ΜΕΡΙΚΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ ΑΠΟΣΤΑΤΕΣ ή αρνησίθρησκοι, αναφέρεται ότι ήσαν εκείνοι που διενήργησαν την επόμενη κατά της Κύπρου επιδρομή, που συνέβη το 1191, πιθανότατα κατά το μήνα Απρίλιο.
Την πληροφορία έχουμε από ανατολική πηγή, τον Beha-ed-din ibn Shaddad (στο κείμενό του στο Historiens Orientaux, III, p.213, πρβλ.George Hill, A History of Cyprus, I,1972, p. 315). Ο συγγραφέας της είδησης αυτής λέγει ότι είχε πληροφορηθεί τα γεγονότα από επιστολή που είχε σταλεί από την Αντιόχεια νωρίς το Μάιο του 1191, συνεπώς η επιδρομή θα πρέπει να συνέβη λίγο πιο πριν. Αυτοί οι Φράγκοι, που αναφέρονται ως αρνησίθρησκοι, θα πρέπει να ήσαν μέλη κάποιας ομάδας που όχι μόνο επεβίωσε και παρέμεινε στη Συρία μετά την πτώση των Σταυροφορικών κρατών, αλλά συνεργάζονταν κιόλας με τους Μουσουλμάνους. 'Εχοντας στη διάθεσή τους μερικά καράβια, αυτοί οι Φράγκοι, των οποίων ο αριθμός δεν αναφέρεται, επέδραμαν στην Κύπρο από τη Λαοδίκεια. Αποβιβάστηκαν σε κάποια περιοχή του νησιού, κατά την ημέρα εορτής (πιθανώς του Πάσχα;) και αναμίχθηκαν με το πλήθος των Κυπρίων που πανηγύριζε σε " κάποια εκκλησία κοντά στη θάλασσα". Και ξαφνικά επετέθησαν κατά του ανυποψίαστου πλήθους, συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους. Αφού λεηλάτησαν και την περιοχή, αναχώρησαν για τη Λαοδίκεια, μεταφέροντας μαζί τους πολλά λάφυρα και πολλούς αιχμαλώτους, κυρίως γυναίκες.
Ωστόσο φαίνεται ότι το επεισόδιο αυτό ήταν μεμονωμένο και χωρίς ιδιαίτερη σημασία, ένα από τα πολλά παρόμοια που συνέβαιναν συχνά, ιδίως λόγω της μόνιμης δραστηριότητας των πειρατών στην ανατολική Μεσόγειο.
Στο μεταξύ όμως, ενώ συνέβαιναν αυτά ο πραγματικός για την Κύπρο κίνδυνος έπλεε ήδη προς τα ανατολικά: ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος Α' αναχώρησε με το στόλο του από τη Σικελία, στις 10 Απριλίου, 1191, με προορισμό τους Αγίους Τόπους.
Η τρίτη Σταυροφορία είχε κηρυχθεί αμέσως μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ στα χέρια του Σαλαντίν, από τον πάπα Γρηγόριον Η'(που μόλις είχε διαδεχθεί τον αποθανόντα Ουρβανόν Γ'). Ωστόσο καθυστέρησε αρκετά να πραγματοποιηθεί, κυρίως λόγω διαφορών μεταξύ των κυριοτέρων βασιλιάδων της Ευρώπης (του Φιλίππου Β' Αυγούστου της Γαλλίας, του Φρειδερίκου Α' Βαρβαρόσσα της Γερμανίας και του Ριχάρδου Α' της Αγγλίας). Η άμεση ανταπόκριση μερικών άλλων (όπως ο Γουλιέλμος Β' της Σικελίας, που σταμάτησε τις εχθροπραξίες με τους Βυζαντινούς και έστειλε δυνάμεις του στους αγίους τόπους, αλλά πέθανε το 1189, καθώς και καράβια από τη Δανία, τη Φλάνδρα και αλλού) προσέφερε μικρή μεν βοήθεια στους Σταυροφόρους αλλά ικανή για να τους ενισχύσει ώστε να κρατήσουν τα ελάχιστα εδάφη που τους είχαν απομείνει στη Συροπαλαιστίνη. Στο μεταξύ ο Σαλαντίν απελευθέρωσε το βασιλιά της Ιερουσαλήμ, τον Γκυ ντε Λουζινιάν, με αντάλλαγμα την πόλη Ασκαλώνα. Ο Γκυ ντε Λουζινιάν αφού συγκέντρωσε κάποιες δυνάμεις προσπάθησε να αντεπιτεθεί με πρώτη του ενέργεια την επίθεση ενάντια στην 'Ακρα (αρχαία Πτολεμαΐδα), που όμως αντιστάθηκε και πολιορκήθηκε. Ο Γκυ ντε Λουζινιάν αντιμετώπισε και άλλα σοβαρά προβλήματα, όταν ο Κορράδος Μονφερρατικός αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει ως βασιλιά της Ιερουσαλήμ, όταν δε σύντομα πέθανε η σύζυγος του Γκυ ντε Λουζινιάν, η περίφημη Σιβύλλα, που ήταν η πραγματική κληρονόμος του θρόνου, πολλοί τον εγκατέλειψαν για να υποστηρίξουν τον Μονφερρατικό (που στο μεταξύ είχε νυμφευθεί την Ισαβέλλα, αδελφή της Σιβύλλας). Αλλά, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, οι Λατίνοι εξακολουθούσαν να πολιορκούν την 'Ακρα.
Ο ηλικιωμένος αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Α'(Βαρβαρόσσα) ξεκίνησε πρώτος από την Ευρώπη, επικεφαλής στρατού 30.000, δια ξηράς. Αφού, όχι χωρίς πολλές περιπέτειες, διαφωνίες, ακόμη και συγκρούσεις, πέρασε από τα εδάφη των Βυζαντινών, διέσχισε τη Μικρά Ασία, συγκρουόμενος και προς τους Σελτζούκους Τούρκους, τελικά όμως ο ίδιος πνίγηκε στο μικρό ποταμό Καλλίκανδο, πέφτοντας από το άλογό του στο νερό (στις 10 Ιουνίου 1190). Ο στρατός του όμως συνέχισε την πορεία, δίνοντας σκληρές μάχες, μέχρι που έφθασε στη Συρία, και συνενώθηκε με τους άλλους Σταυροφόρους.
Ο Φίλιππος Β' Αύγουστος της Γαλλίας, που συνεχώς βρισκόταν σε σύγκρουση με τον Ριχάρδο Α' της Αγγλίας, ξεκίνησε με καράβια από τη Σικελία στις 30 Μαρτίου 1191 και έφθασε λίγο αργότερα στην 'Ακρα. Ο Ριχάρδος Α' είχε διαχειμάσει στη Σικελία (αν και είχε ξεκινήσει την εκστρατεία μαζί με τον Φίλιππο Β', από τη Γαλλία τον Ιούνιο του 1190). Στη Σικελία αρραβωνιάστηκε τη Βερεγγάρια της Ναβάρρας (κόρη του Σάντσο Στ' του Σοφού, βασιλιά της Ναβάρρας [ Ισπανίας]) που την πήρε μαζί του στην εκστρατεία, όπως και την αδελφή του, την Ιωάννα της Σικελίας σύζυγο του αποθανόντος ήδη βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμου Β').
Ο Ριχάρδος Α' ξεκίνησε τελικά τελευταίος. Αναχώρησε με το στόλο του από τη Σικελία στις 10 Απριλίου 1191. 'Εφθασε δε στους Αγίους Τόπους με ακόμη περισσότερη καθυστέρηση, αφού καθ' οδόν αποφάσισε να κατακτήσει την Κύπρο...
Οι υπάρχουσες μαρτυρίες αφήνουν να νοηθεί ότι η κατάσταση στην Κύπρο από τον Ριχάρδο Α' της Αγγλίας, είχε ξεκινήσει από ένα τυχαίο περιστατικό: την ακούσια άφιξη στο νησί της αρρβωνιαστικιάς του Βερεγγάριας της Ναβάρρας και της αδελφής του Ιωάννας της Σικελίας, προς τις οποίες ο Ισαάκιος Κομνηνός δεν είχε συμπεριφερθεί ιπποτικά.
Μπορούμε, όμως, να δεχθούμε ασυζητητί αυτήν την άποψη περί του τυχαίου;
Νομίζουμε πως όχι. Οι εκστρατεύοντες Σταυροφόροι είχαν και τα σχέδια και την πολιτική τους. 'Οπως είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα στη Συροπαλαιστίνη, με την αντεπίθεση του Σαλαντίν, η Κύπρος ασφαλώς φαινόταν τώρα πολύ περισσότερο χρήσιμη για τους Σταυροφόρους. Θα ήταν η επόμενη " θέση υποχώρησης" των δυνάμεών τους, εάν ερρίχνοντο τελικά στη θάλασσα από τον Σαλαντίν, αλλά και μια σταθερή γι' αυτούς βάση, όπως και σημείο ανεφοδιασμού, δεδομένου του γεγονότος ότι σχεδόν ολόκληρη η Συροπαλαιστίνη (στην οποία διεξάγονταν στρατιωτικές επιχειρήσεις) βρισκόταν υπό την κατοχή των αντιπάλων τους. Εξάλλου η Κύπρος, διαχωρισμένη ήδη τώρα από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, χάρη στον Ισαάκιο Κομνηνό, αποτελούσε ευκολότερη λεία για τους Σταυροφόρους. Από την άλλη, τα αντιλατινικά αισθήματα του Ισαάκιου Κομνηνού, ακόμη και κάποια πιθανή συμφωνία του που λεγόταν ότι είχε κάμει με τον Σαλαντίν και που μάλλον θα προέβλεπε τουλάχιστον την μη παροχή οποιωνδήποτε διευκολύνσεων προς τους Σταυροφόρους, ασφαλώς δεν ήταν δυνατό να αγνοηθούν από αυτούς, ιδίως εκείνη τη στιγμή κατά την οποία τόσο πολύ πιέζονταν στην Συρία. Τέλος, η προοπτική της εξασφάλισης κέρδους από τα πλούτη της Κύπρου για πολλούς από τους Σταυροφόρους που πρόσβλεπαν και στη λεηλασία και λαφυραγωγία, δε θα πρέπει να παραβλέπεται. Γενικότερα, οι Σταυροφορίες είχαν μεν περιβληθεί με τη θρησκευτική αίγλη ενός "ιερού πολέμου" κατά των απίστων που "βεβήλωναν" τους αγίους τόπους, αλλά στην πραγματικότητα απέβλεπαν στην κατάκτηση νέων εδρών, στην ευρωπαϊκή εξάπλωση προς την ανατολή, στην ισχυρή παρουσία των Λατίνων στην περιοχή, που θα διασφάλιζε - μεταξύ άλλων - τον έλεγχο των μεγάλων εμπορικών οδών ανατολής - δύσης και φυσικά θα εξασφάλιζε πολύ σημαντικά κέρδη. Σε αυτό το πλαίσιο της προσπάθειας των Λατίνων, η καίρια γεωγραφική θέση της Κύπρου δεν μπορούσε να αγνοηθεί.
Νομίζουμε, λοιπόν, ότι ο Ριχάρδος Α' είχε, εξαρχής, αναλάβει την αποστολή να κατακτήσει την Κύπρο καθ' οδόν προς τους αγίους τόπους, και ότι τα λίγα καράβια του που αφίχθησαν πρώτα στο νησί, δεν είχαν φθάσει τυχαία για να ναυαγήσουν ή να εξωκείλουν στα νερά της Λεμεσού. Αντίθετα, η Κύπρος θα είχε, πιθανότατα, οριστεί ως ο τόπος συγκέντρωσης των καραβιών, σε περίπτωση διασκορπισμού του αγγλικού στόλου στη θάλασσα, πράγμα που συνέβη.
Την πληροφορία για πιθανή συμμαχία ή συμφωνία μεταξύ Ισαάκιου Κομνηνού και Σαλαντίν, που προέβλεπε τη μη παροχή διευκολύνσεων εκμέρους της Κύπρου στους σταυροφόρους (περιλαμβανομένης της άρνησης για προμήθεια εφοδίων προς αυτούς), έχουμε τον Ambroise d' Evreux (V, 1389). Ο Ambroise (Αμβρόσιος) ήταν Νορμανδός λόγιος - ποιητής, που είχε συνοδεύσει ως ραψωδός τον Ριχάρδο Α' κατά την τρίτη σταυροφορία. Το σχετικό έργο του, ένα εκτενές ποίημα 12.000 στροφών που σώθηκε σε ένα αγγλονορμανδικό χειρόγραφο (που δεν ήταν το αρχικό, πάντως), φέρει το χαρακτηριστικό τίτλο: Estoire de la Guerre Sainte (= Ιστορία του ιερού πολέμου). Χρησιμοποιήθηκε δε σαν βασική πηγή περί της εκστρατείας του Ριχάρδου Α'(Itinerarium Regis Richardi).
Αλλά και ο Guillaume le Breton (στο έργο του Philippis, πρβλ. George Hill, A History of Cyprus, I,1972, p.317) διασώζει την πληροφορία ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός είχε εκδόσει διαταγές σύμφωνα προς τις οποίες δε θα έπρεπε να επιτρέπεται σε κανένα από τα καράβια των σταυροφόρων να προσεγγίσουν οποιοδήποτε από τα λιμάνια της Κύπρου. Το μέτρο αυτό είχε ληφθεί, πιθανότατα, προς υλοποίηση της συμφωνίας μεταξύ του Ισαάκιου Κομνηνού και του Σαλαντίν. Αλλά είναι επίσης πολύ πιθανόν ότι ο Ισαάκιος προσπαθούσε, με τέτοιους τρόπους να κρατήσει την Κύπρο έξω από την πορεία των σταυροφόρων - ή, ορθότερα, να κρατήσει τους σταυροφόρους μακριά από την Κύπρο - φοβούμενος για εκτεταμένες λεηλασίες και άλλα παρόμοια από αυτούς, εάν αφήνονταν να περνούν από το νησί. Οι προηγούμενες διελεύσεις των σταυροφόρων από τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποτελούσαν συγκλονιστική εμπειρία.
Ο Ριχάρδος Α' αναχώρησε με το στόλο του από τη Σικελία, όπως σημειώσαμε ήδη, στις 10 Απριλίου 1191. Σύντομα συνάντησε θαλασσοταραχή που σκόρπισε τα καράβια του. Μερικά απ' αυτά, περιλαμβανόμενου κι εκείνου στο οποίο βρισκόταν ο ίδιος, πέρασαν από την Κρήτη όπου και παρέμειναν για μια μέρα και στη συνέχεια έπλευσαν στη Ρόδο όπου και στάθμευσαν για άλλες δέκα μέρες. 'Αλλα από τα καράβια του συνέχισαν την πορεία τους στη θάλασσα και προσέγγισαν στην Κύπρο. Δύο από αυτά ναυάγησαν κοντά στις νότιες ακτές του νησιού και πολλοί από τους επιβαίνοντες σ' αυτά πνίγηκαν. Μεταξύ των πτωμάτων, που τα κύματα εξέβρασαν στην ακτή, ήταν και εκείνο του καγκελλάριου (ή αντικαγκελλάριου) του Ριχάρδου Α', του Rogerus Malus Catulus (ο George Hill, ό.π.π.p.317, τον αναφέρει ως Roger Malcael ή Malchiel, που φορούσε στο λαιμό του τη βασιλική σφραγίδα, την οποία πήρε αργότερα πίσω ο 'Αγγλος βασιλιάς από τον Κύπριο χωρικό που την είχε αφαιρέσει από το πτώμα).
Στην Κύπρο έφθασε και το καράβι στο οποίο βρισκόταν η αρραβωνιαστικιά του Ριχάρδου Βερεγγάρια και η αδελφή του Ιωάννα. Το καράβι αγκυροβόλησε στον όρμο της Λεμεσού, ενώ στην περιοχή είχε σπεύσει στο μεταξύ και ο Ισαάκιος Κομνηνός, επικεφαλής στρατιωτικής δύναμης. 'Οσοι από τους ναυαγούς των δύο άλλων καραβιών σώθηκαν και βγήκαν στη στεριά, συνελήφθησαν από τον Ισαάκιο και φυλακίσθηκαν. Οι δύο υψηλές κυρίες δε βγήκαν στη στεριά αλλά παρέμειναν στο αγκυροβολημένο καράβι τους. Ο Ισαάκιος τις κάλεσε να αποβιβαστούν, αλλά εκείνες αρνήθηκαν, φοβούμενες ότι ίσως θα τις συνελάμβανε και ζητούσε την καταβολή λύτρων για απελευθέρωσή τους - πράγμα που συνηθιζόταν. Ωστόσο ζήτησαν από το "βασιλιά" της Κύπρου την άδεια να εφοδιάσουν με νερό το καράβι τους και να συνεχίσουν την πορεία τους στους αγίους τόπους. Ο Ισαάκιος απέρριψε το αίτημά τους. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι ο Ισαάκιος προσπάθησε, κινητοποιώντας δικά του καράβια να αιχμαλωτίσει το καράβι του Ριχάρδου Α', όμως εκείνο έγκαιρα απομακρύνθηκε στα ανοικτά.
Στο μεταξύ, ο ίδιος ο Ριχάρδος είχε αναχωρήσει με τον υπόλοιπο στόλο του από τη Ρόδο κι αφού ακολούθησε πορεία κατά μήκος των νοτίων ακτών της Μικράς Ασίας, αποφεύγοντας και κίνδυνο καταστροφής από τρικυμία στην περιοχή της Ατταλείας, έφθασε τελικά στον κόλπο της Λεμεσού στις 6 Μαΐου, 1191.
Πώς ακριβώς εξελίχθηκαν στη συνέχεια τα γεγονότα, δεν είναι σαφές. Μερικές πηγές (της πλευράς του Ριχάρδου Α') ισχυρίζονται ότι ο Ισαάκιος προσπάθησε να εμποδίσει την αποβίβαση των σταυροφορικών στρατευμάτων στο νησί, παρατάσσοντας κατά μήκος της ακτής τις δυνάμεις του (στις οποίες, εκτός από τους 'Ελληνες, υπηρετούσαν και αρκετοί Αρμένιοι) και δίνοντας σκληρές μάχες προς τις δυνάμεις του Ριχάρδου οι οποίες προσπάθησαν να αποβιβαστούν. Κι ότι η αποβίβαση έγινε, τελικά, ύστερα από πεισματικές συγκρούσεις. 'Αλλες πηγές ισχυρίζονται ότι οι δυνάμεις του Ριχάρδου αποβιβάστηκαν χωρίς να συναντήσουν πραγματική αντίσταση, επειδή ο Ισαάκιος, όταν είδε τα στρατεύματα να βγαίνουν στην παραλία, σε διάφορα μέρη, με μικρές φορτηγίδες (νάκκας) και να απειλούν την πόλη Λεμεσού, ενώ παράλληλα τα καράβια του 'Αγγλου βασιλιά παρέπλεαν τις ακτές, απέσυρε το δικό του στράτευμα προς τα βουνά και μάλιστα στο ορεινό χωριό Κοιλάνι. Κατά μια άλλη εκδοχή, οι δυνάμεις που αποβιβάζονταν είχαν προξενήσει σοβαρές απώλειες στο στράτευμα του Ισαάκιου και τελικά επετέθησαν αιφνιδιαστικά (;) την επόμενη αυγή (δηλαδή στις 7 ή στις 8 Μαΐου) εναντίον και του στρατοπέδου του που βρισκόταν κάπου κοντά στη Λεμεσό και προς τα ενδότερα, οπότε ο ίδιος ο Ισαάκιος σώθηκε τρεπόμενος σε φυγή προς τα ορεινά. Φεύγοντας μάλιστα ο Ισαάκιος, εγκατέλειψε και την ίδια τη χρυσοκέντητη σημαία του, την οποία ο Ριχάρδος αφιέρωσε αργότερα στο αββαείο του St. Edmundsbury (στην Ανατολική Αγγλία).
Θα πρέπει να δεχθούμε ότι πράγματι ο Ισαάκιος είχε αρνηθεί να επιτρέψει την αποβίβαση στρατευμάτων του Ριχάρδου στο νησί, ή έστω τον ανεφοδιασμό των καραβιών του. Η αποβίβαση όμως έγινε, κι αναφέρεται ότι ο 'Αγγλος βασιλιάς έδωσε εντολές στους άνδρες του να αποφύγουν να βλάψουν τους κατοίκους του νησιού. Συνελήφθησαν όμως πολλοί αιχμάλωτοι, 'Ελληνες και Αρμένιοι, από το στρατό του Ριχάρδου. Εξάλλου, μερικοί Λατίνοι έμποροι που ζούσαν στην Κύπρο, είχαν σπεύσει να καλωσορίσουν τον Ριχάρδο (μάλιστα αναφέρεται ότι τον είχαν επισκεφθεί και στο καράβι του, πριν ο ίδιος αποβιβαστεί στο νησί) και να τον πληροφορήσουν περί της τυραννικής συμπεριφοράς του Ισαακίου. Αλλά και πολλοί Κύπριοι (περιλαμβανομένων, μάλλον, και αριστοκρατών ή και πλουσίων, που είχαν υποφέρει από τον Ισαάκιο πολλά) δέχθηκαν με ικανοποίηση την άφιξη στην Κύπρο του Ριχάρδου. Ο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων εκείνων, ο άγιος Νεόφυτος ο 'Εγκλειστος, στο κείμενό του Περί τών κατά τήν χώραν Κύπρον σκαιών, κάνει σχετική νύξη:
... Τούτων δέ ούτως εχόντων, ιδού καί Ιγκλίτερ [= 'Αγγλος] προσβάλλει τή Κύπρω, καί θάττον πρός αυτόν έδραμον πάντες. Τότε ο βασιλεύς [ =ο Ισαάκιος] έρημος εναπομείνας λαού, προύδωκε καί αυτός χερσί τού Ιγκλιτέρρων...
Ο άγιος Νεόφυτος, που ομιλεί τόσο εναντίον του Ισαάκιου όσο και εναντίον του Ριχάρδου, είναι ίσως η πιο αντικειμενική πηγή των γεγονότων. Δυστυχώς όμως δε δίνει λεπτομέρειες αλλά αντίθετα γράφει πολύ συνοπτικά. 'Οταν όμως λέγει ότι ο Ισαάκιος αναγκάστηκε τελικά να παραδοθεί στα χέρια των 'Αγγλων, αφού παρέμεινε έρημος λαού, δηλαδή χωρίς καμιά υποστήριξη εκ μέρους αυτού τούτου του λαού της Κύπρου, θα πρέπει να τον πιστέψουμε. Υποστηρίζοντας τον 'Αγγλο βασιλιά, οι Κύπριοι ήλπιζαν ότι αφ' ενός θα μπορούσαν μέσω αυτού να απαλλαγούν από την επτάχρονη σχεδόν τυραννία του Ισαακίου κι αφ' ετέρου θα είχαν την εύνοια του Ριχάρδου. Ακόμη, ίσως πίστευαν ότι τελικά ο Ριχάρδος θα έφευγε και η Κύπρος θα επανενωνόταν με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Στις 9 ή στις 10 Μαΐου, δηλαδή την τρίτη μέρα μετά την αποβίβαση, ο Ριχάρδος έστειλε μήνυμα στον Ισαάκιο, καλώντας τον σε συνάντηση και συζήτηση της κατάστασης. Κατ' άλλην εκδοχή, τη συνάντηση ζήτησε ο Ισαάκιος και απεδέχθη ο Ριχάρδος. Η διευθέτηση έγινε με τη μεσολάβηση Ιωαννιτών ιπποτών και η συνάντηση έγινε είτε στο χωριό Κολόσσι, κατά μιαν εκδοχή, είτε σε κάποιο περιβόλι στην οδό μεταξύ Λεμεσού και Κιτίου (σημερινής Λάρνακας). Το Κολόσσι φαίνεται ως πιθανότερος τόπος συνάντησης, εάν δεχθούμε ότι ο Ισαάκιος βρισκόταν ακόμη στο χωριό Κοιλάνι αντί στην πρωτεύουσα Λευκωσία.
Η συνάντηση, πάντως, των δυο πραγματοποιήθηκε με θετικά, εκ πρώτης όψεως, αποτελέσματα. Δηλαδή με κατάληξη σε μια συμφωνία, της οποίας όμως οι όροι δίνονται διαφορετικοί στις υπάρχουσες πηγές.
Αναφέρεται, συγκεκριμένα, ότι ο Ριχάρδος κάλεσε κατ' αρχήν τον Ισαάκιο να σταματήσει να αντιτίθεται στην πραγματοποίηση της Σταυροφορίας αλλά και να συμμετάσχει κι ο ίδιος σ' αυτή. Ο Ισαάκιος αρνήθηκε να πάρει μέρος στη Σταυροφορία προσωπικά, με τη δικαιολογία ότι, εάν εγκατέλειπε το νησί, οι κάτοικοι θα επαναστατούσαν - με την υποκίνηση και συμπαράσταση και του αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως - και αυτός θα έχανε την εξουσία. 'Ομως συμφώνησε να ενισχύσει τη Σταυροφορία με παραχώρηση στρατιωτικής μονάδας από 200 άνδρες ή, κατά μιαν πηγή, από 100 ιππότες και 400 ιππείς, όπως και άλλους 500 πεζούς (δηλαδή με ένα σύνολο 1.000 ανδρών). Επίσης, φάνηκε διατεθειμένος να παραχωρήσει δωρεάν εφόδια και προμήθειες στους Σταυροφόρους. Επιπλέον, προσφέρθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις ύψους 20.000 χρυσών μάρκων (ή, Κατ' άλλην πηγή, 3.500 ασημένιων μάρκων) για τη λεηλασία των δυο καραβιών του Ριχάρδου που είχαν βουλιάξει στα νερά της Κύπρου και την κατάσχεση των υπαρχόντων εκείνων τους οποίους είχε συλλάβει. Ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας, ο Ισαάκιος προθυμοποιήθηκε να παραχωρήσει τη μονάκριβη κόρη του (το γιο του τον είχε σκοτώσει) ως όμηρο. Δεν είχε διασωθεί το όνομα αυτής της κόρης του Ισαάκιου, που παρέμεινε γνωστή ως "πριγκίπισσα της Κύπρου".
Στο μεταξύ, στις 11 Μαΐου, έφθασαν στην Κύπρο από την 'Ακρα τρία σταυροφορικά καράβια για να ενισχύσουν τις δυνάμεις του Ριχάρδου. Μετέφεραν στο νησί 160 ιππότες, της παράταξης που αντετίθετο στον Κορράδο τον Μομφερρατικό, επικεφαλής των οποίων βρισκόταν ο Γκυ ντε Λουζινιάν, ο χωρίς βασίλειο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, του οποίου ο οίκος (στην πόλη Λουζινιάν της Γαλλίας) ήταν υποτελής στον Ριχάρδο. 'Ισως ο Γκυ ντε Λουζινιάν και οι άλλοι νεοαφιχθέντες ιππότες να είχαν συμβάλει με τη γνώμη τους στη λήψη της απόφασης να κρατηθεί η Κύπρος από τους Σταυροφόρους, ως απαραίτητη σ' αυτούς λόγω της στρατηγικής της σημασίας. Η συνάντηση και διαπραγμάτευση μεταξύ Ριχάρδου και Ισαακίου θα πρέπει να έγινε αυτήν την ίδια μέρα, δηλαδή στις 11 Μαΐου, εφόσον αναφέρεται ότι ο Γκυ ντε Λουζινιάν παρευρισκόταν στην τελετή κατά την οποία ο Ισαάκιος Κομνηνός ορκίστηκε υποτέλεια στον 'Αγγλο βασιλιά και τήρηση των όρων που είχαν συμφωνηθεί. Στην τελετή παρευρίσκονταν και άλλοι ευγενείς που είχαν έλθει μαζί με τον Γκυ ντε Λουζινιάν από την 'Ακρα, όπως ο Βοημούνδος Γ' της Αντιοχείας, ο Ρεϋμόνδος Γ' της Τριπόλεως, ο Λέων Β', αδελφός του Ρούπεν Γ', της Μικρής Αρμενίας τον οποίο είχε διαδεχθεί από το 1185 που πέθανε, και άλλοι ακόμη που είχαν σπεύσει - μόλις αφίχθησαν στο νησί- να δηλώσουν πίστη στον 'Αγγλο βασιλιά στον οποίο και παρέδωσαν τα ξίφη τους. Επιπλέον, ο Γκυ ντε Λουζινιάν ζήτησε τη συνδρομή του Ριχάρδου για να αποκτήσει ξανά το βασίλειο της Ιερουσαλήμ.
'Ομως αργότερα την ίδια μέρα ο Ισαάκιος αποφάσισε να μην τηρήσει τίποτα από όσα συμφωνήθηκαν.
Προφανώς, όταν συναντήθηκε με τον Ριχάρδο στο στρατόπεδο των 'Αγγλων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δυνάμεις του δεν ήσαν τόσες πολλές κι ότι θα μπορούσε να τις πολεμήσει με επιτυχία. Μάλιστα κατά μια άποψη, ο Ισαάκιος επεδίωξε (ή δέχθηκε) να συναντηθεί με τον Ριχάρδο, ακριβώς για να διαπιστώσει πόσες ήσαν οι δυνάμεις του εχθρού του. Και τώρα, αφού αρχικά (υποκρινόμενος ή όχι) κατέληξε στη συμφωνία με τον αρχηγό των εισβολέων, έφυγε εσπευσμένα από εκεί - ή και κρυφά - και με τα υπολείμματα του στρατού του, βάδισε προς τη Λευκωσία. Ταυτόχρονα έστειλε ένα μήνυμα στον Ριχάρδο, απαιτώντας από αυτόν να αναχωρήσει αμέσως από την Κύπρο, διαφορετικά θα τον θεωρούσε ως εχθρό (και συνεπώς θα τον πολεμούσε). Κατά μια άλλη άποψη, ο Ισαάκιος υπαναχώρησε και έφυγε κρυφά από το στρατόπεδο του Ριχάρδου, επειδή είχε πληροφορηθεί από κάποιον ιππότη που λεγόταν Paganus de Cayphas, ότι ο 'Αγγλος σκόπευε να τον συλλάβει.
Την επόμενη μέρα, δηλαδή στις 12 Μαΐου 1191, ο Ριχάρδος τέλεσε το γάμο του με τη Βερεγγάρια της Ναβάρρας στη Λεμεσό, σε μια μικρή εκκλησία που ήταν αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο. Ταυτόχρονα, η Βερεγγάρια στέφθηκε εκεί και ως βασίλισσα της Αγγλίας, από τον John Fitz Luke, επίσκοπο του Evreux. (Δε γνωρίζουμε πού ακριβώς βρισκόταν η μικρή εκκλησία του αγίου Γεωργίου στην οποία, όπως αναφέρεται, έγινε ο γάμος του Ριχάρδου με τη Βερεγγάρια. Η επικρατούσα σήμερα παράδοση ότι το γεγονός αυτό συνέβη στο σωζόμενο φρούριο της Λεμεσού [κοντά στο παλαιό λιμάνι της πόλης] είναι λανθασμένη και εντελώς αστήρικτη. Αν και στις πηγές αναφέρεται ότι ο Ριχάρδος, όταν έφθασε στη Λεμεσό, τη βρήκε τειχισμένη, αλλά όχι με ισχυρά τείχη, το σωζόμενο σήμερα φρούριο δεν είχε κτιστεί ακόμη, ο Στέφανος Λουζινιανός λέγει ότι το φρούριο κτίστηκε από τον Γκυ ντε Λουζινιάν [το 1192-1194], ενώ ο Φλώριος Βουστρώνιος λέγει ότι κτίστηκε από τους Ναΐτες [το 1191-1192]. Οποιανδήποτε των δύο απόψεων κι αν δεχθούμε, βλέπουμε ότι ο Ριχάρδος βρέθηκε στην Κύπρο, συνεπώς δεν ήταν δυνατό να τελέσει σ' αυτόν το γάμο του).
Στο μεταξύ κατέπλευσαν στον όρμο Λεμεσού και μερικά άλλα καράβια του στόλου του Ριχάρδου, που αριθμούσε τώρα συνολικά 40 γαλέρες και άλλα 60 καράβια που μετέφεραν πολεμικά άλογα, στρατό και διάφορα εφόδια. Στο στόλο του Ριχάρδου είχαν προστεθεί και 5 κυπριακές γαλέρες που είχαν κυριευθεί στη Λεμεσό. Την επομένη του γάμου του (δηλαδή στις 13 Μαΐου), ο Ριχάρδος κινήθηκε εναντίον του Ισαάκιου. Ο ίδιος, με το στόλο του, έπλευσε προς το Κίτιον (Λάρνακα) και την Αμμόχωστο, ενώ ο στρατός βάδισε από ξηράς προς την ίδια κατεύθυνση. 'Ετσι, οι δυο αυτές πόλεις κατελήφθησαν εύκολα και μάλλον χωρίς καμιά αντίσταση.
Ο Ισαάκιος έστειλε την κόρη του, για περισσότερη ασφάλεια, στο φρούριο της Κερύνειας, στο οποίο έστειλε και κάποιους θησαυρούς του. Κατά μια άποψη, στο φρούριο της Κερύνειας, έστειλε και τη σύζυγό του (αν δεν ήταν αυτή την οποία είχε δολοφονήσει) που ήταν αρμενικής καταγωγής (κόρη του βασιλιά Αρμενίας Θορός Β'). Πιθανώς θεωρούσε την Κερύνεια ως ύστατο καταφύγιό του γιατί προστατευόταν από την οροσειρά του Πενταδακτύλου και γιατί από την πόλη αυτή, εάν τελικά ηττάτο, ήταν δυνατό να διαφύγει με καράβι.
Στην Αμμόχωστο ο Ριχάρδος παρέμεινε τρεις μέρες, κι εκεί ήλθαν να τον συναντήσουν κάποιοι απεσταλμένοι από τις σταυροφορικές δυνάμεις που εξακολουθούσαν να μάχονται στην 'Ακρα, καλώντας τον να σπεύσει εκεί όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ο Ριχάρδος απάντησε ότι κατ' ουδένα λόγο δε θα έφευγε από την Κύπρο, εάν δεν έλυνε πρώτα τη διαφορά του με τον Ισαάκιο Κομνηνό κι εάν δεν κέρδιζε την Κύπρο, που αποτελούσε τόσο σημαντική πηγή προμηθειών για τη Σταυροφορία.
Από τη δική του πλευρά, ο Ισαάκιος κινήθηκε εναντίον του Ριχάρδου, από τη Λευκωσία προς την Αμμόχωστο, έχοντας υπό τις διαταγές του 700 άνδρες. 'Οταν ο 'Αγγλος βασιλιάς έμαθε την κίνηση του Ισαάκιου, ξεκίνησε κι ο ίδιος, με δικό του στρατό, για να τον αντιμετωπίσει στην πεδιάδα. Οι δυο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στην Τρεμιθούντα (σημερινό χωριό Τρεμετουσιά), όπου και συνέβη η αποφασιστική μάχη, στις 17 Μαΐου, 1191.
Ο Ισαάκιος Κομνηνός ηττήθηκε και, από εκείνη τη στιγμή, η Κύπρος ανήκε πλέον στο Ριχάρδο Α'.
Ωστόσο δεν είναι απόλυτα σαφές πώς ακριβώς είχαν εξελιχθεί τα πράγματα κατά και μετά τη μάχη της Τρεμιθούνος, εφόσον δίνονται διαφορετικές εκδοχές στις υπάρχουσες πηγές.
Σύμφωνα προς μια εκδοχή, η σύγκρουση ήταν θυελλώδης και ιδιαίτερα άγρια. Ο ίδιος ο Ισαάκιος επέλεξε να αναμετρηθεί προσωπικά με τον 'Αγγλο βασιλιά και, διασπώντας τις γραμμές των εχθρών, κατόρθωσε να τον πλησιάσει. Η μονομαχία τους, κι ενώ γύρω τους η μάχη μαινόταν, είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Ριχάρδου, όταν ο Ισαάκιος κατόρθωσε να του καταφέρει ένα ισχυρό κτύπημα με το ρόπαλό του. Ενώ όμως ετοιμαζόταν να καταβάλει τον αντίπαλό του, πρόλαβε η φρουρά του Ριχάρδου που περικύκλωσε τον Ισαάκιο και τον αιχμαλώτισε.
Σύμφωνα προς άλλη εκδοχή, κατά τη μάχη ο Ισαάκιος είχε χρησιμοποιήσει δηλητηριασμένα βέλη, αλλά μετά την ήττα του, κατόρθωσε να διαφύγει προς το φρούριο της Καντάρας και απ' εκεί προς τη χερσόνησο της Καρπασίας και τελικά στο ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα (όπου πιθανόν να υφίστατο κάποιο μικρό φρούριο), πριν αναγκαστεί να παραδοθεί. Μια από τις πηγές, ο Βενέδικτος του Πέτερμπορω (Benedict of Peterborough, στο χρονικόν του με τίτλο Gesta Regis Henrici ll et Ricardi I), λέγει ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός είχε καταφύγει στο "ισχυρά οχυρωμένο μοναστήρι που λεγόταν Αγιος Ανδρέας του Ακρωτηρίου". Να υποθέσουμε ότι και αυτό το μοναστήρι ήταν ιδρυμένο από το 12ο (ή ακόμη και 11ο) αιώνα, και ότι, και στην περίπτωση αυτήν υπήρξε συνδυασμός μοναστηριού και παρακείμενου φρουρίου; Από στρατηγική άποψη, πάντως, θα φαινόταν παράδοξο εάν στην εσχατιά αυτήν της Κύπρου δεν υπήρξε κάποια στρατιωτική παρουσία και εγκατάσταση, της οποίας όμως δε σώθηκαν ίχνη.
Αναφέρεται, πάντως, ότι ο Ριχάρδος, μετά τη νίκη του στην Τρεμιθούντα, βάδισε προς τη Λευκωσία η οποία και παραδόθηκε. Στην κυπριακή πρωτεύουσα ο 'Αγγλος βασιλιάς έφθασε άρρωστος, πράγμα που ίσως συνηγόρει υπέρ της εκδοχής ότι ο Ισαάκιος είχε κατορθώσει να τον πληγώσει στη μάχη της Τρεμιθούντος. Στο μεταξύ, ο στρατός συνέχισε την πορεία του προς την Κερύνεια, με επικεφαλή τον Γκυ ντε Λουζινιάν. Η πόλη αυτή παραδόθηκε επίσης, με αποτέλεσμα η κόρη (και πιθανώς και η σύζυγος) του Ισαακίου να συλληφθεί αιχμάλωτη.
Κατά άλλην εκδοχή (Βενέδικτος του Πέτερμπορω) ο Ριχάρδος έστειλε τον Γκυ ντε Λουζινιάν προς καταδίωξη του Ισαακίου, ενώ ο ίδιος ασχολήθηκε με την κατάληψη των διαφόρων φρουρίων και οχυρών του νησιού. Λέγεται ότι μετά την παράδοση της Κερύνειας, παραδόθηκε και το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνος. Παράλληλα, ο Ριχάρδος έστειλε μια δύναμη, υπό την αρχηγία του Robertus de Turneham, να πλεύσει με μερικά καράβια ολόγυρα στο νησί και να καταλάβει όλα τα παράκτια φρούρια και οχυρά. Η αυτή πηγή (Gesta Regis Henrici II...), η οποία πάντως δε μνημονεύει τη μάχη της Τρεμιθούντος, περιγράφει σκηνή κατά την οποία η "πριγκίπισσα της Κύπρου", η κόρη του Ισαακίου Κομνηνού, βγήκε αγέρωχη από το φρούριο της Κερύνειας, βάδισε ανάμεσα στους εχθρούς, γονάτισε μπροστά στον Ριχάρδο και παραδόθηκε σ' αυτόν, παραδίδοντάς του και την πόλη.
Μετά από όλα αυτά, ο Ισαάκιος Κομνηνός αντελήφθη πλέον πως δεν μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα του, οπότε και παραδόθηκε κι ο ίδιος στον Ριχάρδο, στις 25 Μαΐου 1191. Ταυτόχρονα διέταξε τους υπερασπιστές του τελευταίου φρουρίου που του είχε απομείνει, εκείνου του Βουφαβέντο (εναντίον του οποίου ο Ριχάρδος ετοιμαζόταν να επιτεθεί), να παραδοθούν επίσης.
Η ασάφεια στις πηγές συνεχίζεται. Ο συνεχιστής του Γουλιέλμου της Τύρου θεωρεί ότι ο Ριχάρδος είχε κινηθεί από τη Λεμεσό στο Κίτιον κι απ' εκεί στην Τρεμιθούντα και στη Λευκωσία, χωρίς να αναφέρει καθόλου την Αμμόχωστο που μνημονεύεται από άλλους. Μια άλλη πηγή (Roger of Hoveden) μνημονεύει και την Πάφο ως ένα των φρουρίων του Ισαακίου (castellum quod dicitur Baffes) που είχαν παραδοθεί στον 'Αγγλο βασιλιά. Προφανώς θα επρόκειτο για το ισχυρό φρούριο που είναι σήμερα ερειπωμένο και γνωστό με το όνομα "Σαράντα Κολώνες". Περιέργως, δε μνημονεύεται η αξιόλογη Αμαθούς, πόλη που ευημερούσε ως αυτήν την εποχή και που δέχθηκε το τελειωτικό κτύπημα από τον Ριχάρδο, εφόσον μέχρι το 1191 τερματίζεται η ιστορία της πόλης αυτής.
Η παράδοση του Ισαάκιου στον Ριχάρδο έγινε, βέβαια χωρίς όρους εφόσον ο "βασιλιάς" της Κύπρου δεν ήταν σε θέση να υποβάλει οποιαδήποτε απαίτηση. Λέγεται ότι δήθεν ζήτησε μόνο να μη δεθεί με σιδερένιες αλυσίδες, ο δε 'Αγγλος βασιλιάς διέταξε να τον δέσουν με χρυσές ή ασημένιες!
πηγή daedulus.gr
Την πληροφορία έχουμε από ανατολική πηγή, τον Beha-ed-din ibn Shaddad (στο κείμενό του στο Historiens Orientaux, III, p.213, πρβλ.George Hill, A History of Cyprus, I,1972, p. 315). Ο συγγραφέας της είδησης αυτής λέγει ότι είχε πληροφορηθεί τα γεγονότα από επιστολή που είχε σταλεί από την Αντιόχεια νωρίς το Μάιο του 1191, συνεπώς η επιδρομή θα πρέπει να συνέβη λίγο πιο πριν. Αυτοί οι Φράγκοι, που αναφέρονται ως αρνησίθρησκοι, θα πρέπει να ήσαν μέλη κάποιας ομάδας που όχι μόνο επεβίωσε και παρέμεινε στη Συρία μετά την πτώση των Σταυροφορικών κρατών, αλλά συνεργάζονταν κιόλας με τους Μουσουλμάνους. 'Εχοντας στη διάθεσή τους μερικά καράβια, αυτοί οι Φράγκοι, των οποίων ο αριθμός δεν αναφέρεται, επέδραμαν στην Κύπρο από τη Λαοδίκεια. Αποβιβάστηκαν σε κάποια περιοχή του νησιού, κατά την ημέρα εορτής (πιθανώς του Πάσχα;) και αναμίχθηκαν με το πλήθος των Κυπρίων που πανηγύριζε σε " κάποια εκκλησία κοντά στη θάλασσα". Και ξαφνικά επετέθησαν κατά του ανυποψίαστου πλήθους, συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους. Αφού λεηλάτησαν και την περιοχή, αναχώρησαν για τη Λαοδίκεια, μεταφέροντας μαζί τους πολλά λάφυρα και πολλούς αιχμαλώτους, κυρίως γυναίκες.
Ωστόσο φαίνεται ότι το επεισόδιο αυτό ήταν μεμονωμένο και χωρίς ιδιαίτερη σημασία, ένα από τα πολλά παρόμοια που συνέβαιναν συχνά, ιδίως λόγω της μόνιμης δραστηριότητας των πειρατών στην ανατολική Μεσόγειο.
Στο μεταξύ όμως, ενώ συνέβαιναν αυτά ο πραγματικός για την Κύπρο κίνδυνος έπλεε ήδη προς τα ανατολικά: ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος Α' αναχώρησε με το στόλο του από τη Σικελία, στις 10 Απριλίου, 1191, με προορισμό τους Αγίους Τόπους.
Η τρίτη Σταυροφορία είχε κηρυχθεί αμέσως μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ στα χέρια του Σαλαντίν, από τον πάπα Γρηγόριον Η'(που μόλις είχε διαδεχθεί τον αποθανόντα Ουρβανόν Γ'). Ωστόσο καθυστέρησε αρκετά να πραγματοποιηθεί, κυρίως λόγω διαφορών μεταξύ των κυριοτέρων βασιλιάδων της Ευρώπης (του Φιλίππου Β' Αυγούστου της Γαλλίας, του Φρειδερίκου Α' Βαρβαρόσσα της Γερμανίας και του Ριχάρδου Α' της Αγγλίας). Η άμεση ανταπόκριση μερικών άλλων (όπως ο Γουλιέλμος Β' της Σικελίας, που σταμάτησε τις εχθροπραξίες με τους Βυζαντινούς και έστειλε δυνάμεις του στους αγίους τόπους, αλλά πέθανε το 1189, καθώς και καράβια από τη Δανία, τη Φλάνδρα και αλλού) προσέφερε μικρή μεν βοήθεια στους Σταυροφόρους αλλά ικανή για να τους ενισχύσει ώστε να κρατήσουν τα ελάχιστα εδάφη που τους είχαν απομείνει στη Συροπαλαιστίνη. Στο μεταξύ ο Σαλαντίν απελευθέρωσε το βασιλιά της Ιερουσαλήμ, τον Γκυ ντε Λουζινιάν, με αντάλλαγμα την πόλη Ασκαλώνα. Ο Γκυ ντε Λουζινιάν αφού συγκέντρωσε κάποιες δυνάμεις προσπάθησε να αντεπιτεθεί με πρώτη του ενέργεια την επίθεση ενάντια στην 'Ακρα (αρχαία Πτολεμαΐδα), που όμως αντιστάθηκε και πολιορκήθηκε. Ο Γκυ ντε Λουζινιάν αντιμετώπισε και άλλα σοβαρά προβλήματα, όταν ο Κορράδος Μονφερρατικός αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει ως βασιλιά της Ιερουσαλήμ, όταν δε σύντομα πέθανε η σύζυγος του Γκυ ντε Λουζινιάν, η περίφημη Σιβύλλα, που ήταν η πραγματική κληρονόμος του θρόνου, πολλοί τον εγκατέλειψαν για να υποστηρίξουν τον Μονφερρατικό (που στο μεταξύ είχε νυμφευθεί την Ισαβέλλα, αδελφή της Σιβύλλας). Αλλά, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, οι Λατίνοι εξακολουθούσαν να πολιορκούν την 'Ακρα.
Ο ηλικιωμένος αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Α'(Βαρβαρόσσα) ξεκίνησε πρώτος από την Ευρώπη, επικεφαλής στρατού 30.000, δια ξηράς. Αφού, όχι χωρίς πολλές περιπέτειες, διαφωνίες, ακόμη και συγκρούσεις, πέρασε από τα εδάφη των Βυζαντινών, διέσχισε τη Μικρά Ασία, συγκρουόμενος και προς τους Σελτζούκους Τούρκους, τελικά όμως ο ίδιος πνίγηκε στο μικρό ποταμό Καλλίκανδο, πέφτοντας από το άλογό του στο νερό (στις 10 Ιουνίου 1190). Ο στρατός του όμως συνέχισε την πορεία, δίνοντας σκληρές μάχες, μέχρι που έφθασε στη Συρία, και συνενώθηκε με τους άλλους Σταυροφόρους.
Ο Φίλιππος Β' Αύγουστος της Γαλλίας, που συνεχώς βρισκόταν σε σύγκρουση με τον Ριχάρδο Α' της Αγγλίας, ξεκίνησε με καράβια από τη Σικελία στις 30 Μαρτίου 1191 και έφθασε λίγο αργότερα στην 'Ακρα. Ο Ριχάρδος Α' είχε διαχειμάσει στη Σικελία (αν και είχε ξεκινήσει την εκστρατεία μαζί με τον Φίλιππο Β', από τη Γαλλία τον Ιούνιο του 1190). Στη Σικελία αρραβωνιάστηκε τη Βερεγγάρια της Ναβάρρας (κόρη του Σάντσο Στ' του Σοφού, βασιλιά της Ναβάρρας [ Ισπανίας]) που την πήρε μαζί του στην εκστρατεία, όπως και την αδελφή του, την Ιωάννα της Σικελίας σύζυγο του αποθανόντος ήδη βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμου Β').
Ο Ριχάρδος Α' ξεκίνησε τελικά τελευταίος. Αναχώρησε με το στόλο του από τη Σικελία στις 10 Απριλίου 1191. 'Εφθασε δε στους Αγίους Τόπους με ακόμη περισσότερη καθυστέρηση, αφού καθ' οδόν αποφάσισε να κατακτήσει την Κύπρο...
Οι υπάρχουσες μαρτυρίες αφήνουν να νοηθεί ότι η κατάσταση στην Κύπρο από τον Ριχάρδο Α' της Αγγλίας, είχε ξεκινήσει από ένα τυχαίο περιστατικό: την ακούσια άφιξη στο νησί της αρρβωνιαστικιάς του Βερεγγάριας της Ναβάρρας και της αδελφής του Ιωάννας της Σικελίας, προς τις οποίες ο Ισαάκιος Κομνηνός δεν είχε συμπεριφερθεί ιπποτικά.
Μπορούμε, όμως, να δεχθούμε ασυζητητί αυτήν την άποψη περί του τυχαίου;
Νομίζουμε πως όχι. Οι εκστρατεύοντες Σταυροφόροι είχαν και τα σχέδια και την πολιτική τους. 'Οπως είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα στη Συροπαλαιστίνη, με την αντεπίθεση του Σαλαντίν, η Κύπρος ασφαλώς φαινόταν τώρα πολύ περισσότερο χρήσιμη για τους Σταυροφόρους. Θα ήταν η επόμενη " θέση υποχώρησης" των δυνάμεών τους, εάν ερρίχνοντο τελικά στη θάλασσα από τον Σαλαντίν, αλλά και μια σταθερή γι' αυτούς βάση, όπως και σημείο ανεφοδιασμού, δεδομένου του γεγονότος ότι σχεδόν ολόκληρη η Συροπαλαιστίνη (στην οποία διεξάγονταν στρατιωτικές επιχειρήσεις) βρισκόταν υπό την κατοχή των αντιπάλων τους. Εξάλλου η Κύπρος, διαχωρισμένη ήδη τώρα από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, χάρη στον Ισαάκιο Κομνηνό, αποτελούσε ευκολότερη λεία για τους Σταυροφόρους. Από την άλλη, τα αντιλατινικά αισθήματα του Ισαάκιου Κομνηνού, ακόμη και κάποια πιθανή συμφωνία του που λεγόταν ότι είχε κάμει με τον Σαλαντίν και που μάλλον θα προέβλεπε τουλάχιστον την μη παροχή οποιωνδήποτε διευκολύνσεων προς τους Σταυροφόρους, ασφαλώς δεν ήταν δυνατό να αγνοηθούν από αυτούς, ιδίως εκείνη τη στιγμή κατά την οποία τόσο πολύ πιέζονταν στην Συρία. Τέλος, η προοπτική της εξασφάλισης κέρδους από τα πλούτη της Κύπρου για πολλούς από τους Σταυροφόρους που πρόσβλεπαν και στη λεηλασία και λαφυραγωγία, δε θα πρέπει να παραβλέπεται. Γενικότερα, οι Σταυροφορίες είχαν μεν περιβληθεί με τη θρησκευτική αίγλη ενός "ιερού πολέμου" κατά των απίστων που "βεβήλωναν" τους αγίους τόπους, αλλά στην πραγματικότητα απέβλεπαν στην κατάκτηση νέων εδρών, στην ευρωπαϊκή εξάπλωση προς την ανατολή, στην ισχυρή παρουσία των Λατίνων στην περιοχή, που θα διασφάλιζε - μεταξύ άλλων - τον έλεγχο των μεγάλων εμπορικών οδών ανατολής - δύσης και φυσικά θα εξασφάλιζε πολύ σημαντικά κέρδη. Σε αυτό το πλαίσιο της προσπάθειας των Λατίνων, η καίρια γεωγραφική θέση της Κύπρου δεν μπορούσε να αγνοηθεί.
Νομίζουμε, λοιπόν, ότι ο Ριχάρδος Α' είχε, εξαρχής, αναλάβει την αποστολή να κατακτήσει την Κύπρο καθ' οδόν προς τους αγίους τόπους, και ότι τα λίγα καράβια του που αφίχθησαν πρώτα στο νησί, δεν είχαν φθάσει τυχαία για να ναυαγήσουν ή να εξωκείλουν στα νερά της Λεμεσού. Αντίθετα, η Κύπρος θα είχε, πιθανότατα, οριστεί ως ο τόπος συγκέντρωσης των καραβιών, σε περίπτωση διασκορπισμού του αγγλικού στόλου στη θάλασσα, πράγμα που συνέβη.
Την πληροφορία για πιθανή συμμαχία ή συμφωνία μεταξύ Ισαάκιου Κομνηνού και Σαλαντίν, που προέβλεπε τη μη παροχή διευκολύνσεων εκμέρους της Κύπρου στους σταυροφόρους (περιλαμβανομένης της άρνησης για προμήθεια εφοδίων προς αυτούς), έχουμε τον Ambroise d' Evreux (V, 1389). Ο Ambroise (Αμβρόσιος) ήταν Νορμανδός λόγιος - ποιητής, που είχε συνοδεύσει ως ραψωδός τον Ριχάρδο Α' κατά την τρίτη σταυροφορία. Το σχετικό έργο του, ένα εκτενές ποίημα 12.000 στροφών που σώθηκε σε ένα αγγλονορμανδικό χειρόγραφο (που δεν ήταν το αρχικό, πάντως), φέρει το χαρακτηριστικό τίτλο: Estoire de la Guerre Sainte (= Ιστορία του ιερού πολέμου). Χρησιμοποιήθηκε δε σαν βασική πηγή περί της εκστρατείας του Ριχάρδου Α'(Itinerarium Regis Richardi).
Αλλά και ο Guillaume le Breton (στο έργο του Philippis, πρβλ. George Hill, A History of Cyprus, I,1972, p.317) διασώζει την πληροφορία ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός είχε εκδόσει διαταγές σύμφωνα προς τις οποίες δε θα έπρεπε να επιτρέπεται σε κανένα από τα καράβια των σταυροφόρων να προσεγγίσουν οποιοδήποτε από τα λιμάνια της Κύπρου. Το μέτρο αυτό είχε ληφθεί, πιθανότατα, προς υλοποίηση της συμφωνίας μεταξύ του Ισαάκιου Κομνηνού και του Σαλαντίν. Αλλά είναι επίσης πολύ πιθανόν ότι ο Ισαάκιος προσπαθούσε, με τέτοιους τρόπους να κρατήσει την Κύπρο έξω από την πορεία των σταυροφόρων - ή, ορθότερα, να κρατήσει τους σταυροφόρους μακριά από την Κύπρο - φοβούμενος για εκτεταμένες λεηλασίες και άλλα παρόμοια από αυτούς, εάν αφήνονταν να περνούν από το νησί. Οι προηγούμενες διελεύσεις των σταυροφόρων από τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποτελούσαν συγκλονιστική εμπειρία.
Ο Ριχάρδος Α' αναχώρησε με το στόλο του από τη Σικελία, όπως σημειώσαμε ήδη, στις 10 Απριλίου 1191. Σύντομα συνάντησε θαλασσοταραχή που σκόρπισε τα καράβια του. Μερικά απ' αυτά, περιλαμβανόμενου κι εκείνου στο οποίο βρισκόταν ο ίδιος, πέρασαν από την Κρήτη όπου και παρέμειναν για μια μέρα και στη συνέχεια έπλευσαν στη Ρόδο όπου και στάθμευσαν για άλλες δέκα μέρες. 'Αλλα από τα καράβια του συνέχισαν την πορεία τους στη θάλασσα και προσέγγισαν στην Κύπρο. Δύο από αυτά ναυάγησαν κοντά στις νότιες ακτές του νησιού και πολλοί από τους επιβαίνοντες σ' αυτά πνίγηκαν. Μεταξύ των πτωμάτων, που τα κύματα εξέβρασαν στην ακτή, ήταν και εκείνο του καγκελλάριου (ή αντικαγκελλάριου) του Ριχάρδου Α', του Rogerus Malus Catulus (ο George Hill, ό.π.π.p.317, τον αναφέρει ως Roger Malcael ή Malchiel, που φορούσε στο λαιμό του τη βασιλική σφραγίδα, την οποία πήρε αργότερα πίσω ο 'Αγγλος βασιλιάς από τον Κύπριο χωρικό που την είχε αφαιρέσει από το πτώμα).
Στην Κύπρο έφθασε και το καράβι στο οποίο βρισκόταν η αρραβωνιαστικιά του Ριχάρδου Βερεγγάρια και η αδελφή του Ιωάννα. Το καράβι αγκυροβόλησε στον όρμο της Λεμεσού, ενώ στην περιοχή είχε σπεύσει στο μεταξύ και ο Ισαάκιος Κομνηνός, επικεφαλής στρατιωτικής δύναμης. 'Οσοι από τους ναυαγούς των δύο άλλων καραβιών σώθηκαν και βγήκαν στη στεριά, συνελήφθησαν από τον Ισαάκιο και φυλακίσθηκαν. Οι δύο υψηλές κυρίες δε βγήκαν στη στεριά αλλά παρέμειναν στο αγκυροβολημένο καράβι τους. Ο Ισαάκιος τις κάλεσε να αποβιβαστούν, αλλά εκείνες αρνήθηκαν, φοβούμενες ότι ίσως θα τις συνελάμβανε και ζητούσε την καταβολή λύτρων για απελευθέρωσή τους - πράγμα που συνηθιζόταν. Ωστόσο ζήτησαν από το "βασιλιά" της Κύπρου την άδεια να εφοδιάσουν με νερό το καράβι τους και να συνεχίσουν την πορεία τους στους αγίους τόπους. Ο Ισαάκιος απέρριψε το αίτημά τους. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι ο Ισαάκιος προσπάθησε, κινητοποιώντας δικά του καράβια να αιχμαλωτίσει το καράβι του Ριχάρδου Α', όμως εκείνο έγκαιρα απομακρύνθηκε στα ανοικτά.
Στο μεταξύ, ο ίδιος ο Ριχάρδος είχε αναχωρήσει με τον υπόλοιπο στόλο του από τη Ρόδο κι αφού ακολούθησε πορεία κατά μήκος των νοτίων ακτών της Μικράς Ασίας, αποφεύγοντας και κίνδυνο καταστροφής από τρικυμία στην περιοχή της Ατταλείας, έφθασε τελικά στον κόλπο της Λεμεσού στις 6 Μαΐου, 1191.
Πώς ακριβώς εξελίχθηκαν στη συνέχεια τα γεγονότα, δεν είναι σαφές. Μερικές πηγές (της πλευράς του Ριχάρδου Α') ισχυρίζονται ότι ο Ισαάκιος προσπάθησε να εμποδίσει την αποβίβαση των σταυροφορικών στρατευμάτων στο νησί, παρατάσσοντας κατά μήκος της ακτής τις δυνάμεις του (στις οποίες, εκτός από τους 'Ελληνες, υπηρετούσαν και αρκετοί Αρμένιοι) και δίνοντας σκληρές μάχες προς τις δυνάμεις του Ριχάρδου οι οποίες προσπάθησαν να αποβιβαστούν. Κι ότι η αποβίβαση έγινε, τελικά, ύστερα από πεισματικές συγκρούσεις. 'Αλλες πηγές ισχυρίζονται ότι οι δυνάμεις του Ριχάρδου αποβιβάστηκαν χωρίς να συναντήσουν πραγματική αντίσταση, επειδή ο Ισαάκιος, όταν είδε τα στρατεύματα να βγαίνουν στην παραλία, σε διάφορα μέρη, με μικρές φορτηγίδες (νάκκας) και να απειλούν την πόλη Λεμεσού, ενώ παράλληλα τα καράβια του 'Αγγλου βασιλιά παρέπλεαν τις ακτές, απέσυρε το δικό του στράτευμα προς τα βουνά και μάλιστα στο ορεινό χωριό Κοιλάνι. Κατά μια άλλη εκδοχή, οι δυνάμεις που αποβιβάζονταν είχαν προξενήσει σοβαρές απώλειες στο στράτευμα του Ισαάκιου και τελικά επετέθησαν αιφνιδιαστικά (;) την επόμενη αυγή (δηλαδή στις 7 ή στις 8 Μαΐου) εναντίον και του στρατοπέδου του που βρισκόταν κάπου κοντά στη Λεμεσό και προς τα ενδότερα, οπότε ο ίδιος ο Ισαάκιος σώθηκε τρεπόμενος σε φυγή προς τα ορεινά. Φεύγοντας μάλιστα ο Ισαάκιος, εγκατέλειψε και την ίδια τη χρυσοκέντητη σημαία του, την οποία ο Ριχάρδος αφιέρωσε αργότερα στο αββαείο του St. Edmundsbury (στην Ανατολική Αγγλία).
Θα πρέπει να δεχθούμε ότι πράγματι ο Ισαάκιος είχε αρνηθεί να επιτρέψει την αποβίβαση στρατευμάτων του Ριχάρδου στο νησί, ή έστω τον ανεφοδιασμό των καραβιών του. Η αποβίβαση όμως έγινε, κι αναφέρεται ότι ο 'Αγγλος βασιλιάς έδωσε εντολές στους άνδρες του να αποφύγουν να βλάψουν τους κατοίκους του νησιού. Συνελήφθησαν όμως πολλοί αιχμάλωτοι, 'Ελληνες και Αρμένιοι, από το στρατό του Ριχάρδου. Εξάλλου, μερικοί Λατίνοι έμποροι που ζούσαν στην Κύπρο, είχαν σπεύσει να καλωσορίσουν τον Ριχάρδο (μάλιστα αναφέρεται ότι τον είχαν επισκεφθεί και στο καράβι του, πριν ο ίδιος αποβιβαστεί στο νησί) και να τον πληροφορήσουν περί της τυραννικής συμπεριφοράς του Ισαακίου. Αλλά και πολλοί Κύπριοι (περιλαμβανομένων, μάλλον, και αριστοκρατών ή και πλουσίων, που είχαν υποφέρει από τον Ισαάκιο πολλά) δέχθηκαν με ικανοποίηση την άφιξη στην Κύπρο του Ριχάρδου. Ο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων εκείνων, ο άγιος Νεόφυτος ο 'Εγκλειστος, στο κείμενό του Περί τών κατά τήν χώραν Κύπρον σκαιών, κάνει σχετική νύξη:
... Τούτων δέ ούτως εχόντων, ιδού καί Ιγκλίτερ [= 'Αγγλος] προσβάλλει τή Κύπρω, καί θάττον πρός αυτόν έδραμον πάντες. Τότε ο βασιλεύς [ =ο Ισαάκιος] έρημος εναπομείνας λαού, προύδωκε καί αυτός χερσί τού Ιγκλιτέρρων...
Ο άγιος Νεόφυτος, που ομιλεί τόσο εναντίον του Ισαάκιου όσο και εναντίον του Ριχάρδου, είναι ίσως η πιο αντικειμενική πηγή των γεγονότων. Δυστυχώς όμως δε δίνει λεπτομέρειες αλλά αντίθετα γράφει πολύ συνοπτικά. 'Οταν όμως λέγει ότι ο Ισαάκιος αναγκάστηκε τελικά να παραδοθεί στα χέρια των 'Αγγλων, αφού παρέμεινε έρημος λαού, δηλαδή χωρίς καμιά υποστήριξη εκ μέρους αυτού τούτου του λαού της Κύπρου, θα πρέπει να τον πιστέψουμε. Υποστηρίζοντας τον 'Αγγλο βασιλιά, οι Κύπριοι ήλπιζαν ότι αφ' ενός θα μπορούσαν μέσω αυτού να απαλλαγούν από την επτάχρονη σχεδόν τυραννία του Ισαακίου κι αφ' ετέρου θα είχαν την εύνοια του Ριχάρδου. Ακόμη, ίσως πίστευαν ότι τελικά ο Ριχάρδος θα έφευγε και η Κύπρος θα επανενωνόταν με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Στις 9 ή στις 10 Μαΐου, δηλαδή την τρίτη μέρα μετά την αποβίβαση, ο Ριχάρδος έστειλε μήνυμα στον Ισαάκιο, καλώντας τον σε συνάντηση και συζήτηση της κατάστασης. Κατ' άλλην εκδοχή, τη συνάντηση ζήτησε ο Ισαάκιος και απεδέχθη ο Ριχάρδος. Η διευθέτηση έγινε με τη μεσολάβηση Ιωαννιτών ιπποτών και η συνάντηση έγινε είτε στο χωριό Κολόσσι, κατά μιαν εκδοχή, είτε σε κάποιο περιβόλι στην οδό μεταξύ Λεμεσού και Κιτίου (σημερινής Λάρνακας). Το Κολόσσι φαίνεται ως πιθανότερος τόπος συνάντησης, εάν δεχθούμε ότι ο Ισαάκιος βρισκόταν ακόμη στο χωριό Κοιλάνι αντί στην πρωτεύουσα Λευκωσία.
Η συνάντηση, πάντως, των δυο πραγματοποιήθηκε με θετικά, εκ πρώτης όψεως, αποτελέσματα. Δηλαδή με κατάληξη σε μια συμφωνία, της οποίας όμως οι όροι δίνονται διαφορετικοί στις υπάρχουσες πηγές.
Αναφέρεται, συγκεκριμένα, ότι ο Ριχάρδος κάλεσε κατ' αρχήν τον Ισαάκιο να σταματήσει να αντιτίθεται στην πραγματοποίηση της Σταυροφορίας αλλά και να συμμετάσχει κι ο ίδιος σ' αυτή. Ο Ισαάκιος αρνήθηκε να πάρει μέρος στη Σταυροφορία προσωπικά, με τη δικαιολογία ότι, εάν εγκατέλειπε το νησί, οι κάτοικοι θα επαναστατούσαν - με την υποκίνηση και συμπαράσταση και του αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως - και αυτός θα έχανε την εξουσία. 'Ομως συμφώνησε να ενισχύσει τη Σταυροφορία με παραχώρηση στρατιωτικής μονάδας από 200 άνδρες ή, κατά μιαν πηγή, από 100 ιππότες και 400 ιππείς, όπως και άλλους 500 πεζούς (δηλαδή με ένα σύνολο 1.000 ανδρών). Επίσης, φάνηκε διατεθειμένος να παραχωρήσει δωρεάν εφόδια και προμήθειες στους Σταυροφόρους. Επιπλέον, προσφέρθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις ύψους 20.000 χρυσών μάρκων (ή, Κατ' άλλην πηγή, 3.500 ασημένιων μάρκων) για τη λεηλασία των δυο καραβιών του Ριχάρδου που είχαν βουλιάξει στα νερά της Κύπρου και την κατάσχεση των υπαρχόντων εκείνων τους οποίους είχε συλλάβει. Ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας, ο Ισαάκιος προθυμοποιήθηκε να παραχωρήσει τη μονάκριβη κόρη του (το γιο του τον είχε σκοτώσει) ως όμηρο. Δεν είχε διασωθεί το όνομα αυτής της κόρης του Ισαάκιου, που παρέμεινε γνωστή ως "πριγκίπισσα της Κύπρου".
Στο μεταξύ, στις 11 Μαΐου, έφθασαν στην Κύπρο από την 'Ακρα τρία σταυροφορικά καράβια για να ενισχύσουν τις δυνάμεις του Ριχάρδου. Μετέφεραν στο νησί 160 ιππότες, της παράταξης που αντετίθετο στον Κορράδο τον Μομφερρατικό, επικεφαλής των οποίων βρισκόταν ο Γκυ ντε Λουζινιάν, ο χωρίς βασίλειο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, του οποίου ο οίκος (στην πόλη Λουζινιάν της Γαλλίας) ήταν υποτελής στον Ριχάρδο. 'Ισως ο Γκυ ντε Λουζινιάν και οι άλλοι νεοαφιχθέντες ιππότες να είχαν συμβάλει με τη γνώμη τους στη λήψη της απόφασης να κρατηθεί η Κύπρος από τους Σταυροφόρους, ως απαραίτητη σ' αυτούς λόγω της στρατηγικής της σημασίας. Η συνάντηση και διαπραγμάτευση μεταξύ Ριχάρδου και Ισαακίου θα πρέπει να έγινε αυτήν την ίδια μέρα, δηλαδή στις 11 Μαΐου, εφόσον αναφέρεται ότι ο Γκυ ντε Λουζινιάν παρευρισκόταν στην τελετή κατά την οποία ο Ισαάκιος Κομνηνός ορκίστηκε υποτέλεια στον 'Αγγλο βασιλιά και τήρηση των όρων που είχαν συμφωνηθεί. Στην τελετή παρευρίσκονταν και άλλοι ευγενείς που είχαν έλθει μαζί με τον Γκυ ντε Λουζινιάν από την 'Ακρα, όπως ο Βοημούνδος Γ' της Αντιοχείας, ο Ρεϋμόνδος Γ' της Τριπόλεως, ο Λέων Β', αδελφός του Ρούπεν Γ', της Μικρής Αρμενίας τον οποίο είχε διαδεχθεί από το 1185 που πέθανε, και άλλοι ακόμη που είχαν σπεύσει - μόλις αφίχθησαν στο νησί- να δηλώσουν πίστη στον 'Αγγλο βασιλιά στον οποίο και παρέδωσαν τα ξίφη τους. Επιπλέον, ο Γκυ ντε Λουζινιάν ζήτησε τη συνδρομή του Ριχάρδου για να αποκτήσει ξανά το βασίλειο της Ιερουσαλήμ.
'Ομως αργότερα την ίδια μέρα ο Ισαάκιος αποφάσισε να μην τηρήσει τίποτα από όσα συμφωνήθηκαν.
Προφανώς, όταν συναντήθηκε με τον Ριχάρδο στο στρατόπεδο των 'Αγγλων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δυνάμεις του δεν ήσαν τόσες πολλές κι ότι θα μπορούσε να τις πολεμήσει με επιτυχία. Μάλιστα κατά μια άποψη, ο Ισαάκιος επεδίωξε (ή δέχθηκε) να συναντηθεί με τον Ριχάρδο, ακριβώς για να διαπιστώσει πόσες ήσαν οι δυνάμεις του εχθρού του. Και τώρα, αφού αρχικά (υποκρινόμενος ή όχι) κατέληξε στη συμφωνία με τον αρχηγό των εισβολέων, έφυγε εσπευσμένα από εκεί - ή και κρυφά - και με τα υπολείμματα του στρατού του, βάδισε προς τη Λευκωσία. Ταυτόχρονα έστειλε ένα μήνυμα στον Ριχάρδο, απαιτώντας από αυτόν να αναχωρήσει αμέσως από την Κύπρο, διαφορετικά θα τον θεωρούσε ως εχθρό (και συνεπώς θα τον πολεμούσε). Κατά μια άλλη άποψη, ο Ισαάκιος υπαναχώρησε και έφυγε κρυφά από το στρατόπεδο του Ριχάρδου, επειδή είχε πληροφορηθεί από κάποιον ιππότη που λεγόταν Paganus de Cayphas, ότι ο 'Αγγλος σκόπευε να τον συλλάβει.
Την επόμενη μέρα, δηλαδή στις 12 Μαΐου 1191, ο Ριχάρδος τέλεσε το γάμο του με τη Βερεγγάρια της Ναβάρρας στη Λεμεσό, σε μια μικρή εκκλησία που ήταν αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο. Ταυτόχρονα, η Βερεγγάρια στέφθηκε εκεί και ως βασίλισσα της Αγγλίας, από τον John Fitz Luke, επίσκοπο του Evreux. (Δε γνωρίζουμε πού ακριβώς βρισκόταν η μικρή εκκλησία του αγίου Γεωργίου στην οποία, όπως αναφέρεται, έγινε ο γάμος του Ριχάρδου με τη Βερεγγάρια. Η επικρατούσα σήμερα παράδοση ότι το γεγονός αυτό συνέβη στο σωζόμενο φρούριο της Λεμεσού [κοντά στο παλαιό λιμάνι της πόλης] είναι λανθασμένη και εντελώς αστήρικτη. Αν και στις πηγές αναφέρεται ότι ο Ριχάρδος, όταν έφθασε στη Λεμεσό, τη βρήκε τειχισμένη, αλλά όχι με ισχυρά τείχη, το σωζόμενο σήμερα φρούριο δεν είχε κτιστεί ακόμη, ο Στέφανος Λουζινιανός λέγει ότι το φρούριο κτίστηκε από τον Γκυ ντε Λουζινιάν [το 1192-1194], ενώ ο Φλώριος Βουστρώνιος λέγει ότι κτίστηκε από τους Ναΐτες [το 1191-1192]. Οποιανδήποτε των δύο απόψεων κι αν δεχθούμε, βλέπουμε ότι ο Ριχάρδος βρέθηκε στην Κύπρο, συνεπώς δεν ήταν δυνατό να τελέσει σ' αυτόν το γάμο του).
Στο μεταξύ κατέπλευσαν στον όρμο Λεμεσού και μερικά άλλα καράβια του στόλου του Ριχάρδου, που αριθμούσε τώρα συνολικά 40 γαλέρες και άλλα 60 καράβια που μετέφεραν πολεμικά άλογα, στρατό και διάφορα εφόδια. Στο στόλο του Ριχάρδου είχαν προστεθεί και 5 κυπριακές γαλέρες που είχαν κυριευθεί στη Λεμεσό. Την επομένη του γάμου του (δηλαδή στις 13 Μαΐου), ο Ριχάρδος κινήθηκε εναντίον του Ισαάκιου. Ο ίδιος, με το στόλο του, έπλευσε προς το Κίτιον (Λάρνακα) και την Αμμόχωστο, ενώ ο στρατός βάδισε από ξηράς προς την ίδια κατεύθυνση. 'Ετσι, οι δυο αυτές πόλεις κατελήφθησαν εύκολα και μάλλον χωρίς καμιά αντίσταση.
Ο Ισαάκιος έστειλε την κόρη του, για περισσότερη ασφάλεια, στο φρούριο της Κερύνειας, στο οποίο έστειλε και κάποιους θησαυρούς του. Κατά μια άποψη, στο φρούριο της Κερύνειας, έστειλε και τη σύζυγό του (αν δεν ήταν αυτή την οποία είχε δολοφονήσει) που ήταν αρμενικής καταγωγής (κόρη του βασιλιά Αρμενίας Θορός Β'). Πιθανώς θεωρούσε την Κερύνεια ως ύστατο καταφύγιό του γιατί προστατευόταν από την οροσειρά του Πενταδακτύλου και γιατί από την πόλη αυτή, εάν τελικά ηττάτο, ήταν δυνατό να διαφύγει με καράβι.
Στην Αμμόχωστο ο Ριχάρδος παρέμεινε τρεις μέρες, κι εκεί ήλθαν να τον συναντήσουν κάποιοι απεσταλμένοι από τις σταυροφορικές δυνάμεις που εξακολουθούσαν να μάχονται στην 'Ακρα, καλώντας τον να σπεύσει εκεί όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ο Ριχάρδος απάντησε ότι κατ' ουδένα λόγο δε θα έφευγε από την Κύπρο, εάν δεν έλυνε πρώτα τη διαφορά του με τον Ισαάκιο Κομνηνό κι εάν δεν κέρδιζε την Κύπρο, που αποτελούσε τόσο σημαντική πηγή προμηθειών για τη Σταυροφορία.
Από τη δική του πλευρά, ο Ισαάκιος κινήθηκε εναντίον του Ριχάρδου, από τη Λευκωσία προς την Αμμόχωστο, έχοντας υπό τις διαταγές του 700 άνδρες. 'Οταν ο 'Αγγλος βασιλιάς έμαθε την κίνηση του Ισαάκιου, ξεκίνησε κι ο ίδιος, με δικό του στρατό, για να τον αντιμετωπίσει στην πεδιάδα. Οι δυο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στην Τρεμιθούντα (σημερινό χωριό Τρεμετουσιά), όπου και συνέβη η αποφασιστική μάχη, στις 17 Μαΐου, 1191.
Ο Ισαάκιος Κομνηνός ηττήθηκε και, από εκείνη τη στιγμή, η Κύπρος ανήκε πλέον στο Ριχάρδο Α'.
Ωστόσο δεν είναι απόλυτα σαφές πώς ακριβώς είχαν εξελιχθεί τα πράγματα κατά και μετά τη μάχη της Τρεμιθούνος, εφόσον δίνονται διαφορετικές εκδοχές στις υπάρχουσες πηγές.
Σύμφωνα προς μια εκδοχή, η σύγκρουση ήταν θυελλώδης και ιδιαίτερα άγρια. Ο ίδιος ο Ισαάκιος επέλεξε να αναμετρηθεί προσωπικά με τον 'Αγγλο βασιλιά και, διασπώντας τις γραμμές των εχθρών, κατόρθωσε να τον πλησιάσει. Η μονομαχία τους, κι ενώ γύρω τους η μάχη μαινόταν, είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Ριχάρδου, όταν ο Ισαάκιος κατόρθωσε να του καταφέρει ένα ισχυρό κτύπημα με το ρόπαλό του. Ενώ όμως ετοιμαζόταν να καταβάλει τον αντίπαλό του, πρόλαβε η φρουρά του Ριχάρδου που περικύκλωσε τον Ισαάκιο και τον αιχμαλώτισε.
Σύμφωνα προς άλλη εκδοχή, κατά τη μάχη ο Ισαάκιος είχε χρησιμοποιήσει δηλητηριασμένα βέλη, αλλά μετά την ήττα του, κατόρθωσε να διαφύγει προς το φρούριο της Καντάρας και απ' εκεί προς τη χερσόνησο της Καρπασίας και τελικά στο ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα (όπου πιθανόν να υφίστατο κάποιο μικρό φρούριο), πριν αναγκαστεί να παραδοθεί. Μια από τις πηγές, ο Βενέδικτος του Πέτερμπορω (Benedict of Peterborough, στο χρονικόν του με τίτλο Gesta Regis Henrici ll et Ricardi I), λέγει ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός είχε καταφύγει στο "ισχυρά οχυρωμένο μοναστήρι που λεγόταν Αγιος Ανδρέας του Ακρωτηρίου". Να υποθέσουμε ότι και αυτό το μοναστήρι ήταν ιδρυμένο από το 12ο (ή ακόμη και 11ο) αιώνα, και ότι, και στην περίπτωση αυτήν υπήρξε συνδυασμός μοναστηριού και παρακείμενου φρουρίου; Από στρατηγική άποψη, πάντως, θα φαινόταν παράδοξο εάν στην εσχατιά αυτήν της Κύπρου δεν υπήρξε κάποια στρατιωτική παρουσία και εγκατάσταση, της οποίας όμως δε σώθηκαν ίχνη.
Αναφέρεται, πάντως, ότι ο Ριχάρδος, μετά τη νίκη του στην Τρεμιθούντα, βάδισε προς τη Λευκωσία η οποία και παραδόθηκε. Στην κυπριακή πρωτεύουσα ο 'Αγγλος βασιλιάς έφθασε άρρωστος, πράγμα που ίσως συνηγόρει υπέρ της εκδοχής ότι ο Ισαάκιος είχε κατορθώσει να τον πληγώσει στη μάχη της Τρεμιθούντος. Στο μεταξύ, ο στρατός συνέχισε την πορεία του προς την Κερύνεια, με επικεφαλή τον Γκυ ντε Λουζινιάν. Η πόλη αυτή παραδόθηκε επίσης, με αποτέλεσμα η κόρη (και πιθανώς και η σύζυγος) του Ισαακίου να συλληφθεί αιχμάλωτη.
Κατά άλλην εκδοχή (Βενέδικτος του Πέτερμπορω) ο Ριχάρδος έστειλε τον Γκυ ντε Λουζινιάν προς καταδίωξη του Ισαακίου, ενώ ο ίδιος ασχολήθηκε με την κατάληψη των διαφόρων φρουρίων και οχυρών του νησιού. Λέγεται ότι μετά την παράδοση της Κερύνειας, παραδόθηκε και το φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνος. Παράλληλα, ο Ριχάρδος έστειλε μια δύναμη, υπό την αρχηγία του Robertus de Turneham, να πλεύσει με μερικά καράβια ολόγυρα στο νησί και να καταλάβει όλα τα παράκτια φρούρια και οχυρά. Η αυτή πηγή (Gesta Regis Henrici II...), η οποία πάντως δε μνημονεύει τη μάχη της Τρεμιθούντος, περιγράφει σκηνή κατά την οποία η "πριγκίπισσα της Κύπρου", η κόρη του Ισαακίου Κομνηνού, βγήκε αγέρωχη από το φρούριο της Κερύνειας, βάδισε ανάμεσα στους εχθρούς, γονάτισε μπροστά στον Ριχάρδο και παραδόθηκε σ' αυτόν, παραδίδοντάς του και την πόλη.
Μετά από όλα αυτά, ο Ισαάκιος Κομνηνός αντελήφθη πλέον πως δεν μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα του, οπότε και παραδόθηκε κι ο ίδιος στον Ριχάρδο, στις 25 Μαΐου 1191. Ταυτόχρονα διέταξε τους υπερασπιστές του τελευταίου φρουρίου που του είχε απομείνει, εκείνου του Βουφαβέντο (εναντίον του οποίου ο Ριχάρδος ετοιμαζόταν να επιτεθεί), να παραδοθούν επίσης.
Η ασάφεια στις πηγές συνεχίζεται. Ο συνεχιστής του Γουλιέλμου της Τύρου θεωρεί ότι ο Ριχάρδος είχε κινηθεί από τη Λεμεσό στο Κίτιον κι απ' εκεί στην Τρεμιθούντα και στη Λευκωσία, χωρίς να αναφέρει καθόλου την Αμμόχωστο που μνημονεύεται από άλλους. Μια άλλη πηγή (Roger of Hoveden) μνημονεύει και την Πάφο ως ένα των φρουρίων του Ισαακίου (castellum quod dicitur Baffes) που είχαν παραδοθεί στον 'Αγγλο βασιλιά. Προφανώς θα επρόκειτο για το ισχυρό φρούριο που είναι σήμερα ερειπωμένο και γνωστό με το όνομα "Σαράντα Κολώνες". Περιέργως, δε μνημονεύεται η αξιόλογη Αμαθούς, πόλη που ευημερούσε ως αυτήν την εποχή και που δέχθηκε το τελειωτικό κτύπημα από τον Ριχάρδο, εφόσον μέχρι το 1191 τερματίζεται η ιστορία της πόλης αυτής.
Η παράδοση του Ισαάκιου στον Ριχάρδο έγινε, βέβαια χωρίς όρους εφόσον ο "βασιλιάς" της Κύπρου δεν ήταν σε θέση να υποβάλει οποιαδήποτε απαίτηση. Λέγεται ότι δήθεν ζήτησε μόνο να μη δεθεί με σιδερένιες αλυσίδες, ο δε 'Αγγλος βασιλιάς διέταξε να τον δέσουν με χρυσές ή ασημένιες!
πηγή daedulus.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου