Ο Παναγιώτης Κονδύλης (Panagiotis Kondylis, Panagiotes Kondyles) (17 Αυγούστου 1943 – 11 Ιουλίου 1998), υπήρξε Έλληνας φιλόσοφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Έγραψε κυρίως στα γερμανικά και μετέφραζε ο ίδιος τα βιβλία του στα ελληνικά. Το έργο του τον τοποθετεί στη συνέχεια της παράδοσης του Θουκυδίδη, Νικολό Μακιαβέλι και Μαξ Βέμπερ.
Γεννήθηκε το 1943 στη Δούβρα του νομού Ηλείας, κοντά στην Ολυμπία. Σε ηλικία έξι ετών, η οικογένειά του μετοίκησε στην Κηφισιά της Αθήνας, όπου ο Κονδύλης πήγε στο σχολείο. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, και πήρε διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.
Έργα στα Ελληνικά
- Κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη Αθήνα:Γνώση 1983
- Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα. Αθήνα: Γνώση, 1985
- Ο Μαρξ και η αρχαία Ελλάδα , 1984
- Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι φιλοσοφικές ιδέες. Αθήνα: Θεμέλιο, 1988
- Θεωρία του πολέμου. Αθήνα: Θεμέλιο, 1997; 1998 (2η έκδοση)
- To Αόρατο Χρονολόγιο της Σκέψης. Αθήνα: Νεφέλη, 1998
- Ισχύς και Απόφαση, Macht und Entscheidung 1991
- Πλανητικη Πολιτική μετα τον Ψυχρό Πόλεμο, Θεμέλιο, 1992, πρωτα στα γερμανικά Planetarische Politik nach dem kalten Krieg, όπου προβλέπει στο τελευταίο κεφάλαιο τα σημερινά (2009-2012) οικονομικά προβλήματα της Ελλαδας
- Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία , 1992
- Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης 1998
- Μελαγχολία και Πολεμική. Αθήνα: Θεμέλιο, 2002
- «Ταυτότητα, Ισχύς, Πολιτισμός», στο Ευ. Γκανάς (Επιμ.), Νέα Εστία, τ. 156ος, Αθήνα, Ιούλιος-Αύγουστος 2004, σσ.6
- Π.Κονδύλης: Ο στοχαστής που προφήτεψε την γεωστρατηγική έκλειψη της χώρας
Πηγή: Greek National Pride
Οι τοποθετήσεις και οι απόψεις του κορυφαίου Έλληνα γεωστρατηγικού στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη που έφυγε τόσο πρόωρα, σε ηλικία μόλις 55 ετών, το 1998, αποτελούν σήμερα το βασικό πλαίσιο σκέψης και προσέγγισης των εθνικών προβλημάτων σε όλα τα επίπεδα της εθνικής δραστηριότητας: αμυντικής, πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής.
Διαβάζοντας αυτά που έγραψε είκοσι χρόνια πριν και εκδόθηκαν στην Ελλάδα το 1990, νομίζει κανείς ότι γράφτηκαν αυτή την εβδομάδα!
Λεπτομέρεια: η αίτησή του για έδρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις αρχές τις δεκαετίας του ’80, απορρίφθηκε…
«Όπου το έθνος συρρικνώνεται και φθίνει, εκεί η διάσταση ανάμεσα σε εθνική μυθολογία και εθνική πραγματικότητα έχει, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, μοιραίες συνέπειες.
Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση.
Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητές του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας.
Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μοναχά σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά – οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη (αν και συχνά αφανή) μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας.
Εκείνο όμως που προπαντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους.
Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του.
Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων.
Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα.
Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά.
Επιπλέον, καμία προστασία και καμία συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης.
Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας.
Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ο ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών.
Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα· αν όμως ασκεί εθνική πολιτικήαγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.
Μιλώντας για τις προϋποθέσεις και τις παραμέτρους μιας ελληνικής εθνικής πολιτικής μέσα στη σημερινή πλανητική συγκυρία δεν είναι δυνατό να μην ανασκοπήσουμε την πορεία πού οδήγησε στη σημερινή κρίση η απίσχνανση της ελληνικής εθνικής οντότητας.
Για να μείνουμε με κάθε δυνατή συντομία στα ουσιώδη σημεία, θα πούμε ότι η πορεία αυτή περιλαμβάνει δύο μεγάλες φάσεις.
Η πρώτη αναφέρεται στη συνεχή και αμετάκλητη γεωπολιτική συρρίκνωση του Ελληνισμού μετά την καταστροφή του 1922, την οποία ελάχιστα μόνον ανέστειλε η ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.
Μια κεντρική ιδιομορφία της νεοελληνικής ιστορίας ήταν το ασύμπτωτο έθνους και κράτους, όχι επειδή το κράτος, το οποίο βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ελληνικής εθνότητας, περιείχε σε αξιόλογο βαθμό και εθνότητες ξένες, όχι δηλαδή επειδή το κράτος ήταν ευρύτερο από το έθνος, όπως έγινε σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. τη ρωσική), αλλά για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: το έθνος ήταν εξ αρχής κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος.
Τούτο το χάσμα μεταξύ έθνους και κράτους έκλεισε, πάλι, μόνον εν μέρει με την επέκταση τού κράτους, έτσι ώστε να συμπεριλάβει το σώμα του έθνους.
Αυτό έγινε με την ένωση των Ιονίων Νήσων και προ παντός με τους Βαλκανικούς Πολέμους, έκτοτε όμως η πορεία αντιστράφηκε:
το έθνος συνέπιπτε όλο και περισσότερο με το κράτος επειδή εξολοθρευόταν ή εκτοπιζόταν σε όσες περιοχές βρίσκονταν έξω από το κράτος, δηλαδή επειδή συρρικνωνόταν γεωπολιτικά.
Η γεωγραφική σύμπτωση έθνους και κράτους, όπως σε μεγάλο βαθμό υφίσταται σήμερα, πραγματο- ποιήθηκε όταν, μετά τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, αφανίσθηκε ο Ελληνισμός της Ρωσίας, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.
Η προσωρινά τελευταία πράξη αυτής της τραγωδίας διαδραματίσθηκε στην Κύπρο, όπου, πολύ πριν από το ολέθριο πραξικόπημα του 1974, η ελληνική διπλωματία έδειξε πόσο είναι ανίκανη να κάνει μακρόπνοη και τελέσφορο εθνική πολιτική εμπνεόμενη όχι από συναισθηματισμούς και ρητορείες περί «εθνικών δικαίων», αλλά από τη γνώση και τη φρόνιμη στάθμιση των διεθνών παραγόντων.
Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ιδιαίτερα τι πλεονεκτήματα έχει ένα έθνος επεκτεινόμενο πέρα από τα όρια του κράτους του.
Όχι μόνον ο κύριος κορμός του έθνους, που ζει μέσα στο κράτος, δέχεται συνεχώς ζείδωρες μεταγγίσεις αίματος απ’ έξω, αλλά και το ίδιο το εθνικό κράτος, έχοντας το μάτι στυλωμένο στους ομοεθνείς του εξωτερικού, έχει μιαν αίσθηση ευρύτερης ιστορικής ευθύνης και αποστολής.
Όποιος θα κατανοήσει χωρίς προκαταλήψεις τι οφείλει ο σημερινός τουρκικός δυναμισμός στην αίσθηση αυτή, θα καταλάβει εύκολα για ποιο πράγμα μιλάμε, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες ελληνικές εμπειρίες φαίνονται να έχουν εξανεμισθεί από καιρό.
Πράγματι, ένα καθοριστικό γνώρισμα της σημερινής ελληνικής εθνικής ζωής, δηλαδή της εθνικής ζωής μετά τη γεωπολιτική συρρίκνωση του Ελληνισμού, είναι η απουσία ιστορικών στόχων ικανών να κινητοποιήσουν συνειδητά και μακροπρόθεσμα συλλογικές δυνάμεις.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ
defencenet.gr
Οι τοποθετήσεις και οι απόψεις του κορυφαίου Έλληνα γεωστρατηγικού στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη που έφυγε τόσο πρόωρα, σε ηλικία μόλις 55 ετών, το 1998, αποτελούν σήμερα το βασικό πλαίσιο σκέψης και προσέγγισης των εθνικών προβλημάτων σε όλα τα επίπεδα της εθνικής δραστηριότητας: αμυντικής, πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής.
Διαβάζοντας αυτά που έγραψε είκοσι χρόνια πριν και εκδόθηκαν στην Ελλάδα το 1990, νομίζει κανείς ότι γράφτηκαν αυτή την εβδομάδα!
Λεπτομέρεια: η αίτησή του για έδρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις αρχές τις δεκαετίας του ’80, απορρίφθηκε…
«Όπου το έθνος συρρικνώνεται και φθίνει, εκεί η διάσταση ανάμεσα σε εθνική μυθολογία και εθνική πραγματικότητα έχει, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, μοιραίες συνέπειες.
Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση.
Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητές του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας.
Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μοναχά σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά – οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη (αν και συχνά αφανή) μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας.
Εκείνο όμως που προπαντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους.
Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του.
Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων.
Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα.
Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά.
Επιπλέον, καμία προστασία και καμία συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης.
Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας.
Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ο ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών.
Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα· αν όμως ασκεί εθνική πολιτικήαγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.
Μιλώντας για τις προϋποθέσεις και τις παραμέτρους μιας ελληνικής εθνικής πολιτικής μέσα στη σημερινή πλανητική συγκυρία δεν είναι δυνατό να μην ανασκοπήσουμε την πορεία πού οδήγησε στη σημερινή κρίση η απίσχνανση της ελληνικής εθνικής οντότητας.
Για να μείνουμε με κάθε δυνατή συντομία στα ουσιώδη σημεία, θα πούμε ότι η πορεία αυτή περιλαμβάνει δύο μεγάλες φάσεις.
Η πρώτη αναφέρεται στη συνεχή και αμετάκλητη γεωπολιτική συρρίκνωση του Ελληνισμού μετά την καταστροφή του 1922, την οποία ελάχιστα μόνον ανέστειλε η ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.
Μια κεντρική ιδιομορφία της νεοελληνικής ιστορίας ήταν το ασύμπτωτο έθνους και κράτους, όχι επειδή το κράτος, το οποίο βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ελληνικής εθνότητας, περιείχε σε αξιόλογο βαθμό και εθνότητες ξένες, όχι δηλαδή επειδή το κράτος ήταν ευρύτερο από το έθνος, όπως έγινε σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. τη ρωσική), αλλά για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: το έθνος ήταν εξ αρχής κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος.
Τούτο το χάσμα μεταξύ έθνους και κράτους έκλεισε, πάλι, μόνον εν μέρει με την επέκταση τού κράτους, έτσι ώστε να συμπεριλάβει το σώμα του έθνους.
Αυτό έγινε με την ένωση των Ιονίων Νήσων και προ παντός με τους Βαλκανικούς Πολέμους, έκτοτε όμως η πορεία αντιστράφηκε:
το έθνος συνέπιπτε όλο και περισσότερο με το κράτος επειδή εξολοθρευόταν ή εκτοπιζόταν σε όσες περιοχές βρίσκονταν έξω από το κράτος, δηλαδή επειδή συρρικνωνόταν γεωπολιτικά.
Η γεωγραφική σύμπτωση έθνους και κράτους, όπως σε μεγάλο βαθμό υφίσταται σήμερα, πραγματο- ποιήθηκε όταν, μετά τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, αφανίσθηκε ο Ελληνισμός της Ρωσίας, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.
Η προσωρινά τελευταία πράξη αυτής της τραγωδίας διαδραματίσθηκε στην Κύπρο, όπου, πολύ πριν από το ολέθριο πραξικόπημα του 1974, η ελληνική διπλωματία έδειξε πόσο είναι ανίκανη να κάνει μακρόπνοη και τελέσφορο εθνική πολιτική εμπνεόμενη όχι από συναισθηματισμούς και ρητορείες περί «εθνικών δικαίων», αλλά από τη γνώση και τη φρόνιμη στάθμιση των διεθνών παραγόντων.
Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ιδιαίτερα τι πλεονεκτήματα έχει ένα έθνος επεκτεινόμενο πέρα από τα όρια του κράτους του.
Όχι μόνον ο κύριος κορμός του έθνους, που ζει μέσα στο κράτος, δέχεται συνεχώς ζείδωρες μεταγγίσεις αίματος απ’ έξω, αλλά και το ίδιο το εθνικό κράτος, έχοντας το μάτι στυλωμένο στους ομοεθνείς του εξωτερικού, έχει μιαν αίσθηση ευρύτερης ιστορικής ευθύνης και αποστολής.
Όποιος θα κατανοήσει χωρίς προκαταλήψεις τι οφείλει ο σημερινός τουρκικός δυναμισμός στην αίσθηση αυτή, θα καταλάβει εύκολα για ποιο πράγμα μιλάμε, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες ελληνικές εμπειρίες φαίνονται να έχουν εξανεμισθεί από καιρό.
Πράγματι, ένα καθοριστικό γνώρισμα της σημερινής ελληνικής εθνικής ζωής, δηλαδή της εθνικής ζωής μετά τη γεωπολιτική συρρίκνωση του Ελληνισμού, είναι η απουσία ιστορικών στόχων ικανών να κινητοποιήσουν συνειδητά και μακροπρόθεσμα συλλογικές δυνάμεις.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ
defencenet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου