Είναι η πρόοδος δεδομένη;
Picasso, 1914–15, Nature morte au compotier (Still Life with Compote and Glass) |
Του Νίκου Τσούλια
Είναι η ίδια η ψυχολογία του ανθρώπου. Είναι η λειτουργία της πολιτικής και της κοινωνίας. Είναι το προσωπικό όνειρό μας και το συλλογικό όραμά μας. Είναι συναισθηματική ανάγκη. Το μέλλον να είναι απόλυτα συνυφασμένο με την πρόοδο.Κι όμως η πραγματικότητα δεν είναι αυτής της θεώρησης. Κάνουμε λάθος, γιατί δεν θέλουμε να σκεφτούμε ορθολογικά. Δεν μπορούμε να δούμε το μέλλον – αλλιώς δεν θα ήταν μέλλον -, αλλά μπορούμε να το προοικονομήσουμε σε σημαντικό βαθμό. Και δεν το κάνουμε, απλώς ονειρευόμαστε με εκείνο τον απόλυτα παρακμιακό τρόπο που καθοδηγείται από ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Αλλά δεν βλέπουμε ούτε το γνωστό, πολύ γνωστό παρελθόν μας.
Έτσι, αν αναγνωρίζαμε την ιστορία του τόπου μας ακόμα και στις πιο αδρές γραμμές της γραφής της, θα ξέραμε σημαντικά πράγματα που αφορούν το παρόν μας. Θα ξέραμε ότι η κρίση είναι προ θυρών, πριν αυτή εκδηλωθεί και ίσως να κάναμε και κάτι περισσότερο από το να τη δεχτούμε ως ένα απρόβλεπτο γεγονός που απλώς το …έφερε η ροή του χρόνου.
Θα ξέραμε ότι στα 190 περίπου ύπαρξης του σύγχρονου ελληνικού κράτους έχουμε περάσει από 7 εξωτερικούς πολέμους, 4 εμφυλίους και 5 χρεωκοπίες! Δηλαδή κάθε 12 χρόνια έχουμε μια εθνική περιπέτεια. Ας αγνοήσουμε αυτή την πράγματι οδυνηρή συχνότητα εμφάνισης του «κακού», και ας στοχαστούμε στο εξής ερώτημα: Είναι δυνατόν από το 1974 και δώθε να πορευόμαστε σε μια γραμμική πορεία συνεχούς προόδου, η οποία θα συνεχιζόταν επ’ αόριστον;
Αλλά δεν βλέπαμε ούτε την σύγχρονη πραγματικότητα. Ήταν δυνατόν να είναι Ελλάδα στο στενό πυρήνα των πιο αναπτυγμένων χωρών του Κόσμου με την παραγωγική της βάση να συρρικνώνεται συνεχώς και με τον ξέφρενο καταναλωτισμό να γνωρίζει διαρκώς ημέρες δόξας; Ποια πολιτική και ιδεολογική ανάλυση μπορεί να τεκμηριώσει αυτή την αυθαιρεσία του ανορθολογισμού; Τελικά, είναι πολύ απλό το όλο ζήτημά μας. Όπως δεν μπορεί να σκεφτεί σωστά – άρα και προς το συμφέρον του – ένας άνθρωπος, έτσι δεν μπορεί να σκεφτεί και ένας λαός με ό,τι αυτός περιλαμβάνει: πολιτική, θεσμοί, κοινωνικά κινήματα, πολίτες…
Η Ιστορία, ο μέγας δάσκαλος και παιδαγωγός, διδάσκει εδώ και αιώνες πολλούς, από τότε που γράφεται η ίδια η ιστορία. Η πρόοδος ποτέ δεν είναι δεδομένη. Πρέπει κάθε φορά να κατακτάται! Κάθε εποχή και κάθε γενιά οφείλει να δίνει τον αγώνα της ζωής, που δεν είναι άλλος από τον αγώνα για την πρόοδο. Η φτώχεια είναι πάντα μια δυνάμει και απόλυτα υπαρκτή και απειλητική κατάσταση. Η πορεία από τη διαρκή απειλή της φτώχειας προς την πρόοδο είναι πορεία αγωνιστική, είναι ο πυρήνας των κοινωνικών αγώνων αλλά και του προσωπικού αγώνα κάθε πολίτη, είναι συστατικό στοιχείο του νοήματος της ζωής μας. Οποιαδήποτε άλλη θεώρηση ή είναι αφελής ή είναι δημαγωγική ή αποσκοπεί στην πρόκληση κρίσης και παρακμής.
Δεν μας έλειψε όμως μόνο ο ορθολογισμός. Ηττηθήκαμε κατά κράτος στο αξιακό πεδίο και στον προσδιορισμό του περιεχομένου της ίδιας της προόδου! Οι αξίες μας ήταν και είναι κίβδηλες. Η σχέση μας με την πολιτεία μας και πιο ειδικά με το κράτος μας ήταν και είναι σχέση αμοιβαίας καχυποψίας και εξαπάτησης. Οι πολίτες έδειχναν με το δάκτυλό τους το ένοχο κράτος και το κράτος απλώς παρατηρούσε το εθνικό μας σπορ, τη φοροδιαφυγή. Όσο για τα κόμματα και για τους πολιτικούς μας η μόνιμη αγωνία ήταν και είναι η νομή της εξουσίας! Εδώ σ’ όλο αυτό το σκηνικό κυοφορείτο η κρίση, το ζοφερό και σκοτεινό μέλλον που δεν βλέπαμε ότι ήταν εκεί στο φαινομενικά φωτεινό παρόν, αλλά εντυπωσιασμένοι από τη ζωηράδα της φλόγας δεν βλέπαμε τη σκοτεινή θρυαλλίδα που η ίδια η φλόγα είχε μέσα στη καρδιά της, στον πυρήνα της.
Η χώρα μας είχε και μια εγγενή αδυναμία, μια πολιτική προκατάληψη, την οποία ποτέ δεν συζητήσαμε σοβαρά. «Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως το 1997, κάθε χρόνο, οι στρατιωτικές δαπάνες κατέτρωγαν 20% έως 30% των συνολικών δημοσίων δαπανών. Οι πολεμικές δαπάνες επέτρεπαν μια εύκολη και δήθεν πατριωτική δημαγωγία που απέδιδε ψήφους» (Β. Δερτιλής). Παράλληλα, δεν ασχοληθήκαμε έγκαιρα και συστηματικά με τους ενεργειακούς πόρους – ηλιακούς, αιολικούς, γεωθερμικούς – που θα μας προσέδιδαν μια μεγάλη ενεργειακή αυτονομία.
Θεωρήσαμε την είσοδό μας στην ευρωζώνη και στον πυρήνα των πιο αναπτυγμένων χωρών του Κόσμου ως την εθνική μας ολοκλήρωση, που δεν χρειαζόταν περαιτέρω αγώνα, ενώ αυτή η εξέλιξη απαιτούσε ακριβώς το αντίθετο, την ένταση της συλλογικής μας προσπάθειας. Και από κοντά ήλθαν τα επινίκια. Η κρατούσα υποκουλτούρα του καταναλωτισμού αλλοίωσε όχι μόνο τον πολιτισμό μας αλλά και τη ματιά που ρίχνουμε στον εαυτό μας και στην κοινωνία μας. Θεωρούσαμε τη συσσώρευση πλούτου ως μια απρόσκοπτη και πάντως εξασφαλισμένη διαδρομή. Ξεχάσαμε κάτι πολύ βασικό, που μας το τονίζει ο Σαίξπηρ στο Βασιλιά Ληρ. «Πολύ συχνά, η επάρκεια μας δίνει ξεγνοιασιά: μόνο η έλλειψη γίνεται χρήσιμος βοηθός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου