Μπι Μπι Κινγκ
Αμερικανός τραγουδoποιός και κιθαρίστας, ο «βασιλιάς του μπλουζ», όπως αποκλήθηκε. Το περιοδικό Rolling Stone τον κατέταξε στην 6η θέση στον κατάλογο με τους 100 μεγαλύτερους κιθαριστές όλων των εποχών.
O Ρίλεϊ Κινγκ (Riley B. King), όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Μπι Μπι Κινγκ (B.B. King), γεννήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1925 στη βαμβακοφυτεία Μπερκλέρ, κοντά στην πόλη Ίτα Μπένα της πολιτείας του Μισισιπή. Έζησε και μεγάλωσε με τη γιαγιά του στο Δέλτα του Μισισιπή, γαλουχημένος από την εκκλησιαστική μουσική των μαύρων (γκόσπελ και σπιρίτσουαλ).
Στα 12 χρόνια του αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και στα 18 του άρχισε να δουλεύει ως οδηγός τρακτέρ, ενώ στις ελεύθερες ώρες του έπαιζε κιθάρα σε κλαμπ της περιοχής. Στο Μέμφις του Τενεσί, όπου μετακόμισε, δούλεψε για κάμποσο καιρό ως ντισκ-τζόκεϊ, αρχικά με το όνομα Beal Streat Blues Boy, το οποίο αργότερα περιόρισε σε Blues Boy και τελικά σε Β.Β.
Το 1949 ηχογράφησε ένα 45άρι με το τραγούδι «Three Ο’ Clock in the Morning», που ήταν η απαρχή μιας μεγάλης καριέρας, η οποία κράτησε περισσότερα από 60 χρόνια. Τη δεκαετία του ‘50 αναδείχθηκε σ’ ένα από τα πιο σημαντικά ονόματα της R&B μουσικής, με σπουδαία τραγούδια, όπως τα: «You Know I Love You», «Woke Up This Morning», «Please Love Me», «When My Heart Beats like a Hammer», «Whole Lotta Love, «You Upset Me Baby», «Every Day I Have the Blues», «Sneakin Around», «Ten Long Years, Bad Luck», «Sweet Little Angel», «On My Word of Honor» και «Please Accept My Love».
Η φήμη του απογειώθηκε το 1969, όταν άνοιγε τις συναυλίες των Rolling Stones. Η επιτυχία τον ακολούθησε και τη δεκαετία του ‘70, ενώ από το 1951 έως και το 1985 εμφανίστηκε 74 φορές στον πίνακα επιτυχιών του Billboard για την R&B. Τις επόμενες δεκαετίες ηχογραφούσε ολοένα και λιγότερα νέα τραγούδια, καθώς είχε επιλέξει να αφιερωθεί σε εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές, κινηματογραφικές ταινίες και κυρίως στις συναυλίες. Το 1988 συνεργάστηκε με τους U2 στο άλμπουμ «Rattle and Hum» με το σινγκλ «When Love Comes To Town». Το 1997 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Deuces Wild» με τη συμμετοχή πλειάδας σπουδαίων ονομάτων της σύγχρονης μουσικής (Βαν Μόρισον, Έρικ Κλάπτον, Μπόνι Ράιτ, Rolling Stones, Dr. John, Τζο Κόκερ, Τρέισι Τσάπμαν κ.ά.) και τον επόμενο χρόνο το βραβευμένο με Γκράμι και ιδιαίτερα επιτυχημένο εμπορικά «Blues On The Bayou», φόρο τιμής στον τραγουδιστή και σαξοφωνίστα Λούις Τζόρνταν. Το 2000 συνεργάστηκε με τον κιθαρίστα Έρικ Κλάπτον στην ηχογράφηση του «Riding With the King».
Ο Μπι Μπι Κινγκ υπήρξε ένας ζωντανός θρύλος των μπλουζ, μουσικός ιδιαίτερα επιδραστικός, που έχτισε γέφυρες ανάμεσα στους bar - band ήχους του ‘50, τη σοφιστικέ σχολή του Λος Άντζελες (Τι - Μπόουν Γουόκερ) και το υβριδικό περιβάλλον του Μέμφις, απ’ όπου ξεκίνησε και ο ίδιος την καριέρα του. Οι κύριες επιρροές του υπήρξαν οι μουσικοί του country-blues (Μπλάιντ Λέμον Τζέφερσον) και οι κιθαριστές της τζαζ (Τζάνγκο Ράινχαρτ, Τσάρλι Κρίστιαν).
Τόσο το δραματουργικά φορτισμένο τραγούδι του (που αντλούσε στοιχεία από πολύ διαφορετικά στιλ, όπως αυτά του Γουόκερ και του Ρόι Μπράουν, όσο και η εκλεκτική του ερμηνεία στην κιθάρα (με ρίζες και πάλι στον Γουόκερ, αλλά και τον Λόνι Τζόνσον), ουσιαστικά δημιούργησαν μία δική του παράδοση στο χώρο του μπλουζ.
Η χαρακτηριστική κιθάρα του μάρκας «Γκίμπσον», που ο Κινγκ έπαιζε από αμνημονεύτων χρόνων (η γνωστή Λουσίλ), η επιβλητική σκηνική του παρουσία, το βαρύτονο γρύλισμα της φωνής του, έχουν αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της επιρροής τους σε αναρίθμητους κιθαριστές του ροκ (Έρικ Κλάπτον, Μάικ Μπλούμφιλντ, Ντέιβιντ Γκίλμορ, αλλά και σε νεότερους μπλουζίστες, όπως ο Μπάντι Γκάι.
Η ιδιαίτερη τεχνοτροπία του παντρεύει τα παραδοσιακά μπλουζ, την τζαζ, το σουίνγκ και την ποπ του κύριου ρεύματος, σ’ ένα μοναδικό ήχο, ο οποίος στηρίζεται πότε στα φωνητικά του και πότε στη «Λουσίλ», χωρίς όμως ποτέ να τραγουδά και να παίζει κιθάρα ταυτόχρονα, σύμφωνα και με τα δικά του λόγια: «Όποτε τραγουδώ, παίζω κιθάρα στο μυαλό μου και από τη στιγμή που σταματώ να τραγουδώ με το στόμα, αρχίζω να τραγουδώ παίζοντας τη Λουσίλ».
Στην προσωπική του ζωή, παντρεύτηκε δύο φορές, με τη Μάρθα Λι Ντέντον (1946-1952) και τη Σου Κάρολ Χολ (1958- 1966). Οι αποτυχίες και των δύο γάμων του οφείλονται εν πολλοίς στην εξαντλητική καλλιτεχνική δραστηριότητά του, καθώς μόνο οι συναυλιακές του υποχρεώσεις ξεπερνούσαν τις 200 ετησίως. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1956 εμφανίστηκε επί σκηνής 342 φορές. Έχει αναφερθεί ότι απέκτησε 15 παιδιά και 50 εγγόνια.
Ο Μπι Μπι Κινγκ πέθανε στις 14 Μαΐου 2015 στο Λας Βέγκας, σε ηλικία 89 ετών. Έπασχε από διαβήτη τύπου Β και το τελευταίο διάστημα αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα υγείας.[Από την βικιπαιδεία]
O Ρίλεϊ Κινγκ (Riley B. King), όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Μπι Μπι Κινγκ (B.B. King), γεννήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1925 στη βαμβακοφυτεία Μπερκλέρ, κοντά στην πόλη Ίτα Μπένα της πολιτείας του Μισισιπή. Έζησε και μεγάλωσε με τη γιαγιά του στο Δέλτα του Μισισιπή, γαλουχημένος από την εκκλησιαστική μουσική των μαύρων (γκόσπελ και σπιρίτσουαλ).
Στα 12 χρόνια του αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και στα 18 του άρχισε να δουλεύει ως οδηγός τρακτέρ, ενώ στις ελεύθερες ώρες του έπαιζε κιθάρα σε κλαμπ της περιοχής. Στο Μέμφις του Τενεσί, όπου μετακόμισε, δούλεψε για κάμποσο καιρό ως ντισκ-τζόκεϊ, αρχικά με το όνομα Beal Streat Blues Boy, το οποίο αργότερα περιόρισε σε Blues Boy και τελικά σε Β.Β.
Το 1949 ηχογράφησε ένα 45άρι με το τραγούδι «Three Ο’ Clock in the Morning», που ήταν η απαρχή μιας μεγάλης καριέρας, η οποία κράτησε περισσότερα από 60 χρόνια. Τη δεκαετία του ‘50 αναδείχθηκε σ’ ένα από τα πιο σημαντικά ονόματα της R&B μουσικής, με σπουδαία τραγούδια, όπως τα: «You Know I Love You», «Woke Up This Morning», «Please Love Me», «When My Heart Beats like a Hammer», «Whole Lotta Love, «You Upset Me Baby», «Every Day I Have the Blues», «Sneakin Around», «Ten Long Years, Bad Luck», «Sweet Little Angel», «On My Word of Honor» και «Please Accept My Love».
Η φήμη του απογειώθηκε το 1969, όταν άνοιγε τις συναυλίες των Rolling Stones. Η επιτυχία τον ακολούθησε και τη δεκαετία του ‘70, ενώ από το 1951 έως και το 1985 εμφανίστηκε 74 φορές στον πίνακα επιτυχιών του Billboard για την R&B. Τις επόμενες δεκαετίες ηχογραφούσε ολοένα και λιγότερα νέα τραγούδια, καθώς είχε επιλέξει να αφιερωθεί σε εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές, κινηματογραφικές ταινίες και κυρίως στις συναυλίες. Το 1988 συνεργάστηκε με τους U2 στο άλμπουμ «Rattle and Hum» με το σινγκλ «When Love Comes To Town». Το 1997 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Deuces Wild» με τη συμμετοχή πλειάδας σπουδαίων ονομάτων της σύγχρονης μουσικής (Βαν Μόρισον, Έρικ Κλάπτον, Μπόνι Ράιτ, Rolling Stones, Dr. John, Τζο Κόκερ, Τρέισι Τσάπμαν κ.ά.) και τον επόμενο χρόνο το βραβευμένο με Γκράμι και ιδιαίτερα επιτυχημένο εμπορικά «Blues On The Bayou», φόρο τιμής στον τραγουδιστή και σαξοφωνίστα Λούις Τζόρνταν. Το 2000 συνεργάστηκε με τον κιθαρίστα Έρικ Κλάπτον στην ηχογράφηση του «Riding With the King».
Ο Μπι Μπι Κινγκ υπήρξε ένας ζωντανός θρύλος των μπλουζ, μουσικός ιδιαίτερα επιδραστικός, που έχτισε γέφυρες ανάμεσα στους bar - band ήχους του ‘50, τη σοφιστικέ σχολή του Λος Άντζελες (Τι - Μπόουν Γουόκερ) και το υβριδικό περιβάλλον του Μέμφις, απ’ όπου ξεκίνησε και ο ίδιος την καριέρα του. Οι κύριες επιρροές του υπήρξαν οι μουσικοί του country-blues (Μπλάιντ Λέμον Τζέφερσον) και οι κιθαριστές της τζαζ (Τζάνγκο Ράινχαρτ, Τσάρλι Κρίστιαν).
Τόσο το δραματουργικά φορτισμένο τραγούδι του (που αντλούσε στοιχεία από πολύ διαφορετικά στιλ, όπως αυτά του Γουόκερ και του Ρόι Μπράουν, όσο και η εκλεκτική του ερμηνεία στην κιθάρα (με ρίζες και πάλι στον Γουόκερ, αλλά και τον Λόνι Τζόνσον), ουσιαστικά δημιούργησαν μία δική του παράδοση στο χώρο του μπλουζ.
Η χαρακτηριστική κιθάρα του μάρκας «Γκίμπσον», που ο Κινγκ έπαιζε από αμνημονεύτων χρόνων (η γνωστή Λουσίλ), η επιβλητική σκηνική του παρουσία, το βαρύτονο γρύλισμα της φωνής του, έχουν αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της επιρροής τους σε αναρίθμητους κιθαριστές του ροκ (Έρικ Κλάπτον, Μάικ Μπλούμφιλντ, Ντέιβιντ Γκίλμορ, αλλά και σε νεότερους μπλουζίστες, όπως ο Μπάντι Γκάι.
Η ιδιαίτερη τεχνοτροπία του παντρεύει τα παραδοσιακά μπλουζ, την τζαζ, το σουίνγκ και την ποπ του κύριου ρεύματος, σ’ ένα μοναδικό ήχο, ο οποίος στηρίζεται πότε στα φωνητικά του και πότε στη «Λουσίλ», χωρίς όμως ποτέ να τραγουδά και να παίζει κιθάρα ταυτόχρονα, σύμφωνα και με τα δικά του λόγια: «Όποτε τραγουδώ, παίζω κιθάρα στο μυαλό μου και από τη στιγμή που σταματώ να τραγουδώ με το στόμα, αρχίζω να τραγουδώ παίζοντας τη Λουσίλ».
Στην προσωπική του ζωή, παντρεύτηκε δύο φορές, με τη Μάρθα Λι Ντέντον (1946-1952) και τη Σου Κάρολ Χολ (1958- 1966). Οι αποτυχίες και των δύο γάμων του οφείλονται εν πολλοίς στην εξαντλητική καλλιτεχνική δραστηριότητά του, καθώς μόνο οι συναυλιακές του υποχρεώσεις ξεπερνούσαν τις 200 ετησίως. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1956 εμφανίστηκε επί σκηνής 342 φορές. Έχει αναφερθεί ότι απέκτησε 15 παιδιά και 50 εγγόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου