*1.Διότι ετσι μάς γουστάρει...2.Διότι είμαστε χαοτικοί,ιδιαίτεροι,μοναδικοί….3.Διότι εμείς φωνάξαμε ένα περίτρανο ΟΧΙ και αμυνθήκαμε στους εισβολείς,σηκώνοντας μια ψυχάρα,απέναντι στην υλική στρατιωτική υπεροχή,την ωρα που εσείς γατάκια Ευρωπαίοι κρυβόσαστε τρομαγμένοι...4.Διότι υπάρχουν "μεταφυσικοί λόγοι που απτονται του φυλετικού μας ιερατείου[αλλά αυτά δεν είναι της παρούσης]και 5. για ολους τους λόγους που αναπτύσσει πιο κάτω η Αννα η Λιγνού με την λυρική της πέννα...απολαύστε την...
Αννυ Λιγνού
Βρε «παιδιά της Ελλάδας παιδιά»,
εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους! Και δεν γιορτάζουμε την έναρξη κανενός πολέμου! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ:
Ο Έλληνας δεν αισθάνεται δούλος γιατί δεν υποδουλώθηκε ποτέ πραγματικά.
Στα χρόνια της Ρωμαϊκής κατοχής «ο κατακτημένος κατέκτησε τον κατακτητή με το πνεύμα του...»
Στα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας, δεν έχασε το μπούσουλα. Διατήρησε τη συνοχή του. Διατήρησε το ελληνικό του στίγμα ακόμα και τη στιγμή που δεν υπήρχε ούτε σπιθαμή γης ελληνικής. Έκανε πάνω από 100 άγνωστες στους πολλούς απόπειρες επανάστασης και ξεσηκωμού.
Μιλάει τη «μουσική γλώσσα, των Αγγέλων» την ίδια εδώ και χιλιάδες χρόνια, αυτήν που έγινε τροφός για όλες τις άλλες γλώσσες.
Ο Έλληνας είναι ο Αμάραντος που «φυτρώνει μες στα δύσβατα, στις πέτρες, στα λιθάρια.»
Είναι το «κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα που παίρνει χρώματα κι ανθεί και μίσχο και σαλεύει» από «της Δικαιοσύνης τον ήλιο τον Νοητό.»
Ο Έλληνας δεν έχει υπάρχοντα. Η μόνη του περιουσία είναι η καρδιά του κι η ψυχή του η οποία ποτέ ανά τους αιώνες δεν κατέστη δυνατό να τιθασευτεί.
«Ολα να του τα κάψεις, πέτρα στην πέτρα να μην του αφήσεις», δεν θα παραδοθεί.
«Ενα αμπέλι, μια ελιά κι ένα καράβι» και ξαναφτιάχνει την Ελλάδα του.
Έσκυψε, γονάτισε να μαζέψει δυνάμεις και περίμενε άλλοτε υπομονετικά άλλοτε ανυπόμονα «πότε θα κάνει ξαστεριά» για να «πεταχτεί από 'ξαρχής να αντρειέψει και να θεριέψει». Κι ας είχε πάντα «το σουγιά στο κόκκαλο και το λουρί στο σβέρκο.»
Δεν περιμένει τους «Βαρβάρους». Ξέρει καλά πως οι Βάρβαροι δεν είναι «λύσις».
Ξέρει πως ακόμα κι αν είναι μόνο «ένα το χελιδόνι» και θα την πληρώσει πανάκριβα, η Άνοιξη θα έρθει. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Γιατί «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει.»
Κι ο ήλιος θα γυρίσει κι ας «θέλει δουλειά πολλή» κι ας θέλει «νεκρούς χιλιάδες να 'ναι στους τροχούς» κι ας «θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.»
Δεν θα το τσιγκουνευτεί.
Δεν θα χειροκροτήσει ποτέ παγωμένος από φόβο επί ώρες, χαμογελώντας σε παράταξη, κι ούτε θα βάλει τα ψεύτικα κλάματα να στηθοδέρνεται, τάχα από συγκίνηση, μόλις δει στο μπαλκόνι τον Δυνάστη που του έκατσε μπάστακας.
Δε θα παραδώσει τα όπλα του σε ένδειξη υποταγής στον πρώτο μοτοσικλετιστή του εχθρού που ήρθε να τα ζητήσει. «Ελα να τα πάρεις» θα του πει.
Ο Έλληνας θα περιγελάσει τον εχθρό που τον πετσοκόβει. Δεν θα κωλώσει από το μέγεθος του αντιπάλου αλλά θα δώσει μάχη «υπό σκιάν» κάτω από τα χιλιάδες εχθρικά βέλη.
Θα ρωτήσει μόνο τον «μπούτσον του» αν πρέπει να πολεμήσει και αυτό θα απαντήσει στον φοβερό και τρομερό πασά που του ζητάει να συνθηκολογήσει, βρίζοντάς του ό,τι έχει και δεν έχει! Κι ας ξέρει πως βρίσκεται σε δεινή θέση.
Θα κοροϊδέψει όσο δεν παίρνει τη στολή του αδίστακτου Ντούτσε μ' όλα της τα φτερά και τα πούπουλα, που του ήρθε «μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα μας να πάρει, βρε το φουκαρά...»
«Για δε μ' αφήνετε ήσυχο; Αστε με ήσυχο όλοι. Θέλω να ζήσω ελεύθερος δίχως ταυτότητα πια.» Μην μου κολλάτε άλλες δικές σας ταμπέλες, μη με χαρακτηρίζετε, παρατήστε με. Εχω δική μου ταυτότητα. Κι είναι τέτοια που πολλοί από σας σκίζεστε να τη δανειστείτε...
Θα αναρωτηθεί γελώντας «τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά που το 'να του φωνάζει Si και τ' άλλο του φωνάζει Ja» με τόσους που του έκατσαν στο σβέρκο, μα θα ξέρει πως «το τρίτο είναι το δικό μας, γαμώ το κέρατό μας αγάπη μου γλυκειά» και για αυτά τα παιδιά του θα πολεμήσει.
Θα σηκώσει το ακόντιο όχι για την πάρτη του, αλλά «για την Ελλάδα ρε γαμώτο.»
Γιατί «όταν ο Έλληνας αισθανθεί δυνατός, τότε γίνεται αδυσώπητος τιμωρός...»
Κι η Ελληνίδα δε θα κρυφτεί ποτέ. Θα μπει μπροστά και θα δείξει το δρόμο: «Σέρνει τουφέκια στην ποδιά, φυσέκια στο ζωνάρι και το παιδί στην αγκαλιά και πρώτη από όλους πάει...»
Θα γίνει λέαινα για να προστατεύσει ό,τι πολυτιμότερο έχει: «Γυναίκες Ηπειρώτισσες, ξαφνιάσματα της Φύσης, εχθρέ, γιατί δε ρώτησες ποιον πας να κατακτήσεις;»
«Μην καταδέχεσαι να ρωτήσεις:
Νικήσαμε; Νικηθήκαμε; Πολέμα!»
Και πολεμάει. Ενάντια σε όσα τον πνίγουν ο Ελληνας πολεμάει γιαυτό και φωνάζει «ΑΕΡΑΑΑΑΑ»
Ο πόλεμος και η έκβασή του δεν τον νοιάζουν πραγματικά γιατί μέσα του είναι ήδη νικητής. Είναι ελεύθερος.
Για μας τους Έλληνες, η στιγμή που μπαίνουμε στο μυστηριακό εκείνο ταξίδι κι αποφασίζουμε να πούμε ΟΧΙ, είναι και η στιγμή που καθορίζει το τέλος.
Του το λένε οι αρχαίοι θεοί του οι Δώδεκα, του το λέει κι ο Ενας, ο Μοναδικός. «Πάντας ελευθέρους αφήκε θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκε.» Είσαι ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ!
Είναι εκείνη η μαγική στιγμή που ορθώνεις το ανάστημά σου και δε σε νοιάζει αν ο εχθρός είναι χίλιες φορές μεγαλύτερος από σένα, αν είναι πάνοπλος κι εσύ είσαι άοπλος κι αν τα βέλη του μπορούν να σκεπάσουν τον ήλιο.
Είναι η στιγμή που παίρνεις την απόφαση ότι ή θα ζήσεις ελεύθερος ή «θα δειπνήσεις παρέα με τους συμπολεμιστές σου στον Αδη.»
Ο Ελληνας κοιτάει τον άλλον ευθεία στα μάτια με αυτό το βλέμμα που παγώνει τον εχθρό:
“Αλίμονο Μαρδόνιε, με ποιους μας έφερες να πολεμήσουμε;”
Ε, αυτών τα παιδιά και τα εγγόνια είμαστε. Ας το θυμηθούμε. Και μη μου πείτε «δεν τους μοιάζουμε σε τίποτα, από κοντά περάσαμε» και τέτοια. Δεν το πιστεύω.
«Ω! τριακόσιοι! Σηκωθήτε και ξανάλθετε σ' εμάς
τα παιδιά σας θελ' ιδήτε πόσο μοιάζουνε με σας...»
Επειδή με συνεπήρε ο οίστρος ως συνήθως, δεν ξέρω αν καταλάβατε τι γίνεται τελικά εδώ:
Οι άλλοι λαοί γιορτάζουν τη λήξη του πολέμου ή την απελευθέρωσή τους. Εμείς γιορτάζουμε τη στιγμή που υψώνουμε το ανάστημά μας.
Από αυτή τη στιγμή, είμαστε ήδη ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ.
Αυτό γιορτάζουμε.
Στο κείμενο με βοήθησαν λίγο, κάτι αρματολοί, κάτι κλέφτες, μια Σπαρτιάτισσα μάνα, κάτι αντιστασιακοί παλιοί και καινούργιοι, ο Βρεττάκος, ο Οράτιος, ο Αισχύλος, ο αρχαίος ποιητής Αλκιδάμας, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Καζαντζάκης, ο Σολωμός, ο Κάλβος, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης, ο γιος της καλογριάς ο Καραϊσκάκης, η Τζαβέλαινα, η Πατουλίδου, η Τσανακλίδου, ο Λεωνίδας, ο Διηνέκης, ο Ηρόδοτος, ο Μίκης (κι ο Ζέζας κι ο Θεοδωράκης) κι άλλοι πολλοί.
Μα πιο πολύ με βοήθησαν τα παιδιά μας, τα πιτσιρικάκια μας εδώ στο εξωτερικό που όταν ακούνε μουσική στο ρεφρέν ξαφνικά φωνάζουν πιο δυνατά:
«...Δε σε φοβάμαι, δε σε φοβάμαι,
με την Ελλάδα εγώ ξυπνάω και κοιμάμαι...»
© Αννυ Λιγνού 26/10/2018
εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους! Και δεν γιορτάζουμε την έναρξη κανενός πολέμου! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ:
Ο Έλληνας δεν αισθάνεται δούλος γιατί δεν υποδουλώθηκε ποτέ πραγματικά.
Στα χρόνια της Ρωμαϊκής κατοχής «ο κατακτημένος κατέκτησε τον κατακτητή με το πνεύμα του...»
Στα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας, δεν έχασε το μπούσουλα. Διατήρησε τη συνοχή του. Διατήρησε το ελληνικό του στίγμα ακόμα και τη στιγμή που δεν υπήρχε ούτε σπιθαμή γης ελληνικής. Έκανε πάνω από 100 άγνωστες στους πολλούς απόπειρες επανάστασης και ξεσηκωμού.
Μιλάει τη «μουσική γλώσσα, των Αγγέλων» την ίδια εδώ και χιλιάδες χρόνια, αυτήν που έγινε τροφός για όλες τις άλλες γλώσσες.
Ο Έλληνας είναι ο Αμάραντος που «φυτρώνει μες στα δύσβατα, στις πέτρες, στα λιθάρια.»
Είναι το «κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα που παίρνει χρώματα κι ανθεί και μίσχο και σαλεύει» από «της Δικαιοσύνης τον ήλιο τον Νοητό.»
Ο Έλληνας δεν έχει υπάρχοντα. Η μόνη του περιουσία είναι η καρδιά του κι η ψυχή του η οποία ποτέ ανά τους αιώνες δεν κατέστη δυνατό να τιθασευτεί.
«Ολα να του τα κάψεις, πέτρα στην πέτρα να μην του αφήσεις», δεν θα παραδοθεί.
«Ενα αμπέλι, μια ελιά κι ένα καράβι» και ξαναφτιάχνει την Ελλάδα του.
Έσκυψε, γονάτισε να μαζέψει δυνάμεις και περίμενε άλλοτε υπομονετικά άλλοτε ανυπόμονα «πότε θα κάνει ξαστεριά» για να «πεταχτεί από 'ξαρχής να αντρειέψει και να θεριέψει». Κι ας είχε πάντα «το σουγιά στο κόκκαλο και το λουρί στο σβέρκο.»
Δεν περιμένει τους «Βαρβάρους». Ξέρει καλά πως οι Βάρβαροι δεν είναι «λύσις».
Ξέρει πως ακόμα κι αν είναι μόνο «ένα το χελιδόνι» και θα την πληρώσει πανάκριβα, η Άνοιξη θα έρθει. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Γιατί «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει.»
Κι ο ήλιος θα γυρίσει κι ας «θέλει δουλειά πολλή» κι ας θέλει «νεκρούς χιλιάδες να 'ναι στους τροχούς» κι ας «θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.»
Δεν θα το τσιγκουνευτεί.
Δεν θα χειροκροτήσει ποτέ παγωμένος από φόβο επί ώρες, χαμογελώντας σε παράταξη, κι ούτε θα βάλει τα ψεύτικα κλάματα να στηθοδέρνεται, τάχα από συγκίνηση, μόλις δει στο μπαλκόνι τον Δυνάστη που του έκατσε μπάστακας.
Δε θα παραδώσει τα όπλα του σε ένδειξη υποταγής στον πρώτο μοτοσικλετιστή του εχθρού που ήρθε να τα ζητήσει. «Ελα να τα πάρεις» θα του πει.
Ο Έλληνας θα περιγελάσει τον εχθρό που τον πετσοκόβει. Δεν θα κωλώσει από το μέγεθος του αντιπάλου αλλά θα δώσει μάχη «υπό σκιάν» κάτω από τα χιλιάδες εχθρικά βέλη.
Θα ρωτήσει μόνο τον «μπούτσον του» αν πρέπει να πολεμήσει και αυτό θα απαντήσει στον φοβερό και τρομερό πασά που του ζητάει να συνθηκολογήσει, βρίζοντάς του ό,τι έχει και δεν έχει! Κι ας ξέρει πως βρίσκεται σε δεινή θέση.
Θα κοροϊδέψει όσο δεν παίρνει τη στολή του αδίστακτου Ντούτσε μ' όλα της τα φτερά και τα πούπουλα, που του ήρθε «μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα μας να πάρει, βρε το φουκαρά...»
«Για δε μ' αφήνετε ήσυχο; Αστε με ήσυχο όλοι. Θέλω να ζήσω ελεύθερος δίχως ταυτότητα πια.» Μην μου κολλάτε άλλες δικές σας ταμπέλες, μη με χαρακτηρίζετε, παρατήστε με. Εχω δική μου ταυτότητα. Κι είναι τέτοια που πολλοί από σας σκίζεστε να τη δανειστείτε...
Θα αναρωτηθεί γελώντας «τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά που το 'να του φωνάζει Si και τ' άλλο του φωνάζει Ja» με τόσους που του έκατσαν στο σβέρκο, μα θα ξέρει πως «το τρίτο είναι το δικό μας, γαμώ το κέρατό μας αγάπη μου γλυκειά» και για αυτά τα παιδιά του θα πολεμήσει.
Θα σηκώσει το ακόντιο όχι για την πάρτη του, αλλά «για την Ελλάδα ρε γαμώτο.»
Γιατί «όταν ο Έλληνας αισθανθεί δυνατός, τότε γίνεται αδυσώπητος τιμωρός...»
Κι η Ελληνίδα δε θα κρυφτεί ποτέ. Θα μπει μπροστά και θα δείξει το δρόμο: «Σέρνει τουφέκια στην ποδιά, φυσέκια στο ζωνάρι και το παιδί στην αγκαλιά και πρώτη από όλους πάει...»
Θα γίνει λέαινα για να προστατεύσει ό,τι πολυτιμότερο έχει: «Γυναίκες Ηπειρώτισσες, ξαφνιάσματα της Φύσης, εχθρέ, γιατί δε ρώτησες ποιον πας να κατακτήσεις;»
«Μην καταδέχεσαι να ρωτήσεις:
Νικήσαμε; Νικηθήκαμε; Πολέμα!»
Και πολεμάει. Ενάντια σε όσα τον πνίγουν ο Ελληνας πολεμάει γιαυτό και φωνάζει «ΑΕΡΑΑΑΑΑ»
Ο πόλεμος και η έκβασή του δεν τον νοιάζουν πραγματικά γιατί μέσα του είναι ήδη νικητής. Είναι ελεύθερος.
Για μας τους Έλληνες, η στιγμή που μπαίνουμε στο μυστηριακό εκείνο ταξίδι κι αποφασίζουμε να πούμε ΟΧΙ, είναι και η στιγμή που καθορίζει το τέλος.
Του το λένε οι αρχαίοι θεοί του οι Δώδεκα, του το λέει κι ο Ενας, ο Μοναδικός. «Πάντας ελευθέρους αφήκε θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκε.» Είσαι ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ!
Είναι εκείνη η μαγική στιγμή που ορθώνεις το ανάστημά σου και δε σε νοιάζει αν ο εχθρός είναι χίλιες φορές μεγαλύτερος από σένα, αν είναι πάνοπλος κι εσύ είσαι άοπλος κι αν τα βέλη του μπορούν να σκεπάσουν τον ήλιο.
Είναι η στιγμή που παίρνεις την απόφαση ότι ή θα ζήσεις ελεύθερος ή «θα δειπνήσεις παρέα με τους συμπολεμιστές σου στον Αδη.»
Ο Ελληνας κοιτάει τον άλλον ευθεία στα μάτια με αυτό το βλέμμα που παγώνει τον εχθρό:
“Αλίμονο Μαρδόνιε, με ποιους μας έφερες να πολεμήσουμε;”
Ε, αυτών τα παιδιά και τα εγγόνια είμαστε. Ας το θυμηθούμε. Και μη μου πείτε «δεν τους μοιάζουμε σε τίποτα, από κοντά περάσαμε» και τέτοια. Δεν το πιστεύω.
«Ω! τριακόσιοι! Σηκωθήτε και ξανάλθετε σ' εμάς
τα παιδιά σας θελ' ιδήτε πόσο μοιάζουνε με σας...»
Επειδή με συνεπήρε ο οίστρος ως συνήθως, δεν ξέρω αν καταλάβατε τι γίνεται τελικά εδώ:
Οι άλλοι λαοί γιορτάζουν τη λήξη του πολέμου ή την απελευθέρωσή τους. Εμείς γιορτάζουμε τη στιγμή που υψώνουμε το ανάστημά μας.
Από αυτή τη στιγμή, είμαστε ήδη ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ.
Αυτό γιορτάζουμε.
Στο κείμενο με βοήθησαν λίγο, κάτι αρματολοί, κάτι κλέφτες, μια Σπαρτιάτισσα μάνα, κάτι αντιστασιακοί παλιοί και καινούργιοι, ο Βρεττάκος, ο Οράτιος, ο Αισχύλος, ο αρχαίος ποιητής Αλκιδάμας, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Καζαντζάκης, ο Σολωμός, ο Κάλβος, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης, ο γιος της καλογριάς ο Καραϊσκάκης, η Τζαβέλαινα, η Πατουλίδου, η Τσανακλίδου, ο Λεωνίδας, ο Διηνέκης, ο Ηρόδοτος, ο Μίκης (κι ο Ζέζας κι ο Θεοδωράκης) κι άλλοι πολλοί.
Μα πιο πολύ με βοήθησαν τα παιδιά μας, τα πιτσιρικάκια μας εδώ στο εξωτερικό που όταν ακούνε μουσική στο ρεφρέν ξαφνικά φωνάζουν πιο δυνατά:
«...Δε σε φοβάμαι, δε σε φοβάμαι,
με την Ελλάδα εγώ ξυπνάω και κοιμάμαι...»
© Αννυ Λιγνού 26/10/2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου