Αφιερωμένο στα ρεμάλια! 🙂

. . . . . . . . . .

Ελλάδα, τριάντα χρόνια μετά από σήμερα.

. . . . . . . . . .

Ι.

Σε κάποιον μικρό ναό κάπου στα προάστεια· πρωϊνό, στις αρχές ενός Ιουνίου.

. . . . . . . . . .

«…- Μετά των αγίων κατάταξον, Χριστέ…»

«Αγίων»; Πλλλλάκα με κάν’ς, ρέ πάτερ; έτσι είν’ οι άγιοι; άμα είναι έτσ’ οι άγιοι, χάειντε-χάειντεεεε!!!

. . . . . . . . . .

Τί θέλω ‘γώ σ’ αυτή την κηδεία; τί δουλειά έχω εδώ;

Δεν θυμάμαι κάν τον λόγο που ήρθα. Καί λίγος κόσμος· μάλλον οι υπόλοιποι δεν θα είχαν λόγο ούτ’ αυτοί να έρθουν.

Αλλά… τί βλέπω; Ποιά είν’ αυτά τα μαζεμένα γεροντάκια φάτσα μπροστά;

Μά!… είναι οι εντιμώτατοι φίλοι μου!!!

Κι ο πεθαμένος, ποιός είναι; κανας κοινός γνωστός; Γιάαα να δώ καλύτερα!

Μου μοιάζει, ή μου φαίνεται;

Μά… είναι… είναι… είμ’ εγώ!!!

Ναί… τέλος πάντων… καλά… Κάποτε όλοι φτάνουμ’ εδώ. Γιατί θ’ αποτελούσα εξαίρεση; τί παραξενεύομαι;

Κι εσείς, ποιοί είστε;

Κάπου είκοσι φωτεινές φάτσες τριγύρω.

«- Τί ρωτάς, αφού την ξέρεις τη διαδικασία;»

Δεν μίλησαν, αλλά μίλησαν στο μυαλό του. Κατευθείαν.

Ναί, συγνώμη! Άγγελοι! Καλημέρα σας! Εμένα ήρθατε να παραλάβετε; δεν σας έδινε ο Θεός ρεπό, καλύτερα;

Χαμογέλασαν. Αλλά δεν μετακινήθηκαν ρούπι.

Ρε παιδιά, αφού την ξέρω τη διαδικασία, άντε αφήστε με επιτέλους να πάω παραπάνω, στον Θεό!

Χαμογέλασαν πάλι.

Τί, δηλαδή; προς τα παρακάτ’ θα πάω; ‘Ντάξ’, ξέρω ότι παίζει κι αυτό το ενδεχόμενο, τέτοιος πού ‘μαι!

Το χαμόγελο δεν έφυγε· έγινε πλατύτερο.

Τουλάχιστον, αφήστε με να φύγω! Δεν αντέχω τέτοιες συγκινήσεις, με κηδείες καί τα ρέστα!

«- Όχι! Δεν θα πας πουθενά!»

Δέχθηκε ακόμη ένα ευγενικό χαμόγελο απ’ αυτόν που ήταν δίπλα του· αλλά δυό αόρατα χέρια του γράπωναν τους ώμους σαν υδραυλική πρέσσα. Σαν ένας γίγαντας να πίεζε ένα παιδάκι να κάτσει στην καρέκλα του.

Δεν δοκίμασε να φύγει.

. . . . . . . . . .

ΙΙ.

Η μικρή πομπή έφτασε σιγά-σιγά στον ανοιχτό τάφο, με τα γερόντια αλληλοϋποβασταζόμενα, να περπατάνε σα μαούνες σε κύμα.

Από πάνω, ο Ήλιος…

…Καλά λένε, ένας Ήλιος ψεύτης! Μας κρύβει πολλά! Τώρα, μονάχα τώρα τον βλέπω όπως πράγματι είναι!

Μιά λαμπρότητα καί μιά γλύκα, ανείπωτες.

Γειά σου, Ήλιε!

Γειά σου κι εσένα!

. . . . . . . . . .

Το φέρετρο εναποτέθηκε μέσα στην αγκαλιά της Γής.

«- Χούς εί, καί εις χούν απελεύσει!»

Άμα σου σβουρίξω καμιά πέτρα στην κάρα, ρέ πάτερ, θα σου πω εγώ τί είμαι καί τί δεν είμαι! Πρώτα με κάνεις άγιο, καί τώρα με ασφαλτοστρώνεις; Διατί, ρέ φίλος; τί σού ‘κανα;

Έχε χάρη, που δεν μπορώ!

Τον πιάσαν τα γέλια, όσο σκεφτόταν τους παριστάμενους να τρέχουν έντρομοι μακριά, συνειδητοποιώντας ότι την πέτρα δεν την πέταξε άνθρωπος!

«- Σκάσε, ασεβέστατε!»

Προσηλωμένος στα δρώμενα, είχε ξεχάσει την παρουσία των αγγέλων.

‘Ντάξ’, ρέ παιδιά, αλλά η θρησκεία πρέπει νά ‘χει καί μιά σοβαρότητα! Είναι δυνατόν μέσα σ’ ένα μισάωρο να πάει δυό φορές όπου φυσάει ο άνεμος, καί να τα παίρνει κανείς στα σοβαρά αυτά όλα;

«- Όχι σε μας, τα παράπονα! Σ’ αυτούς που τα γράψαν αυτά!»

Σύμφωνοι! Άμα τους βρώ, κι άμα δεν έχω τίποτε σοβαρώτερο να κάνω, θα επιλύσω καί τις θεολογικές μου απορίες!

«- Ως τότε, όμως, σκάσε, κάτσ’ εδώ, καί περίμενε να τελειώσουν όλα!»

Καί πού να πάω; ακάλεστος δεν μπορώ να πάω πουθενά… αφού την ξέρω τη διαδικασία!

«- Πάψε, μωρέ, επιτέλους!»

Αλλά το χαμόγελο, χαμόγελο.

. . . . . . . . . .

ΙΙΙ.

Είχαν απομακρυνθεί όλοι, ακόμη κι οι εντιμώτατοι φίλοι του. Κάτι λέγανε μεταξύ τους με χαμηλή φωνή, αλλά δεν μπορούσε να τους ακούσει.

Ή δεν μπορούσε να τους ακούσει, ή του απαγορευόταν. Οι άγγελοι, όμως, δεν φαινόντουσαν πιά πουθενά.

Ο νεκροθάφτης έριχνε τις τελευταίες φτυαριές. Τη δουλειά αυτή, βέβαια, θα μπορούσε να την κάνει κι ένα ρομπότ· αλλά, πρώτον, κανείς δεν έφτιαχνε ένα τέτοιο, καί δεύτερον κανείς δεν θα το αγόραζε. Όθεν, εδώ επιμένανε παραδοσιακώς – παρά τον προχωρημένο 21ο αιώνα.

Όταν πιά ο ασκεπής τάφος είχε μείνει μόνος του, μέσα απ’ τα κυπαρίσσια πλησίασε ένας άλλος παπάς.

Τ’ ήθελε αυτός, τώρα; Καί… τί κάνει;

Πετραχήλι, ναί. Σταυρός, ναί. Ένα μικρό θυμιατό, που ανέδιδε ένα εξαίσιο άρωμα – τελείως άγνωστο.

Τί κάνει, λέμε;

Γιά στάσου, όμως! Αυτός ο σταυρός… διαφέρει κάπως. Καί τί κρατάει ο ιερέψ στα χέρια του; όχι, δεν είναι βιβλίο!

Είναι… είναι…

…Ένας πήλινος δίσκος, με κάτι εικονίτσες απάνω του!

Της Φαιστού;

Μπορεί, δεν βλέπω καλά.

. . . . . . . . . .

Ο νεοφερμένος παπάς άρχισε να προφέρει λόγια, στρίβοντας κάθε λίγο τον δίσκο μονόπαντα. Πιθανώτατα τά ‘ξερε απέξω, αλλά τον δίσκο τον κρατούσε τιμητικώς πως. Όπως οι συνήθεις παπάδες το Ευαγγέλιο – άσχετο αν το ξέρουν απέξω.

Η φωνή σε στενή κλίμακα, αφηγηματική· πότε-πότε, όμως, ξέφευγε σε τραγουδιστό τόνο, ανεβαίνοντας ψηλά καί πάλι κατεβαίνοντας. Ποτέ, όμως, απειλητική. Σαν προσευχή, σαν ικεσία, σαν…

…σαν …ηλεκτρικό ρεύμα;

Ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο, που ξέφευγε από περιγραφές. Τ’ ήταν αυτά τα λόγια;

Κι η γλώσσα;

Δεν θύμιζε τίποτε, η γλώσσα. Αν ήταν Ελληνικά, τότε ήταν μιά άγνωστη, χαμένη μορφή των Ελληνικών. Σα θολή παιδική ανάμνηση μακρυνής βαριάς καμπάνας στον ορίζοντα του δειλινού.

Κι όμως…

Κι όμως…

…Άρχισε να βγαίνει νόημα! Έστω καί προς το τέλος.

Θεέ εν αυτώι.

Ψυχή.

Υπεραιτία.

Αιτία.

Αιθήρ.

Πύρ.

Αήρ.

Γή.

Ύδωρ.

Σώμα.

. . . . . . . . . .

Με την τελευταία λέξη της προσευχής, αισθάνθηκε μιά τρομερή δύναμη να τον τραβάει προς τα κάτω, καί ν’ αρχίζει τα πάντα να τα καλύπτει το σκοτάδι. Ακριβώς σαν ένας δύτης, που τον μάγκωσε μιά όρκα στην καπάνα της, καί τον τραβάει στον βυθό παιχνιδίζοντας.

Μόνο που η ζωή του δύτη δεν είναι παιχνίδι…

…γιά τον δύτη.

Ρέ παιδιά; Ρέ αγγέλοι;

Φώναζε· μάταια, όμως.

Ώρες είναι τώρα να ξαναμπεί η ψυχή μου στο πτώμα, ν’ αγωνίζομαι να βγώ απ’ το φέρετρο με τα χώματα από πάνω μου, καί να πεθάνουν απ’ την τρομάρα τους όσοι δούν έναν γέρο να βγαίνει απ’ τον τάφο!…

…μ’ εμφάνιση, που δεν θα την έλεγες ακριβώς γιά πρόσκληση σ’ επίσημη δεξίωση!

Όμως, αντ’ αυτών, τον τύφλωσε ένα υπέρλαμπρο άσπρο γλυκό φώς. Νά ‘χαν, άρα γε, ακούσει την έκκλησή του οι άγγελοι;

Έκανε ενστικτωδώς να προφυλάξει την όρασή του, φέρνοντας το χέρι του στα μάτια του.

. . . . . . . . . .

IV.

«- Χαίρομαι που αντέδρασες έτσι! Απόδειξη πως είσαι πράγματι εδώ, κι είσαι πράγματι εσύ!»

Του μιλούσε ένας τύπος ασπροφορεμένος, γύρω στα τριαντατόσα του.

«- Άγιε Πέτρο, δεν περίμενα να έχετε τόσο νεανική εμφάνιση! Καί φυσικά είμ’ εγώ! Ποιός περιμένατε να είναι; η Μαρία η Πενταγιώτισσα;»

Η φωνή του ακούστηκε κάπως σαν τραύλισμα μεθυσμένου.

Ο τύπος λύθηκε στα γέλια, αλλά σύντομα σοβαρεύτηκε. Φόρεσε, όμως, ένα εγκάρδιο χαμόγελο.

«- Αντίθετα απ’ το ανέκδοτο, όπου ο ασθενής λέει: ‘- Γιατρέ, θα γίνω καλά;’, καί του απαντάει ο άλλος: ‘- Ποιός γιατρός, ρέ φίλε; ο άγιος Πέτρος είμαι!’, εδώ εγώ είμαι πράγματι γιατρός! Γιά την ακρίβεια, έχω διδακτορικό στην Πληροφορική Βιολογία!»

«- Ορίστε;!»

«- Έ, λογικό να έχετε μπερδευτεί! Σας ξαναφέραμε στη ζωή – σε άλλο σώμα, βέβαια!»

«- Κλωνοποίηση;»

«- Περίπου. Πήραμε απ’ τον γυιό σας δείγμα, αλλά από βιολογικής πλευράς μοιάζετε σαν δυό σταγόνες νερό. Οπότε, δεν μας ήταν δύσκολο. Να με συμπαθάτε, μόνο, επειδή σας έριξα τον προβολέα μέσα στα μάτια σας, να δω αν δουλεύουν.

Δεν το ξέρετε, είναι θέμα της επιστήμης μου, αλλά τη στιγμή ακριβώς που ο κλώνος αντιδρά σηκώνοντας το χέρι του να προφυλάξει τα μάτια του, ξέρουμε πως πράγματι η ψυχή ήρθε στο σώμα του.»

Πράγματι, παρατήρησε ότι ο ασπροφορεμένος κρατούσε έναν φορητό προβολάκο.

Αλλά, όπως έσκυψε, παρατήρησε καί κάτι άλλο: πως ο ίδιος ήταν τελείως γυμνός καί ξυπόλητος!

Έ, λογικό! Δεν φοράμε τίποτε, όταν γεννιόμαστε. Άρα, όταν ξανα-γεννιόμαστε, τί πρέπει να φοράμε;

Δεν πρόλαβε, όμως, να σκεφτεί την έλλειψη ενδυμάτων, κι αισθάνθηκε το κεφάλι του να κρυώνει. Χαϊδεύτηκε καί με τα δυό του χέρια, καί είδε πως δεν είχε τρίχες.

«- Ά, αυτό!», είπε ο ασπροφορεμένος, που τον παρατηρούσε. «Μέτρα προστασίας της ταυτότητάς σας, επειδή δεν θέλουμε αυτόκλητους αυτόπτες μάρτυρες! Από ‘δώ θα φύγετε με ξυρισμένο κεφάλι καί γυαλιά Ηλίου. Αργότερα, βέβαια, τα μαλλιά σας θα μεγαλώσουν κανονικά, οπότε αν τυχόν σας δεί κάποιος τώρα, δεν θα μπορέσει να σας ταυτίσει τότε.»

«- Ελπίζω να μή φύγω καί γυμνός!»

Ο ασπροφορεμένος χαμογέλασε.

«– Όχι, βέβαια! Μισό λεπτό, μόνο, να σας κάνω το τελευταίο τέστ, καί σας αφήνω. Παρακαλώ, σηκώστε το δεξί σας πόδι, καί κάντε κουτσό…δυό, τρία βήματα.»

Έκανε όπως του είπε. Όλα εντάξει.

«- Παρακαλώ, επαναλάβατε με το αριστερό!»

Επίσης εντάξει.

«- Σφίξτε τις γροθιές σας!»

Πανηγυρικώς κι αυτές οι εξετάσεις.

«- Ωραία! Απομένει να γίνει εντελώς φυσιολογική η φωνή σας, αλλά θα περιμένετε μισό μήνα, να δυναμώσουν οι μύες του στόματος καί του λαιμού.»

Συγκατένευσε.

«- Τώρα, θα σας αφήσω.», συνέχισε ο γιατρός. «Όμως, στη ντουλάπα που βλέπετε στο βάθος, έχει ρούχα να ντυθήτε – καί, πιστεύω, κάποια είναι στο νούμερό σας. Έχει, επίσης, έναν καθρέφτη, να δήτε τον νέο σας εαυτό. Κι αν εξακολουθεί να κρυώνει το κεφάλι σας, παρακαλώ ν’ αποφεύγετε να πλησιάζετε το αίαρ κοντίσιον.»

Έκανε να φύγει, κοντοστάθηκε.

«- Όταν ντυθήτε, μή φύγετε!»

«- Πού να πάω …ακάλεστος; Άλλως τε, το καλό το κοστούμι τ’ άφησα στο φέρετρο!»

Ο γιατρός χαμογέλασε.

«- Βγαίνοντας από τούτο το δωμάτιο, υπάρχει ένα σαλονάκι. Θα σας περιμένουν, γιά μιά πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση!»

Λίγο πρίν ανοίξει την πόρτα, να τον αφήσει…

…»- Γιατρέ!»

«- Παρακαλώ;»

«- Τ’ είν’ εδώ;»

«- Ένα πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο γιά κλωνοποιήσεις.»

«- Καί πώς καί δεν το ήξερα εγώ;»

«- Δεν ψάχνουμε τη δημοσιότητα! Άλλως τε, οι κλωνοποιήσεις ανθρώπων, όπως ίσως γνωρίζετε, είναι σχεδόν ημιπαράνομες. Γίνονται μέν, αλλά λιγώτερα χαρτιά συμπληρώνεις, αν είναι να σε προσλάβουν στις μυστικές υπηρεσίες, παρά γιά να κλωνοποιηθείς. Όμως, μπορεί ανά πάσα στιγμή να κηρυχθούν πλήρως παράνομες· καί τότε…»

«- Καί πού βρίσκεται το εργαστήριό σας, αν επιτρέπετε;»

Ο γιατρός παράτησε την πόρτα, καί χαμογέλασε πάλι.

«- Στο τρίτο υπόγειο, κάτω από μιά μάντρα παλαιών υλικών… κοντά στο νεκροταφείο!»

«- Μάντρα παλαιών υλικών!!!!… Απόλυτα ταιριαστό! Αλλά κοντά στο νεκροταφείο, γιατί;»

«- Θα σας εξηγήσουν τα πάντα! Αλλά εμένα με συγχωρείτε, πρέπει να φύγω!»

«- Ποιοί θα μου εξηγήσ…»

Η πόρτα είχε ήδη κλείσει.

. . . . . . . . . .

Στη ντουλάπα, πράγματι βρήκε το νούμερό του στα ρούχα καί στα παπούτσια. Βρήκε καί τον καθρέφτη.

Δεν βιάστηκε να ντυθεί· γυμνός, όπως ήταν, έψαξε το σώμα του τριαντάχρονου εαυτού του απέναντί του. Ήταν αυτό που θα ήταν, αν η μάνα του δεν τον έπρηζε να τρώει όλο το φαγητό του πιάτου του, παρά τις διαμαρτυρίες του στομαχιού του. Καί, σημάδια από παιδικές τρέλλες, συν δυό ίχνη από κοψίματα με χειρουργικά ράμματα, φυσικά καί δεν υπήρχαν επάνω στον νέο του εαυτό. Άσε την οδοντοστοιχία: άψογη!

Έπιασε τα εσώρρουχα, να τα φορέσει. Πρωτοποριακό υλικό, πήγαινε ανάποδα απ’ τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος: δρόσιζε το καλοκαίρι, ζέσταινε τον χειμώνα. Καί ταυτόχρονα δεν άφηνε ιδρώτα καί σωματικές μυρωδιές να εγκαθιδρύσουν τη δικτατορία τους.

Ο ίδιος, βέβαια, στο παλιό του σώμα είχε μείνει σε παλιές ενδυματολογικές συνήθειες· τα μοντέρνα ρουχάδικα δεν θα τον αποκαλούσαν καλό πελάτη τους. Κι αν -τα τελευταία χρόνια- εξακολουθούσε να μαθαίνει (με σχεδόν νεανικό ζήλο) τις εξελίξεις στις επιστήμες καί την τεχνολογία, αυτές δεν τον πολυάγγιζαν σε προσωπικό βιωματικό επίπεδο.

Ντύθηκε, έριξε μιά τελευταία ματιά στον (όχι καί τόσο) άγνωστο, που τον κοίταζε μέσα απ’ τον καθρέφτη, καί βγήκε απ’ το δωμάτιο.

. . . . . . . . . .

(συνεχίζεται)