Μικρή αγγελία!
ητείται μικρός (καί μεγάλος, δέ μας χαλάει), που να γνωρίζει άριστα προγραμματισμό Η/Υ, γιά να του ανατεθεί η ανάλυση της γνησιότητας των σωζομένων αρχαίων Ελληνικών κειμένων. Ο υποψήφιος γιά τη θέση θα πρέπει να είναι διατεθειμένος να δουλέψει μόνο γιά τη δόξα (αμισθί, δηλαδή). Ωράριο ελεύθερο. Προϋπηρεσία δεν είναι απαραίτητη.
Τ’ είν’ αυτό τώρα, έ;
Αγαπητοί αναγνώσθαι, όντως μιά τέτοια μικρή αγγελία γιά μιά τέτοια προσπάθεια είναι εντελώς ανεπίκαιρη – τώρα που πήρε φωτιά ο πισινός μας. Όμως, συμπληρώνω τις παρατηρήσεις μερικών σχολιαστών, ότι (ως γνήσιοι Έλληνες πατριώτες) έπρεπε να έχουμε οργανωθεί εδώ και δεκαετίες. Έ, λοιπόν, εκτός από μιά αρχική ομάδα με τη μορφή -ας πούμε- πολιτιστικού συλλόγου, η οποία την κατάλληλη στιγμή θα μετεξελισσόταν σε πολιτικό φορέα (με ό,τι συνεπάγεται αυτό), θα έπρεπε από παλιά να έχουμε φτιάξει καί ομάδες ερευνών.
Πραγματικών ερευνών, όχι γιαλαντζή. Όχι αναμασήματα / κοπυπαστάδες απ’ το πληκτρολόγιο, “ο Πλάτων είπε” κι “ο Ηράκλειτος είπε”. Κάτι τέτοια είναι πασίγνωστα, υπάρχουν, κυκλοφορούν, καί συνήθως …κακοποιούνται (δηλ. ερμηνεύονται κατά το δοκούν). Μιλάω γιά καυτές έρευνες, οι οποίες ήδη θα έπρεπε να έχουν οδηγήσει σε μιά στέρεη βάση, σ’ ένα σταθερό καί μή αμφισβητήσιμο “κόρπους” αναφοράς, καθαρά Ελληνοπρεπές.
Αντ’ αυτών (των ερευνητικών ομάδων), είχαμε πάμπολλα νέα Ελληνόπουλα -με γνώσεις, σπουδές, συγκρότηση- που ξόδεψαν τα πιό δημιουργικά τους χρόνια σε …πατάρια καφετεριών, ακούγοντας τις “εξ αποκαλύψεως” σοφίες από διάφορες “Ελληνοκεντρικές αυθεντίες”.
(Ας αναρωτηθούν τώρα, όσοι δεν το πράξανε ήδη: ποιό το αποτέλεσμα των ακροάσεων τοιούτων …ευαγγελίων; Μονάχα πολύτιμος χρόνος χαμένος. Γιά όλους μας. Συνολικώς γιά την Ελλάδα. Ελπίζω, μονάχα, πως δεν υφίστανται πλέον αφελείς, που να περιμένουν τους Ψίψιλον σε καφετέρια της Αρετσούς. Ή τα -ανύπαρκτα- «παιδιά του ’83» να κάνουν θαύματα με μαγικό ραβδί.)
Τί μπορούμε να κάνουμε με τα κείμενα; Θα σας πω ένα παράδειγμα, καί θα καταλάβετε. (Μιλάω από μνήμης, γιά πράγματα που έμαθα εδώ καί πολλά χρόνια. Ενδεχομένως να πώ ανακρίβειες, αλλά γενικώς η ιστορία πάει κάπως έτσι.)
Οι φιλόλογοι από παλιά προσπάθησαν να κάνουν τη στοιχειώδη εργασία του βιβλιοθηκαρίου: να κατατάξουν τα κείμενα χρονικώς καί κατά συγγραφέα. Γιά να το πετύχουν αυτό, χρησιμοποίησαν διάφορα βοηθήματα, κυρίως συλλογές με τίτλους συγγραμμάτων. Μία είναι η Παλατινή Ανθολογία, άλλη μία η Μυριόβιβλος, καί ούτω καθ’ εξής. Μαζί μ’ όσα (αποσπασματικά) αναφέρονται σε ιστορικές πηγές (πχ ότι ο τάδε συγγραφέας λέει πως ο δείνα ποιητής είχε γράψει το τάδε έργο μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Β’), στο τέλος μπόρεσαν να συνταιριάξουν έναν χρονικώς σωστό κατάλογο των αρχαίων γραπτών. Ο οποίος περιέχει καί τίτλους έργων, που σήμερα θεωρούνται “χαμένα”.
Ωστόσο, ακόμη κι αυτές οι ιστορικές πηγές δεν είναι πλήρεις. Ως παράδειγμα (κι αν θυμάμαι καλά), ο“Προμηθέας Δεσμώτης” δεν αναφέρεται σε καμμία τους ότι είναι του Αισχύλου Ευφορίωνος. Οπότε, εδώ παίρνει μπρος η γραμματική καί υφολογική ανάλυση, που όντως αποδίδει το συγκεκριμένο έργο στον Αισχύλο, καί μάλιστα στην περίοδο της ωριμότητάς του. (Γιατί της ωριμότητας; Διότι ο Αισχύλος χρησιμοποιούσε τα επιρρήματα με αυξανόμενη συχνότητα, όσο προχωρούσε η ηλικία του. Ώστε πχ στους “Πέρσες” να έχει επιρρήματα στο 3% του κειμένου, καί στον “Προμηθέα Δεσμώτη” ένα 7%. Καί στα απ’ ανάμεσα έργα, ενδιάμεσα ποσοστά.)
Απάνω-κάτω, λοιπόν, έτσι δρούν οι φιλόλογοι του συγκεκριμένου κλάδου.
Φυσικά, όλη αυτή η ιστορία της κατάταξης δεν περίμενε εμένα· έγινε εδώ κι αιώνες. Τουλάχιστον από τότε που εξεδόθησαν οι “στερεότυπες” εκδόσεις των αρχαίων ημών. (Της Οξφόρδης είναι του 1820, αν θυμάμαι καλά.) Οπότε, εδώ μπαίνει το ερώτημα: γιατί να την ξανακάνουμε κι εμείς αυτή την έρευνα – έστω, με ηλεκτρονικό τρόπο; Διότι ο ηλεκτρονικός τρόπος (λόγωι ταχύτητας κι ευελιξίας) θα μας ξετρυπώσει κι άλλα πολλά.
Όντως, οι φιλόλογοι εκείνοι του παρελθόντος κάθησαν καί μέτρησαν με τα χέρια (καί τα χηνόφτερα, καί τα σημειωματάρια – καί χωρίς φωτοτυπίες, να δουλέψουν πιό εύκολα) τα επιρρήματα κτλ που έψαχναν. Δεν είχαν άλλον τρόπο! Αλλά, εννοείται πως αφ’ ενός έφαγαν πολύ χρόνο (δηλαδή, δύσκολα θα επαναλάμβαναν κάτι τέτοιο), αφ’ ετέρου η δυσκολία ανέβαινε κατακόρυφα, προκειμένου να συγκρίνουν μέρη του ίδιου κειμένου.
Καί, εκ τρίτου, μιά τέτοια δουλειά σχεδόν δεν αγγίζει κάποιους τομείς – όπως τις πλαστογραφίες κειμένων…
…Πράγμα που θέλουμε να κάνουμε εμείς με τους υπολογιστές μας.
Γιατί, όμως, οι φιλόλογοι δεν σκαλίζουν τις (καλώς συγκαλυμμένες) πιθανές πλαστογραφίες; Γιά δύο σοβαρούς λόγους.
Ο πρώτος, ότι η σύγκριση δύο διαφορετικών έργων είναι σαφέστατα πιό εύκολη, διότι οι διαφορές τους είναι φανερές. Αντίθετα, στο ίδιο κείμενο ξεκινάς πρώτα-πρώτα με αρνητική -γιά την έρευνα- υπόθεση: ότι, δηλαδή το έγραψε ένας καί μόνον συγγραφέας. (Που στην πορεία μπορεί να σου βγούν πολλοί.) Οπότε, οι επεμβάσεις του τυχόντος πλαστογράφου πρέπει να “βγάζουν μάτια”, για να φανούν. Κι αν αυτός ήταν τόσο γατόνιον (πχ ήξερε άριστα μετρική, κτλ), που είναι σχεδόν αδύνατον να τον ανακαλύψεις με το μυαλό; Έ, εκεί ακριβώς παρεμβαίνει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, γιά ν’ ανακαλύψει την παροιμιώδη βελόνα στ’ άχυρα! Γι’ αυτό ακριβώς τα φτιάξαμε αυτά τα μηχανήματα, (καί) γιά τέτοιες δουλειές.
Ο δεύτερος λόγος, είναι πως αρκετοί φιλόλογοι-φίρμες είναι στρατευμένοι, οπότε μην περιμένετε (α) να σας ανακοινώσουν έρευνες, που διεξάγουν στα κρυφά, ή (β) να σας μιλήσουν γιά πλαστογραφίες, που ενδεχομένως έκαναν οι ίδιοι κατόπιν εντολής!!!
Ένα παράδειγμα (αν κι όχι ακριβώς επάνω στην περίπτωση) του δεύτερου λόγου / α’ μέρους, γιά να καταλάβετε τί εννοώ.
Όταν το 1952 ο Μιχαήλ Βέντρις (ξανα)διάβασε οριστικώς τη Γραμμική Β’ καί το ανακοίνωσε δημοσίως, ήρθε σ’ επαφή μαζί του (γιά να τον βοηθήσει) ο καριερίστας φιλόλογος Τζών Τσάντγουϊκ. Σε τί να τον βοηθήσει; Στην επαλήθευση, ότι κάποιες «ασυνήθιστες» Μυκηναϊκές λέξεις που διαβάστηκαν, όντως υπήρχαν.
[Παρένθεση: Εδώ η Γουΐκι κάνει χοντρό λάθος, γράφοντας ότι ο Τσάντγουϊκ βοήθησε τον Βέντρις στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’. Η συνεισφορά του Τσάντγουϊκ ήρθε σε φάση μετά την ολοκλήρωση της αρχήθεν επαναναγνώσεως (καί όχι «αποκρυπτογραφήσεως») της Γραμμικής Β’.
Όταν λύνουμε ένα πρόβλημα -αν κι όχι πάντα μαθηματικού χαρακτήρα-, η λύση έχει τέσσερεις διακριτές φάσεις: ανάλυση, σύνθεση, απόδειξη (δηλ. επαλήθευση, επιβεβαίωση), διερεύνηση γι’ άλλες πιθανές λύσεις. Τις δύο πρώτες φάσεις της επαναναγνώσεως της Γρ. Β’, συν την τελευταία σε μεγάλο βαθμό, τις διεξήγαγε ο Βέντρις μόνος του.]
Όντως, ο Τσάντγουϊκ επιβεβαίωσε πως αυτές οι λέξεις πράγματι υπάρχουν -με την ίδια μορφή, ή παρόμοιες- καί στα σωζόμενα γνωστά κείμενα (πχ στον Όμηρο), καί μάλιστα ανάγονται στις εποχές που γράφτηκαν τα Μυκηναϊκά πλακίδια με τη Γραμμική Β’. (Άρα, ο Βέντρις σωστά διάβασε.) Πώς το ήξερε; Το ήξερε, επειδή είχε ήδη ασχοληθεί με τη χρονική διαστρωμάτωση λέξεων καί φράσεων στον Όμηρο! Δηλαδή, ποιές είναι πιό παλιές καί ποιές πιό καινούργιες.
Καί σας ρωτάω: καθαρή φιλολογική έρευνα αυτό, ή τίποτ’ άλλο;… Παναπεί, ανάθεση δουλειάς από “υπερεσίες”, με άγνωστο -σε μένα- σκοπό. (Σας έχω ήδη πεί ότι στην αγγλίτσα δεν ξεχωρίζουν σε διαφορετικά πρόσωπα οι ρόλοι της άρχουσας τάξης της, πχ οι καθηγητές πανεπιστημίου είναι ασμένως καί πράκτορες.) Βλέπετε, ακόμη καί την χρονικά πρώτη τελική επανανάγνωση της Γραμμικής Β’ δεν την έκανε ο Βέντρις, αλλά οι “υπερεσίες” της αγγλίτσας, γύρω στο 1913 – αφορμή λαβούσες από τα πρώτα μυκηναϊκά πλακίδια, που βρήκε ο Ήβανς στην Κρήτη!
[Αν ρωτάτε γιατί δεν το προχώρησαν, είναι επειδή κατάλαβαν αμέσως ότι επρόκειτο γιά τα λογιστικά “βιβλία αποθήκης” της Μυκηναϊκής εποχής (δεν τους ενδιέφεραν, διότι δεν είχαν αποκαλύψεις χρησίμων αρχαίων μυστικών), κι επειδή τους πρόλαβε ο Α’ ΠΠ. Κι έτσι, το παράτησαν το θέμα. Θα σας τα πω -με λεπτομέρειες- άλλη φορά αυτά, καλά να είμαστε.]
Ένα παράδειγμα, τώρα, του δεύτερου λόγου / β’ μέρους, αν καί χονδροειδέστατο ως πλαστογραφία: ο διαβόητος “Αγαθάγγελος”! Θέλετε να διαβάσετε κείμενο της υποτιθέμενης εποχής του “Αγαθάγγελου”, να καταλάβετε τί εννοώ; Πάτε στον Πτωχοπρόδρομο. Κι αν μοιάζουν τα Ελληνικά του Πτωχοπρόδρομου με τα Ελληνικά του “Αγαθάγγελου”, εγώ θα φορέσω σκουλαρίκια!
Το πρόβλημα γιά τα σαΐνια της Οξφόρδης (που θέλαν να περάσουν την φιλοαγγλική προπαγάνδα τους στους δικούς μας αφελείς φουστανελλοφόρους χωρικούς) ήταν ότι τον 19ο αιώνα οι (κατά συντριπτικό ποσοστό αγράμματοι) Έλληνες δεν καταλάβαιναν τα Ελληνικά του 13ου αιώνα, οπότε οι λεβέντες κάτσαν καί σκάρωσαν υποτιθέμενο κείμενο του 13ου αιώνα με δήθεν «λόγια» Ελληνική γλώσσα του 19ου! Γι’ αυτό ονομάζω τη συγκεκριμένη απάτη “χονδροειδέστατη”.
Συμπερασματικώς: φτιάχνουμε ένα πρόγραμμα Η/Υ γιά ψάξιμο των κειμένων λέξη-λέξη καί φράση-φράση, θέτουμε τους κανόνες της έρευνας (δηλ. το τί ζητάμε), κι αφήνουμε τον υπολογιστή να κάνει τα υπόλοιπα – καί να μας φέρει το αποτέλεσμα στο πιάτο. Καί μάλιστα, τόσο σε αριθμητική, όσο καί σε διαγραμματική μορφή. (Γιά να διακρίνουμε ευκολώτερα το ζητούμενο.)
Ο υπολογιστής θα βρεί πανεύκολα αποκλίσεις από μέσο όρο (ή ό,τι άλλο του πούμε να ψάξει), κι εμείς θα δούμε άλλο τόσο εύκολα πού ελλοχεύουν τα φάουλ.
Ως παράδειγμα, ας υποθέσουμε πως διερευνούμε γιά πιθανή πλαστογραφία ένα αρχαίο θεατρικό έργο. Μιά τραγωδία! Ειδικώτερα, παρατηρούμε το πώς εξελίσσεται μέσα στο κείμενο το ποσοστό σχετλιαστικών επιφωνημάτων (παπαί! βαβαί! ιαταταί! ωτοτοτί! – πρόκειται γιά τα διάφορα αρχαία “ώχ”, “αμάν”, κτλ παρόμοια). Ας πούμε, λοιπόν, ότι η κατανομή τους είναι περίπου αυτή:
Η “αναμενόμενη” αυτή περιοδικότητα σαφώς αντικατοπτρίζει τα μέρη της τραγωδίας. Πολλά επιφωνήματα στη στιχομυθία (στα «επεισόδια»), λίγα στο στάσιμο (που είναι τραγούδι του χορού) – διότι δεν στήνεται τραγούδι μονάχα με «ώχ!» καί «αμάν!». Κάπως έτσι πάει. Μάλιστα, παρατηρούμε μιά αύξηση των επιφωνημάτων, όσο προχωράει το κείμενο. Αυτή είναι εύλογη, διότι -απλούστατα -όσο προχωράει το κείμενο, το δράμα κορυφώνεται.
Αντίθετα, αν δούμε πχ κάτι τέτοιο:
Τότε το σημείο απόκλισης στο διάγραμμα αναφέρεται σε “καραμπάμ” πλαστό κείμενο! (Κι εννοείται, ψάξιμο με διαφορετικές παραμέτρους θα οδηγήσει σε αναντίρρητη επιβεβαίωση των συμπερασμάτων μας.) Είναι σαν ο χορός νά ‘χει φρικάρει τελείως (μ’ όσα έμαθε / είδε / άκουσε) καί νά ‘χει αρχίσει να κόβει φλέβες, ενώι αντιθέτως οι ηθοποιοί βρίσκονται στην κοσμάρα τους! (Μοιάζει σα να νταγκλιάσανε απ’ τον μπάφο, καί λένε κάτι σαν: «- Κούλαρε, δικέ μου!» Καρα-lol!!!!! Καμμία συναίσθηση του τραγικού χαρακτήρα της καταστάσεως, δηλαδή!)
Κι όχι μόνον· μέχρι καί το σε ποιά εποχή παρενεβλήθη το πλαστό κείμενο θα βρούμε! Καθώς καί το “προφίλ” του πλαστογράφου. (Δηλ. πόσο εγγράμματος ήταν – κι αν ήταν δικός μας, Ελληνομαθής ξένος, κτλ κτλ.)
Αυτά, όσον αφορά τη μεθοδολογία καί το τί ζητάμε. Φυσικά, εμείς θα τα κάνουμε αυτά κάποια στιγμή στο μέλλον… αλλ’ αυτό ουδόλως εμποδίζει να τα έχουν ήδη κάνει “άλλοι” στα μουλωχτά. Όμως, ακόμη δεν σας είπα το πιό σημαντικό: αφορμή γιά τη “μικρή αγγελία” μου έδωσαν δύο γνωστά ευρήματα· κυρίως το ένα τους, που δεν είναι κείμενο. (Αλλά καταλαβαίνετε πως η έρευνα αυτή μπορεί να επεκταθεί σε οποιοδήποτε εύρημα.)
Το πρώτο, είναι ο δίσκος της Φαιστού. Γνήσιος, ή όχι; Βλέπετε, πολύ αγαπητό μου πρόσωπο έχει την άποψη ότι ο ΔτΦ δεν είναι ο αυθεντικός. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, τον αυθεντικό τον βρήκαν οι Ενετοί επί Ενετοκρατίας στην Κρήτη. Κατάλαβαν πως πρόκειται γιά κάτι πολύ σημαντικό, τον φυγάδευσαν μυστικά (γύρευε σε ποιά Βατικάνεια υπόγεια βρίσκεται σήμερα…), ανέθεσαν σε δικούς τους λογίους-γατόνια να καταλάβουν τί γράφει… Κι όταν αυτοί κατάλαβαν, έφτιαξαν έναν άλλον, παραποιημένον, τον οποίο καί έθαψαν στη θέση του αυθεντικού. Άλλως τε, μην ξεχνάτε πως ο αρχαιολόγος που τον ανακάλυψε το 1908, ο Περνιέ, αφ’ ενός ήταν Ιταλός καθολικός (Ιταλο-Γάλλος, οκ… αλλά καθολικός), καί αφ’ ετέρου κατηγορήθηκε καί στην εποχή του ότι τον δίσκο τον έφτιαξε ο ίδιος! (Όμως, όχι, δεν τον έφτιαξε αυτός. Δεν θα μπορούσε. Δεν είχε χρόνο – κι είχε καί πολλούς ανθρώπους δίπλα του, που τον έβλεπαν.)
Μέχρι σήμερα, ο ΔτΦ δεν έχει χρονολογηθεί με τις συμβατικές μεθόδους (άνθρακα-14, κτλ), οπότε βλέπουμε ακόμη έναν καλό λόγο να προχωρήσουμε στην ανάλυση του κειμένου του μέσωι ηλεκτρονικού υπολογιστή: αυτή θα βρεί όσα δεν βρίσκει το μυαλό… καί καθόλου δεν νομίζω πως πρωτοτυπώ. Τί εννοώ;
Ποιός μας βεβαιώνει ότι κάποιοι “άλλοι” δεν τον ξετίναξαν ήδη με υπολογιστές τον δίσκο μυστικά, χωρίς να πούν τίποτε σε κανέναν; Ποιός μας βεβαιώνει ότι αυτοί οι λεβέντες δεν βρήκαν καί τις απαντήσεις, που τυχόν δεν είχαν βρεί παλιά οι Ενετοί; Θα ήταν αφέλεια, να νομίζετε πως οι συστοιχίες των υπολογιστών κάποιων ξένων κέντρων δεν έχουν ήδη πάρει φωτιά, εξετάζοντας τέτοια προβλήματα! Ή να νομίζετε πως όλοι συνεχίζουν να δουλεύουν με στυλό καί χαρτί. (Τά ξανάπαμε κι εδώ… «Αυτοί» γυρεύουν -χωρίς …μικρές αγγελίες! lol!!!- λίαν έξυπνα άτομα, τα οποία, σε συνδυασμό με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, θα τους δώσουν απαντήσεις σε πανάρχαια «καυτά» μυστικά, των οποίων τους κώδικες δεν μπορούν να ξεκλειδώσουν.)
Το δεύτερο εύρημα είναι αρκετά γνωστό, αλλά μή ανακοινώσιμο εδώ – καί θα σας πώ αμέσως το γιατί. Εξετάζοντάς το προσεκτικά (ενώι ταυτόχρονα μου μιλούσε έντονα η διαίσθησή μου), συνεπέρανα πως είναι κι αυτό παραποιημένο. Γιατί, όμως, θα πλαστογραφούσαν κάποιοι πονηροί ένα αγγείο; γιατί θ’ άλλαζαν τη ζωγραφιά του, ή άλλα στοιχεία – ακόμη καί τα χερούλια, ξέρω ‘γώ; Όντως, εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος. Εκτός από έναν: η αυθεντική παράσταση στο αγγείο να φανερώνει αλληγορικώς μιά πύλη… που είναι λόγος σοβαρώτατος, ώστε να παρεισφρύσει χέρι πλαστογραφικό κι αποτρεπτικό της χρήσεως της πύλης από Έλληνες, όπως κάποτε.
Βλέπετε, “αυτοί” ξέρουν ήδη αρκετά πράγματα, που εμείς οι σημερινοί Έλληνες ψάχτες ακόμη ανακαλύπτουμε μπουσουλώντας· σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να τους υποτιμάμε!
Τελειώνοντας, θα επαναλάβω πως πράγματι το θέμα είναι ανεπίκαιρο. Απλά, το καταθέτω εδώ γιά να υπάρχει ως αναφορά – χρήσιμη σε κάποιους Έλληνες στην μελλοντική, την μετά τα γεγονότα Ελλάδα.
Θα ήθελα, όμως, καί να σας βάλω σε υποψίες, ώστε ν’ αρχίσετε να σκέφτεστε… Άρα γε, αν ξεπεράσουμε τις πλαστογραφήσεις (κυρίως των εικόνων), μήπως μας δοθούν τίποτε υπερ-δυνατότητες, τόσο μά τόσο αναγκαίες τώρα, που προσπαθούμε να επιβιώσουμε ως έθνος;
Υγ: Ως ακόμη ένα παράδειγμα πιθανής χρήσης των υπολογιστών στην ανάλυση αρχαίων κειμένων, αναφέρω το κάποτε ξακουστό βιβλίο “Στάγυρο-Ε”. Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, πάντως αυτό το βιβλίο φαίνεται πως γράφτηκε από υπεξαιρεμένες πρόχειρες σημειώσεις. Στην αρχή, κάτι πάει να πεί. Μετά, όμως (προφανώς όταν τέλειωσε το έτοιμο υλικό των σημειώσεων), ο συγγραφέας έβγαλε απ’ το κεφάλι του λίθους καί πλίνθους καί κεράμους ατάκτως ερριμμένους. Ίσως οι υπολογιστές βοηθήσουν στο να βρεθεί το μυστικό της υπόθεσης, αν μυστικό όντως υπάρχει.
Πάντως, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν υπήρξε εκ των αφορμών της συγγραφής του σημερινού άρθρου. Απλά το αναφέρω, επειδή γνωρίζω την περίπτωσή του.
Τ’ είν’ αυτό τώρα, έ;
Αγαπητοί αναγνώσθαι, όντως μιά τέτοια μικρή αγγελία γιά μιά τέτοια προσπάθεια είναι εντελώς ανεπίκαιρη – τώρα που πήρε φωτιά ο πισινός μας. Όμως, συμπληρώνω τις παρατηρήσεις μερικών σχολιαστών, ότι (ως γνήσιοι Έλληνες πατριώτες) έπρεπε να έχουμε οργανωθεί εδώ και δεκαετίες. Έ, λοιπόν, εκτός από μιά αρχική ομάδα με τη μορφή -ας πούμε- πολιτιστικού συλλόγου, η οποία την κατάλληλη στιγμή θα μετεξελισσόταν σε πολιτικό φορέα (με ό,τι συνεπάγεται αυτό), θα έπρεπε από παλιά να έχουμε φτιάξει καί ομάδες ερευνών.
Πραγματικών ερευνών, όχι γιαλαντζή. Όχι αναμασήματα / κοπυπαστάδες απ’ το πληκτρολόγιο, “ο Πλάτων είπε” κι “ο Ηράκλειτος είπε”. Κάτι τέτοια είναι πασίγνωστα, υπάρχουν, κυκλοφορούν, καί συνήθως …κακοποιούνται (δηλ. ερμηνεύονται κατά το δοκούν). Μιλάω γιά καυτές έρευνες, οι οποίες ήδη θα έπρεπε να έχουν οδηγήσει σε μιά στέρεη βάση, σ’ ένα σταθερό καί μή αμφισβητήσιμο “κόρπους” αναφοράς, καθαρά Ελληνοπρεπές.
Αντ’ αυτών (των ερευνητικών ομάδων), είχαμε πάμπολλα νέα Ελληνόπουλα -με γνώσεις, σπουδές, συγκρότηση- που ξόδεψαν τα πιό δημιουργικά τους χρόνια σε …πατάρια καφετεριών, ακούγοντας τις “εξ αποκαλύψεως” σοφίες από διάφορες “Ελληνοκεντρικές αυθεντίες”.
(Ας αναρωτηθούν τώρα, όσοι δεν το πράξανε ήδη: ποιό το αποτέλεσμα των ακροάσεων τοιούτων …ευαγγελίων; Μονάχα πολύτιμος χρόνος χαμένος. Γιά όλους μας. Συνολικώς γιά την Ελλάδα. Ελπίζω, μονάχα, πως δεν υφίστανται πλέον αφελείς, που να περιμένουν τους Ψίψιλον σε καφετέρια της Αρετσούς. Ή τα -ανύπαρκτα- «παιδιά του ’83» να κάνουν θαύματα με μαγικό ραβδί.)
Τί μπορούμε να κάνουμε με τα κείμενα; Θα σας πω ένα παράδειγμα, καί θα καταλάβετε. (Μιλάω από μνήμης, γιά πράγματα που έμαθα εδώ καί πολλά χρόνια. Ενδεχομένως να πώ ανακρίβειες, αλλά γενικώς η ιστορία πάει κάπως έτσι.)
Οι φιλόλογοι από παλιά προσπάθησαν να κάνουν τη στοιχειώδη εργασία του βιβλιοθηκαρίου: να κατατάξουν τα κείμενα χρονικώς καί κατά συγγραφέα. Γιά να το πετύχουν αυτό, χρησιμοποίησαν διάφορα βοηθήματα, κυρίως συλλογές με τίτλους συγγραμμάτων. Μία είναι η Παλατινή Ανθολογία, άλλη μία η Μυριόβιβλος, καί ούτω καθ’ εξής. Μαζί μ’ όσα (αποσπασματικά) αναφέρονται σε ιστορικές πηγές (πχ ότι ο τάδε συγγραφέας λέει πως ο δείνα ποιητής είχε γράψει το τάδε έργο μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Β’), στο τέλος μπόρεσαν να συνταιριάξουν έναν χρονικώς σωστό κατάλογο των αρχαίων γραπτών. Ο οποίος περιέχει καί τίτλους έργων, που σήμερα θεωρούνται “χαμένα”.
Ωστόσο, ακόμη κι αυτές οι ιστορικές πηγές δεν είναι πλήρεις. Ως παράδειγμα (κι αν θυμάμαι καλά), ο“Προμηθέας Δεσμώτης” δεν αναφέρεται σε καμμία τους ότι είναι του Αισχύλου Ευφορίωνος. Οπότε, εδώ παίρνει μπρος η γραμματική καί υφολογική ανάλυση, που όντως αποδίδει το συγκεκριμένο έργο στον Αισχύλο, καί μάλιστα στην περίοδο της ωριμότητάς του. (Γιατί της ωριμότητας; Διότι ο Αισχύλος χρησιμοποιούσε τα επιρρήματα με αυξανόμενη συχνότητα, όσο προχωρούσε η ηλικία του. Ώστε πχ στους “Πέρσες” να έχει επιρρήματα στο 3% του κειμένου, καί στον “Προμηθέα Δεσμώτη” ένα 7%. Καί στα απ’ ανάμεσα έργα, ενδιάμεσα ποσοστά.)
Απάνω-κάτω, λοιπόν, έτσι δρούν οι φιλόλογοι του συγκεκριμένου κλάδου.
Φυσικά, όλη αυτή η ιστορία της κατάταξης δεν περίμενε εμένα· έγινε εδώ κι αιώνες. Τουλάχιστον από τότε που εξεδόθησαν οι “στερεότυπες” εκδόσεις των αρχαίων ημών. (Της Οξφόρδης είναι του 1820, αν θυμάμαι καλά.) Οπότε, εδώ μπαίνει το ερώτημα: γιατί να την ξανακάνουμε κι εμείς αυτή την έρευνα – έστω, με ηλεκτρονικό τρόπο; Διότι ο ηλεκτρονικός τρόπος (λόγωι ταχύτητας κι ευελιξίας) θα μας ξετρυπώσει κι άλλα πολλά.
Όντως, οι φιλόλογοι εκείνοι του παρελθόντος κάθησαν καί μέτρησαν με τα χέρια (καί τα χηνόφτερα, καί τα σημειωματάρια – καί χωρίς φωτοτυπίες, να δουλέψουν πιό εύκολα) τα επιρρήματα κτλ που έψαχναν. Δεν είχαν άλλον τρόπο! Αλλά, εννοείται πως αφ’ ενός έφαγαν πολύ χρόνο (δηλαδή, δύσκολα θα επαναλάμβαναν κάτι τέτοιο), αφ’ ετέρου η δυσκολία ανέβαινε κατακόρυφα, προκειμένου να συγκρίνουν μέρη του ίδιου κειμένου.
Καί, εκ τρίτου, μιά τέτοια δουλειά σχεδόν δεν αγγίζει κάποιους τομείς – όπως τις πλαστογραφίες κειμένων…
…Πράγμα που θέλουμε να κάνουμε εμείς με τους υπολογιστές μας.
Γιατί, όμως, οι φιλόλογοι δεν σκαλίζουν τις (καλώς συγκαλυμμένες) πιθανές πλαστογραφίες; Γιά δύο σοβαρούς λόγους.
Ο πρώτος, ότι η σύγκριση δύο διαφορετικών έργων είναι σαφέστατα πιό εύκολη, διότι οι διαφορές τους είναι φανερές. Αντίθετα, στο ίδιο κείμενο ξεκινάς πρώτα-πρώτα με αρνητική -γιά την έρευνα- υπόθεση: ότι, δηλαδή το έγραψε ένας καί μόνον συγγραφέας. (Που στην πορεία μπορεί να σου βγούν πολλοί.) Οπότε, οι επεμβάσεις του τυχόντος πλαστογράφου πρέπει να “βγάζουν μάτια”, για να φανούν. Κι αν αυτός ήταν τόσο γατόνιον (πχ ήξερε άριστα μετρική, κτλ), που είναι σχεδόν αδύνατον να τον ανακαλύψεις με το μυαλό; Έ, εκεί ακριβώς παρεμβαίνει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, γιά ν’ ανακαλύψει την παροιμιώδη βελόνα στ’ άχυρα! Γι’ αυτό ακριβώς τα φτιάξαμε αυτά τα μηχανήματα, (καί) γιά τέτοιες δουλειές.
Ο δεύτερος λόγος, είναι πως αρκετοί φιλόλογοι-φίρμες είναι στρατευμένοι, οπότε μην περιμένετε (α) να σας ανακοινώσουν έρευνες, που διεξάγουν στα κρυφά, ή (β) να σας μιλήσουν γιά πλαστογραφίες, που ενδεχομένως έκαναν οι ίδιοι κατόπιν εντολής!!!
Ένα παράδειγμα (αν κι όχι ακριβώς επάνω στην περίπτωση) του δεύτερου λόγου / α’ μέρους, γιά να καταλάβετε τί εννοώ.
Όταν το 1952 ο Μιχαήλ Βέντρις (ξανα)διάβασε οριστικώς τη Γραμμική Β’ καί το ανακοίνωσε δημοσίως, ήρθε σ’ επαφή μαζί του (γιά να τον βοηθήσει) ο καριερίστας φιλόλογος Τζών Τσάντγουϊκ. Σε τί να τον βοηθήσει; Στην επαλήθευση, ότι κάποιες «ασυνήθιστες» Μυκηναϊκές λέξεις που διαβάστηκαν, όντως υπήρχαν.
[Παρένθεση: Εδώ η Γουΐκι κάνει χοντρό λάθος, γράφοντας ότι ο Τσάντγουϊκ βοήθησε τον Βέντρις στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’. Η συνεισφορά του Τσάντγουϊκ ήρθε σε φάση μετά την ολοκλήρωση της αρχήθεν επαναναγνώσεως (καί όχι «αποκρυπτογραφήσεως») της Γραμμικής Β’.
Όταν λύνουμε ένα πρόβλημα -αν κι όχι πάντα μαθηματικού χαρακτήρα-, η λύση έχει τέσσερεις διακριτές φάσεις: ανάλυση, σύνθεση, απόδειξη (δηλ. επαλήθευση, επιβεβαίωση), διερεύνηση γι’ άλλες πιθανές λύσεις. Τις δύο πρώτες φάσεις της επαναναγνώσεως της Γρ. Β’, συν την τελευταία σε μεγάλο βαθμό, τις διεξήγαγε ο Βέντρις μόνος του.]
Όντως, ο Τσάντγουϊκ επιβεβαίωσε πως αυτές οι λέξεις πράγματι υπάρχουν -με την ίδια μορφή, ή παρόμοιες- καί στα σωζόμενα γνωστά κείμενα (πχ στον Όμηρο), καί μάλιστα ανάγονται στις εποχές που γράφτηκαν τα Μυκηναϊκά πλακίδια με τη Γραμμική Β’. (Άρα, ο Βέντρις σωστά διάβασε.) Πώς το ήξερε; Το ήξερε, επειδή είχε ήδη ασχοληθεί με τη χρονική διαστρωμάτωση λέξεων καί φράσεων στον Όμηρο! Δηλαδή, ποιές είναι πιό παλιές καί ποιές πιό καινούργιες.
Καί σας ρωτάω: καθαρή φιλολογική έρευνα αυτό, ή τίποτ’ άλλο;… Παναπεί, ανάθεση δουλειάς από “υπερεσίες”, με άγνωστο -σε μένα- σκοπό. (Σας έχω ήδη πεί ότι στην αγγλίτσα δεν ξεχωρίζουν σε διαφορετικά πρόσωπα οι ρόλοι της άρχουσας τάξης της, πχ οι καθηγητές πανεπιστημίου είναι ασμένως καί πράκτορες.) Βλέπετε, ακόμη καί την χρονικά πρώτη τελική επανανάγνωση της Γραμμικής Β’ δεν την έκανε ο Βέντρις, αλλά οι “υπερεσίες” της αγγλίτσας, γύρω στο 1913 – αφορμή λαβούσες από τα πρώτα μυκηναϊκά πλακίδια, που βρήκε ο Ήβανς στην Κρήτη!
[Αν ρωτάτε γιατί δεν το προχώρησαν, είναι επειδή κατάλαβαν αμέσως ότι επρόκειτο γιά τα λογιστικά “βιβλία αποθήκης” της Μυκηναϊκής εποχής (δεν τους ενδιέφεραν, διότι δεν είχαν αποκαλύψεις χρησίμων αρχαίων μυστικών), κι επειδή τους πρόλαβε ο Α’ ΠΠ. Κι έτσι, το παράτησαν το θέμα. Θα σας τα πω -με λεπτομέρειες- άλλη φορά αυτά, καλά να είμαστε.]
Ένα παράδειγμα, τώρα, του δεύτερου λόγου / β’ μέρους, αν καί χονδροειδέστατο ως πλαστογραφία: ο διαβόητος “Αγαθάγγελος”! Θέλετε να διαβάσετε κείμενο της υποτιθέμενης εποχής του “Αγαθάγγελου”, να καταλάβετε τί εννοώ; Πάτε στον Πτωχοπρόδρομο. Κι αν μοιάζουν τα Ελληνικά του Πτωχοπρόδρομου με τα Ελληνικά του “Αγαθάγγελου”, εγώ θα φορέσω σκουλαρίκια!
Το πρόβλημα γιά τα σαΐνια της Οξφόρδης (που θέλαν να περάσουν την φιλοαγγλική προπαγάνδα τους στους δικούς μας αφελείς φουστανελλοφόρους χωρικούς) ήταν ότι τον 19ο αιώνα οι (κατά συντριπτικό ποσοστό αγράμματοι) Έλληνες δεν καταλάβαιναν τα Ελληνικά του 13ου αιώνα, οπότε οι λεβέντες κάτσαν καί σκάρωσαν υποτιθέμενο κείμενο του 13ου αιώνα με δήθεν «λόγια» Ελληνική γλώσσα του 19ου! Γι’ αυτό ονομάζω τη συγκεκριμένη απάτη “χονδροειδέστατη”.
Συμπερασματικώς: φτιάχνουμε ένα πρόγραμμα Η/Υ γιά ψάξιμο των κειμένων λέξη-λέξη καί φράση-φράση, θέτουμε τους κανόνες της έρευνας (δηλ. το τί ζητάμε), κι αφήνουμε τον υπολογιστή να κάνει τα υπόλοιπα – καί να μας φέρει το αποτέλεσμα στο πιάτο. Καί μάλιστα, τόσο σε αριθμητική, όσο καί σε διαγραμματική μορφή. (Γιά να διακρίνουμε ευκολώτερα το ζητούμενο.)
Ο υπολογιστής θα βρεί πανεύκολα αποκλίσεις από μέσο όρο (ή ό,τι άλλο του πούμε να ψάξει), κι εμείς θα δούμε άλλο τόσο εύκολα πού ελλοχεύουν τα φάουλ.
Ως παράδειγμα, ας υποθέσουμε πως διερευνούμε γιά πιθανή πλαστογραφία ένα αρχαίο θεατρικό έργο. Μιά τραγωδία! Ειδικώτερα, παρατηρούμε το πώς εξελίσσεται μέσα στο κείμενο το ποσοστό σχετλιαστικών επιφωνημάτων (παπαί! βαβαί! ιαταταί! ωτοτοτί! – πρόκειται γιά τα διάφορα αρχαία “ώχ”, “αμάν”, κτλ παρόμοια). Ας πούμε, λοιπόν, ότι η κατανομή τους είναι περίπου αυτή:
Η “αναμενόμενη” αυτή περιοδικότητα σαφώς αντικατοπτρίζει τα μέρη της τραγωδίας. Πολλά επιφωνήματα στη στιχομυθία (στα «επεισόδια»), λίγα στο στάσιμο (που είναι τραγούδι του χορού) – διότι δεν στήνεται τραγούδι μονάχα με «ώχ!» καί «αμάν!». Κάπως έτσι πάει. Μάλιστα, παρατηρούμε μιά αύξηση των επιφωνημάτων, όσο προχωράει το κείμενο. Αυτή είναι εύλογη, διότι -απλούστατα -όσο προχωράει το κείμενο, το δράμα κορυφώνεται.
Αντίθετα, αν δούμε πχ κάτι τέτοιο:
Τότε το σημείο απόκλισης στο διάγραμμα αναφέρεται σε “καραμπάμ” πλαστό κείμενο! (Κι εννοείται, ψάξιμο με διαφορετικές παραμέτρους θα οδηγήσει σε αναντίρρητη επιβεβαίωση των συμπερασμάτων μας.) Είναι σαν ο χορός νά ‘χει φρικάρει τελείως (μ’ όσα έμαθε / είδε / άκουσε) καί νά ‘χει αρχίσει να κόβει φλέβες, ενώι αντιθέτως οι ηθοποιοί βρίσκονται στην κοσμάρα τους! (Μοιάζει σα να νταγκλιάσανε απ’ τον μπάφο, καί λένε κάτι σαν: «- Κούλαρε, δικέ μου!» Καρα-lol!!!!! Καμμία συναίσθηση του τραγικού χαρακτήρα της καταστάσεως, δηλαδή!)
Κι όχι μόνον· μέχρι καί το σε ποιά εποχή παρενεβλήθη το πλαστό κείμενο θα βρούμε! Καθώς καί το “προφίλ” του πλαστογράφου. (Δηλ. πόσο εγγράμματος ήταν – κι αν ήταν δικός μας, Ελληνομαθής ξένος, κτλ κτλ.)
Αυτά, όσον αφορά τη μεθοδολογία καί το τί ζητάμε. Φυσικά, εμείς θα τα κάνουμε αυτά κάποια στιγμή στο μέλλον… αλλ’ αυτό ουδόλως εμποδίζει να τα έχουν ήδη κάνει “άλλοι” στα μουλωχτά. Όμως, ακόμη δεν σας είπα το πιό σημαντικό: αφορμή γιά τη “μικρή αγγελία” μου έδωσαν δύο γνωστά ευρήματα· κυρίως το ένα τους, που δεν είναι κείμενο. (Αλλά καταλαβαίνετε πως η έρευνα αυτή μπορεί να επεκταθεί σε οποιοδήποτε εύρημα.)
Το πρώτο, είναι ο δίσκος της Φαιστού. Γνήσιος, ή όχι; Βλέπετε, πολύ αγαπητό μου πρόσωπο έχει την άποψη ότι ο ΔτΦ δεν είναι ο αυθεντικός. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, τον αυθεντικό τον βρήκαν οι Ενετοί επί Ενετοκρατίας στην Κρήτη. Κατάλαβαν πως πρόκειται γιά κάτι πολύ σημαντικό, τον φυγάδευσαν μυστικά (γύρευε σε ποιά Βατικάνεια υπόγεια βρίσκεται σήμερα…), ανέθεσαν σε δικούς τους λογίους-γατόνια να καταλάβουν τί γράφει… Κι όταν αυτοί κατάλαβαν, έφτιαξαν έναν άλλον, παραποιημένον, τον οποίο καί έθαψαν στη θέση του αυθεντικού. Άλλως τε, μην ξεχνάτε πως ο αρχαιολόγος που τον ανακάλυψε το 1908, ο Περνιέ, αφ’ ενός ήταν Ιταλός καθολικός (Ιταλο-Γάλλος, οκ… αλλά καθολικός), καί αφ’ ετέρου κατηγορήθηκε καί στην εποχή του ότι τον δίσκο τον έφτιαξε ο ίδιος! (Όμως, όχι, δεν τον έφτιαξε αυτός. Δεν θα μπορούσε. Δεν είχε χρόνο – κι είχε καί πολλούς ανθρώπους δίπλα του, που τον έβλεπαν.)
Μέχρι σήμερα, ο ΔτΦ δεν έχει χρονολογηθεί με τις συμβατικές μεθόδους (άνθρακα-14, κτλ), οπότε βλέπουμε ακόμη έναν καλό λόγο να προχωρήσουμε στην ανάλυση του κειμένου του μέσωι ηλεκτρονικού υπολογιστή: αυτή θα βρεί όσα δεν βρίσκει το μυαλό… καί καθόλου δεν νομίζω πως πρωτοτυπώ. Τί εννοώ;
Ποιός μας βεβαιώνει ότι κάποιοι “άλλοι” δεν τον ξετίναξαν ήδη με υπολογιστές τον δίσκο μυστικά, χωρίς να πούν τίποτε σε κανέναν; Ποιός μας βεβαιώνει ότι αυτοί οι λεβέντες δεν βρήκαν καί τις απαντήσεις, που τυχόν δεν είχαν βρεί παλιά οι Ενετοί; Θα ήταν αφέλεια, να νομίζετε πως οι συστοιχίες των υπολογιστών κάποιων ξένων κέντρων δεν έχουν ήδη πάρει φωτιά, εξετάζοντας τέτοια προβλήματα! Ή να νομίζετε πως όλοι συνεχίζουν να δουλεύουν με στυλό καί χαρτί. (Τά ξανάπαμε κι εδώ… «Αυτοί» γυρεύουν -χωρίς …μικρές αγγελίες! lol!!!- λίαν έξυπνα άτομα, τα οποία, σε συνδυασμό με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, θα τους δώσουν απαντήσεις σε πανάρχαια «καυτά» μυστικά, των οποίων τους κώδικες δεν μπορούν να ξεκλειδώσουν.)
Το δεύτερο εύρημα είναι αρκετά γνωστό, αλλά μή ανακοινώσιμο εδώ – καί θα σας πώ αμέσως το γιατί. Εξετάζοντάς το προσεκτικά (ενώι ταυτόχρονα μου μιλούσε έντονα η διαίσθησή μου), συνεπέρανα πως είναι κι αυτό παραποιημένο. Γιατί, όμως, θα πλαστογραφούσαν κάποιοι πονηροί ένα αγγείο; γιατί θ’ άλλαζαν τη ζωγραφιά του, ή άλλα στοιχεία – ακόμη καί τα χερούλια, ξέρω ‘γώ; Όντως, εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος. Εκτός από έναν: η αυθεντική παράσταση στο αγγείο να φανερώνει αλληγορικώς μιά πύλη… που είναι λόγος σοβαρώτατος, ώστε να παρεισφρύσει χέρι πλαστογραφικό κι αποτρεπτικό της χρήσεως της πύλης από Έλληνες, όπως κάποτε.
Βλέπετε, “αυτοί” ξέρουν ήδη αρκετά πράγματα, που εμείς οι σημερινοί Έλληνες ψάχτες ακόμη ανακαλύπτουμε μπουσουλώντας· σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να τους υποτιμάμε!
Τελειώνοντας, θα επαναλάβω πως πράγματι το θέμα είναι ανεπίκαιρο. Απλά, το καταθέτω εδώ γιά να υπάρχει ως αναφορά – χρήσιμη σε κάποιους Έλληνες στην μελλοντική, την μετά τα γεγονότα Ελλάδα.
Θα ήθελα, όμως, καί να σας βάλω σε υποψίες, ώστε ν’ αρχίσετε να σκέφτεστε… Άρα γε, αν ξεπεράσουμε τις πλαστογραφήσεις (κυρίως των εικόνων), μήπως μας δοθούν τίποτε υπερ-δυνατότητες, τόσο μά τόσο αναγκαίες τώρα, που προσπαθούμε να επιβιώσουμε ως έθνος;
Υγ: Ως ακόμη ένα παράδειγμα πιθανής χρήσης των υπολογιστών στην ανάλυση αρχαίων κειμένων, αναφέρω το κάποτε ξακουστό βιβλίο “Στάγυρο-Ε”. Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, πάντως αυτό το βιβλίο φαίνεται πως γράφτηκε από υπεξαιρεμένες πρόχειρες σημειώσεις. Στην αρχή, κάτι πάει να πεί. Μετά, όμως (προφανώς όταν τέλειωσε το έτοιμο υλικό των σημειώσεων), ο συγγραφέας έβγαλε απ’ το κεφάλι του λίθους καί πλίνθους καί κεράμους ατάκτως ερριμμένους. Ίσως οι υπολογιστές βοηθήσουν στο να βρεθεί το μυστικό της υπόθεσης, αν μυστικό όντως υπάρχει.
Πάντως, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν υπήρξε εκ των αφορμών της συγγραφής του σημερινού άρθρου. Απλά το αναφέρω, επειδή γνωρίζω την περίπτωσή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου