Πρόλογος
ιθανώτατα το σημερινό αρθράκι μου θα σας ξαφνιάσει· όντως, δεν το συνηθίζω ν’ ασχολούμαι με τέτοια θέματα, ή να βγάζω τα προσωπικά μου εν δήμωι. (Αυτό πιά… στις ελάχιστες των ελαχίστων περιπτώσεις!) Ο λόγος, όμως, που το πράττω…
…Άσε, θα σας το σκάσω το μυστικό στο τέλος! 
Πάντως,
  • Καί επειδή ο λόγος αυτός είναι αρκετά σοβαρός· άρα, αν σας τον έλεγα από τώρα, μάλλον θα τον προσπερνούσατε.
  • Καί ναί, έχει άμεση σχέση με όσα (μας) συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια. Άλλως τε, μπορεί κάποια στιγμή σύντομα να διαπιστώσετε επάνω σας κάτι παρόμοιο, μ’ αυτό που υπαινίσσομαι.
  • Καί επειδή θέλω να σκεφτήτε το γιατί.
  • Καί επειδή στοιχηματίζω πως τα ψιλογουστάρετε κάτι τέτοια θεματάκια!… (Μεταξύ μας, τώρα, έ;! ειλικρίνεια, έ;!    )
Πάμε, μαέστρο!

Εισαγωγή – i
Είναι πολύ περίεργο το συναίσθημα, ότι έχεις ξαναζήσει κι άλλες ζωές· τουλάχιστον την πρώτη φορά, που το βιώνεις αυτό.
Πρώτα έρχεται σαν διαίσθηση – ότι πρόσωπα, συμπεριφορές, πράγματα, καταστάσεις, τά ‘χεις ξανασυναντήσει. Μετά, σαν συνειδητοποίηση. Καί στις σπάνιες περιπτώσεις ατόμων (σαν τον γράφοντα) που βλέπουν εικόνες από το παρελθόν, τότε αυτή η πληροφορία σφραγίζεται ανεξίτηλα στο μυαλό σαν ανώτερη γνώση.
Ωστόσο, καί παρά τα πλήθος χαζοέντυπα, που προσπαθούν να σε πείσουν ότι η μετενσάρκωση είναι κάτι σαν αισθηματικό μυθιστόρημα μεταφυσικού περιεχομένου (αν, όμως, ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι βασιλιάδες, τότε ποιός ξεβούλωνε τους βόθρους; ), η ανάμνηση αυτή δεν είναι καθόλου ευχάριστη εμπειρία.
  • Από λογικής πλευράς, διότι, αφ’ ενός, η όποια πάλαι ποτέ ευτυχία σου (των προηγουμένων ζωών) δεν υπάρχει σήμερα· καί διότι, αφ’ ετέρου, η δυστυχία κι ο πόνος πάντα αναμιμνήσκονται ως αυτά ακριβώς που είναι (ήταν) : δυστυχία καί πόνος. Ποτέ ωραιοποιημένα.
  • Από συναισθηματικής πλευράς, πάλι, όταν ανοίγουν οι πύλες της ενθυμήσεως καί ξεχύνονται έξω τα συναισθήματα των προηγουμένων ζωών, πρέπει να μπορείς να τον αντέξεις αυτόν τον Νιαγάρα. Προστίθενται στα συναισθήματα αυτής εδώ της ζωής, καί σε συντρίβουν! Καί, πιστέψτε με, λίγοι άνθρωποι μπορούν ν’ αντέξουν. (Ο γράφων, την πρώτη φορά που συνέβη αυτό, κατέρρευσε μέσα σε λυγμούς.)
  • Από μεταφυσικής πλευράς, εκ τρίτου,… άσε, δύσκολο! Αυτό κι αν είναι δύσκολο!
Θα τα εξηγήσουμε, όμως, όλα στη διαδρομή του κειμένου.

Εισαγωγή – ii
Παρ’ Έλλησιν καί ιστορικώς, η σοβαρή πλευρά της θρησκείας μας πάντα πέταγε έξω απ’ το σαλόνι το θέμα της μετενσάρκωσης· το πήγαινε στο υπόγειο (κυριολεκτικώς), τελείως αντίθετα απ’ ό,τι πράττουν οι νεοεποχίτες – που το συζητάνε μέχρι καί στα κομμωτήρια.
Στα μεν Ελευσίνια Μυστήρια, κι ενώ είναι χίλια τα εκατό σίγουρο ότι τη διδάσκανε (ου μήν -καί με τη βοήθεια του ιεροφάντη- οι μύστες βιώνανε κι όσα λέμ’ εδώ), απαγορεύανε αυστηρότατα το να μιλάς γι’ αυτά τα θέματα ανοιχτά. Εάν το διέπραττες αυτό, η ποινή ήταν μιά κούπα με κώνειο, να την καταπιείς άσπρο πάτο!
Στην δε Ορθοδοξία, το θέμα αυτό πετάχτηκε εκτός δόγματος με την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, αν θυμάμαι καλά. Έκτοτε, η Εκκλησία μας αρνείται να συζητήσει τέτοια πράγματα.
[Όχι πως δεν ξέρει ότι υπάρχει μετενσάρκωση· απ’ αυτό το πλευρό να κοιμούνται οι νεοεποχίτες, αν νομίζουν ότι κομίζουν γλαύκα ες Αθήνας! Απλώς, η Εκκλησία αρνείται κατηγορηματικώς να συζητήσει επ’ αυτού του θέματος.]
Θα σας πω, όμως, ότι άριστα πράττανε καί οι αρχαίοι ημών, καί η Εκκλησία! Γιατί;
Ρωτάτε “γιατί”;
Επειδή… Δώστε βάση:
  • Πρώτον, επειδή με τις δημόσιες συζητήσεις ευτελίζεται το θέμα· που, όπως, καί να το κάνουμε, είναι υψηλωτάτου επιπέδου, παρά τον πόνο που πάντα περιέχει. (Υπάρχει -πλήν Θεού- κάτι υψηλώτερο απ’ τη ζωή; )
  • Δεύτερον, επειδή τη σπάει στο κήρυγμα της Εκκλησίας· πάντα θα σε ρωτήσει ο χοντρόμυαλος, γιατί (εφ’ όσον μετενσαρκωνόμαστε) να μη ζήσει μιά ζωή με το να κάνει ό,τι γουστάρει (ληστείες, φόνους, βιασμούς… γενικώς, την παραβίαση όλου του Ποινικού Κώδικα), να χορτάσει ηδονές καί καλοπέραση, καί στην επόμενη ζωή ‘ντάξ’, βραδερφέ, να γίνει καλό παιδί, γιά να ρεφάρει (καί να τουμπάρει τον Θεό – lol!!!) · μέχρι καί καντηλανάφτης να γίνει, που λέει ο λόγος. (Τί του απαντάς, τώρα, αυτουνού;… δες καί αμέσως παρακάτω.)
  • Τρίτον, επειδή το να εξηγήσεις το πώς εξελίσσεται η ζωή μέσωι των μετενσαρκώσεων, τί ευκαιρίες έχει ο καθένας γιά ψυχική καί πνευματική ανέλιξη… συν καναδυοτρία άλλα παρόμοια θεματάκια, αυτά δεν είναι γιά τον κάθε κάφρο. Είναι τα πολύ ψιλά γράμματα στο «συμβόλαιό μας» με τον Θεό. Όθεν, ο “μέσος” άνθρωπος (αν έχει κάποιο νόημα αυτός ο όρος), καλά θα κάνει να ξεχάσει το όλο θέμα, διότι είναι πολύ σκληρό γιά τα δοντάκια του.
  • Τρίτον βήτα – πόρισμα: Όθεν, καλά θα κάνει ο καθένας ν’ ασχολείται με το σήμερα, καί ν’ αφήσει τις έρευνες αυτού του είδους. Φιλική συμβουλή! (Καί γιά μένα ισχύει – συνήθως.)
  • Και τέταρτον, επειδή το κρυπτο-Κρόνιο ιερατείο μέσα στην Εκκλησία θέλει να έχεις τον φόβο του θανάτου, δηλαδή της μετά θάνατον ανυπαρξίας (ποιός δίνει, τώρα, σημασία στα λόγια της κηδείας, περί “ζωής ατελευτήτου”; ), γιά να σε κυβερνάει με τον φόβο.
Εν πάσει περιπτώσει, καί πάλι καλά, να λέμε· μή στεναχωριέστε, που δεν θα συζητάτε τις μετενσαρκώσεις σας, διότι ευτυχώς το κώνειο καταργήθηκε! Lol!!!

Εισαγωγή – iii
Καλά, όμως, ρέ Εργοδότη, αφού αναγνωρίζεις ότι -επί του θέματος- η σιωπή είναι προτιμώτερη, εσύ γιατί μας το παίζεις αυθεντία; γιατί σήκωσες ανάρτηση;
Κοιτάξτε… είναι λιγάκι σύνθετη η απάντηση.
Ο γράφων είχε μιά μάλλον ασυνήθιστη πορεία ζωής. Δεν πέρασα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια (παρεκτός από υλικά αγαθά), διότι ζούσα μέσα σε μιά ιδιότυπη φυλακή. Μήν πάθει τίποτε “το παιδί”, μην έτσι “το παιδί”, μην αλλοιώς “το παιδί”μή, μή, μή, μή, μή…. ad nauseam. Κι όχι μόνον από φοβισμένους γονείς, αλλά κι από ένα τσούρμο άτεκνου (κι εξ ίσου φοβικού) γεροντόσογου. (Εύχομαι να μην τύχει σε κανέναν, λέμε! Ευτυχώς, καθάρισε ο Χάρος γιά πάρτη μου, κι ησύχασε το κεφάλι μου – το πάνω.) Ωστόσο, φυλακή-ξεφυλακή, οι εμπειρίες μου με το Μεταφυσικό ξεκίνησαν από πολύ νωρίς. (Μόνο που τις κρατούσα μέσα μου, καί δεν νομίζω πως χρειάζεται να εξηγήσω το γιατί.)
Αυτή η “φυλακή”, με τη σειρά της, είχε ως αποτέλεσμα να μην βρίσκω ανοιχτούς δρόμους εκεί που έπρεπε (σπουδές, δουλειά…), ώστε να μπορώ ν’ αφοσιωθώ καθαρά σε παραγωγή έργου. (Καί όχι να τρώω τα μούτρα μου σε μή απαραίτητες προκαταρκτικές εργασίες «διαμόρφωσης χώρου»… καί το έργο μετά, όποτε ερχόταν. Μή απαραίτητες, διότι όφειλαν να είναι ήδη έτοιμες, πρίν πάω εγώ. Αυτό εννοώ.) Με αποτέλεσμα, οι παιδικές κι εφηβικές μου σκέψεις επάνω στο γιατί βιώνω μιά τέτοια κατάσταση (σε χτυπητή αντίθεση με άλλα άτομα της ηλικίας μου), με αποκορύφωμα την περίοδο αμέσως μετά το πτυχίο (όπου είδα κι αποείδα ότι δεν πρόκειται ποτέ να έχω την πρέπουσα συνέχεια), να καταλήξουν σε τρομερό παράπονο.

Αλλά, τί κάνουμε σε τέτοιες καταστάσεις, αν οι άνθρωποι δεν μπορούν (ή δεν θέλουν) να βοηθήσουν;
Προσευχή! Εντόνως!
Συγκεκριμένα, ζήτησα απ’ τον Θεό τουλάχιστον να σταματήσω να έχω μεταφυσικές εμπειρίες / να βλέπω πράγματα πέραν του χώρου και του χρόνου (ήθελα να ξεχάσω καί το διάβασμα που έριξα, αλλά δεν σβηνότανε αυτό), καί να γίνω ένα τελείως συνηθισμένο άτομο. Επειδή μου την έσπαγε πολύ άσχημα να βλέπω να με προσπερνάνε άτομα, με σαφώς λιγώτερα ουσιαστικά προσόντα από μένα. Το σκεπτικό μου ήταν: τί να τις κάνω τις γνώσεις καί την επαφή με την “Άλλη Πλευρά”, όταν δεν τα καταφέρνω έστω στοιχειωδώς στην …αποδώ πλευρά, παρά το ότι το μπορώ – καί το δικαιούμαι. Η όλη κατάσταση έμοιαζε (καί ήταν) Συμπαντική Ειρωνεία στα μούτρα μου, γι’ αυτό δεν ήθελα να συνεχιστεί άλλο.

Δε μιλάμε, δηλαδή, ούτε κάν γιά νά ‘χω μιά καλοπληρωμένη εργασία «αναλόγως προσόντων», αλλά μακριά απ’ τα επιστημονικώς επικίνδυνα (γιά να μην προξενήσω κακό στην ανθρωπότητα άθελά μου), κι ας πάν στον αγύριστο οι ακαδημαϊκές μου φιλοδοξίες· δεν μιλάμε κάν ούτε γιά κακοπληρωμένη δουλειά. Μιλάμε γιά καθόλου δουλειά, καθόλου εισόδημα, καθόλου προοπτικές γιά σοβαρή σχέση με γυναίκα καί δημιουργία οικογένειας, καί η ιδιότυπη «φυλακή» μου να συνεχίζεται. (Μή ρωτάτε το γιατί, αν κι είχα γίνει ενήλικας· απλά, από χαρακτήρα ποτέ δεν ήμουνα τυχοδιώκτης, να τρέχω από ‘δώ κι από ‘κεί, καί να παρατήσω τη μάνα μου -ο πατέρας μου είχε ήδη πεθάνει- στο έλεος. Τέτοια πράγματα, ούτε ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα δεν θα έκανε.)
Η απάντηση, όμως, «άνωθεν», ήταν ένα σαφέστατο κι αυστηρώτατο: “- ΣΚΑΣΕ, καί ΒΛΕΠΕ!” (Καί ναί, αμέσως το διακρίνεις καθαρά ότι η απάντηση προέρχεται από ‘κεί που πρέπει, κι όχι απ’ τον Ακατονόμαστο. Το καταλαβαίνεις – καί διαισθητικά, καί με λογικές συνεπαγωγές, καί με εφαρμογή στην καθημερινή ζωή.)

Έ, εντάξει, με τον Θεό δεν μπορείς να τα βάλεις, οπότε “γεννηθήτω το θέλημά Σου!”. …Έσκασα… κι έβλεπα. Επί δεκαετίες. (Κυρίως το παρελθόν. Πολύ σπάνια το μέλλον.) Πέρασαν αρκετά χρόνια, όμως, ώσπου να καταλάβω το γιατί έπρεπε να “βλέπω”.

[Νά, ας πούμε με τη «Γαλάζια Αδελφότητα». Όταν την (ξανα)είδα, κατάλαβα πολύ καλά το γιατί έβρισκα αμέτρητα εμπόδια, στις προσπάθειές μου γιά ακαδημαϊκή καρριέρα, τη στιγμή που έχει γεμίσει ο τόπος διδακτορικά (…που κάνουν ντελίβερυ σε πίτσες! lol!!!) : ΔΕΝ έπρεπε ένας κορυφαίος στις θετικές επιστήμες μέν, (αλλά τότε) αφελέστατος δέ, νέος να πάει να κάνει …ντελίβερυ …στο πιάτο λύσεις σε παλιανθρώπους. Ειδικά τώρα, που βρισκόμαστε πάλι σε κατάσταση Ατλαντίδας παραμονές καταβυθίσεως. Κι αν δεν το καταλάβαινε αυτός ο εξυπνόβλαξ φιλόδοξος νέος, το καταλάβαιναν άριστα «άνωθεν».
Μιά ματιά να ρίξετε στις ειδήσεις, θα καταλάβετε πολύ καλά πού πάει το πράγμα· όπως τότε. Ακριβώς όπως τότε, εντεκάμιση χιλιάρικα χρόνια πρίν! Νά, πχ… τα της πρόσφατης επικαιρότητας εμβόλια (ο Θεός να τα κάνει!) με μικροκώδικα αλλοιώσεως dna!!! Καί νά ‘ταν μόνον αυτά… Σάμπως δεν θέλουν / δεν το ψάχνουν να σου έχουν δεσμευμένη μέχρι καί τη σκέψη;… όπως τότε;
(Χμμμ… νά μιά καλή ιδέα! Πρέπει να την ψάξω, γιά το τί (μπορεί να) ήταν τότε ο Μπίλλης, κι οι όμοιοί του. Αφού -εκτός από μας- ξαναζούν καί τα καθήκια…)
Στα 25 μου, λοιπόν, έκλαιγα. Σήμερα, όμως, γελάω με τη νεανική μου αφέλεια – που, ευτυχώς, δεν βρήκε πεδίο δράσεως. Καί αγανακτώ με τους δικούς μας επιστήμονες του εξωτερικού, που ανοίγουν το καπάνι τους περισσότερο απ’ όσο πρέπει.]

Εισαγωγή – iv
Τελείως αντίθετα με τον (από το συγγραφικό του έργο αρκετά γνωστόν στην Ελλάδα, τον) μακαρίτη τον Osho, που πίστευε ότι το παρελθόν δεν αξίζει ούτε μία ρουπία, γιά μένα το παρελθόν είναι υπερπολύτιμο· είναι όπως οι ρίζες του φυτού – χωρίς αυτές, το φυτό πεθαίνει. Ειδικά, δέ, γιά την Ελλάδα, πρέπει να το δούμε το πράγμα …υψομετρικώς ανάποδα· δηλαδή, κι αντίθετα από τις ρίζες του φυτού, το παρελθόν είναι ψηλά καί το παρόν χαμηλά. Κάπως σα να πέσαμε σε βόθρο, δηλαδή, καί γυρνάμε το κεφάλι ψηλά, να δούμε την έξοδο απ’ τα σκατά στο χείλος του βόθρου – στο παρελθόν μας, ως φυλή.
Κι αν γενικεύσουμε, θα δούμε πως ο Osho έκανε τελείως λάθος στο συγκεκριμένο θέμα: αφού (αν το καλοσκεφτείς) κατά βάθος, ο αγώνας ΟΛΩΝ (Μεγάλων τε καί Μικρών “Δυνάμεων”) είναι να κατακτήσουν καί να κατέχουν …το παρελθόν! Ώστε ν’ αποδείξουν ( ; ) ότι αυτοί, καί μόνον αυτοί, ήταν οι γεννήτορες του πολιτισμού, όταν οι υπόλοιποι ήταν ακόμη τριχωτά τετράχειρα στα δέντρα. (Ελαφρά φρενοβλάβεια; αναμφισβήτητα. Αλλά γι’ αυτήν ακριβώς τη φρενοβλάβεια κάποιων πυρηνικών δυνάμεων τρέχουμε όλοι οι υπόλοιποι σαν τον Βέγγο. Επειδή ούτως έδοξεν σε κάποιους μαλάκες, ότι κακώς οι Έλληνες είχαμε τον πολιτισμό που είχαμε… καί δεν τον είχαν αυτοί.)
Δεν έβλεπε τα …κουλτουριάρικα καμώματα της επίσημης Τουρκίας, ο μακαρίτης, σύμφωνα με την οποία επίσημη Τουρκία ο Όμηρος μιλούσε …αρχαία Τουρκικά; Δεν βλέπουν οι σημερινοί όπου Γής άνω θρώσκοντες (τρομάρα τους!) την προσπάθεια ΟΛΩΝ να κλέψουν / εξαφανίσουν / καταστρέψουν ΕΙΔΙΚΑ τις Ελληνικές αρχαιότητες, καί ν’ απαξιώσουν την Ιστορία μας καί μας τους ίδιους; Γιατί το κάνουν, αν το παρελθόν είναι γιά τα σκουπίδια; Έ;

Έτσι, λοιπόν, συνέχισα να “βλέπω” (κυρίως το παρελθόν), μέχρι σήμερα. Καί μάλλον θα συνεχίσω. Εννοείται, καθαρά προς όφελος αυτής εδώ της έρμης Πατρίδας μας.
Τώρα, βέβαια, μέσα στα πλαίσια αυτά, δεν ήταν παράξενο που άρχισα να χρησιμοποιώ αυτή την ικανότητά μου καί σε ατομικό επίπεδο, διότι πρώτα βγαίν’ η ψυχή, κι ύστερα το χούϊ!    Άρχισα να περνάω “παρελθοντικό” κόσκινο όσα άτομα με πλησίαζαν – άσχετο αν τους το έλεγα, ή όχι.
Δυστυχώς (ή ευτυχώς, από μιά άλλη θεώρηση), παρά το ότι αισθάνεσαι πως με κάποιο άτομο έχεις ξαναζήσει, οι σχετικές πληροφορίες (χρόνος, τόπος, ονόματα…) δεν σου έρχονται πάντα. Κι όταν έρχονται, συνήθως δεν έρχονται όποτε το θέλεις. Μερικές φορές, μάλιστα, αργούν πολύ – σε επικίνδυνο βαθμό, θά ‘λεγα. (Άμα κάνεις το λάθος καί ξανοιχτείς πρόωρα.) Μπορείς, βέβαια, να τις εκβιάσεις (με διαλογισμό), αν θεωρείς ότι σε παίρνει, αλλά δεν θα το συνιστούσα.
Αυτά τα λέω γιά τα νέα παιδιά, που τυχόν έχουν παρόμοιες εμπειρίες / ικανότητες με μένα· πάντα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί, μέχρις ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο. Διότι, βλέπετε, δεν ξαναζούμε μονάχα πχ μαζί με τις ερωμένες μας, αλλά καί με πρώην εχθρούς μας.
Πολλές φορές, θανάσιμους. Καί που κρύβονται σαν τα φίδια.

Η (μέχρι στιγμής…) ενδεκάς!
Προχωράμε, όμως, στον καθαρά προσωπικό τομέα, την ψυχή του σημερινού άρθρου!

Γυναίκες!… γυναίκες!…
Γενικά μιλώντας, δεν έχω παράπονο από το γυναικείο φύλον· γενικά μιλώντας (δίς), καλά τα πήγαμε καί τα πάμε (πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων) – ειδικά με τις γυναίκες, που μου έκαναν την τιμή να με συνοδεύσουν στο αμαρτωλό κρεββάτι μου! lol!!! Ναί, ρέ κουτσομπόληδες, έχω κάνει κι εγώ σέχ! Καρα-lol!!! (Ενεργητικό με γυναίκες, εννοώ. Τί σκεφτήκατε, δηλαδή; Καρα-lol, ξανά!!!) Καί δή, με διψήφιο αριθμό γυναικών! (Άσε καί τις άλλες, που μου ξέφυγαν στο παρά τσάκ!) ‘Ντάξ’, δεν έχω τις αριθμητικές δάφνες αλλονών, αλλά ούκ εν τώι πολλώι το εύ! 
Να το σοβαρέψουμε, όμως.
Από τις γυναίκες, καί απ’ όσες με συντρόφευσαν στον επίγειο Παράδεισο (ελπίζω κι εγώ να συντρόφευσα αυτές), καί απ’ όσες μείναμε σε απόσταση (έστω καί μικρή), ξεχωρίζουν έντεκα… μέχρι στιγμής· έξι συν πέντε αντιστοίχως, από κάθε κατηγορία. (Μόνο που δεν το θεωρώ καλή ιδέα να φτιάξω ποδοσφαιρική ομάδα μ’ αυτές! lol!!!) Με τις οποίες έχουμε ξαναζήσει μαζί, ως ζευγάρια. Σε μία ζωή, σε περισσότερες… Ως εραστές, ή καί ως σύζυγοι. Καί στις περισσότερες περιπτώσεις, έφεραν στον κόσμο τα παιδιά μας.
Συνήθως περισσότερες της μίας ζωές, αν καί -όπως προείπα- οι σχετικές πληροφορίες δεν έρχονται αμέσως· αμέσως, ίσως έρθουν πληροφορίες γιά μονάχα μία ζωή απ’ τις προηγούμενες, κι οι υπόλοιπες αργότερα.
Με τις πέντε, που δεν προχώρησε το πράγμα (καί) σ’ αυτή τη ζωή, υπήρχαν (καί συνεχίζουν να υπάρχουν) αντικειμενικοί λόγοι προς τούτο: ασύμβατη διαφορά ηλικίας (με τις τρείς – δύο πολύ μικρότερές μου, μία ούκ ολίγα χρόνια μεγαλύτερη), συν ήδη διαμορφωμένες ζωές (γάμοι, παιδιά – η μεγαλύτερη, η τέταρτη, η πέμπτη), που δεν αλλάζουν εύκολα, όσο καί να το επιθυμούν τα «συμβαλλόμενα μέρη». Υπάρχει κι αυτό, που απεκάλεσα «ιδιότυπη φυλακή» (η τέταρτη καί η πέμπτη), καθώς καί η μεγάλη απόσταση των τόπων μόνιμης κατοικίας μας (η πέμπτη).

Μ’ όλες αυτές τις γυναίκες, η γνωριμία μας συνοδευόταν αμέσως από ένα αμοιβαίο αίσθημα ευφορίας, καί μιά ανεξήγητα υψηλή συμπάθεια, έως αγάπη· έως ερωτική αγάπη. Έως με δυσκολία συγκρατούμενη σεξουαλική έλξη εκατέρωθεν. Όμως, επειδή είμαι φιλοπερίεργο όν, καί παρά το ότι αποκτούσα επίγνωση (σχετικά γρήγορα) ότι με την καθεμία τους είχαμε ξαναζήσει, πάντα τις κοίταζα με απορία… μόνο που φρόντιζα να την κρύβω την απορία· διότι, όπως καί να το κάνουμε, είναι καί αγενές, καί βλακώδες να πετάς στα μούτρα μιάς γυναίκας που αγαπάς ερώτηση, του στύλ: «- Καλά, τί ακριβώς γυρεύεις στη ζωή μου καί ξανασυναντηθήκαμε;» 
Αυτά τα πράγματα, απλώς δεν λέγονται! Αν συνεχίσεις να έχεις απορίες, κάτσε βρες μόνος σου τις απαντήσεις. Όπως κι έπραξα.
Πάμε, όμως, να δούμε τα αινίγματα! Ευχάριστα μέν, αλλά ούχ ήττον αινίγματα σπαζοκεφαλιστικά.

i. Πρώτο αίνιγμα
Το ότι είχαμε ξαναζήσει μαζί, συνήθως το καταλάβαινα στα πρώτα ραντεβού· οπότε, ανέκυπτε το ερώτημα γιατί ξανάρθαν. Όχι πως -προς Θεού! – δεν γούσταρα να αισθάνομαι ωραία μαζί τους… Αλλά, βλέπετε, είχα (κι έχω) στη γκλάβα μου το ότι: «κάρμα» ίσον βερεσέδια, που πρέπει να εξοφληθούν· άρα, τί ακριβώς (τους) χρώσταγα; τί ακριβώς χρώσταγα γενικά στο Σύμπαν; (Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκα τί πιθανόν να μου χρώσταγαν αυτές! Ιππότης, γάρ!    )
Γι’ αυτά τα βερεσέδια, όμως, υπάρχει μιά απλούστατη συνταγή, που τα σβήνει αμέσως – όποια καί νά ‘ναι, όσο μεγάλα καί νά ‘ναι: αυτή είναι η αγάπη. Αγκαλίτσα, χάδια, φιλιά, σέχ, καί μετά νάνι μαζί… συν το να λες καί ν’ ακούς τη λεξούλα με τα έξι γράμματα (το ανυπέρβλητο: «- Σ’ αγαπώ!») – όλ’ αυτά σε πακέτο κάνουν θαύματα!    Κι εννοείται, τον βαθμό αγάπης καί συνάμα υπέρτατης οικειότητας, που έχεις μονάχα με το ταίρι σου, δεν μπορείς να τον έχεις με άλλα άτομα. (Καί ναί, κυρίες μου -εσείς οι έντεκα-, που πιθανώτατα θα διαβάσετε αυτό το κείμενο, ήμουν ειλικρινής με όλες σας!)
Οπότε, είτε χρώσταγα (καί αν), είτε μου χρώσταγαν (καί αν) από παρελθοντικές ζωές, νομίζω πως πλέον δεν ετίθετο τέτοιο θέμα. Καλά τους φέρθηκα, καλά μου φέρθηκαν, όλα τέλειωσαν καλά.
Εάν, λοιπόν, το πρώτο ερώτημα διατυπώνεται ως:
«- Μήπως ξαναήρθαν, γιά να ξαναλάβουν -επειδή την είχαν ανάγκη- διαβεβαίωση / επιβεβαίωση ότι συνεχίζεις να τις αγαπάς;»,
τότε απαντήθηκε σαφέστατα καταφατικά. (Ούτε κάν μιά πικρή κουβέντα δεν τους είπα ποτέ. Σωστά, κορίτσια; ) Όμως, παρ’ όλ’ αυτά τα λουλούδια, κάτι έλειπε απ’ την εικόνα!
Έλειπε το επόμενο ερώτημα:
Γιατί έφυγαν;

ii. Δεύτερο αίνιγμα
Γιατί έφυγαν, έ; Δεν θα μπορούσε, δηλαδή, η χρονικά πρώτη που ήρθε, να κάτσει να ξαναπαντρευτούμε κτλ; (Να μην κοπανιέμαι κι εγώ επί χρόνια, ψάχνοντας;    )
Αλλά δεν έφυγε μονάχα μία! Όλες φύγανε! 
Θες επειδή είμαι κακάσχημος, σαν Αλβανός γιδοβοσκός (συν το ότι βρωμάω, ροχαλίζω, τραγουδάω παράφωνα… αφήστε τα, κυρίες μου, μαύρα χάλια σας λέω! lol!!!), θες επειδή είμαι ανυπόφορος (καμμία γυναίκα δεν αντέχει απανωτούς μονολόγους γιά Ατλαντίδες καί ούφο, κτλ), θες επειδή είμαι πτωχός καί πένης, θες επειδή βαρέθηκαν, θες επειδή βρήκαν αλλού καλύτερα, την κοπανήσανε άπασαι! (Οι έξι απ’ αυτές, με τις οποίες ξαναείχαμε καί σεξουαλική σχέση. Οι υπόλοιπες, ακόμη εδώ είναι. lol!!!) Οι αγάπες καί τα λουλούδια κράτησαν μεν καί μετά την αναχώρηση των κυριών, κρατάνε μέχρι σήμερα (το ξέρω ότι έχουν κι αυτές τα ίδια καλά αισθήματα γιά την αφεντιά μου, που έχω κι εγώ γι’ αυτές), αλλά γι’ αυτή τη ζωή πήραν αναβολή στρατεύσεως!
Εντάξει… Κατανοητά αυτά. Αφού, όμως, θέλαν να φύγουν, γιατί δεν έφυγαν αμέσως; άρα, κάποιος άλλος λόγος υπήρχε, που έφυγαν, αφού καθήσανε κάμποσο διάστημα.
Κι ο λόγος αυτός είναι, ότι (ξανα)ήρθανε να δώσουν καί να λάβουν βοήθεια. Πάλι μέσα στα πλαίσια της αγάπης!

Η αλληλοβοήθεια αυτή κυμάνθηκε από το (ερωτικώς χαμογελαστό) : «- Το μπισκοτάκι του καφέ, γιά σένα, Εργοδόταρε!», μέχρι ξεμπλοκάρισμα του υπολογιστή, ή του φωτοτυπικού. Από συζητήσεις γιά το πώς δουλεύουν οι φιλόλογοι με τ’ αρχαία κείμενα, μέχρι το άφθαστο εκείνο: «- Θα περάσεις τρείς μυήσεις τριών ετών η καθεμία· μόνο που μάλλον δεν θα τις καταλάβεις!»
[Τις …κατάλαβα, όμως. Εννοείται με καθυστέρηση, σαν τον Ράν-Τάν-Πλάν!    Αλλά ναί, ………, έπεσες  απόλυτα μέσα. Τουλάχιστον, έμαθα -έστω καί αργά- να σ’ ακούω προσεκτικά σε τέτοια θέματα· κάτι είναι κι αυτό.]
Από τόνωση της ψυχολογίας τους (καλά, ρέ γυναίκες, τί παθαίνετε όταν ο πρώτος τυχών παπάρας σας αποκαλέσει άσχημες; τόσο πολύ καταπίπτετε; ειδικά σήμερα, που ψάχνουμε με τα κυάλια να βρούμε άσχημη; ), μέχρι τόνωση της δικής μου ψυχολογίας!
Από ό,τι φανταστείς, μέχρι ό,τι φανταστείς.
Συμπέρασμα;
Όλοι κι όλες είμαστε ψηφίδες μέσα στην εικόνα του Σύμπαντος… που κι εμάς μας λείπουν ψηφίδες, γιά να συμπληρωθούμε. Έ, λοιπόν, αυτό το πάρε-δώσε ελλειπουσών ψηφίδων, σαν μέσα σε βιντεοπαιχνίδι (καί πάντα μέσα στην αγάπη), όντως έλαβε χώραν.
Πάλι, όμως, έλειπε κάτι.
Έλειπε το τρίτο ερώτημα.
Εφ’ όσον αγαπηθήκαμε ξανά, κι εφ’ όσον αλληλοβοηθηθήκαμε ξανά,…
…τί λείπει πάλι, κι η εικόνα παραμένει ασυμπλήρωτη;

iii. Τρίτο αίνιγμα
Είναι ένα αίσθημα, κάπως όπως όταν αγοράζεις καινούργιο κομπιούτερ. (Συγνώμη, ρέ κορίτσια, δεν υπονοώ κάτι υποτιμητικό. Απλά, προσπαθώ να περιγράψω το φαινόμενο.) Χαζοδουλεύει μέν, αλλά σου σπάει τα νεύρα… μέχρις ότου έρχεται («- Γκαγκάανννν!!! Γκαγκάανννν!!!») το Ιππικό, να σε σώσει!    Παναπεί, σκάει μύτη ο προχωρημένος ειδικός φίλος, καί σου λέει: «- Καλά, ρέ χαζοβιόλη, τί κάθεσαι καί βασανίζεσαι;». Οπότε -καθ’ υπόδειξή του-, αρχίζεις τις βελτιώσεις: αλλαγή του δίσκου με ssd, παραπάνω μνήμη, Λίνουξ αντί γιά τα προϊόντα του Μπίλλη, κτλ κτλ. Στο τέλος, ο υπολογιστής πετάει, κι αισθάνεσαι ότι δεν σου λείπει τίποτε πιά.
Εκτός απ’ την αίσθηση πως πάλι κάτι λείπει απ’ την όλη εικόνα, μ’ έβαλε σε υποψία καί η χρονική συχνότητα εμφανίσεως των πάλαι ποτέ συζύγων κι ερωμένων μου· η οποία, όσο πήγαινε κι αυξανόταν. (Γιά το τί θα γίνει στο μέλλον, δεν μπορώ να γνωρίζω. Υποψιάζομαι πως θα φρενάρει -έως μηδενισμού- ο ρυθμός, αν πέτυχα την απάντηση στο τρίτο αίνιγμα. Αλλοιώς, θα συνεχίσουν να έρχονται.) Βέβαια, στο σημείο αυτό θα πεταχτεί ο «μυημένος», καί θα πεί ότι μού ‘ρχονται τώρα μαζεμένες, επειδή τώρα έχω την ωριμότητα να καταλάβω τί παίζει – που δεν την είχα πρίν. Με βοηθάει το Σύμπαν, εν άλλαις λέξεσιν!
Σύμφωνοι, αλλά επιτρέψτε μου να έχω κάπως διαφορετική γνώμη: ότι, δηλαδή, αυτό το υπέροχο (συγχωρέστε μου την έκφραση) γκομενοσμήνος, κάτι ήθελε… κάτι ακόμη, που δεν τό ‘χα δώσει. Κάτι, που δεν το είχα κάν υποψιαστεί.
Κι αυτό το «κάτι», άργησα μέν, αλλά το βρήκα (τό ‘βαλα πείσμα να το βρώ, αλλοιώς δεν θα ησύχαζα) :
Είναι η ελευθερία τους, όλων αυτών των γυναικών!
Μά, ρέ Εργοδότη, δεν ήταν ελεύθερες;
Όχι. Δεν ήταν.
Αυτή ήταν η δυσκολώτερη απάντηση απ’ όλες.

Ένας από τους δασκάλους μου, κάτι τέτοιες καταστάσεις τις αποκαλεί «θετικά εμπόδια». (Στον δρόμο προς τον Θεό, εννοεί.) Γιά να καταλάβετε, η φάση πάει περίπου ως εξής:
Έστω ότι συμφωνούμε κάτι φιλαράκια να πάμε όλοι μαζί να δούμε τον Παλαιό, να του κάνουμε έκπληξη! Φτιάχνουμε σάκκους, βγάζουμε εισιτήρια, κλείνουμε ξενοδοχεία, καί δίνουμε ραντεβού με τ’ αμάξια μας (τζίπ, υποχρεωτικώς – διότι ο Παλαιός μένει σχεδόν σε λημέρι κλεφταρματωλών! lol!!!) σε συγκεκριμένο σημείο, σε συγκεκριμένη ημέρα καί ώρα. Ας πούμε ότι στην παρέα συμμετέχω κι εγώ, που ξεκινάω απ’ τη σημερινή Ιωλκό να κατεβώ Αθήνα, να περισυλλέξω τους λοιπούς (όσους θα μπουν στις υπόλοιπες θέσεις του οχήματος) – καί να μπω σε φάλαγγα κατ’ αμάξιον!    Έλα, όμως, που -εκεί που ξεκινάω- βλέπω απέξω απ’ το σπίτι μου μιά βαλίτσα τίγκα στο χρήμα!…
Τί θα κάνω, τότε, ως ολιγόμυαλος (που είμαι) ;
Θα κοιτάξω να λουφάρω τη βαλίτσα, καί μάλιστα όχι μέσα στο σπίτι μου. (Διότι ο κάτοχος πιθανώτατα θά ‘ρθει να τη γυρέψει – σκέψου καί νά ‘ναι κακοποιός!) Αλλά, πώς θα το κάνω αυτό;
  • Να πάω σε τράπεζα, να τα καταθέσω, τόσα πολλά λεφτά; δίνω στόχο! Κι αν προέρχονται από ληστεία; Άσε την αναμονή στην ουρά, που θα σε κοιτάνε όλοι, καί μέσα σ’ ένα 24ωρο θα έχει μάθει όλος ο Βόλος ότι έχω εκατομμύρια σε καταθέσεις! (Βρέ, καί στην Αθήνα να ζούσα, πάλι θα μαθευόταν· θα κελαηδούσε ο υπάλληλος, αφού θα ήξερε τα στοιχεία ταυτότητάς μου!)
  • Καί την αναμονή σε ουρά τράπεζας γιά την πάρτη σου, ενώι έχεις στήσει αγρίως τα φιλαράκια σου; αυτό, πού το πάς;
  • Να την πάω σε σπίτι αλλουνού; δεν μου φαίνεται σόϊ ιδέα.
  • Να πάρω όσα χαρτιά χωράν οι τσέπες μου, καί ν’ αφήσω τα υπόλοιπα; δεν το θέλω! (Είμαι χαζός, αλλά όχι τόσο πολύ. lol!!!)
Στο τέλος, θα τη βρω τη μόνη λογική λύση, που είναι να την πάρω μαζί μου – καί να μοιραστώ το χαρτί με τα φιλαράκια μου (καί τον Παλαιό). Ναί, αλλά ώσπου να τη βρω τη λύση, θα έχω χάσει κανα μισάωρο σκεπτόμενος διάφορα, οι υπόλοιποι θά ‘χουν σπάσει τα τηλέφωνα να με βρούν (επειδή καθυστερώ)… κι ο Ακατονόμαστος έχει πολλά ποδάργια – μέσα σε μισή ώρα, μπορεί να συμβούν γεγονότα, που θα τη ματαιώσουν την εκδρομή. Με αποκλειστικά δική μου υπαιτιότητα, σε τελική ανάλυση.
Πιστεύω, το πιάσατε το νόημα – τί παναπεί «θετικά εμπόδια».

Αν το αίσθημα πως έχεις ξαναζήσει με μιά συγκεκριμένη γυναίκα (καί το αντίστοιχο γιά τις γυναίκες – μ’ έναν συγκεκριμένον άντρα) είναι ωραίο, τότε η αγάπη που αισθάνεσαι, είναι υπεράνω πάσης περιγραφής! Είναι η φωτιά, που σιγοκαίει αθόρυβα κάτω απ’ τα κούτσουρα – ίσως καί κάτω απ’ τις στάχτες· αλλά είναι εκεί. Το ξέρεις πως είναι εκεί… καί καθόλου δεν σε νοιάζει, που δεν είναι η ζωηρή κίτρινη φλόγα του έρωτα, που ξεπηδάει με τα προσανάμματα.
Παράλληλα, έχεις την αίσθηση πως αυτό το άτομο το γνωρίζεις εδώ καί δεκαετίες… πως μεγαλώσατε μαζί… πως είσαστε παντρεμένο ζευγάρι γιά δεκαετίες, καί πως γνωρίζετε «με κλειστά μάτια» τις συνήθειες καί τις ενοχλήσεις ο ένας της άλλης… πως, αν σας βάλουν μαζί στο ίδιο σπίτι να ξαναζήσετε σαν παντρεμένο ζευγάρι, θα το κάνετε άψογα, σα να το κάνατε πάντα. Σα νά ‘ταν αυτή ακριβώς η καθημερινή σας πραγματικότητα εξαπανέκαθεν. (Μά… αφού ήταν!)
Ωστόσο, τον γράφοντα τον επισκέπτονται καί κάτι περίεργες σκέψεις…
…πως η αγάπη απ’ τις παρελθούσες ζωές, αν τη λάβεις μόνη της, χωρίς το απαραίτητο συμπλήρωμα της ελευθερίας, δεν είναι παρά ένα ακόμη «θετικό εμπόδιο» στην εξέλιξη δύο ψυχών! Όσο δυνατή κι αν είναι.
Εξηγώ.

Ωραία, ζής παντρεμένος επί δεκαετίες με μιά γυναίκα που αγαπάς. Παιδιά, σκυλιά… κάποια στιγμή, έρχονται τα γεράματα κι ο θάνατος. Καί ξανασυναντιέστε σε νέες ζωές, σε νέα σώματα, μετά από χρόνια. Καί ξαναγαπιέστε. (Ή, μήπως, πρόκειται γιά την ίδια αγάπη, που δεν διακόπηκε ποτέ; ) Όμως, ο θάνατος -που τα τελειώνει όλ’ αυτά- δεν μοιάζει λιγάκι με καταστάσεις που τελειώνουν – μέσα σ’ αυτήν εδώ τη ζωή; όπως πχ το να πάρεις πτυχίο, ή να βγείς στη σύνταξη. Γιά σκεφθήτε το! Έχει νόημα να ξαναπάς στην Α’ Δημοτικού, ή να ξαναπιάσεις δουλειά στα εξηνταφεύγα σου, ως νεοδιόριστος; Όση νοσταλγία κι αν αισθάνεσαι γιά τα μαθητικά, ή τα εργασιακά σου χρόνια, νομίζω πως δεν έχει.
Έ! Τολμηρή μέν παρομοίωση, αλλά κάπως έτσι (την κόβω να) είναι καί η αναβίωση της αγάπης στις διαδοχικές ενσαρκώσεις μας.
Δηλαδή, ρέ Εργοδότη, δεν έχει κανένα νόημα ούτε κάν η αγάπη, που ζή μέσα απ’ τις πύλες του θανάτου; Το χάσαμε το παιχνίδι;

Τίποτε δεν χάσαμε· υπάρχει κάποιο νόημα, κάπου. Κι αυτό είναι της -ξανά!- ελεύθερης επιλογής, παρά την «προϋπηρεσία».
Μου τά ‘λεγε η μία απ’ τις έξι, αλλά δεν την καταλάβαινα. (Σε επίπεδο επιγνώσεως, εννοώ – όχι πως δεν μιλάει καλά Ελληνικά!) «- Εγώ», έλεγε, «…έρχομαι να σε βρώ, επειδή θέλω εσένα! Σήμερα! Όπως είσαι! Καί δεν με νοιάζει αν κάποτε ήσουν ο Αχιλλέας, ή ο Μεγαλέξανδρος, ή είχαμε παντρευτεί καί αγαπιόμασταν!» Καί συμπλήρωνε: «- Εσύ, αισθάνεσαι γιά μένα το ίδιο;»
Απαντούσα καταφατικά. (Είναι καί όμορφη καί ελκυστική γυναίκα, καί «καλό παιδί»· οπότε, αν έλεγα όχι, θα έλεγα καραμπινάτα ψέμματα.)
Όταν τέλειωσε η σχέση μας, έφυγε λέγοντας πως θέλει να είναι ελεύθερη, διότι της έσπασε τα νεύρα η κατάσταση μαζί μου. «- Μά, ποτέ δεν σου στέρησα την ελευθερία σου!», απαντούσα κάπως αμήχανα. Δεν την καταλάβαινα τότε. Αλλά σήμερα, νομίζω πως τα κατάφερα!
Έ, λοιπόν, αγαθό ίσως ανώτερο ακόμη κι απ’ την αγάπη, είναι η -εκ Θεού δοσμένη- ελευθερία του ανθρώπου! Αυτή ακριβώς είναι η απάντηση στο τρίτο αίνιγμα! Όθεν…
  • ………., σ’ αγαπώ, κι είσαι ελεύθερη!
  • ………., σ’ αγαπώ, κι είσαι ελεύθερη!
  • ………., σ’ αγαπώ, κι είσαι ελεύθερη!
  • ………., σ’ αγαπώ, κι είσαι ελεύθερη!
  • ………., σ’ αγαπώ, κι είσαι ελεύθερη!
  • ………., σ’ αγαπώ, κι είσαι ελεύθερη!
  • ………., σ’ αγαπώ, κι είσαι ελεύθερη!
  • ………., σ’ αγαπώ, κι είσαι ελεύθερη!
  • ………., σ’ αγαπώ, κι είσαι ελεύθερη!
  • ………., σ’ αγαπώ, κι είσαι ελεύθερη!
  • ………., σ’ αγαπώ, κι είσαι ελεύθερη!
Αυτό ήταν!
(Ρέ κουτσομπόληδες, περιμένετε στα σοβαρά σας να γράψω καί τα ονόματά τους; lol!!!)

Επίλογος – Κι εμείς, κύριε;
Ευλόγως θα ρωτήσει κανείς, τί ήθελα κι έγραψα τόσο κατεβατό γιά τα προσωπικά μου. Αυτά δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλον, σωστά;
Σωστά.
Όμως,
  • αφ’ ενός, παίζω εκείνο το χαζό παιχνιδάκι της «προειδοποίησης» (ά λά Χόλλυγουντ) : «- Τα λέω δημοσίως, να μ’ ακούσει το Σύμπαν!»,
  • αφ’ ετέρου, ήδη σας το είπε ο Σπύρος το μυστικό (αν κ’ ίσως οι περισσότεροι δεν το πιάσατε) : ετοιμαζόμαστε γιά αλλαγή πίστας – καί αλλαγή ταχύτητας.
Καί ακριβώς αυτή η βελτιωτική αλλαγή (μάλιστα, εν όψει επερχομένων) μας αφορά όλους, ειδικά τους πιό ψαγμένους. Αν δεν την επιδιώξουμε συνειδητά τη βελτίωσή μας, θα την υποστούμε από αίτια έξω από μας (κ’ ίσως με πιό επώδυνο τρόπο).

Άρα, οφείλουμε να προετοιμαστούμε· να μην αφήσουμε εκκρεμότητες. Άσε που (διαισθητικά το λέω) η εποχή μας είναι γιά να κλείνουν οι παρελθοντικές παρενθέσεις, όχι γιά να διαιωνίζονται. Ή ν’ ανοίγουμε καινούργιες.
Αυτό, βέβαια, ουδόλως σημαίνει πως έπαψα ν’ αγαπώ τις συγκεκριμένες κυρίες – αλλά κι όλες τις άλλες, που πέρασαν απ’ τη ζωή μου ετούτην εδώ. (Κι άμα λάχει καί μου καθήσει δεύτερος γάμος με κάποια τους, να ξέρει ότι θα είναι από ελεύθερη επιλογή από πλευράς μου! Όχι επειδή το είχαμε ξανακάνει. Εννοείται, πως θα της το πω κιόλας διά ζώσης.)
Όμως, έπρεπε… όφειλα να τακτοποιήσω (καί) αυτήν την πλευρά του είναι μου, πριν συνεχίσω γι’ αυτά που με / μας περιμένουν.

ΤΕΛΟΣ

Υγ 1: Φυσικά, η ανάρτηση αφιερώνεται καί στις έντεκα!
Υγ 2: Ειδικά γιά σένα, γλυκειά μου Γιολάντ… Όταν ξανασυναντηθήκαμε, δεν σε πρόλαβα (διότι είμαι αργός, σά βόϊδι, καί δεν πήρα αμέσως χαμπάρι ποιά είσαι!), να σου ζητήσω συγνώμη, που δεν ήμουν καλός σύζυγος! Δεν σε πρόλαβα, καί στο μεταξύ χαθήκαμε. Γι’ αυτό σου τα γράφω από ‘δώ – καί σου ζητάω από ‘δώ μιά συγνώμη, μεγάλη μέχρι τον ουρανό!
Να προσέχεις, μή σκάσει μύτη καί στη σημερινή σου ζωή εκείνο το καθήκι ο ιππότης, ο δήθεν αρραβωνιαστικός σου τότε. Εκείνος είχε καρφώσει την οικογένειά σου στους Καθολικούς της Τουλούζης ως αιρετικούς, γιά να σας φάει την περιουσία. Δεν σ’ αγαπούσε! Πρόσεχε, διότι πιθανώς τα ίδια θα σου ξανακάνει καί σήμερα, αν ξαναφανεί. Δεν διορθώνονται εύκολα οι άνθρωποι, βλέπεις!