,,Μπροστά μου Τουρκικα σπαθιά,πίσω μαχαίρια Φράγκων
στην μέση εγώ κι ο Μαύρος μου,ερμοι κι αποσταμένοι,
αντε και ορμα Μαυρε μου κι ότι ο Θεός μας μέλλει.....
μαζί έχουν και τους μαύρους τους σ'ένα ταβλί δεμένους
Του Κώστα τρώγει τα σίδερα, του Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δένδρα ξερριζώνει.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε καθησε δεξιά μεριά σ΄την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, ούτε και σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κ' έλεγεν αθρωπινή κουβέντα.
"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουσι Σαρακηνοί κουρσάροι.
Πήραν του Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα την γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένην."
Ώς πού να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο σ΄τον μαύρον καβαλλάρης.
"Για σύρε συ Βλαχόπουλο σ΄τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν' πενήντα κι εκατό χύσου μακέλλευσέ τους,
κι' αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους,
οι κάμποι εγεμίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν.
Ήρχισε και διαμετράε, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάγη πίσω ντρέπεται, να πάγη εμπρός φοβάται.
τον μαύρον του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνασαι, μαύρε μ', δύνασαι σ΄το αίμα για να πλέυσης;
-Δύνομαι, αυθέντη, δύνομαι σ΄το αίμα για να πλέυσω,
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχθώ και πέσης απ' την ζάλη.
-Σαΐττες μου αλεξανδριανες, καμιά να μη λυγίση,
και συ σπαθί μου δαμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ', ευχή της μάννας μου ευχή και του γονιού μου,
ευχή του πρώτου μ' αδελφού, ευχή και του στερνού μου.
άιντε πα νά μπουμε, μαύρε μου, κι' όπου ο Θεός τα βγάλη!"
Σ΄τα έμπα του εμπήκε σαν αετός, σ΄τα ξέβγα σαν πετρίτης,
σ΄τα έμπα χίλιους έκοψε, σ΄τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και σ΄το καλό το γύρισμα κανέναν δεν αφήνει
στην μέση εγώ κι ο Μαύρος μου,ερμοι κι αποσταμένοι,
αντε και ορμα Μαυρε μου κι ότι ο Θεός μας μέλλει.....
Τι παιγνίδια παιζει το μυαλο ε;;έιχα μια εντονη συζήτηση για τα τεκταινόμενα,για την πατριδα-μόνη,αεί προδομένη από φίλους και συμμάχους,για Φράγκους και Τούρκους κι ηρθε ολοζώντανη η εικονα του συγχωρημενου του παππου μου,να τραγουδάει αυτό το Ρουμελιώτικο επιτραπέζιο κι η ματιά του να σκοτεινιάζει.....μάλλον θα πρόκειται,για καποια παραλλαγή του "μικρου βλαχόπουλου" τραγουδι που ανήκει στον Ακριτικό κύκλο και σας παραθέτω τους στίχους παρακάτω.....στην μνήμη του παππου μου Α.ΜΑΚΡΗ λοιπον, που κατά την Μικρασιατική εκστρατεία πάλεψε με "Τουρκικα σπαθιά και Φράγκικα μαχαίρια"και γύρισε παρασημοφορεμένος και θλιμμένος για την ήττα..
Τρία αδερφάκια γκαρδιακά μαζί τρώνε και πίνουνμαζί έχουν και τους μαύρους τους σ'ένα ταβλί δεμένους
Του Κώστα τρώγει τα σίδερα, του Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δένδρα ξερριζώνει.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε καθησε δεξιά μεριά σ΄την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, ούτε και σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κ' έλεγεν αθρωπινή κουβέντα.
"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουσι Σαρακηνοί κουρσάροι.
Πήραν του Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα την γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένην."
Ώς πού να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο σ΄τον μαύρον καβαλλάρης.
"Για σύρε συ Βλαχόπουλο σ΄τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν' πενήντα κι εκατό χύσου μακέλλευσέ τους,
κι' αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους,
οι κάμποι εγεμίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν.
Ήρχισε και διαμετράε, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάγη πίσω ντρέπεται, να πάγη εμπρός φοβάται.
τον μαύρον του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνασαι, μαύρε μ', δύνασαι σ΄το αίμα για να πλέυσης;
-Δύνομαι, αυθέντη, δύνομαι σ΄το αίμα για να πλέυσω,
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχθώ και πέσης απ' την ζάλη.
-Σαΐττες μου αλεξανδριανες, καμιά να μη λυγίση,
και συ σπαθί μου δαμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ', ευχή της μάννας μου ευχή και του γονιού μου,
ευχή του πρώτου μ' αδελφού, ευχή και του στερνού μου.
άιντε πα νά μπουμε, μαύρε μου, κι' όπου ο Θεός τα βγάλη!"
Σ΄τα έμπα του εμπήκε σαν αετός, σ΄τα ξέβγα σαν πετρίτης,
σ΄τα έμπα χίλιους έκοψε, σ΄τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και σ΄το καλό το γύρισμα κανέναν δεν αφήνει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου