ΥΨΙΠΥΛΗ Β΄
Γράφει ο Δημήτριος Μάρκου
Τότε έφτασε ο Αμφιάραος, παίρνοντας το μέρος της Υψιπύλης και την έπεισε πως δεν έφταιγε. Πρότεινε να αναλάβει ο στρατός των Αργείων την ταφή, και να οργανώσει ταφικούς αγώνες, μετονομάζοντας το βρέφος σε Αρχέμορο (*8). Στους αγώνες (*9) αυτούς πήραν μέρος και οι γιοι της Υψιπύλης, όπου ήρθαν πρώτοι. Τότε φανέρωσαν την καταγωγή τους και τους γονιούς τους. Ο Αμφιάραος, αφού είδε το διακριτικό της γενιάς τους, ένα εγκόλπιο με χρυσή κληματόβεργα, ενδεικτικό της καταγωγής από τον Διόνυσο, τους φανέρωσε τη μητέρα τους. Έτσι έγινε το σμίξιμο της μάνας και των αγοριών της. Ο ρήγας Λυκούργος όχι μόνο δεν τιμώρησε την σκλάβα για την ολιγωρία της, που έγινε αφορμή να πεθάνει ο γιος του, αλλά της χάρισε και την ελευθερία. Τότε ελεύθερη και με τα δύο της παλικάρια η Υψιπύλη γύρισε στη Λήμνο, στην πατρίδα της, όπου έζησε ευτυχισμένη. ]]
Κατά την τραγωδία του Ευριπίδη, οι χαμένοι γιοι της Υψιπύλης ψάχνουν τη μάνα τους. Έτσι όταν έφτασαν στη Νεμέα, λίγο πριν χτυπήσουν την θύρα του παλατιού, συζητούν:
να βρούμε τη χαμένη μας μητέρα,
αν βέβαια ζει μετά από τόσα χρόνια.
ΕY.: Είμαστε βρέφη ακόμη όταν μας πήρε
μακριά της ο Ιάσονας κι ως τώρα
τίποτα δεν ακούσαμε για κείνη.
ΘΟ.: Τις βουλές των θεών κανείς δεν ξέρει
και την ελπίδα πάντα μας αφήνουν.
Οι άρχοντες περισσότερα γνωρίζουν
παρ’ όσα ο άλλος κόσμος. Λέω την πόρτα
να χτυπήσουμε τούτη κι ίσως κάτι
- αν μας δεχτούν – να μάθουμε για κείνα
που ψάχνουμε γυρνώντας στην Ελλάδα. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Την πρώτη που συνάντησαν ήταν η μητέρα τους, χωρίς να το γνωρίζουν. Εκείνη ρωτάει να μάθει από πούθε έρχονται και ποια είναι η φύτρα τους. Ο τραγωδός μας δίνει έναν διάλογο, απ’ όπου παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα:
« ΘΟ: Ρώτα μας ό,τι θες, ξον τ’ όνομά μας.
ΥΨ.: Τάχα γιατί δεν πρέπει να το πείτε;
ΘΟ.: Ο ίδιος ο χρησμός το απαγορεύει.
ΥΨ.: Πήρατε απ’ τους Δελφούς τέτοια μαντεία;
ΘΟ.: Κάποιος θεός μας μίλησε στον ύπνο.
ΥΨ.: Δεν ήταν ο χρησμός από το Φοίβο;
ΘΟ.: Ο Διόνυσος εφάνη στ’ όνειρό μας.
ΥΨ.: Ο Διόνυσος; Αλήθεια; Τι σας είπε;
ΘΟ.: Να ψάξουμε τη ρίζα μας να βρούμε.
ΥΨ.: Από παλιά χαμένη ή τώρα μόλις;
ΘΟ.: Είμαστε βρέφη ακόμη όταν εχάθη.
ΥΨ.: Πατέρα, μάνα ψάχνετε ή αδέρφια;
ΘΟ.: Αίμα συγγενικό, μη ρωτάς άλλο.
ΥΨ.: Να το γνωρίσετε έχετε σημάδι;
ΘΟ.: Κανένα.
ΥΨ.: Δύσκολο, πολύ δύσκολο το έργο.
ΘΟ.: Η τύχη και ο θεός θα βοηθήσουν. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Μετά εμφανίζεται στη σκηνή ο Αμφιάραος με την ακολουθία του, οι οποίοι ψάχνουν για νερό. Τότε συναντά την Υψιπύλη, από την οποία μαθαίνει την καταγωγή της:
« ΑΜ.: Είναι κακό τον τόπο σου ν’ αφήνεις
κι όπως τραβάς στο δρόμο σου, η ανάγκη
να σε στενεύει και να βλέπεις γύρω
σπίτια μοναχικά κι έρμα χωράφια,
μα πουθενά μια πόλη· να μη βρίσκεις
κάποιον να τον ρωτήσεις, να μην ξέρεις
πού να στραφείς· μια τέτοια δυσκολία
βρήκε και μένα· μ’ ευχαρίστηση όμως είδα
το σπίτι αυτό στου Δία το λιβάδι,
στη χώρα της Νεμέας. Θα σε ρωτήσω,
είτε είσαι δούλα ή όχι, η κατοικία
η αγροτική σε ποιόν ανήκει, ω ξένη,
καταμεσής στον τόπο του Φλειούντα;
ΥΨ.: Τα χαρούμενα είναι σπίτια του Λυκούργου,
που τον διαλέξανε στην Ασπία
να ΄ναι του Δία του ντόπιου ο ιερέας.
ΑΜ.: Νερό τρεχούμενο θέλω να βάλω
μες στα λαγήνια, στους θεούς να κάνω
σπονδές, για να μας δώσουν καλό δρόμο.
Αγνά τα στάσιμα νερά δεν είναι
και το στρατό μας ταραχή κατέχει.
……………………………………..
ΑΜ.: Εσύ τι κάνεις έξω απ’ το παλάτι;
ΥΨ.: Του βασιλιά φροντίζω αυτό το βρέφος.
ΑΜ.: Σαν συγγενής ή μήπως είσαι σκλάβα;
ΥΨ.: Σκλάβα, τροφός· δεν ήμουν έτσι πάντα.
ΑΜ.: Σε πήρανε λάφυρο πολέμου;
ΥΨ.: Μ’ έπιασαν πειρατές και με πουλήσαν.
ΑΜ.: Τι γύρευε στο πέλαο μια γυναίκα;
ΥΨ.: Έφευγα να γλιτώσω τη ζωή μου
ΑΜ.: Γιατί; Μήπως ανόσια είχες πράξει;
ΥΨ.: Έσωσα το γονιό μου όρκους πατώντας.
ΑΜ.: Δυσνόητα όσα λές, κι ας είμαι μάντης.
ΥΨ.: Κι έτσι με βρήκε μαύρη δυστυχία.
ΑΜ.: Το γένος τώρα πες και τ’ όνομά σου.
ΥΨ.: Είμαι η Υψιπύλη, μ’ έθρεψεν η Λήμνος.
ΑΜ.: Βασίλισσα σ’ ένα λαό γυναίκειο;
ΥΨ.: Κάποιον καιρό, μα τώρα μόνο σκλάβα.
ΑΜ.: Πριν φτάσει στην Κολχίδα, εσύ δεν ήσουν,…
ΥΨ.: Του Ιάσονα γυναίκα· που είναι τάχα; » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος ανάμεσα στους δύο ήρωες, όταν ο Αμφιάραος αποκαλύπτει, πως σαν μάντης που είναι, γνωρίζει ότι στην μάχη, που πηγαίνουν, αυτός θα σκοτωθεί:
« ΑM.: Ναι, δεν θα γυρίσω πίσω από τη μάχη.
ΥΨ.: Ξέροντας καθαρά πως θα πεθάνεις;
ΑΜ.: Δεν έχει γυρισμό ένας τέτοιος δρόμος.
ΥΨ.: Αφού θα σκοτωθείς, τι θυσιάζεις;
ΑΜ.: Το πιο καλό είναι αυτό· κανένας κόπος
την ευσέβεια στους θεούς να μη στομώνει.
ΥΨ.: Ακόμη κι αν αυτή μας πάει στον Άδη;
ΑΜ.: Ψηλότερη η αρετή από τη ζωή μας.
ΥΨ.: Ω φύση ευγενικιά κι όχι μόνο στα λόγια.
ΑΜ.: Τον Αμφιάραο δειλό δεν θα τον πούνε.
ΥΨ.: Ανέμυαλο όλοι θα σε λογιάσουν.
ΑΜ.: Ανόητος κάλλιο, πάρεξ φοβητσιάρης.
ΥΨ.: Καθένας την τιμή του διαφεντεύει.
ΑΜ.: Κοντά η πηγή λοιπόν με τ’ αγνό νάμα;
ΥΨ.: Κοντά· γειτονικά σ’ ένα λιβάδι. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Γνώριζε, και μάλιστα πολύ καλά, ο Αμφιάραος πως στη μάχη θα σκοτωθεί. Κι όμως βάδιζε σ’ αυτήν χωρίς να δειλιάσει, χωρίς να υπολογίσει τη ζωή του, γιατί η αρετή είναι ψηλότερη από τη ζωή μας, όπως λέει. Δεν μπορεί ν’ ανεχτεί να τον πουν φοβητσιάρη! Η δειλία δεν ταιριάζει στους προγόνους μας! Ο Αμφιάραος δεν ανέχεται να τον πουν δειλό, αν και γνωρίζει πως θα σκοτωθεί, γιατί πάνω απ’ όλα βάζει την αρετή! Πολύ σωστά σχολιάζει η Υψιπύλη, πως καθένας την τιμή του διαφεντεύει.
Στη συνέχεια της τραγωδίας ο Ευριπίδης παρουσιάζει τον χορό να λέει:
« - Τέλειωσαν τις θυσίες τους οι Αργίτες·
στο μονοπάτι φάνηκε η Υψιπύλη.
- Ζυγώνει βιαστικά, μα δεν κρατάει
στην αγκαλιά της τον Οφέλτη.
- Τι να συμβαίνει τάχα; Ποιος το ξέρει;
- Κάποιο κακό θα γίνηκε, δεν έχει
την όψη της χαρούμενη και τρέχουν
στα μάγουλά της δάκρυα.
- Γρήγορα να το μάθουμε, να, φτάνει. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
O αγγελιοφόρος φέρνει τα θλιβερά μαντάτα για το χαμό του Οφέλτη στη ρήγισσα και μάνα του Ευρυδίκη. Κάνει πλήρη περιγραφή του συμβάντος:
« Κινήσαμε από δω και το λιβάδι
περνώντας, πήραμε ένα μονοπάτι,
που ανηφορίζοντας ολόισια φέρνει
στην πετρωτή, μικρή σπηλιά του λόφου
με την καθάρια, πλούσια βρυσομάνα.
Λίγο προτού να φτάσουμε, το βρέφος
αρχίζει κλάματα γοερά κι αυτή το αφήνει
- αφού το ησύχασε- πάνω στο χώμα,
μονάχο, δίχως φύλακα σιμά του.
Μα ο τόπος τέτοιαν εποχή ξυπνάει
τα φίδια του σε τρύπες και σε βράχια·
καθώς του ήλιου η φλόγα τα ζεσταίνει,
απ’ τις φωλιές τους βγαίνοντας, της μέρας
βυζαίνουνε το φως. Πράσινα λάμπουν
τα χρώματά τους, άλικα, γαλάζια,
δείχνοντας έτσι της ζωής τη δίψα
που μέσα τους ξεσπάει κι ανεβαίνει
θυμό κι ορμή γεμάτη. Το χειμώνα
βουλιάζουν στη σκιά και σ΄ έναν ύπνο
θανάτου στην ποδιά της Περσεφόνης.
Φτάσαμε στην πηγή και πριν αρχίσουν
με νερό να γεμίζουνε τις στάμνες,
ο στρατηγός εστάθη και προστάζει
σ’ όλους ιερή σιωπή και κάνει ετούτη
τη δέηση. « Ω Δία και προστάτες
θεοί μας, ευλογήστε μας να πάμε
με το καλό στη μακρινή εκστρατεία.
Τους οιωνούς αλλάξτε κι έτσι ο δρόμος
αίσια να δείξει στους Αργείους σημάδια ».
Ύστερα με το πρόσωπο θλιμμένο
στάζει χοές στο χώμα και στενάζει.
Σαν τέλειωσε, προστάζει τη γυναίκα
το πρώτο να γεμίσει αυτή λαγήνι.
Πρόθυμα τον υπάκουσε, μα ξάφνου
τον βλέπω ασάλευτος να μένει, αλλοπαρμένος,
με το βλέμμα θολό στον άδειο αέρα,
σαν να είδε κάτι απαίσιο, κι αμέσως
να φεύγει απ’ τη σπηλιά με βιάση· τρέχω
ξοπίσω του κι εγώ, γιατί ‘μαι ακόλουθός του.
Δεν ένιωσα το λόγο της βιασύνης
που ΄διωξε τότε απ’ τη πηγή το μάντη,
Μα φανερός εγίνηκε σε λίγο. Οι κρότοι
κι οι φωνές της μικρής μας συνοδείας,
καθώς πηγαίναμε, σηκώσαν ένα φίδι
που εκεί γειτονικά είχε τη φωλιά του
κι ερεθισμένο από το θόρυβό μας
ξεχύθηκε μ’ οργή στην κατηφόρα
κοιτώντας άγρια γύρω και τη χαίτη
σειώντας την πορφυρή· κάποιοι το είδαν
τσοπάνηδες που βρίσκονταν πιο πέρα
κι ελούφαξαν βουβοί απ’ τον τρόμο, δίχως
να κάνουν τίποτα· το φίδι ωστόσο
στο μονοπάτι σύριζα σερνόταν
και πάει στο μωρό, θαρρείς και κάποιος
θεός να τ’ οδηγούσε. Στέκει, ορθώνει
το διάστικτο λαιμό του και κοιτάζει
γύρω με βλέμμα φονικό· ξεκρίνει
κοντά το βρέφος, τ’ αλαφροζυγώνει,
τη δίχαλη του γλώσσα ανακινώντας.
Μα το παιδάκι αμέριμνο καθόταν
στο χώμα, παίζοντας με τα λουλούδια,
χωρίς τον κίνδυνο να νιώθει. Τότε
το φίδι ανασηκώθη απάνωθέ του
σφυρίζοντας απαίσια. Το είδαν
κάποιοι απ’ το στράτευμα μες στο λιβάδι,
το σαϊτεψαν, μα δεν το πετύχαν.
Ο Αμφιάραος όμως, ως ερχόταν
μόνος απ’ τη πηγή, σιμά του ευρέθη
και το λαιμό του αλάθευτα σαϊτεύει.
Κύλισε αυτό στο πλάι σπαρταρώντας
και λίγο- λίγο ασάλευτο απομένει.
Γρήγορα τρέξαμε όλοι μας μ’ ελπίδα·
του κάκου· είχε προλάβει να τυλίξει
το τρυφερό κορμάκι του κι αμέσως
το δόλιο αφάνισε παιδί. Με βαριά θλίψη
το πήρε ο στρατηγός στην αγκαλιά του
και δίνει προσταγή να το ετοιμάσουν.
Σηκώνουν τ’ άψυχο κορμί, το βάζουν
σε ξύλινο, πολύτιμο κιβούρι
και σου το στέλνει εδώ να το θρηνήσεις.
Τώρα ας ξεσπάσει δίκαια ο θυμός σου
πάνω σ΄ αυτήν, βασίλισσα, που φταίει,
γιατί έτσι τ’ άφησε χωρίς προστάτη,
δίχως καν να σκεφτεί πως ένα βρέφος,
στην ερημιά μονάχο του αφημένο,
σε κίνδυνο είναι πάντοτε μεγάλο… » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Ήταν φυσικό να θυμώσει με τη δούλα η ρήγισσα Ευρυδίκη, μέσα στον πόνο της από το χαμό του βρέφους της. Ανθρώπινη αντίδραση να θέλει να την τιμωρήσει. Το ίδιο και η Υψιπύλη να θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Στην τραγωδία και ο χορός παίρνει το μέρος της σκλάβας αρχόντισσας:
« ΕΥ.: Η σκλάβα τούτη που τροφό την είχα.
Αυτή έχει σκοτώσει το μωρό μου.
ΧΟ.: Όχι, βασίλισσά μου, κλαίει, πονάει.
ΕΥ.: Δούλα, ξενόφερτη κι αγορασμένη,
που ‘χεις στην κάθε ανάγκη εύκολο δάκρυ,
θα μου πληρώσεις το χαμό του γιου μου
με το δικό σου θάνατο, να ξέρεις.
Δεν θα ξεφύγεις τη δικαιοσύνη.
ΧΟ.: Απάντησε ,Υψιπύλη, μη σωπαίνεις.
ΕΥ.: Ό,τι και να μου πει ψέματα θα ‘ναι.
ΥΨ.: Βασίλισσά μου, τώρα οργή και θλίψη
θολώνουν το μυαλό σου κι έτσι αιτία
που το μωρό εχάθη εμέ λογιάζεις.
Λιγότερο από σε δεν τ’ αγαπούσα.
………………………………………..
ΥΨ.: Πριν λίγο στο παλάτι ήρθε ένας άντρας
θεοσεβής κι ενάρετος· ζητούσε
νερό τρεχούμενο, χοές να κάνει
στους θεούς για το στρατό του· ήταν Αργείος·
Αμφιάραος τ’ όνομά του, μάντης.
Χωρίς κανένα φόβο και κρατώντας
στην αγκαλιά το βρέφος τον επήγα
στον τόπο της πηγής· όμως εκείνο,
καθώς κοντοζυγώναμε, σκιαγμένο
απ’ τις φωνές και τις κλαγές των όπλων,
αρχίζει κλάμα ασίγαστο· πασκίζω
να το ησυχάσω όπως μπορώ, στο τέλος
στο χώμα τ’ απιθώνω· τότε αμέσως,
σαν από θαύμα, μονομιάς σωπαίνει
και παίζει γελαστό με τα χορτάρια.
Τ’ αφήνω εκεί και πάω γοργά στους άλλους.
Γύρισα πίσω γρήγορα, το βρέφος
είχε χαθεί· τα υπόλοιπα τα ξέρεις.
ΕΥ.: Μονάχη ομολογείς τα σφάλματά σου
που το μονάκριβό μου θανατώσαν.
ΥΨ.: Δεν βρίσκω πουθενά κανένα σφάλμα.
ΕΥ.: Πριν φύγεις, έπρεπε να με ρωτήσεις.
ΥΨ.: Σε ιερές να βοηθήσω έπρεπε πράξεις.
ΕΥ.: Κι άφησες τον Οφέλτη μου μονάχο;
ΥΨ.: Εμπόδιο το κλάμα στις θυσίες.
ΕΥ.: Εσύ ‘χες το παιδί και το ‘χεις χάσει.
ΥΨ.: Δεν το ‘χασα, μου τ’ άρπαξεν η τύχη.
ΕΥ.: Κι εσένα τέτοια τύχη θα σ’ αρπάξει.
ΥΨ.: Ω δυστυχία μου, αν καλά μαντεύω.
ΕΥ.: Σωστά μαντεύεις, δέστε της τα χέρια.
ΥΨ.: Ω Διόνυσε, ω θεοί, βοηθοί μου τρέξτε.
ΕΥ.: Τον ένοχο κανένας δεν βοηθάει.
ΥΨ.: Απόφαση έχεις να με θανατώσεις;
ΕΥ.: Ό,τι έκανες θα πάθεις, αυτό μόνο. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Kι ο διάλογος αυτός καταλήγει σε κουβέντες γεμάτες σοφία, που είπε η Υψιπύλη κι έχουν αξία σ’ όλες τις εποχές:
« Πρέπει ο θνητός να ‘χει οδηγό του πάντα
το νου στις πράξεις του κι ανάγκη πάσα
η σωφροσύνη να μας κυβερνάει.
Αυτή μονάχα κι ο έναρθρος ο λόγος
τον άνθρωπο απ’ τα ζώα ξεχωρίζουν. »
Τότε εμφανίστηκε ο στρατηγός Αμφιάραος, που έπεισε τη ρήγισσα πως δεν φταίει η Υψιπύλη. Ζήτησε να θάψει αυτός τον μικρό Οφέλτη και να του δώσει το όνομα Αρχέμορος, καθιερώνοντας προς τιμή του αγώνες, που θα γίνονται στο λιβάδι, όπου ο μικρός έχασε τη ζωή του. Έτσι έσωσε τη ζωή της σκλάβας και κίνησε για να ετοιμάσει την ταφή και του ταφικούς αγώνες.
Είδαν οι φιλοξενούμενοι της βασίλισσας, δηλ. τα τέκνα της Υψιπύλης, το πένθος της ρήγισσας και ζήτησαν να μάθουν την αιτία. Σαν έμαθαν το θάνατο του βρέφους, θέλησαν να πάρουν κι αυτοί μέρος στους αγώνες. Οι γιοι της Υψιπύλης έκαναν τον παρακάτω διάλογο με τη βασίλισσα Ευρυδίκη:
« ΘΟ.: Αβάσταχτος ο πόνος για τη μάνα,
σαν χάνει το μονάκριβο παιδί της,
τίποτα δεν μπορεί να τον γλυκάνει.
Μια χάρη σου ζητάμε να μας κάνεις.
ΕΥ.: Ποια χάρη , ξένε; Πες να την ακούσω.
ΘΟ.: Θέλουμε να τιμήσουμε το γιο σου·
ν’ αγωνιστούμε γύρω απ’ την πυρά του
κι αν τύχει να κερδίσουμε, τη νίκη
θα την αφιερώσουμε σ’ εκείνον,
μικρή αντιπληρωμή στην καλοσύνη
που ΄δειξες μέσα στη βαριά σου λύπη
φιλοξενώντας μας, κι ας είχες τέτοιο πένθος. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Οι γιοι της Υψιπύλης ζητούν από την μάνα που θρηνεί το μικρό Οφέλτη να τους επιτρέψει να πάρουν μέρος στον αγώνα και τη νίκη να μην την καρπωθούν οι ίδιοι, αλλά να την προσφέρουν αντίδωρο στο νεκρό, για την φιλοξενία που τους πρόσφερε μάνα του. Δεν είναι αχάριστοι οι Έλληνες. Αναγνωρίζουν το καλό, που τους κάνουν και το ανταποδίδουν. Και κάτι που πρέπει να τονίσουμε. Ακόμη και σε περιπτώσεις μεγάλου πένθους, θεωρούν καθήκον τους τη φιλοξενία. Αντίστοιχο παράδειγμα έχουμε και στην περίπτωση του θανάτου της Άλκηστης. Ο άντρας της ο Άδμητος, όχι μόνο δέχτηκε τον Ηρακλή, αλλά έδωσε εντολή στους υπηρέτες του να τον πάνε σε κάποιο διπλανό κτίριο, για να μην αντιληφθεί το πένθος, να σφάξουν από τα κοπάδια του για τον φιλοξενούμενο και να του δώσουν κρασί, αλλά και να μη του φανερώσουν πως δίπλα είχαν τη νεκρή βασίλισσα για να μην λυπηθεί από την πίκρα του φίλου του. Η φιλοξενία ήταν ιερός θεσμός.
Στους αγώνες κέρδισαν τα παιδιά της Υψιπύλης. Αυτή η νίκη στάθηκε αφορμή για ν’ αναγνωριστούν με τη μητέρα τους, που έψαχναν, κι επιπλέον η σκλάβα μάνα ν’ αποκτήσει την πολυπόθητη λευτεριά της. To χαρμόσυνο μήνυμα έφερε στην απελπισμένη Υψιπύλη, που πρόσμενε την εντολή για να τη θανατώσουν, ένας αγγελιοφόρος:
« Δεν είσαι σκλάβα πια, σου ‘χει χαρίσει
τη λευτεριά η βασίλισσα Ευρυδίκη
μπρος σ’ όλους τους Αργείους στους αγώνες.
Άκου με τη σειρά πώς γίναν όλα.
Πρώτα θυσίες αρχίσανε και βόδια
σφάξαν σε πέτρινο βωμό, χτισμένον
στο μέρος όπου πέθανε το βρέφος.
Κατόπιν ο μάντης δεήθηκε να δώσουν
αίσιο δρόμο στο στρατό και να ΄ναι
αυτός ο θάνατος του Οφέλτη για όλους
καλός οιωνός· με μάτια βουρκωμένα
τα ‘λεγε αυτά και πρόσωπο θλιμμένο.
Ύστερα σώριασαν κλαδιά από κάτω
στου μωρού το κιβούρι και τ’ άναψαν·
…………………………………………
όταν ο κήρυκας διαλάλησε ποιος θέλει
ν’ αγωνιστεί στο τρέξιμο, φανήκαν,
ανάμεσα στους άλλους, κι οι δυο νέοι
που είχαν έρθει με την Ευρυδίκη.
Τους είδε ο Αμφιάραος, τους φωνάζει
κοντά και τους ρωτά. « Ποιοι ‘σαστε ξένοι;
Πολεμιστές δεν φαίνεστε του Άργους,
τα ρούχα σας ωστόσο Έλληνες δείχνουν.
Γιατί έχετε έρθει εδώ ν’ αγωνιστείτε; »
Εκείνοι του αποκρίθηκαν. « Το πένθος
τιμούμε της βασίλισσας ετούτης »,
- βρισκότανε σιμά τους η Ευρυδίκη -
« που μας φιλοξενεί με προθυμία.
Γι’ αυτό γυρεύουμε ν’ αγωνιστούμε
πληρώνοντας τη χάρη που μας κάνει ».
Ξαναρωτάει εκείνος. « Ποια η γενιά σας; »
Του απάντησαν. « Τον Ιάσονα πατέρα
καυχιόμαστε πως έχουμε και μάνα
την Υψιπύλη που ήτανε στης Λήμνουhttps://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgxTd-sFZy3Ofe9W7gDRkydvAZVNmR6bWnaAuTcrGbodTNtVykSUrdhK2bnLEcx-fnH80MfLpTXwHpZ_NGUod8y2ho62Dy-AeAHqLB5OP_1PDPuVrv1UITMvrPpbK3bWLYtzF2I2wrV0N1l/s1600/b1.png
βασίλισσα και πρόγονός μας είναι
ο μέγας Διόνυσος ». Ξαφνιάστη εκείνος
και τους ρωτάει. « Ποιο έχετε σημάδι
που αλάθευτα το γένος σας να δείχνει;
Ποιο τ’ όνομά σας; » « Θόαντα με λένε »,
ο ένας απεκρίθη, « κι Εύνηο τούτον ».
Και ξεκρεμάει απ’ το λαιμό γιορντάνι
μαλαματένιο και το δείχνει· λέει.
« Να του γενάρχη μας θεού το άνθος,
τ’ αμπέλι το ιερό· το ‘χε χαρίσει
στο γιο που ‘κανε απ’ την Αριάδνη ».
Έτσι τα δυο παιδιά σου αγωνιστήκαν
στο τρέξιμο μαζί με τους Αργείους.
Σαν δόθηκε το σύνθημα, χυθήκαν
καθώς γοργός αέρας και τους άλλους
γρήγορα ξεπεράσαν κι ήρθαν πρώτα,
μαζί πατώντας τη γραμμή στο τέρμα.
Γέμισε το λιβάδι απ’ άκρη σ’ άκρη
με τις ζητωκραυγές του πλήθους κι όλοι
τους δύο ξένους επαινούσαν. Τότε
στεφανωμένοι αυτοί στον τάφο πήγαν
που πλάι του στεκόταν η Ευρυδίκη,
κι απόθεσαν της νίκης τα στεφάνια.
Βούιξε πάλι ολάκερος ο τόπος
με ιαχές και νέους επαίνους κι όλοι
μακάριζαν τη μάνα των δυο νέων. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Η αγωνία όμως έφτασε στο κατακόρυφο για την Υψιπύλη και τους γιους της. Ας προχωρήσουμε στην ανάγνωση της τραγωδίας. Ο αγγελιοφόρος συνεχίζει τη διήγησή του:
« Τότες ο Αμφιάρος γυρνάει
προς τη βασίλισσα λέγοντας τούτα.
« Κυρά, τα παλικάρια αυτά που τα ΄χεις
φιλοξενήσει, ετίμησαν του γιου σου
τον τάφο με το παραπάνω· πρέπει
τη μάνα που γυρεύουν με λαχτάρα
να τους χαρίσεις· ξέρεις, για τη σκλάβα
μιλάω, την τροφό που ‘χεις στο σπίτι.
Λευτέρωσέ την, αψηλή η γενιά της·
σκλαβιά δεν της ταιριάζει και να ξέρεις
πως οι θεοί το θέλουν, άκουσέ με ».
Έμεινε εκείνη σκεφτική για λίγο
κι ύστερα λέει, βαθιά κοιτάζοντάς τον.
« Σοφός είσαι, Αμφιάραε, και μάντης
και μες στη σκοτεινιά του χρόνου βλέπεις
τις πράξεις τις μελλούμενες· δεν θέλω
στη γνώμη των θεών να παρακούσω.
Τη λευτερώνω τώρα· στείλε κάποιον
να πάει στην Υψιπύλη το μαντάτο ».
Κι αυτός ευθύς με πρόσταξε να φέρω
τα νέα της χαράς και παραγγέλνει
πως σύντομα θα φτάσει με τους γιους σου. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Κι εδώ φαίνεται το μεγαλείο της ελληνικής καρδιάς. Η βασίλισσα, που πενθεί το μονάκριβο βρέφος της, δίνει την ελευθερία στην σκλάβα, παρ’ ότι τη θεωρεί ως αιτία για το χαμό του.
Στη συνέχεια της τραγωδίας, που εξετάζουμε, εμφανίζεται ο Αμφιάραος με τους γιους της Υψιπύλης:
« ΑΜ.: Χαίρε Υψιπύλη, τα πολλά σου πάθη
τελειώσαν· η βασίλισσα Ευρυδίκη
σε λευτερώνει, σκλάβα πια δεν είσαι·
τα παλικάρια αυτά που ‘ναι μαζί μου,
γυρεύουν τη χαμένη τους μητέρα
κι εσύ θαρρώ τους δυο χαμένους γιους σου.
Ό,τι ζητάτε βρίσκεται μπροστά σας.
ΥΨ.: Αχ, τι να πω; Τι να μην πω; Μακάρι
να σ’ ευλογούν και να σε βοηθούνε
πάντα οι θεοί, Αμφιάραε, αν είναι
ετούτα αληθινά και δεν πλανεύει
την αίσθησή μου η τόση μου λαχτάρα.
ΑΜ.: Eδώ είναι οι γιοι σου, πώς δεν τους γνωρίζεις;
ΥΨ.: Ήτανε βρέφη ακόμη όταν τους πήραν.
Τι όμοιο να κρατούν ετούτοι οι άντρες
από τ’ αγόρια εκείνα; Όλα αλλάζουν…
Ωστόσο υπάρχει κάτι, ένα σημάδι
απείραχτο απ’ το πέρασμα του χρόνου.
Προτού σας πάρει μακριά ο γονιός σας,
στο λαιμό του μικρότερου η μητέρα
κρέμασε κάποιο κόσμημα, σημείο
καταγωγής και γνώρισμα του γένους.
ΕΥ.: Το φύτρο του αμπελιού θα λες, ετούτο.
ΥΨ.: Ω ναι, το ιερό φυτό του Διονύσου.
Κι αυτός που το φοράει ο Θόαντας θα ‘ναι.
ΕΥ.: Κι ο Εύνηος εγώ που σου μιλάω.
ΥΨ.: Στην αγκαλιά μου ελάτε, αγαπημένοι,
παιδάκια τότε, παλικάρια τώρα,
καμάρι και περφάνια μου· του κάκου
δεν ζέσταινε η ελπίδα την καρδιά μου.
Δεν πρόλαβα σαν μάνα να σας θρέψω,
μακριά μου μεγαλώσατε, όμως όλα
ξεχνιούνται πια, κι η στέρηση κι η θλίψη·
σας σφίγγω μες στα χέρια μου, δικούς μου. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Έτσι η βασανισμένη μάνα βρήκε πάλι τα παιδιά της. Βρέφη τα πήρε ο άντρας της, παλικάρια δοξασμένα τα συνάντησε. Κατά τον τραγικό ποιητή, όμως, την ευτυχία της Υψιπύλης, που και τα παλικάρια της βρήκε και η βασίλισσα της έδωσε τη λευτεριά της, σκίασε για λίγο ο βασιλιάς Λυκούργος, που έλειπε μακριά και σαν γύρισε κι έμαθε του Οφέλτη το θάνατο, θέλησε με θάνατο να τιμωρήσει τη δούλα του. Τότε εμφανίστηκε ο Διόνυσος ως από μηχανής θεός κι έδωσε ευτυχή κατάληξη στην περιπέτεια της σκλάβας Υψιπύλης:
« Συγκράτησε, Λυκούργε, το θυμό σου
και τέτοια ανόσια πράξη μην τολμήσεις.
Ο Διόνυσος εγώ που σου μιλάω·
είναι η γυναίκα αυτή σπορά δικιά μου,
δεν φταίει για το θάνατο του γιου σου.
Ο φταίχτης είσαι συ, γιατί του Φοίβου
ξέχασες τον παλιό χρησμό που είπε.
« Προτού σταθεί στα πόδια του μονάχο
το νήπιο και περπατήσει, ως τότε
δεν πρέπει να τ’ αφήσετε στο χώμα
δίχως κανένα φύλακα σιμά του,
γιατί αλλιώς θα κατεβεί στον Άδη ».
Έτσι έπρεπε να γίνουν όλα, ετούτη
πάτησε κάποιον όρκο που ‘χε δώσει
και τιμωρήθηκε με δυστυχίες·
την ευτυχία της τώρα ξαναβρίσκει,
γιατί, τον όρκο της πατώντας τότες,
έσωσε το γονιό της και με φόνο
συγγενικό δεν μόλυνε το γένος.
Άσε την Υψιπύλη να γυρίσει
στη Λήμνο κι ό,τι έπραξε να λάβει… » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Κι ο θεός καταλήγει:
« ω θνητά παραφρονήματ’ ανθρώπων, μάτην
οι φασιν είναι την τύχην αλλ’ ου θεούς
ει γαρ τύχη μεν έστιν, ουδέν δει θεού,
ει δ’ οι θεοί σθένουσιν, ουδέν η τύχη… »
Μετάφρ.: « Ω, των ανθρώπων ανόητες σκέψεις, όταν μάταια
λένε πως δεν υπάρχουν οι θεοί, μα η τύχη.
Γιατί, αν υπάρχει αυτή, δεν χρησιμεύουν
σε τίποτα οι θεοί· αν έχουν όμως
δύναμη, τότε αχρείαστη ‘ναι η τύχη.
Οι πράξεις, τωρινές και περασμένες,
αυτές ορίζουν μόνο τη ζωή σας. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Σχόλια:
● Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θόα, συνέβησαν έντονες ηφαιστειακές εκρήξεις. Υπαίτιο τότε θεωρήθηκε το αγαλματίδιο της Αφροδίτης , που ήταν τοποθετημένο κοντά στο άγαλμα της «Λημνίας Βοός», με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να το πετάξουν στη θάλασσα. Η θεά της ομορφιάς Αφροδίτη, για να εκδικηθεί τους κατοίκους του νησιού, “προίκισε” το σώμα των Λήμνιων γυναικών, με δυσοσμία που απωθούσε τους άνδρες τους, με αποτέλεσμα αυτοί να τις αποφεύγουν, και να φέρνουν γυναίκες από τη γειτονική Θράκη.
Η Υψιπύλη , η γιαγιά της Αριάδνη και η προγιαγιά της Πασιφάη έχουν γνωρίσματα σεληνιακής θεότητας. Το όνομα Υψιπύλη= υψηλή πύλη εκφράζει το τόξο της πορείας της Σελήνης, όπως της προγιαγιάς της Πασιφάης= πάσι- φαής (η πάσι φαίνουσα ) Σελήνη και είναι προδρομική μορφή της ολυμπιακής Άρτεμης. Η ηρωΐδα, που θεωρείται ως Αμαζόνα, συσχετίζεται με τη λατρεία του Διονύσου, του οποίου είναι απόγονος, ενώ το διακριτικό της οικογένειας ήταν η χρυσή κληματόβεργα. Ας μη ξεχνάμε πως τα ονόματα των θείων της ήσαν Στάφυλος και Οινοπίωνας. Οι Λήμνιες, με το πάθος τους κατά των ανδρών, συσχετίζονται με τις Βάκχες.
Όλοι οι μεγάλοι ήρωες συνδέονται με κάποια Αμαζόνα. Ο Ηρακλής με την Ιππολύτη, ο Θησέας με την Αντιόπη, ο Αχιλλέας αργότερα με τη Πενθεσίλεια. Έτσι ο Ιάσονας συνδέεται με την Υψιπύλη. Για την ένωση του Ιάσονα με την βασίλισσα της Λήμνου γράφει κι ο Όμηρος:
« Ήταν εκεί πλοία πολλά με κρασί φορτωμένα
από τη Λήμνο· ο Εύνηος είχε αυτά σταλμένα,
γιος του ρήγα Ιάσονα από την Υψιπύλη. » (Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Η’ 467-469)
Μετά τον φόνο των ανδρών από τις Λήμνιες, έχουμε γυναικοκρατία στο νησί. Αυτό υποδηλοί προγενέστερη μητριαρχική κοινωνία. Η ανδροκρατούμενη κοινωνία αργότερα για να υποβαθμίσει τη μητριαρχία, πιθανόν να επινόησε το μύθο του φόνου των ανδρών. Ανδροκτονία έχουμε και στο μύθο των Δαναΐδων. Όπως στη Λήμνο σώζεται ένας άνδρας, ο Θόας, πατέρας της Υψιπύλης, από την κόρη του, έτσι και στο μύθο των Δαναΐδων σώζεται ο Λυγαίας από τη γυναίκα του Υπερμνήστρα.
Η δουλεία της Υψιπύλης και η μεταφορά της στη Νεμέα μπορεί να εξηγήσει τη μεταφορά λατρευτικών χαρακτηριστικών από ένα πολύ μακρινό νησί, τη Λήμνο, στην περιοχή της Νεμέας.
● Σύμφωνα με το μύθο ο Οφέλτης, γιος του βασιλιά Λυκούργου και της Ευριδίκης, τοποθετήθηκε από την τροφό του Υψιπύλη σε ένα λίκνο από άγριο σέλινο. Εκεί το βρέφος βρήκε το θάνατο από δάγκωμα φιδιού, όταν οι «Επτά επί Θήβας» περνούσαν από τη Νεμέα πηγαίνοντας στη Βοιωτία.
Οι Επτά στρατηγοί συντετριμμένοι από το θάνατο του μικρού Οφέλτη και προκειμένου να εξευμενίσουν τους θεούς θέσπισαν τα Νέμεα, αγώνες προς τιμή του νεκρού.
Τα Νέμεα ξεκίνησαν να τελούνται το 573 π.Χ. και διεξάγονταν κάθε δύο χρόνια, τη δεύτερη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Η διάρκειά τους εικάζεται ότι ήταν πέντε ημέρες και θεωρούνταν από τους σπουδαιότερους αγώνες στην Ελλάδα μαζί με τους αγώνες της Ολυμπίας, των Δελφών και της Ισθμίας. Πολλές από τις ωδές του ποιητή Πίνδαρου είναι αφιερωμένες στους νικητές των Νέμεων.
Η πένθιμη άποψη των αγώνων εκφραζόταν κατά τους ιστορικούς χρόνους με το στεφάνι της νίκης από άγριο σέλινο, τα μαύρα ενδύματα που φορούσαν οι κριτές και το άλσος από κυπαρίσσια ( το κυπαρίσσι είναι το δέντρο που σχετιζόταν στενά με το πένθος ) που περιέβαλε το ναό του Δία. Ο ναός που χρονολογείται τον 4ο π.Χ. αιώνα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ιερά των Ελλήνων, ερείπια του οποίου σώζονται .
-----------------------------------------------------
(*8). Μετά το θάνατο του Οφέλτη, ο Αμφιάραος τον ονόμασαν Αρχέμορο= αρχή του μόρου ( αρχή του θανάτου ).
Μόρος: όλεθρος, θάνατος, πτώμα, το υπό την ειμαρμένη αναμενόμενο κακό.
(*9). Στην αρχαιότητα για να τιμήσουν τους επιφανείς νεκρούς διοργάνωναν αγώνες. Έτσι για να τιμήσουν το νήπιο του βασιλιά Λυκούργου, οι Αργείοι μετά την ταφή διοργάνωσαν αγώνες. Λένε πως τότε καθιερώθηκαν τα Νέμεα, που πολλές φορές ύμνησε ο Πίνδαρος με τους Νεμεόνικους.
Νέμεα: μία από τις τέσσερεις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές που διεξάγονταν προς τιμήν του Δία. Διοργανόνταν στην κοιλάδα της Νεμέας. Κατά την παράδοση ιδρύθηκαν για να τιμήσουν τον Οφέλτη ( Αρχέμορο ). Στους ιστορικούς χρόνους συστηματικά οργανώθηκαν το 573 π.Χ. Διεξάγονταν κάθε δυο χρόνια, τον χειμώνα του δεύτερου και το καλοκαίρι του τέταρτου και περιελάμβαναν αγώνες πυγμαχίας, άρματος, δίσκου, ίππου, σταδίου, ακοντίου, πάλης, τόξου και μουσικής. Αρχικά οι νικητές έπαιρναν στεφάνι από ελιά κι αργότερα από άγριο σέλινο. http://vagiablog.blogspot.gr/
Τότε έφτασε ο Αμφιάραος, παίρνοντας το μέρος της Υψιπύλης και την έπεισε πως δεν έφταιγε. Πρότεινε να αναλάβει ο στρατός των Αργείων την ταφή, και να οργανώσει ταφικούς αγώνες, μετονομάζοντας το βρέφος σε Αρχέμορο (*8). Στους αγώνες (*9) αυτούς πήραν μέρος και οι γιοι της Υψιπύλης, όπου ήρθαν πρώτοι. Τότε φανέρωσαν την καταγωγή τους και τους γονιούς τους. Ο Αμφιάραος, αφού είδε το διακριτικό της γενιάς τους, ένα εγκόλπιο με χρυσή κληματόβεργα, ενδεικτικό της καταγωγής από τον Διόνυσο, τους φανέρωσε τη μητέρα τους. Έτσι έγινε το σμίξιμο της μάνας και των αγοριών της. Ο ρήγας Λυκούργος όχι μόνο δεν τιμώρησε την σκλάβα για την ολιγωρία της, που έγινε αφορμή να πεθάνει ο γιος του, αλλά της χάρισε και την ελευθερία. Τότε ελεύθερη και με τα δύο της παλικάρια η Υψιπύλη γύρισε στη Λήμνο, στην πατρίδα της, όπου έζησε ευτυχισμένη. ]]
Κατά την τραγωδία του Ευριπίδη, οι χαμένοι γιοι της Υψιπύλης ψάχνουν τη μάνα τους. Έτσι όταν έφτασαν στη Νεμέα, λίγο πριν χτυπήσουν την θύρα του παλατιού, συζητούν:
να βρούμε τη χαμένη μας μητέρα,
αν βέβαια ζει μετά από τόσα χρόνια.
ΕY.: Είμαστε βρέφη ακόμη όταν μας πήρε
μακριά της ο Ιάσονας κι ως τώρα
τίποτα δεν ακούσαμε για κείνη.
ΘΟ.: Τις βουλές των θεών κανείς δεν ξέρει
και την ελπίδα πάντα μας αφήνουν.
Οι άρχοντες περισσότερα γνωρίζουν
παρ’ όσα ο άλλος κόσμος. Λέω την πόρτα
να χτυπήσουμε τούτη κι ίσως κάτι
- αν μας δεχτούν – να μάθουμε για κείνα
που ψάχνουμε γυρνώντας στην Ελλάδα. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Την πρώτη που συνάντησαν ήταν η μητέρα τους, χωρίς να το γνωρίζουν. Εκείνη ρωτάει να μάθει από πούθε έρχονται και ποια είναι η φύτρα τους. Ο τραγωδός μας δίνει έναν διάλογο, απ’ όπου παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα:
« ΘΟ: Ρώτα μας ό,τι θες, ξον τ’ όνομά μας.
ΥΨ.: Τάχα γιατί δεν πρέπει να το πείτε;
ΘΟ.: Ο ίδιος ο χρησμός το απαγορεύει.
ΥΨ.: Πήρατε απ’ τους Δελφούς τέτοια μαντεία;
ΘΟ.: Κάποιος θεός μας μίλησε στον ύπνο.
ΥΨ.: Δεν ήταν ο χρησμός από το Φοίβο;
ΘΟ.: Ο Διόνυσος εφάνη στ’ όνειρό μας.
ΥΨ.: Ο Διόνυσος; Αλήθεια; Τι σας είπε;
ΘΟ.: Να ψάξουμε τη ρίζα μας να βρούμε.
ΥΨ.: Από παλιά χαμένη ή τώρα μόλις;
ΘΟ.: Είμαστε βρέφη ακόμη όταν εχάθη.
ΥΨ.: Πατέρα, μάνα ψάχνετε ή αδέρφια;
ΘΟ.: Αίμα συγγενικό, μη ρωτάς άλλο.
ΥΨ.: Να το γνωρίσετε έχετε σημάδι;
ΘΟ.: Κανένα.
ΥΨ.: Δύσκολο, πολύ δύσκολο το έργο.
ΘΟ.: Η τύχη και ο θεός θα βοηθήσουν. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Μετά εμφανίζεται στη σκηνή ο Αμφιάραος με την ακολουθία του, οι οποίοι ψάχνουν για νερό. Τότε συναντά την Υψιπύλη, από την οποία μαθαίνει την καταγωγή της:
« ΑΜ.: Είναι κακό τον τόπο σου ν’ αφήνεις
κι όπως τραβάς στο δρόμο σου, η ανάγκη
να σε στενεύει και να βλέπεις γύρω
σπίτια μοναχικά κι έρμα χωράφια,
μα πουθενά μια πόλη· να μη βρίσκεις
κάποιον να τον ρωτήσεις, να μην ξέρεις
πού να στραφείς· μια τέτοια δυσκολία
βρήκε και μένα· μ’ ευχαρίστηση όμως είδα
το σπίτι αυτό στου Δία το λιβάδι,
στη χώρα της Νεμέας. Θα σε ρωτήσω,
είτε είσαι δούλα ή όχι, η κατοικία
η αγροτική σε ποιόν ανήκει, ω ξένη,
καταμεσής στον τόπο του Φλειούντα;
ΥΨ.: Τα χαρούμενα είναι σπίτια του Λυκούργου,
που τον διαλέξανε στην Ασπία
να ΄ναι του Δία του ντόπιου ο ιερέας.
ΑΜ.: Νερό τρεχούμενο θέλω να βάλω
μες στα λαγήνια, στους θεούς να κάνω
σπονδές, για να μας δώσουν καλό δρόμο.
Αγνά τα στάσιμα νερά δεν είναι
και το στρατό μας ταραχή κατέχει.
……………………………………..
ΑΜ.: Εσύ τι κάνεις έξω απ’ το παλάτι;
ΥΨ.: Του βασιλιά φροντίζω αυτό το βρέφος.
ΑΜ.: Σαν συγγενής ή μήπως είσαι σκλάβα;
ΥΨ.: Σκλάβα, τροφός· δεν ήμουν έτσι πάντα.
ΑΜ.: Σε πήρανε λάφυρο πολέμου;
ΥΨ.: Μ’ έπιασαν πειρατές και με πουλήσαν.
ΑΜ.: Τι γύρευε στο πέλαο μια γυναίκα;
ΥΨ.: Έφευγα να γλιτώσω τη ζωή μου
ΑΜ.: Γιατί; Μήπως ανόσια είχες πράξει;
ΥΨ.: Έσωσα το γονιό μου όρκους πατώντας.
ΑΜ.: Δυσνόητα όσα λές, κι ας είμαι μάντης.
ΥΨ.: Κι έτσι με βρήκε μαύρη δυστυχία.
ΑΜ.: Το γένος τώρα πες και τ’ όνομά σου.
ΥΨ.: Είμαι η Υψιπύλη, μ’ έθρεψεν η Λήμνος.
ΑΜ.: Βασίλισσα σ’ ένα λαό γυναίκειο;
ΥΨ.: Κάποιον καιρό, μα τώρα μόνο σκλάβα.
ΑΜ.: Πριν φτάσει στην Κολχίδα, εσύ δεν ήσουν,…
ΥΨ.: Του Ιάσονα γυναίκα· που είναι τάχα; » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος ανάμεσα στους δύο ήρωες, όταν ο Αμφιάραος αποκαλύπτει, πως σαν μάντης που είναι, γνωρίζει ότι στην μάχη, που πηγαίνουν, αυτός θα σκοτωθεί:
« ΑM.: Ναι, δεν θα γυρίσω πίσω από τη μάχη.
ΥΨ.: Ξέροντας καθαρά πως θα πεθάνεις;
ΑΜ.: Δεν έχει γυρισμό ένας τέτοιος δρόμος.
ΥΨ.: Αφού θα σκοτωθείς, τι θυσιάζεις;
ΑΜ.: Το πιο καλό είναι αυτό· κανένας κόπος
την ευσέβεια στους θεούς να μη στομώνει.
ΥΨ.: Ακόμη κι αν αυτή μας πάει στον Άδη;
ΑΜ.: Ψηλότερη η αρετή από τη ζωή μας.
ΥΨ.: Ω φύση ευγενικιά κι όχι μόνο στα λόγια.
ΑΜ.: Τον Αμφιάραο δειλό δεν θα τον πούνε.
ΥΨ.: Ανέμυαλο όλοι θα σε λογιάσουν.
ΑΜ.: Ανόητος κάλλιο, πάρεξ φοβητσιάρης.
ΥΨ.: Καθένας την τιμή του διαφεντεύει.
ΑΜ.: Κοντά η πηγή λοιπόν με τ’ αγνό νάμα;
ΥΨ.: Κοντά· γειτονικά σ’ ένα λιβάδι. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Γνώριζε, και μάλιστα πολύ καλά, ο Αμφιάραος πως στη μάχη θα σκοτωθεί. Κι όμως βάδιζε σ’ αυτήν χωρίς να δειλιάσει, χωρίς να υπολογίσει τη ζωή του, γιατί η αρετή είναι ψηλότερη από τη ζωή μας, όπως λέει. Δεν μπορεί ν’ ανεχτεί να τον πουν φοβητσιάρη! Η δειλία δεν ταιριάζει στους προγόνους μας! Ο Αμφιάραος δεν ανέχεται να τον πουν δειλό, αν και γνωρίζει πως θα σκοτωθεί, γιατί πάνω απ’ όλα βάζει την αρετή! Πολύ σωστά σχολιάζει η Υψιπύλη, πως καθένας την τιμή του διαφεντεύει.
Στη συνέχεια της τραγωδίας ο Ευριπίδης παρουσιάζει τον χορό να λέει:
« - Τέλειωσαν τις θυσίες τους οι Αργίτες·
στο μονοπάτι φάνηκε η Υψιπύλη.
- Ζυγώνει βιαστικά, μα δεν κρατάει
στην αγκαλιά της τον Οφέλτη.
- Τι να συμβαίνει τάχα; Ποιος το ξέρει;
- Κάποιο κακό θα γίνηκε, δεν έχει
την όψη της χαρούμενη και τρέχουν
στα μάγουλά της δάκρυα.
- Γρήγορα να το μάθουμε, να, φτάνει. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
O αγγελιοφόρος φέρνει τα θλιβερά μαντάτα για το χαμό του Οφέλτη στη ρήγισσα και μάνα του Ευρυδίκη. Κάνει πλήρη περιγραφή του συμβάντος:
« Κινήσαμε από δω και το λιβάδι
περνώντας, πήραμε ένα μονοπάτι,
που ανηφορίζοντας ολόισια φέρνει
στην πετρωτή, μικρή σπηλιά του λόφου
με την καθάρια, πλούσια βρυσομάνα.
Λίγο προτού να φτάσουμε, το βρέφος
αρχίζει κλάματα γοερά κι αυτή το αφήνει
- αφού το ησύχασε- πάνω στο χώμα,
μονάχο, δίχως φύλακα σιμά του.
Μα ο τόπος τέτοιαν εποχή ξυπνάει
τα φίδια του σε τρύπες και σε βράχια·
καθώς του ήλιου η φλόγα τα ζεσταίνει,
απ’ τις φωλιές τους βγαίνοντας, της μέρας
βυζαίνουνε το φως. Πράσινα λάμπουν
τα χρώματά τους, άλικα, γαλάζια,
δείχνοντας έτσι της ζωής τη δίψα
που μέσα τους ξεσπάει κι ανεβαίνει
θυμό κι ορμή γεμάτη. Το χειμώνα
βουλιάζουν στη σκιά και σ΄ έναν ύπνο
θανάτου στην ποδιά της Περσεφόνης.
Φτάσαμε στην πηγή και πριν αρχίσουν
με νερό να γεμίζουνε τις στάμνες,
ο στρατηγός εστάθη και προστάζει
σ’ όλους ιερή σιωπή και κάνει ετούτη
τη δέηση. « Ω Δία και προστάτες
θεοί μας, ευλογήστε μας να πάμε
με το καλό στη μακρινή εκστρατεία.
Τους οιωνούς αλλάξτε κι έτσι ο δρόμος
αίσια να δείξει στους Αργείους σημάδια ».
Ύστερα με το πρόσωπο θλιμμένο
στάζει χοές στο χώμα και στενάζει.
Σαν τέλειωσε, προστάζει τη γυναίκα
το πρώτο να γεμίσει αυτή λαγήνι.
Πρόθυμα τον υπάκουσε, μα ξάφνου
τον βλέπω ασάλευτος να μένει, αλλοπαρμένος,
με το βλέμμα θολό στον άδειο αέρα,
σαν να είδε κάτι απαίσιο, κι αμέσως
να φεύγει απ’ τη σπηλιά με βιάση· τρέχω
ξοπίσω του κι εγώ, γιατί ‘μαι ακόλουθός του.
Δεν ένιωσα το λόγο της βιασύνης
που ΄διωξε τότε απ’ τη πηγή το μάντη,
Μα φανερός εγίνηκε σε λίγο. Οι κρότοι
κι οι φωνές της μικρής μας συνοδείας,
καθώς πηγαίναμε, σηκώσαν ένα φίδι
που εκεί γειτονικά είχε τη φωλιά του
κι ερεθισμένο από το θόρυβό μας
ξεχύθηκε μ’ οργή στην κατηφόρα
κοιτώντας άγρια γύρω και τη χαίτη
σειώντας την πορφυρή· κάποιοι το είδαν
τσοπάνηδες που βρίσκονταν πιο πέρα
κι ελούφαξαν βουβοί απ’ τον τρόμο, δίχως
να κάνουν τίποτα· το φίδι ωστόσο
στο μονοπάτι σύριζα σερνόταν
και πάει στο μωρό, θαρρείς και κάποιος
θεός να τ’ οδηγούσε. Στέκει, ορθώνει
το διάστικτο λαιμό του και κοιτάζει
γύρω με βλέμμα φονικό· ξεκρίνει
κοντά το βρέφος, τ’ αλαφροζυγώνει,
τη δίχαλη του γλώσσα ανακινώντας.
Μα το παιδάκι αμέριμνο καθόταν
στο χώμα, παίζοντας με τα λουλούδια,
χωρίς τον κίνδυνο να νιώθει. Τότε
το φίδι ανασηκώθη απάνωθέ του
σφυρίζοντας απαίσια. Το είδαν
κάποιοι απ’ το στράτευμα μες στο λιβάδι,
το σαϊτεψαν, μα δεν το πετύχαν.
Ο Αμφιάραος όμως, ως ερχόταν
μόνος απ’ τη πηγή, σιμά του ευρέθη
και το λαιμό του αλάθευτα σαϊτεύει.
Κύλισε αυτό στο πλάι σπαρταρώντας
και λίγο- λίγο ασάλευτο απομένει.
Γρήγορα τρέξαμε όλοι μας μ’ ελπίδα·
του κάκου· είχε προλάβει να τυλίξει
το τρυφερό κορμάκι του κι αμέσως
το δόλιο αφάνισε παιδί. Με βαριά θλίψη
το πήρε ο στρατηγός στην αγκαλιά του
και δίνει προσταγή να το ετοιμάσουν.
Σηκώνουν τ’ άψυχο κορμί, το βάζουν
σε ξύλινο, πολύτιμο κιβούρι
και σου το στέλνει εδώ να το θρηνήσεις.
Τώρα ας ξεσπάσει δίκαια ο θυμός σου
πάνω σ΄ αυτήν, βασίλισσα, που φταίει,
γιατί έτσι τ’ άφησε χωρίς προστάτη,
δίχως καν να σκεφτεί πως ένα βρέφος,
στην ερημιά μονάχο του αφημένο,
σε κίνδυνο είναι πάντοτε μεγάλο… » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Ήταν φυσικό να θυμώσει με τη δούλα η ρήγισσα Ευρυδίκη, μέσα στον πόνο της από το χαμό του βρέφους της. Ανθρώπινη αντίδραση να θέλει να την τιμωρήσει. Το ίδιο και η Υψιπύλη να θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Στην τραγωδία και ο χορός παίρνει το μέρος της σκλάβας αρχόντισσας:
« ΕΥ.: Η σκλάβα τούτη που τροφό την είχα.
Αυτή έχει σκοτώσει το μωρό μου.
ΧΟ.: Όχι, βασίλισσά μου, κλαίει, πονάει.
ΕΥ.: Δούλα, ξενόφερτη κι αγορασμένη,
που ‘χεις στην κάθε ανάγκη εύκολο δάκρυ,
θα μου πληρώσεις το χαμό του γιου μου
με το δικό σου θάνατο, να ξέρεις.
Δεν θα ξεφύγεις τη δικαιοσύνη.
ΧΟ.: Απάντησε ,Υψιπύλη, μη σωπαίνεις.
ΕΥ.: Ό,τι και να μου πει ψέματα θα ‘ναι.
ΥΨ.: Βασίλισσά μου, τώρα οργή και θλίψη
θολώνουν το μυαλό σου κι έτσι αιτία
που το μωρό εχάθη εμέ λογιάζεις.
Λιγότερο από σε δεν τ’ αγαπούσα.
………………………………………..
ΥΨ.: Πριν λίγο στο παλάτι ήρθε ένας άντρας
θεοσεβής κι ενάρετος· ζητούσε
νερό τρεχούμενο, χοές να κάνει
στους θεούς για το στρατό του· ήταν Αργείος·
Αμφιάραος τ’ όνομά του, μάντης.
Χωρίς κανένα φόβο και κρατώντας
στην αγκαλιά το βρέφος τον επήγα
στον τόπο της πηγής· όμως εκείνο,
καθώς κοντοζυγώναμε, σκιαγμένο
απ’ τις φωνές και τις κλαγές των όπλων,
αρχίζει κλάμα ασίγαστο· πασκίζω
να το ησυχάσω όπως μπορώ, στο τέλος
στο χώμα τ’ απιθώνω· τότε αμέσως,
σαν από θαύμα, μονομιάς σωπαίνει
και παίζει γελαστό με τα χορτάρια.
Τ’ αφήνω εκεί και πάω γοργά στους άλλους.
Γύρισα πίσω γρήγορα, το βρέφος
είχε χαθεί· τα υπόλοιπα τα ξέρεις.
ΕΥ.: Μονάχη ομολογείς τα σφάλματά σου
που το μονάκριβό μου θανατώσαν.
ΥΨ.: Δεν βρίσκω πουθενά κανένα σφάλμα.
ΕΥ.: Πριν φύγεις, έπρεπε να με ρωτήσεις.
ΥΨ.: Σε ιερές να βοηθήσω έπρεπε πράξεις.
ΕΥ.: Κι άφησες τον Οφέλτη μου μονάχο;
ΥΨ.: Εμπόδιο το κλάμα στις θυσίες.
ΕΥ.: Εσύ ‘χες το παιδί και το ‘χεις χάσει.
ΥΨ.: Δεν το ‘χασα, μου τ’ άρπαξεν η τύχη.
ΕΥ.: Κι εσένα τέτοια τύχη θα σ’ αρπάξει.
ΥΨ.: Ω δυστυχία μου, αν καλά μαντεύω.
ΕΥ.: Σωστά μαντεύεις, δέστε της τα χέρια.
ΥΨ.: Ω Διόνυσε, ω θεοί, βοηθοί μου τρέξτε.
ΕΥ.: Τον ένοχο κανένας δεν βοηθάει.
ΥΨ.: Απόφαση έχεις να με θανατώσεις;
ΕΥ.: Ό,τι έκανες θα πάθεις, αυτό μόνο. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Kι ο διάλογος αυτός καταλήγει σε κουβέντες γεμάτες σοφία, που είπε η Υψιπύλη κι έχουν αξία σ’ όλες τις εποχές:
« Πρέπει ο θνητός να ‘χει οδηγό του πάντα
το νου στις πράξεις του κι ανάγκη πάσα
η σωφροσύνη να μας κυβερνάει.
Αυτή μονάχα κι ο έναρθρος ο λόγος
τον άνθρωπο απ’ τα ζώα ξεχωρίζουν. »
Τότε εμφανίστηκε ο στρατηγός Αμφιάραος, που έπεισε τη ρήγισσα πως δεν φταίει η Υψιπύλη. Ζήτησε να θάψει αυτός τον μικρό Οφέλτη και να του δώσει το όνομα Αρχέμορος, καθιερώνοντας προς τιμή του αγώνες, που θα γίνονται στο λιβάδι, όπου ο μικρός έχασε τη ζωή του. Έτσι έσωσε τη ζωή της σκλάβας και κίνησε για να ετοιμάσει την ταφή και του ταφικούς αγώνες.
Είδαν οι φιλοξενούμενοι της βασίλισσας, δηλ. τα τέκνα της Υψιπύλης, το πένθος της ρήγισσας και ζήτησαν να μάθουν την αιτία. Σαν έμαθαν το θάνατο του βρέφους, θέλησαν να πάρουν κι αυτοί μέρος στους αγώνες. Οι γιοι της Υψιπύλης έκαναν τον παρακάτω διάλογο με τη βασίλισσα Ευρυδίκη:
« ΘΟ.: Αβάσταχτος ο πόνος για τη μάνα,
σαν χάνει το μονάκριβο παιδί της,
τίποτα δεν μπορεί να τον γλυκάνει.
Μια χάρη σου ζητάμε να μας κάνεις.
ΕΥ.: Ποια χάρη , ξένε; Πες να την ακούσω.
ΘΟ.: Θέλουμε να τιμήσουμε το γιο σου·
ν’ αγωνιστούμε γύρω απ’ την πυρά του
κι αν τύχει να κερδίσουμε, τη νίκη
θα την αφιερώσουμε σ’ εκείνον,
μικρή αντιπληρωμή στην καλοσύνη
που ΄δειξες μέσα στη βαριά σου λύπη
φιλοξενώντας μας, κι ας είχες τέτοιο πένθος. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Οι γιοι της Υψιπύλης ζητούν από την μάνα που θρηνεί το μικρό Οφέλτη να τους επιτρέψει να πάρουν μέρος στον αγώνα και τη νίκη να μην την καρπωθούν οι ίδιοι, αλλά να την προσφέρουν αντίδωρο στο νεκρό, για την φιλοξενία που τους πρόσφερε μάνα του. Δεν είναι αχάριστοι οι Έλληνες. Αναγνωρίζουν το καλό, που τους κάνουν και το ανταποδίδουν. Και κάτι που πρέπει να τονίσουμε. Ακόμη και σε περιπτώσεις μεγάλου πένθους, θεωρούν καθήκον τους τη φιλοξενία. Αντίστοιχο παράδειγμα έχουμε και στην περίπτωση του θανάτου της Άλκηστης. Ο άντρας της ο Άδμητος, όχι μόνο δέχτηκε τον Ηρακλή, αλλά έδωσε εντολή στους υπηρέτες του να τον πάνε σε κάποιο διπλανό κτίριο, για να μην αντιληφθεί το πένθος, να σφάξουν από τα κοπάδια του για τον φιλοξενούμενο και να του δώσουν κρασί, αλλά και να μη του φανερώσουν πως δίπλα είχαν τη νεκρή βασίλισσα για να μην λυπηθεί από την πίκρα του φίλου του. Η φιλοξενία ήταν ιερός θεσμός.
Στους αγώνες κέρδισαν τα παιδιά της Υψιπύλης. Αυτή η νίκη στάθηκε αφορμή για ν’ αναγνωριστούν με τη μητέρα τους, που έψαχναν, κι επιπλέον η σκλάβα μάνα ν’ αποκτήσει την πολυπόθητη λευτεριά της. To χαρμόσυνο μήνυμα έφερε στην απελπισμένη Υψιπύλη, που πρόσμενε την εντολή για να τη θανατώσουν, ένας αγγελιοφόρος:
« Δεν είσαι σκλάβα πια, σου ‘χει χαρίσει
τη λευτεριά η βασίλισσα Ευρυδίκη
μπρος σ’ όλους τους Αργείους στους αγώνες.
Άκου με τη σειρά πώς γίναν όλα.
Πρώτα θυσίες αρχίσανε και βόδια
σφάξαν σε πέτρινο βωμό, χτισμένον
στο μέρος όπου πέθανε το βρέφος.
Κατόπιν ο μάντης δεήθηκε να δώσουν
αίσιο δρόμο στο στρατό και να ΄ναι
αυτός ο θάνατος του Οφέλτη για όλους
καλός οιωνός· με μάτια βουρκωμένα
τα ‘λεγε αυτά και πρόσωπο θλιμμένο.
Ύστερα σώριασαν κλαδιά από κάτω
στου μωρού το κιβούρι και τ’ άναψαν·
…………………………………………
όταν ο κήρυκας διαλάλησε ποιος θέλει
ν’ αγωνιστεί στο τρέξιμο, φανήκαν,
ανάμεσα στους άλλους, κι οι δυο νέοι
που είχαν έρθει με την Ευρυδίκη.
Τους είδε ο Αμφιάραος, τους φωνάζει
κοντά και τους ρωτά. « Ποιοι ‘σαστε ξένοι;
Πολεμιστές δεν φαίνεστε του Άργους,
τα ρούχα σας ωστόσο Έλληνες δείχνουν.
Γιατί έχετε έρθει εδώ ν’ αγωνιστείτε; »
Εκείνοι του αποκρίθηκαν. « Το πένθος
τιμούμε της βασίλισσας ετούτης »,
- βρισκότανε σιμά τους η Ευρυδίκη -
« που μας φιλοξενεί με προθυμία.
Γι’ αυτό γυρεύουμε ν’ αγωνιστούμε
πληρώνοντας τη χάρη που μας κάνει ».
Ξαναρωτάει εκείνος. « Ποια η γενιά σας; »
Του απάντησαν. « Τον Ιάσονα πατέρα
καυχιόμαστε πως έχουμε και μάνα
την Υψιπύλη που ήτανε στης Λήμνουhttps://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgxTd-sFZy3Ofe9W7gDRkydvAZVNmR6bWnaAuTcrGbodTNtVykSUrdhK2bnLEcx-fnH80MfLpTXwHpZ_NGUod8y2ho62Dy-AeAHqLB5OP_1PDPuVrv1UITMvrPpbK3bWLYtzF2I2wrV0N1l/s1600/b1.png
βασίλισσα και πρόγονός μας είναι
ο μέγας Διόνυσος ». Ξαφνιάστη εκείνος
και τους ρωτάει. « Ποιο έχετε σημάδι
που αλάθευτα το γένος σας να δείχνει;
Ποιο τ’ όνομά σας; » « Θόαντα με λένε »,
ο ένας απεκρίθη, « κι Εύνηο τούτον ».
Και ξεκρεμάει απ’ το λαιμό γιορντάνι
μαλαματένιο και το δείχνει· λέει.
« Να του γενάρχη μας θεού το άνθος,
τ’ αμπέλι το ιερό· το ‘χε χαρίσει
στο γιο που ‘κανε απ’ την Αριάδνη ».
Έτσι τα δυο παιδιά σου αγωνιστήκαν
στο τρέξιμο μαζί με τους Αργείους.
Σαν δόθηκε το σύνθημα, χυθήκαν
καθώς γοργός αέρας και τους άλλους
γρήγορα ξεπεράσαν κι ήρθαν πρώτα,
μαζί πατώντας τη γραμμή στο τέρμα.
Γέμισε το λιβάδι απ’ άκρη σ’ άκρη
με τις ζητωκραυγές του πλήθους κι όλοι
τους δύο ξένους επαινούσαν. Τότε
στεφανωμένοι αυτοί στον τάφο πήγαν
που πλάι του στεκόταν η Ευρυδίκη,
κι απόθεσαν της νίκης τα στεφάνια.
Βούιξε πάλι ολάκερος ο τόπος
με ιαχές και νέους επαίνους κι όλοι
μακάριζαν τη μάνα των δυο νέων. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Η αγωνία όμως έφτασε στο κατακόρυφο για την Υψιπύλη και τους γιους της. Ας προχωρήσουμε στην ανάγνωση της τραγωδίας. Ο αγγελιοφόρος συνεχίζει τη διήγησή του:
« Τότες ο Αμφιάρος γυρνάει
προς τη βασίλισσα λέγοντας τούτα.
« Κυρά, τα παλικάρια αυτά που τα ΄χεις
φιλοξενήσει, ετίμησαν του γιου σου
τον τάφο με το παραπάνω· πρέπει
τη μάνα που γυρεύουν με λαχτάρα
να τους χαρίσεις· ξέρεις, για τη σκλάβα
μιλάω, την τροφό που ‘χεις στο σπίτι.
Λευτέρωσέ την, αψηλή η γενιά της·
σκλαβιά δεν της ταιριάζει και να ξέρεις
πως οι θεοί το θέλουν, άκουσέ με ».
Έμεινε εκείνη σκεφτική για λίγο
κι ύστερα λέει, βαθιά κοιτάζοντάς τον.
« Σοφός είσαι, Αμφιάραε, και μάντης
και μες στη σκοτεινιά του χρόνου βλέπεις
τις πράξεις τις μελλούμενες· δεν θέλω
στη γνώμη των θεών να παρακούσω.
Τη λευτερώνω τώρα· στείλε κάποιον
να πάει στην Υψιπύλη το μαντάτο ».
Κι αυτός ευθύς με πρόσταξε να φέρω
τα νέα της χαράς και παραγγέλνει
πως σύντομα θα φτάσει με τους γιους σου. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Κι εδώ φαίνεται το μεγαλείο της ελληνικής καρδιάς. Η βασίλισσα, που πενθεί το μονάκριβο βρέφος της, δίνει την ελευθερία στην σκλάβα, παρ’ ότι τη θεωρεί ως αιτία για το χαμό του.
Στη συνέχεια της τραγωδίας, που εξετάζουμε, εμφανίζεται ο Αμφιάραος με τους γιους της Υψιπύλης:
« ΑΜ.: Χαίρε Υψιπύλη, τα πολλά σου πάθη
τελειώσαν· η βασίλισσα Ευρυδίκη
σε λευτερώνει, σκλάβα πια δεν είσαι·
τα παλικάρια αυτά που ‘ναι μαζί μου,
γυρεύουν τη χαμένη τους μητέρα
κι εσύ θαρρώ τους δυο χαμένους γιους σου.
Ό,τι ζητάτε βρίσκεται μπροστά σας.
ΥΨ.: Αχ, τι να πω; Τι να μην πω; Μακάρι
να σ’ ευλογούν και να σε βοηθούνε
πάντα οι θεοί, Αμφιάραε, αν είναι
ετούτα αληθινά και δεν πλανεύει
την αίσθησή μου η τόση μου λαχτάρα.
ΑΜ.: Eδώ είναι οι γιοι σου, πώς δεν τους γνωρίζεις;
ΥΨ.: Ήτανε βρέφη ακόμη όταν τους πήραν.
Τι όμοιο να κρατούν ετούτοι οι άντρες
από τ’ αγόρια εκείνα; Όλα αλλάζουν…
Ωστόσο υπάρχει κάτι, ένα σημάδι
απείραχτο απ’ το πέρασμα του χρόνου.
Προτού σας πάρει μακριά ο γονιός σας,
στο λαιμό του μικρότερου η μητέρα
κρέμασε κάποιο κόσμημα, σημείο
καταγωγής και γνώρισμα του γένους.
ΕΥ.: Το φύτρο του αμπελιού θα λες, ετούτο.
ΥΨ.: Ω ναι, το ιερό φυτό του Διονύσου.
Κι αυτός που το φοράει ο Θόαντας θα ‘ναι.
ΕΥ.: Κι ο Εύνηος εγώ που σου μιλάω.
ΥΨ.: Στην αγκαλιά μου ελάτε, αγαπημένοι,
παιδάκια τότε, παλικάρια τώρα,
καμάρι και περφάνια μου· του κάκου
δεν ζέσταινε η ελπίδα την καρδιά μου.
Δεν πρόλαβα σαν μάνα να σας θρέψω,
μακριά μου μεγαλώσατε, όμως όλα
ξεχνιούνται πια, κι η στέρηση κι η θλίψη·
σας σφίγγω μες στα χέρια μου, δικούς μου. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Έτσι η βασανισμένη μάνα βρήκε πάλι τα παιδιά της. Βρέφη τα πήρε ο άντρας της, παλικάρια δοξασμένα τα συνάντησε. Κατά τον τραγικό ποιητή, όμως, την ευτυχία της Υψιπύλης, που και τα παλικάρια της βρήκε και η βασίλισσα της έδωσε τη λευτεριά της, σκίασε για λίγο ο βασιλιάς Λυκούργος, που έλειπε μακριά και σαν γύρισε κι έμαθε του Οφέλτη το θάνατο, θέλησε με θάνατο να τιμωρήσει τη δούλα του. Τότε εμφανίστηκε ο Διόνυσος ως από μηχανής θεός κι έδωσε ευτυχή κατάληξη στην περιπέτεια της σκλάβας Υψιπύλης:
« Συγκράτησε, Λυκούργε, το θυμό σου
και τέτοια ανόσια πράξη μην τολμήσεις.
Ο Διόνυσος εγώ που σου μιλάω·
είναι η γυναίκα αυτή σπορά δικιά μου,
δεν φταίει για το θάνατο του γιου σου.
Ο φταίχτης είσαι συ, γιατί του Φοίβου
ξέχασες τον παλιό χρησμό που είπε.
« Προτού σταθεί στα πόδια του μονάχο
το νήπιο και περπατήσει, ως τότε
δεν πρέπει να τ’ αφήσετε στο χώμα
δίχως κανένα φύλακα σιμά του,
γιατί αλλιώς θα κατεβεί στον Άδη ».
Έτσι έπρεπε να γίνουν όλα, ετούτη
πάτησε κάποιον όρκο που ‘χε δώσει
και τιμωρήθηκε με δυστυχίες·
την ευτυχία της τώρα ξαναβρίσκει,
γιατί, τον όρκο της πατώντας τότες,
έσωσε το γονιό της και με φόνο
συγγενικό δεν μόλυνε το γένος.
Άσε την Υψιπύλη να γυρίσει
στη Λήμνο κι ό,τι έπραξε να λάβει… » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Κι ο θεός καταλήγει:
« ω θνητά παραφρονήματ’ ανθρώπων, μάτην
οι φασιν είναι την τύχην αλλ’ ου θεούς
ει γαρ τύχη μεν έστιν, ουδέν δει θεού,
ει δ’ οι θεοί σθένουσιν, ουδέν η τύχη… »
Μετάφρ.: « Ω, των ανθρώπων ανόητες σκέψεις, όταν μάταια
λένε πως δεν υπάρχουν οι θεοί, μα η τύχη.
Γιατί, αν υπάρχει αυτή, δεν χρησιμεύουν
σε τίποτα οι θεοί· αν έχουν όμως
δύναμη, τότε αχρείαστη ‘ναι η τύχη.
Οι πράξεις, τωρινές και περασμένες,
αυτές ορίζουν μόνο τη ζωή σας. » ( Ευριπίδης, “Υψιπύλη” )
Σχόλια:
● Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θόα, συνέβησαν έντονες ηφαιστειακές εκρήξεις. Υπαίτιο τότε θεωρήθηκε το αγαλματίδιο της Αφροδίτης , που ήταν τοποθετημένο κοντά στο άγαλμα της «Λημνίας Βοός», με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να το πετάξουν στη θάλασσα. Η θεά της ομορφιάς Αφροδίτη, για να εκδικηθεί τους κατοίκους του νησιού, “προίκισε” το σώμα των Λήμνιων γυναικών, με δυσοσμία που απωθούσε τους άνδρες τους, με αποτέλεσμα αυτοί να τις αποφεύγουν, και να φέρνουν γυναίκες από τη γειτονική Θράκη.
Η Υψιπύλη , η γιαγιά της Αριάδνη και η προγιαγιά της Πασιφάη έχουν γνωρίσματα σεληνιακής θεότητας. Το όνομα Υψιπύλη= υψηλή πύλη εκφράζει το τόξο της πορείας της Σελήνης, όπως της προγιαγιάς της Πασιφάης= πάσι- φαής (η πάσι φαίνουσα ) Σελήνη και είναι προδρομική μορφή της ολυμπιακής Άρτεμης. Η ηρωΐδα, που θεωρείται ως Αμαζόνα, συσχετίζεται με τη λατρεία του Διονύσου, του οποίου είναι απόγονος, ενώ το διακριτικό της οικογένειας ήταν η χρυσή κληματόβεργα. Ας μη ξεχνάμε πως τα ονόματα των θείων της ήσαν Στάφυλος και Οινοπίωνας. Οι Λήμνιες, με το πάθος τους κατά των ανδρών, συσχετίζονται με τις Βάκχες.
Όλοι οι μεγάλοι ήρωες συνδέονται με κάποια Αμαζόνα. Ο Ηρακλής με την Ιππολύτη, ο Θησέας με την Αντιόπη, ο Αχιλλέας αργότερα με τη Πενθεσίλεια. Έτσι ο Ιάσονας συνδέεται με την Υψιπύλη. Για την ένωση του Ιάσονα με την βασίλισσα της Λήμνου γράφει κι ο Όμηρος:
« Ήταν εκεί πλοία πολλά με κρασί φορτωμένα
από τη Λήμνο· ο Εύνηος είχε αυτά σταλμένα,
γιος του ρήγα Ιάσονα από την Υψιπύλη. » (Όμηρος, “Ιλιάδα”, ραψ. Η’ 467-469)
Μετά τον φόνο των ανδρών από τις Λήμνιες, έχουμε γυναικοκρατία στο νησί. Αυτό υποδηλοί προγενέστερη μητριαρχική κοινωνία. Η ανδροκρατούμενη κοινωνία αργότερα για να υποβαθμίσει τη μητριαρχία, πιθανόν να επινόησε το μύθο του φόνου των ανδρών. Ανδροκτονία έχουμε και στο μύθο των Δαναΐδων. Όπως στη Λήμνο σώζεται ένας άνδρας, ο Θόας, πατέρας της Υψιπύλης, από την κόρη του, έτσι και στο μύθο των Δαναΐδων σώζεται ο Λυγαίας από τη γυναίκα του Υπερμνήστρα.
Η δουλεία της Υψιπύλης και η μεταφορά της στη Νεμέα μπορεί να εξηγήσει τη μεταφορά λατρευτικών χαρακτηριστικών από ένα πολύ μακρινό νησί, τη Λήμνο, στην περιοχή της Νεμέας.
● Σύμφωνα με το μύθο ο Οφέλτης, γιος του βασιλιά Λυκούργου και της Ευριδίκης, τοποθετήθηκε από την τροφό του Υψιπύλη σε ένα λίκνο από άγριο σέλινο. Εκεί το βρέφος βρήκε το θάνατο από δάγκωμα φιδιού, όταν οι «Επτά επί Θήβας» περνούσαν από τη Νεμέα πηγαίνοντας στη Βοιωτία.
Οι Επτά στρατηγοί συντετριμμένοι από το θάνατο του μικρού Οφέλτη και προκειμένου να εξευμενίσουν τους θεούς θέσπισαν τα Νέμεα, αγώνες προς τιμή του νεκρού.
Τα Νέμεα ξεκίνησαν να τελούνται το 573 π.Χ. και διεξάγονταν κάθε δύο χρόνια, τη δεύτερη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Η διάρκειά τους εικάζεται ότι ήταν πέντε ημέρες και θεωρούνταν από τους σπουδαιότερους αγώνες στην Ελλάδα μαζί με τους αγώνες της Ολυμπίας, των Δελφών και της Ισθμίας. Πολλές από τις ωδές του ποιητή Πίνδαρου είναι αφιερωμένες στους νικητές των Νέμεων.
Η πένθιμη άποψη των αγώνων εκφραζόταν κατά τους ιστορικούς χρόνους με το στεφάνι της νίκης από άγριο σέλινο, τα μαύρα ενδύματα που φορούσαν οι κριτές και το άλσος από κυπαρίσσια ( το κυπαρίσσι είναι το δέντρο που σχετιζόταν στενά με το πένθος ) που περιέβαλε το ναό του Δία. Ο ναός που χρονολογείται τον 4ο π.Χ. αιώνα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ιερά των Ελλήνων, ερείπια του οποίου σώζονται .
-----------------------------------------------------
(*8). Μετά το θάνατο του Οφέλτη, ο Αμφιάραος τον ονόμασαν Αρχέμορο= αρχή του μόρου ( αρχή του θανάτου ).
Μόρος: όλεθρος, θάνατος, πτώμα, το υπό την ειμαρμένη αναμενόμενο κακό.
(*9). Στην αρχαιότητα για να τιμήσουν τους επιφανείς νεκρούς διοργάνωναν αγώνες. Έτσι για να τιμήσουν το νήπιο του βασιλιά Λυκούργου, οι Αργείοι μετά την ταφή διοργάνωσαν αγώνες. Λένε πως τότε καθιερώθηκαν τα Νέμεα, που πολλές φορές ύμνησε ο Πίνδαρος με τους Νεμεόνικους.
Νέμεα: μία από τις τέσσερεις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές που διεξάγονταν προς τιμήν του Δία. Διοργανόνταν στην κοιλάδα της Νεμέας. Κατά την παράδοση ιδρύθηκαν για να τιμήσουν τον Οφέλτη ( Αρχέμορο ). Στους ιστορικούς χρόνους συστηματικά οργανώθηκαν το 573 π.Χ. Διεξάγονταν κάθε δυο χρόνια, τον χειμώνα του δεύτερου και το καλοκαίρι του τέταρτου και περιελάμβαναν αγώνες πυγμαχίας, άρματος, δίσκου, ίππου, σταδίου, ακοντίου, πάλης, τόξου και μουσικής. Αρχικά οι νικητές έπαιρναν στεφάνι από ελιά κι αργότερα από άγριο σέλινο. http://vagiablog.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου