. . . . . . . . .

V.

Στο σαλονάκι δεν υπήρχε κανείς.

Ή, μάλλον, υπήρχε, αλλά δεν φαινόταν με την πρώτη· μονάχα μιά υποψία ύπαρξης στην άκρη του ματιού.

Καθισμένος σε μιά πολυθρόνα σε μιά γωνιά, μ’ ένα βιβλίο μπροστά του, ένας άλλος άντρας· με γενειάδα καί μοντέρνα ρούχα – στα σαραντατόσα του.

Τον κοίταξε προσεκτικά. Κάτι του θύμιζε.

«- Γειά σας;», έκανε διστακτικά. «Με συγχωρείτε, βοηθάτε λίγο τη μνήμη μου; γνωριζόμαστε από κάπου;»

«- Γνωριστήκαμε πριν από καμιά, μιάμιση ώρα!», έκανε ο άλλος μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο. «Υπό -χμ- κάπως ασυνήθιστες συνθήκες!»

Τον ξανακοίταξε. Ερευνητικά.

«- Μά, ναί! Είσαστε ο δεύτερος παπάς, που ήρθε πάνω απ’ τον τάφο μου καί απήγγειλε εκείνα τα περίεργα!»

Ο άλλος χαμογέλασε πιό πλατειά.

«- Ακριβώς!»

Ήθελε ν’ ανοίξει διάλογο, αλλά η ομιλία ήδη άρχισε να τον κουράζει. Έτσι, περιορίστηκε στο να δείξει τα ρούχα του ιερέα, μ’ ένα ερωτηματικό βλέμμα.

«- Το ράσο μου δεν το φοράω, γιά να μή δίνω στόχο στους περίεργους. Μόνο όταν απαιτηθεί.»

Κάθησε σε μιά άλλη πολυθρόνα, αντικρυστά, επειδή άρχισε να τον κουράζει κι η ορθοστασία.

Έκανε το σχήμα του σταυρού με τους δείκτες των δύο χεριών του, καί πάλι ρώτησε με τα μάτια τον παπά, δείχνοντάς του το στήθος του.

«- Ά, ο σταυρός μου! Τί σας έκανε εντύπωση επάνω σ’ αυτόν, καί ρωτάτε;»

«- Οι ακτίνες γύρω του!», κατέβαλε προσπάθεια να τελειώσει την πρότασή του.

Ο ιερέας σοβάρεψε. «- Είναι πανάρχαιο Ελληνικό σύμβολο, που ονομάζεται -όπως πολύ σωστά παρατηρήσατε- ‘ακτινοβόλος σταυρός’. Ο σημερινός χριστιανικός σταυρός είναι ας πούμε απόγονός του.»

«- Αιγηΐδα;», ρώτησε – όχι χωρίς κόπο.

«- Καί πιό πίσω!»

Μεσολάβησε λίγη σιγή. «- Η μάντρα; γιατί;», ρώτησε, δείχνοντας το ταβάνι επάνω τους.

«- Σας καταλαβαίνω ότι προς το παρόν κουράζεστε να μιλάτε. Δεν με πειράζει, συνεχίστε όπως μπορείτε· εγώ θα σας απαντάω.»

Συγκατένευσε.

«Λοιπόν, η μάντρα παλαιών υλικών…», συνέχισε ο άλλος. «Είναι μιάς πρώτης τάξεως συγκάλυψη· κι επίσης, η εγγύτητά της με το νεκροταφείο βοηθάει σε περιπτώσεις σαν τη δική σας, να μη χάσει το δρόμο της η ψυχή – καί να μην αργήσει να έρθει πίσω, όταν τη ζητήσουμε.»

«- Κι ο δίσκος; Φαιστός;», είπε, ενώι άρχισε να ξεραίνεται το στόμα του απ’ τη δυσκολία. Αλλά έπρεπε να μάθει.

«– Πολύ παλιότερος, αλλά παρόμοια λειτουργία!», είπε ο ιερέας.

Ο παπάς σηκώθηκε ξαφνικά, καί βγήκε απ’ το δωμάτιο· επέστρεψε μ’ ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό, κι ένα ποτήρι. «- Πιείτε λιγάκι! Θα σας κάνει καλό!»

. . . . . . . . .

Μπορεί να διαβάζει το τί αισθάνομαι;

«- Φυσικά!», αποκρίθηκε ο παπάς.

Τότε, γιατί;…

«- Σας αφήνω να ασκηθήτε στην επικοινωνία ενός φυσιολογικού ανθρώπου, επειδή αυτή ακριβώς θα σας χρειαστεί γιά το προσεχές μέλλον. Κι όταν φτάσ’ η ώρα της τηλεπαθητικής επικοινωνίας, εδώ είμαστε!»

Άρα, πρέπει να προσέχω τις σκέψεις μου!

«- Ακριβώς!», είπε ο παπάς. «Κι όχι τόσο γιά μένα, εγώ δεν προσβάλλομαι εύκολα, αλλά επειδή θα θέλαμε να μη μπορεί κανείς να διαβάζει το τί έχετε στο μυαλό σας!»

Ποιοί θα θέλα-ΤΕ; Καί, κατ’ αρχήν, γιατί εμένα; Ποιός είμ’ εγώ;

Τί είμ’ εγώ;

«- Απαντώ στο δεύτερο ερώτημά σας. Ο κάθε άνθρωπος, όταν γεννιέται, ταυτόχρονα αποκτά μιά ας πούμε σφραγίδα, μιά ταυτότητα· ας την ονομάσουμε αιθερική, αν καί δεν είναι ακριβής η ονομασία.»

Αστρολογία;

«- Ναί… κι όχι μόνον. Η σφραγίδα δεν περιορίζεται μονάχα στο αιθερικό επίπεδο.»

Παρακαλώ, συνεχίστε.

«- Η δική σας… η δική σου… μου επιτρέπεις τον ενικό, πιστεύω…»

Ασφαλώς!

«- Είναι ξεχωριστή. Έχει μεγάλο δυναμικό.»

Τον κοίταξε με ειλικρινή απορία.

Ποιό «μεγάλο δυναμικό»;

…Στη ζωή μου δεν υπήρξα καθόλου επιτυχημένος. Σχεδόν παντού τα θαλάσσωσα! Σπουδές, δουλειά, λεφτά, σχέσεις, παντρειά, οικογένεια… Μόνο κάτι φιλαράκια έκανα, που -ευτυχώς!- συνεχίζουν κι αυτά να με θεωρούν φίλο τους. Τα είδατε πιό πρίν…

«- Δεν έχει σημασία· το δυναμικό αυτό υπήρχε καί υπάρχει, άσχετα αν δεν το αξιοποίησες.»

Τότε;

«- Θ’ αξιοποιηθεί στο μέλλον.»

Ειλικρινά, δεν σας καταλαβαίνω καθόλου.

«- Έρχονται δύσκολες εποχές γιά την Ελλάδα, καί τότε θα σε ρίξουμε στη μάχη!»

Ποιοί θα με ρίξ-ΕΤΕ;

Ο παπάς χαμογέλασε.

«- Αυτό, δεν θα το μάθεις ακόμη!»

Άνοιξε τα χέρια του με τις παλάμες προς τον παπά, σε κίνηση «παραιτούμαι απ’ το να καταλάβω».

Κι απ’ την άλλη, αφού είμαι μιά κινούμενη αποτυχία, τί να με κάνετε εμένα;

Ο παπάς αναστέναξε.

«- Έχχχ… Φίλε μου, πόσοι καθημερινοί, αν θες ‘αποτυχημένοι’ άνθρωποι, σαν εσένα, έλαμψαν γιά μιά στιγμή στον πόλεμο, έγιναν ήρωες, πήραν παράσημα, καί μετά επέστρεψαν στην καθημερινότητά τους;»

Αρκετοί!

Ο παπάς τον έδειξε.

«- Ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος!»

Κούνησε το κεφάλι του σε κατάφαση.

. . . . . . . . .

Το χαμόγελο δεν έφευγε απ’ το πρόσωπο του παπά· αλλά, όσο το σκεφτόταν, ήταν το χαμόγελο του φιλοσόφου που διδάσκει. Πράγματι, ο παπάς έμοιαζε καί λιγάκι με αρχαίο φιλόσοφο!

«- Κοίταξε. Η πορεία της Ελλάδας ξεκινάει από χρόνια πανάρχαια, καί συνεχίζεται. Καί θα συνεχίζεται. Όπως, όμως, καλώς ξέρεις, τουλάχιστον στην καταγεγραμμένη Ιστορία ποτέ δεν υπήρξε ήρεμη. Αλλά καί πιό πρίν, σε βεβαιώνω – τα ίδια γινόντουσαν.»

Συνεχίστε.

«- Επειδή, τώρα, το Κακό χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό κι αθέμιτο μέσο…»

Κι ο Θεός, γιατί το επιτρέπει;

Ήταν η σειρά του παπά να κάνει τη χειρονομία απορίας με τις ανοιχτές παλάμες.

«- Αν ήξερα, θα σου απαντούσα! Θά ‘λεγα, πάντως, να μή δοκιμάζουμε να εισερχόμαστε με απόλυτο τρόπο στη λογική του Θεού, διότι η προσπάθειά μας δεν θά ‘χει αποτέλεσμα!

…Λοιπόν, επειδή το Κακό κάνει τα πάντα γιά να επικρατήσει, θα κάνουμε κι εμείς τα πάντα γιά να το σταματήσουμε!»

«Εσείς»; Εντάξει, θα λέω «εσείς», γιά να συνεννοούμαστε!

«- Ακριβώς! ‘Εμείς’! Λοιπόν, ανάμεσα σ’ όσα κάνουμε, είναι να παρατείνουμε τη ζωή χρησίμων ανθρώπων, χρησίμων πολεμιστών…» (ο παπάς τόνισε τη λέξη «πολεμιστών»), «…με τον τρόπο που είδες σήμερα.»

Επιτρέπεται;

«- Φυσικά! Αν κι είναι χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη· ωστόσο, πρώτον δεν διαπράττουμε φόνο – δεύτερον, αμυνόμαστε. Άρα, κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει γιά τίποτε. Καί τρίτον, ο αντίπαλος δεν παίζει με ιπποτικούς κανόνες, ώστε να παίξουμε κι εμείς!»

Του έκανε νόημα με το βλέμμα να συνεχίσει.

«- Έτσι, όποιος Έλλην έχει προνομιακή αιθερική σφραγίδα μας είναι χρήσιμος στη μάχη, καί τον -χμ- ανανεώνουμε. Δεν θα μπορούσαμε, δά, ν’ αφήσουμε ένα γεροντάκι να μάχεται – όσο χρήσιμος καί φλογερός πατριώτης κι αν ήταν! Με τί δυνάμεις καί με τί χρονικά περιθώρια ζωής ν’ αφήσουμε τους παππούδες να μάχονται;»

Κι η μετενσάρκωση;

. . . . . . . . .

Ο παπάς προς στιγμήν κοίταξε το ταβάνι.

Ο συνομιλητής του νόμισε πως τον πρόσβαλε, κι ετοιμάστηκε να σκεφτεί μιά συγνώμη. Ωστόσο, ο παπάς τον κοίταξε σοβαρός κατάματα.

«- Θα μπορούσαμε να καταφύγουμε καί σ’ αυτήν, αλλά σκέψου λίγο: ας υποθέσουμε ότι η σφραγίδα που σου είπα είναι απλά υπόθεση Αστρολογίας· όμως, πότε θα ξανάρθουν τ’ άστρα στις ίδιες ακριβώς θέσεις, όπως όταν γεννήθηκες;»

Σ’ εκατομμύρια χρόνια!

«- Ίσως καί παραπάνω. Προτείνεις, επομένως, να περιμένουμε τόσο καιρό, πρίν αμυνθούμε ως έθνος;»

Σαφώς όχι!

«- Καί πάλι, ακόμη κι αν περιμένουμε να ξανάρθουν, ούτε η Γή θα βρίσκεται στην ίδια θέση, ούτε το αιθερικό δυναμικό εκείνης της περιοχής του Σύμπαντος θα είναι το ίδιο με το δυναμικό της προηγούμενης φοράς. Το είπε κι ο μεγάλος Ηράκλειτος, ότι δεν μπαίνουμε δυό φορές στο ίδιο ποτάμι!»

Ναί… σωστά…

«- Επίσης, άλλο τόσο μοναδικές είναι οι χρονικές ευκαιρίες που έχουμε, ώστε η μάχη να εξελιχθεί υπέρ ημών. Η πλησιέστερη ευκαιρία έρχεται σχετικά σύντομα, περίπου σε μιά δεκαετία.»

Μιά ιδέα άστραψε στο μυαλό του.

Δηλαδή, βάλατε το χεράκι σας «εσείς», ώστε να γεννηθούν παιδιά σε συγκεκριμένες στιγμές… ακριβώς γιά να προλάβουν ως ενήλικες… έστω, ως «ανανεωμένοι» ενήλικες, αυτές τις εξελίξεις;

Ο παπάς χαμογέλασε.

«- Ναί – καί όχι. Ναί, παρεμβήκαμε μέχρι ένα σημείο· αλλά, από ‘κεί καί μετά, μόνο να ζητήσουμε την εύνοια του Θεού μπορούσαμε.»

Πώς παρεμβήκατε; Δηλαδή, μιλήσατε γιά παράδειγμα στους δικούς μου τους γονείς, καί τους προτρέψατε να τεκνοποιήσουν;

«- Όχι. Οι γονείς σου, όπως καί άλλων ατόμων σαν εσένα, ούτε που μας έχουν ακουστά. Ούτε ήρθαμε ποτέ σ’ επαφή μαζί τους.»

Τότε;

«- Άσ’ το… μεγάλη ιστορία· κι άμα προσπαθήσω να σου εξηγήσω, θα σε μπερδέψω χειρότερα. Μπορώ μονάχα να σου πω ότι παρακολουθούμε την πορεία κάποιων ψυχών στους αιώνες.»

«Άλλων ατόμων σαν κι εμένα;», παπαγάλισε την πρόταση.

«- Ά, δεν κλωνοποιήσαμε την αφεντιά σου γιά τα ωραία σου τα μάτια!», έκανε χιούμορ ο παπάς. «Δεν είσαι ο μοναδικός, ξέρεις!»

Τί είμ’ εγώ; Τί είμ’ εγώ γιά «εσάς»;

«- Όχι μόνο γιά ‘μας’, γιά όλο τον λαό μας.»

Τί είμαι, τότε;

«- Μιά ψηφίδα στο ψηφιδωτό της μεγάλης εικόνας.»

Έμεινε προβληματισμένος. Ίσως η καταλληλότερη έκφραση να ήταν «γρανάζι της μηχανής» – αν κι ήταν μάλλον προσβλητική, γι’ αυτό ο παπάς την απέφυγε. Πιθανώτατα.

. . . . . . . . .

Επιτρέπεται να ρωτήσω αν οι φίλοι μου είναι κάτι σαν κι εμένα;

«- Εδώ πέτυχες διάνα!», ξαναβρήκε το χαρούμενο χαμόγελό του ο ιερέας. «Χαίρομαι που άρχισες να ξανασκέφτεσαι δημιουργικά. Είσαστε όντως το ίδιο, κι αποτελείτε μιά ομάδα· σωστά το έπιασες.

Ναί, θα περάσουν κι αυτοί την ίδια διαδικασία, επειδή είναι το ίδιο χρήσιμοι μ’ εσένα! Σε άλλα καθήκοντα, βέβαια.»

Πότε, όμως;

«- Όταν πεθάνουν με φυσιολογικό τρόπο. Τί περίμενες, δηλαδή; να τους σκοτώσουμε πρίν την ώρα τους; θα ήταν φόνος, καί θ’ ανατρεπόταν όλη μας η προσπάθεια!

Άλλως τε, όταν κλωνοποιείς ζωντανούς ανθρώπους, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος η ψυχή να διαιρεθεί, οπότε έχουμε σχιζοφρένεια που δεν θεραπεύεται. Ακόμα χειρότερα, τα σώματα μπορεί να τα καταλάβουν οντότητες…»

Κούνησε το κεφάλι του σε κατανόηση.

Όμως… αν αργήσουν να πεθάνουν φυσιολογικά, καί περάσει ο ευνοϊκός καιρός της μάχης;

«- Δεν θ’ αργήσουν. Είναι καλώς υπολογισμένο.»

Άφησε έναν στεναγμό ανακούφισης.

«- Τουλάχιστον στη νέα μου ζωή θα έχω παρέα, να λέω καμιά κουβέντα!», ξαναμίλησε.

«- Δεν θα έχεις!», τον έκοψε απότομα ο παπάς. «Καί μάλλον δεν κατάλαβες. Στο εξής, καί μέχρι να δώσουμε τη μάχη μας καί να νικήσουμε σ’ αυτή τη φάση, θα περάσεις ζωή κρυφή· ζωή καταδιωγμένου.

Δεν θα πεινάσεις, δεν θα σου λείψει τίποτε, είναι φροντισμένα αυτά, αλλά ανθρώπινες σχέσεις δεν θα έχεις. Τους φίλους σου θ’ αργήσεις να τους ξαναδείς γιά καμιά έξοδο γιά μπύρες!», απόσωσε τον λόγο του, πρίν προλάβει ο άλλος να σκεφτεί.

Τ’ ανθρώπινα συναισθήματα σχεδόν απαγορεύονται, έ; Αυτό είναι το αντίτιμο της ζωής που κέρδισα;

Ο παπάς δεν μίλησε.

. . . . . . . . .

Η σκέψη του πετάρισε γιά μιά μικρούλα στιγμή στις γυναίκες της ζωής του.

«- Όχι, ούτ’ αυτές θα τις δείς!»

Μά, τις αγαπώ! Εξακολουθώ να τις αγαπώ! Να μην τις δω ούτε από μακριά;

«- Όχι!… Θα τις πληγώσεις!»

Λίγο από μακριά, γιά μιά φορά μονάχα! Πού θα με καταλάβουν;

«- Υποτιμάς το γυναικείο ένστικτο! Θυμήσου, όλες ανεξαιρέτως σε κατάλαβαν αμέσως ποιός είσαι, με το που πρωτοσυναντηθήκατε! Δούλεψε άμεσα η ενθύμησίς τους, ενώι η δική σου άργησε!»

Καί τί μ’ αυτό, αφού η αγάπη κινεί το Σύμπαν;

«- Με απογοητεύεις!… Αρνείσαι να σκεφτείς λιγάκι!»

Τον κοίταξε με μάλλον χαζό βλέμμα απορίας. Ο άλλος αναστέναξε – με μιά προσποιητή απελπισία.

«- Έστω, λοιπόν, ότι συναντάς μιά πρώην σου. Τί θα δείς; μιά ετοιμόρροπη γιαγιά· η οποία, όμως, αμέσως θα σε καταλάβει. Δεν θα την ξεγελάσεις με την αλλαγή σώματος! Κι η οποία γιαγιά θα λυπηθεί πάρα πολύ, κάνοντας τη σύγκριση με το δικό της σαρκίο.

Πρόσεξε! Ως γυναίκα, τη στιγμή που θα σε δεί, δεν θα ξεκινήσει κάν τη σκεπτική διαδικασία ν’ αναρωτηθεί πώς καί γιατί εσύ εμφανίζεσαι έτσι ξανανοιωμένος, αλλ’ αμέσως θα προχωρήσει σε σύγκριση· θα αισθανθεί μειονεκτικά, καί θα το θεωρήσει πολύ εγωϊστικό εκ μέρους σου. Θα είναι σα να τη φτύνεις, που την επισκέπτεσαι με το νέο σου σώμα.»

Έχεις δίκιο…

«- Αυτό θέλεις; να τις πληγώσεις;»

Όχι… Εντάξει, λοιπόν, μόνος μου από ‘δώ καί μετά.

Όμως, πες μου κάτι: επειδή συμπέρανα πως, με τα άτομα που με περιτριγυρίζουν, έχουμε απάνω-κάτω την ίδια πορεία, αυτές, τώρα, θα περάσουν την ίδια διαδικασία;

«- Αυτό δεν θα σου το πω. Ίσως ναί, ίσως όχι.»

Γιατί, όμως;

«- Δεν έχω τη δικαιοδοσία να σου γνωρίσω το γιατί. Πάντως, ν’ αποφύγεις τις σχέσεις, ακόμη καί με γυναίκες …της ίδιας ηλικίας με σένα!», αστειεύτηκε ο παπάς.

Γιατί;

«- Επειδή στη γυναίκα, ειδικά στη γυναίκα που αγαπάς, δεν αντιστέκεσαι εύκολα. Θα σου αποσπάσει μυστικά χωρίς καλά-καλά να το καταλάβεις!»

…Καί όλα τούτα εδώ πάνε στράφι, έ;

«- Ακριβώς!»

Αναστέναξε.

Όμως, θά ‘θελα όσο τίποτα να τους στείλω ακόμη ένα μήνυμα αγάπης! Έστω, ένα!

«- Ά, όσο γι’ αυτό, μην ανησυχείς! Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι. Η αγάπη έχει καταγραφεί στα θετικά υπέρ σου – ξέρουν άνωθεν!», έδειξε προς τα ψηλά ο παπάς, μ’ όλη του τη σοβαρότητα.

Χαμογέλασε σα σκανταλιάρικο παιδάκι, προσπαθώντας -μάταια- να το κρύψει.

Δηλαδή, στη μάντρα παλαιών υλικών ξέρουν γιά τις πρώην γκόμενές μου;

«- Ακόμη μία τέτοια εξυπνάδα να πετάξεις, καί θα μετανοιώσω που σε ξανακάναμε άνθρωπο καί δέ σ’ αφήσαμε πτώμα!

‘Άνωθεν’ είναι ο Θεός, μωρέ – κι οι θείες οντότητες!», εξερράγη ο παπάς.

. . . . . . . . .

Γελούσαν κι οι δυό πολλή ώρα. Έπρεπε κάπου κάπως να ξεσπάσει όλο αυτό – καί διάλεξε τον καλύτερο τρόπο.

Τη σοβαρότητα επανέφερε ο ιερέας.

«- Ομολογώ πως η συζήτησή μας ήταν ενδιαφέρουσα καί γιά μένα!… αλλά φοβάμαι πως γίνομαι κουραστικός ώρες-ώρες. Άλλως τε, πρέπει να σ’ αφήσω λιγάκι να χωνέψεις τις νέες σου εμπειρίες.»

Φεύγεις… πάτερ; Να με συμπαθάς, ήμουν πολύ αγενής, που δεν συστηθήκαμε τόση ώρα, αλλά πώς να σε προσφωνώ;

«- Έ, εντάξει!… Δεν την κοπανάει κανείς από φέρετρο κάθε μέρα, οπότε -σε τέτοια περίσταση- δεν κοιτάμε τόσο πολύ τις ευγένειες! Ευμολπίδη με λένε!»

Καλοτραγουδιστή!

«- Ναί, ακριβώς! Αλλά, πρίν φύγω, σου έχω μιά έκπληξη!»

Ο ιερέας σηκώθηκε κι άνοιξε την πόρτα – καί μέσα μπουκάρησε χαρούμενος χορός γερόντων.

«- Οι φίλοι σου θά ‘θελαν να σου ευχηθούν, πριν χωρίσετε γιά τα επόμενα χρόνια!»

«- Πού τον βρήκατε αυτόν;», ρώτησε -με προσπάθεια- τους φίλους του, δείχνοντας με χαμόγελο τον παπά.

«- Δεν τον βρήκαμε εμείς! Αυτός μας βρήκε!»

. . . . . . . . .

Επίλογος

…Τό ‘χε ακούσει, τό ‘χε δεί γραμμένο πολλές φορές.

Σε ηλίθια κουβεντολόγια στην τηλεόραση, σε κάτι ομιλίες δήθεν ειδικών, σε κάτι ψευτοσεμινάρια «αυτοβελτίωσης», σε κάτι βιβλία του κιλού, σε ιστοσελίδες γεμάτες συμβουλές γραμμένες με τα ποδάργια…

…Να προχωρήσουμε απ’ το «εγώ» στο «εμείς», λέει. Εκεί βρίσκεται η ευτυχία, ξαναλέει.

Μπούρδες καί πορδές! Λόγια, λόγια, λόγια – που κανείς δεν τα πιστεύει· επειδή κανείς δεν τα συναισθάνεται.

Εδώ· εδώ, μωρέ! Εδώ! Που οι αγκαλιές καί τα δάκρυα συγκίνησης δεν κρατιούνται! Εδώ!

Δεν είμαι· είμαστε!

Καί σας περιμένω!

Σας περιμένω κι εσάς!

. . . . . . . . .

Περιμένω.

Το μόνο εγωϊστικό πρώτο ενικό πρόσωπο μέσα στην πανδαισία.

Μονάχο του.

Παράταιρο.

Κίβδηλο.

Αλλά, πώς να το πώ αλλοιώς;

ΤΕΛΟΣ