Εθνικό συμφέρον: Θεωρητική προσέγγιση με την οπτική της Θουκυδίδειας παράδοσης
Ο
όρος εθνικό συμφέρον δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί αντικειμενικά, γιατί
εμπεριέχει μια καθαρά υποκειμενική έννοια: το συμφέρον. Σύμφωνα με τον καθηγητή
Γεώργιο Μπαμπινιώτη1 ετυμολογικά
ως συμφέρον ορίζεται «ό,τι αποκομίζει κανείς ως όφελος», «οτιδήποτε
ευνοεί ή υπηρετεί κάποιον» και «δημόσιο συμφέρον είναι αυτό που αφορά στα
μέλη μιας κοινωνίας, ενός συνόλου».
Από τα παραπάνω μπορούμε να συνάγουμε ότι το εθνικό συμφέρον είναι ένα «δημόσιο συμφέρον», με την έννοια ότι αφορά το σύνολο μίας κοινωνίας, είτε αυτή είναι το σημερινό έθνος-κράτος ή η πόλη-κράτος της αρχαιότητας.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Παναγιώτη Ήφαιστο «Τα εθνικά συμφέροντα οριοθετούν τον σκοπό της εθνικής στρατηγικής και προσφέρουν ένα διαρκή θεμελιώδη προσανατολισμό των τακτικών επιλογών των κρατικών θεσμών που εμπλέκονται στην ανάλυση, εκτίμηση, σχεδιασμό και εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής»2 . Διακρίνει δε την έννοια του «εθνικού συμφέροντος»3 στις διακρατικές σχέσεις σε «συμφέρον επιβίωσης»4 , «ζωτικό συμφέρον»5 , «μείζον συμφέρον»6 και «δευτερογενή συμφέροντα»7 .
Στο Σύνταγμα των Ελλήνων έχει εισαχθεί και ο όρος «σπουδαίο εθνικό συμφέρον». Το Άρθρο 28 του Συντάγματος προβλέπει περιπτώσεις περιορισμού της εθνικής μας κυριαρχίας, «εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον»8 . Αν και το παραπάνω Άρθρο «αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχει και εθνικό συμφέρον που δεν είναι και τόσο σπουδαίο.
Ως έννοια το εθνικό συμφέρον το συναντάμε από την αρχαιότητα, μαζί με την έννοια του κοινού καλού ήτοι του κοινού συμφέροντος. Στον περίφημο διάλογο Αθηναίων-Μηλίων που μας περιγράφει ο Θουκυδίδης9 , οι ισχυροί Αθηναίοι προσπαθούν να πείσουν τους Μήλιους να υποταχθούν, ισχυριζόμενοι ότι το πράττουν για το καλό τους, λέγοντάς τους: «… σε κάθε σημείο που νομίζετε πως δε μιλάμε όπως είναι το συμφέρον σας, να μας σταματάτε και να λέτε τη γνώμη σας».
Οι Μήλιοι όμως που βρίσκονται σε δυσχερή θέση λόγω της αδυναμίας τους, προσπαθούν να ισχυριστούν ότι υπάρχει και το κοινό καλό, λέγοντας: «Όπως εμείς τουλάχιστο νομίζουμε, είναι χρήσιμο (ανάγκη να μιλάμε γι’ αυτό, επειδή εσείς τέτοια βάση βάλατε στη συζήτησή μας, να αφήσουμε κατά μέρος το δίκαιο και να μιλάμε για το συμφέρον) να μην καταργήσετε σεις αυτό το κοινό καλό, αλλά να υπάρχουν, γι’ αυτόν που κάθε φορά βρίσκεται σε κίνδυνο, τα εύλογα και τα δίκαια και να ωφελείται κάπως αν πείσει, έστω κι αν τα επιχειρήματά του δε βρίσκονται μέσα στα πλαίσια του αυστηρού δικαίου».
Οι
Αθηναίοι στη συνέχεια επικαλούμενοι και αυτοί με τη σειρά τους το κοινό καλό,
λένε: «Εκείνο όμως που θέλουμε τώρα να κάνουμε φανερό σε σας είναι ότι
βρισκόμαστε εδώ για το συμφέρον της ηγεμονίας μας και όσα θα πούμε τώρα σκοπό
έχουν τη σωτηρία της πολιτείας σας, επειδή θέλουμε και χωρίς κόπο να σας
εξουσιάσουμε και για το συμφέρον και των δυο μας να σωθείτε».
Και
οι Μήλιοι απαντούν: «Και πώς μπορεί να συμβεί να είναι ίδια συμφέρον σε μας
να γίνουμε δούλοι, όπως σε σας να γίνετε κύριοί μας;»
Και
οι Αθηναίοι απαντούν μάλλον κυνικά: «Επειδή σεις θα έχετε τη δυνατότητα να
υποταχθείτε πριν να πάθετε τις πιο μεγάλες συμφορές, κι εμείς, αν δε σας
καταστρέψουμε, θα έχουμε κέρδος».
Από τον παραπάνω διάλογο είναι προφανές ότι το κοινό καλό (κοινό συμφέρον) επιδέχεται πολλές ερμηνείες και είναι δύσκολο να βρεθεί η χρυσή τομή έτσι ώστε μια αντιπαράθεση να μη γίνει ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος (Zero sum game), αλλά να ωφεληθούν όλες οι πλευρές.
Λόγω της ισχυρής νομιμοποίησης που παρέχει ο όρος εθνικό συμφέρον, χρησιμοποιείται σήμερα ευρέως από τις εκάστοτε κυβερνήσεις των κρατών και τους πολιτικούς γενικότερα, από τους δημοσιογράφους, τους στρατηγικούς αναλυτές, τους ακαδημαϊκούς και γενικά από όλους όσους θέλουν να υποστηρίξουν με λόγια ή πράξεις μια απόφαση η οποία επηρεάζει το σύνολο μιας κοινωνίας. Όλα γίνονται για να εξυπηρετηθεί το εθνικό συμφέρον.
Για την εξυπηρέτηση παραδείγματος χάριν του εθνικού μας συμφέροντος, άλλοι υποστηρίζουν τις δανειακές συμβάσεις (μνημόνια) και άλλοι τις καταριούνται, άλλοι υποστηρίζουν την άμεση ανακήρυξη της ΑΟΖ και άλλοι είναι αντίθετοι, άλλοι επιθυμούν την έξοδο από την Ευρωζώνη και την επιστροφή στη δραχμή και άλλοι την παραμονή μας και ου το καθεξής.
Παρακολουθώντας τις συζητήσεις στη Βουλή των Ελλήνων είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι όλοι υποστηρίζουν το εθνικό συμφέρον, άσχετα εάν οι θέσεις τους για το ίδιο θέμα είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Και αυτό είναι φυσικό επακόλουθο της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, καθόσον για τα κόμματα τις περισσότερες φορές προέχει το κομματικό συμφέρον, το οποίο όμως το βαφτίζουν με ευκολία ως εθνικό συμφέρον. Αυτό φυσικά δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο, αλλά απ΄ ότι φαίνεται ευδοκιμεί καλύτερα στη χώρα μας. Αυτό που χαρακτηρίζει επίσης τα ελληνικά δρώμενα είναι ότι συχνά όποιος δεν συμμερίζεται την δική μας άποψη θεωρείται προδότης, γιατί απλά οι απόψεις του είναι ενάντια στο εθνικό συμφέρον.
Από τις θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων, οι ρεαλιστικές θεωρίες είναι αυτές που επιτρέπουν διαφορετικές προσεγγίσεις στην έννοια του εθνικού συμφέροντος10. Οι ρεαλιστικές θεωρίες, οι οποίες αποτελούν την κύρια προέκταση του Παραδοσιακού Παραδείγματος,11 έχουν ως βάση τη Θουκυδίδεια παράδοση. Ανήκουν στη κατηγορία του «Χαλαρού Κρατοκεντρικού Παραδείγματος», σύμφωνα με την διάκριση του καθηγητή Κώνστα Δημητρίου, η οποία αντιμετωπίζει το διεθνές σύστημα ως μια κοινωνία νομικά ισότιμων κρατών με σαφή κρατικά σύνορα.12
Από τον παραπάνω διάλογο είναι προφανές ότι το κοινό καλό (κοινό συμφέρον) επιδέχεται πολλές ερμηνείες και είναι δύσκολο να βρεθεί η χρυσή τομή έτσι ώστε μια αντιπαράθεση να μη γίνει ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος (Zero sum game), αλλά να ωφεληθούν όλες οι πλευρές.
Λόγω της ισχυρής νομιμοποίησης που παρέχει ο όρος εθνικό συμφέρον, χρησιμοποιείται σήμερα ευρέως από τις εκάστοτε κυβερνήσεις των κρατών και τους πολιτικούς γενικότερα, από τους δημοσιογράφους, τους στρατηγικούς αναλυτές, τους ακαδημαϊκούς και γενικά από όλους όσους θέλουν να υποστηρίξουν με λόγια ή πράξεις μια απόφαση η οποία επηρεάζει το σύνολο μιας κοινωνίας. Όλα γίνονται για να εξυπηρετηθεί το εθνικό συμφέρον.
Για την εξυπηρέτηση παραδείγματος χάριν του εθνικού μας συμφέροντος, άλλοι υποστηρίζουν τις δανειακές συμβάσεις (μνημόνια) και άλλοι τις καταριούνται, άλλοι υποστηρίζουν την άμεση ανακήρυξη της ΑΟΖ και άλλοι είναι αντίθετοι, άλλοι επιθυμούν την έξοδο από την Ευρωζώνη και την επιστροφή στη δραχμή και άλλοι την παραμονή μας και ου το καθεξής.
Παρακολουθώντας τις συζητήσεις στη Βουλή των Ελλήνων είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι όλοι υποστηρίζουν το εθνικό συμφέρον, άσχετα εάν οι θέσεις τους για το ίδιο θέμα είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Και αυτό είναι φυσικό επακόλουθο της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, καθόσον για τα κόμματα τις περισσότερες φορές προέχει το κομματικό συμφέρον, το οποίο όμως το βαφτίζουν με ευκολία ως εθνικό συμφέρον. Αυτό φυσικά δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο, αλλά απ΄ ότι φαίνεται ευδοκιμεί καλύτερα στη χώρα μας. Αυτό που χαρακτηρίζει επίσης τα ελληνικά δρώμενα είναι ότι συχνά όποιος δεν συμμερίζεται την δική μας άποψη θεωρείται προδότης, γιατί απλά οι απόψεις του είναι ενάντια στο εθνικό συμφέρον.
Από τις θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων, οι ρεαλιστικές θεωρίες είναι αυτές που επιτρέπουν διαφορετικές προσεγγίσεις στην έννοια του εθνικού συμφέροντος10. Οι ρεαλιστικές θεωρίες, οι οποίες αποτελούν την κύρια προέκταση του Παραδοσιακού Παραδείγματος,11 έχουν ως βάση τη Θουκυδίδεια παράδοση. Ανήκουν στη κατηγορία του «Χαλαρού Κρατοκεντρικού Παραδείγματος», σύμφωνα με την διάκριση του καθηγητή Κώνστα Δημητρίου, η οποία αντιμετωπίζει το διεθνές σύστημα ως μια κοινωνία νομικά ισότιμων κρατών με σαφή κρατικά σύνορα.12
Οι βασικές παραδοχές των ρεαλιστικών θεωριών,
κατά τον καθηγητή Παναγιώτη Ήφαιστο, είναι οι παρακάτω:13
α. Τo έθνος κράτος είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του διεθνούς συστήματος. Σύμφωνα με τον Gilpin, ορισμένοι διανοούμενοι έχουν την πεποίθηση ότι οι οικονομικές και τεχνολογικές δυνάμεις έχουν διαβρώσει το έθνος-κράτος, με αποτέλεσμα τα σύνορα των κρατών και οι εθνικές κυβερνήσεις να έχουν χάσει τη σημασία τους. Όμως στις αρχές του 21ου αιώνα, παρά τις επιδράσεις των διεθνικών οικονομικών δυνάμεων, διαπιστώνουμε ότι «το έθνος-κράτος παραμένει υψίστης σημασίας» και δεν υπάρχει καμία πειστική απόδειξη ότι πρόκειται να χαθεί.14
β. Η διεθνής αναρχία είναι διαμορφωτικής σημασίας για τη συμπεριφορά και τις στρατηγικές επιλογές των δρώντων του διεθνούς συστήματος.
γ. Επειδή το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, τιμωρεί αμείλικτα τα κράτη τα οποία είτε αμελούν να περιφρουρήσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα είτε ενεργούν πέραν των δυνατοτήτων τους (στρατηγική υπερεπέκταση).
δ. Τα κράτη ως συλλογικές οντότητες είναι ορθολογικοί δρώντες, δηλαδή είναι ευαίσθητα στο κόστος που θέτουν εναλλακτικές επιλογές για την περιφρούρηση του εθνικού τους συμφέροντος. Γι’ αυτό και η αποτρεπτική στρατηγική του κράτους που υπερασπίζεται του status quo (μη αναθεωρητικό) καλλιεργεί τον ορθολογισμό του επιτιθεμένου (αναθεωρητικού κράτους), όσον αφορά το κόστος-όφελος που δημιουργούν οι εναλλακτικές στάσεις και οι συμπεριφορές. Καθ΄ όλη την ανθρώπινη ιστορία τα κράτη εδράζουν τη στρατηγική τους σε διαρκείς υπολογισμούς κόστους-οφέλους
ε. Στο άναρχο διεθνές σύστημα, τα κράτη θέτουν την απόκτηση ισχύος και την ασφάλειά τους στην πιο υψηλή βαθμίδα των προτεραιοτήτων τους. Ρέπουν προς ανταγωνισμό και σύγκρουση και αποτυγχάνουν να συνεργαστούν, ακόμη και εάν έχουν συμφέρον για κάτι τέτοιο.
στ. Οι διεθνείς θεσμοί είναι εξαρτημένες μεταβλητές και η ισχύς των κρατών οι ανεξάρτητες μεταβλητές. Από αυτό συνεπάγεται ότι τα κράτη μόνο οριακά μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη συνεργασίας, την αποτροπή της σύγκρουσης ή την επίλυση των διακρατικών διαφορών. Το βασικό κριτήριο στις επιλογές τους είναι το σχετικό κέρδος και η σχετική ισχύς, γεγονός που επηρεάζει τη δημιουργία διλημμάτων ασφαλείας και εμποδίζουν την ανάπτυξη συνεργασίας. Επίσης και η άνιση ανάπτυξη, που διανοίγει ευκαιρίες αλλαγής του υπάρχοντος συστήματος, προκαλεί διλήμματα ασφαλείας και φέρνει τη σύγκρουση μεταξύ των μη αναθεωρητικών (υπερασπίζονται το status quo) και των αναθεωρητικών δυνάμεων.
Όπως κάθε θεωρία των διεθνών σχέσεων, έτσι και η ρεαλιστική προσέγγιση παρουσιάζει ορισμένες αδυναμίες. Ένα από τα αδύνατα σημεία της, σύμφωνα με τον Robert Gilpin, είναι η κατανόηση του γεγονότος ότι, η μεγιστοποίηση της ισχύος ενός κράτους δεν αποτελεί πάντα την επιδίωξη των κρατών. Και αυτό γιατί «η απόκτηση ισχύος συνεπάγεται κόστος ευκαιρίας»15 για την κοινωνία, καθόσον έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου τα κράτη εγκατέλειψαν την επιδίωξη της αύξησης της ισχύος τους, γιατί έκριναν ότι το κόστος ήταν υπερβολικά υψηλό.
Επίσης, όσον αφορά το εθνικό συμφέρον, εκτιμώ ότι δεν υπάρχουν πάντα αντικειμενικοί παράγοντες που να το καθορίζουν. Ορισμένες φορές το εθνικό συμφέρον καθορίζεται από τους εκάστοτε κυβερνώντες, από το σύστημα πεποιθήσεών τους το οποίο όμως έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από το σύστημα αξιών ολόκληρης της εθνικής κοινότητας. Όπως έχουμε ήδη αναφερθεί πιο πάνω, πολλές φορές οι πολιτικοί ηγέτες χρησιμοποιούν τον όρο «εθνικό συμφέρον» ως άλλοθι για να δικαιολογούν ορισμένες από τις αποφάσεις τους.16
Γενικά, η ταύτιση της κρατικής ισχύος με το κρατικό συμφέρον δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει γενικής εφαρμογής προτάσεις για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής.17
Το ερώτημα που θα πρέπει πειστικά να απαντηθεί είναι: Μήπως το εθνικό συμφέρον σε έναν αλληλεξαρτώμενο κόσμο δεν είναι συνώνυμο του διεθνούς ανταγωνισμού αλλά της διακρατικής συνεργασίας;18
Μία από τις κεντρικές ιδέες του κονστρουκτιβισμού είναι η ιδέα της ταυτότητας (τρόπος αυτοπροσδιορισμού μιας κοινωνίας), την οποία παραβλέπουν οι περισσότεροι ρεαλιστές, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο «συμφέρον». Όμως αρκετοί αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα της ταυτότητας αναφορικά με τη συμπεριφορά του κράτους. Σύμφωνα με τον Gilpin, θεωρητικό του «κρατοκεντρικού ρεαλισμού», «Η κοινωνικοπολιτική φύση μιας κοινωνίας, η εθνική ιδεολογία και η πολιτική ταυτότητα συμβάλλουν όλες στο πώς ορίζει μια κοινωνία τα συμφέροντά της και πώς επηρεάζουν τη συμπεριφορά της»19.
Στη διαπίστωση του Θουκυδίδη ότι, «…στις ανθρώπινες σχέσεις, τα νομικά επιχειρήματα έχουν αξία όταν εκείνοι που τα επικαλούνται είναι περίπου ισόπαλοι σε δύναμη και ότι, αντίθετα, ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του»,20 ο καθηγητής Παναγιώτης Ήφαιστος δίνει τις παρακάτω δυο διαφορετικές ερμηνείες:21
α. Για όσους πιστεύουν στη φυσική νομοτέλεια, δηλαδή ότι «ο ισχυρός πρέπει να επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος πρέπει να υποχωρεί και να προσαρμόζεται ή ακόμη και να εξαφανίζεται», τότε η λύση των διεθνών προβλημάτων συνίσταται στην εξάλειψη της ετερότητας και στην εγκαθίδρυση μιας διεθνούς εξουσίας.
β. Για τους λοιπούς που υποστηρίζουν ότι στις διεθνείς σχέσεις και για όσο υπάρχουν τα αίτια πολέμου «ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος προσαρμόζεται», υιοθετούν μια αμυντική αξίωση για τη στήριξη της συλλογικής ελευθερίας, της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας του κράτους τους.
Στις παραπάνω δυο ερμηνείες του καθηγητή μου προσθέτω μια τρίτη, η οποία βασίζεται στο κοινό συμφέρον (συμβιβασμό) και η οποία εκτιμώ ότι σε ορισμένες περιστάσεις δύναται να λάβει «σάρκα και οστά». Βασική προϋπόθεση είναι τα κράτη να δρουν ορθολογικά, λαμβάνοντας τις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής με γνώμονα τη διαφύλαξη των εθνικών τους συμφερόντων. Δηλαδή κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις:
α. Ο ισχυρός θα κάνει χρήση της δύναμής του για την επιβολή των θέσεών του, χωρίς όμως το κόστος της επιβολής αυτής της δύναμης να υπερβαίνει το συνολικό-διαχρονικό όφελος που πρόκειται να αποκομίσει.
β. Ο δε αδύνατος, διαχειριζόμενος το έλλειμμα στην ισχύ του, θα υποχωρήσει μέχρι το σημείο εκείνο όπου το όφελος από την υποχώρησή του να είναι μεγαλύτερο από το κόστος που θα υποστεί στη περίπτωση που δεν υποχωρήσει και αντισταθεί στις απαιτήσεις του ισχυρού.
Την παραπάνω άποψή μου στηρίζω διερμηνεύοντας τις απόψεις του «κλασικού ρεαλιστή» Hans Morgenthau, του οποίου ένα από τα βασικότερα μηνύματα στο βιβλίο του «Politics Among Nations» ήταν ότι, τα κράτη θα έπρεπε να προσπαθήσουν να σεβαστούν τα συμφέροντα των άλλων κρατών.22 Ο ίδιος εκτιμά ότι, εάν τα κράτη ακολουθήσουν τα δικά τους συμφέροντα ασφαλείας και σεβαστούν τα ζωτικά συμφέροντα των άλλων κρατών, είναι δυνατή η δημιουργία μιας βάσης για έναν συμβιβασμό.23
Επίσης σύμφωνα με τον Robert Gilpin, η πρόοδος της ανθρώπινης λογικής και κατανόησης δεν θα τερματίσει τον αγώνα για ισχύ, αλλά είναι δυνατόν να δημιουργήσει μια πιο πεφωτισμένη κατανόηση και προώθηση του εθνικού ιδίου συμφέροντος. 24 Εάν τα κράτη ακολουθήσουν τα δικά τους συμφέροντα ασφαλείας και σεβαστούν τα ζωτικά συμφέροντα των άλλων κρατών, είναι δυνατή η δημιουργία μιας βάσης για έναν συμβιβασμό.25 Η μεγιστοποίηση της ισχύος ενός κράτους δεν αποτελεί πάντα την επιδίωξη των κρατών.26 Εκτιμά ότι ορισμένες φορές το μακροπρόθεσμο κόστος των εξελίξεων απειλεί να καταστεί μεγαλύτερο από τα βραχυπρόθεσμα οφέλη της διατήρησης του Status Quo. 27 Γενικά, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική των κρατών, η θέση του Gilpin28 είναι ότι, λόγω της στενότητας πόρων, όπου οποιοδήποτε όφελος συνεπάγεται ένα κόστος, οι κοινωνίες σπάνια ή ποτέ δεν επιλέγουν μόνο κανόνια ή μόνο βούτυρο, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα.
Ακόμη και ο θεωρητικός του «επιθετικού ρεαλισμού», John Mearsheimer, αν και αναφέρεται στις μεγάλες δυνάμεις γράφει ότι, «Τα κράτη μπορούν να συνεργασθούν, μολονότι η συνεργασία είναι ενίοτε δύσκολο να επιτευχθεί και πάντοτε δύσκολο να διατηρηθεί». 29
α. Τo έθνος κράτος είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του διεθνούς συστήματος. Σύμφωνα με τον Gilpin, ορισμένοι διανοούμενοι έχουν την πεποίθηση ότι οι οικονομικές και τεχνολογικές δυνάμεις έχουν διαβρώσει το έθνος-κράτος, με αποτέλεσμα τα σύνορα των κρατών και οι εθνικές κυβερνήσεις να έχουν χάσει τη σημασία τους. Όμως στις αρχές του 21ου αιώνα, παρά τις επιδράσεις των διεθνικών οικονομικών δυνάμεων, διαπιστώνουμε ότι «το έθνος-κράτος παραμένει υψίστης σημασίας» και δεν υπάρχει καμία πειστική απόδειξη ότι πρόκειται να χαθεί.14
β. Η διεθνής αναρχία είναι διαμορφωτικής σημασίας για τη συμπεριφορά και τις στρατηγικές επιλογές των δρώντων του διεθνούς συστήματος.
γ. Επειδή το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, τιμωρεί αμείλικτα τα κράτη τα οποία είτε αμελούν να περιφρουρήσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα είτε ενεργούν πέραν των δυνατοτήτων τους (στρατηγική υπερεπέκταση).
δ. Τα κράτη ως συλλογικές οντότητες είναι ορθολογικοί δρώντες, δηλαδή είναι ευαίσθητα στο κόστος που θέτουν εναλλακτικές επιλογές για την περιφρούρηση του εθνικού τους συμφέροντος. Γι’ αυτό και η αποτρεπτική στρατηγική του κράτους που υπερασπίζεται του status quo (μη αναθεωρητικό) καλλιεργεί τον ορθολογισμό του επιτιθεμένου (αναθεωρητικού κράτους), όσον αφορά το κόστος-όφελος που δημιουργούν οι εναλλακτικές στάσεις και οι συμπεριφορές. Καθ΄ όλη την ανθρώπινη ιστορία τα κράτη εδράζουν τη στρατηγική τους σε διαρκείς υπολογισμούς κόστους-οφέλους
ε. Στο άναρχο διεθνές σύστημα, τα κράτη θέτουν την απόκτηση ισχύος και την ασφάλειά τους στην πιο υψηλή βαθμίδα των προτεραιοτήτων τους. Ρέπουν προς ανταγωνισμό και σύγκρουση και αποτυγχάνουν να συνεργαστούν, ακόμη και εάν έχουν συμφέρον για κάτι τέτοιο.
στ. Οι διεθνείς θεσμοί είναι εξαρτημένες μεταβλητές και η ισχύς των κρατών οι ανεξάρτητες μεταβλητές. Από αυτό συνεπάγεται ότι τα κράτη μόνο οριακά μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη συνεργασίας, την αποτροπή της σύγκρουσης ή την επίλυση των διακρατικών διαφορών. Το βασικό κριτήριο στις επιλογές τους είναι το σχετικό κέρδος και η σχετική ισχύς, γεγονός που επηρεάζει τη δημιουργία διλημμάτων ασφαλείας και εμποδίζουν την ανάπτυξη συνεργασίας. Επίσης και η άνιση ανάπτυξη, που διανοίγει ευκαιρίες αλλαγής του υπάρχοντος συστήματος, προκαλεί διλήμματα ασφαλείας και φέρνει τη σύγκρουση μεταξύ των μη αναθεωρητικών (υπερασπίζονται το status quo) και των αναθεωρητικών δυνάμεων.
Όπως κάθε θεωρία των διεθνών σχέσεων, έτσι και η ρεαλιστική προσέγγιση παρουσιάζει ορισμένες αδυναμίες. Ένα από τα αδύνατα σημεία της, σύμφωνα με τον Robert Gilpin, είναι η κατανόηση του γεγονότος ότι, η μεγιστοποίηση της ισχύος ενός κράτους δεν αποτελεί πάντα την επιδίωξη των κρατών. Και αυτό γιατί «η απόκτηση ισχύος συνεπάγεται κόστος ευκαιρίας»15 για την κοινωνία, καθόσον έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου τα κράτη εγκατέλειψαν την επιδίωξη της αύξησης της ισχύος τους, γιατί έκριναν ότι το κόστος ήταν υπερβολικά υψηλό.
Επίσης, όσον αφορά το εθνικό συμφέρον, εκτιμώ ότι δεν υπάρχουν πάντα αντικειμενικοί παράγοντες που να το καθορίζουν. Ορισμένες φορές το εθνικό συμφέρον καθορίζεται από τους εκάστοτε κυβερνώντες, από το σύστημα πεποιθήσεών τους το οποίο όμως έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από το σύστημα αξιών ολόκληρης της εθνικής κοινότητας. Όπως έχουμε ήδη αναφερθεί πιο πάνω, πολλές φορές οι πολιτικοί ηγέτες χρησιμοποιούν τον όρο «εθνικό συμφέρον» ως άλλοθι για να δικαιολογούν ορισμένες από τις αποφάσεις τους.16
Γενικά, η ταύτιση της κρατικής ισχύος με το κρατικό συμφέρον δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει γενικής εφαρμογής προτάσεις για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής.17
Το ερώτημα που θα πρέπει πειστικά να απαντηθεί είναι: Μήπως το εθνικό συμφέρον σε έναν αλληλεξαρτώμενο κόσμο δεν είναι συνώνυμο του διεθνούς ανταγωνισμού αλλά της διακρατικής συνεργασίας;18
Μία από τις κεντρικές ιδέες του κονστρουκτιβισμού είναι η ιδέα της ταυτότητας (τρόπος αυτοπροσδιορισμού μιας κοινωνίας), την οποία παραβλέπουν οι περισσότεροι ρεαλιστές, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο «συμφέρον». Όμως αρκετοί αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα της ταυτότητας αναφορικά με τη συμπεριφορά του κράτους. Σύμφωνα με τον Gilpin, θεωρητικό του «κρατοκεντρικού ρεαλισμού», «Η κοινωνικοπολιτική φύση μιας κοινωνίας, η εθνική ιδεολογία και η πολιτική ταυτότητα συμβάλλουν όλες στο πώς ορίζει μια κοινωνία τα συμφέροντά της και πώς επηρεάζουν τη συμπεριφορά της»19.
Στη διαπίστωση του Θουκυδίδη ότι, «…στις ανθρώπινες σχέσεις, τα νομικά επιχειρήματα έχουν αξία όταν εκείνοι που τα επικαλούνται είναι περίπου ισόπαλοι σε δύναμη και ότι, αντίθετα, ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του»,20 ο καθηγητής Παναγιώτης Ήφαιστος δίνει τις παρακάτω δυο διαφορετικές ερμηνείες:21
α. Για όσους πιστεύουν στη φυσική νομοτέλεια, δηλαδή ότι «ο ισχυρός πρέπει να επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος πρέπει να υποχωρεί και να προσαρμόζεται ή ακόμη και να εξαφανίζεται», τότε η λύση των διεθνών προβλημάτων συνίσταται στην εξάλειψη της ετερότητας και στην εγκαθίδρυση μιας διεθνούς εξουσίας.
β. Για τους λοιπούς που υποστηρίζουν ότι στις διεθνείς σχέσεις και για όσο υπάρχουν τα αίτια πολέμου «ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος προσαρμόζεται», υιοθετούν μια αμυντική αξίωση για τη στήριξη της συλλογικής ελευθερίας, της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας του κράτους τους.
Στις παραπάνω δυο ερμηνείες του καθηγητή μου προσθέτω μια τρίτη, η οποία βασίζεται στο κοινό συμφέρον (συμβιβασμό) και η οποία εκτιμώ ότι σε ορισμένες περιστάσεις δύναται να λάβει «σάρκα και οστά». Βασική προϋπόθεση είναι τα κράτη να δρουν ορθολογικά, λαμβάνοντας τις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής με γνώμονα τη διαφύλαξη των εθνικών τους συμφερόντων. Δηλαδή κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις:
α. Ο ισχυρός θα κάνει χρήση της δύναμής του για την επιβολή των θέσεών του, χωρίς όμως το κόστος της επιβολής αυτής της δύναμης να υπερβαίνει το συνολικό-διαχρονικό όφελος που πρόκειται να αποκομίσει.
β. Ο δε αδύνατος, διαχειριζόμενος το έλλειμμα στην ισχύ του, θα υποχωρήσει μέχρι το σημείο εκείνο όπου το όφελος από την υποχώρησή του να είναι μεγαλύτερο από το κόστος που θα υποστεί στη περίπτωση που δεν υποχωρήσει και αντισταθεί στις απαιτήσεις του ισχυρού.
Την παραπάνω άποψή μου στηρίζω διερμηνεύοντας τις απόψεις του «κλασικού ρεαλιστή» Hans Morgenthau, του οποίου ένα από τα βασικότερα μηνύματα στο βιβλίο του «Politics Among Nations» ήταν ότι, τα κράτη θα έπρεπε να προσπαθήσουν να σεβαστούν τα συμφέροντα των άλλων κρατών.22 Ο ίδιος εκτιμά ότι, εάν τα κράτη ακολουθήσουν τα δικά τους συμφέροντα ασφαλείας και σεβαστούν τα ζωτικά συμφέροντα των άλλων κρατών, είναι δυνατή η δημιουργία μιας βάσης για έναν συμβιβασμό.23
Επίσης σύμφωνα με τον Robert Gilpin, η πρόοδος της ανθρώπινης λογικής και κατανόησης δεν θα τερματίσει τον αγώνα για ισχύ, αλλά είναι δυνατόν να δημιουργήσει μια πιο πεφωτισμένη κατανόηση και προώθηση του εθνικού ιδίου συμφέροντος. 24 Εάν τα κράτη ακολουθήσουν τα δικά τους συμφέροντα ασφαλείας και σεβαστούν τα ζωτικά συμφέροντα των άλλων κρατών, είναι δυνατή η δημιουργία μιας βάσης για έναν συμβιβασμό.25 Η μεγιστοποίηση της ισχύος ενός κράτους δεν αποτελεί πάντα την επιδίωξη των κρατών.26 Εκτιμά ότι ορισμένες φορές το μακροπρόθεσμο κόστος των εξελίξεων απειλεί να καταστεί μεγαλύτερο από τα βραχυπρόθεσμα οφέλη της διατήρησης του Status Quo. 27 Γενικά, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική των κρατών, η θέση του Gilpin28 είναι ότι, λόγω της στενότητας πόρων, όπου οποιοδήποτε όφελος συνεπάγεται ένα κόστος, οι κοινωνίες σπάνια ή ποτέ δεν επιλέγουν μόνο κανόνια ή μόνο βούτυρο, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα.
Ακόμη και ο θεωρητικός του «επιθετικού ρεαλισμού», John Mearsheimer, αν και αναφέρεται στις μεγάλες δυνάμεις γράφει ότι, «Τα κράτη μπορούν να συνεργασθούν, μολονότι η συνεργασία είναι ενίοτε δύσκολο να επιτευχθεί και πάντοτε δύσκολο να διατηρηθεί». 29
Για τον ίδιο οι παράγοντες που εμποδίζουν τη
συνεργασία είναι:
α) οι συλλογισμοί περί σχετικών κερδών και
β) ο φόβος εξαπάτησης.
Έχοντας επίγνωση ότι η παραπάνω ερμηνεία επειδή δεν είναι ούτε ουσιοκρατική ούτε εύκολη, δεν αποτελεί τον κανόνα στις διεθνείς σχέσεις, θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας τη διαπίστωση του Edward Carr ότι, «Το να καταστήσουμε την εναρμόνιση των συμφερόντων στόχο της πολιτικής δράσης δεν είναι το ίδιο με το να θεωρήσουμε δεδομένο ότι υπάρχει μια φυσική αρμονία συμφερόντων».30
Του Δημήτριου Καρατζίδη Ταξίαρχου ε.α. και Πολιτικού Επιστήμονα - Διεθνολόγου
Έχοντας επίγνωση ότι η παραπάνω ερμηνεία επειδή δεν είναι ούτε ουσιοκρατική ούτε εύκολη, δεν αποτελεί τον κανόνα στις διεθνείς σχέσεις, θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας τη διαπίστωση του Edward Carr ότι, «Το να καταστήσουμε την εναρμόνιση των συμφερόντων στόχο της πολιτικής δράσης δεν είναι το ίδιο με το να θεωρήσουμε δεδομένο ότι υπάρχει μια φυσική αρμονία συμφερόντων».30
Του Δημήτριου Καρατζίδη Ταξίαρχου ε.α. και Πολιτικού Επιστήμονα - Διεθνολόγου
πηγήhttp://lerakis.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου