H ιστορία του τραγουδιού: ” Ο Αντώνης, ο Βαρκάρης, ο Σερέτης”
Οι περιπέτειες της Κάρμεν στην Ελλάδα και άλλες ιστορίες
Η μουσική και τα τραγούδια μιας ταινίας, συχνά είναι ένα από τα βασικά συστατικά για την επιτυχία της. Υπάρχουν κινηματογραφικά τραγούδια που έχουν κλέψει κυριολεκτικά την παράσταση και έχουν αποκτήσει φήμη μεγαλύτερη ακόμα και από την ταινία στην οποία είχαν πρωτοακουστεί. Πρόχειρα έρχεται στο μυαλό μου το “ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας” του Μάνου Λοΐζου,που το γνωρίζουν ακόμα και όσοι δεν έχουν δει την ταινία “Ευδοκία” του Αλέξη Δαμιανού. Άλλο παράδειγμα είναι το “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου” του Μίμη Πλέσσα, που με την φωνή του Στράτου Διονυσίου έχει γράψει την δικιά του ιστορία στο ελληνικό τραγούδι, ξεπερνώντας την φήμη του Φωσκολικού δράματος “Ορατότης Μηδέν” για το οποίο είχε δημιουργηθεί.
Το τραγούδι που είναι η αφορμή για το παρόν ποστ, ακούστηκε στην ταινία του σκηνοθέτη Florian Rey “Carmen la de Triana” (1938), από την Αργεντινο-ισπανίδα ηθοποιό Imperio Argentina. Το τραγούδι, που έχει τίτλο “Antonio Vargas Heredia” είναι σύνθεση των Jose Molleda και Juan Mostazo και μπορούμε να το παρακολουθήσουμε στο μικρό απόσπασμα της ταινίας:
H πρωταγωνίστρια Ιμπέριο Αρχεντίνα, που το πραγματικό της όνομα ήταν Magdalena Nile del Río, ήταν παντρεμένη με τον σκηνοθέτη της ταινίας Φλοριάν Ρέυ. Γεννημένη στην Αργεντινή τον Δεκέμβρη του 1906, πέθανε στην δεύτερη πατρίδα της, την Ισπανία,πλήρης ημερών τον Αύγουστο του 2003. Στην πολύχρονη καριέρα της σε θέατρο, κινηματογράφο, ραδιόφωνο και τηλεόραση, λατρεύτηκε όχι μόνο από τον απλό κόσμο αλλά και από τους δικτάτορες της Ευρώπης. Θαυμαστής και φίλος της υπήρξε τόσο ο Ισπανός δικτάτορας Φραγκίσκο Φράγκο, όσο και ο Αδόλφος Χίτλερ. Ο Χίτλερ γνωρίστηκε με την Ιμπέριο και τον σκηνοθέτη σύζυγό της Φλόριαν Ρέυ το 1938, όταν το ζευγάρι βρισκόταν στην Γερμανία, προσκαλεσμένοι του υπουργού προπαγάνδας της φασιστικής Γερμανίας Τζότζεφ Γκέμπελς, για να γυρίσει την ταινία “Andalusiche Naechte” όπως ήταν ο γερμανικός τίτλος της ταινίας “Carmen la de Triana” για την οποία μιλάμε. O Γκέμπελς την εποχή εκείνη ήταν ουσιαστικά το αφεντικό της εταιρίας παραγωγής UFA (Universum Film AG) και ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο στο περιεχόμενο και την αισθητική των κινηματογραφικών παραγωγών της εταιρίας αυτής. Ο θαυμασμός και το πάθος, που εκδήλωνε τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά ο Χίτλερ για την ομορφιά και το ταλέντο της Ιμπέριο, άφησε ένα σκοτεινό στίγμα στην φήμη της, χωρίς όμως να σταθεί εμπόδιο για την καριέρας της, που συνεχίστηκε με επιτυχία για πολλές δεκαετίες ακόμα.
Η ταινία προβλήθηκε με επιτυχία στην Αθήνα το 1939 και η ιστορία της Κάρμεν από την Τριάνα (παλιά λαϊκή συνοικία της Σεβίλλης με φλαμέγκο, τσιγγάνους κλπ) συγκίνησε βαθύτατα το ελληνικό κοινό. Σχεδόν αμέσως τα τραγούδια της ταινίας ντύθηκαν με ελληνικούς στίχους από τον στιχουργό Μιχάλη Γαϊτάνο και με βασικό κορμό αυτά ανέβηκε στο θέατρο Μικάδο της Θεσσαλονίκης η επιθεώρηση “Κάρμεν”, κατ΄εντολήν του εκδότη Γιάννη Βελίδη για να προωθηθεί η “προστατευομένη” του ηθοποιός Μιμόζα.
Την ίδια χρονιά σε δίσκο,το τραγούδι “Αντόνιο Βάργκας Χερέδια” κυκλοφόρησε με την φωνή της Δανάης:
Έχει δύο χείλια, γαρούφαλου χρώμα
και δυό μάτια μαύρα που φλόγες σκορπάνε
και όπου περάσει ακούς μ’ ένα στόμα
Αχ, Αντόνιο Βάργκας Χερέδια Τσιγγάνε
Πηγαίνει μονάχος προς το μονοπάτι
να ‘βρει των τσιγγάνων τρελή συντροφιά
και όπως τον λούζει χλωμό το φεγγάρι
του δίνει πιο πλάνα ακόμα ομορφιά
Αντόνιο Βάργκας Χερέδια
με την μεγάλη καρδιά
ποθώ πολύ τα φιλιά σου
έστω και για μια βραδιά
Για το γερό σου το κορμί μιλάνε κάθε στιγμή
τρελές κοπέλες που ποθούν μαζί σου να φιληθούν.
Τα κορίτσια της Σιέρρα Μορένα
μπορούνε για σένα και να σκοτωθούν
Αντόνιο Βάργκας Χερέδια
μπορούνε για σένα και να σκοτωθούν
Εμπνευσμένο κυρίως από την υπόθεση της ταινίας και κλέβοντας κάποια μέτρα από την μουσική του τραγουδιού “Antonio Vargas Heredia” κυκλοφορεί το 1939 το χασάπικο “ο Αντώνης, ο βαρκάρης”. Η μουσική είναι του Σπύρου Περιστέρη και οι στίχοι του Μίνωα Μάτσα, που από νεαρός στιχουργός μέσα σε λίγα χρόνια έγινε το αφεντικό της ελληνικής δισκογραφίας. Στον δίσκο, ως στιχουργός αναφέρεται η Πιπίτσα Οικονόμου ,που ήταν υπάλληλος του Μ. Μάτσα, το όνομα της οποίας χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο ο Μάτσας για να υπογράψει τους στίχους του.
Εδώ ακούμε το τραγούδι από τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Απόστολο Χατζηχρήστο
Ο Αντώνης ο βαρκάρης,ο σερέτης
έπαψε να ζει ρεμπέτης,
θέλει πλούτη και παλάτια
και της Κάρμεν τα δυο μάτια.
Επαράτησε την βάρκα στο λιμάνι
κάτω στο πασαλιμάνι,
τραγουδάει κι όλο πίνει
ταυρομάχος πάει να γίνει.
Μα ο άκαρδος ο ταύρος τον σκοτώνει
και στην γης τον εξαπλώνει,
σαν τον βλέπει η Κάρμεν κλαίει
πάει κοντά του και του λέει:
Αχ Αντώνη μου βαρκάρη μου,σερέτη
τώρα μένω νέτη,σκέτη
μεσ’ τον κόσμο η καημένη
χήρα,παραπονεμένη.
Και μπορεί ο Antonio Vargas Heredia να έγινε Αντώνης, βαρκάρης και σερέτης, ο Mostozo, συνθέτης του αυθεντικού τραγουδιού,αποδείχτηκε ότι ήταν κι αυτός… σερέτης (=ζόρικος).
Όταν πληροφορήθηκε την επιτυχία της ρεμπέτικης εκδοχής του τραγουδιού του, κατέφυγε στα ελληνικά δικαστήρια καταγγέλοντας τους Περιστέρη-Μάτσα για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας και απαιτώντας αποζημίωση. Το δικαστήριο όμως δεν δικαίωσε τον Ισπανό συνθέτη μια και η μουσική ήταν αρκετά παραλλαγμένη και οι ελληνικοί στίχοι δεν ταυτίζονταν με τους αντίστοιχους ισπανικούς. Ο Μάτσας στους στίχους του “Αντώνη” απέδιδε περιληπτικά το στόρι της ταινίας και όχι το νόημα των στίχων του αυθεντικού τραγουδιού. Λέγεται, ότι σαν μάρτυρα υπεράσπισης οι κατηγορούμενοι εμφάνισαν στο δικαστήριο κάποιον Αντώνη, βαρκάρη στο επάγγελμα, ο οποίος δήλωσε ότι το τραγούδι γράφτηκε ειδικά γι΄αυτόν.
Χωρίς να φοβηθεί από τις δικαστικές διαμάχες, λίγες μέρες αργότερα, ο Παναγιώτης Τούντας κυκλοφόρησε σε δίσκο την δικιά του εκδοχή για την Κάρμεν. Το τραγούδι “τηλεγράφημα στην Κάρμεν” σε στίχους του Β. Μαυροφρύδη, το ακούμε από τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Στελλάκη Περπινιάδη:
Απόψε Καρμεντσίτα μου
μπαρκάρω απ’ τον Περαία
και στη Σεβίλλη έρχομαι
να κάνουμε παρέα.
Γλυκιά μου Κάρμεν έρχομαι,
κοντά να γνωριστούμε
και δίχως άλλο κούκλα μου
ταιράκια να γινούμε.
Να δείς μπουζούκι να σταθείς
με ανοιχτό το στόμα,
που θα ξεχάσεις, ξέρε το
και τον Χερέδια ακόμα.
Κι από τον ταύρο, ξέρε το,
δε θα ‘χω αβαρία,
γιατί έξι χρόνια έκανα
χασάπης στα σφαγεία.
Το τηλεγράφημα βεβαίως δεν έφτασε ποτέ στα χέρια της “Καρμεντσίτας”, το τραγούδι όμως γνώρισε επιτυχία. Βλέποντας την επιτυχία του τραγουδιού αυτού ο Περιστέρης και ο Μάτσας έδωσαν συνέχεια στις περιπέτειες της Κάρμεν, με ένα δεύτερο χασάπικο, με το οποίο ερχόταν “η Κάρμεν στην Αθήνα”. Στο τραγούδι αυτό γίνεται έμμεση αναφορά στη δικαστική διαμάχη που αναφέραμε πιο πάνω, μια και η Κάρμεν έρχεται στην Αθήνα για να πάρει την κληρονομιά του Αντώνη, όπως ο Μοστόζο ήρθε για να πάρει τα δικαιώματα του τραγουδιού του. Στο τέλος όμως η Κάρμεν, όπως και ο Μοστόζο, έπεσε θύμα της ελληνικής καπατσοσύνης. Ακούμε την άφιξη της Κάρμεν στην Αθήνα από τους Μάρκο Βαμβακάρη και Στράτο Παγιουμτζή.
Ήρθε η Κάρμεν στην Αθήνα
η Ιμπέριο Αρτζεντίνα
την κληρονομιά να πάρει
του Αντώνη του βαρκάρη.
Απ’ το τρένο μόλις φτάνει
τρέχει στο Πασαλιμάνι
την βαρκούλα ν’ αντικρίσει
τα κουπιά της να φιλήσει.
Κι που γύριζε η καημένη
βλέπει κατατρομαγμένη
μες την βάρκα τον Αντώνη
τα πανιά του να απλώνει.
Αντωνάκη μου βαρκάρη
ταυρομάχε παλικάρι
ζεις ακόμη ή γελιέμαι
σε θωρώ κι αναρωτιέμαι.
Κάρμεν Κάρμεν μη φωνάζεις
μη με βλέπεις και τρομάζεις
να πεθάνω ήταν κρίμα
κι έκανα το ψευτοθύμα.
Κάνοντας το ψευτοθύμα, ο Αντώνης την γλύτωσε φτηνά χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα από το αίμα του για τα μάτια της ωραίας Κάρμεν. Η Ευρώπη όμως ήδη στέναζε πλημμυρισμένη στο αίμα, από τα σχέδια για τη νέα τάξη πραγμάτων που θέλησε να επιβάλει ο Χίτλερ, ο μεγάλος όπως είδαμε θαυμαστής της Ιμπέριο Αρτζεντίνα. Η επίθεση της φασιστικής Ιταλίας κατά της χώρας μας, σύντομα έσπρωξε την πατρίδα μας στο αιματηρό ποτάμι του παγκόσμιου πολέμου.
Ο Περιστέρης και ο Μάτσας “επιστρατεύουν” τον Αντώνη τον Βαρκάρη και ντύνουν το τραγούδι στο χακί, με νέους σκωπτικούς στίχους, αυτή τη φορά κατά του Μουσολίνι. Το τραγούδι κυκλοφορεί σε δίσκο στο τέλος του 1940 με τίτλο “το Όνειρο του Μπενίτο”. Το ακούμε και πάλι από τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Απόστολο Χατζηχρήστο:
Ο Μπενίτο κάποια νύχτα ζαλισμένος είδε όνειρο ο καημένος,
πως βρισκόταν στην Αθήνα σε μια φίνα λιμουζίνα,
πως βρισκόταν στην Αθήνα σε μια φίνα λιμουζίνα.
Μα σα ξύπνησε και ρίχνει ένα βλέμμα, είπε κρίμα να ‘ναι ψέμα,
ένα τέτοιο μεγαλείο, βρε παιδιά, δεν είν’ αστείο,
ένα τέτοιο μεγαλείο, βρε παιδιά, δεν είν’ αστείο.
Φέρτε πένα διατάζει και μελάνι, τηλεσίγραφο μας κάνει,
μα του λέμε εν τω άμα, αν βαστάς κάνε το θαύμα,
μα του λέμε εν τω άμα, αν βαστάς κάνε το θαύμα.
Δεν περάσανε παρά ολίγες μέρες κι οι θαυματουργιές μας σφαίρες,
το τσαρούχι κι η αρβύλα κάναν στον Μπενίτο νίλα,
το τσαρούχι κι η αρβύλα κάναν στον Μπενίτο νίλα.
Βρε Μπενίτο μη θαρρείς για μακαρόνια τα Ελληνικά κανόνια,
τα ‘χουν χέρια δοξασμένα, παληκάρια ανδρειωμένα,
τα ‘χουν χέρια δοξασμένα, παληκάρια ανδρειωμένα.
ΠΗΓΗ 24grammata.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου