Απο κρότον οργάνων βοϊζει
της Γραβιάς το βουνό αντικρύ,
λάμπουν οπλα χρυσά και λερή
φουστανέλλα μαυρίζει.
Προς το Χάνι χορός καταβαίνει
απ΄οδόν ελικώδη λοξήν
και φλογέρα με ηχον οξύν
χορού ασμα σημαίνει.
Ο Οδυσσεύς ο ταχύπους ηγείται
του μαχίμου εκείνου χορού
και εγκύμων σκοπού τολμηρού
προς το Χάνι κινείται.
Εκεί δε τον χορόν διαλύει
κλεί την μάνδραν και ουτω λαλεί:
Η Πατρίς μας εδώ μας καλεί
στρατιώται ανδρείοι.
Μετ΄ολίγον εδώ καταφθάνει
στρατειά μυριάδων εχθρών
ειναι στάδιον δόξης λαμπρόν
το μικρόν τούτο Χάνι.
Εις το μέγα στενόν θα ξυπνήσουν
οι Αρχαίοι της Σπάρτης νεκροί
και τον τόπον αυτόν φοβεροί
τουρκομάχοι θα σείσουν.
Κ' η σκιά του Διάκου παρέκει
του εις την σούβλαν ψηθέντος σκληρά
με μεγάλην θ'ακούση χαρά
να βροντά το τουφέκι.Γ.ΖΑΛΟΚΩΣΤΑΣ
======
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1790[1] και δολοφονήθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών στις 5 Ιουνίου του 1825.Ήταν επιφανής αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 και γιος του οπλαρχηγού Ανδρούτσου. Πατέρας του ήταν ο Ανδρέας Ανδρούτσος από τις Λιβανάτες Φθιώτιδας και μητέρα του η Ακριβή Τσαρλαμπά, από την Πρέβεζα.
Γεννήθηκε το 1790 στην Ιθάκη. Ο πατέρας του,ο οποίος είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη, αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα ο μικρός γιος του, Οδυσσέας, να μείνει ορφανός. Η μητέρα του ονομαζόταν Ακριβή Τσαρλαμπά και ήταν από την Πρέβεζα. Το 1778, όταν η πόλη τους έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά, η μητέρα του κατόρθωσε να διασωθεί στην Λευκάδα, όπου ο Οδυσσέας έζησε τα παιδικά του χρόνια. Αργότερα επέστρεψε στην Πρέβεζα όπου και έζησε μέχρι το 1806, όταν ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, ενθυμούμενος την προσωπική φιλία που είχε ο ίδιος με τον εκλιπόντα πατέρα του Ανδρούτσου, τον αναζήτησε και τον πήρε στην αυλή του στα Ιωάννινα. Εκεί ο Ανδρούτσος φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και είχε έναν ταραχώδη βίο, όμως σχεδόν πάντα ο Αλή του συγχωρούσε κάθε παράπτωμα. Δεκαπενταετής κατατάχτηκε από τον Αλή Πασά στην προσωπική σωματοφυλακή του. Επίσης φαίνεται ότι προσήλθε,άγνωστο εάν ήταν επιφανειακά ή συνειδητά, στην μουσουλμανική αίρεση των Μπεκτασίδων, στην οποία ανήκε και ο προστάτης του. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1819 διορίστηκε δερβέναγας στην ανατολική Στερεά.
Πήρε μέρος στις μάχες του Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου, και για αμοιβή της ανδρείας του, ο Αλή Πασάς του χάρισε ως μνηστή την Ελένη, κόρη του εύπορου και ισχυρού Χρήστου Καρέλου από τους Καλαρρύτες Ιωαννίνων, καθώς και την οπλαρχηγία της Λειβαδιάς.
Το 1820 όταν και επήλθε η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη, εγκατέλειψε την Λιβαδειά, αφού πρώτα μύησε τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική εταιρεία και του εμπιστεύθηκε την εξουσία της οπλαρχηγίας του αφήνοντάς τον ως πρωτοπαλίκαρο. Ο ίδιος κατέφυγε στην Αράχωβα όπου προσπάθησε μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες αλλά και με Αλβανούς,που όλοι είχαν μεταξύ τους κοινό την θητεία τους στην αυλή του Αλή, να δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία πάντα σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το εγχείρημα αυτό όμως απέτυχε καθώς ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε να συμμετάσχει. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Ανδρούτσος κατέφυγε δια μέσου της Ακαρνανίας στα Επτάνησα, στην Λευκάδα. Εκεί συναντήθηκε στις αρχές του 1821 με τους Καραϊσκάκη, Γεώργιο Βαρνακιώτη, Ζόγγα, Μακρή, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και άλλους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Ανδρούτσος έφυγε από την Λευκάδα και βρέθηκε μέσω της Πάτρας στη Στερεά Ελλάδα, έπεισε τους Γαλαξιδιώτες να επαναστατήσουν και έγραψε μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τους Τούρκους του Ομέρ Βρυώνη στην μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στις 8 Μαΐου του 1821), παίρνοντας παράλληλα εκδίκηση και για τον θάνατο του φίλου του, Αθανάσιου Διάκου στη μάχη της Αλαμάνας. Κατά τα τέλη του 1821 ανακηρύχθηκε από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς, αρχιστράτηγος της ανατολικής Στερεάς, τίτλος που του αναγνωρίστηκε το 1822.
Την άνοιξη του 1822 κατηγορήθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη για συνεργασία με τον εχθρό, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από το αξίωμα. Όμως παρά την παραίτησή του συνέχισε απτόητος την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων μέχρι το 1824.
Οι συνεχείς του κόντρες με τους προύχοντες είχαν ως αποτέλεσμα να πέσει σε δυσμένεια και να αρχίσει να συνεννοείται με τους Τούρκους, αντιλαμβανόμενος όμως το λάθος του παραδόθηκε στο πάλαι ποτέ, πρωτοπαλίκαρο του, Γκούρα, ο οποίος τον μετέφερε στην Ακρόπολη φυλακίζοντάς τον μέσα στον παλιό φράγκικο πύργο του Γουλά.
Στις 5 Ιουνίου του 1825, θύμα και αυτός του Εμφύλιου πολέμου, δολοφονήθηκε στην Ακρόπολη, όπου είχε φυλακιστεί, ύστερα από εντολή του Γιάννη Γκούρα. Εκτελεστικά όργανα της δολοφονίας ήταν οι Ιωάννης Μαμούρης, Παπακώστας Τζαμάλας, Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από το Λιδωρίκι. Στη συνέχεια οι δολοφόνοι έριξαν το πτώμα του στα βράχια της Ακρόπολης για να πιστέψει ο κόσμος ότι ο Ανδρούτσος σκοτώθηκε στην προσπάθεια του να δραπετεύσει. Υπήρξε όμως αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας στο πρόσωπο του στρατιώτη Κωνσταντίνου Καλατζή, ο οποίος εκείνη τη βραδιά φύλαγε σκοπός. Πολλά χρόνια αργότερα αποκάλυψε την αλήθεια στον δικηγόρο Σπύρο Φόρτη και η διήγηση του δημοσιεύτηκε με καθυστέρηση στην εφημερίδα «Καιροί» της Αθήνας το 1898.
Η μάχη της Γραβιάς
Χάνι με λέγαν τής Γραβιάς
γιά χάνι μ ειχαν χτίσει
μα ο γυιός του Ανδρούτσου μ εκανε
της δόξας ερημοκλήσι[Κ,ΠΑΛΑΜΑΣ]
της Γραβιάς το βουνό αντικρύ,
λάμπουν οπλα χρυσά και λερή
φουστανέλλα μαυρίζει.
Προς το Χάνι χορός καταβαίνει
απ΄οδόν ελικώδη λοξήν
και φλογέρα με ηχον οξύν
χορού ασμα σημαίνει.
Ο Οδυσσεύς ο ταχύπους ηγείται
του μαχίμου εκείνου χορού
και εγκύμων σκοπού τολμηρού
προς το Χάνι κινείται.
Εκεί δε τον χορόν διαλύει
κλεί την μάνδραν και ουτω λαλεί:
Η Πατρίς μας εδώ μας καλεί
στρατιώται ανδρείοι.
Μετ΄ολίγον εδώ καταφθάνει
στρατειά μυριάδων εχθρών
ειναι στάδιον δόξης λαμπρόν
το μικρόν τούτο Χάνι.
Εις το μέγα στενόν θα ξυπνήσουν
οι Αρχαίοι της Σπάρτης νεκροί
και τον τόπον αυτόν φοβεροί
τουρκομάχοι θα σείσουν.
Κ' η σκιά του Διάκου παρέκει
του εις την σούβλαν ψηθέντος σκληρά
με μεγάλην θ'ακούση χαρά
να βροντά το τουφέκι.Γ.ΖΑΛΟΚΩΣΤΑΣ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1790[1] και δολοφονήθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών στις 5 Ιουνίου του 1825.Ήταν επιφανής αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 και γιος του οπλαρχηγού Ανδρούτσου. Πατέρας του ήταν ο Ανδρέας Ανδρούτσος από τις Λιβανάτες Φθιώτιδας και μητέρα του η Ακριβή Τσαρλαμπά, από την Πρέβεζα.
Γεννήθηκε το 1790 στην Ιθάκη. Ο πατέρας του,ο οποίος είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη, αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα ο μικρός γιος του, Οδυσσέας, να μείνει ορφανός. Η μητέρα του ονομαζόταν Ακριβή Τσαρλαμπά και ήταν από την Πρέβεζα. Το 1778, όταν η πόλη τους έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά, η μητέρα του κατόρθωσε να διασωθεί στην Λευκάδα, όπου ο Οδυσσέας έζησε τα παιδικά του χρόνια. Αργότερα επέστρεψε στην Πρέβεζα όπου και έζησε μέχρι το 1806, όταν ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, ενθυμούμενος την προσωπική φιλία που είχε ο ίδιος με τον εκλιπόντα πατέρα του Ανδρούτσου, τον αναζήτησε και τον πήρε στην αυλή του στα Ιωάννινα. Εκεί ο Ανδρούτσος φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και είχε έναν ταραχώδη βίο, όμως σχεδόν πάντα ο Αλή του συγχωρούσε κάθε παράπτωμα. Δεκαπενταετής κατατάχτηκε από τον Αλή Πασά στην προσωπική σωματοφυλακή του. Επίσης φαίνεται ότι προσήλθε,άγνωστο εάν ήταν επιφανειακά ή συνειδητά, στην μουσουλμανική αίρεση των Μπεκτασίδων, στην οποία ανήκε και ο προστάτης του. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1819 διορίστηκε δερβέναγας στην ανατολική Στερεά.
Πήρε μέρος στις μάχες του Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου, και για αμοιβή της ανδρείας του, ο Αλή Πασάς του χάρισε ως μνηστή την Ελένη, κόρη του εύπορου και ισχυρού Χρήστου Καρέλου από τους Καλαρρύτες Ιωαννίνων, καθώς και την οπλαρχηγία της Λειβαδιάς.Το 1820 όταν και επήλθε η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη, εγκατέλειψε την Λιβαδειά, αφού πρώτα μύησε τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική εταιρεία και του εμπιστεύθηκε την εξουσία της οπλαρχηγίας του αφήνοντάς τον ως πρωτοπαλίκαρο. Ο ίδιος κατέφυγε στην Αράχωβα όπου προσπάθησε μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες αλλά και με Αλβανούς,που όλοι είχαν μεταξύ τους κοινό την θητεία τους στην αυλή του Αλή, να δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία πάντα σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το εγχείρημα αυτό όμως απέτυχε καθώς ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε να συμμετάσχει. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Ανδρούτσος κατέφυγε δια μέσου της Ακαρνανίας στα Επτάνησα, στην Λευκάδα. Εκεί συναντήθηκε στις αρχές του 1821 με τους Καραϊσκάκη, Γεώργιο Βαρνακιώτη, Ζόγγα, Μακρή, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και άλλους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ο Ανδρούτσος έφυγε από την Λευκάδα και βρέθηκε μέσω της Πάτρας στη Στερεά Ελλάδα, έπεισε τους Γαλαξιδιώτες να επαναστατήσουν και έγραψε μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τους Τούρκους του Ομέρ Βρυώνη στην μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στις 8 Μαΐου του 1821), παίρνοντας παράλληλα εκδίκηση και για τον θάνατο του φίλου του, Αθανάσιου Διάκου στη μάχη της Αλαμάνας. Κατά τα τέλη του 1821 ανακηρύχθηκε από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς, αρχιστράτηγος της ανατολικής Στερεάς, τίτλος που του αναγνωρίστηκε το 1822.
Την άνοιξη του 1822 κατηγορήθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη για συνεργασία με τον εχθρό, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από το αξίωμα. Όμως παρά την παραίτησή του συνέχισε απτόητος την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων μέχρι το 1824.
Οι συνεχείς του κόντρες με τους προύχοντες είχαν ως αποτέλεσμα να πέσει σε δυσμένεια και να αρχίσει να συνεννοείται με τους Τούρκους, αντιλαμβανόμενος όμως το λάθος του παραδόθηκε στο πάλαι ποτέ, πρωτοπαλίκαρο του, Γκούρα, ο οποίος τον μετέφερε στην Ακρόπολη φυλακίζοντάς τον μέσα στον παλιό φράγκικο πύργο του Γουλά.
Στις 5 Ιουνίου του 1825, θύμα και αυτός του Εμφύλιου πολέμου, δολοφονήθηκε στην Ακρόπολη, όπου είχε φυλακιστεί, ύστερα από εντολή του Γιάννη Γκούρα. Εκτελεστικά όργανα της δολοφονίας ήταν οι Ιωάννης Μαμούρης, Παπακώστας Τζαμάλας, Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από το Λιδωρίκι. Στη συνέχεια οι δολοφόνοι έριξαν το πτώμα του στα βράχια της Ακρόπολης για να πιστέψει ο κόσμος ότι ο Ανδρούτσος σκοτώθηκε στην προσπάθεια του να δραπετεύσει. Υπήρξε όμως αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας στο πρόσωπο του στρατιώτη Κωνσταντίνου Καλατζή, ο οποίος εκείνη τη βραδιά φύλαγε σκοπός. Πολλά χρόνια αργότερα αποκάλυψε την αλήθεια στον δικηγόρο Σπύρο Φόρτη και η διήγηση του δημοσιεύτηκε με καθυστέρηση στην εφημερίδα «Καιροί» της Αθήνας το 1898.
Η μάχη της Γραβιάς
Χάνι με λέγαν τής Γραβιάςγιά χάνι μ ειχαν χτίσει
μα ο γυιός του Ανδρούτσου μ εκανε
της δόξας ερημοκλήσι[Κ,ΠΑΛΑΜΑΣ]
Στις αρχές Μαΐου του 1821, ο Τουρκαλβανός στρατηγός Ομέρ Βρυώνης είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένος. Είχε έγκαιρα εγκαταλείψει τον Αλή Πασά, ήταν έμπιστος του σουλτάνου και μάλλον εύκολα ξεμπέρδεψε με τους Έλληνες στην Αλαμάνα. Η φιλοσοφία του ήταν απλή: Καλύτερα να εξαγοράσεις τον εχθρό, παρά να πολεμάς εναντίον του. Με τον Αθανάσιο Διάκο απέτυχε. Όμως, να που η τύχη του χαμογελούσε. Μόλις τον είχαν πληροφορήσει πως ανάμεσα στους αρχηγούς των επαναστατών υπήρχε κι ένας παιδικός του φίλος: Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που στρατοπέδευε στη Γραβιά. Του έγραψε από τη Λαμία ότι θα πάει να τον συναντήσει: «Έλα μαζί μου και θα σου ξαναδώσω όλα τα αρματολίκια της Ανατολικής Στερεάς», του έλεγε…
Μετά το θάνατο του Αθανάσιου Διάκου, στις 23 Απριλίου 1821, ο Ομέρ Βρυώνης κι ο Κιοσέ Μεχμέτ γύρισαν και στη Λαμία. Διωγμένοι από τους Τούρκους, οι οπλαρχηγοί Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης, έσπευσαν στη Γραβιά να συναντήσουν τον Ανδρούτσο. Αυτός τους διάβασε το γράμμα του Ομέρ Βρυώνη. Πρότεινε να οχυρωθούν στο χάνι και να προσπαθήσουν να κρατήσουν τους Τουρκαλβανούς. Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης διαφώνησαν: Αν έχαναν τη μάχη, δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Άλλωστε, το χάνι κάθε άλλο παρά οχυρό μπορούσε να το πει κανείς…
Ανδρούτσος και οπλαρχηγοί διαφωνούσαν ακόμη, όταν, στις 7 Μαΐου, τους ήρθαν τα χαμπέρια: Ο Ομέρ Βρυώνης ξεκίνησε από τη Λαμία με 9.000 Τουρκαλβανούς και κατεύθυνση τη Γραβιά. Είχε αφήσει τον Κιοσέ Μεχμέτ με αξιόλογη δύναμη στη Μπουδουνίτσα, να φυλάει τα νώτα. Το πράγμα δεν έπαιρνε άλλη αναβολή. Συμφώνησαν να συγκεράσουν τις απόψεις: Ο Πανουργιάς κι ο Δυοβουνιώτης έπιασαν το αριστερό του δρόμου. Ο έμπιστος του Ανδρούτσου, Χρήστος Σουλιώτης, έπιασε το δεξιό. Ο Οδυσσέας μπήκε στο χάνι. Τον ακολούθησαν 120. Ανάμεσά τους, οι Γκούρας, Αγγελής Γοβγίνας, Κομνάς Τράκας, Παπαντρέας Κοκκοβιστιανός. Επισκεύασαν πρόχειρα το χάνι, άνοιξαν πολεμίστρες, στερέωσαν τις πόρτες.
Πρωί, 8 Μαΐου 1821, φάνηκαν οι Τούρκοι. Ο Ομέρ Βρυώνης ακολούθησε την τακτική, που εφάρμοσε στην Αλαμάνα: Χώρισε το στρατό του στα τρία και χτύπησε διαδοχικά τους οχυρωμένους στα αριστερά κι αυτούς στα δεξιά του δρόμου. Τους σκόρπισε. Το κεντρικό τμήμα στάθηκε μπροστά στο χάνι. Ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε ένα δερβίση να πει του Ανδρούτσου να βγει, να κουβεντιάσουν. Ήταν φίλοι! Ο Οδυσσέας σήκωσε το όπλο, σημάδεψε, πυροβόλησε. Ο δερβίσης έπεσε νεκρός. Ταυτόχρονα, μια ομοβροντία από το χάνι έπεισε τον Τουρκαλβανό πως έπρεπε να δώσει μάχη, αν ήθελε να περάσει. Σχεδόν αμέσως εκδηλώθηκε η επίθεση. Αποκρούστηκε εύκολα. Ο Ομέρ Βρυώνης μελέτησε την κατάσταση κι έστειλε τους Τουρκαλβανούς το μεσημέρι να χτυπήσουν ξαφνικά το χάνι. Αποκρούστηκαν και πάλι. Ως να βραδιάσει, οι επιθέσεις διαδέχονταν η μια την άλλη. Μπροστά στο χάνι, πάνω από τριακόσιοι οι νεκροί και κάπου εξακόσιοι τραυματίες προβλημάτιζαν τον Ομέρ Βρυώνη. Το χάνι δεν έπεφτε. Έστειλε να φέρουν κανόνια από τη Λαμία…
Είχε νυχτώσει, όταν κόπασαν οι μάχες. Οι Έλληνες, μέσα στο χάνι, μετρήθηκαν. Είχαν έξι νεκρούς. Ο Ανδρούτσος δεν το ρισκάριζε. Αν ήταν στη θέση του Ομέρ Βρυώνη, θα έφερνε κανόνια από τη Λαμία να σμπαραλιάσει το χάνι. Άρα, αυτό θα έκανε κι ο παλιός του φίλος. Αποφάσισε να φύγουν μέσα από τις γραμμές του εχθρού. Μαύρο σκοτάδι κάλυπτε την περιοχή. Ο Γκούρας βγήκε πρώτος. Ακολούθησαν οι άλλοι. Τελευταίος βγήκε ο Ανδρούτσος. Χάθηκαν μέσα στη νύχτα, χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς. Το πρωί, ο Ομέρ Βρυώνης κατάλαβε τι είχε γίνει, όταν παραξενεύτηκε που κανένας δεν απαντούσε στους πυροβολισμούς. Ήταν, όμως, αργά να κάνει ο,τιδήποτε.
Ο Ομέρ Βρυώνης μάθαινε πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο φάνηκαν στην αρχή. Μια χούφτα Έλληνες τον σταμάτησαν και του προκάλεσαν απώλειες 300 νεκρούς και 600 τραυματίες. Δεν μπορούσε να προχωρήσει στην Πελοπόννησο αφήνοντας ανοιχτές πληγές στη Στερεά. Έμαθε πως τα γυναικόπαιδα των Ελλήνων βρίσκονταν στα Βλαχοχώρια της Γκιώνας. Πήρε 3.000 άντρες και κίνησε κατά κει. Στον Αετό, τον πρόλαβε ο Γκούρας. Έπεσε πάνω του και πετσόκοψε το στρατό του. Ο Ομέρ Βρυώνης αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Μπουδουνίτσα όπου τον περίμενε ο Κιοσέ Μεχμέτ. Το σχέδιο να καταλάβει τα Σάλωνα και να περάσει, από το Γαλαξίδι, στην Αχαΐα ματαιώθηκε. Προτεραιότητα αποκτούσε το ξεκαθάρισμα της Στερεάς. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και 120 Έλληνες κατάφεραν να σώσουν την επανάσταση στο Μοριά.
πηγή: http://www.topontiki.gr/Pontiki/index.php?option=com_content&task=view&id=2946&Itemid=53
Τ ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΥ Η ΜΑΝΝΑ ΧΑΙΡΕΤΑΙ
ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ ΚΑΜΑΡΩΝΕΙ
ΟΠ ΕΧΟΥΝ ΓΥΙΟΥς ΑΡΜΑΤΩΛΟΥΣ
ΚΑΙ ΓΥΙΟΥΣ ΚΑΠΕΤΑΝΑΙΟΥΣ
Τ ΑΝΤΡΟΥΤΣΟΥ Η ΜΑΝΝΑ ΧΑΙΡΕΤΑΙ
ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ ΚΑΜΑΡΩΝΕΙ
ΟΠ ΕΧΟΥΝ ΓΥΙΟΥς ΑΡΜΑΤΩΛΟΥΣ
ΚΑΙ ΓΥΙΟΥΣ ΚΑΠΕΤΑΝΑΙΟΥΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου