Οι Γίγαντες γεννήθηκαν από το σώμα της Γης όταν έσταξε πάνω του αίμα από την πληγή του Ουρανού μετά τον ακρωτηριασμό του από τον Κρόνο. Με τον ίδιο τρόπο γεννήθηκαν και οι Ερινύες και οι Μέλιες Νύμφες. Οι Γίγαντες ήταν όντα τρομακτικά και υπερφυσικά. Είχαν μορφή ανθρώπου μα ήταν τρομεροί στην όψη, πελώριοι στο ανάστημα και ακαταμάχητοι στη δύναμη. Το σώμα τους ήταν φολιδωτό και κατέληγε σε ουρά σαύρας. Είχαν πυκνά μαλλιά και μακριά γένια. Στα τριχωτά χέρια τους κρατούσαν μακριά και λαμπερά ακόντια. Μολονότι είχαν θεϊκή καταγωγή ήταν θνητοί ή τουλάχιστον για να σκοτωθούν έπρεπε να χτυπηθούν ταυτόχρονα από ένα θεό και ένα θνητό. Άλλες παραδόσεις έλεγαν ότι κάποιοι από τους Γίγαντες ήταν αθάνατοι όσο πατούσαν στο έδαφος όπου είχαν γεννηθεί. Επικρατέστερο μέρος για τη γέννησή τους είναι η Παλλήνη της Χαλκιδικής, μια περιοχή εξαιρετικά άγρια. |
Η Γη ήταν οργισμένη από την τύχη που είχαν οι Τιτάνες μετά το τέλος της Τιτανομαχίας. Μολονότι είχε βοηθήσει τον εγγονό της με κάθε τρόπο για να επικρατήσει, δεν άντεχε να βλέπει τους γιους και τις κόρες της φυλακισμένους στα Τάρταρα. Έτσι, όταν είδε την τεράστια δύναμη που είχαν οι Γίγαντες, τους ξεσήκωσε σε πόλεμο εναντίον των Ολυμπίων. Ο Δίας και τα αδέρφια του έπρεπε να περάσουν άλλη μια δοκιμασία. Ξέσπασε μια τρομερή μάχη που έμεινε γνωστή με το όνομα Γιγαντομαχία.
Η επίθεση των Γιγάντων μάλιστα έγινε χωρίς καμιά προειδοποίηση. Ξαφνικά οι θεοί του Ολύμπου δέχτηκαν βροχή από βράχους, αναμμένους δαυλούς και ολόκληρα φλεγόμενα δέντρα. Οι Γίγαντες ξερίζωναν τα βουνά και τα τοποθετούσαν το ένα πάνω στο άλλο για να σκαρφαλώσουν στην ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, εκεί όπου ήταν χτισμένα τα θεϊκά παλάτια. Η Γη και ο Ουρανός αναστατώθηκαν. Έγινε σωστή κοσμοχαλασιά: στεριές βούλιαζαν και ποτάμια άλλαζαν πορείες. Οι οροσειρές τραντάζονταν συθέμελα και σαν φύλλα δέντρων έτρεμαν ο Όλυμπος, η Όσσα, το Πήλιο, η Πίνδος, το Παγγαίο και ο Άθως.
Οι θεοί του Ολύμπου ζώστηκαν τα άρματα και ετοιμάστηκαν για πόλεμο. Αρχηγός στο θεϊκό στρατόπεδο ήταν ο Δίας, οπλισμένος όχι μόνο με την αστραπή και τον κεραυνό, όπως στην Τιτανομαχία, αλλά και με την αιγίδα, το δέρμα κατσίκας που είχε πάνω το κεφάλι της Γοργόνας. Η τρομερή μορφή της έσπερνε τον πανικό ή απολίθωνε όποιον την αντίκριζε.
Πλάι του πιστή σύμμαχος η κόρη του η Αθηνά, η θεά των μαχών, που μόλις είχε γεννηθεί πάνοπλη από το τεράστιο κεφάλι του. Φορώντας την πανοπλία της και με το γοργώνειο στο στήθος πολέμησε καλύτερα και από άντρας. Γι' αυτό ο Ζευς (Δίας) ονομάστηκε γιγαντοφόνης και γιγαντολέτωρ και η Αθηνά προσονομάστηκε γιγαντολέτειρα, δηλαδή αυτοί που σκότωσαν τους Γίγαντες. Παραστάτες του Δία ήταν η Νίκη και η φοβερή μάνα της η Στύγα. Πρωτοπαλίκαρά του ήταν ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας και ο Ήφαιστος ,που σε κάποια στιγμή που είδε κουρασμένο τον Ήλιο τον πήρε πάνω στο δικό του άρμα. Μα και οι θεές πρόσφεραν με κάθε τρόπο τη βοήθειά τους, η Ήρα, η Αφροδίτη, η Άρτεμη, η Εκάτη και οι Μοίρες. Μόνο η Δήμητρα δε συμμετείχε στον αγώνα αυτόν γιατί είχε ιδιαίτερη συγγένεια με τη Γη, προστάτευε τους καρπούς που φύτρωναν στο ιερό της χώμα. |
Οι αρχαίοι μυθογράφοι ασχολήθηκαν με τη Γιγαντομαχία και μέσα από τα έργα τους μας περιγράφουν πολλές σημαντικές σκηνές τηςΟ Ηρακλής χτύπησε πρώτα με το τόξο του τον Αλκυονέα. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος από τους Γίγαντες και σύμφωνα με μια παράδοση, ο αρχηγός τους. Ο Αλκυονέας έπεσε κάτω με τρομερό κρότο. Αλλά τη στιγμή που ο ήρωας πανηγύριζε για την επιτυχία του, τον είδε να σηκώνεται πάλι υψώνοντας απειλητικά το τεράστιο κορμί του.
Ήταν μάλιστα έτοιμος να εκτοξεύσει στον Ηρακλή έναν τεράστιο βράχο που βρισκόταν δίπλα του. Ευτυχώς η Αθηνά κατάφερε να τον εμποδίσει. Μετά εξήγησε στον Ηρακλή που ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του, ότι ο Αλκυονέας ήταν αθάνατος όσο πατούσε στο χώμα που τον γέννησε. Τότε ο ήρωας φορτώθηκε στις στιβαρές πλάτες του το Γίγαντα, τον μετέφερε έξω από το πεδίο της Φλέγρας όπου είχε γεννηθεί και τον εξόντωσε τελειωτικά με τα βέλη του. Οι κόρες του, οι Αλκυονίδες, απελπισμένες από το θάνατο του πατέρα τους, ρίχτηκαν στη θάλασσα και μεταμορφώθηκαν σε πουλιά (τις αλκυόνες).
Ο Πορφυρίωνας που φιλοδοξούσε να εξουσιάσει τη Δήλο και τους Δελφούς και η Γη του είχε υποσχεθεί να τον ζευγαρώσει με την Ήβη, την κόρη της Ήρας, παρακολουθούσε την εξόντωση του αδερφού του και όρμησε να εκδικηθεί τον Ηρακλή. Και σίγουρα ο τρομερός Γίγαντας θα καταπλάκωνε μ' ένα βουνό τον ήρωα. Ευτυχώς όμως ο Δίας μηχανεύτηκε ένα κόλπο την τελευταία στιγμή. Διέταξε την Αφροδίτη να κυριέψει το Γίγαντα με ερωτικό πάθος για την Ήρα που βρισκόταν εκεί κοντά. Η Αφροδίτη έστειλε το γιο της τον Έρωτα εναντίον του Πορφυρίωνα και ξαφνικά αυτός αδιαφορώντας για τον Ηρακλή άρχισε να κυνηγάει την Ήρα για να σμίξει μαζί της. Τη στιγμή ακριβώς που είχε συλλάβει τη θεϊκή βασίλισσα και είχε σκίσει τα μεγαλόπρεπα πέπλα της, ο Ηρακλής βρήκε την ευκαιρία να τον εξοντώσει με το βέλος του.
Ανάλογο ρόλο έπαιξε και η ίδια η Αφροδίτη στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας. Σε μια δύσκολη στιγμή που δεκαπέντε Γίγαντες είχαν περικυκλώσει απειλητικά τον Ηρακλή, αυτή μετέφερε με τη θεϊκή δύναμή της τον ήρωα σ' ένα σπήλαιο. Κατόπιν, έδειξε το καταπληκτικό της σώμα στους Γίγαντες. Αυτοί μονομιάς κυριεύτηκαν από ερωτικό πάθος και άρχισαν να τρέχουν πίσω από τη θεά. Η Αφροδίτη τους οδήγησε έτσι στη σπηλιά όπου είχε κρύψει τον Ηρακλή. Επειδή οι Γίγαντες δε χωρούσαν να περάσουν όλοι μαζί την είσοδο της σπηλιάς, έμπαιναν μέσα ένας ένας. Ο Ηρακλής με μεγάλη ευκολία κατάφερε να τους εξοντώσει και τους δεκαπέντε. Η Αθηνά, πολεμική θεά, δεν κατέφυγε σε τέτοια γυναικεία κόλπα. χρησιμοποιώντας το δόρυ και το ακόντιό της πολέμησε αντρίκεια. Στην αρχή πάλευε πολλές ώρες με τον Πάλλαντα. Ο Γίγαντας ήταν τρομερά δυνατός, όμως η Αθηνά χρησιμοποιώντας πολεμικά κόλπα και έξυπνη στρατηγική κατάφερε να τον εξοντώσει. Στη συνέχεια τον έγδαρε και από το δέρμα του κατασκεύασε τη δική της αιγίδα, που την έκανε ατρόμητη.
Ο Εγκέλαδος, όταν είδε το φριχτό τέλος του Πάλλαντα, το έβαλε στα πόδια. Η Αθηνά όμως τον αντιλήφθηκε και τον καταδίωξε. Επειδή δυσκολευόταν να τον φτάσει, άρπαξε τη Σικελία και την πέταξε κατά πάνω του. Το νησί βρήκε το στόχο του και καταπλάκωσε το Γίγαντα. Έτσι εξηγούνταν από τους αρχαίους οι εκρήξεις της Αίτνας, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τα τινάγματα του Εγκέλαδου που ψυχομαχούσε.
Μια παρόμοια περιπέτεια με τον Εγκέλαδο είχε και ο Πολυβώτης. Αυτόν ανέλαβε να τον αντιμετωπίσει ο Ποσειδώνας. Η μάχη μέσα στη θάλασσα ήταν τρομερή. Τεράστια κύματα σηκώθηκαν και κόντευαν να φτάσουν τα παλάτια του Ουρανού, ψηλά στον Αιθέρα. Ο Ποσειδώνας όμως είχε το προνόμιο ότι βρισκόταν στο δικό του χώρο, μέσα στο υγρό του βασίλειο. Με το όπλο που του είχαν χαρίσει οι Κύκλωπες, την τρομερή τρίαινα, κατάφερε να τρυπήσει πολλές φορές το κορμί του Γίγαντα. Το αίμα του κυλούσε ασταμάτητα και κοκκίνισε ολόκληρη τη θάλασσα· μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα τράπηκε σε φυγή. Ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας όμως άρπαξε ένα κομμάτι από την Κω, το πέταξε με μεγάλη δύναμη στον Πολυβώτη και τον πλάκωσε. Το κομμάτι της Κω που καταπλάκωσε το Γίγαντα είναι το γνωστό νησάκι Νίσυρος.Στη Γιγαντομαχία έλαβε μέρος και ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία από τη Λητώ. Πιο γνωστή είναι η μάχη που έδωσε με το Γίγαντα Εφιάλτη. Τα μαγικά του βέλη έπεφταν σαν βροχή πάνω στο τρομερό τέρας. Στην αρχή ο Εφιάλτης έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα. Ο Ηρακλής όμως που είχε μάθει από την Αθηνά όλα τα μυστικά για την εξόντωση των εχθρών, έτρεξε για να βοηθήσει. Ο Εφιάλτης ήταν ένας από τους Γίγαντες για τους οποίους υπήρχε χρησμός ότι θα εξοντωνόταν μόνο αν τους χτυπούσε παράλληλα ένας θνητός και ένας αθάνατος. Έτσι όταν ο Απόλλωνας τόξευσε το αριστερό μάτι του Γίγαντα, ο Ηρακλής σημάδεψε το δεξί. Τότε ο Εφιάλτης, τυφλωμένος και με το αίμα να τρέχει σαν ποτάμι πάνω στα γένια του και το τεράστιο σώμα του, ξεψύχησε. Η Γη για να εκδικηθεί τον Ηρακλή άρχισε από τότε να στέλνει τη μορφή του Εφιάλτη στα όνειρα των θνητών.
Ο Διόνυσος μαζί με τους Σάτυρους έτρεψαν σε φυγή τον Εύρυτο. Ο γιος του Δία τον καταδίωξε και μ' ένα χτύπημα του θύρσου του κατάφερε να σκοτώσει το Γίγαντα. Αλλά η λύσσα του ήταν τόσο μεγάλη ώστε παρακάλεσε τον πατέρα του να τον μεταμορφώσει σε λιοντάρι. Ο Δίας άκουσε το γιο του και έτσι σε λίγο ο Διόνυσος με μορφή λιονταριού κατασπάραξε το νεκρό Εύρυτο. Ο Πελώρεος που είδε το τέλος του αδερφού του βάλθηκε να εκδικηθεί το φονιά. Άρπαξε λοιπόν με μεγάλη ορμή το όρος Πήλιο και το εκτόξευσε ενάντια στον Διόνυσο, τους Σάτυρους και τους Κορύβαντες. Ευτυχώς που ο Άρης παρακολουθούσε τη σκηνή και έπιασε το βουνό στον αέρα. Έτσι γλίτωσε τον Διόνυσο και την παρέα του από βέβαιο θάνατο. Ο Ποσειδώνας στη συνέχεια κυνήγησε τον Πελώρεο και όταν τον είδε να πηδά μέσα στα νερά του Σπερχειού ποταμού για να γλιτώσει, τον χτύπησε με την τρίαινά του και τον σκότωσε.
Τον Ευρυμέδοντα, που σύμφωνα με μια παράδοση ήταν αυτός ο αρχηγός των Γιγάντων, τον σκότωσε ο ίδιος ο Δίας. Και να πώς έγινε η τρομερή πάλη μεταξύ τους: Ο Ευρυμέδοντας ήθελε να σκοτώσει ο ίδιος τον Δία έτσι ώστε σε περίπτωση νίκης των Γιγάντων, να γίνει αυτός ο κυρίαρχος του κόσμου. Έψαχνε λοιπόν μέσα στην αναταραχή τον αρχηγό των Ολυμπίων. Σε κάποια στιγμή διέκρινε τον αστραποβόλο κεραυνό και όρμησε με λύσσα εναντίον του. Η Γη προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει το γιο της. Έτσι έκανε να φυτρώσουν από το σώμα του χιλιάδες δηλητηριώδη φίδια. Ο Ευρυμέδοντας άρχισε μ' όλη του τη δύναμη να χτυπά τον Δία, που όμως προστατευόταν από τη θεϊκή αιγίδα του. Σε κάποια στιγμή ο Δίας κατάφερε να βάλει το πρόσωπο της Γοργόνας μπροστά στα μάτια του Γίγαντα. Τότε αυτός κυριεύτηκε από τρόμο. Ο Δίας έριξε πάνω του τον κεραυνό και σε λίγο το κορμί του τυλίχτηκε στις φλόγες. Κόρη του Ευρυμέδοντα ήταν η Περίβοια, που ζευγαρώθηκε με τον Ποσειδώνα και έφερε στον κόσμο τον Ναυσίθοο, πατέρα του Αλκίνοου, του βασιλιά των Φαιάκων.
Ο Ήφαιστος στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας χρησιμοποιούσε ως όπλα του τα διάφορα υλικά που είχε μέσα στο θεϊκό εργαστήρι του. Επάνω στη φωτιά έλιωνε διάφορα μέταλλα, όπως ατσάλι, σίδερο, χαλκό και πυρακτωμένα τα εκτόξευε στους Γίγαντες. Μ' αυτόν τον τρόπο κατάφερε να εξοντώσει έναν πολύ επικίνδυνο Γίγαντα, τον Μίμαντα. Τη στιγμή που αυτός χτυπιόταν με τον Δία και την Αθηνά και τους είχε φέρει σε δύσκολη θέση, ο Ήφαιστος του έριξε βλήματα πυρακτωμένου σιδήρου. Τότε ο Γίγαντας ένιωσε το κορμί του να ζεματάει, άρχισε να ουρλιάζει, έπεσε κάτω και κυλιόταν απελπισμένα στο έδαφος. Ο Δίας τότε βρήκε την ευκαιρία και τον πλάκωσε μ' ένα βουνό. Από τότε είναι θαμμένος κάτω από το όρος Μίμαντας που βρίσκεται στις Ερυθρές απέναντι από τη Χίο. Ο φτερωτός Ερμής και σ' αυτόν τον πόλεμο χρησιμοποίησε την πονηριά του. Κατέβηκε στον Άδη και ζήτησε από το θείο του, τον μελαψό Πλούτωνα, την κυνέα, που τον έκανε αόρατο. Πέταξε αμέσως πάλι στη χώρα της συμπλοκής και φορώντας το μαγικό κράνος πλησίασε τον Ιππόλυτο. Ο Γίγαντας άρχισε ξαφνικά να βλέπει τεράστιους βράχους να σηκώνονται μόνοι τους από τη γη και να πέφτουν επάνω του. Σε λίγο άρχισε να νιώθει τσιμπήματα, κλοτσιές, γροθιές σ' όλο του το κορμί μα δεν έβλεπε κανέναν να βρίσκεται κοντά του. Τότε νόμισε πως τρελάθηκε από την οχλαγοή και τους κρότους και τράπηκε μόνος του σε φυγή. Ο Ερμής τον κυνήγησε και κατάφερε με μεγάλη ευκολία να τον αποτελειώσει.
Αλλά και οι υπόλοιπες θεές που πήραν μέρος στη Γιγαντομαχία κατάφεραν να δώσουν ένα χέρι βοήθειας στους βασικούς πρωταγωνιστές. Έτσι, η Εκάτη κατάφερε ρίχνοντας αμέτρητους αναμμένους δαυλούς να εξοντώσει τον Κλυτία. Αυτός δεν προλάβαινε να αποφύγει τον έναν και αμέσως έφτανε ο άλλος δαυλός. Σε κάποια στιγμή που άφησε ελεύθερα τα χέρια του για να ξεκουραστούν, η Εκάτη του πέταξε μια βροχή αναμμένους δαυλούς. Ο Γίγαντας τυλίχτηκε στις φλόγες χωρίς να προλάβει ν' αντιδράσει. Έτσι βρήκε φριχτό θάνατο. Επίσης, η Άρτεμη, η θεά του κυνηγιού, ρίχνοντας τα θεϊκά βέλη της σκότωσε τον Γρατίωνα. Τέλος, οι Μοίρες, οι κόρες του Δία, στάθηκαν στο πλευρό του εξοπλισμένες με τα χάλκινα ρόπαλά τους. Αυτές σκότωσαν τον Άγριο και τον Θέοντα. Ο φοβερός Αδαμάστορας βλέποντας τον έναν πίσω από τον άλλο τους αδερφούς του να εξουδετερώνονται από τους Ολύμπιους, σε μια τελευταία προσπάθεια διαφυγής από τη μοίρα άρπαξε ολόκληρη την οροσειρά της Ροδόπης και την έριξε καταπάνω τους. Ο Ήλιος που περνούσε εκείνη την ώρα με το άρμα του, την τελευταία στιγμή κατάφερε ν' αλλάξει την πορεία των βουνών και έσωσε τους θεούς. Τότε αυτοί είδαν πως δεν ήταν εύκολο να τα βγάλουν πέρα με τον αδάμαστο Αδαμάστορα, παρά μόνον εάν ένωναν όλοι μαζί τις δυνάμεις τους. Όρμησαν λοιπόν επάνω του ο Δίας, ο Άρης, ο Ερμής, ο Απόλλωνας, ο Ήφαιστος και μαζί ο Ηρακλής και ο Διόνυσος και μετά από πολλές ώρες πάλης κατάφεραν να τον εξοντώσουν.
Όλους τους υπόλοιπους Γίγαντες τους ξέκανε με τον κεραυνό του ο Δίας και με τα βέλη του ο Ηρακλής. Όταν πια τους εξόντωσαν όλους, οι θεοί κάθισαν να ξαποστάσουν χαρούμενοι για τη νίκη τους. Αμέσως μετά άρχισαν να τακτοποιούν τα θεϊκά τους παλάτια που σχεδόν είχαν καταστραφεί ύστερα από τέτοια κοσμοχαλασιά.
Μετά από χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι συνέχιζαν να βρίσκουν μέσα στη γη κόκαλα από σκοτωμένους Γίγαντες. Έδειχναν βράχους που είχαν εκσφενδονίσει αυτοί ή οι θεοί, όπως ένα βράχο στη Λυκαονία, που έλεγαν πως τον είχε ρίξει ο Δίας· νησιά σαν τη Νίσυρο, τη Λήμνο και την Πορφυριώνη στην Προποντίδα· βουνά σαν τον Μίμαντα και ηφαίστεια σαν το Βεζούβιο και την Αίτνα που κρατούσαν στα σπλάχνα τους τους Γίγαντες. Άλλοι ιστορούν πως επίτηδες η Γη με στοργή είχε θάψει τους γιους της βαθιά κάτω από τα βουνά ή πως είχε μεταμορφώσει τους ίδιους σε βουνά
πηγήhttp://www.mythologia.8m.com/gigantomahia2.html
============
καί μιά ιδιαίτερη μνεία γιά τούς δίδυμους Αλωάδες
ΑΛΩΑΔΕΣ
Στην ελληνική μυθολογία με το γενικό όνομα Αλωάδες (Αλωάδαι ή Αλωίδαι) είναι γνωστοί οι δύο γιοί του Αλωέα και της Ιφιμεδείας (κόρης του αδελφού του Αλωέα, του Τρίοπα): ο Εφιάλτης και ο `Ωτος. Αυτό σύμφωνα με την Ιλιάδα (ραψωδία Ε, στίχος 385) και άλλες πηγές. Ωστόσο, ο Υγίνος (Fabulae 25) και η Οδύσσεια (λ 305-319) αναφέρουν τους Αλωάδες ως γιους του θεού Ποσειδώνα και της Ιφιμεδείας, καθώς η Ιφιμέδεια είχε ερωτευθεί τρελά τον θεό της θάλασσας και πηγαίνοντας στην ακροθαλασσιά έπαιρνε νερό και το έχυνε στον κόλπο της για να μείνει έγκυος. Σε κάθε περίπτωση ο Ποσειδώνας ήταν πρόγονος των Αλωαδών, αφού ο Αλωέας ήταν γιος του Ποσειδώνα. Σύμφωνα με όλες τις πηγές πάντως, οι Αλωάδες ανατράφηκαν από τον Αλωέα σαν δικά του παιδιά.
Οι δύο Αλωάδες αναφέρονται ως τεράστιοι γίγαντες και ήρωες: τα υπερφυσικά αυτά όντα μεγάλωναν κάθε χρόνο μια οργιά στο ύψος και έναν πήχυ στο πλάτος: σε ηλικία 9 ετών είχαν ύψος 9 οργιές (δηλαδή πάνω από 15 μέτρα) και πλάτος 9 πήχεις. Η δύναμή τους ήταν τόση, ώστε κάποτε έδεσαν και κράτησαν επί 13 μήνες αιχμάλωτο τον ίδιο τον θεό του πολέμου, τον `Αρη, μέσα σε ένα μεγάλο χάλκινο δοχείο: «και τότε ο πολεμόδιψος ο `Αρης θα εχανόταν, / η μητρυιά του αν του Ερμή δεν το 'λεγεν, η ωραία / Ηεριβοίη. Κι έκλεψεν αυτός τον `Αρη, οπόταν / εκόντευε ο σκληρός δεσμός να πάρει την πνοήν του.» (Ιλιάδα, Ε 388-391).
Ο θάνατος των Αλωαδών
Υπερηφανευόμενοι για τις τεράστιες διαστάσεις και δυνάμεις τους, οι Αλωάδες πήραν στο τέλος την απόφαση να καταβάλουν τον Δία και τους άλλους θεούς του Ολύμπου και να ανεβούν από τον `Ολυμπο μέχρι τα ουράνια. Μετά την επιτυχία του σχεδίου τους είχαν σκοπό να πάρουν για γυναίκες τους ο `Ωτος τη θεά `Ηρα και ο Εφιάλτης τη θεά Αρτέμιδα (ή κατ' άλλους να επιβουλευθούν μόνο την τιμή τους - Απολλόδ. Α΄ 7, 4). Προς εκτέλεση του σχεδίου να φθάσουν στον ουρανό, οι Αλωάδες επεχείρησαν να βάλουν το βουνό Όσσα πάνω στον `Ολυμπο και πάνω σε αυτά το Πήλιο, ενώ παράλληλα άρχισαν να ρίχνουν άλλα βουνά στη θάλασσα για να την κάνουν ξηρά. Κατά τον `Ομηρο θα πετύχαιναν ασφαλώς τον σκοπό τους αν περίμεναν να φθάσουν στην εφηβεία. Αλλά βιάστηκαν και γι' αυτό ο Απόλλων πρόφθασε και τους σκότωσε με τα βέλη του. Σύμφωνα με μία παραλλαγή, τα δύο αδέλφια σκοτώθηκαν στη Νάξο μόνα τους με τα τόξα τους, καθώς η `Αρτεμις σε κάποιο κυνήγι τους, για να τους εκδικηθεί για την ιταμή και αυθάδη καυχησιολογία τους να επιβουλευθούν την τιμή της, πήρε τη μορφή ελαφιού και πέρασε ανάμεσά τους, οπότε εκείνοι, προσπαθώντας να τη σκοτώσουν εξοντώθηκαν μεταξύ τους. Λέγεται ακόμα ότι μετά τον θάνατό τους οι Αλωάδες καταδικάσθηκαν στον Κάτω Κόσμο να βασανίζονται αιώνια για την ανάρμοστη στάση τους απέναντι στους θεούς: δέθηκαν σε ένα στύλο πλάτη με πλάτη και τυλίχθηκαν στα μέλη τους φίδια τα οποία τους δάγκωναν, ενώ ένας νυχτοκόρακας (= ώτος) έκραζε στα αυτιά τους με μια εκνευριστική και διαπεραστική φωνή!
Το πελώριο ανάστημα και τα παράτολμα εγχειρήματα των Αλωαδών ενάντια ακόμα και στους θεούς, κατέπλησσαν τη φαντασία των αρχαίων και προκαλούσαν τον θαυμασμό αλλά και τον τρόμο τους. Ο Πλίνιος γράφει (Naturalis Historia, VI 16.1) ότι κατά την παράδοση βρέθηκε το πτώμα του `Ωτου και ήταν 64 πήχεις!
Οι «πολιτισμένοι» Αλωάδες
Σε άλλα μυθολογικά κείμενα οι Αλωάδες, εκτός από τη σχέση που έχουν με τα Τέμπη και τα βουνά τους, παρουσιάζονται και ως φιλειρηνικά πρόσωπα, που ασχολούνται και με έργα ειρήνης, πολιτισμού και μουσικής. Εμφανίζονται έτσι ως οι πρώτοι οικιστές του Αλώιου ή Αλώου και ρυθμιστές των τύπων της λατρείας του τόπου εκείνου. Επίσης, σύμφωνα με τον Παυσανία, συνδέονταν με τον Ελικώνα, όπου πιστευόταν ότι υπήρξαν οι εισηγητές της λατρείας των Μουσών, όχι των εννέα, αλλά τριών προγενέστερων: της Μελέτης, της Μνήμης και της Αοιδής. Οι Αλωάδες θεωρούνταν ακόμα ως οικιστές της `Ασκρης και συνιδρυτές της μαζί με τον Οίοκλο, γιο του Ποσειδώνα. Αυτή η αντίθεση στον χαρακτήρα γέννησε πολλές υπόνοιες για την ακρίβεια των μύθων: Πολλοί πιστεύουν ότι άλλοι ήταν οι γίγαντες Αλωάδες και άλλοι οι ήρωες του Ελικώνα, οι φιλειρηνικοί και φιλόμουσοι. Απλώς είχαν τα ίδια ονόματα, πρόκειται δηλαδή περί συνωνυμίας.Οι Αλωάδες στη θρησκεία και στην τέχνη
Πολλοί αρχαίοι καλλιτέχνες εμπνεύσθηκαν από τους Αλωάδες. Σε αυτό συνέτεινε πολύ και η λατρεία των Αλωαδών σε κάποια μέρη της Ελλάδας ως θεοτήτων και η απόδοση σε αυτούς τιμών ηρώων. Π.χ. στην Ανθηδόνα της Βοιωτίας κατά τον Παυσανία τους τιμούσαν ως ήρωες και μάλιστα έδειχναν στους επισκέπτες τον «τάφο» τους. Στη Νάξο βρέθηκε επιγραφή που όριζε τα όρια ιερού άλσους που συνδεόταν με ναό των Αλωαδών.Οι καλλιτέχνες που εμπνεύσθηκαν από τους Αλωάδες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους των κλασικών χρόνων, που δεν τους παρίσταναν με υπερμεγέθη σώματα και τερατώδεις, αλλά με αρμονικές αναλογίες και ωραίους στη όψη, και σε εκείνους που τους απεικόνιζαν σύμφωνα με τις περιγραφές των μύθων και των ποιητών.
Από τις γλυπτές απεικονίσεις των Αλωαδών σώθηκαν ελάχιστες. Μία από αυτές είναι μετόπη ναού του Σελινούντα, στη Σικελία. Σε αυτή παριστάνεται η μάχη του `Ωτου με την `Αρτεμι (R. Ronchete, 1841: Journ.des Sav., p.749). Από τις αγγειογραφίες τους αντιθέτως σώθηκαν αρκετές, με ωραιότερες τη μάχη του Απόλλωνα με τον Εφιάλτη σε αγγείο του Αρχαιολογικού Μουσείου του Βερολίνου, και την παράσταση στον αμφορέα του Αρχαιολογικού Μουσείου της Βιέννης. Στην τελευταία παριστάνεται στη μία όψη ο Ποσειδώνας να καταβάλλει τον Εφιάλτη, ο οποίος φορά πανοπλία, ενώ στην άλλη όψη ο `Ωτος που τρέχει σε βοήθεια του αδελφού του. Μία γενική ξεχωριστή τάση είναι να απεικονίζεται το κάτω μέρος του σώματος των Αλωαδών σαν σώμα φιδιού. Οι μάχες τους κατά των ολυμπίων θεών ανανεώνουν την εικαστική παράδοση της Τιτανομαχίας.
Τι συμβολίζουν οι Αλωάδες
Μία ερμηνεία κατά τους ερευνητές είναι ότι οι Αλωάδες προσωποποιούν τους ατμούς που γεννά η θάλασσα (Ποσειδώνας), οι οποίοι αναπτύσσονται και παίρνουν ταχύτατα τη μορφή γιγάντιων και τερατόμορφων νεφών, αλλά ζουν πολύ λίγο, καθώς σύντομα διαλύονται από τα τόξα του θεού του ηλιακού φωτός, του Απόλλωνα. Σχετίζεται δηλαδή ο μύθος των Αλωαδών με την πάλη των Τιτάνων με τους ολύμπιους θεούς, των όντων της καταιγίδας προς τους θεούς του φωτός, όπως και με τον μύθο της πάλης του Ηρακλή (ηλιακού ήρωα) με τους Ακτορίωνες ή τους Μολίωνες, που προσωποποιούν τους δαίμονες της αστραπής και της βροντής.Το ότι η πόλη Αλώιο βρισκόταν στον χώρο του εύφορου θεσσαλικού κάμπου, πράγμα που φανερώνει την ευρεία διάδοση του μύθου των Αλωαδών εκεί, έδωσε μία άλλη ερμηνεία του: ότι πρόκειται για μία αλληγορία της γεωργίας. Αλωέας (Αλωεύς) σημαίνει εκείνον που αλωνίζει, `Ωτος εκείνον που ωθεί, κτυπά ή πατάει, και Εφιάλτης (επί + άλτης) αυτόν που «πηδά πάνω» στα σταφύλια ή στα στάχυα-σιτηρά. Εξηγείται έτσι και η έχθρα των Αλωαδών προς τον `Αρη, αφού ο πόλεμος (= `Αρης) καταστρέφει τη γεωργία, ενώ η επιχείρησή τους κατά του ουρανού θεωρείται ως αποτέλεσμα της υπεροψίας του ανθρώπου μετά την ευημερία που του προσέφερε η γεωργία
.πηγή Βικιπαιδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου