοί που είναι για περισσότερη λύπηση είναι το τσούρμο από τους αγνούς πατριώτες απ’ την Κορυτσά που είναι σε μεγάλη δυσφορία. Πολλοί έχουν δουλέψει σκληρά για χρόνια για το εθνικό τους ζήτημα και έχασαν τα περισσότερα απ’ τα υπάρχοντα τους. Οι κάτοικοι της Backë, ένα χωριό κοντά στο Skrapar, λέγεται ότι σφάχτηκαν όλοι, και είναι πολύ πιθανόν επειδή ήταν ανθέλληνες. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες, που τώρα έχουν καταλάβει όλες τις περιοχές κάτω από τα δέντρα εδώ, είναι αυτοί που κάηκαν τα σπίτια τους τον Απρίλιο από τους Έλληνες και νωρίτερα, και αυτοί που τράπηκαν σε φυγή με τους Κορυτσαίους…»
Και οι δύο αυτές αναφορές (και πολλές άλλες) είναι καταγεγραμμένες στα βρετανικά αρχεία του Foreign Office. (British Foreign Office document, preserved in the National Archives in London (F.O.371-1895).)
Επίσης η Edith Durham σημείωσε πως στην Κορυτσά η συνέλευση που είχε καλέσει τον ελληνικό στρατό είχε γίνει με την «απειλή της ξιφολόγχης» και ο νεοφερμένος Έλληνας κυβερνήτης «είχε υποχρεώσει τους κατοίκους να βάψουν τα καταστήματά τους γαλανόλευκα» και παρατηρεί: «…μετά την φοβερή σκληρότητα που επέδειξαν όταν επέδραμαν στην Αλβανία το 1914, δεν έχω καμία εκτίμηση στους Έλληνες.». Η ίδια είχε διαμαρτυρηθεί από τις 18 Ιουνίου στο Φόρειν Όφις, που οι διεθνείς Δυνάμεις δεν είχαν στείλει στρατό «να εκκαθαρίσει την περιοχή από τις ενεδρεύουσες συμμορίες των ελλήνων στρατιωτών» που παρέμειναν κρυφά στην περιοχή, αλλά και από τους «κρητικούς και έλληνες κομιτατζήδες που εξακολουθούσαν να φτάνουν» ενώ η ελληνική κυβέρνηση δήλωνε άγνοια. (M.Vickers, ‘Οι Αλβανοί’, εκδ.Οδυσσέας, Αθήνα, 1997)
Ο δημοσιογράφος και ακτιβιστής Kristo Anastas Dako (1878-1941) μετανάστευσε στις Η.Π.Α. από την Κορυτσά (Korçë) το 1907. Το 1913 έγινε πρόεδρος της εκεί οργάνωσης Αλβανών μεταναστών, Vatra, και εξέδιδε το εβδομαδιαίο έντυπο της από τη Βοστώνη, το “Dielli”. Έγραψε πολλά σχολικά βιβλία και βιβλία ιστορίας, όπως τα “Cilët janë Shqipëtarët” (Ποιοι είναι οι Αλβανοί), που εκδόθηκε στο Μοναστήρι (Monastir) το 1911, το “Albanian, the Master Key to the Near East” που εκδόθηκε στη Βοστώνη το 1919, το “Shënime historike nga jeta dhe veprat e Nalt Madhërisë së tij Zogu i parë Mbreti i Shqiptarvet” (Ιστορικές Σημειώσεις από τη Ζωή και τα Έργα του Μεγαλοιώτατου, Ζόγου του Πρώτου, Βασιλιά των Αλβανών), που εκδόθηκε στα Τίρανα (Tiranë) το 1937, και άλλα. Το 1914, πριν ακόμα το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, επέστρεψε στην Κορυτσά. Λίγο καιρό αργότερα οι Έλληνες κατέλαβαν την πόλη και τον νότο της Αλβανίας, καίγοντας και σκοτώνοντας και κάνοντας άλλα αποτρόπαια εγκλήματα. Εκείνος και η σύζυγος του, η Sevasti Qiriazi-Dako (1871-1949), κατέφυγαν στη Ρουμανία.
Ο Dako έστειλε στις 21 Μαίου 1914 μία αναφορά για όσα πρόλαβε να καταγράψει, στον Aubrey Herbert (1880-1923), αρχή της Αλβανικής Επιτροπής στο Λονδίνο. Στην αναφορά του αυτή καταγράφη το τι συνέβη κατά περιοχές.
Για την περιοχή της Κολόνιας (Kolonjë) λέει ότι στο μουσουλμανικό χωριό Qinam, 55 σπίτια κάηκαν. Ο Murat Zulfo 60 ετών δολοφονήθηκε. Η ανηψιά του 21 ετών, αφού αντέδρασε, της έκοψαν τον λαιμό. Στη Σελενίτσα (Selenicë), όπου 50 σπίτια ήταν μουσουλμανικά και 10 χριστιανικά, οι Έλληνες έκαψαν όλα τα σπίτια των μουσουλμάνων, εκτός από τέσσερα. Ο χριστιανικός πληθυσμός του χωριού εκδιώχθηκε. Όσοι αρνήθηκαν να φύγουν, δολοφονήθηκαν.
Η Zubide Adhem, 40 ετών, και ο Dube Lice Ciko, 75 ετών από την Starjë, δολοφονήθηκαν μέσα στα σπίτια τους. Επίσης, πέντε παιδιά από το χωριό από τότε αγνοούνται. Στο Bezhan, αλβανικό χριστιανικό χωριό, οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό εκδιωγμένοι από τον ελληνικό στρατό. Έμειναν στο χωριό μόνο ελάχιστοι από τους κατοίκους, τρεις οικογένειες και είκοσι ηλικιωμένες γυναίκες. Ο Lazi Dede, ο αδερφός του και ένας άλλος άντρας που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό, δολοφονήθηκαν και τους έκοψαν κομματάκια. Επίσης, δολοφονήθηκαν τρεις γυναίκες και τέσσερα παιδιά, αγνώστων στοιχείων. Στη Zgorovoda με 38 σπίτια, 28 από αυτά χριστιανικά και 10 μουσουλμανικά, τα μουσουλμανικά σπίτια κάηκαν, ενώ ο χριστιανικός πληθυσμός εξαναγκάστηκε σε φυγή. Ένας χριστιανός 55 ετών που αρνήθηκε να εγκαταλείψει το χωριό και 2 μουσουλμάνοι, ο Iljas Maliq, 40 ετών, και ο Nuri Abedin, 25 ετών, σφάχτηκαν.
Στη Starjë, μουσουλμανικό χωριό με 120 σπίτια, κάηκαν τα 100 από αυτά. Η Sadije Lako, 65 ετών, ο Hasan Mustafa, 60 ετών, ο Qinam Iljas, 55 ετών, η σύζυγος του 45 ετών, και η κόρη τους 7 ετών, ο Rexhep Iljas 58 ετών, αδερφός του Qinam Iljas, ο Shaban Latif 40 ετών και η σύζυγος του 35 ετών, οι τρεις κόρες τους, η μία 12 ή άλλη 10 και η άλλη 8 ετών, και ο γιος τους 6 ετών, ο Fejzi Meko 65 ετών, η Lily Ysufi 35 ετών, διανοητικά καθυστερημένη, ο Çaush Beko 45 ετών, δολοφονήθηκαν. Οι δύο κόρες του Çaush Beko, η μία 16 και η άλλη 14 ετών, αγνοούνται...
Παρομοια γεγονόταν έγιναν και στα χωριά Psar, Kodras, Taç i poshtëm, Taç i sipërm, Prodan, Leshnjë, Barmash, Kagjinas, Novoselë, Sanjollas, Radimisht, Kamnik, Benjeza, Rajani, Mesichka, Kurtesi, Orgocka, Lencka, Zharkani, Kardhiq, Zagari, κ.α. Ο Hasan Lulo, 50 ετών, και η μητέρα του 70 ετών, από το Taç i sipërm, η Satliane Kapo, 60 ετών, και ο γιος της Bahtiar Kapo, 25 ετών, από την Qesaraka, σφάχτηκαν.
Παρόμοια συνέβησαν και στα χωριά του Λεσκοβικίου (Leskovik) και του Μπιλίστ (Bilisht). Στο χωριό Nikolicë, ο Keza Mahmut, 47 ετών, ο Hysen Nikolicë, 50 ετών, η Shaban Djelo, 10 ετών, ο Abdul Djelo, 50 ετών, και ο γιος του 4 ετών, δολοφονήθηκαν. Την ώρα μάλιστα που προσπαθούσαν να ξεφύγουν, δολοφνήθηκαν η Batiat Coce, 16 ετών, η Ghulisha Airo Bey, 50 ετών, η Zanipe Feim Bey, 40 ετών, η Qani Bato Bey, 15 ετών, η Nazime Abdul, 40 ετών αλλά και ο γιος της 10 ετών και η νεογέννητη κόρη της, μόλις 40 ημερών, δολοφονήθηκαν. Επίσης, τραυμάτισαν τη Shnike Ismail, 70 ετών κ.α.
Τα ίδια έγιναν και σε χωριά της Πρεμετής (Përmet) και του Σκραπάρ (Skrapar). Στο χωριό Kodra, που σήμερα ανήκει στον νομό Τεπελενίου (rrethi i Tepelenës), οι Έλληνες στρατιώτες προσκάλεσαν όλους τους κατοίκους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να συγκεντρωθούν στην ορθόδοξη εκκλησία χωριού. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, 230 στον αριθμό, οι Έλληνες αξιωματικοί έδωσαν διαταγή στους στρατιώτες να ανοίξουν πυρ με τα πολυβόλα. Όλοι δολοφονήθηκαν, τους έκοψαν τα κεφάλια και τα κρέμασαν στους τοίχους. Ο Στρατηγός De Veer της Ολλανδικής Αποστολής πήγε ο ίδιος του σ’ αυτό το χωριό, και κατέγραψε αυτό το απαίσιο γεγονός.
Η αναφορά αυτή του Kristo Dako βρίσκεται καταγεγραμμένη στο Somerset Heritage Centre, στο Taunton της Μεγάλης Βρετανίας.
Δημοσίευση σχολίου