Το vertigo της εξουσίας, τα μηνύματα της κάλπης και το νέο κέντρο που αναδύεται στην Ευρώπη
Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα
Αν ζούσε ο Γκυστάβ Λε Μπον, αυτός ο σπουδαίος Γάλλος γιατρός και συγγραφέας, ο οποίος ασχολήθηκε συστηματικά με την ανθρωπολογία, ψυχολογία, την κοινωνιολογία, σίγουρα θα μελετούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών. Στη συνέχεια, θα προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τις δηλώσεις των πολιτικών ανάλογα με το αποτέλεσμα και τέλος θα προχωρούσε σ΄ένα νέο συγγραφικό πόνημα. Στο έργο του αυτό θα πραγματευόταν την εποχή των πολιτικών και την ψυχολογία τους και θα ήταν η συνέχεια του βιβλίου του για την Ψυχολογία των Μαζών.
Είναι σχεδόν βέβαια πως ο Λε Μπον θα προσδιόριζε με σαφήνεια την πολιτική και κομματική ψυχολογία και θα παρουσίαζε ενδεχομένως και τις παθήσεις που δημιουργεί ο εγκλεισμός τους σε Μέγαρα, Καγκελαρίες και Προεδρικές κατοικίες. Εκτιμώ δε ταπεινά πως θα μας ενημέρωνε ότι οι περισσότεροι των πολιτικών ανδρών και γυναικών που κυριαρχούν στη γηραιά ήπειρο πάσχουν από μια σπάνια και άκρως πολιτική ασθένεια, το vertigo της εξουσίας.
Στην ιατρική με τον όρο vertigo περιγράφεται μια κρίση ιλίγγου που προκαλεί έντονη ζαλάδα, αποπροσανατολισμό, απώλεια ισορροπίας, εμβοές (κουδούνισμα στα αυτιά), τάση λιποθυμίας ή και απώλεια των αισθήσεων. Χαρακτηρίζεται από την ψευδαίσθηση της κίνησης, με το άτομο να αισθάνεται συνήθως ότι περιστρέφεται μέσα στον χώρο. Η κρίση αυτή μπορεί να διαρκέσει από μερικά δευτερόλεπτα έως αρκετές ώρες. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις, η διάρκεια είναι μεγαλύτερη, από μερικές μέρες έως μερικούς μήνες.Στην περίπτωση των πολιτικών αρχηγών συνήθως εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της θητείας του σε κάποιο θώκο. Εδώ να επισημάνω ότι η κρίση αφορά όλους τους πολιτικούς ανεξαρτήτως κόμματος, χρώματος και πεποιθήσεων και έρχεται ως απόρροια της απομόνωσής τους.
Η απομόνωση είναι το άλλο μεγάλο σύμπτωμα που χτυπάει αλύπητα τις πολιτικές ηγεσίες. Διότι οι βόλτες του πολιτικού ανάμεσα στο πλήθος κατά την προσπάθεια του να ανέλθει στον θώκο σταματούν μόλις επιτευχθεί η προσπάθεια. Μοιραία λοιπόν οι άνδρες και οι γυναίκες της πολιτικής απομακρύνονται από τη βάση που μέχρι πρόσφατα τους στήριζε και εναποθέτουν την επικοινωνία τους με το κοινό στα χέρια συμβούλων, επικοινωνιολόγων και στρατηγικών αναλυτών. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ένα άλλο κομμάτι που θα προσπαθούσε να αναλύσει ο Λε Μπον για να αποκρυπτογραφήσει το μεγάλο παζλ της πολιτικής ψυχολογίας. Το κομμάτι των ανθρώπων γύρω στον πολιτικό αρχηγό. Εκείνων που επικοινωνούν με τον έξω κόσμο μεταφέροντας τα μηνύματα εκατέρωθεν. Προσωπικά ας μου επιτραπεί να ονομάσω αυτό το κομμάτι φαινόμενο Γκρούεζας (θυμάστε φαντάζομαι τον εξαιρετικό Διονύση Παπαγιαννόπουλο στον αντίστοιχο ρόλο στη ταινία Υπάρχει και φιλότιμο). Το φαινόμενο Γκρούεζας θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζει με ιό που μολύνει/καταστρέφει κάθε ζωτική προσπάθεια επικοινωνίας ενώ συνοδεύεται από γραμματείς και λοιπές βδέλλες που ζουν παρασιτικά. Ως γνωστό η βδέλλα μπορεί να ρουφήξει αίμα 5 φορές τον όγκο του σώματος της. Φανταστείτε λοιπόν ότι ανάλογα και πολλαπλασιαστικά λειτουργούν και οι πολιτικές βδέλλες.
Σίγουρα ο Λε Μπον θα αφιέρωνε ένα μεγάλο κεφάλαιο για τις παρενέργειες που προκαλούν σε σχέση με το vertigo της εξουσίας και, ενδεχομένως, στο τέλος του βιβλίου του θα αποκάλυπτε τους λόγους και τις αιτίες αυτής της πολιτικής κατάστασης. Σήμερα κάτι ανάλογο προσπαθούν να κάνουν οι αναλυτές προκειμένου να προετοιμάσουν πολιτικούς αρχηγούς και κόμματα, όμως δε φαίνεται να το πετυχαίνουν. Ο λόγος είναι απλό. Διότι ουδείς δεν έχει διάθεση να κάνει αυτοκριτική, να κοιτάξει τον εαυτό του κατάματα και να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει. Πριν βιαστείτε να πείτε ότι αυτό είναι ελληνικό φαινόμενο, να σας ενημερώσω πως είναι ανθρώπινο φαινόμενο.Οι πολιτικοί στην Ευρώπη, ξεκινώντας από τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Τερέζα Μέι που παραιτήθηκε με δάκρυα στα μάτια και φθάνοντας μέχρι την Άνγκελα Μέρκελ, τον Εμμανουέλ Μακρόν και τον Αλέξη Τσίπρα, μοιάζουν να μην έχουν αντιληφθεί τί ακριβώς συμβαίνει και ποιο το μήνυμα της ευρωκάλπης.
Στην περίπτωση της Βρετανίας, η Τερέζα Μέι απέτυχε να οδηγήσει τη χώρα σε έξοδο από την ΕΕ παρουσιάζοντας την εικόνα μιας μάλλον φοβισμένης Αγγλίας και λησμονώντας πώς ο Εγγλέζος νιώθει ακόμη μέσα του το ένδοξο ναυτικό παρελθόν της παλαιάς Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα ήταν η ανάσταση του Νάιτζελ Φάρατζ καθώς το Brexit Party πήρε το 31,6%
Στη Γερμανία η Άνγκελα Μέρκελ προσπάθησε να μετακυλίσει τους κραδασμούς από τις αντιδράσεις της πολιτική της στους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) και μέχρι ενός σημείου τα κατάφερε. Το SPD υπέστη μεγάλη ήττα εξασφαλίζοντας μόλις το 15,3% με το κόμμα της Μέρκελ να παραμένει πρώτο με 28,6%, αλλά βαθιά λαβωμένο.
Στη Γαλλία, ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν κατάφερε μέσα σε δυο χρόνια από την εκλογή του στη προεδρία να δει τη πλάτη της Μαρί Λε Πεν και τους σοσιαλιστές να εξαφανίζονται. Ενώ στην Ελλάδα ο Αλέξης Τσίπρας υπέστη βαριά ήττα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον οποίο είχε υποτιμήσει, όπως παλαιότερα ο Αντώνης Σαμαράς είχε υποτιμήσει τον Τσίπρα και ο Κώστας Καραμανλής τον Γιώργο Παπανδρέου.
Αυτό που παρατηρούμε σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις πολιτικών ανδρών και γυναικών είναι ότι δεν κατάλαβαν τελικά ποιο ακριβώς το πρόβλημα για τις απώλειες ή την ήττα τους. Ενδεχομένως κάποιοι να πουν ότι ήταν οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις (πληροφορήθηκα ότι αυτή η εξήγηση δόθηκε τόσο στον Εμμανουέλ Μακρόν όσο και στον Αλέξη Τσίπρα). Άλλοι μπορεί να πουν ότι όλα οφείλονται στην οικονομική πολιτική των Βρυξελλών, στο μεταναστευτικό, ακόμη και στην τιμωρητική διάθεση των πολιτών που πιέζονται. Σίγουρα είναι όλα τα παραπάνω (στην Ελλάδα είναι και τα Εθνικά Θέματα και ο απόηχος της Συμφωνίας των Πρεσπών) αλλά κυρίως είναι η απομάκρυνση όλων τους από τους πολίτες.
Στην περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα, για να έρθουμε στα ελληνικά δεδομένα, η απομάκρυνσή του από τον ελληνικό λαό σε συνδυασμό με την έλλειψη σεβασμού προς τους πολίτες που λοιδωρήθηκαν ως όχλος, μάζα και φασίστες, έφεραν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Δεν θα μπω στη διαδικασία να αναλωθώ στο αν ήταν ή όχι στρατηγική ήττα, απλά θα τονίσω πως ήταν ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και όχι νίκη της ΝΔ. Οι πολίτες της χώρας μας δεν αποφάσισαν ξαφνικά ότι ερωτεύτηκαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αποφάσισαν ότι δεν επιθυμούν άλλο τον Αλέξη Τσίπρα και αυτό το μήνυμα έχει διπλό αποδέκτη, τόσο το Μαξίμου όσο και την Πειραιώς. Αυτή ήταν η απάντηση του κέντρου στην Ελλάδα, το οποίο ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις. Το κέντρο που όλοι το επιθυμούν και το ορέγονται από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη μέχρι τη Φώφη Γεννηματά και τον Βασίλη Λεβέντη (που απέτυχε να δει ποσοστά).
Το ερώτημα είναι πού θα πάει το κέντρο. Και είναι ένα ερώτημα που απασχολεί και την Ευρώπη, όπου βλέπουμε ένα νέο κέντρο να αναδύεται. τα κόμματα των Πρασίνων στη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία (κυρίως σ΄αυτές τις χώρες) πανηγυρίζουν γιατί με τα ποσοστά τους αποδεικνύουν ότι αργά ή γρήγορα θα είναι η νέα κεντρώα δύναμη. Στην Ελλάδα μένει να έρθουν οι εκλογές της 7ης Ιουλίου για να δούμε ποιος θα πάρει το κέντρο.
Το σίγουρο είναι πως πλέον οι ψυχολογίες λαών και πολιτικών εισέρχονται σε μια νέα εποχή και η μόνη λύση είναι να αποτινάξουν τις ασθένειες που κουβαλούν και τις ενδιάμεσες βδέλλες
Geopolitics & Daily News