Του Κώστα Καραΐσκου
Προσπαθώντας να μιλήσει κανείς πειστικά για το πώς εκδηλώνεται η υποτέλεια του εθνικού κράτους μας στη Θράκη, αλλά και γενικότερα, συναντά ένα σοβαρό πρόβλημα. Τα γεγονότα που εντοπίζονται, στην τρέχουσα ή τη λίγο παλαιότερη ιστορία μας, ως αποδείξεις μιας τέτοιας παθογένειας, μπορούν να ερμηνευτούν από κάποιους διαφορετικά, ως αποτέλεσμα εσφαλμένων αποφάσεων ή ως αναγκαιότητες που επέβαλλε η εκάστοτε συγκυρία. Χωρίς να είναι άμοιρες αλήθειας αυτές οι οπτικές σε ορισμένες περιπτώσεις, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι θεωρώ την υποτέλεια του ελλαδικού κράτους στο δυτικό παράγοντα τουλάχιστον καθοριστική και πλήρως αποδεδειγμένη.
Τα πλαίσια εντός των οποίων κινείται η πολιτική μας, γενικά αλλά και ειδικότερα στη Θράκη, οριοθετούνται αποφασιστικά από τους δυτικούς εντολείς και τη γειτονική Τουρκία. Μάλιστα η πρόσφατη «καραμπόλα» που ξεκίνησε με το AUKUS και κατέληξε κατά τρόπο αίσιο, πλην τυχαίο, στην ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία έδειξε, πέραν πάσης αμφιβολίας, τη ντροπιαστική ανεπάρκεια του πολιτικού μας συστήματος που διαχειρίζεται τις τύχες της πατρίδας μας. Για όσα έχουν γίνει κι ακόμα γίνονται στη Θράκη έχουν γραφτεί πολλά, ενίοτε επιπόλαια ή υπερβολικά, αλλά, η δυσάρεστη πραγματικότητα μιας διαχρονικά μειωμένης ελληνικής κυριαρχίας είναι πασιφανής. Θα αναφερθώ σε δύο ιστορικά παραδείγματα και θα κάνω στο τέλος μία αναφορά στα τελευταία χρόνια.
Στη δεκαετία του ‘30
Είναι γεγονός πως η καταστροφή του μικρασιατικού Ελληνισμού άλλαξε ριζικά τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή αλλά και τις εθνικές μας προσλαμβάνουσες, κάτι που είναι ευδιάκριτο και στον ίδιο τον Βενιζέλο πριν το 1922 και στον Βενιζέλο μετά από αυτό. Όσα είχαν απομείνει άλλωστε, εκτός ελλαδικών συνόρων, προς διεκδίκηση μετά τη Λωζάννη ήταν τα Δωδεκάνησα από την Ιταλία, η Κύπρος από την Αγγλία, η Βόρεια Ήπειρος από την Αλβανία – σίγουρα χωρίς στρατιωτικά μέσα, τουλάχιστον για τις δύο πρώτες περιπτώσεις. Η 100χρονη διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης είχε κοπεί δραματικά και οριστικά στο εδαφικό επίπεδο και πλέον η αποκατάσταση των σχέσεων με τους γείτονες ήταν επιβεβλημένη ώστε να προχωρήσουν τα έργα ειρήνης στο εσωτερικό της χώρας.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε στο Σύμφωνο Φιλίας Βενιζέλου – Κεμάλ το 1930, με όρους όμως βαρείς για την Ελλάδα. Δεν ήταν μόνο η εξίσωση των άνισων περιουσιών των εκατέρωθεν προσφύγων, δεν ήταν μόνο οι 425.000 λίρες Αγγλίας που πληρώσαμε στους φυγάδες Τούρκους για να παραμείνουν στην Πόλη οι Έλληνες, δεν ήταν μόνο η επίσημη ίδρυση του τουρκικού Προξενείου στην Κομοτηνή. Όλα αυτά, μέσα σε μιαν ανταποδοτική λογική, μπορεί κάποιος να τα θεωρήσει αναμενόμενα για την πλευρά του ηττημένου. Όμως η Ελλάδα προχώρησε πολύ παραπέρα, νομιμοποιώντας, την πανταχόθεν κατηγορούμενη για τις αγριότητες κατά των Χριστιανών, Τουρκία: Βοήθησε στην ένταξή της στην Κοινωνία των Εθνών (1932), και ο Βενιζέλος πρότεινε για Νόμπελ Ειρήνης (1934) τον Κεμάλ, τον πρωτεργάτη δηλαδή της εξόντωσης του Μικρασιατικού και Ποντιακού Ελληνισμού, που μετά το ’22 είχε να τσακίσει τα επαναστατικά κινήματα των Κούρδων.
Παράλληλα για τη Θράκη είχαμε την άθλια συμφωνία να εκτοπίσουμε τους αντιφρονούντες Τούρκους και Κιρκάσιους (τους γνωστούς ως «150») οι οποίοι είχαν καταφύγει στη χώρα μας και είχαν κατά πλειοψηφία εγκατασταθεί στη Ροδόπη και στην Ξάνθη. Μία δεσπόζουσα μορφή αυτών των ανθρώπων ήταν ο τελευταίος Οθωμανός σεϊχουλισλάμης, ο Μουσταφά Σαμπρή Εφέντη, που μεταξύ άλλων εξέδιδε στην Κομοτηνή την μαχητικά αντικεμαλική εφημερίδα «Γιάριν» και ηγείτο των παλαιομουσουλμάνων. Το αρχείο της εφημερίδας του εξακολουθεί να παραμένει στα αζήτητα και μόνο στον 15ήμερο «Αντιφωνητή» που προσωπικά εξέδιδα επί 18 χρόνια είχαν δημοσιευθεί άρθρα της «Γιάριν» μεταφρασμένα από φίλο τούρκο, πολιτικό πρόσφυγα, ο οποίος τελικά είχε επίσης την τύχη του Σαμπρή, καθώς υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Θράκη και την Ελλάδα. Αυτό λοιπόν το εμπόδιο, τους «150», που συναντούσε η τουρκική πολιτική στη Θράκη, η ελλαδική πλευρά ανέλαβε το 1930 να το απομακρύνει και πράγματι απέπεμψε τους σημαντικότερους εξ αυτών στην Αίγυπτο και στη Συρία.
Σημειώνεται ότι το 1927 οι ελληνικές υπηρεσίες στη Ροδόπη είχαν καταρτίσει έναν κατάλογο 42 μουσουλμάνων που δε θα έπρεπε να λάβουν πιστοποιητικό εγκατάστασης (etablis), άρα θα έπρεπε να αποπεμφθούν στην Τουρκία και μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν και οι αντίπαλοι του Μουσταφά Σαμπρή (Μεχμέτ Χιλμή, Σαμπρή Αλή, Μουσταφά Νακάμ…). Ήρθε όμως η πολιτική ηγεσία από την Αθήνα να αποφασίσει το ακριβώς αντίθετο από τις εισηγήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών και να στηρίξει τους κεμαλικούς στην διαμάχη τους με τους παλαιομουσουλμάνους, κάνοντας στροφή 180ο , τη στιγμή που ο Κεμάλ στήριζε τον παπα-Εφτύμ και το λεγόμενο τουρκορθόδοξο πατριαρχείο.
Ο Βενιζέλος απτόητος μιλούσε για μια «Ανατολική Ομοσπονδία» και τον σιγοντάριζε ο τούρκος ΥΠΕΞ Ρουστού Αράς μιλώντας για τις δύο χώρες που «έχουν γίνει σχεδόν μία»! Δίπλα λοιπόν στους απογοητευμένους έλληνες πρόσφυγες, οι οποίοι προσδοκούσαν πολλά από τον Βενιζέλο, που τους διέψευσε οικτρά, προστέθηκαν και απελπισμένοι μουσουλμάνοι, που είδαν τη χώρα στην οποία υπολόγιζαν, να τους αδειάζει χάριν της Τουρκίας. Τις ίδιες ακριβώς απογοητευτικές εμπειρίες ζούμε στη Θράκη τακτικά και στις μέρες μας.
Ήταν η αναξιοπρεπής στάση της χώρας μας απόρροια της τότε αδυναμίας της ή ήταν το αποτέλεσμα μιας υποτελούς πλέον πολιτικής έναντι της Τουρκίας, απότοκο της στρατιωτικής ήττας μας; Κατά τη γνώμη μου συνυπήρχαν και τα δύο, με το δεύτερο στοιχείο να εκδηλώνεται κυρίως στη Θράκη.
Στη δεκαετία του ’50
Μεταπολεμικά, αμέσως μετά το Δόγμα Τρούμαν (1947) και ιδίως τα χρόνια 1951 -1955, όταν Ελλάδα και Τουρκία εντάσσονταν μαζί στο ΝΑΤΟ, η Αθήνα όχι μόνο ξέχασε τους ποταμούς αίματος που από αιώνες χωρίζουν τα δύο έθνη αλλά φτάσαμε στο σημείο να μιλάει ο Πλαστήρας σε τούρκους δημοσιογράφους για δημιουργία «Ελληνοτουρκικής Ομοσπονδίας», προβάλλοντάς την ως παράδειγμα προς μίμηση, ώστε να συσταθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης! Το δυτικό αφεντικό είχε συσταυλίσει τα δύο κράτη απέναντι στην «κομμουνιστική απειλή» και καθετί που ηχούσε παράφωνα απλώς εξαφανίστηκε. Ας δούμε όμως τι ακριβώς πλήρωσε η χώρα μας στη Θράκη ως κόστος για την ελληνοτουρκική αυτή «φιλία» που επιβλήθηκε από την πέραν του Ατλαντικού δύναμη, γιατί η τετραετία εκείνη δεν πέρασε μόνο με λόγια.
Μέχρι τότε είχε γίνει συνείδηση στην Ελλάδα πως αναφερόμαστε σε «μουσουλμανική μειονότητα», τόσο για λόγους εθνικού συμφέροντος όσο και με βάση την αλήθεια των πραγμάτων. Ξαφνικά βρεθήκαμε να μιλάμε επισήμως για «τουρκική μειονότητα» και «τουρκικά σχολεία», καθώς συζητήθηκε στην Μικτή Υποεπιτροπή για τα εκπαιδευτικά ζητήματα. Είναι γνωστό το διάταγμα Φεσσόπουλου με το οποίο τοποθετήθηκαν επιγραφές που μιλούσαν για τουρκικά σχολεία. Υπογράφηκε η Ελληνοτουρκική Μορφωτική Συμφωνία που έφερε μία σειρά από καινοτομίες ζωτικής σημασίας για τον εκτουρκισμό της μειονοτικής κοινωνίας, επιβλήθηκε το λατινικό αλφάβητο αντί του αραβικού, επιβλήθηκε η αργία της Κυριακής αντί της Παρασκευής (όπως γινόταν δηλαδή ήδη στην κοσμική Τουρκία), πολλαπλασιάστηκαν οι επιχορηγήσεις του ελληνικού κράτους για τα υφιστάμενα μειονοτικά σχολεία, καθιερώθηκαν υποτροφίες του τουρκικού προξενείου για σπουδές μειονοτικών στην Τουρκία, συμφωνήθηκε ο θεσμός των μετακλητών δασκάλων, ιδρύθηκε το μειονοτικό Γυμνάσιο «Τζελάλ Μπαγιάρ» (και αργότερα έγινε δεκτός τούρκος πολίτης ως διευθυντής) κτλ. Μέχρι που ζητήθηκε ξαφνικά από την Τουρκία και η αποστολή 10 δασκάλων της στα …Δωδεκάνησα! Κι ακόμη δημιουργήθηκε η Μικτή Ελληνοτουρκική Επιτροπή (Μάρτιος 1952) με επικεφαλής τον ενδοτικό Κομοτηναίο υπουργό Αναστάσιο Μπακάλμπαση, για να επιληφθεί μιας σειράς ζητημάτων όπως η διαμόρφωση κοινής πολιτικής καπνού, η κατάργηση της βίζας, η Ε/Τ τελωνειακή ένωση, η δημιουργία ζώνης ελεύθερων συναλλαγών στα Ε/Τ σύνορα, με τελικό στόχο την Οικονομική Ένωση Ελλάδος –Τουρκίας!
Όλη αυτή η κατάσταση βέβαια έληξε «ξαφνικά» τον Σεπτέμβριο του 1955. Τότε ξέσπασε ο αγώνας της ΕΟΚΑ στην Κύπρο και η Τουρκία (μετά από επίμονη αγγλική υπόδειξη) ενεπλάκη στις εξελίξεις για την τύχη της ελληνικής Μεγαλονήσου. Το θέατρο σκιών έλαβε τέλος. Ο βρετανός πρεσβευτής Σερ Τσαρλς Πηκ, είχε ήδη προειδοποιήσει την ελληνική κυβέρνηση πως αν δε σταματήσει ο Κυπριακός Αγώνας, η Αγγλία επρόκειτο να ανακινήσει το «Μακεδονικό».
Τελικά φαίνεται πως η εμπλοκή της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας δεν ήταν εύκολη (ή ήταν ένα σχήμα λόγου) και προτιμήθηκε η δοκιμασμένη ασιατική λύση. Παρότι λοιπόν η Ελλάδα δέχθηκε την απαράδεκτη εμπλοκή της Τουρκίας στην Τριμερή Διάσκεψη στο Λονδίνο, δεν άργησαν τα επίχειρα: Με αφορμή μια κατασκευασμένη φήμη για επίθεση στο σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη, ένα ασύλληπτο πογκρόμ διέλυσε τον εναπομείναντα Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Ζημιές μισού δισεκατομμυρίου, πάνω από 8.000 περιουσίες κατεστραμμένες, 16 νεκροί, εκατοντάδες βιασμοί, όλα μεθοδευμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια από το βαθύ κράτος και την οργάνωση Kibris Turktur («H Κύπρος είναι τουρκική»).
Έχουν όμως τη σημασία τους οι θρακικές λεπτομέρειες της μεθοδευμένης προβοκάτσιας: Στις 5 Σεπτεμβρίου 1955 ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο του Προξενείου έφερε από την Τουρκία κρυφά τον εκρηκτικό μηχανισμό. Τα μεσάνυχτα της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου εξερράγη η «βόμβα» (το ένα από τα τρία καψούλια) στον κήπο του τουρκικού Προξενείου, έξω από το φερόμενο ως σπίτι του Κεμάλ, το οποίο δεν έπαθε καμιά ιδιαίτερη ζημιά, έσπασαν κάποια τζάμια και παράθυρα. Οι Ελληνικές Αρχές συνέλαβαν τον κλητήρα του Προξενείου, τον τούρκο πολίτη Χασάν Ουτσάρ, που ομολόγησε ότι τοποθέτησε τη βόμβα που του έδωσε ο μουσουλμάνος από την Κομοτηνή, υπάλληλος του Προξενείου, ονόματι Οκτάι Ενγκίν. Αυθημερόν συνελήφθη κι αυτός κι ομολόγησε. Ο Οκτάι Ενγκίν ήταν φοιτητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργαζόταν στο τουρκικό Προξενείο της πόλης. Η Ελληνική πολιτεία τον είχε εισαγάγει στο Πανεπιστήμιο από το παράθυρο κι εκείνος, όντας μέλος της οργάνωσης Kibris Turktur, πυροδότησε την καταστροφή του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης! Μάλιστα ο παππούς του ήταν μουφτής κι ο πατέρας του δάσκαλος στη Θράκη, στο χωριό Σαλμώνη και είχε υπάρξει υποψήφιος βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων (1952)… Η δίκη των συλληφθέντων έγινε μετά από δύο χρόνια ερήμην, γιατί είχαν αφεθεί ελεύθεροι (!) όταν η έφεσή τους κατά του πρώτου βουλεύματος (Δεκέμβριος 1955) έγινε δεκτή και ο Ενγκίν είχε διαφύγει τον Σεπτέμβριο του 1956 στην Τουρκία, μέσα στο πορτμπαγκάζ προξενικού αυτοκινήτου. Εκεί εντάχθηκε στην Κρατική Ασφάλεια κι αναρριχήθηκε σε κρατικά αξιώματα, στην Ειδική Επιτροπή Μειονοτήτων και αργότερα έγινε νομάρχης στην Καππαδοκία (Νέβσεχιρ).
Κορωνίδα της ιστορίας η επιστολή του τότε αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζων Φόστερ Ντάλλες σε Παπάγο και Μεντερές, όπου προκλητικά εξομοίωνε θύτη και θύμα, καλώντας τους να αρθούν υπεράνω των διαφορών τους «προς το συμφέρον της ενότητας του ελευθέρου κόσμου», χωρίς καν να αναφέρει το τουρκικό έγκλημα στην Πόλη! Βεβαίως η πλευρά μας τήρησε «άψογον στάση», γιατί όχι μόνο δε προέβη σε αντίποινα στη Θράκη αλλά και εμπόδισε τους τουρκογενείς πολίτες της, που φοβήθηκαν για τυχόν αντίποινα, να φύγουν από την ελληνική επικράτεια. Εκείνη την τετραετία ζήσαμε την πιο ταπεινωτική διάψευση και το κερασάκι στην τούρτα της υποτέλειας το έβαλε ο «εθνάρχης» Κ. Καραμανλής, άμα τη εμφανίσει του, ρίχνοντας στα μαλακά τους δράστες της προκλητικής προβοκάτσιας. Άλλωστε και σε άλλους τομείς εκείνη την περίοδο έδωσε ίδιο δείγμα γραφής και αναφέρω ενδεικτικά το Κυπριακό ή την υπόθεση Μέρτεν.
Σήμερα στη Θράκη
Τι συμβαίνει όμως τώρα στην περιοχή; Αρχής γενομένης το 1999, με τα αλήστου μνήμης ζεϊμπέκικα του ΓΑΠ και τη διπλωματία των σεισμών, ξαναζήσαμε το 1952, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ήταν πάλι ο δυτικός παράγων, αυτή τη φορά η υπερεθνική ελίτ, που ενέταξε την Τουρκία σε «ευρωπαϊκή τροχιά», μια τροχιά που έπρεπε να περάσει από πάνω μας. Μέσα σ’ ένα κλίμα επιδοτούμενης ευωχίας, ελήφθησαν αποφάσεις που προκάλεσαν μεγάλη ζημία στο εθνικό συμφέρον και κάποιο πρόσκαιρο όφελος στους δράστες. Παράδειγμα, η ανάδειξη της πομακικής ιδιοπροσωπείας, που είχε ξεκινήσει ενθουσιωδώς το 1995, φρέναρε άνωθεν το 1999. Χαρακτηριστικά επετράπη το τούρκικο καπέλωμα στους πομάκικους θεσμούς (πανηγύρια) ενώ οι εκδόσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που αποσιωπούσαν την ύπαρξη των Πομακοχωρίων μιλούσαν για «χωριά στον ορεινό όγκο», με αντίδωρο κάποια εκλογική στήριξη των πλειονοτικών αρμοδίων από τον προξενικό μηχανισμό.
Τα ίδια και με τους Ρομά, μια υπόθεση που έμεινε ζωντανή χάρη στην μαχητικότητα ελαχίστων ανθρώπων. Επετράπη η εισαγωγή τουρκικών εθίμων και στοιχείων παραδοσιακού πολιτισμού προκειμένου να στηριχθεί η ανύπαρκτη αυτοχθονία των μουσουλμάνων στην περιοχή. Κατάντησε ρουτίνα η συμμετοχή των φανατικότερων μειονοτικών στοιχείων στα ψηφοδέλτια των μεγάλων κομμάτων, με αποτέλεσμα να επιβραβεύεται όχι η νομιμοφροσύνη έναντι της χώρας μας, αλλά ο τουρκικός σωβινισμός. Αυτός ο τελευταίος βγήκε στο προσκήνιο με επισκέψεις «Γκρίζων Λύκων» από την Τουρκία, με μνημόσυνα για τούρκους στρατιώτες που σκοτώνονταν από τους Κούρδους αντάρτες, με δημόσιες απαγγελίες ύμνων για την Τουρκία κτλ.
Ήρθε και η κρατική τράπεζα Ziraat Bankasi στα μέρη μας. Μάθαμε για ανώτατους αξιωματούχους που ζητούσαν ρουσφέτια από πράκτορες της Άγκυρας που διέθεταν και άκρες στην Αθήνα. Στήθηκε «Δίκτυο Δήμων Ανατολικής – Δυτικής Θράκης» που θα συνέτασσε σχέδια συνεργασίας, θα σχεδίαζε συνοριακές δράσεις, θα προωθούσε την διασυνοριακή και διαπεριφερειακή συνεργασία κτλ.
Σήμερα η κατάσταση κάπως εξομαλύνθηκε, κυρίως λόγω του γεωπολιτικού αναπροσανατολισμού και των εσωτερικών προβλημάτων της γείτονος, οπότε φαίνονται καθαρά οι δυνατότητες που διαθέτουμε ως Ελλάδα για ανάταξη του σκηνικού. Ανέκαθεν το λέγαμε πως είναι μόνο θέμα δικής μας πολιτικής βούλησης, όμως ακόμα δεν έχουμε δει μια κυβέρνηση ελληνική που θα κάνει πράξη τα δέοντα με τρόπο συνεπή και συστηματικό.
Θα εξηγήσω αυτό το τελευταίο, με μια λακωνική αναφορά στα δύο θετικότερα μέτρα που έλαβε η χώρα μας για τη Θράκη στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αναφέρομαι στην ίδρυση του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (1974) και στην εγκατάσταση των Ποντίων νεο-προσφύγων στη Θράκη (1991). Αμφότερα τα μέτρα, που στόχευαν στην ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού και στην τόνωση της τοπικής κοινωνίας, ήταν απολύτως σωστά στη σύλληψή τους, αλλά στην πράξη τελικά απέδωσαν πολύ λιγότερο από τις προσδοκίες που γέννησαν. Το Πανεπιστήμιο κατάντησε άθυρμα στα χέρια μιας κλίκας που με τις παρασκηνιακές της μεθοδεύσεις, συν τω χρόνω, το υποβάθμισε δραματικά παρά τη γιγάντωσή του, το ενέταξε στην τοπική διαπλοκή και το μόνο που προσφέρει στη Θράκη είναι κάποια στοιχειώδη οικονομικά οφέλη.
Η δε παρουσία του ποντιακού στοιχείου, επειδή δε βασίστηκε σε κάποιο σχέδιο και δε συνδυάστηκε με δημιουργία θέσεων εργασίας, είχε πολύ μικρό χρονικό ορίζοντα. Οι πιο δραστήριοι από τους ανθρώπους αυτούς φύγανε γρήγορα προς Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενώ μετά την δεκάχρονη μνημονιακή κατάρρευση οι οικισμοί τους έχουν μισοαδειάσει από μια μαζική φυγή προς κάθε πιθανή και απίθανη χώρα.
Εδώ πια, μιλώντας για ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, το άμεσο πρόβλημα δεν είναι η υποτέλεια αλλά η κομματική αβελτηρία και η γενικευμένη διαφθορά που έχουν ρημάξει την ελληνική κοινωνία. Μήπως όμως κι αυτές προέρχονται από την συνειδητοποίηση και την κυνική αποδοχή πως ζούμε σε ένα κράτος εξαρτημένο κι άρα ο δημόσιος βίος δεν μπορεί να ιδωθεί παρά μόνο μέσα από το πρίσμα της ιδιοτέλειας ή είναι αντιστρόφως η ελλαδική παρακμή – ιδίως των ελίτ – που διαιωνίζει την κρατική μας υποτέλεια; Το ερώτημα είναι σίγουρα δύσκολο κι επαφίεται στον καθέναν να βρει την απάντηση.
Το κείμενο αυτό αποτέλεσε τη βάση της εισήγησης του Κώστα Καραΐσκου στ 4ο Διαδικτυακό Συνέδριο με θέμα «Οι συνέπειες της υποτέλειας στη διαμόρφωση των εθνικών θεμάτων μας» που διοργάνωσε η Επιτροπή «Τιμή στο ‘21» στις 23-24 Οκτωβρίου 2021.
Πηγή : www.ellinikiantistasi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου