γράφει ο Ανδρέας Ιωάννου Κασσέτας
ΟΙ ΑΝΕΜΟΙ ΕΧΟΥΝ ΟΝΟΜΑΤΑ
οι ΟΚΤΩ του ανεμολόγιου
οι ΟΚΤΩ του ανεμολόγιου
Οι σημάντορες άνεμοι που ιερουργούν που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται
Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής, ο Πουνέντες,
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται
Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής, ο Πουνέντες,
ο Γραίγος, ο Σιρόκος, η Τραμουντάνα, η Όστρια
Οδυσσέας Ελύτης, "Δοξαστικόν" του Άξιον Εστί:
1. ο ΒΟΡΙΑΣ και ο ΝΟΤΙΑΣ
Του μικρού βοριά παράγγειλα, να 'ναι καλό παιδάκι.
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα και το παραθυράκι.
Οδυσσέας Ελύτης
Όταν οι μεγάλες τιμές βαρομετρικής πίεσης βρίσκονται στα βόρεια του σημείου που βρισκόμαστε, τον άνεμο που θα γεννηθεί οι ναυτικοί τον λένε ΤΡΑΜΟΥΝΤΑΝΑ, λέξη με γιαγιά βενετσιάνα που εκτοπίζει την ελληνίδα ΒΟΡΙΑΣ στην καραβίσια γλώσσα. Ωστόσο η «Βοριάς» διατηρείται ζωντανή στη γλώσσα των βοσκών, των γεωργών και των ανθρώπων της πόλης. Φυσάει κυρίως τον χειμώνα είναι ο ισχυρότερος από τους άλλους επτά που σχετίζονται με σημεία του ορίζοντα. Οι ποιητές συγκινούνται συνήθως από την έντασή του,
ΒΟΡΙΑΣ χτυπάει την πόρτα μου και στην ψυχή μου αγιάζι
και στα πικρά τα μάτια μου στιγμή στιγμή βραδιάζει Δημήτρης Χριστοδούλου, στίχος σε τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη
ενώ ο Γιάννης Τσαρούχης στο δικό του
« Ανεμολόγιο» τον φαντάζεται σε ηλικία ωριμότητας με γκρίζα γενειάδα και έτσι τον ζωγραφίζει.
Καμιά φορά που δεν είναι τόσο ισχυρός οι στεριανοί τον λένε βοριαδάκι.
Όταν οι μεγάλες τιμές βαρομετρικής πίεσης βρίσκονται στα νότια του σημείου που βρισκόμαστε, τον άνεμο που θα γεννηθεί οι ναυτικοί τον λένε ΟΣΤΡΙΑ, λέξη με γιαγιά βενετσιάνα που εκτοπίζει την ελληνίδα ΝΟΤΙΑΣ στις συζητήσεις πάνω στο καράβι. Ωστόσο στη γλώσσα των στεριανών η «Νοτιάς» διατηρείται. Για τους στεριανούς της νότιας Ευρώπης ο Νοτιάς είναι υγρός μπορεί να φέρει και τη βροχή και εάν συμβεί να είναι «μαλακός» προσφέρει έως και απόλαυση.
οξειδώθηκα μες στον ΝΟΤΙΑ των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.
Οδυσσέας Ελύτης
Ο Γιάννης Τσαρούχης τον φαντάζεται νεαρό και αμούστακο να κρατάει πήλινο δοχείο νερού και να το αδειάζει.
2. ΛΕΒΑΝΤΕΣ και ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ
Ο ανατολικός άνεμος που έρχεται από την ανατολή είναι για τους ναυτικούς ΛΕΒΑΝΤΕΣ. Η λέξη, με λατινική καταγωγή, την χρησιμοποιούσαν Τζενοβέζοι και Βενετσιάνοι, έχει σε μεγάλο βαθμό υιοθετηθεί και από τους Έλληνες, εκτοπίζοντας μέχρι ενός σημείου την ελληνικής καταγωγής Απηλιώτης.
Ο δυτικός άνεμος, στη γλώσσα των ναυτικών είναι ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ, όπως λέει και ο καπετάν Γρηγόρης. Η λέξη, με λατινική καταγωγή, την χρησιμοποιούσαν Τζενοβέζοι και Βενετσιάνοι, έχει λιγότερο περάσει στους στεριανούς Έλληνες οι οποίοι συνήθως προτιμούν την ελληνικής καταγωγής ΖΕΦΥΡΟΣ.
3. ΓΡΕΓΟΣ και ΓΑΡΜΠΗΣ.
Ο Βορειοδυτικός άνεμος στη γλώσσα των ναυτικών είναι ΓΡΕΓΟΣ. Για τους Βενετσιάνους που ταξίδευαν στη Μεσόγειο ήταν άνεμος grego «ερχόταν» δηλαδή από τη χώρα των Γραικών, την Ελλάδα. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας ο ίδιος άνεμος λέγεται ΜΕΣΗΣ.
Ο Νοτιοανατολικός άνεμος στη γλώσσα των ναυτικών είναι ΓΑΡΜΠΗΣ, λέξη καταγόμενη από βενετσιάνικο garbin. Για τους στεριανούς Έλληνες είναι ΛΙΒΑΣ, λέξη με γιαγιά στην αρχαία Ελλάδα.
4. ΜΑΪΣΤΡΟΣ και ΣΟΡΟΚΟΣ.
Ο Βορειοανατολικός άνεμος για τους ναυτικούς έχει το όνομα ΜΑΪΣΤΡΟΣ. Η λέξη, λατινικής καταγωγής, συχνά αναφερόμενη και ως μαϊστράλι έχει κυριαρχήσει, και στην καθημερινή ζωή εκτοπίζοντας σε μεγάλο βαθμό την αρχαιοελληνική ΣΚΙΡΩΝ,
ενώ διατηρείται και ως μία από τις αγαπημένες στην ποίηση και στο τραγούδι.
και ο άλλος μαΐστρος με τ' απάνω του αψηλό μπογάζιΟδυσσέας Ελύτης
Κι όταν φυσάει το μαϊστράλι αγκαλιαστοί κι αγάλι αγάλι
με το καράβι των ονείρων το τρελό θα ρίξουμ' άγκυρα στης λήθης το γιαλό
( παλιό τραγούδι, που άρεσε στη γιαγιά )
Ο νοτιοδυτικός άνεμος για τους ναυτικούς είναι ο ΣΙΡΟΚΟΣ. Τον λένε και Σορόκο. Για τον ίδιο άνεμο διατηρείται στην ελληνική γλώσσα και η λέξη ΕΥΡΟΣ, αλλά την Σορόκο την προτιμούν οι ποιητές.
Ο Νίκος Καββαδίας, ναυτικός και ποιητής ταυτόχρονα,
μας έχει δώσει εκείνο το εκπληκτικό
«ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΤΑ ΚΥΒΕΡΝΟΥΣΕ ΣΟΡΟΚΑΔΑ»
Τη νύχτα σου’ πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε ΣΟΡΟΚΑΔΑ
κι όλο μουρμούριζες βραχνά : ''Φάλτσο η πορεία...
CAMBAY'S WATER, Πούσι, Νίκος Καββαδίας
β. Όταν η στεριά συναντά τη θάλασσα.
ο ΜΠΑΤΗΣ
Στο Παλαιό Φάληρο, όπως και σε κάθε παραθαλλάσιο τόπο, φυσάει και ΜΠΑΤΗΣ, άνεμος που κάνει συχνά την εμφάνισή του σε τραγούδια και σε ποιήματα
Στο Παλαιό Φάληρο, όπως και σε κάθε παραθαλλάσιο τόπο, φυσάει και ΜΠΑΤΗΣ, άνεμος που κάνει συχνά την εμφάνισή του σε τραγούδια και σε ποιήματα
Ο ΜΠΑΤΗΣ με το διάφανό του φύσημα Γέρνει πανί του ονείρου Μακριά
Έρωτας την υπόσχεσή του μουρμουρίζει Φλοίσβος
Οδυσσέας Ελύτης
Φυσάει ο ΜΠΑΤΗΣ φυσάει τ’ αγέρι τρελό μικρό μου δικό μου ταίρι
Τραγούδι αγαπημένο του κάποτε
Η ΦΥΣΙΚΗ. Το νερό έχει πολύ μεγαλύτερη ειδική θερμότητα από το γήινο έδαφος, κι αυτό θα πει ότι μια μάζα εδάφους ζεσταίνεται πιο εύκολα από ίσης μάζας ποσότητα νερού. Εξ άλλου η ηλιακή ακτινοβολία όταν πέφτει στο γήινο έδαφος απορροφάται σε μεγάλο βαθμό, ενώ φθάνοντας στην επιφάνεια της θάλασσας διεισδύει σε μεγάλο βάθος μέσα στο νερό. Κατά το κύλημα, λοιπόν, της μέρας η στεριά θερμαίνεται πιο γρήγορα από τη θάλασσα με συνέπεια να θερμαίνεται πιο γρήγορα και ο αέρας που υπάρχει πάνω της . Ο αέρας συνεπώς πάνω από τη στεριά αποκτά μικρότερη πίεση από τον αέρα πάνω από τη θάλασσα με αποτέλεσμα να δημιουργείται ροή αέρα από τη θάλασσα προς τη στεριά. Είναι η θαλάσσια αύρα που οι Έλληνες τη λένε ΜΠΑΤΗ.
γ. Οι άνεμοι και οι εποχές
Το ΜΕΛΤΕΜΙ
Ο Έρωτας. Το Αρχιπέλαγο.
Και η αμεριμνησία των μελτεμιών τουΟδυσσέας Ελύτης, ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ
Μελτέμι κυκλαδίτικο σε φέρνει πάλι πίσω
πως θελα να 'μουν θεός για να σε συγκρατήσω
( κυκλαδίτικο)
Μελτέμι μου μη σταματάς όπου φυσάς θα πάω
εσύ είσαι αυτό που έψαχνα γι’ αυτό και σ’ αγαπάω
Το μελτέμι, λέξη τουρκικής καταγωγής, εμφανίζεται συχνά στα θερινά λεξιλόγια των ανθρώπων του Αιγαίου. Είναι άνεμος βορειοδυτικός που πνέει τους μήνες του καλοκαιριού – μέχρι και αρχές του φθινόπωρου – σε όλο σχεδόν το Αιγαίο. Οι αρχαίοι έλληνες τον έλεγαν «ετήσιο» και η σύγχρονη αγγλική λέξη για τους εποχικούς αυτούς ανέμους είναι Etesians.Είναι άνεμοι ψυχροί που δροσίζουν ευχάριστα το αιγαιοπελαγίτικο καλοκαίρι μολονότι επιβάλλουν ενίοτε και «απαγορευτικό» σε δρομολόγια μικρών σκαφών κυρίως.
Δημιουργούνται από ένα μεγάλο σύστημα υψηλών πιέσεων στα Βαλκάνια, βόρεια της Ελλάδας, και ένα σύστημα χαμηλών πιέσεων στην Μικρά Ασία.
δ. Το γήινο ανάγλυφο
ο ΒΑΡΔΑΡΗΣ της Θεσσαλονίκης
Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε
Ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας
Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα
Στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας
Ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας
Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα
Στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας
Νίκος Παπάζογλου
Φύσηξε τρελός Βαρδάρης
κάνει κρύο δυνατό
μη δακρύζεις κι αμφιβάλλεις
σαν Θεό μου σ’ αγαπώ
Κώστας Βίρβος
( τραγούδι του Μίμη Πλέσσα)
Φύσαγε βαρδάρης, στην Θεσσαλονίκη
και δεν είχα φράγκο, ούτε για το νοίκι
Κώστας Βίρβος
( τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα)
Με το ίδιο όνομα το ΠΟΤΑΜΙ και ο ΑΝΕΜΟΣ. 700 περίπου χρόνια μετά τον Χριστό, σε εποχή Βυζαντινής αυτοκρατορίας οι μογγόλοι Βαρδάροι εισβάλλουν στην κοιλάδα του Αξιού για να εγκατασταθούν τελικά εκεί, καλλιεργώντας εδάφη που τους παραχωρήθηκαν. Γρήγορα αφομοιώθηκαν από τους ντόπιους πληθυσμούς αλλά άφησαν τη λέξη Βαρδάρης ως συμπληρωματικό όνομα του ποταμού Αξιού – σε σύγχρονες σλαβικές γλώσσες, ο ποταμός λέγεται Вардар Βαρδάρ - αλλά και στο όνομα του τοπικού ανέμου ο οποίος έπνεε και εξακολουθεί να πνέει στην περιοχή.
Ο Βαρδάρης κάνει περιοδικά την εμφάνισή του στη Θεσσαλονίκη ως ένας ξηρός βοριάς – ή βορειοδυτικός άνεμος – μεγάλης ταχύτητας. Η εμφάνισή του στη Θεσσαλονίκη σχετίζεται και με το γήινο ανάγλυφο της περιοχής. Προέρχεται από το υψίπεδο των Σκοπίων και εισβάλλει στην ελληνική περιοχή από το άνοιγμα ανάμεσα στα βουνά Πάικο και Μπέλες. Διαρκεί δύο περίπου ημέρες και ενίοτε και τρεις έως τέσσερεις, αλλά κάνει αρκετές εμφανίσεις κατά τη διάρκεια της χρονιάς
ο ΛΙΒΑΣ που «καίει τα σπαρτά»
Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν
σαν το ΛΙΒΑ που καίει τα σπαρτά
( το λέγαμε στο στρατό ως εμβατήριο)
Ο Λίβας, ένας από τους οκτώ του ανεμολόγιου, στο ελλαδικό ανάγλυφο είναι άνεμος ισχυρός αλλά πριν απόλα ξηρός και θερμός. Η «γέννησή» του σχετίζεται με το ανάγλυφο της περιοχής. Αναπτύσσεται στην υπήνεμη πλευρά ενός ορεινού όγκου όταν ο ατμοσφαιρικός αέρας αναγκαστεί να υπερπηδήσει τον ορεινό αυτό όγκο.
Κατά την ανύψωσή τους στην προσήνεμη πλευρά, οι αέριες μάζες, εκτονώνονται αδιαβατικά και ψύχονται . Τα νέφη που σχηματίζονται δίνουν, συνήθως, βροχή κι ελευθερώνονται έτσι μεγάλα ποσά υδρατμών. Στη συνέχεια, ο σχεδόν χωρίς υδρατμούς αέρας που ξεπερνά τις κορυφές των ορεινών όγκων κατεβαίνει στην υπήνεμη πλευρά, συμπιέζεται αδιαβατικά και θερμαίνεται για να φθάσει έτσι θερμός και πολύ ξηρός στα χαμηλά υψόμετρα.
Κατά την ανύψωσή τους στην προσήνεμη πλευρά, οι αέριες μάζες, εκτονώνονται αδιαβατικά και ψύχονται . Τα νέφη που σχηματίζονται δίνουν, συνήθως, βροχή κι ελευθερώνονται έτσι μεγάλα ποσά υδρατμών. Στη συνέχεια, ο σχεδόν χωρίς υδρατμούς αέρας που ξεπερνά τις κορυφές των ορεινών όγκων κατεβαίνει στην υπήνεμη πλευρά, συμπιέζεται αδιαβατικά και θερμαίνεται για να φθάσει έτσι θερμός και πολύ ξηρός στα χαμηλά υψόμετρα.
Για πολλά από τα φυτά του πλανήτη μας ο αέρας αποτελεί μια μηχανή του σεξ. Το σιτάρι, το κριθάρι, το καλαμπόκι, τα ένα σωρό λουλούδια και όχι μόνο για να μεγιστοποιήσουν τις πιθανότητες επικονίασης διασπείρουν τη ΓΥΡΗ τους και ο πιο άμεσος τρόπος είναι να την εναποθέσουν στον αέρα. Και αυτό συμβαίνει σε πάνω από τα εννέα δέκατα της χλωρίδας του πλανήτη Γη. Τα ανεμόφυλλα φυτά παράγουν εκπληκτικές ποσότητες γύρης – ένας θύσανος αραβοσίτου παράγει έως και 5 εκατομμύρια κόκκους γύρης και ένα απλό φύσημα του ανέμου είναι ικανό να μεταφέρει την πανάλαφρη ΓΥΡΗ μισό χιλιόμετρο μακριά μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, μια ταχύτητα υπερηχητική. Η γύρη ταξιδεύει έτσι δεκάδες χιλιόμετρα σε ψάχνοντας για ταίρι. Για όσα ζουν στο βόρειο ημισφαίριο ο ΜαρτιοΑπρίλιος είναι εποχή που η ιεροτελεστία συντελείται με μεγάλους ρυθμούς .
Γλώσσες του κόσμου
Οι Έλληνες λένε αέρας και άνεμος, οι αγγλόφωνοι air και wind στην αγγλική,
Για τους Τούρκους ο αέρας είναι hava, χαβά – τη λέξη τη χρησιμοποιούν μεταφορικά και οι Έλληνες. Για τον άνεμο λένε rüzgar , ενώ στην αλβανική ο αέρας είναι αγέρ ajër, και ο άνεμος era. Από κει και πέρα
ΣΕ ΓΛΩΣΣΕΣ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ
air, vent στη γαλλική aire, viento στα ισπανικά aria, vento στα ιταλικά
ar, vento λένε οι Πορτογάλοι aer, vânt οι Ρουμάνοι
ΣΕ ΓΛΩΣΣΕΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ
Luft, Wind στα γερμανικά lucht, wind, ολλανδικά luft vind σουηδικά
luft vind δανέζικα air vind νορβηγικά
ΣΕ ΓΛΩΣΣΕΣ ΣΛΑΒΙΚΕΣ Με λατινική γραφή
powietrze , wiatr πολωνικά vzduchu, vítr τσέχικα
zrak, vjetar κροάτικα zraka, veter σλοβένικα
Με κυριλλική γραφή
воздуха, ветер ρώσικα въздух, вятър βουλγάρικα ваздух, вјетар σέρβικα
ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ
levegő, szél ουγγρικά ilmassa, tuuli φιλανδικά
Έβλεπε τον άνεμο να εισχωρεί στη γλώσσα και να την οδηγεί σε μεταφορές. Του άρεσε το ΠΟΙΟΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΕΜΟΣ Σ’ ΕΦΕΡΕ καθώς και το ΘΑ ΣΠΕΙΡΕΙ ΑΝΕΜΟΥΣ ΚΑΙ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ ΘΥΕΛΛΕΣ, το ΑΝΕΜΟΜΑΖΩΜΑΤΑ και ΑΝΕΜΟΣΚΟΡΠΙΣΜΑΤΑ το υπονοούμενο της ταινίας ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ – Gone by the WIND – καθώς και της Ο Άνεμος Χορεύει Το Κριθάρι The Wind That Shakes the Barley
και πάνω απόλα εκείνο το
Blowin' In The Wind του Bob Dylan
How many roads must a man walk down Before you call him a man?
Yes, 'n' how many seas must a white dove sail Before she sleeps in the sand?
Yes, 'n' how many times must the cannon balls fly Before they're forever banned?The answer, my friend, is blowin' in the wind, The answer is blowin' in the wind.
Yes, 'n' how many seas must a white dove sail Before she sleeps in the sand?
Yes, 'n' how many times must the cannon balls fly Before they're forever banned?The answer, my friend, is blowin' in the wind, The answer is blowin' in the wind.
How many years can a mountain exist Before it's washed to the sea?
Yes, 'n' how many years can some people exist Before they're allowed to be free?
Yes, 'n' how many years can some people exist Before they're allowed to be free?
Yes, 'n' how many times can a man turn his head, Pretending he just doesn't see?The answer, my friend, is blowin' in the wind, The answer is blowin' in the wind.
How many times must a man look up Before he can see the sky?
Yes, 'n' how many ears must one man have Before he can hear people cry?
Yes, 'n' how many deaths will it take till he knows That too many people have died?The answer, my friend, is blowin' in the wind, The answer is blowin' in the wind.
Yes, 'n' how many ears must one man have Before he can hear people cry?
Yes, 'n' how many deaths will it take till he knows That too many people have died?The answer, my friend, is blowin' in the wind, The answer is blowin' in the wind.
Οι έλληνες ποιητές απέναντι στον ΑΝΕΜΟ αφουγκράζονται τα υγρά που του λείπουν και συχνά προτιμούν να τον λένε ΑΕΡΑΚΙ που φυσά ή ΑΓΕΡΑ .
Κι αν ο ΑΓΕΡΑΣ φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσιαΓιώργος Σεφέρης
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ' τα κυπαρίσσιαΓιώργος Σεφέρης
Το 'δερνε ΑΓΕΡΑΣ κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Τάσος Λειβαδίτης
Φύσα αεράκι, φύσα με, μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω στην Κρήτη μια κορφή, που έχω μανούλα κι αδελφή
Νίκος Γκάτσος
Φύσηξε αεράκι, δρόσισε και πάρε με
κι απ’ τη Σαλονίκη στις Κυκλάδες βγάλε με
Γιώργος Ζήκας
γιατί είμαι ΑΓΕΡΑΣ που φυσά
μέσα στης πόλης τα στενά
και κάνει τα γερμένα φύλλα να θροίζουν
Δημήτρης Παναγόπουλος
users.sch.gr/kassetas/zzzzzzzzAirWind1.htm -
====
Ανεμοκίνηση στην προβιομηχαμανική εποχή
Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ
Αρχιτέκτονος
Ο άνθρωπος αρχικά χρησιμοποίησε τη μυϊκή του ενέργεια για την εξεύρεση τροφής και ακολούθως, την ενέργεια της φωτιάς για θέρμανση και φωτισμό. Για χιλιετίες, αυτές οι δύο ενέργειες ήταν οι μόνες που χρησιμοποιούσε. Αργότερα, η δέσμευση και εκμετάλλευση άλλων μορφών ενέργειας, όπως της ζωικής για τις καλλιέργειες και τις μεταφορές, της αιολικής για τα ιστιοφόρα και πολύ μετέπειτα της υδραυλικής για τις μεταφορές, την άρδευση και την άντληση, συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του πολιτισμού.
Η πρώτη σημαντική αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας θεωρείται ότι ήταν η χρήση της για την πρόωση ιστιοφόρων, η σημασία της όμως, διαχρονικά στη τεχνολογία, υπήρξε πολύ μικρή συγκριτικά με την υδραυλική ενέργεια. Με την πάροδο του χρόνου και την ανάπτυξη νέων μέσων μετατροπής και πολλαπλασιασμού δυνάμεων (κυρίως του οδοντωτού τροχού και της τροχαλίας) η χρήση της για την πρόωση ιστιοφόρων, η σημασία της όμως, διαχρονικά στη τεχνολογία, υπήρξε πολύ μικρή συγκριτικά με την υδραυλική ενέργεια. Με την πάροδο του χρόνου και την ανάπτυξη νέων μέσων μετατροπής και πολλαπλασιασμού δυνάμεων (κυρίως του οδοντωτού τροχού και της τροχαλίας) η χρήση των γνωστών πηγών επεκτάθηκε, διαφοροποιήθηκε και έφθασε να κινεί πολύπλοκες μηχανές αλέσματος, κοπής, σύνθλιψης, κοπανίσματος, τριβής, πριονίσματος, εξαερισμού, αποφλοίωσης, πολτοποίησης κ.α, έως και τον 19ο αι.
Στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της προβιομηχανικής τεχνολογίας, η ισχύς του αέρα χρησιμοποιήθηκε, εκτός από την ιστιοπλοΐα, για την κίνηση μεγάλου μέρους σε ποσότητα αριθμού μηχανισμών, περιορισμένων όμως τύπων και χρήσεων συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όπως ήταν φυσικό, η ανάπτυξη των εγκαταστάσεων που στέγαζαν τους μηχανισμούς αυτούς έγινε σε περιοχές στις οποίες υπήρχε η κατάλληλη ανεμοδύναμη σε συχνότητα, διάρκεια και σε ποιότητα (σταθερότητα και ένταση) στο Αιγαίο, δηλαδή, και στις ακτές που βρέχονται από το Αρχιπέλαγος και κατά δεύτερο λόγο στο Ιόνιο. Αντιθέτως στην ηπειρωτική χώρα, η ανεμοδύναμη χρησιμοποιήθηκε σε πολύ μικρότερη έκταση (π.χ. στα οροπέδια της Πελοποννήσου) ακόμη και όταν υπήρχαν οι προϋποθέσεις, καθώς η ύπαρξη άφθονου νερού ευνόησε την αξιοποίηση της υδροκίνησης που παρείχε η υδραυλική ενέργεια.
Η κύρια χρήση της ανεμοκίνησης, τόσο στο Αιγαίο όσο και στο Ιόνιο, είχε σκοπό τη λειτουργία των αλεστικών μηχανισμών (πιθανότατα από τον 12 αι.) και των αντλητικών ανεμόμυλων. Στα νησιά των Κυκλάδων, μάλιστα, υπήρχε η μεγαλύτερη αναλογία αλεστικών ανεμόμυλων ανά αριθμό κατοίκων που εξυπηρετούσαν και ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, ενώ στη Ρόδο και την ανατολική Κρήτη κατασκευάστηκαν οι περισσότεροι αντλητικοί. Οι αλεστικοί ανεμόμυλοι (μεσογειακοί κυλινδρικοί πυργόμυλοι αρχικά και μερικοί άλλοι τύποι που προστέθηκαν στα μεταγενέστερα χρόνια όπως οι πεταλόσχημοι και οι οριζόντιοι ταβλόμυλοι) χρησιμοποιούνταν στο άλεσμα των δημητριακών και των ζωοτροφών. Στα νησιά που υπήρχαν ταμπάκικα (βυρσοδεψεία), κυριώς στη Χίο και λιγότερο στη Σύρο, λειτούργησαν ανεμόμυλοι που άλεθαν δεψικές ύλες για την κατεργασία των δερμάτων, δηλαδή φλούδα πεύκου, βελανίδια, σχίνα κ.α., οι οποίοι έμειναν γνωστοί ως "ταμπακόμυλοι". Υπάρχουν στοιχεία και για δύο άλλες περιορισμένης κλίμακας χρήσεις: για το άλεσμα της φάβας στη Σαντορίνη και του θειαφιού στα ορυχεία της Μήλου. Στο τέλος της προβιομηχανικής εποχής οι ανεμόμυλοι χρησιμοποιήθηκαν, πειραματικά και σε μεμονωμένες περιπτώσεις, για άλλους σκοπούς, δίχως όμως ικανοποιητικά αποτελέσματα (λειτουργία μηχανών εκκοκκιστηρίου βάμβακος, παραγωγή ζυμαρικών, γέμισμα μπαταριών και παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος).
========
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΡΜΕΝΑ
του ΚΩΣΤΑ ΔΑΜΙΑΝΙΔΗ
Αρχιτέκτονα
Τα ΠΑΝΙΑ αποτελούσαν τον σημαντικότερο εξοπλισμό των καραβιών την εποχή των ιστιοφόρων. Τα σχήματα και οι συνδυασμοί των πανιών που μπορούσε να φέρει ένα σκάφος παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Ο συνδυασμός αυτός ήταν η ιστιοφορία ενός καραβιού ή η εξάρτησή του, όπως ονομαζόταν παλαιότερα, τότε που τα πανιά λέγονταν και άρμενα.
Στο Αιγαίο, λόγω των φυσικών συνθηκών και της διαμόρφωσης του νησιώτικου χώρου, τα πανιά αναπτύχθηκαν με ιδιαίτερη ευρηματικότητα από τους αρχαίους χρόνους οδηγώντας σε αρκετές τεχνικές εξελίξεις ως προς την εκμετάλλευση του αέρα στη ναυσιπλοΐα. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, μια μοναδική παράδοση που διασώθηκε για αιώνες από τους Έλληνες, αλλά και τους άλλους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αυτή λησμονήθηκε τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια κάτω από την πίεση των σύγχρονων τεχνολογιών. Έτσι, σημαντικά είδη ελληνικών πανιών, όπως το λατίνι και η σακολέβα, που αφθονούσαν στα λιμάνια και τα νησιά της χώρας, σήμερα δεν σώζονται ούτε για δείγμα.
Η εκμετάλλευση του ανέμου στη ναυσιπλοΐα ξεκίνησε σχεδόν ταυτόχρονα με τις πρώτες διαπλεύσεις μεγάλων υδάτινων αποστάσεων. Οι παλαιότερες παραστάσεις όπου διακρίνονται πανιά πάνω σε πλεούμενα προέρχονται από την Αίγυπτο και συνδέονται με την διάπλευση του Νείλου. Στο Αιγαίο, το σχήμα των πρώιμων πλοίων σε παραστάσεις χαραγμένες σε πήλινα τηγανόσχημα σκεύη της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου (2800-2300 π.Χ.), ερμηνεύεται συχνά ως μια πρωταρχική προσπάθεια εκμετάλλευσης της κινητικής ενέργειας του ανέμου. Ωστόσο, η παλαιότερη αναπαράσταση αιγαιοπελαγίτικου ιστιοφόρου περιλαμβάνεται στη γνωστή τοιχογραφία του "στόλου" από το Ακρωτήριο της Θήρας, που χρονολογείται περίπου στα 1650 π.Χ. Ένα από τα σκάφη της παράστασης φαίνεται να διαθέτει ιστό με ανοιγμένο τετράγωνο πανί στο κέντρο του σκάφους ενώ σε αντίθεση με τα υπόλοιπα απεικονιζόμενα σκάφη δεν αναπαρίστανται κωπηλάτες. Είναι προφανές ότι ο δημιουργός της τοιχογραφίας κάνει σαφή διαχωρισμό μεταξύ των δυο διαφορετικών συστημάτων πρόωσης (πανιά ή κουπιά), παραθέτοντας επίσης και αρκετές λεπτομέρειες ως προς το αρμάτωμα του σκάφους. Το τετράγωνο πανί είναι το παλαιότερο είδος που χρησιμοποιήθηκε αδιάλειπτα για πάνω από τριάντα πέντε αιώνες στο Αιγαίο, με τις απαραίτητες κάθε φορά προσαρμογές.
Τα πανιά ή άρμενα είχαν διάφορες ονομασίες ανάλογα με το σχήμα, τη θέση τους στο σκάφος και τον τρόπο ανάρτησής τους. Τα παλαιότερα πανιά φαίνεται ότι ήταν τετράγωνα ή σταυρώσεις ή πινά όπως τα έλεγαν. Η ονομασία "σταύρωση" προήλθε, μάλλον, επειδή το πανί και η αντένα που το στηρίζει σταυρώνει με το κατάρτι, ενώ η ονομασία πινά ήταν κυρίως για τις αντένες απ' όπου κρέμονταν τα τετράγωνα πανιά και κατ' επέκταση χρησιμοποιείτο και γι' αυτά. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το σχήμα των πανιών δεν ήταν ποτέ κυριολεκτικά τετράγωνο. Παρότι αναφέρονται ως "τετράγωνα" πανιά, συνήθως είχαν σχήμα ισοσκελούς τραπέζιου ή στην πιο απλή τους μορφή ορθογωνίου παραλληλογράμμου, όπως στους αρχαίους χρόνους.
Με την ανάπτυξη της ποντοπόρου ναυσιπλοΐας τα καράβια αρματώνονται με μεγάλες ιστιοφορίες συνδυάζοντας τετράγωνα και τριγωνικά πανιά. Η εξέλιξη των ιστιοφοριών φτάνει ουσιαστικά στο αποκορύφωμά της τον 19ο αιώνα μέσα από τον απεγνωσμένο ανταγωνισμό με τα ατμόπλοια που είχαν διεισδύσει σχεδόν σε όλες τις ρότες της Μεσογείου. Εκείνη την περίοδο, το κυριότερο χαρακτηριστικό των ιστιοφόρων ήταν η μεγάλη έκταση πανιών σε σύγκριση με το μέγεθος της γάστρας τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα μπρίκια που κυριαρχούσαν ως μικρά δίστηλα ιστιοφόρα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σ' όλο τον ναυτικό κόσμο.
Τα τετράγωνα πανιά ήταν σχετικά απλά στη λειτουργία τους αλλά όχι τόσο αποτελεσματικά ως προς τη δυνατότητα που παρείχαν στο σκάφος να ορτσάρει. Τα πλοία που χρησιμοποιούσαν μόνο τα τετράγωνα πανιά δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν την κατεύθυνση του ανέμου και αναγκάζονταν να κάνουν μεγάλες βόλτες όταν ο άνεμος δεν ήταν βολικός. Για αυτόν τον λόγο από τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους ή από τα τέλη του Μεσαίωνα τα καράβια άρχισαν να αρματώνονται με συνδυασμούς τετραγώνων και τριγωνικών πανιών. Τα τελευταία, τοποθετούνταν κατά μήκος του σκάφους, και του έδιναν τη δυνατότητα να πλέει με πολύ μικρότερη γωνία ως προς την κατεύθυνση του ανέμου απ' ότι με τα τετράγωνα πανιά.
Στα μικρότερα σκάφη των Ελλήνων κυριαρχούσαν τρία άλλα είδη πανιών: Η ψάθα, το λατίνι και η σακολέβα. Τα πανιά αυτά ήταν αρκετά συνηθισμένα στην Ανατολική μεσόγειο και αποτελούσαν καταστάλαγμα μιας μακραίωνης παράδοσης που πήγαζε πρωτίστως από τις τοπικές συνθήκες ναυσιπλοΐας στη Μεσόγειο.
Η ψάθα
Η ψάθα ήταν διαδεδομένος τύπος πανιού σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, είχε τραπεζοειδές σχήμα, κρατιόταν ανοιχτό συνήθως από δυο αντένες και μαζί με τις αντένες κρεμόταν από ένα κατακόρυφο ή ελαφρά κεκλιμένο κατάρτι. Η πιο συνηθισμένη ιστιοφορία με ψάθες ήταν η μπρατσέρα, όπως αναφερόταν από τους Έλληνες στο Ιόνιο και στο Αιγαίο, τον 19ο και 20ο αιώνα, ή το vela al terzo από τους Ιταλούς κυρίως στην Αδριατική την ίδια περίοδο.
Αυτό το είδος πανιού χρησιμοποιήθηκε σε εμπορικά και γενικότερα μεταφορικά σκάφη σ' όλη την Ανατολική Μεσόγειο, όπως επίσης και σε αλιευτικά σκάφη κυρίως στην Αδριατική. Η ψάθα, αν και χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Έλληνες ναυτικούς, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ιταλική προέλευση. Το διάμηκες αυτό πανί είχε εκτεταμένη επιφάνεια και έδινε τη δυνατότητα πλεύσης εγγύτερα στην κατεύθυνση του ανέμου και ελιγμών με μεγαλύτερη ευκολία απ' ότι τα τετράγωνα πανιά - πιθανώς να έδινε και μεγαλύτερη ταχύτητα απ' ότι τα λατίνια. Οι ψάθες ωστόσο, και κυρίως οι διπλές που ήταν αρματωμένες σε δυο κατάρτια, όπως στις μπρατσέρες, χρειάζονταν περισσότερα άτομα για τον χειρισμό τους απ' ότι τα άλλα πανιά. Αυτό αποτελούσε σημαντικό μειονέκτημα όταν το κόστος της εργασίας άρχισε να συνυπολογίζεται στη ναυτιλία και ίσως ήταν ο κυριότερος λόγος που η ψάθα ήταν το πρώτο πανί που εγκαταλείφθηκε με την είσοδο των μηχανών στα καΐκια.
Ένα άλλο τετράπλευρο πανί ήταν η "μπούμα" ή "ράντα" που χρησιμοποιήθηκε αρκετά στα ελληνικά ιστιοφόρα σκάφη τον 19ο και 20ο αιώνα. Ήταν δυτικής προέλευσης και καθιερώθηκε με την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας και την υιοθέτηση δυτικών ιστιοφοριών στα εμπορικά πλοία.
Λατίνι
Ένα αντιπροσωπευτικό ελληνικό άρμενο ήταν το λατίνι, τριγωνικό πανί που χρησιμοποιήθηκε σε αλιευτικά, σπογγαλιευτικά και μεταφορικά σκάφη. Πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν επίσης διαδεδομένη η χρήση του σε καταδρομικά, πειρατικά και γενικότερα πολεμικά καράβια. Το λατίνι, αν και έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλά μέρη του κόσμου, θεωρείται το πανί της Μεσογείου με ευρύτατη όμως χρήση και στην Ερυθρά Θάλασσα. Η απεικόνισή του σε παραστάσεις 2ου και 3ου αιώνα στο χώρο του Αιγαίου αποδεικνύει ότι ήταν σε χρήση τουλάχιστον από τη Ρωμαϊκή εποχή, πιθανώς μόνο σε μικρά σκάφη. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα είδη πλοίων, εξαπλώθηκε σ' όλη τη Μεσόγειο και με τους Άραβες φαίνεται ότι πέρασε στην Ερυθρά Θάλασσα και από κει στον Ινδικό Ωκεανό. Από κείνη την περίοδο έως τον 20ο αιώνα, το λατίνι έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές παραλλαγές και σε όλα τα μεγέθη των σκαφών. Από τους βυζαντινούς δρόμωνες και τις μετέπειτα γαλέρες μέχρι τα εμπορικά σκάφη του 18ου αιώνα. Παρά την ευρύτατη χρήση του παλαιότερα, το λατίνι είναι σήμερα ανύπαρκτο στις ελληνικές θάλασσες με εξαίρεση κάποιες αποσπασματικές προσπάθειες που έχουν γίνει από ιδιώτες σε μικρές βάρκες.
Σακολέβα
Το πιο ιδιότυπο και περισσότερο ξεχασμένο ελληνικό πανί είναι η σακολέβα, ένα είδος τετράπλευρου διαμήκους πανιού που το χρησιμοποιούσαν ευρύτατα στο Αιγαίο, τη Θάλασσα του Μαρμαρά και τη Μαύρη Θάλασσα και σε άλλες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου (Μάλτα, Νότια Αδριατική, Σικελία). Οι παλαιότερες απεικονίσεις σακολέβας βρίσκονται σε επιτύμβιες ανάγλυφες παραστάσεις πλοίων από τον 1ο ως τον 3ο αιώνα μ. Χ. στην Ιταλία και την Ελλάδα.
Η λέξη σακολαίφεα ως είδος πανιού απαντάται για πρώτη φορά σε βυζαντινά κείμενα του 12ου αιώνα και ετυμολογείται από το σάγος (μανδύας)και το λαίφος (είδος ιστίου, ιμάτιον). Από τότε έχει καταγραφεί το όνομα του πανιού σε αρκετές παραλλαγές, όπως σαγολέβα, σακκολέβα, σακκολήβα, σακολαίβα, τσακουλαίβα, τσακολαίφα, σακολαίφι κλπ. Το πανί αυτό ήταν πολύ διαδεδομένο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στα μέσου και μικρού μεγέθους σκάφη στο Αιγαίο και στη Μαύρη Θάλασσα.
Υπήρχαν αρκετές παραλλαγές στο σχήμα της σακολέβας ανάλογα με την τοπική τοπική παράδοση αλλά και το μέγεθος του σκάφους. Χαρακτηριστική παραλλαγή ήταν η φούσκα σε ορισμένα μικρά σπογγαλιευτικά σκάφη του Αιγαίου και το πανί στα πριάρια των λιμνοθαλασσών του Ιονίου. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η διαγώνια αντένα που κρατά ουσιαστικά το πανί ανοιγμένο. Η σακολέβα είχε τετράπλευρο σχήμα και οι λωρίδες του υφάσματος ήταν έτσι ραμμένες ώστε να διαμορφώνεται ένα σακούλιασμα στη μέση του πανιού όταν αυτό γέμιζε με αέρα. Αυτή η ιδιαιτερότητα δημιουργούσε μια ανοδική συνιστώσα της προωθητικής δύναμης από τον αέρα στο πανί και στη συνέχεια στο σκάφος. Η κατεύθυνση της προωθητικής δύναμης έκανε το σκάφος να χτυπάει μαλακά πάνω στα κύματα και να κρατάει σταθερότερη την πορεία του απ' ότι με τα άλλα είδη ιστιοφορίας. Στις ημέρες μας, το λατίνι και η σακολέβα έχουν ξεχαστεί και η μελέτη του γίνεται μόνο από φωτογραφίες και παλιές περιγραφές. Πιθανώς, η προσομοίωσή τους σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και η μαθηματική επεξεργασία των δεδομένων τους να μας έδιναν πληροφορίες για τη λειτουργία τους. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι απαραίτητη η αναλυτική καταγραφή και ότι ο καλύτερος τρόπος μελέτης των πανιών είναι η επανακατασκευή και η πειραματική εφαρμογή τους. Σε άλλες ευρωπαϊκές και μεσογειακές χώρες έχουν γίνει επανειλημμένες εφαρμογές των δικών τους παραδοσιακών πανιών συνδυάζοντας την αναψυχή και την άθληση με τη μελέτη της παράδοσης. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να επινοήσουμε κίνητρα και διαδικασίες αναβίωσης των παραδοσιακών τρόπων ιστιοπλοΐας με εντυπωσιακά πιθανώς αποτελέσματα. Βασικοί στόχοι μιας τέτοιας προσπάθειας θα ήταν η αναβίωση της παράδοσης μέσα από την αναψυχή και η ανασύσταση της γνώσης των ιστιοφόρων μέσα από την πειραματική εφαρμογή. Ειδικά για τα ελληνικά άρμενα η γνώση αυτή θα είναι αποκαλυπτική μιας και εμπλουτίστηκε δια μέσου των αιώνων από αλλεπάλληλες γενιές ναυτικών. πηγήhttp://www.hellasres.gr/Greek/aiolos/afieroma-ston-anemo.htm
====
Ανεμοκίνηση στην προβιομηχαμανική εποχή
Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ
Αρχιτέκτονος
Ο άνθρωπος αρχικά χρησιμοποίησε τη μυϊκή του ενέργεια για την εξεύρεση τροφής και ακολούθως, την ενέργεια της φωτιάς για θέρμανση και φωτισμό. Για χιλιετίες, αυτές οι δύο ενέργειες ήταν οι μόνες που χρησιμοποιούσε. Αργότερα, η δέσμευση και εκμετάλλευση άλλων μορφών ενέργειας, όπως της ζωικής για τις καλλιέργειες και τις μεταφορές, της αιολικής για τα ιστιοφόρα και πολύ μετέπειτα της υδραυλικής για τις μεταφορές, την άρδευση και την άντληση, συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του πολιτισμού.
Η πρώτη σημαντική αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας θεωρείται ότι ήταν η χρήση της για την πρόωση ιστιοφόρων, η σημασία της όμως, διαχρονικά στη τεχνολογία, υπήρξε πολύ μικρή συγκριτικά με την υδραυλική ενέργεια. Με την πάροδο του χρόνου και την ανάπτυξη νέων μέσων μετατροπής και πολλαπλασιασμού δυνάμεων (κυρίως του οδοντωτού τροχού και της τροχαλίας) η χρήση της για την πρόωση ιστιοφόρων, η σημασία της όμως, διαχρονικά στη τεχνολογία, υπήρξε πολύ μικρή συγκριτικά με την υδραυλική ενέργεια. Με την πάροδο του χρόνου και την ανάπτυξη νέων μέσων μετατροπής και πολλαπλασιασμού δυνάμεων (κυρίως του οδοντωτού τροχού και της τροχαλίας) η χρήση των γνωστών πηγών επεκτάθηκε, διαφοροποιήθηκε και έφθασε να κινεί πολύπλοκες μηχανές αλέσματος, κοπής, σύνθλιψης, κοπανίσματος, τριβής, πριονίσματος, εξαερισμού, αποφλοίωσης, πολτοποίησης κ.α, έως και τον 19ο αι.
Στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της προβιομηχανικής τεχνολογίας, η ισχύς του αέρα χρησιμοποιήθηκε, εκτός από την ιστιοπλοΐα, για την κίνηση μεγάλου μέρους σε ποσότητα αριθμού μηχανισμών, περιορισμένων όμως τύπων και χρήσεων συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όπως ήταν φυσικό, η ανάπτυξη των εγκαταστάσεων που στέγαζαν τους μηχανισμούς αυτούς έγινε σε περιοχές στις οποίες υπήρχε η κατάλληλη ανεμοδύναμη σε συχνότητα, διάρκεια και σε ποιότητα (σταθερότητα και ένταση) στο Αιγαίο, δηλαδή, και στις ακτές που βρέχονται από το Αρχιπέλαγος και κατά δεύτερο λόγο στο Ιόνιο. Αντιθέτως στην ηπειρωτική χώρα, η ανεμοδύναμη χρησιμοποιήθηκε σε πολύ μικρότερη έκταση (π.χ. στα οροπέδια της Πελοποννήσου) ακόμη και όταν υπήρχαν οι προϋποθέσεις, καθώς η ύπαρξη άφθονου νερού ευνόησε την αξιοποίηση της υδροκίνησης που παρείχε η υδραυλική ενέργεια.
Η κύρια χρήση της ανεμοκίνησης, τόσο στο Αιγαίο όσο και στο Ιόνιο, είχε σκοπό τη λειτουργία των αλεστικών μηχανισμών (πιθανότατα από τον 12 αι.) και των αντλητικών ανεμόμυλων. Στα νησιά των Κυκλάδων, μάλιστα, υπήρχε η μεγαλύτερη αναλογία αλεστικών ανεμόμυλων ανά αριθμό κατοίκων που εξυπηρετούσαν και ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, ενώ στη Ρόδο και την ανατολική Κρήτη κατασκευάστηκαν οι περισσότεροι αντλητικοί. Οι αλεστικοί ανεμόμυλοι (μεσογειακοί κυλινδρικοί πυργόμυλοι αρχικά και μερικοί άλλοι τύποι που προστέθηκαν στα μεταγενέστερα χρόνια όπως οι πεταλόσχημοι και οι οριζόντιοι ταβλόμυλοι) χρησιμοποιούνταν στο άλεσμα των δημητριακών και των ζωοτροφών. Στα νησιά που υπήρχαν ταμπάκικα (βυρσοδεψεία), κυριώς στη Χίο και λιγότερο στη Σύρο, λειτούργησαν ανεμόμυλοι που άλεθαν δεψικές ύλες για την κατεργασία των δερμάτων, δηλαδή φλούδα πεύκου, βελανίδια, σχίνα κ.α., οι οποίοι έμειναν γνωστοί ως "ταμπακόμυλοι". Υπάρχουν στοιχεία και για δύο άλλες περιορισμένης κλίμακας χρήσεις: για το άλεσμα της φάβας στη Σαντορίνη και του θειαφιού στα ορυχεία της Μήλου. Στο τέλος της προβιομηχανικής εποχής οι ανεμόμυλοι χρησιμοποιήθηκαν, πειραματικά και σε μεμονωμένες περιπτώσεις, για άλλους σκοπούς, δίχως όμως ικανοποιητικά αποτελέσματα (λειτουργία μηχανών εκκοκκιστηρίου βάμβακος, παραγωγή ζυμαρικών, γέμισμα μπαταριών και παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος).
========
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΡΜΕΝΑ
του ΚΩΣΤΑ ΔΑΜΙΑΝΙΔΗ
Αρχιτέκτονα
Τα ΠΑΝΙΑ αποτελούσαν τον σημαντικότερο εξοπλισμό των καραβιών την εποχή των ιστιοφόρων. Τα σχήματα και οι συνδυασμοί των πανιών που μπορούσε να φέρει ένα σκάφος παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Ο συνδυασμός αυτός ήταν η ιστιοφορία ενός καραβιού ή η εξάρτησή του, όπως ονομαζόταν παλαιότερα, τότε που τα πανιά λέγονταν και άρμενα.
Στο Αιγαίο, λόγω των φυσικών συνθηκών και της διαμόρφωσης του νησιώτικου χώρου, τα πανιά αναπτύχθηκαν με ιδιαίτερη ευρηματικότητα από τους αρχαίους χρόνους οδηγώντας σε αρκετές τεχνικές εξελίξεις ως προς την εκμετάλλευση του αέρα στη ναυσιπλοΐα. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, μια μοναδική παράδοση που διασώθηκε για αιώνες από τους Έλληνες, αλλά και τους άλλους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αυτή λησμονήθηκε τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια κάτω από την πίεση των σύγχρονων τεχνολογιών. Έτσι, σημαντικά είδη ελληνικών πανιών, όπως το λατίνι και η σακολέβα, που αφθονούσαν στα λιμάνια και τα νησιά της χώρας, σήμερα δεν σώζονται ούτε για δείγμα.
Η εκμετάλλευση του ανέμου στη ναυσιπλοΐα ξεκίνησε σχεδόν ταυτόχρονα με τις πρώτες διαπλεύσεις μεγάλων υδάτινων αποστάσεων. Οι παλαιότερες παραστάσεις όπου διακρίνονται πανιά πάνω σε πλεούμενα προέρχονται από την Αίγυπτο και συνδέονται με την διάπλευση του Νείλου. Στο Αιγαίο, το σχήμα των πρώιμων πλοίων σε παραστάσεις χαραγμένες σε πήλινα τηγανόσχημα σκεύη της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου (2800-2300 π.Χ.), ερμηνεύεται συχνά ως μια πρωταρχική προσπάθεια εκμετάλλευσης της κινητικής ενέργειας του ανέμου. Ωστόσο, η παλαιότερη αναπαράσταση αιγαιοπελαγίτικου ιστιοφόρου περιλαμβάνεται στη γνωστή τοιχογραφία του "στόλου" από το Ακρωτήριο της Θήρας, που χρονολογείται περίπου στα 1650 π.Χ. Ένα από τα σκάφη της παράστασης φαίνεται να διαθέτει ιστό με ανοιγμένο τετράγωνο πανί στο κέντρο του σκάφους ενώ σε αντίθεση με τα υπόλοιπα απεικονιζόμενα σκάφη δεν αναπαρίστανται κωπηλάτες. Είναι προφανές ότι ο δημιουργός της τοιχογραφίας κάνει σαφή διαχωρισμό μεταξύ των δυο διαφορετικών συστημάτων πρόωσης (πανιά ή κουπιά), παραθέτοντας επίσης και αρκετές λεπτομέρειες ως προς το αρμάτωμα του σκάφους. Το τετράγωνο πανί είναι το παλαιότερο είδος που χρησιμοποιήθηκε αδιάλειπτα για πάνω από τριάντα πέντε αιώνες στο Αιγαίο, με τις απαραίτητες κάθε φορά προσαρμογές.
Τα πανιά ή άρμενα είχαν διάφορες ονομασίες ανάλογα με το σχήμα, τη θέση τους στο σκάφος και τον τρόπο ανάρτησής τους. Τα παλαιότερα πανιά φαίνεται ότι ήταν τετράγωνα ή σταυρώσεις ή πινά όπως τα έλεγαν. Η ονομασία "σταύρωση" προήλθε, μάλλον, επειδή το πανί και η αντένα που το στηρίζει σταυρώνει με το κατάρτι, ενώ η ονομασία πινά ήταν κυρίως για τις αντένες απ' όπου κρέμονταν τα τετράγωνα πανιά και κατ' επέκταση χρησιμοποιείτο και γι' αυτά. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το σχήμα των πανιών δεν ήταν ποτέ κυριολεκτικά τετράγωνο. Παρότι αναφέρονται ως "τετράγωνα" πανιά, συνήθως είχαν σχήμα ισοσκελούς τραπέζιου ή στην πιο απλή τους μορφή ορθογωνίου παραλληλογράμμου, όπως στους αρχαίους χρόνους.
Με την ανάπτυξη της ποντοπόρου ναυσιπλοΐας τα καράβια αρματώνονται με μεγάλες ιστιοφορίες συνδυάζοντας τετράγωνα και τριγωνικά πανιά. Η εξέλιξη των ιστιοφοριών φτάνει ουσιαστικά στο αποκορύφωμά της τον 19ο αιώνα μέσα από τον απεγνωσμένο ανταγωνισμό με τα ατμόπλοια που είχαν διεισδύσει σχεδόν σε όλες τις ρότες της Μεσογείου. Εκείνη την περίοδο, το κυριότερο χαρακτηριστικό των ιστιοφόρων ήταν η μεγάλη έκταση πανιών σε σύγκριση με το μέγεθος της γάστρας τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα μπρίκια που κυριαρχούσαν ως μικρά δίστηλα ιστιοφόρα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σ' όλο τον ναυτικό κόσμο.
Τα τετράγωνα πανιά ήταν σχετικά απλά στη λειτουργία τους αλλά όχι τόσο αποτελεσματικά ως προς τη δυνατότητα που παρείχαν στο σκάφος να ορτσάρει. Τα πλοία που χρησιμοποιούσαν μόνο τα τετράγωνα πανιά δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν την κατεύθυνση του ανέμου και αναγκάζονταν να κάνουν μεγάλες βόλτες όταν ο άνεμος δεν ήταν βολικός. Για αυτόν τον λόγο από τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους ή από τα τέλη του Μεσαίωνα τα καράβια άρχισαν να αρματώνονται με συνδυασμούς τετραγώνων και τριγωνικών πανιών. Τα τελευταία, τοποθετούνταν κατά μήκος του σκάφους, και του έδιναν τη δυνατότητα να πλέει με πολύ μικρότερη γωνία ως προς την κατεύθυνση του ανέμου απ' ότι με τα τετράγωνα πανιά.
Στα μικρότερα σκάφη των Ελλήνων κυριαρχούσαν τρία άλλα είδη πανιών: Η ψάθα, το λατίνι και η σακολέβα. Τα πανιά αυτά ήταν αρκετά συνηθισμένα στην Ανατολική μεσόγειο και αποτελούσαν καταστάλαγμα μιας μακραίωνης παράδοσης που πήγαζε πρωτίστως από τις τοπικές συνθήκες ναυσιπλοΐας στη Μεσόγειο.
Η ψάθα
Η ψάθα ήταν διαδεδομένος τύπος πανιού σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, είχε τραπεζοειδές σχήμα, κρατιόταν ανοιχτό συνήθως από δυο αντένες και μαζί με τις αντένες κρεμόταν από ένα κατακόρυφο ή ελαφρά κεκλιμένο κατάρτι. Η πιο συνηθισμένη ιστιοφορία με ψάθες ήταν η μπρατσέρα, όπως αναφερόταν από τους Έλληνες στο Ιόνιο και στο Αιγαίο, τον 19ο και 20ο αιώνα, ή το vela al terzo από τους Ιταλούς κυρίως στην Αδριατική την ίδια περίοδο.
Αυτό το είδος πανιού χρησιμοποιήθηκε σε εμπορικά και γενικότερα μεταφορικά σκάφη σ' όλη την Ανατολική Μεσόγειο, όπως επίσης και σε αλιευτικά σκάφη κυρίως στην Αδριατική. Η ψάθα, αν και χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Έλληνες ναυτικούς, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ιταλική προέλευση. Το διάμηκες αυτό πανί είχε εκτεταμένη επιφάνεια και έδινε τη δυνατότητα πλεύσης εγγύτερα στην κατεύθυνση του ανέμου και ελιγμών με μεγαλύτερη ευκολία απ' ότι τα τετράγωνα πανιά - πιθανώς να έδινε και μεγαλύτερη ταχύτητα απ' ότι τα λατίνια. Οι ψάθες ωστόσο, και κυρίως οι διπλές που ήταν αρματωμένες σε δυο κατάρτια, όπως στις μπρατσέρες, χρειάζονταν περισσότερα άτομα για τον χειρισμό τους απ' ότι τα άλλα πανιά. Αυτό αποτελούσε σημαντικό μειονέκτημα όταν το κόστος της εργασίας άρχισε να συνυπολογίζεται στη ναυτιλία και ίσως ήταν ο κυριότερος λόγος που η ψάθα ήταν το πρώτο πανί που εγκαταλείφθηκε με την είσοδο των μηχανών στα καΐκια.
Ένα άλλο τετράπλευρο πανί ήταν η "μπούμα" ή "ράντα" που χρησιμοποιήθηκε αρκετά στα ελληνικά ιστιοφόρα σκάφη τον 19ο και 20ο αιώνα. Ήταν δυτικής προέλευσης και καθιερώθηκε με την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας και την υιοθέτηση δυτικών ιστιοφοριών στα εμπορικά πλοία.
Λατίνι
Ένα αντιπροσωπευτικό ελληνικό άρμενο ήταν το λατίνι, τριγωνικό πανί που χρησιμοποιήθηκε σε αλιευτικά, σπογγαλιευτικά και μεταφορικά σκάφη. Πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν επίσης διαδεδομένη η χρήση του σε καταδρομικά, πειρατικά και γενικότερα πολεμικά καράβια. Το λατίνι, αν και έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλά μέρη του κόσμου, θεωρείται το πανί της Μεσογείου με ευρύτατη όμως χρήση και στην Ερυθρά Θάλασσα. Η απεικόνισή του σε παραστάσεις 2ου και 3ου αιώνα στο χώρο του Αιγαίου αποδεικνύει ότι ήταν σε χρήση τουλάχιστον από τη Ρωμαϊκή εποχή, πιθανώς μόνο σε μικρά σκάφη. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα είδη πλοίων, εξαπλώθηκε σ' όλη τη Μεσόγειο και με τους Άραβες φαίνεται ότι πέρασε στην Ερυθρά Θάλασσα και από κει στον Ινδικό Ωκεανό. Από κείνη την περίοδο έως τον 20ο αιώνα, το λατίνι έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές παραλλαγές και σε όλα τα μεγέθη των σκαφών. Από τους βυζαντινούς δρόμωνες και τις μετέπειτα γαλέρες μέχρι τα εμπορικά σκάφη του 18ου αιώνα. Παρά την ευρύτατη χρήση του παλαιότερα, το λατίνι είναι σήμερα ανύπαρκτο στις ελληνικές θάλασσες με εξαίρεση κάποιες αποσπασματικές προσπάθειες που έχουν γίνει από ιδιώτες σε μικρές βάρκες.
Σακολέβα
Το πιο ιδιότυπο και περισσότερο ξεχασμένο ελληνικό πανί είναι η σακολέβα, ένα είδος τετράπλευρου διαμήκους πανιού που το χρησιμοποιούσαν ευρύτατα στο Αιγαίο, τη Θάλασσα του Μαρμαρά και τη Μαύρη Θάλασσα και σε άλλες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου (Μάλτα, Νότια Αδριατική, Σικελία). Οι παλαιότερες απεικονίσεις σακολέβας βρίσκονται σε επιτύμβιες ανάγλυφες παραστάσεις πλοίων από τον 1ο ως τον 3ο αιώνα μ. Χ. στην Ιταλία και την Ελλάδα.
Η λέξη σακολαίφεα ως είδος πανιού απαντάται για πρώτη φορά σε βυζαντινά κείμενα του 12ου αιώνα και ετυμολογείται από το σάγος (μανδύας)και το λαίφος (είδος ιστίου, ιμάτιον). Από τότε έχει καταγραφεί το όνομα του πανιού σε αρκετές παραλλαγές, όπως σαγολέβα, σακκολέβα, σακκολήβα, σακολαίβα, τσακουλαίβα, τσακολαίφα, σακολαίφι κλπ. Το πανί αυτό ήταν πολύ διαδεδομένο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στα μέσου και μικρού μεγέθους σκάφη στο Αιγαίο και στη Μαύρη Θάλασσα.
Υπήρχαν αρκετές παραλλαγές στο σχήμα της σακολέβας ανάλογα με την τοπική τοπική παράδοση αλλά και το μέγεθος του σκάφους. Χαρακτηριστική παραλλαγή ήταν η φούσκα σε ορισμένα μικρά σπογγαλιευτικά σκάφη του Αιγαίου και το πανί στα πριάρια των λιμνοθαλασσών του Ιονίου. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η διαγώνια αντένα που κρατά ουσιαστικά το πανί ανοιγμένο. Η σακολέβα είχε τετράπλευρο σχήμα και οι λωρίδες του υφάσματος ήταν έτσι ραμμένες ώστε να διαμορφώνεται ένα σακούλιασμα στη μέση του πανιού όταν αυτό γέμιζε με αέρα. Αυτή η ιδιαιτερότητα δημιουργούσε μια ανοδική συνιστώσα της προωθητικής δύναμης από τον αέρα στο πανί και στη συνέχεια στο σκάφος. Η κατεύθυνση της προωθητικής δύναμης έκανε το σκάφος να χτυπάει μαλακά πάνω στα κύματα και να κρατάει σταθερότερη την πορεία του απ' ότι με τα άλλα είδη ιστιοφορίας. Στις ημέρες μας, το λατίνι και η σακολέβα έχουν ξεχαστεί και η μελέτη του γίνεται μόνο από φωτογραφίες και παλιές περιγραφές. Πιθανώς, η προσομοίωσή τους σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και η μαθηματική επεξεργασία των δεδομένων τους να μας έδιναν πληροφορίες για τη λειτουργία τους. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι απαραίτητη η αναλυτική καταγραφή και ότι ο καλύτερος τρόπος μελέτης των πανιών είναι η επανακατασκευή και η πειραματική εφαρμογή τους. Σε άλλες ευρωπαϊκές και μεσογειακές χώρες έχουν γίνει επανειλημμένες εφαρμογές των δικών τους παραδοσιακών πανιών συνδυάζοντας την αναψυχή και την άθληση με τη μελέτη της παράδοσης. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να επινοήσουμε κίνητρα και διαδικασίες αναβίωσης των παραδοσιακών τρόπων ιστιοπλοΐας με εντυπωσιακά πιθανώς αποτελέσματα. Βασικοί στόχοι μιας τέτοιας προσπάθειας θα ήταν η αναβίωση της παράδοσης μέσα από την αναψυχή και η ανασύσταση της γνώσης των ιστιοφόρων μέσα από την πειραματική εφαρμογή. Ειδικά για τα ελληνικά άρμενα η γνώση αυτή θα είναι αποκαλυπτική μιας και εμπλουτίστηκε δια μέσου των αιώνων από αλλεπάλληλες γενιές ναυτικών. πηγήhttp://www.hellasres.gr/Greek/aiolos/afieroma-ston-anemo.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου