Ο αντάρτης που έβαλε το δημοτικό τραγούδι στα ελληνικά και τα ευρωπαϊκά σαλόνια
Γνωστός σε όλα σχεδόν τα σαλόνια της Ευρώπης, τις δύο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, ήταν ο καλλιτέχνης «Άραμις» ή «Ellin Aramis», όπως έγραφαν τα επισκεπτήριά του. Ένας λεβεντόκορμος και βαρύτονος ομορφάντρας Ηπειρώτης, που έταξε σκοπό της ζωής του να διαδώσει στα πέρατα του πολιτισμένου κόσμου τα κλέφτικα και ποιμενικά τραγούδια. Τα τραγούδια του ξάφνιαζαν. Σκοποί εξωτικοί, αδροί και ξεκούραστοι, άσχετοι με τα ψεύτικα ποιμενικά και τις πολιτισμένες φλογέρες της γαλλικής εξοχής, προκαλούσαν το κοινό. Θρίαμβοι στο Παρίσι, κανονικές συναυλίες στο Κόβεν Γκάρντεν του Λονδίνου, στη Νίκαια και το Μόντε Κάρλο και περιοδείες σε Τουρκία και Αίγυπτο. Ποιος ήταν όμως ο Έλληνας που έκανε τα ευρωπαϊκά σαλόνια και τον Έλληνα βασιλιά Γεώργιο Α’ να χτυπούν παλαμάκια ακούγοντας τη «νεραντζούλα φουντωτή»;
Το πραγματικό του όνομα ήταν Περικλής Αραβαντινός και είχε γεννηθεί στα Ιωάννινα το 1854. Ο πατέρας του, Παναγιώτης Αραβαντινός, ήταν από τους τυχερούς Έλληνες που κατόρθωσαν να παρακολουθήσουν μαθήματα στην Ακαδημία του Γκίλφορντ. Διευθυντής Ελληνικού Σχολείου στα Ιωάννινα ασχολήθηκε με πάθος στη μελέτη της ιστορίας και της λαογραφίας. Τέσσερα παιδιά του ήρθαν στην Αθήνα και μεγαλούργησαν. Ο Σπυρίδων, Αρεοπαγίτης και αργότερα Υπουργός Δικαιοσύνης, ο Κωνσταντίνος, τραπεζίτης και χρηματιστής και ο Αναστάσιος αργότερα καθηγητής Ιατρικής. Έκπληκτοι παρακολουθούσαν το 1879 τον εικοσιπεντάχρονο και μικρότερο αδελφό τους Περικλή να εγκαταλείπει τις σπουδές του, να ζώνεται τα άρματα και να παίρνει τα βουνά με το αντάρτικο Σώμα του Σουλιώτη καπετάνιου Ζήκου (Γάκη) Ζήκου.
Από τα ακαρνανικά βουνά στο Ραδοβίτσι της Ηπείρου ο Περικλής απολαμβάνει την ελεύθερη ζωή των ανταρτών και ενθουσιάζεται από τα κλέφτικα και τα ποιμενικά τραγούδια. Γυρνώντας στην Αθήνα δεν μπόρεσε να προσγειωθεί στα τετριμμένα. Είχε την κλεφτουριά στην ψυχή του. Ευγενής τυχοδιώκτης, βρίσκεται σε ωδεία της Ιταλίας, όπου γνωρίζει και τη λαϊκή μουσική παράδοση διαφόρων λαών. Νέο όνειρο. Ο ανεκμετάλλευτος πλούτος της ελληνικής δημοτικής μούσας. Τότε κάνει το τραγούδι του εθνικό ζήτημα. Με τη βοήθεια του πρεσβευτή στο Λονδίνο Ιωάννη Γεννάδιου –φορούσε κατάλευκη φουστανέλα στις επίσημες εκδηλώσεις– κατέπληξε το βρετανικό κοινό που αποθέωσε τον «Γέρο Δήμο». Ζαν Μωρεάς, Ιάκωβος Δαμαλάς και Σπύρος Σαμάρας υπήρξαν μερικοί από τους υποστηρικτές του. Ο τελευταίος μάλιστα του μελοποίησε και «Το Ρηνάκι», ένα από τα τραγούδια που είχε συγκεντρώσει στην πλούσια συλλογή του.
Βεβαίως κατηγορήθηκε και αυτός για «αμπελοφιλοσοφική σοβαροφάνεια» και «διαθέσεις πατριδοκαπηλίας», όπως έγραψε ο Τ. Καλογερόπουλος. Όμως ο Μανώλης Καλομοίρης υπήρξε ειλικρινής όταν δήλωνε πως σε μία από τις εκδηλώσεις του Έλληνα Άραμι συγκλονίστηκε από το δημοτικό τραγούδι και πήρε τις μεγάλες και καταλυτικές για τη σταδιοδρομία του αποφάσεις.
Στην Αθήνα, εντυπωσιασμένοι οι θεατές βλέπουν τον αγαθό βασιλιά Γεώργιο να κάθεται στην πρώτη σειρά του Βασιλικού Θεάτρου. Χτυπώντας τα χέρια του επαναλαμβάνει την επωδό της «νεραντζούλας», χρωματίζοντας με την ξενική προφορά του:
«Και τες φάνηκε κοντέ
Νεραντσούλα φοντωτέ»!
Λεβεντόγερος πια, σε ένα ελληνικό εστιατόριο της Μονμάρτης προσπαθούσε να τραγουδήσει το «Τι έχεις καϋμένε πλάτανε»! Καμάρωνε που κατόρθωσε να γνωρίσει στην Ευρώπη το κλέφτικο τραγούδι των Ελλήνων. Η προσφορά και οι τοποθετήσεις του στα σπουδαιότερα συνέδρια της εποχής δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί. Όπως δεν βρέθηκαν οι πλουσιότατες συλλογές δημοτικών τραγουδιών που είχε συγκεντρώσει με επιστημονική επιμέλεια. Τουλάχιστον ο Ηπειρώτης αντάρτης κατόρθωσε να φυσήξει σε χιλιάδες ψυχές τη νοσταλγία του ελληνικού βουνού, όπως εύστοχα έγραψε ο Σπύρος Μελάς. Έφυγε από τη ζωή το 1932.
Στην Αθήνα, εντυπωσιασμένοι οι θεατές βλέπουν τον αγαθό βασιλιά Γεώργιο να κάθεται στην πρώτη σειρά του Βασιλικού Θεάτρου. Χτυπώντας τα χέρια του επαναλαμβάνει την επωδό της «νεραντζούλας», χρωματίζοντας με την ξενική προφορά του:
«Και τες φάνηκε κοντέ
Νεραντσούλα φοντωτέ»!
Λεβεντόγερος πια, σε ένα ελληνικό εστιατόριο της Μονμάρτης προσπαθούσε να τραγουδήσει το «Τι έχεις καϋμένε πλάτανε»! Καμάρωνε που κατόρθωσε να γνωρίσει στην Ευρώπη το κλέφτικο τραγούδι των Ελλήνων. Η προσφορά και οι τοποθετήσεις του στα σπουδαιότερα συνέδρια της εποχής δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί. Όπως δεν βρέθηκαν οι πλουσιότατες συλλογές δημοτικών τραγουδιών που είχε συγκεντρώσει με επιστημονική επιμέλεια. Τουλάχιστον ο Ηπειρώτης αντάρτης κατόρθωσε να φυσήξει σε χιλιάδες ψυχές τη νοσταλγία του ελληνικού βουνού, όπως εύστοχα έγραψε ο Σπύρος Μελάς. Έφυγε από τη ζωή το 1932.
πηγή mikros-romios.gr
= Αραβαντινός Περικλής
Άραμις (Ιωάννινα 1854/9; - Παρίσι 1932) : αμφισβητούμενη μουσική μορφή, με διεθνή σταδιοδρομία. Γιός του γιατρού Παναγιώτη Σταμ. Αραβαντινού (ιστορικού του Αλή Πασά) έγινε γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο "Άραμις"(ή επί το ακριβέστερον "Hellin Aramis"!). Μετά από σπουδές στη Ζωσιμαία Σχολή και στην Αθήνα, εντάχτηκε (1879) στα παλληκάρια του Σουλιώτη καπετάνιου Γάκη Ζήκου (1830-1901). Λέγεται ότι τότε γνώρισε τόσο το κλέφτικο τραγούδι όσο κι εκείνο των βοσκών. Επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διετέλεσε υπάλληλος στο πυριτιδοποιείο και σε χρηματιστηριακό γραφείο και δημοσίευσε σατιρικούς και άλλους στίχους του στον "Ραμπαγά". Στη συνέχεια, πήγε στην Ιταλία και φοίτησε στα Ωδεία Νεάπολης (υπό τον περίφημο Σκαράτε) και Μιλάνου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη της παραδοσιακής μουσικής των διαφόρων λαών (και μάλιστα των Σκώτων, Ιρλανδών, Τσέχων, Ουγγροβλάχων και Σλαύων). Ειδικά όμως, φαίνεται ότι ασχολήθηκε με την ελλ. παραδοσιακή μουσική και τα δημοτικά τραγούδια, που τα τραγουδούσε με τη "βαρυτονάλε" φωνή του και τα κατέστησε γνωστά στα μεγάλα κέντρα της Ευρώπης και της Ανατολής. Εγκαταστημένος στο Παρίσι, ίδρυσε ιδιωτική σχολή ωδικής (1906), στην οποία εκπαιδεύτηκαν αρκετοί ονομαστοί τραγουδιστές, Έλληνες και ξένοι. Οι εμφανίσεις του στην Αθήνα το 1903 (με υποστήριξη των Ανακτόρων, του Ωδείου Αθηνών και του Τύπου) προκάλεσαν τις έντονες αντιδράσεις του Γ. Αξιώτη, με 2 "ανοικτά γράμματα" στο περιοδικό "Κριτική". Ο Μυκονιάτης συνθέτης θεωρούσε τον "Άραμι" μάλλον "τσαρλατάνο", και τις "επιτεύξεις" του στο δημοτικό τραγούδι ως εντελώς ατυχείς και ξένες προς το χαρακτήρα της μουσικής αυτής. Πράγματι, οι εναρμονίσεις του Αραβαντινού ήταν απλοϊκές (και μάλιστα συνοδεύονταν από "αμπελοφιλοσοφική" σοβαροφάνεια και διαθέσεις πατριδοκαπηλείας), όμως ήταν σε μια τέτοια εκδήλωση που ο Καλομοίρης (συμφωνα με δήλωσή του) συγκλονίστηκε από το δημοτικό τραγούδι της πατρίδας του και πήρε τη "μεγάλη απόφαση", την "καταλυτική" για όλη την κατοπινή σταδιοδρομία του... (άλλωστε ο Αξιώτης ήταν αντίθετος και στις εναρμονίσεις τόσο του Ντυκουντραί όσο και του Σαμάρα). Σχετικά ο Γ. Λεωτσάκος γράφει και τα εξής : «Δεν γνωρίζουμε τη διάρκεια των σπουδών (του Αραβαντινού) ούτε και πότε ακριβώς έφυγε για το Παρίσι. Εκεί τον βοήθησαν ο Ζαν Μορεάς, και ο ηθοποιός Ιάκωβος Δαμαλάς. Επίσης είχε γνωρίσει τον Σαμάρα, με τον οποίο συνεργάστηκε "χρόνια πολλά στο Παρίσι". Στο Λονδίνο υποστηρίχθηκε από τον πρεσβευτή Ιωάννη Γεννάδιο. Σώζεται φωτογραφία του, στον "Φάουστ" του Γκουνώ, με ημερομηνία (γαλλικά) στο πίσω μέρος : "Λονδίνο, 31 Δεκεμβρίου 1892. (Κόβεντ Γκάρντεν). Άραμις", ενώ ο "Φορτούνιο" σημειώνει : "Ο Γέρο-Δήμος αποθεώθηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν". Επιστρέφοντας στη Γαλλία, άρχισε να δίνει μαθήματα τραγουδιού και εμφανίστηκε, μεταξύ άλλων, στη Νίκαια και στο Μόντε Κάρλο. Το 1902 επιχείρησε περιοδεία στην Ελλάδα, Τουρκία, Αίγυπτο, αν και κατ' άλλους, μετά την Αθήνα πήγε στη Ρωσία (Οδησσό). Στην Αθήνα υποστηρίχθηκε σκανδαλωδώς από τα Ανάκτορα και το μουσικό κατεστημένο του Ωδείου Αθηνών. Ο Γεώργιος Α' του παραχώρησε το Βασιλικό Θέατρο (παρακολούθησε ο ίδιος τη συναυλία) και το Ωδείο τη χορωδία του. Σώζεται πρόγραμμα άλλης συναυλίας του ("Παρνασσός", 4.1.1903, με εισιτήριο 8 δρχ., ποσό υπέρογκο για την εποχή !) που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει ένα δικό του τραγούδι, σε γαλλικούς στίχους, με τίτλο "Επερντυμάν" (sic` γαλλ. eperdument : παθιασμένα) και "Το Ρηνάκι μου", "άσμα εκ της Συλλογής Άραμη, εναρμονισθέν υπό του κ. Σαμάρα».
Πηγές
- Τάκης Καλογερόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001
== ή
Πηγές
- Τάκης Καλογερόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου