ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Τρίτη 31 Μαΐου 2016

ΚΙ ΑΝ.......[ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΑΙΚΤΕΣ..]

Κι αν…
       
Μεχμέτ-Βarxigramma-Gammaεννήθηκε δυτικά της Πόλης, όπου θα έγραφε ιστορία.
Η βιολογική καταγωγή του μπορεί να είχε σχέση καί με το γένος των Ελλήνων, αν κι αυτό δεν έχει εξακριβωθεί. Πάντως, συναναστράφηκε καί συνεργάστηκε με πολλούς Έλληνες.
Μεγάλωσε μέσα στις μηχανορραφίες του παλατιού καί του χαρεμιού (από τις οποίες τελικά γλύτωσε), ικανός μηχανορράφος κι ο ίδιος.
Πήγε ανατολικά, κατέκτησε την Πόλη, κι ονειρευτόταν πιά Ανατολή καί Δύση.
Αναμφισβήτα έξυπνος καί ικανός ηγεμόνας, με πολλά άλλα προσόντα. Χαρακτηριστικό του μειονέκτημα, πως ήταν βίαιος κι απότομος.
Μάστορας στην τέχνη του εκβιασμού καί του «διαίρει καί βασίλευε». Κατέκτησε τα Ελληνικά εδάφη σταδιακά, πότε με τη στρατιωτική ισχύ καί πότε με τη διπλωματία.
Δεν πήγαινε με τίποτε τον ηλικιωμένο καί (δήθεν «σώφρονα») υποχωρητικό μεγάλο βεζύρη Χαλήλ, διότι υποπτευόταν -καί σωστά- ότι τον δωροδοκούσαν οι Βυζαντινοί γιά να «συμβουλεύει» με υποχωρητικό πνεύμα τον ορμητικό νεαρό Μεχμέτ Β’. Ενδεχομένως καί γιά να του σκάβει τον λάκκο.
Αγόραζε πάντα (απ’ όπου έβρισκε) την -γιά την εποχή του- τελευταία λέξη της τεχνολογίας στα οπλικά συστήματα. Ενώ οι αντίπαλοί του Έλληνες στον συγκεκριμένο τομέα βρισκόταν 50 χρόνια πίσω – λόγωι αρχόντων ηλιθίων, παλιανθρώπων καί αρχιλαμογιών.
Πήρε την Πόλη με 10% ικανότητα κι 90% προδοσία (των εβραίων του Γαλατά).
Λεπτομέρεια: ξεκίνησε πολλές επιθέσεις εναντίον της Πόλης από τον ποταμό Λύκο.

Κων-ΙΑ-ΠαλαιολόγοςΓεννήθηκε νότια της Πόλης, όπου θα έγραφε ιστορία.
Η βιολογική καταγωγή του δεν είχε σχέση μόνο με το γένος των Ελλήνων. Πάντως, αν καί κατά τους συγχρόνους του «ημίσλαυος», αν καί με κοσμοπολίτικο πνεύμα (δύο σύζυγοι αλλοδαπές…), αισθανόταν ακραιφνής Έλλην.
Μεγάλωσε μέσα σε μηχανορραφίες (από τις οποίες τελικά γλύτωσε), ωστόσο ο ίδιος δεν έγινε ικανός μηχανορράφος. Πιό πολύ ειλικρινής καί άγαρμπος, όχι ακριβώς το πρότυπο του διπλωμάτη ηγεμόνα.
Πήγε βόρεια, γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να κρατήσει την Πόλη. Γνωρίζοντας (στις τέσσερεις δωδεκάδες της ηλικίας του) ότι ήταν προορισμένος να κλείσει μιά εποχή ολόκληρη. Δεν ονειρευόταν, παρά μόνο την ανύπαρκτη στρατιωτική βοήθεια της Δύσης.
Αναμφισβήτα έξυπνος καί ικανός ηγεμόνας, με πολλά άλλα προσόντα. Χαρακτηριστικό του μειονέκτημα, πως πίστευε σε χίμαιρες – πχ «φιλέλλην πάπας».
Μάστορας στην τέχνη της βυζαντινής διπλωματίας, η οποία όμως δεν βοηθούσε πιά σε τίποτε.
Από μοντέρνα όπλα, δεν μπορούσε ν’ αγοράσει. Με τί λεφτά; Άσε που δεν του έδινε κανείς από τους «έχοντες».
Αν δεν έχανε την Πόλη με την προδοσία της Κερκόπορτας ( = «η πόρτα της ουράς» …προφανώς, των πιθήκων που την λαθρανοίξανε), όλα έδειχναν πως απλώς θα κέρδιζε χρονική αναβολή. Μικρή, μεγάλη, δεν έχει σημασία. Η Πόλη ήταν καταδικασμένη πιά.
Κι έτσι, πέταξε τα αυτοκρατορικά διακριτικά από την πανοπλία του (δεν είχε, δά, κανένα νόημα πιά), κι όρμησε στην τελευταία μάχη.
Λεπτομέρεια: Το οικόσημο των Παλαιολόγων, τουλάχιστον στα ύστερα χρόνια:
οικόσημο-Παλαιολόγων

ΡετζεπίκαςΓεννήθηκε δυτικά της πόλης, όπου (συνεχίζει να) γράφει ιστορία- καί μέσα στην Πόλη.
Η βιολογική καταγωγή του είναι αναμφισβήτα Ελληνική, αν κι ο ίδιος δε θέλει να τη δεί ούτε ζωγραφιστή. Πάντως, συνεργάστηκε με Έλληνες, έστω καί τυπικά. Έκανε καί κουμπαριά με Έλληνα.
Μεγάλωσε μέσα στις μηχανορραφίες των κομμάτων καί διαφόρων οργανώσεων (από τις οποίες μηχανορραφίες τελικά γλύτωσε), ικανός μηχανορράφος κι ο ίδιος.
Πήγε ανατολικά, κατέκτησε την Άγκυρα, κι ονειρεύεται πιά κυριαρχία σ’ Ανατολή καί Δύση, Βορρά καί Νότο.
Αναμφισβήτα έξυπνος καί ικανός ηγεμόνας, με πολλά άλλα προσόντα. Χαρακτηριστικό του μειονέκτημα, πως είναι ξεροκέφαλος.
Μάστορας στην τέχνη του εκβιασμού καί του «διαίρει καί βασίλευε». Πάει να κατακτήσει τα Ελληνικά εδάφη σταδιακά, με τη διπλωματία – κι αν χρειαστεί, με τη στρατιωτική ισχύ.
Δεν πάει με τίποτε τον ηλικιωμένο καί (δήθεν σώφρονα) πονηρό κάποτε «σύμβουλό» του Γκιουλέν, διότι υποπτεύεται -καί σωστά- ότι ο «σώφρων» γέρος του σκάβει τον λάκκο.
Αγοράζει πάντα (απ’ όπου βρίσκει) την -γιά την εποχή μας- τελευταία λέξη της τεχνολογίας στα οπλικά συστήματα. Ενώ οι αντίπαλοί του Έλληνες στον συγκεκριμένο τομέα βρίσκονται 30 χρόνια πίσω – λόγωι αρχόντων ηλιθίων, παλιανθρώπων καί αρχιλαμογιών.
Δεν φοβάται το 90% της ικανότητας των εχθρών του να του πάρουν την Πόλη, όσο φοβάται το 10% μιάς πιθανής (εβραίϊκης) προδοσίας.
Ωστόσο, κάπου μέσα του γνωρίζει καλά ότι την Πόλη θα την θα χάσει… Κι έτσι, πέταξε από πάνω του τα τελευταία ίχνη σοβαρότητας που έδειχνε (δεν έχει, δά, κανένα νόημα πιά), κι όρμησε στην τελευταία μάχη-μαϊμού.
Λεπτομέρεια: στις παντοιότροπες επιθέσεις του εναντίον των Ελλήνων, τον βοηθάνε οι «Γκρίζοι Λύκοι».

Β-ΠούτινΓεννήθηκε βόρεια της Πόλης, όπου θα γράψει ιστορία.
Η βιολογική καταγωγή του δεν είναι γνωστό αν έχει σχέση με το γένος των Ελλήνων. Πολλά γράφονται, ανεπιβεβαίωτα. Ο ίδιος ούτε τα επιβεβαιώνει, ούτε τα απορρίπτει. Το σίγουρο είναι πως θεωρείται Σλαύος. Πάντως, τους Έλληνες μας πάει (αν καί μας θεωρεί -με το δίκιο του- επιπόλαιους).
Μεγάλωσε μέσα στις μηχανορραφίες της Κά-Γκέ-Μπέ καί του κόμματος (ποιού κόμματος; «- Ιένα είν’ του Κουόμμα!», που είπε κάποτε -πέρα γιά πέρα Θεσσαλιστί– κι ο Χαρίλαος), από τις οποίες τελικά γλύτωσε. Ο ίδιος έγινε αρκετά ικανός μηχανορράφος, με εφαρμοσμένη νοοτροπία σκακιστή.
Θέλει να πάει νότια, γνωρίζοντας ότι θα κατακτήσει καί (όσο μπορεί) θα κρατήσει την Πόλη. Γνωρίζει ότι είναι προορισμένος να κλείσει μιά εποχή ολόκληρη. Ονειρεύεται κυριαρχία σ’ Ανατολή καί Δύση, Βορρά καί Νότο.
Αναμφισβήτα έξυπνος καί ικανός ηγεμόνας, με πολλά άλλα προσόντα. Χαρακτηριστικό του μειονέκτημα, πως την καλλιέπεια δεν την έχει σε πρώτη εκτίμηση.
Παρά ταύτα, τυγχάνει μάστορας στην τέχνη της διπλωματίας, η οποία δεν βοηθάει σε τίποτε …τους εχθρούς του.
Από μοντέρνα όπλα, δεν θέλει ν’ αγοράσει. Φτιάχνει μόνος του.

Αν δεν πάρει την Πόλη (είτε με ικανότητα, είτε με προδοσία), όλα δείχνουν πως απλώς θα λουστεί μιά μικρή χρονική αναβολή. Μικρή, μεγάλη, δεν έχει σημασία. Η Πόλη είναι «καταδικασμένη» πιά, να πάψει ν’ αποτελεί τμήμα της Τουρκίας.
Λεπτομέρεια: όπου βρεθεί επισήμως, πάντα συνοδεύεται από το οικόσημο των Παλαιολόγων:
σημαία-Προέδρου-Ρωσσίας

……………………………………………………………

Καί λοιπόν; Τί σημασία έχουν όλ’ αυτά;
Απλά, αναρωτήθηκα αν, μέσα στο ρεύμα του χρόνου, δυό ψυχές είναι επιφορτισμένες με δυό συγκεκριμένους ρόλους. Ξανά καί ξανά καί ξανά καί ξανά.
Κι αν όντως είναι;
Είναι το Μάτριξ ο υπέρτατος κυρίαρχος του κόσμου μας;
Κι αν όντως είναι;
Κι εν τέλει, το Μάτριξ είναι καλό (αφού στα σίγουρα μας συμφέρει το να ξαναπάρουμε -αμέσως ή εμμέσως- την Πόλη), κακό, ή ουδέτερο;
Είναι ωραίο να κουμαντάρει την ανθρωπότητα με χάντρες καί καθρεφτάκια; (Στην κυριολεξία! Διότι η χρονική περιοδικότητα των γεγονότων – οι χάντρες ενός νοητού κομπολογιού- συν οι αντιστροφές των συνθηκών -τα καθρεφτάκια– στις ζωές των τεσσάρων ανδρών που είδαμε, δίνουν καί παίρνουν.)
Κι αν όντως είναι έτσι;
Ειλικρινά, αγνοώ. Στο κάτω-κάτω, με τα πάντα προδιαγεγραμμένα εξ αρχής, το μέλλον παύει νά ‘χει την όποια ομορφιά. Άσε που, αν οι «μεγάλοι» είναι απλά πιόνια στο Κοσμικό Σκάκι, εμείς οι καθημερινοί άνθρωποι τί ελπίδες μπορούμε νά ‘χουμε;
Καί, τελικά, γυρνάμε γύρω-γύρω σ’ έναν μύλο, σα χάμστερς;
Δεν γνωρίζω.
Δεν γνωρίζω καλά-καλά αν οι συσχετισμοί που κάνω είναι λογικοί, ή ασυναρτησίες.

Μάλλον το ζεστό νερό του ντους, που έτρεχε πάνω μου χθες, παραήταν χαλαρωτικό!
 

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

29 ΜΑΙΟΥ 1453.ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΑΡΡΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ

29 Μαίου 1453 οι τελευταίες ώρες της Βασιλεύουσας-μια ιστορία θάρρους και προδοσίας   




i





Θεοδοσιανά τείχη. Μέγα τείχος.

Βράδυ Δευτέρας.28 Μαΐου.

Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην γεμάτη άταφα πτώματα, πεδιάδα του Λύκου.

Σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε.

Η Πόλη των πόλεων, θα ζούσε άλλη μια ημέρα σκληρής πολιορκίας. Ο καιρός δεν ήταν πολύ κρύος, είχε όμως μια υγρασία που τρυπούσε τα κόκαλα.

Τύλιξε τον βαρύ μαύρο μανδύα του πάνω από την πανοπλία του. Ήταν κουρασμένος. Όλα τα μέλη του πονούσαν φρικτά.

Στην σκουρόχρωμη μεταλλική του πανοπλία, η υγρασία σχημάτιζε μικρά αυλάκια νερού που έπεφταν στο έδαφος.

Στο βάθος, στο στρατόπεδο του Αμιρά, η νύχτα είχε γίνει μέρα από τις εκατοντάδες φωτιές που είχαν ανάψει. Τα τύμπανα δεν σταματούσαν λεπτό να χτυπούν. Οι κραυγές και οι επικλήσεις στον Θεό τους, ακουγόταν καθαρά μέχρι τα τείχη που στέκονταν ο ίδιος.

Οι δερβίσηδες έκλαιγαν και υπόσχονταν στους στρατιώτες του εχθρού πιλάφι και γυναίκες στον παράδεισο, εάν πεθάνουν τιμημένα στη μάχη Ένα άσχημο προαίσθημα έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. Έφερε το χέρι του στο τεράστιο σπαθί του και χάιδεψε τη λαβή.

Έστριψε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά και είδε ότι στα υπερήφανα τείχη, είχαν απομείνει ελάχιστοι υπερασπιστές.

Οι περισσότεροι εξουθενωμένοι κοιμόντουσαν με τις πανοπλίες τους και τα σπαθιά στο χέρι. Κάποιοι είχαν αφήσει τα αρκεβούζια τους επάνω στις πολεμίστρες και απλά περίμεναν.

Όλοι ήξεραν ότι η μέρα που ξημέρωνε θα ήταν η πιο δύσκολη και η καθοριστικότερη από όλες τις ημέρες της πολιορκίας.

Από τις 7 Απριλίου πολεμούσαν αδιάκοπα έναν δυνατότερο και πολυάριθμο εχθρό. Και όμως άντεχαν. Κάθε ημέρα στις επάλξεις θέριζαν όποιον τολμούσε να πλησιάσει. Η τεράστια τάφρος από κάτω είχε γεμίσει και αυτή πτώματα. Κι όμως εκείνοι δεν τα παρατούσαν και με περισσότερη λύσσα κάθε φορά επιχειρούσαν εξ εφόδου να καταλάβουν τα τείχη.

Ξημέρωνε η 29η Μαΐου, του Σωτήριου έτους 1453 Σε λίγη ώρα στα τείχη θα εμφανιζόταν να πάρει τη θέση του στις πολεμίστρες ανάμεσα στους συμπολεμιστές του, σαν απλός στρατιώτης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο τελευταίος αυτοκράτορας της χιλιόχρονης Πόλης…

Ο Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης συνέχιζε να κοιτά προς το στρατόπεδο του Αμιρά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άνθρωποι του σουλτάνου, εκείνου του νεαρού με τη γαμψή μύτη και τα σχιστά παμπόνηρα μάτια, τον είχαν πλησιάσει και του είχαν προτείνει να παρατήσει τον Αυτοκράτορα και να πάει με το μέρος τους.

Θα τον έπνιγαν στα χρυσάφια.

Και εκείνον και τους 800 συντρόφους του που τον ακολουθούσαν πιστά χρόνια τώρα.

Ο μικρός στρατός μισθοφόρων που είχε δημιουργήσει ήταν ο καλύτερος στην Ευρώπη για την υπεράσπιση κάστρων.

Ο 21 ετών Μεχμέτ του είχε διαμηνύσει σε τόνο που δεν σήκωνε αμφισβήτηση: “Έλα μαζί μου και θα έχεις ότι ζητήσεις. Πράγματα που ούτε έχεις φανταστεί. Μείνε με τον Αυτοκράτορα και σε περιμένει ο θάνατος”

Έφθασε στην Πόλη στα μέσα του χειμώνα στις 26 του Γενάρη. Τα δυο πλοία του με τους 800 σιδερόφραχτους ατρόμητους πολεμιστές του, έδεσαν στο λιμάνι του Βουκολέωντα.

Όταν κατέβηκαν και παρατάχθηκαν μπροστά στον προβλήτα περιμένοντας τον Αυτοκράτορα, ο κόσμος τους αγκάλιαζε και έκλαιγε από χαρά.

Στα πρόσωπα τους έβλεπε τη σωτηρία τους. Ο αυτοκράτορας τον εμπιστεύτηκε και τον έχρισε αμέσως Πρωτοστράτορα.

Είχε υπό τη διοίκηση του ολόκληρη την άμυνα της Πόλης. Ο Κωνσταντίνος του έδειξε απεριόριστη εμπιστοσύνη και ο Ιωάννης Ιουστινιάννης δεν επρόκειτο να τον προδώσει.

 Στην Ευρώπη όλη, οι βασιλιάδες και οι ευγενείς τον ήξεραν με το όνομα του Giovanni Guistiniani Longo.

Οι Βυζαντινοί τον φώναζαν Καπετάν-Γιουστουνιά, οι εχθροί του, που τον έτρεμαν τον φώναζαν “Μαύρο Άγγελο”.

Η σκουρόχρωμη γκρίζα βαριά μεταλλική του πανοπλία, ο μαύρος μανδύας του και το επιβλητικό του παρουσιαστικό, ειδικά όταν “έριχνε” την περικεφαλαία του να καλύψει το πρόσωπο του, τον έκαναν να δείχνει σαν Άγγελος θανάτου…

Αμέσως έπιασε δουλειά. Χώρισε και αναδιάταξε τον στρατό. Τους εκπαίδευσε όσο μπορούσε καλύτερα, στα σύγχρονα όπλα, και ζήτησε να επιδιορθωθούν τα τείχη.

Απαίτησε από τον αυτοκράτορα να πάρει δια της βίας όσους από τους νέους της Κωνσταντινούπολης είχαν κλειστεί σε μοναστήρια, για να μην πολεμήσουν και δυστυχώς ήταν πολλοί.

Έδωσε στον κάθε στρατιώτη ρόλο.

Όρισε το σημείο των τειχών που θα υπερασπιζόταν ο κάθε ευγενής Και τοποθέτησε τους δικούς του 800 ιππότες στα πιο καίρια και επικίνδυνα σημεία.

Κάθε βράδυ δειπνούσε με τον αυτοκράτορα και κατέστρωναν σχέδια για να μην αφήσουν τα Θεοδοσιανά τείχη να τα πατήσει ο εχθρός.

Κάθε βράδυ ζούσαν σαν να ήταν το τελευταίο. Οι υπερασπιστές ήταν αυτό που λέμε “μετρημένα κουκιά”: 5.000 Βυζαντινοί και 2.500 Γενουάτες, Ενετοί, Ισπανοί ακόμη και Τούρκοι. Σύνολο με τις εφεδρείες το πολύ 9.000 ψυχές.

Και οι απέναντι; Αναρίθμητοι. Ξεπερνούσαν τις 150.000. Οι περισσότεροι Τούρκοι, αλλά και πολλοί Βούλγαροι, Σέρβοι, Ούγγροι, Βόσνιοι, Αγαρηνοί, Αμπχάζιοι, ακόμη και …Έλληνες.

 

Τον Ιουστινιάνη όμως όπως και τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο δεν τους απασχολούσε η μεγάλη μάζα του στρατού του Μεχμέτ.

Ούτε οι Βασιβουζούκοι, ούτε οι Σπάχηδες μπορούσαν να συγκριθούν με τους Βυζαντινούς και τους Λατίνους.

Τον Αυτοκράτορα και τον Πρωτοστράτορα τους έκαιγαν τα 20.000 εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα που είχε σαν προσωπική φρουρά ο Μεχμέτ. Τους ονόμαζαν Γενίτσαρους. Αυτούς έπρεπε να εξολοθρεύσει ο Βυζαντινός στρατός…

Το τελευταίο βράδυ μετά τη λειτουργία στην Αγία Σοφία και πριν πάρει το δρόμο του προς τα τείχη, ο Ιουστινιάνης συναντήθηκε στο “Αυγουσταίον”, με τον Αυτοκράτορα.

Περπάτησαν μαζί τη Μέση Οδόν και στα αριστερά τους είχαν τον Ιππόδρομο.

Η φρουρά του Κωνσταντίνου είχε μείνει διακριτικά λίγο πιο πίσω, μαζί με τη φρουρά του Μαύρου Άγγελου. Δίπλα στον Αυτοκράτορα βρισκόταν ο άνθρωπος που ο Ιουστινιάννης μισούσε περισσότερο από οποιονδήποτε.

Ο Μέγας Δούξ, ο Λουκάς Νοταράς. Ο άνθρωπος που προτιμούσε το “Τούρκικο Σαρίκι από την Λατινική καλύπτρα”.

Ο Ιουστινιάννης ζήτησε από τον Αυτοκράτορα το πρωί όταν θα ξεκινούσε η μάχη να τον κλειδώσει αυτόν και τους άλλους στρατιώτες, στην Πύλη που υπερασπιζόταν για να μην μπορέσει κανείς να φύγει:

“Ή θα νικήσουμε ή θα πεθάνουμε όλοι μας επάνω στην Πέμπτη (Πύλη) και στον Άγιο Ρωμανό” του είπε και κάρφωσε δολοφονικά τα μάτια του στον Μέγα Δούκα.

Ο κόσμος που συνέχιζε να βγαίνει εκείνη την ώρα από την Αγία Σοφία είδε τον Αυτοκράτορα του, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να δακρύζει και να αγκαλιάζει τον Πρωτοστράτορα του. Ο Λουκάς Νοταράς χαμογέλασε ειρωνικά…

Ο Μέγας Δούκας της Κωνσταντινούπολης ποτέ δεν συμπάθησε τον Γενουάτη Ιουστινιάνη. Ποτέ δεν του άρεσε οτιδήποτε προέρχονταν από τη Δύση και οτιδήποτε ήταν λατινικό.

Προτιμούσε τους Οθωμανούς και τον νέο σουλτάνο Μεχμέτ.

Εξάλλου ήταν μόλις 21 ετών και σε μια ενδεχόμενη κατάληψη της Πόλης από εκείνον θα μπορούσε εύκολα να τον χειραγωγήσει…

Ήταν ο Μεγας Δούκας της Πόλης και εάν πέθαινε ο αυτοκράτορας εκείνος θα αναλάμβανε… Ο Λουκάς Νοταράς, όχι μόνο δεν συμπαθούσε τον Ιουστινιάνη αλλά τον φοβόταν κιόλας.

Όχι τόσο λόγω παρουσιαστικού.

Τον φοβόταν γιατί λίγες ημέρες πριν λίγο έλειψε να του κόψει το κεφάλι μπροστά στον Κωνσταντίνο.

Εκείνο το απόγευμα που ο Αυτοκράτορας και ο Πρωτοστράτορας πολεμούσαν για ώρες στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού.

Εκείνο το απόγευμα που οι Οθωμανοί λίγο έλειψε να μπούν στην θεοφύλακτη Πόλη. Τότε που ο Πρωτοστράτορας του έστειλε αγγελιοφόρο στα Θαλασσινά τείχη όπου βρισκόταν:

“ Μεγάλε Δούκα χρειαζόμαστε επειγόντως τα κανόνια και τους πολεμιστές σου. Εκεί που τα κρατάς σήμερα δεν γίνεται μάχη.

Πρέπει να έρθουν όλοι ΑΜΕΣΩΣ προς βοήθεια, στην Πύλη του Αγίου (Ρωμανού). Το ρήγμα στα τείχη είναι μεγάλο. Δεν θα αντέξουμε για πολύ. Τα σκυλιά θα μπουν μέσα”

Η απάντηση του Νοταρά ήταν λιτή. “Κανείς δεν θα πάει πουθενά. Τους χρειάζομαι εδώ”. Τελικά ο αυτοκράτορας και οι υπερασπιστές στα τείχη αν και πολεμούσαν από το πρωί κατάφεραν το απόγευμα να τσακίσουν όλους τους εχθρούς.

Λίγοι πάτησαν τα τείχη και εκείνοι μακελεύτηκαν αμέσως. Το βράδυ στο παλάτι στις Βλαχέρνες ο Ιουστινιάνης μπήκε στη Μεγάλη αίθουσα βρώμικος και κατάκοπος από την πολύωρη μάχη. Με συννεφιασμένο βλέμμα έψαξε τον Νοταρά.

Ήταν ο μοναδικός στην αίθουσα, ντυμένος με καθαρά ρούχα και “ατσαλάκωτος”. Στεκόταν δίπλα στον εξουθενωμένο Παλαιολόγο.

Η μεταλλική μαύρη φορεσιά του Γενουάτη έτριξε καθώς εκείνος πλησίαζε με δυο δρασκελιές τον Νοταρά. Το σκοτεινό βλέμμα του, τρόμαξε μέχρι και τον αυτοκράτορα.

Ο Ιουστινιάνης έβγαλε το τεράστιο σπαθί του από τη θήκη με ασύλληπτη ταχύτητα.

Κανένα μάτι δεν κατάλαβε πως. Η παχιά και κοφτερή σαν ξυράφι λεπίδα πίεσε δυνατά και μάτωσε τον λαιμό του Νοταρά. Τα λόγια του Γενουάτη δεν σήκωναν αμφισβήτηση. Του ψιθύρισε: “Έδω μπροστά στον βασιλιά σου θα σου πάρω το κεφάλι. (traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal .

“Ω προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω μ’ αυτό το μαχαίρι”).Σκυλί γιατί δεν έστειλες βοήθεια που σου ζήτησα. Αφού στα Θαλασσινά δεν πολεμούσες. Όχι για μένα αλλά για τον Αυτοκράτορα σου, Λουκά Νοταρά.”

Το πρόσωπο του Ιουστινιάνη έγινε κατακόκκινο από το θυμό καθώς ξαναθυμήθηκε τι είχε συμβεί λίγες ώρες πριν στον Άγιο Ρωμανό.

Λίγο έλειψε να πεθάνει το απόγευμα της 7ης Μαΐου πάνω στα τείχη. Εκείνη την ημέρα που οι Τούρκοι έκαναν την μεγαλύτερη επίθεση τους. Τουλάχιστον 40.000 Οθωμανοί όρμηξαν λυσσασμένα προς τα τείχη για να τα καταλάβουν…Πολεμούσε πλάι στον αυτοκράτορα από το πρωί.

Κάποια στιγμή τον άφησε και με 20 δικούς του έτρεξε λίγα μέτρα βορειότερα. Οι Οθωμανοί είχαν στήσει σκάλες και ανέβαιναν.

Οι άλλοι υπερασπιστές ήταν νεκροί σε εκείνο το σημείο. Έπεσε πάνω τους όπως ο θεριστής στα στάχυα. Τους μεκέλευε έναν προς έναν μαζί με τους 20 συντρόφους του.

Όταν ξαφνικά ένας γενίτσαρος ανέβηκε τις σκάλες και εμφανίστηκε στα τείχη.

Ο Αμουράτ μόνος άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους σιδερόφραχτους και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πρωτοστράτωρα. Ο Ιουστινιάνης ήταν ψήλος επιβλητικός με χέρια σαν κορμούς δέντρου και σβέρκο σαν δαμάλι. Όμως έδειχνε σαν παιδάκι μπροστά στον Αμουρατ. Ο τεράστιος Γενίτσαρος με το κυρτό σπαθί του επιτέθηκε με μανία στον Ιουστινιάνη. Κάθε χτύπημα τον έκανε να υποχωρεί. Δεν μπορούσε να αντέξει για πολύ την επίθεση του. Το σπαθί έπεφτε με δύναμη πάνω στην πανοπλία. Ο Γενουάτης δεν άντεξε, δεν πρόλαβε να ανταποδώσει καν ένα χτύπημα. Παραπάτησε και έπεσε. Ο Τούρκος χαμογέλασε με κακία και σήκωσε το σπαθί του. Ο Ιουστινιάνης βλαστήμησε και έκλεισε τα μάτια…

Ο θάνατος όμως δεν ήρθε. Περίμενε με κλειστά τα μάτια και κομμένη την ανάσα τον Τούρκο να του κόψει το κεφάλι αλλά παρέμενε ζωντανός. Άνοιξε τα μάτια και το πρώτο που αντίκρισε ήταν το πρόσωπο του γενιτσάρου πεσμένο δίπλα του με τα μάτια του ορθάνοιχτα γεμάτα έκπληξη να τον κοιτούν. Γύρισε και είδε το τεράστιο κορμί του Τούρκου να έχει πέσει στα γόνατα. Από τον λαιμό του ξεπηδούσαν πίδακες αίματος.

Δίπλα όρθιος στεκόταν με ματωμένο το σπαθί του ένας νέος και χαμογελούσε. Ήταν δεν ήταν 17 χρονών. Αν και όρθιος δεν ξεπερνούσε στο ύψος το άψυχο ακέφαλο γονατιστό κορμί του Αμουράτ.

Ένα ατρόμητο Ελληνόπουλο είχε δει από την αρχή τον γενίτσαρο να επιτίθεται στον Πρωτοστράτορα. Παράτησε το πόστο του και με φτερά στα πόδια έφτασε την κατάλληλη στιγμή. “Με λένε Ραγκαβή, Πρωτοστράτορα μου…” πρόλαβε να πει πριν η πανοπλία του τρυπηθεί σε πολλά σημεία από βροχή από βέλη.

Κάτω από τα τείχη οι Οθωμανοί τοξότες είχαν δει τι είχε συμβεί και εκδικήθηκαν.

Ο Ιουστινιάνης σηκώθηκε ουρλιάζοντας και με το γυμνό σπαθί του πέταξε μόνος του όσους γενίτσαρους είχαν απομείνει στα τείχη. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα για τον θάνατο του μικρού Έλληνα που του έσωσε τη ζωή.

Ένα χέρι τον άγγιξε και τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Βρισκόταν και πάλι μπροστά στον Νοταρά. Το χέρι που έπιανε απαλά το σπαθί του, ήταν του αυτοκράτορα: “Σας παρακαλώ αδέλφια. Ας αφήσουμε κατά μέρους τις διαφορές που μας χωρίζουν”.

Για άλλη μια φορά προσπάθησε να τους έχει όλου ενωμένους ενάντια στον κοινό εχθρό, αν και ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο ρόλος του καθένα…

Σκηνή σουλτάνου Μεχμέτ. Βράδυ Δευτέρας 28 Μαΐου  

Ο Μεχμέτ ο Β, δεν άκουγε τους συμβούλους του που μιλούσαν γύρω του. Είχε καθίσει αναπαυτικά επάνω στο παχύ χαλί της σκηνής του, στη μεγάλη και κεντημένη με χρυσές κλωστές μαξιλάρα και είχε αφήσει το νου του να ταξιδέψει.

Ήταν ο τρίτος γιος του Σουλτάνου Μουράτ και η τύχη το έφερε έτσι να γίνει εκείνος Σουλτάνος μετά τον θάνατο του πατέρα του.

Η αλήθεια είναι ότι ο Μουράτ τον τελευταίο καιρό πριν πάει να συναντήσει τον Αλλάχ, είχε γίνει εξαιρετικά μαλθακός. Είχε συνάψει συμφωνίες φιλίας με του Βυζαντινούς και είχε αποσυρθεί στην Αδριανούπολη, όπου και είχε επιδοθεί σε ένα ανελέητο “αγώνα” απολαύσεων και φιλοσοφίας.

Βέβαια πριν από αυτό είχε κατατροπώσει τους πάντες στα Βαλκάνια και είχε εκτοπίσει τους Βυζαντινούς σε 2 θύλακες. Στον Μυστρά ή Μυζηθρά και στην Κωνσταντινούπολη. Την Πόλη που για 1000 χρόνια δεν είχε καταλάβει κανείς σε 27 πολιορκίες.

 

Ο Μεχμέτ συνέχιζε να αναπολεί. Ήθελε να γίνει ο νέος Ισκεντέρ.

Ο Μέγας Αλέξανδρος που θαύμαζε από μικρός. Αυτός στα 21 του χρόνια θα κατάφερνε, ότι μόνο ο Αλέξανδρος είχε καταφέρει. Θα γινόταν ο κυρίαρχος του κόσμου.

Ήταν ήρεμος. Μόλις τον είχαν πληροφορήσει ότι οι “Μουγκοί” που έστειλε ο ίδιος στον μικρότερο ετεροθαλή αδελφό του είχαν κάνει τη δουλειά τους.

Με μεταξωτά κορδόνια τον έπνιξαν. Και δεν χύθηκε το τιμημένο αίμα του οίκου του Οσμάν και εκείνος τώρα δεν θα είχε κανένα που εν δυνάμει θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα δικαιώματα του στον θρόνο.

Το μόνο που έπρεπε τώρα, ήταν να καταλάβει την “Κωσταντιγιέ” όπως έλεγαν τη βασιλεύουσα μέχρι τότε οι Οθωμανοί. Εάν αποτύγχανε ήξερε καλά ότι οι “Μουγκοί” θα τον επισκέπτονταν και εκείνον κάποιο βράδυ σταλμένοι από κάποιον Βεζίρη του.

Έδιωξε γρήγορα τη σκέψη αυτή: “όταν μπω στην Πόλη νικητής θα της αλλάξω και ονομασία. Θα την ονομάσω Ιστανμπούλ, ή Ισλαμπόλ δεν ξέρω, θα αποφασίσω μετά” σκέφτηκε.

Στο συμβούλιο τον λόγο είχε πάρει ο Μεγάλος Βεζίρης και πιστός σύντροφος του πατέρα του, Μουράτ, ο ηλικιωμένος Χαλίλ Τσανταρλί Πασάς.

Τον άκουγε να λέει ότι η Πόλη δεν πέφτει και ότι όσο είναι καιρός να μαζέψουμε τις σκηνές μας και να επιστρέψουμε στο Ετιρνέ ( Αδριανούπολη).

Ο Μεχμέτ έσφιξε τα χείλη του και σκέφτηκε: “Χαλίλ Πασά όταν πέσει η Πόλη ετοιμάσου να αποχωριστεί το κεφάλι από το σώμα σου. Νομίζεις γέρο ότι δεν ξέρω πως ο Παλαιολόγος σε δωροδοκεί για να σπείρεις διχόνοια στον στρατό μου και να με καταφέρεις να φύγω”

Ο Μεχμέτ σηκώθηκε χτύπησε μια φορά παλαμάκια και όλοι σιώπησαν και κατέβασαν τα κεφάλια στο πάτωμα.

Ίσιωσε την χρυσοπράσινη κελεμπία του και με ήρεμη φωνή είπε: “ Μοιράστε διπλές μερίδες φαγητού στο στράτευμα.

Στείλτε δερβίσηδες σε κάθε γωνιά του στρατοπέδου να τους πουν ότι αύριο το βράδυ θα κοιμηθούν σε απαλά στρώματα μέσα στην Πόλη.

Θέλω οι δερβίσηδες να τους κάνουν να κλάψουν.

Να τους πουν ότι όποιος πεθάνει θα πάει στον παράδεισο. Όλο το βράδυ θα χτυπάνε τα τύμπανα. Ανάψτε και φωτιές παντού.

Ο πρώτος που θα πατήσει τα τείχη και θα ανεβάσει τη σημαία μου στις επάλξεις θα πάρει το βάρος του σε χρυσάφι.

Οι υπόλοιποι έχουν 3 μέρες δικές τους να κάνουν ότι θέλουν μέσα στην Πόλη. Να πάρουν σκλάβες να πάρουν σπίτια να πάρουν χρυσάφια.

Τους ανήκουν όλα. Σε εμένα ανήκουν τα δημόσια κτίρια και η ίδια η Πόλη. Τώρα πλησιάστε όλοι να σας πω το σχέδιο επίθεσης που σκέφτηκα…”

Λίγη ώρα αργότερα ο Μεχμέτ αποφάσισε να μιλήσει ο ίδιος στους στρατιώτες του. Ζήτησε να συγκεντρωθούν. Μια τεράστια ανθρώπινη θάλασσα γέμισε τον χώρο.

Ο Σουλτάνος με σταθερή φωνή, άρχισε να λέει: «Αγαπημένα μου παιδιά, εύχομαι και σας παρακαλώ, στο όνομα του Θεού, του προφήτη του Μωάμεθ και στο δικό μου, το δούλου τους να κάνετε αύριο ένα έργο που θα μείνει στην αιωνιότητα, όπως έκαναν μέχρι τώρα παντού οι πρόγονοί μας.

Να ανεβείτε με τις σκάλες στα τείχη σαν πουλιά με όλη τη γενναιότητα, το θάρρος και την προθυμία που διαθέτετε για να μη χάσουμε τη φήμη που κέρδισαν οι πρόγονοί μας με τη χάρη του Θεού. 

Αντίθετα, τώρα ήρθε η ώρα να την κάνουμε ακόμη μεγαλύτερη» Το αλλόκοτο και ανομοιογενές πλήθος παραληρούσε και ζητωκραύγαζε. Η ώρα της τελικής εφόδου πλησίαζε…

Μέγα Παλάτιον Βλαχέρνες. Βράδυ Δευτέρας.28 Μαΐου

Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ζήτησε από τον καλό και πιστό του φίλο Γεώργιο Φραντζή να δώσει εντολή να συγκεντρωθούν μπροστά του, στην «Αίθουσα του Θρόνου», όλοι οι άρχοντες, οι στρατηγοί και οι Πρωτοσπαθάριοι της Πόλης.

Μέχρι να έρθουν ζήτησε να μην τον ενοχλήσει κανείς. Άφησε το κουρασμένο του κορμί να πέσει βαριά στην μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα.

Έσκυψε και έφερε τα δυο του χέρια στο πρόσωπο του. Η Πόλη του, άντεχε 50 συνεχόμενες ημέρες. Ως πότε όμως.

Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει από τότε που στέφθηκε Αυτοκράτορας. Ώρες ώρες ένιωθε εντελώς μόνος.

Το βάρος που έφερε καθημερινά ήταν δυσβάσταχτο. Ένιωθε ότι μαχόταν σε έναν πόλεμο που από την αρχή του, το αποτέλεσμα είχε κριθεί.

Κανείς δεν τον βοηθούσε. Τα θησαυροφυλάκια ήταν άδεια.

Η Πόλη που κάποτε αριθμούσε περισσότερο από μισό εκατομμύριο ψυχές και ήταν το κέντρο του κόσμου, τώρα ήταν ένα μια νεκροζώντανη σκιά του εαυτού της.

Τα πλοία, όσα είχαν απομείνει σάπιζαν στα νεώρια.

Πολλά σπίτια ήταν πλέον άδεια…Φαντάσματα στα χαλάσματα.

Κοράκια έκραζαν στον ουρανό. Οι άρχοντες δεν έδιναν χρήματα λες και όταν ο Σουλτάνος θα έμπαινε στην Βασιλεύουσα θα τους άφηνε να τα κρατήσουν.

Αναγκάστηκε να εκποιήσει μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Τα τάματα του λαού του. Προσπάθησε να καλέσει τη Δύση για βοήθεια. Ακόμη την περίμενε…Κανένα πλοίο από τους Λατίνους δεν εμφανιζόταν στον ορίζοντα, παρά τις διαβεβαιώσεις.

Ευτυχώς που εμφανίσθηκε και ο Ιουστινιάνης. Βέβαια εάν η Πόλη άντεχε, ο Γενουάτης θα έπαιρνε σαν πληρωμή ολόκληρη τη νήσο Λήμνο.

Πόσο θα ήθελε να είχε χρήματα στο κρατικό θησαυροφυλάκιο.

Θα μπορούσε να πληρώσει εκείνον τον τεχνίτη κανονιών τον Ουρβάνο.

Η μεγάλη Μπομπάρδα θα ήταν μέσα από τα τείχη και όχι απέξω. Δεν είχε… Ο Ουρβάνος πήγε στον Σουλτάνο και η Μπομπάρδα έκανε τη γη να τρέμει σε κάθε κανονιοβολισμό.

Έμαθε μάλιστα ότι στην Αδριανούπολη μια γυναίκα έχασε το παιδί που είχε στην κοιλιά της από τον φόβο της.

Τόσο μακριά ακουγόταν ο ήχος του ορειχάλκινου τέρατος.

Η μπομπάρδα διέλυε αργά αλλά σταθερά τα τείχη.

Χαμογέλασε ειρωνικά όταν στην αρχή οι κανονιέρηδες έριχναν στα τείχη και δεν τους προκαλούσαν την παραμικρή φθορά,

Μέχρι εκείνο το πρωινό που εμφανίστηκαν οι Ούγγροι τεχνίτες που του έστειλε ο σύμμαχος του, ο Ιωάννης Ουνιάδης για να τον βοηθήσουν στην άμυνα της Βασιλέυουσας.

Αντί να έρθουν μέσα στην Πόλη όπως έπρεπε, εκείνοι έτρεξαν στον Σουλτάνο. Του είπαν και έδειξαν στο στρατό του, τον τρόπο να ρίξουν τα τείχη.

Ο Σουλτάνος τους πλήρωσε αδρά. Το δικό του θησαυροφυλάκιο ήταν γεμάτο.

Οι τεχνίτες τους είπαν να ρίχνουν την πρώτη βολή σε ένα σημείο. Η δεύτερη θα έπρεπε να πέσει στην ίδια ευθεία με την πρώτη αλλά λίγα μέτρα πιο δίπλα.

Η τρίτη κανονιά θα έπεφτε στη μέση και λίγο χαμηλότερα. Σαν ανάποδο τρίγωνο. Τα τείχη έπεφταν και διαλύονταν πια σαν να ήταν από άμμο.

Ευτυχώς που ο λαός του, δεν έκανε πίσω και τα βράδια, τα επιδιόρθωνε.

Τα γέμιζε με πέτρες με άμμο ακόμη και με ρούχα και μάλλινα υφάσματα για να απορροφούν τους κραδασμούς…

Ο λαός του τον λάτρευε το ένιωθε, ήταν όμως διχασμένος. Άλλοι τον υποστήριζαν και άλλοι τον κατηγορούσαν για «ενωτικό», τον κατηγορούσαν ότι πούλησε την ορθόδοξη πίστη στον Πάπα.

Κάποιες στιγμές αναρωτιόταν και για τον ρόλο του μοναχού Γεννάδιου Σχολάριου που είχε κλειστεί στη Μονή του Παντοκράτωρα και κατακεραύνωνε με πύρινους λόγους, εκείνον, τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, τη Δύση και οποιαδήποτε προσπάθεια άμυνας στον Μεχμέτ.

« Η Πόλη είναι αμαρτωλή και θα πληρώσει για αυτό. Μετανοείτε τίποτε δεν θα μας σώσει από την οργή του Κυρίου» έλεγε και ο κόσμος συγκεντρωνόταν έξω από τη Μονή και τον πίστευε… Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν ο Σχολάριος εάν ο Μεχμέτ έπαιρνε τη Βασιλεύουσα…

Για λίγο σκέφτηκε την πρώτη του σύζυγο τη Θεοδώρα, ανιψιά του Δεσπότη της Ηπείρου. Την έχασε το 1430.

Ο θάνατος της, τον τσάκισε. Δώδεκα χρόνια μετά αποφάσισε να δέσει τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα, την Κατερίνα Κατιλούζιο από τη Λέσβο.

Η μοίρα του έπαιζε περίεργα παιχνίδια.

Η Κατερίνα πέθανε και εκείνη. Παιδιά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν επρόκειτο ποτέ να αποκτήσει. Βούρκωσε.

Ο πιστός του φίλος Φραντζής, διέκοψε τις μαύρες σκέψεις του. «Είναι όλοι εδώ. Σας περιμένουν » του είπε.

Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε από την καρέκλα του και έδωσε εντολή να περάσουν Όταν η «αίθουσα του Θρόνου» γέμισε ασφυκτικά άρχισε να τους μιλάει:

«Ευγενέστατοι άρχοντες, εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, γενναιότατοι στρατιώτες, τιμημένοι και πιστοί πολίτες, ξέρετε όλοι πολύ καλά ότι έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας αποφάσισε να μας πιέσει ακόμα περισσότερο με όλα τα πολεμικά μέσα και τεχνάσματα που διαθέτει.

Θέλει να αρχίσει γενική επίθεση και πόλεμο από την ξηρά κι από τη θάλασσα, έτοιμος να μας δαγκώσει σαν φαρμακερό φίδι και να μας καταβροχθίσει σαν ανήμερο λιοντάρι.

Γι’ αυτό το λόγο σας παρακαλώ να φερθείτε με γενναιότητα και θάρρος, όπως κάνατε μέχρι τώρα, απέναντι στους εχθρούς της πίστης μας.

Αφήνω στα χέρια σας την τύχη της δοξασμένης και λαμπρής πατρίδας μας, της μεγαλοπρεπέστατης και ευγενούς βασιλεύουσας όλων των πόλεων.

Οι εχθροί μας διαθέτουν όπλα, ιππικό, δύναμη και πλήθος, αλλά εμείς έχουμε εμπιστοσύνη στο όνομα του Κυρίου και Σωτήρα μας, στα χέρια μας και στη γενναιότητα που μας χάρισε ο Θεός.

Ξέρω ότι η τεράστια αγέλη των απίστων θα επιτεθεί εναντίον μας, όπως συνηθίζει, με βάναυση ορμή, αλαζονεία και θράσος επειδή είμαστε λίγοι, ώστε να μας τρομάξουν, να μας κουράσουν και να μας κάνουν να χάσουμε το ηθικό μας με τις φωνές και τους αλαλαγμούς τους.

Εσείς όμως γνωρίζετε καλά πόσο ανόητα είναι αυτά και δε χρειάζεται να σας τα θυμίσω.

Σε λίγο θα επιτεθούν και θα ρίξουν εναντίον μας πέτρες και βέλη αμέτρητα σαν την άμμο της θάλασσας, αλλά ελπίζω ότι δεν θα πετύχουν τίποτα.» Η φωνή του Αυτοκράτορα έσπασε αλλά εκείνος συνέχισε:

 

«Σας βλέπω και χαίρομαι επειδή, αν και λίγοι, όλοι σας είστε έμπειροι, γενναίοι, αποφασιστικοί, δυνατοί και καλά προετοιμασμένοι.

Να καλύψετε καλά το κεφάλι σας με τις ασπίδες τη στιγμή της συμπλοκής και να χρησιμοποιείτε με επιτυχία το δεξί σας χέρι με το σπαθί.

Οι περικεφαλαίες, οι θώρακες, οι πανοπλίες και ο υπόλοιπος οπλισμός σας είναι σε θέση να σας βοηθήσουν αποτελεσματικά σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης, επειδή οι εχθροί δεν διαθέτουν ανάλογο εξοπλισμό.


Ήρθε λοιπόν αδέρφια μου ο σουλτάνος, μας πολιόρκησε και έχει ορθάνοιχτο το τεράστιο στόμα του για να καταβροχθίσει τόσο εμάς όσο και την πόλη που έχτισε ο αείμνηστος μεγάλος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος, ο οποίος την αφιέρωσε στην Παναγία Δέσποινα Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία, εκφράζοντας την ευχή να την έχουμε πάντα βοηθό και προστάτη της πατρίδας μας, που αποτελεί καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά των Ελλήνων, και καύχημα όλου του κόσμου»

Θεοδοσιανά τείχη. Μέγα τείχος. Ξημερώματα Τρίτης 29 Μαΐου

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα η πεδιάδα του Λύκου ποταμού, γέμιζε αργά από ένα ανθρώπινο ποτάμι.

Δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες ο ένας δίπλα στον άλλο συγκεντρώνονταν και ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση. Στην πρώτη γραμμή οι “άτακτοι”, οι βασιβουζούκοι, το ανομοιογενές ασκέρι που ακολούθησε τον Σουλτάνο στην εκστρατεία του για το πλιάτσικο. Ψηλά από τα τείχη οι υπερασπιστές χαμογέλασαν. Δεν τους φόβισε ο τεράστιος όγκος του πρώτου κύματος των επιτιθεμένων. Ίσα ίσα τους εξυπηρετούσε τόσο κοντά που ήταν ο ένας με τον άλλον.

Δεν θα χρειαζόταν καν να σημαδεύουν.

Το σχέδιο του Μεχμέτ ήταν απλό σε σύλληψη. Θα εξουθένωνε τους υπερασπιστές μέχρι τελικής πτώσεως.

Ήταν λίγοι και ο στρατός του, υπερδεκαπλάσιος. Είχε κόσμο να θυσιάσει ενώ εκείνοι όχι. Μπορούσε να στέλνει στρατεύματα κατά κύματα μέχρι το σπαθί στα χέρια των υπερασπιστών πάνω στα τείχη να γίνει ασήκωτο από τις συνεχόμενες μάχες.

Μόλις δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης, η φύση τρόμαξε! Χιλιάδες κραυγές, αλαλαγμοί, φωνές, και επικλήσεις στον Αλλάχ, έσκισαν τον σκοτεινό ουρανό της κωνσταντινούπολης.

Τα κανόνια από το στρατόπεδο του Τούρκου αυθέντη, ξερνούσαν φωτιά προς τα τείχη. Μεταλλικά σκεύη και τύμπανα χτυπούσαν σε ένα δαιμονισμένο ρυθμό που πάγωνε το αίμα.

Τα πράσινα μπαιράκια του Μεχμέτ και των Οθωμανών κυμάτιζαν ξέφρενα μέσα στο σκοτάδι.

Ο Πρωτοστράτορας από τα τείχη μονολόγησε: “ελάτε…” και χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο τρομακτικό. Στη συνέχεια ούρλιαξε:

“Στα όπλα. Έρχονται τα σκυλιά. Φωνάξτε τον Αυτοκράτορα, χτυπήστε τις καμπάνες.” Σε λίγα λεπτά ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, ο αυθέντης της Κωνσταντινούπολης έπαιρνε τη θέση του στα τείχη ανάμεσα στους υπερασπιστές, σαν απλός στρατιώτης.

Ο Ιουστινιάνης γύρισε το κεφάλι του και τον είδε να δένει τον μεταλλικό του θώρακα. Βρισκόταν ακριβώς πίσω του στην πύλη του Αγίου Ρωμανού.

Σε ένα τείχος ψηλότερα από όλους. Ούρλιαξε με την βαριά φωνή του για να ακουστεί μέσα στον χαλασμό που έκαναν τώρα και όλες οι καμπάνες από κάθε εκκλησιά της Πόλης:

“Κλείδωσε μας. Κλείδωσε μας” Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος του έγνεψε καταφατικά και με μια κίνηση των χεριών του, έδειξε στον Ιουστινιάνη ότι τον ευχαριστεί.

Οι βαριές πόρτες εξόδου, στα νώτα των υπερασπιστών προς την πόλη έκλεισαν και κλειδώθηκαν. Τώρα όποιος ήταν στα τείχη ή θα νικούσε ή θα πέθαινε. Πάνω στην Πέμπτη ο Ιουστινιάνης έδινε τις τελευταίες οδηγίες.

Οι καμπάνες συνέχιζαν να χτυπούν άγρια, τα τύμπανα να κάνουν τη γη να τρέμει και οι βασιβουζούκοι να ουρλιάζουν και να εφορμούν προς τα τείχη.

Από ψηλά φαινόντουσαν να είναι άπειροι δεκάδες χιλιάδες.

Τώρα” ούρλιαξε ο Πρωτοστράτορας και μια πυκνή βροχή από βέλη, από μεταλλικές μπίλιες και από μικρές γρανιτένιες πέτρες από τα μικρά πυροβόλα των υπερασπιστών, θέρισαν τις πρώτες σειρές των επιτιθεμένων.

Σαν να προσέκρουσαν σε κάποιον αόρατο τοίχο οι βασιβουζούκοι σταμάτησαν και σωριάζονταν νεκροί.

Από ψηλά οι τοξότες άδειαζαν τις φαρέτρες τους σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Δεν σημάδευαν αλλά κανένα βέλος δεν πήγαινε χαμένο.

Τόσο πυκνές ήταν οι γραμμές των Οθωμανών ατάκτων. Τα τηλεβόλα και τα αρκεβούζια των βυζαντινών και των Λατίνων είχαν πάρει φωτιά.

Ο αθυρόστομος Ιουστινιάνης έτρεχε πάνω κάτω και εμψύχωνε τους συμπολεμιστές του: “Για την τιμή της Χριστιανοσύνης… θερίστε τους…κάντε τους να ξεχάσουν τις μάνες τους…”, ήταν οι ηπιότερες εκφράσεις που χρησιμοποιούσε.

Οι 800 σιδερόφρακτοι σύντροφοι του, με μια κίνηση έβγαλαν τα σπαθιά τους και περίμεναν. Μαζί τους και οι Βυζαντινοί.

Οι Βασιβουζούκοι ήταν ένα ασκέρι ατάκτων από κάθε μεριά του κόσμου. Όταν κατάλαβαν ότι με τις φωνές και τις κραυγές η πόλη δεν πέφτει, δείλιασαν.

Οι βυζαντινοί τους μακέλευαν και δεν είχαν προλάβει καν να πλησιάσουν τα τείχη. Έκαναν να υποχωρήσουν.

Ο τεράστιος όγκος των χιλιάδων αυτών ερασιτεχνών πολεμιστών ξαφνικά άλλαξε μέτωπο και υποχωρούσε. Γυρνούσε πίσω.

Ο Μεχμέτ που παρακολουθούσε τη μάχη περίμενε την εξέλιξη αυτή. Κούνησε κοφτά το κεφάλι του και έδωσε ένα σύνθημα. Αμέσως στα νώτα των υποχωρούντων βασιβουζούκων ανέλαβαν δράση οι τρομεροί Τσαούσηδες.

Αξιωματικοί του Οθωμανικού στρατού.

Επαγγελματίες στρατιώτες έπαιξαν το ρόλο του στρατονόμου. Με τα τεράστια γιαταγάνια τους αλλά και με βαριά μεταλλικά ρόπαλα τιμωρούσαν, σκότωναν, ή άφηναν ανάπηρο όποιον υποχωρούσε.

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Οι βασιβουζούκοι αφού είδαν εκατοντάδες συντρόφους τους να πέφτουν από σπαθί συμπολεμιστή τους επειδή υποχωρούσαν, άλλαξαν πάλι μέτωπο και ξεχύθηκαν προς τα τείχη.

Τουλάχιστον αν πέθαιναν πάνω στη μάχη από το σπαθί των γκιαβούρηδων, θα πήγαιναν στον παράδεισο.

 Η τεράστια τάφρος που βρισκόταν μπροστά από το “Μικρόν τείχος” είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21.

Έπρεπε να την περάσουν να τρέξουν 17 μέτρα ακάλυπτοι και να φτάσουν στο Μικρόν τείχος. Τότε όλα θα ήταν πιο εύκολα αφού η πρώτη αμυντική γραμμή των Βυζαντινών είχε ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς των προηγούμενων ημερών.

Το Μικρόν τείχος ήταν πλέον ένας ξύλινος φράχτης και όχι το πέτρινο τείχος, πάχους 2,5 μέτρων και ύψους 8,5 που ήταν πριν.

Σε λιγότερο από μισή ώρα η βασιβουζούκοι δεν χρειαζόταν να διασχίσουν την τάφρο με πρόχειρες γέφυρες ή άλλα μέσα. Τώρα απλά πατούσαν στα πτώματα των συντρόφων τους και περνούσαν απέναντι. Η τεράστια τάφρος είχε γεμίσει με νεκρούς άτακτους…

Στο Μικρό” φώναξε ο Ιουστινιάνης και οι κατάφραχτοι ιππότες του άφησαν το Μέγα τείχος και κατέβηκαν στον ξύλινο φράχτη.

Όσοι Βασιβουζούκοι δεν εξολοθρεύονταν πάνω από τα τείχη με τα τόξα και τα αρκεβούζια, και διέσχιζαν τη τάφρο, έπεφταν επάνω στους συντρόφους του Πρωτοστράτωρα. Τα όπλα τους ήταν αδύνατον να τρυπήσουν τις πανοπλίες των ιπποτών.

Ήταν μια εύκολη μάχη για τους βυζαντινούς. Χωρίς ασπίδες και μεταλλικούς θώρακες τα τεράστια σπαθιά των Λατίνων του καπετάν Γιουστουνιά, τους εξολόθρευαν τρεις – τρεις με κάθε χτύπημα.

Μετά από 3 ώρες μάχης σώμα με σώμα οι Βασιβουζούκοι διατάχτηκαν να υποχωρήσουν. Οι υπερασπιστές ούρλιαζαν από χαρά και ενθουσιασμό.

Οι πανοπλίες, τα πρόσωπα, τα μαλλιά τους ήταν κατακκόκινα από το αίμα των Τούρκων. Οι απώλειες τους ήταν ελάχιστες. Όμως τα χέρια τους βάραιναν επικίνδυνα.

Μοιράστε τους κρασί και να ξεκουραστούν” έδωσε εντολή ο Ιουστινιάνης αλλά η ματιά του πάγωσε καθώς κοίταξε προς το εχθρικό στρατόπεδο.

Τη θέση των ατάκτων μετά από 3 ώρες μάχης έπαιρνε τώρα ο τακτικός στρατός των Οθωμανών. Αμέτρητες σειρές από Αλοφατζήδες (ουλουφατζήδες), από Καρίπηδες, από Δελήδες από Μποσταντζήδες και φυσικά από Σπάχηδες , εφορμούσαν προς τα τείχη.

Ήταν ξεκούραστοι και ήθελαν να αποδείξουν ότι δίκαια άνηκαν στον τρομερό στρατό του Σουλτάνου.

Από την άλλη οι υπερασπιστές άρχιζαν να καταβάλλονται από την κούραση. Και ο Σουλτάνος δεν τους άφησε ούτε λεπτό για να ξεκουραστούν.

Κουράγιο αδέρφια” Βροντοφώναξε ο Αυτοκράτορας από τα τείχη. “’Ότι έπαθαν οι προηγούμενοι θα πάθουν και αυτοί.”

Και πράγματι έτσι έγινε. Επί τρεις ώρες οι υπερασπιστές έκοβαν όπως ο ξυλοκόπος τα δέντρα, το νήμα της ζωής των χιλιάδων Οθωμανών στρατιωτών.

Τρεις ώρες μάχης σώμα με σώμα που εάν υπολογίσουμε και τις προηγούμενες, συνολικά οι υπερασπιστές των τειχών πολεμούσαν 6 ώρες αδιάκοπτα. Έξη ώρες να σηκώνουν και να κατεβάζουν συνέχεια ένα βαρύ σπαθί και να μακελεύουν…

Η κούραση άρχισε να τους καταβάλει. Αυτή τη φορά όμως οι απώλειες ήταν μεγάλες.

Ο τακτικός στρατός του Σουλτάνου δεν πολεμούσε με αυτοσχέδια σπαθιά, ρόπαλα και τσουγκράνες.

Είχε όπλα και πανοπλίες σχεδόν εφάμιλλες με τους Βυζαντινούς και τους Λατίνους. Η άμυνα της Πόλης κρεμόταν σε μια κλωστή.

Δεν ήταν λίγοι οι υπερασπιστές που βρήκαν τον θάνατο κατατρυπημένοι από τους εχθρούς, απλά και μόνο επειδή δεν μπορούσαν να σηκώσουν άλλο το σπαθί τους από την κούραση.

Τα αυτιά όλων κόντευαν να σπάσουν.

Τα τύμπανα δεν είχαν σταματήσει λεπτό. Το ίδιο και οι καμπάνες. Οι κλαγγή των όπλων και οι εκρήξεις μαζί με τις κραυγές των πολεμιστών δημιουργούσαν ένα σκηνικό κολάσεως.

Γλυκοχάραζε και ο θεός φαινόταν ότι δεν είχε αποφασίσει σε ποιόν θα έδινε τη νίκη. Η πεδιάδα του Λύκου ήταν τώρα ένας λασπότοπος γεμάτος αίματα και χιλιάδες πτώματα.

Κάπου κάπου κάποιος τραυματίας εκλιπαρούσε για λύτρωση. Κομμένα μέλη, κομμένα κεφάλια, ανθρώπινες ακαθαρσίες. Η μυρωδιά του θανάτου.

Ο Σουλτάνος άρχισε να νιώθει άβολα. Η αποτυχία του έκλεινε πονηρά το μάτι. Η Πόλη απέναντι του όχι μόνο άντεξε αλλά και διέλυσε μεγάλο μέρος του στρατού του. Έβλεπε ήδη με τη φαντασία του, τους “Μουγκούς” να τον πνίγουν κάποιο βράδυ στον ύπνο του, με μεταξωτό κορδόνι.

Διέταξε και το δεύτερο κύμα να υποχωρήσει και έστρεψε το κατασκότεινο πρόσωπο του προς τον Αγά των Γενιτσάρων που στεκόταν πίσω και αριστερά του. Θα τα έπαιζε όλα για όλα. Ή θα κέρδιζαν οι γενίτσαροι του ή θα τον περίμενε ο θάνατος και η ατίμωση.

Είμαι ένας από εσάς” είπε στον Αγά. Εκείνος υποκλίθηκε βαθιά και έσπευσε να δώσει τις εντολές του. Οι Γενίτσαροι ήταν έτοιμοι να εφορμήσουν.

Σαν σκυλιά που με αλυσίδα τα κρατά ο κύριος τους και τώρα τα άφησε κάλυπταν τρέχοντας την απόσταση μέχρι τα τείχη.

Οι εκκλησίες πλέον δεν χτυπούσαν τις καμπάνες τους. Από το στρατόπεδο του Τούρκου αυθέντη δεν ακούγονταν τύμπανα. Επικρατούσε μια νεκρική σιγή που τσάκιζε τα νεύρα. Όλοι στα τείχη βαστούσαν την ανάσα τους.

Οι Γενίτσαροι έτρεχαν σκυφτοί. Κοίταζαν μόνο μπροστά. Δεν φώναζαν, ούτε ούρλιαζαν όπως οι προηγούμενοι. Το θεωρούσαν υποτιμητικό. Απλά έτρεχαν.

«Αυτοί είναι οι τελευταίοι, αδέρφια μου» φώναξε ο αυτοκράτορας από ψηλά. «Κρατήστε τις θέσεις σας, μην λιγοψυχάτε τώρα».

Οι Γενίτσαροι πέρασαν την τάφρο, πέρασαν και το Μικρό τείχος και έφτασαν κάτω από το Μέγα τείχος. Έστησαν με ταχύτητα τις σκάλες τους.

Από ψηλά οι υπερασπιστές άδειαζαν καυτό λάδι, και πετούσαν πέτρες προς τα κάτω. Οι Γενίτσαροι ένας προς έναν συναντούσαν τιμημένα τον δημιουργό τους.

Κανείς τους δεν φώναζε. Κανείς τους δεν ούρλιαζε. Και όποιος πέθαινε αμέσως κάποιος άλλος έπαιρνε τη θέση του…

Είναι η στιγμή που ο χρόνος σταματάει… Είναι η στιγμή που μια αυτοκρατορία πεθαίνει…Είναι η στιγμή που χίλια και βάλε χρόνια περνάνε στο παρελθόν.

Η μοίρα λες και αμφιταλαντευόταν τόσες ώρες, αποφάσισε να δώσει τη νίκη στους Οθωμανούς. Εξάλλου η έκπληξη θα ήταν εάν η Πόλη δεν έπεφτε…Έπεσε  με τρία απλά μοναδικά στην ιστορία γεγονότα που έκριναν τα πάντα.

Ο Μεχμέτ έβλεπε τους Γενίτσαρους του να τσακίζονται σωρηδόν πάνω από τα τείχη.

Η Βασιλεύουσα δεν έπεφτε. Έτριψε τον σβέρκο του.

Ήξερε τη μοίρα του. Ετοιμάστηκε να σημάνει υποχώρηση. Τότε συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα τρία μοιραία για το Βυζάντιο γεγονότα.Στη Βόρεια πλευρά του τείχους. Κάτω σχεδόν από το παλάτι των Βλαχερνών σε μια μικρή γωνιά του που κάνει ο τοίχος βρίσκεται ένα πορτάκι.

Μια μικρή πόρτα ξύλινη, που κάποτε οι αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν όταν έβγαιναν για κυνήγι στο δάσος του Βελιγραδίου.

Το πορτάκι σχεδόν δεν φαίνεται ακόμη και εάν κάποιος είναι πολύ κοντά. Οι πολιορκημένοι πολλές φορές το είχαν χρησιμοποιήσει στις εφόδους τους.

Έβγαιναν μέχρι και 50 και ταχύτατα με τα άλογα τους σάρωναν όποιον Οθωμανό στρατιώτη έβρισκαν. Μετά σαν φαντάσματα έμπαιναν πάλι από την πόρτα αυτή την ασφάλιζαν και έπαιρναν τις θέσεις τους στα τείχη.

Με κάποιο τρόπο «μαγικό» η πόρτα, αυτή την μοιραία στιγμή βρέθηκε ανοιχτή.

Την ξέχασαν καθώς επέστρεφαν μετά από κάποια επιδρομή οι Βυζαντινοί; Κάποιο χέρι από μέσα που ήθελε να μπουν οι Οθωμανοί, την ξεκλείδωσε; Κανείς δεν ξέρει , ούτε θα μάθει ποτέ.

Από την πόρτα μπήκαν κάποιοι Γενίτσαροι οι οποίοι έγιναν αντιληπτοί σχεδόν αμέσως από τους Βυζαντινούς. Με άλογα και πεζή, οι υπερασπιστές έπεσαν πάνω τους και τους εξολόθρευσαν.

Ένας από εκείνους όμως κατάφερε να σκαρφαλώσει στο τείχος και να τοποθετήσει τη σημαία του Σουλτάνου. Η σημαία δεν κατέβηκε…

Την ίδια στιγμή σαν να έπαιζε ένα παιχνίδι η μοίρα, ο Πρωτοστράτορας, ο άνθρωπος που ουσιαστικά μαζί με τον αυτοκράτορα κρατούσε την Πόλη, τραυματίζεται.

Ο Ιουστινιάνης είδε μέσα από την κατάμαυρη πανοπλία του να ξεπηδά αίμα. Κάποιο βόλι ή τόξο καρφώθηκε χαμηλά στην κοιλιά του.

Ο πόνος ήταν αβάσταχτος και όσο περνούσε η ώρα ο Ιουστινιάνης σφάδαζε.

Οι σύντροφοι του, άφησαν τις θέσεις τους στις πολεμίστρες και έτρεξαν να προστατεύσουν τον ηγέτη τους.

Από τα τείχη έφυγε η ελίτ της άμυνας οι σιδερόφραχτοι ιππότες του Γενουάτη γίγαντα.

Οι γενίτσαροι συνέχιζαν να ανεβαίνουν… Ο Πρωτοστράτορας φώναξε στον Κωνσταντίνο να του πετάξει τα κλειδιά της Πύλης για να φύγει. «Αδελφέ» απάντησε με αγωνία από ψηλά  ο Παλαιολόγος «άντεξε λίγο ακόμη σε παρακαλώ».

Ο Ιουστινιάνης σε κρίση πανικού και φρικτού πόνου ούρλιαξε: «Πέταξε μου τα κλειδιά ανάθεμα με. Πεθαίνω δεν το βλέπεις;».

Ο αυτοκράτορας υποχώρησε και πέταξε τα κλειδιά. Οι πιστοί σύντροφοι του Ιουστινιάνη άφησαν τα τείχη και κρατώντας τον στα χέρια έτρεξαν προς τα 2 πλοία που τους περίμεναν στο λιμάνι.

Οι Βυζαντινοί ήταν πλέον μόνοι τους. Αργότερα πολλοί κατηγόρησαν τον Ιουστινιάνη ότι λιγοψύχησε και για ένα μικρό τραυματισμό έφυγε. Η πραγματικότητα είναι όμως εντελώς διαφορετική.

Ο Ιουστινιάνης σε όλες τις ημέρες της πολιορκίας, ποτέ δεν δείλιασε, ποτέ δεν έκανε πίσω.

Πρώτος δίπλα στον Κωνσταντίνο απωθούσε τους Οθωμανούς. Ευκαιρίες να φύγει είχε πολλές. Και μάλιστα να αλλάξει και στρατόπεδο γεμίζοντας τις τσέπες του με χρυσάφι. Δεν το έκανε. Έμεινε στις επάλξεις.

Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης πέθανε τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου, όταν τα 2 πλοία του έδεσαν στη Χίο.

Κάποιοι ιστορικοί, σύγχρονοι της Αλώσεως μιλούν ανοιχτά ότι το βόλι που τον βρήκε τον πέτυχε από πίσω. Το βόλι δεν ήταν Τούρκικο…Στον τάφο του στην εκκλησία του Αγίου Δομίνικου στη Χίο αναγραφόταν στα Λατινικά: «Ένθαδε κείται Ιωάννης Ιουστινιάνης, ανήρ περικλεής και πατρίκιος Γενουήσιος εκ των Μαονέων της Χίου, όστις, κατά την εκστρατείαν του βασιλέως των Τούρκων Μωάμεθ εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, μεγαλοψύχως ηγεμονεύων παρά το γαληνοτάτω Κωνσταντίνω, τελευταίω των ανατολικών Χριστιανών αυτοκρατόρι, θανασίμως πληγωθείς απέθανε.»

Το τρίτο περιστατικό που συνέβη σχεδόν ταυτόχρονα με τα άλλα δύο ήταν και αυτό καθοριστικό.

Την ίδια στιγμή λοιπόν που στις επάλξεις κυμάτισε για πρώτη φορά το μπαϊράκι του Σουλτάνου, την ίδια στιγμή που ο Πρωτοστράτωρας τραυματίστηκε και αποχώρησε, μια ομάδα Γενιτσάρων, καθοδηγούμενη από τον Καφέρ Μπέη, σκαρφάλωσε στα τείχη και πάτησε το πόδι της κάτω από τον Άγιο Ρωμανό.

Εκεί κάποιος θηριώδης Γενίτσαρος που πλέον από τους Τούρκους θεωρείται ήρωας, ο Χασάν από το Ουλουμπάτ (Ουλουμπατλί Χασάν τον φώναζαν) συνοδευόμενος από μια ομάδα 30 συντρόφων του κατάφερε να προχωρήσει κατά μήκος στις επάλξεις, απωθώντας τους παραπαίοντες αμυνόμενους.

Με μια σημαία του Σουλτάνου Μεχμέτ στο αριστερό και ένα τεράστιο κυρτό σπαθί στο δεξί χέρι, κράτησε για λίγα λεπτά τη θέση του περικυκλωμένος από Βυζαντινούς.

Οι άλλοι γενίτσαροι που τον είδαν εμπνεύστηκαν από το θάρρος του και όρμησαν με περισσότερη λύσσα κατά των υπερασπιστών.

Ο γιγαντιαίος γενίτσαρος κάρφωσε τη σημαία του Ισλάμ στα τείχη της Βασιλεύουσας των χριστιανικών πόλεων.

Σύντομα οι αμυνόμενοι ανασυντάχτηκαν και με ομοβροντία από βέλη, πέτρες και ακόντια έριξαν κάτω τους 30 Γενίτσαρους και κύκλωσαν τον Χασάν.

Με κόκκινα μάτια από την ένταση της μάχης του επιτέθηκαν, τον γονάτισαν και στην κυριολεξία τον κομμάτιασαν.

Τα ελάχιστα λεπτά που άντεξε όμως ήταν αρκετά για ακόμη περισσότερους γενίτσαρους να σκαρφαλώσουν στα τείχη. Η μάχη είχε κριθεί.

Ο Σουλτάνος που παρακολουθούσε πλέον από κοντά τη μάχη, ενώ είχε σηκώσει το χέρι να σημάνει υποχώρηση, είδε με το έμπειρο μάτι του την αναταραχή στις γραμμές των υπερασπιστών.

Αντί για υποχώρηση έδωσε εντολή όλες οι δυνάμεις να πέσουν στο σημείο εκείνο. Σαν πλημμυρίδα χιλιάδες άνδρες άρχισαν να εισβάλλουν στον θύλακα που ο Σουλτάνος υπέδειξε.

Οι αμυνόμενοι υποχώρησαν υπό το βάρος του αριθμού των επιτιθεμένων. Σε ένα τέταρτο 30.000 Οθωμανοί ανέβηκαν στα τείχη. Τώρα όλοι ούρλιαζαν απόκοσμα και έσφαζαν όποιον συναντούσαν. Η Πόλις Εάλω. Η υποχώρηση έγινε πανικός.

Πύλη Αγίου Ρωμανού πρωινό 29 Μαΐου 1453

Το πρόσωπο του Αυτοκράτορα είχε μεταβληθεί σε μια μάσκα πόνου. Δεν πίστευε και ο ίδιος πόσο γρήγορα και ξαφνικά ανατράπηκε η κατάσταση.

Οι Οθωμανοί έμπαιναν πλέον από παντού. Μέσα στον πανικό και τον χαμό ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν αδύνατον να κάνει το παραμικρό.

Έστρεψε το πρόσωπο του προς τα πίσω. Έβλεπε από ψηλά την αγαπημένη του πόλη να ψυχορραγεί.

“Όλα τελείωσαν λοιπόν” σκέφτηκε και πρόσταξε την φρουρά του να αποχωρήσουν. Με ψυχραιμία κατέβηκε από τον Άγιο και μπήκε στην Πόλη.

Τον συνόδευαν οι καλοί του φίλοι , Ο Ιωάννης Δαλματός, ο Δον Φρανσίσκο ντε Τολέδο, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Καντακουζηνός.

Έτρεχαν στα στενά δρομάκια της Πόλης. “Άρχοντα μου θα ήταν συνετό να αποφύγουμε τους μεγάλους δρόμους για να φτάσουμε στο λιμάνι” τον συμβούλεψε ο Θεόφιλος. Οι σφαγές οι λεηλασίες, οι βιασμοί, οι κλεψιές είχαν ξεκινήσει και τα ουρλιαχτά του κόσμου και οι απεγνωσμένες επικλήσεις για βοήθεια έκαναν τον Αυτοκράτορα να σταθεί.

Δεν φεύγω” είπε. “ Η πόλη μου πεθαίνει και μαζί της θα πεθάνω και εγώ”. Από κάποια σκιερή γωνία ξεπρόβαλε τρέχοντας μια πολυάριθμη ομάδα γενιτσάρων που είχε επιδοθεί σε ανελέητο πλιάτσικο και δολοφονίες.

Κοντοστάθηκαν μόλις είδαν τους 5 αρματωμένους άνδρες.

Ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, ο αυτοκράτορας της Βασιλεύουσας δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά.

Ξεθήκωσε το σπαθί του και όρμησε. Πίσω του οι σύντροφοι του έκαναν το ίδιο. Όπως η φωτιά καίει τα δάση, έτσι και ο Κωνσταντίνος θέριζε τους Γενίτσαρους.

Δεχόταν χτυπήματα αλλά παρέμενε όρθιος.

Σε λίγα λεπτά οι 4 σύντροφοι του κείτονταν νεκροί. Είχε περικυκλωθεί. Η πανοπλία και ο μανδύας του ήταν μέσα στα αίματα.

Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα.

Όχι από πόνο.

Δάκρυα για τον χαμό της θεοφύλακτης Πόλης. Ο Κωνσταντίνος ζύγισε το σπαθί στο κουρασμένο του χέρι.”΄

Δεν υπάρχει ένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;” φώναξε και όρμησε για δεύτερη φορά. Δέχτηκε από πίσω ένα δυνατό χτύπημα. Όλα μαύρισαν στα μάτια του. Κατέρρευσε . Οι γενίτσαροι έπεσαν πάνω του…Κανείς ποτέ δεν τον ξαναείδε…

Ο Οθωμανός ιστορικός Ορούχ, έγραψε αργότερα: “Ο άμοιρος αυτοκράτορας ήταν 49 ετών όταν πέθανε. Όποιες και αν ήταν οι συνθήκες του θανάτου του, φαίνεται ότι προσπάθησε μέχρι και την τελευταία στιγμή να κρατήσει τη φλόγα του Βυζαντίου αναμμένη.

Ο κυβερνήτης της Ιστανμπούλ ήταν γενναίος και δεν ζήτησε έλεος. Ήταν ένας άξιος αντίπαλος”

Οι δρόμοι της Κωνσταντινούπολης γλιστρούσαν από το αίμα που έρεε. Τα κομμένα κεφάλια μέσα στο λιμάνι, έμοιαζαν καρπούζια στον πάγκο του μανάβη.

Τόσα πολλά ήταν.

Στον κεράτιο σε ένα Πύργο 40 κρητικοί τοξότες είχαν ταμπουρωθεί και δεν έκαναν πίσω. Κάθε προσπάθεια των Οθωμανών να καταλάβουν τον Πύργο, αποτύγχανε. Οι κρητικοί ήταν λιοντάρια.

Η Πόλη είχε πέσει αλλά οι Κρητικοί δεν παραδίδονταν. Ο Μεχμέτ το έμαθε. Θαύμασε την αντρειοσύνη τους.

Η εντολή του ήταν σαφής:

“ Αφήστε τους να φύγουν. Αφήστε τους τιμητικά να πάρουν μαζί τους και τη σημαία τους. Όποιος τολμήσει να πειράξει έστω και έναν από αυτούς θα θανατωθεί. Δώστε τους και ένα πλοίο. Το αξίζουν…”

Αγία Σοφία πρωινό 30ης Μαΐου 1453

Ο Μεχμέτ ήταν έξαλλος. Άφριζε στην κυριολεξία από το κακό του. Όταν βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση ακόμη και η προσωπική του φρουρά φρόντιζε να μην βρίσκεται στο οπτικό του πεδίο. Δεν το είχε σε τίποτε να διατάξει τον αποκεφαλισμό όποιου ανθρώπου ήταν δίπλα του, την λάθος ώρα.

Σύμφωνα με τους ιερούς νόμους του Ισλάμ εάν μια πόλη επαρεδίδετο τότε τα στρατεύματα, την καταλάμβαναν αναίμακτα και απαγορευόταν να αγγίξουν την περιουσία αλλά και τους ανθρώπους της.

Εάν μια πόλη αρνείτο να παραδοθεί και τα στρατεύματα την καταλάμβαναν εξ εφόδου τότε οι στρατιώτες επί 3 ημέρες είχαν δικαίωμα να κάνουν ότι θέλουν στους ανθρώπους και την περιουσία τους.

Να την οικειοποιηθούν να πάρουν σκλάβους, να πάρουν χρυσάφια και κοσμήματα. Οτιδήποτε, αλλά για 3 ημέρες.

Η Κωνσταντινούπολη ήταν στη δεύτερη περίπτωση.

Όμως εάν ο Μεχμέτ άφηνε τους άνδρες τους για τρεις ημέρες, εκείνοι θα ισοπέδωναν την Πόλη. Δεν θα έβρισκε τίποτε όρθιο.

Ο Μεχμέτ αποφάσισε να μην περιμένει να περάσει το τριήμερο. “Μπαίνουμε μέσα” είπε στον Βεζίρη του και λίγη ώρα αργότερα μια τεράστια πομπή περπατούσε στους δρόμους της Βασιλεύουσας.

Πρώτος πάνω στο λευκό του άλογο ήταν ο Μεχμέτ, ζωσμένος με το σπαθί του Οσμάν. Έφτασε έξω από την Αγία Σοφία.

Από μέσα οι κραυγές του κόσμου ήταν ανατριχιαστικές. Ξέζεψε και πεζή έφτασε στην είσοδο. Με αργές κινήσεις έσκυψε και πήρε μια χούφτα χώμα από το έδαφος.

Έριξε το χώμα πάνω στο τουρμπάνι του, ως πράξη ταπεινότητας απέναντι στον θεό. Ο Μεχμέτ μπήκε από την είσοδο και μονολογούσε το ποίημα ενός Πέρση ποιητή:

“ Η αράχνη υφαίνει τον ιστό της και η κουκουβάγια κρώζει στους οίκους του Αφραστάβ…”

Είδε το εσωτερικό της εκκλησιάς ασφυκτικά γεμάτο.

Όσοι είχαν προστρέξει εκεί για να σωθούν είχαν αλυσοδεθεί και ήταν έτοιμοι για τα σκλαβοπάζαρα. Πολλοί κείτονταν νεκροί.

Αίμα έρεε στα πλακάκια του Οίκου του Θεού. Κάποιοι γενίτσαροι συνέχιζαν να ξηλώνουν τα μάρμαρα, συνέχιζαν να χαλάνε τις χρυσοποίκιλτες εικόνες.

Ο Μεχμέτ έγινε έξαλλος. Πλησίασε έναν γενίτσαρο που ξήλωνε κάποια μάρμαρα “Γιατί τα χαλάς” τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε.

“Για την πίστη μας Σουλτάνε μου” απάντησε εκείνος. Με το βαρύ μεταλλικό κοντάρι του τον χτύπησε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι. .

Το κρανίο άνοιξε σαν τριαντάφυλλο και υγρά με αίμα άρχισαν να χύνονται. “ΤΕΛΟΣ” βροντοφώναξε ο Μεχμέτ “Κανείς και ποτέ δεν θα παραβιάζει διαταγή δική μου. Σας είπα ότι τα κτίρια μου ανήκουν”

Στη συνέχεια ήρεμος έδωσε εντολή να μπουν μέσα οι ιερείς του Ισλάμ. Σε λίγη ώρα στην Αγία Σοφία θα τελούταν η πρώτη προσευχή στον Αλλάχ…

onalert

ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ.ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ-ΜΕΧΜΕΤ-ΛΟΥΚΑΣ ΝΟΤΑΡΑΣ

του Μανώλη Κωστίδη  

ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
«Παραδίδωμι δὲὑμῖν τὴνἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδαἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρά τιναὀφειλέται κοινῶςἐσμὲν πάντεςἵνα προτιμήσωμενἀποθανεῖν μᾶλλονἢ ζῆν,πρῶτον μὲνὑπὲρ τῆς πίστεωςἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲὑπὲρ τῆς πατρίδος, τρίτον δὲὑπὲρ τοῦ βασιλέωςὡς χριστοῦ κυρίου, καὶ τέταρτονὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταίἐσμενὑπὲρἑνὸςἐκ τῶν τεσσάρωνἀγωνίζεσθαιἕως θανάτου, πολλώ μᾶλλονὑπὲρ πάντων τούτωνἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι. Ἐὰν διὰ τὰἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃὁ θεὸς τὴν νίκην τοῖςἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς πίστεωςἡμῶν τῆςἁγίας, ἢν Χριστὸςἐν τω οἰκείῳ αἵματιἡμῖνἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ὅἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶἐὰν τὸν κόσμονὅλον κερδήσῃ τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῇ, τί τὸὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτωςὑστερούμεθα καὶ τὴνἐλευθερίανἡμῶν. Σρίτον βασιλείαν τὴν ποτὲ μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶὠνειδισμένην καὶἐξουθενωμένηνἀπωλέσαμεν, καὶὑπὸ τοῦ τυράννου καὶἀσεβοῦςἄρχεται. Σέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶνὑστερούμεθα.
 «Σας παραδίδω την εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των πόλεων.
Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους. Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του. Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας.»
Αυτά είναι ένα απόσπασμα από την τελευταία συγκινητική ομιλία που έκανε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στην Αγία Σοφία,  προς τους στρατηγούς του μια ημέρα πριν την Άλωση. Δείχνει το θάρρος του Αυτοκράτορα και είναι ένας λόγος , που ακόμη και σήμερα πρέπει να διδαχθεί σε όλους για ποιο λόγο πρέπει να υπερασπιζόμαστε και να πολεμάμε μέχρι τέλους για να υπερασπιστούμε τα εδάφη μας.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος ( 9 Φεβρουαρίου 1404- 29 Μαϊου 1453)  Όταν ήταν ακόμη νεαρός, ο πατέρας του Μανουήλ του είχε αναθέσει τη διοίκηση πόλεων του Ευξείνου Πόντου . Αργότερα με τους αδελφούς του Θεόδωρο και Θωμά ανέλαβαν τη διοίκηση του Δεσποτάτου του Μυστρά  και ολοκλήρωσαν την ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών.
Η παραμονή και των τριών αδελφών στην Πελοπόννησο δημιουργούσε οπωσδήποτε προβλήματα, οπότε ο Κωνσταντίνος πήγε στην Κωνσταντινούπολη , όπου παρέμεινε από τον Σεπτέμβριο τού 1435 ως τον Ιούνιο τού 1436, για να συζητήσει σχετικά θέματα με τον αυτοκράτορα. Στο διάστημα 1435-1441 μετέβη στην Ιταλία, όπου μετείχε στις επιτροπές των Βυζαντινών, που προσπαθούσαν να πετύχουν την ένωση των Εκκλησιών. Η ρήξη με τον αδελφό του Θεόδωρο προσέλαβε επικίνδυνες διαστάσεις και χρειάστηκαν σύντονες προσπάθειες για να επιτευχθεί συμβιβαστική συμφωνία και συνδιαλλαγή. Η διοίκηση του δεσποτάτου αναλήφθηκε από τον Θεόδωρο και τον Θωμά, ο δε Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να συμπαρασταθεί στις προσπάθειες τού Ιωάννη Η'.
Αντικατέστησε τον αυτοκράτορα κατά την περίοδο τής μετάβασης του στη Δύση για τη συμμετοχή στη Σύνοδο Φεράρας- Φλωρεντίας  (27 Νοεμβρίου 1439 - 1 Φεβρουαρίου 1440), ενώ μετά την άφιξη τού αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος επίστρεψε και πάλι στην Πελοπόννησο..

 
Μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η', στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά.
Ιανουάριος 1449 και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον τής αυτοκρατορίας. Η τουρκική απειλή περιέσφιγγε τη βασιλεύουσα και στρεφόταν πλέον εναντίον της. Ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε στην επισκευή και την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων, καθώς και στην αναδιοργάνωση τού στρατού, ο οποίος θα αναλάμβανε το βαρύ έργο της άμυνας τής πόλης. Οι αποδεδειγμένες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες τού Κωνσταντίνου δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, η άνοδος δε στη εξουσία τού φιλόδοξου Μωάμεθ Β’ έκανε περισσότερο αισθητό τον κίνδυνο για την Κωνσταντινούπολη..
Οι 3.000 περίπου βυζαντινοί και οι 2.000 περίπου ξένοι, από τους οποίους 700 περίπου Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη  ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου και αξιόμαχου τουρκικού στρατού. Η ισχυρή οχύρωση της πόλης απαιτούσε και ισχυρή φρουρά για την απόκρουση των επιθέσεων από την ξηρά, αφού η απειλή από τη θάλασσα εξουδετερωνόταν με την περίφημη αλυσίδα τού Κεράτιου Κόλπου. Ωστόσο η μεταφορά από την ξηρά  περίπου 70 τουρκικών πλοίων από τον Βόσπορο στον Κεράτιο κατέστησε την πολιορκία ασφυκτική.
Στις 28 Μαϊου,  ο Μωάμεθ αποφάσισε τη γενική και τελική επίθεση εναντίον της πόλης. Ο Κωνσταντίνος, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας στην Αγία Σοφία , ενθάρρυνε τη φρουρά που θα έδινε τον αγώνα για την απόκρουση τής μεγάλης επίθεσης. Πράγματι, η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε, αλλά η αναπλήρωση των απωλειών τής φρουράς ήταν δύσκολη. Ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Τέλος και ενώ ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν με στο πλευρό των στρατιωτών του ως απλός στρατιώτης, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη το πρωί της 29ης Μαίου.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, ο οποίος με το φρόνημα και την αυτοθυσία του, σημάδεψε χαρακτηριστικά το γεγονός τής πτώσης. Ο Φραντζής  διηγείται με απλότητα τον θάνατο τού τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα: «Ο βασιλεύς ουν απαγορεύσας εαυτόν, ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον "ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ΄ εμού;" ην γαρ μονώτατος απολειφθείς. τότε εις των Τούρκων δους αυτώ κατά πρόσωπον και πλήξας, και αυτός τω Τούρκω ετέραν εχαρίσατο' των όπισθεν δ΄ετέρος καιρίαν δους πληγήν, έπεσε κατά γης' ου γαρ ήδεισαν ότι ο βασιλεύς εστιν, αλλ΄ως κοινόν στρατιώτην τούτον θανατώσαντες αφήκαν».
Σύμφωνα με την περιγραφή του Φραντζή, οι κατακτητές, μετά το τέλος του αγώνα, αναζήτησαν το σώμα του αυτοκράτορα: «πλείονας κεφάλας των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την βασιλικήν γνωρίσωσι, και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη το τεθνεώς πτώμα τού Βασιλέως ευρόντες ο εγνώρισαν εκ των βασιλικών περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις βασιλεύσι». Η αναγνώριση του νεκρού αυτοκράτορα συνοδεύθηκε από την εντολή τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’ να ταφεί με τις αρμόζουσες βασιλικές τιμές, χωρίς όμως να ανακοινωθεί και ο τόπος της ταφής. Οι μυστικοί πόθοι τού λαού συνέδεσαν τον θρύλο τού μαρμαρωμένου βασιλιά, με την ελπίδα για την απελευθέρωση και την αποκατάσταση τής αυτοκρατορίας.
Ο θρύλος λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς»  να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, "το πλήρωμα του χρόνου", και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει τους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη.  Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδό της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του Θεού για να τον ξυπνήσει.
MΩΑΜΕΘ Β' Ο ΠΟΡΘΗΤΗΣ
    
     
Ο Μωάμεθ Β' ( Fatih Sultan Mehmet) γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1432 στην Αδριανούπολη την τότε πρωτεύουσα τότε του Οθωμανικού κράτους. Ήταν τρίτος γιος του Σουλτάνου Μουράτ Β΄ και μιας χριστιανής σκλάβας.

 Ήταν ικανότατος, πανέξυπνος και μορφώθηκε από τους καλύτερους δασκάλους που έφερνε στο παλάτι ο πατέρας του.
 Σε ηλικία 11 ετών εστάλη ως κυβερνήτης στην Αμάσεια της Μικράς Ασίας, όπως ίσχυε τότε για τους Οθωμανούς πρίγκιπες

Η πρώτη του θητεία ως σουλτάνου ήταν δραματική. Τον Αύγουστο του 1444, και αφού ο Μουράτ είχε κλείσει τα ανοιχτά μέτωπα κατά των Δυτικών στην Ευρώπη και των Τουρκομάνων εμίριδων στη Μικρά Ασία, αποφάσισε να παραιτηθεί υπέρ του Μωάμεθ και να αποσυρθεί στην Μαγνησία της Ιωνίας. Λίγο όμως μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο νεαρός Μωάμεθ βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν ισχυρό αντιτουρκικό σταυροφορικό συνασπισμό στην Ευρώπη και την επανάληψη των συγκρούσεων από τους Καραμανίδες εμίρηδες. Παράλληλα την περίοδο εκείνη ξέσπασε μια ενδοπαλατιανή σύγκρουση μεταξύ των φιλοπόλεμων υπουργών, υπό τον Τουραχάν Μπέη και των διαλακτικών ειρηνόφιλων, υπό τον πανίσχυρο Μέγα Βεζύρη Χαλίλ Τσανταρλί Πασά. Τελικά ο Χαλίλ Τσανταρλί θα καταφέρει να προκαλέσει εξέγερση των γενιτσάρων κατά του νεαρού Σουλτάνου και της πολιτικής του, που βρισκόταν υπό την επιρροή των φιλοπόλεμων, και να τον αναγκάσει να παραιτηθεί ζητώντας την επιστροφή του Μουράτ. Η αρχική προσπάθεια για να κυβερνήσει την Αυτοκρατορία ήταν μια αποτυχία.
Ο Μωάμεθ παρέμεινε στην αφάνεια μέχρι το θάνατο του πατέρα του το 1451, οπότε επανήλθε στο θρόνο.  Είχε φανεί πως ο Μωάμεθ από τη στιγμή της επιστροφής του στο θρόνο έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
      
Αρχικά ο Μωάμεθ έφτασε στο Βόσπορο και οικοδόμησε ένα κάστρο, το Ρούμελη-Χισάρ , κλείνοντας έτσι το Βόσπορο για τα εχθρικά πλοία. Ηδη υπήρχε και το κάστρο στην Ανατολική Όχθη του Βοσπόρου. Επίσης άρχισε την κατασκευή πολλών κανονιών, διαφόρου διαμετρήματος προκειμένου να καταστρέψει τα χιλιόχρονα τείχη της Πόλης. Τελικά τον Απρίλιο του 1453 έφτασε μπροστά στην Πόλη οδηγώντας ένα στρατό άνω των 100 χιλιάδων πολεμιστών. Μετά από σύντομη αλλά σκληρή πολιορκία, η Πόλη έπεσε στις 29 Μαΐου 1453 . Σε ηλικία μόλις 21 ετών είχε καταφέρει να πάρει την Πόλη που δεν είχαν καταφέρει να την πάρουν τοσοι σουλτάνοι.
  
Γρήγορα όμως ο Μωάμεθ που είχε σαφώς εκδηλώσει την επιθυμία του να καταστήσει την Πόλη πρωτεύουσα του κράτους του άρχισε να την ανοικοδομεί, μεταφέροντας πληθυσμούς από άλλες περιοχές. Αργότερα άρχισε μια σειρά από εκστρατείες που οδήγησαν στην κατάλυση του Δουκάτου των Αθηνών, του Δεσποτάτου του Μυστρά, της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και των φραγκικών ηγεμονιών του Αιγαίου. Μέχρι το 1461 σχεδόν όλος εκείνος ο γεωγραφικός χώρος που αποτελούσε τον πυρήνα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε ενωθεί ξανά σε ένα νέο κράτος.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
    
Ο Μωάμεθ Β΄μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1453) παραχώρησε σημαντικά προνόμια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε μια προσπάθεια να ελέγξει το χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
  
Πέθανε το 1481 και όσο ήταν στο θρόνο κατάφερε να αναπτύξει την Αυτοκρατορία όσο δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς.
ΛΟΥΚΑΣ ΝΟΤΑΡΑΣ

Ο Λουκάς Νοταράς  υπήρξε ο τελευταίος Μέγας Δουξ της Bυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στην ιστορία έχει μείνει με την ανθενωτική του στάση και με τον χαρακτηρισιτκό του λόγο "κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν" .   Δηλαδή « Προτιμότερο είναι να δω να βασιλεύει στην πόλη το Τουρκικό τουρμπάνι παρά η Καθολική τιάρα». Οσοι διαβάσουν το το τι συνέβη στην Κωνσταντινούποληγ με την Άλωση από τους Σταυροφόρους ίσως σκεφτούν ότι η άποψη του Νοταρά δεν είναι και άδικη, για την εποχή εκείνη.
Καταγόταν από τη Μονεμβασιά. Είχε αποκτήσει σημαντική περιουσία μέσω του εμπορίου παστών ψαριών. Φιλόδοξος, φιλοχρήματος, φιλότουρκος (σ.σ. όπως τον χαρακτηρίζει ο Φραντζής) και με σημαντικές διασυνδέσεις με κορυφαίους Οθωμανούς αξιωματούχους της εποχής, αν και αρχικά ενωτικός πιθανόν λόγω των εμπορικών διασυνδέσεων του με τους Βενετούς, μετέβαλε άποψη και πήρε μαχητικά το μέρος ως ηγετική πλέον φυσιογνωμία της κίνησης των ανθενωτικών οργανώνοντας στην περίοδο πριν την άλωση πολυάριθμες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον της ένωσης και των υποστηρικτών της.

 Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος για να ηρεμήσει τα πνεύματα στην Πόλη και να συμφιλιώσει τους ενωτικούς με τους πριν την επικείμενη πολιορκία, πρότεινε τον διορισμό του Νοταρά στη θέση του Μέγα Δούκα, αξίωμα με ευρύτατες εξουσίες, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές, πρόταση που ο Νοταράς αποδέχτηκε. Ο διορισμός του απέτυχε να κατευνάσει τους ανθενωτικούς οι οποίοι είδαν την αποδοχή του ως εξαγορασθείσα προδοσία με αποτέλεσμα να αποκτήσει πλέον εχθρούς και στα δύο στρατόπεδα.
.
 Η ιστορία αδικεί τον Λουκά Νοταρά. Κάποιοι τον κατηγορούν για την στάση του υπέρ των Οθωμανών , όμως ο ίδιος γνωριζε καλά τι εστί η Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204.

Ο ίδιος έκανε έξυπνες προσπάθειες και δυσκόλεψε το έργο των Οθωμανών.

Ο σουλτάνος, κατά την διάρκεια των χερσαίων επιχειρήσεων έκανε και απόπειρες εκσκαφής ορυγμάτων κάτω από τα τείχη. Ο Ζαγανός Πασάς, μεταξύ των στρατευμάτων του, βρήκε έναν αριθμό από επαγγελματίες υπονομευτές από τα ορυχεία ασημένιου του Νόβο Μπρόντο στη Σερβία. Αυτοί άρχισαν να σκάβουν κάτω όπου το μονό τείχος των Βλαχερνών κοντά στην πηγή της Καλιγαρίας. Στις 16 Μαΐου η επιχείρησή τους ανακαλύφθηκε από τους αμυνόμενους.

Ο Μέγας Δούκας, Λουκάς Νοταράς, του οποίου αποστολή ήταν να ασχολείται με παρόμοια επείγοντα περιστατικά, ζήτησε τις υπηρεσίες του μηχανικού Γιοχάνες Γκράντ. Μετά από αίτημα του, ο Γκραντ έσκαψε ένα αντίθετο όρυγμα και κατόρθωσε να διεισδύσει στο τουρκικό, όπου έκαψε τα ξύλινα υποστηρίγματα. Η οροφή κατέρρευσε θάβοντας πολλούς υπονομευτές. Αυτή η αποτυχία αποθάρρυνε τους Τούρκους σκαπανείς για αρκετές ημέρες, αλλά στις 21 Μαΐου έσκαβαν ορύγματα σε διάφορα τμήματα των τειχών, συγκεντρώνοντας τις προσπάθειές τους κυρίως στο τμήμα κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας. Η εκσκαφή αντιθέτου ορύγματος έγινε από τα ελληνικά στρατεύματα του Λουκά Νοταρά με τον Γκραντ να τα καθοδηγεί. Σε μερικές περιπτώσεις κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους υπονομευτές του εχθρού από τα κοιλώματα τους με καπνό, ενώ σε άλλες πλημμυρίζοντας τα ορύγματα από δεξαμενές ο προορισμός των οποίων ήταν να παρέχουν νερό στην τάφρο.
Μόλις έγινε σαφές ότι η μεγάλη επίθεση ήταν επικείμενη, ο Ιουστινιάνης, απαίτησε από τον Μεγάλο Δούκα Νοταρά, να μετακινήσει τα κανόνια που ήταν υπό τον έλεγχό του στο Μεσοτείχιο, όπου θα υπήρχε ανάγκη για κάθε διαθέσιμο κανόνι. Ο Νοταράς αρνήθηκε. Πίστευε, και όχι χωρίς λόγο, ότι θα δέχονταν επίθεση και τα τείχη του λιμανιού τα οποία ήταν ήδη ανεπαρκώς επανδρωμένα. Ανταλλάχθηκαν ορισμένα λόγια και ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να επέμβει αν και κουρασμένος.
 Ο Ιουστινιάνης φαίνεται ότι κέρδισε σε αυτό το ζήτημα και είπε χαρακτηριστικά.
“O traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal”. (Ω προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω μ’ αυτό το μαχαίρι).
 Μετά την Άλωση αρχίζει το δράμα του Νοταρά..

Ο Μωάμεθ είχε αναφέρει ότι θα έκανε το Δούκα Νοταρά κυβερνήτη της κατακτημένης Πόλης. Εάν αυτή ήταν η πραγματική του πρόθεση σύντομα άλλαξε γνώμη. Έθεσε λοιπόν την πίστη του σε δοκιμασία. Πέντε μέρες μετά την Άλωση σε ένα συμπόσιο κάποιους τον ενημέρωσε ότι ο δεκατετράχρονος γιος του Νοταρά, ήταν ένα παιδί με εξαιρετική ομορφιά, έστειλε έναν ευνούχο στο σπίτι του μέγα Δούκα απαιτώντας το παιδί να του σταλεί για την ευχαρίστησή του. Ο Νοταράς αρνήθηκε να θυσιάσει το παιδί σε μια τέτοια τύχη. Στη συνέχεια με το ζόρι έφεραν  το Νοταρά με το γιο του και τον νεαρό γαμπρό του, το γιο του Μεγάλου Δομέστιχου Ανδρόνικου Κατακουζηνού, ενώπιον του σουλτάνου. Όταν ο Νοταράς εξακολούθησε να αψηφά το σουλτάνο δόθηκαν διαταγές να αποκεφαλιστούν επιτόπου ο ίδιος και τα δύο αγόρια. Ο Νοταράς ζήτησε απλά να εκτελεστούν πριν από εκείνον, μήπως το θέαμα του θανάτου του τα έκανε να λιποψυχήσουν και παραδοθούν στο Σουλτάν.  Όταν χάθηκαν και τα δύο, ξεσκέπασε το λαιμό του στον δήμιο.
 Οποιος κατηγορεί το Λουκά Νοταρά θα πρέπει να ξαναδιαβάσει την τελευταία παράγραφο για να καταλάβει το δράμα του και να παραδειγματιστεί για το θάρρος του.
http://www.onalert.gr/stories/Oi_Protagonistes_ths_loshs_Palaiologos_kai_Mexmet_o_Porthhths_o_Loykas_Notaras/5948

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ........

 
Μιαν κόρη ρόδα μάζωνε κι ανθούς εκορφολόγα,
Να πλέξει τζόγια με τσ’ ανθούς, στεφάνι με τα ρόδα.
Κι ο Γιάννης εκατέβαινεν από λαγού κυγήγι,
Ζευγάρι ρόδα τής ζητά και τέσσερα του δίδει.
Βγαν’ απού το χέρι του όμορφο δαχτυλίδι,
Εις την ποδιάν τση το πετά στα χέρια της το δινει
Κι η μάνα της αγνάντευε από το παραθύρι:
-Έννοια σου,κόρη μ’,έννοια σου και θά σε μαρτυρήσω,
βράδυ να ’ρθούν τ’ αδέρφια σου θα τους το μολογήσω.
Το βράδυ έρθαν τ’ αδέρφια της κι η μάνα μολογάει:
-Παιδιά μ’,έχετε μια ΄δερφή κι αυτή ΄ναι πλανεμένη.
 Ένας την πιάνει απ΄ τα μαλλιά κι ο άλλος ΄πό τη μέση
κι ο τρίτος ο μικρότερος τη μαχαιριά της δίνει.
Από το βράδυ ως το πρωί η κόρη ξεψυχάει
 Κι η μάναν της μπαινόβγαινε κι έσερνε τα μαλλιά της
και τζαγκουρνομαδιότανε και ολο την ρωτουσε
Ποια ρούχα θελεις κόρη μου να βάλεις και να φύγεις
Θέλεις,τα μπα θελεις τα ξά,θελεις τα μεταξένια
θέλεις τα χρυσοκέντητα που σουχω καμωμένα;
Δεν θελω χρυσοκέντητα ούτε και μεταξένια
μον θελω να με θάψετε μαυτα τα ματωμένα
Για να το μάθει η γειτονιά και να τ ακουσει η χώρα
πώς μ αδικοσκοτώσατε για ένα ζευγάρι ρόδα
ΠΩΣ Μ ΑΔΙΚΟΣΟΤΩΣΑΤΕ ΓΙΑ ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΡΟΔΑ

[Από την μοναδική , πολύτιμη και αστήρευτη πηγή τη΄ς παράδοσής μας...τραγουδιέται σε ολη την Ελλάδα με καποιες ,κατά τόπον,παραλλαγές] 

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

ΕΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ[Μέρος Β΄]

Ένα φανταστικό σενάριο – 2
    
arxigramma-Deltaεν είναι μονάχα τα ανόμοια, που έλκονται στη ζωή αυτή. Δεν είναι μονάχα -λέμε τώρα- ο σεβαστός γέρων καθηγητής, που γίνεται κορόϊδο στα χέρια του «Γαλάζιου Άγγελου». Ή ο πιτσιρικάς από καλό σπίτι, που θαυμάζει τον περιθωριακό παράνομο καί τον ακολουθεί πιστά. Ή… ή…
Είναι καί τα όμοια, που έλκονται.
Ο ευφυής μορφωμένος ποιόν αναζητά γιά παρέα; Μά, φυσικά, έναν άλλον ευφυή μορφωμένον.
Στα τριανταπέντε χιλιόμετρα μήκους της χερσονήσου του Άθω καί στα εννέα του σταθερού πλάτους της, οι πάντες γνωρίζουν τους πάντες – έστω κι εξ όψεως. Οι δύο, λοιπόν, ευφυείς μορφωμένοι μοναχοί σύντομα γνωρίζονται καί κάνουν παρέα. Στενή παρέα. Συναποτελούν -ούτως ειπείν- τη ζωντανή εγκυκλοπαίδεια του χριστιανισμού, «ξεσκονίζοντας» με κάθε ευκαιρία τους πατέρες πάντες – από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή μέχρι τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, από τον Πέτρο τον Μογίλα μέχρι τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, κι από τον ιερό Αυγουστίνο μέχρι τον Θωμά τον Ακινάτη. Κι όχι μόνον. Το κάθε τί -κοινωνικό, πολιτικό…- περνάει από την εξεταστική των πραγμάτων ματιά τους, όποτε βρίσκονται μαζί.
Κι όχι μόνον – δίς. Ο πόρδος κερδίζει την αμέριστη εμπιστοσύνη του Πυριφλέγοντος. Κι οι μέρες περνάνε με πνευματικές αναζητήσεις…
…Μέχρι την -πρόωρη- αποκάλυψη του χειρογράφου σε δεύτερο ζευγάρι μάτια.
Ο πόρδος με τρομερή δυσκολία κρατιέται όρθιος καί ψύχραιμος μπροστά στο φοβερό κομματάκι του παπύρου. Κατορθώνει τελικά (αφού πέρασε το έντονο άμεσο κύμα λιποθυμίας) να μείνει σχετικά ατάραχος. Ή μάλλον, γιά να είμαστε ακριβείς, δείχνει τόση (ηθοποιΐστικη) ταραχή, όση του επιτρέπει η σκληρή εκπαίδευσή του.
(«- Ποιά ‘σκληρή εκπαίδευση’, ρέ Εργοδότη;»
«- Αυτή που περνάνε -στο συμπεριφέρεσθαι- όλοι οι ευγενείς της αγγλίτσας παιδιόθεν, γιά να πατάνε από κάτω τον λαό ως ενήλικες. Έχετε δεί ποτέ, ώ αφελείς, την κωλόγρια έστω να χαμογελάει; Ποτέ, έ; Καταλάβατε τώρα;»)
Ο πόρδος από μέσα του βλαστημάει (όσο μπορεί να βλαστημήσει ένας άγγλος, δηλαδή), που δεν κρατάει μία από εκείνες τις όμορφες μικροσκοπικές κατασκοπικές φωτογραφικές μηχανές. Ωστόσο, κι ενώ το μυαλό του δουλεύει πυρετωδώς στο σχέδιο της μελλοντικής αρπαγής του χειρογράφου, βρίσκει το κουράγιο να ψελλίσει δυό λόγια κατάλληλα.
«- Αδελφέ, μου επιτρέπεις ν’ αντιγράψω καναδυό ‘ανώδυνες’ προτάσεις στο σημειωματάριό μου, καί να στείλω το χαρτί στους δικούς μας επιστήμονες γι’ αξιολόγηση;»
Του επέτρεψε.
Ο πόρδος αντιγράφει σ’ ένα μπλοκάκι επακριβώς τα καλλιτεχνικά γράμματα μερικών λέξεων. Δεν γράφει κείμενο, αντιγράφει ζωγραφιά. Προσεκτικά. Γράφει καί μερικές σημειώσεις γιά τα χρώματα του παπύρου καί της μελάνης. Καί κάμποσο καιρό μετά, ήρθε η επιβεβαίωση με το ταχυδρομείο: γνήσιο, τρίτος αιώνας.
Από εκείνη τη στιγμή καί μετά, ο Πυριφλέγων (μιά που, δυστυχώς, δεν είχε μιλήσει σε κανέναν άλλον γιά το χειρόγραφο καί ήταν βέβαιο πως δεν επρόκειτο να το κάνει) ξεκινούσε να συναντήσει σύντομα τον Κύριο καί Θεό του. Αλλά δεν το ήξερε.

Τον παλιό εκείνο τον καιρό, το να κλέψεις κάτι πολύτιμο από μοναστήρι, ήταν σχετικά εύκολο. Πήγαινε ο πονηρός «θρήσκος» τουρίστας κι άρπαζε ό,τι γούσταρε – μιά που όλα ήσαν εκτεθειμένα στα μάτια των επισκεπτών. Αργότερα, όμως, μεταπολεμικά, οι μοναχοί πονήρεψαν (καί καλά κάνανε), καί τα πολύτιμα τα βάζανε σε κρύπτες – που δεν τις έβλεπε ο ξένος της μιάς ημέρας. Ή καί της μιάς εβδομάδας.
Συνεπώς, τα μυστικά καί τα κρυμμένα τα ήξεραν μονάχα οι εκάστοτε φύλακες καλόγεροι, καί το να βρείς πού είναι αυτά καταχωνιασμένα, έπαιρνε χρόνια. Κι οι έμποροι κλεμμένων παλαιών εκκλησιαστικών ειδών, όλοι αυτοί οι διεθνείς «οίκοι δημοπρασιών» στεναχωρήθηκαν λίγο.
Αλλά η κατάθλιψή τους δεν κράτησε πολύ. Πονήρεψαν κι οι αρχαιοκάπηλοι, οπότε άρχισαν να στέλνουν στα μοναστήρια διάφορα αλάνια με το προσόν της πειστικής ηθοποιΐας, δήθεν ως υποψήφιους δόκιμους μοναχούς. Τα αλάνια περίμεναν χρόνια μέσα σε νηστεία καί προσευχή, μπορεί καί δέκα ή δεκαπέντε. (Η μέθοδος του Γέρου του Βουνού – αποτελεσματικότατη.) Αλλά -ως κίνητρο- κατά τη διάρκεια των καλογερικών τους χρόνων ο κρυφός τραπεζικός τους λογαριασμός αύξανε με …μισθό …παρ’ ανθρώποις – κι ο «παρά Θεώι μισθός» μπορούσε να περιμένει. Κι όταν μάθαιναν τις κρύπτες, τελείωνε η καλογερική ιδιότητά τους. Το ράσο τους άδειαζε – μαζί με το περιεχόμενο της κρύπτης.
Οι καλόγεροι πονήρεψαν περισσότερο. Έκρυψαν …τις κρύπτες, καί πλέον δεν μιλάνε ούτε στη δεκαετία απάνω. Κι έτσι, παρά το ότι η Πληροφορική ισχυρίζεται πως σε κάθε «κλειδί» σύντομα θα βρεθεί το «αντικλείδι», οι αρχαιοκάπηλοι μείναν με το …αντικλείδι στο χέρι, όσον αφορά τα φυλασσόμενα σε μοναστήρια παλαιά αντικείμενα.
Άσε που σήμερα οι μοναχοί χρησιμοποιούν όλες τις μοντέρνες τεχνολογικές ευκολίες. Τηλέφωνα, ασυρμάτους, ιντερνέτια… Έκλεψες, έστω καί λιβάνι απ’ το εκθετήριο; δεν θα φύγεις έτσι. Θα σε περιμένουν στο επόμενο λιμάνι, να σε τσακώσουν μεγαλοπρεπώς. Η πληροφορία είναι γρηγορότερη από σένα.
Μόνο το ψευτορωμαίΐκο έχει μείνει εκατό καί πλέον χρόνια πίσω, κι επιμένει να ελέγχει …προληπτικώς καί ομαδικώς τους σάκκους των επισκεπτών του Αγίου Όρους. Καί δεν διαθέτει ούτε κάν ανιχνευτικό μηχάνημα, όπως στα αεροδρόμια. (Δεν φταίω εγώ, που σε πρόσφατη επίσκεψή μου εκεί ο κρατικός υπάλληλος μύρισε τα άπλυτά μου καί κόντεψε να πάθει αποπληξία ο άνθρωπος.)
Τέλος πάντων, τον καιρό που οι δύο μοναχοί της ιστορίας μας συναντήθηκαν, οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες γιά κλοπή. Όθεν, ο ψευτόπαπας περίμενε στην Αθήνα την ευκαιρία να ξαναπάει στο Όρος να κλέψει το χειρόγραφο, το οποίο μετά θα το εξαφάνιζε διά παντός (ή, έστω, έτσι νόμιζε) από το φώς του Ήλιου. Άλλως τε, ποιός θα τον υποψιαζόταν, αφού είχε φύγει;

Η ευκαιρία δεν άργησε να έρθει. Με τα σύννεφα του Β’ ΠΠ να πυκνώνουν στον ορίζοντα, στα κάπως σοβαρά κράτη (ή, τέλος πάντων, στα κράτη με κάπως σοβαρούς ηγέτες) άρχισαν οι προετοιμασίες. Η αγγλίτσα ήξερε πολύ καλά τί έρχεται (να μη σου πω το προετοίμαζε κιόλας), κι έτσι είχε μερικά υποβρύχια δικά της διαθέσιμα στην ανατολική Μεσόγειο. Φυσικά, χωρίς να γνωρίζει κανείς ότι ναυλοχούν εκεί, ή -έστω- τον πραγματικό σκοπό τους.
Τα Κατουνάκια, που ο ψευτόπαπας τα γνώριζε άριστα, προσεγγίζονται μιά χαρά με υποβρύχιο.
Κατουνάκια2
Έ; Τί; Πώς είπατε; «Παραλογίζομαι»;
Σοβαρά; Γιατί; Θα εμποδιστεί το οποιοδήποτε υποβρύχιο να προσεγγίσει ακτές σε ανοικτά ύδατα, τη στιγμή που τα Τουρκικά κόβουν βόλτες σε κλειστά ύδατα ανάμεσα στα νησιά μας; Αλλάξτε πλευρό, όταν κοιμάστε.
Το ενδιαφέρον του ψευτόπαπα επικεντρωνόταν στο πώς θα πάει στο Άγιο Όρος καί πώς θα επιστρέψει το δυνατόν συντομώτερο στην Αθήνα απαρατήρητος. Τα υπόλοιπα -ως προείπαμε- ήταν εύκολα. Μάλλον.
Η ολική απόσταση Ραφήνας-Αγ. Όρους είναι 315 χιλιόμετρα περίπου, καί με ταχύτητα υποβρυχίου κάπου 25 km/h (σε ημικατάδυση), μας κάνει 13 ώρες. Βάλε καί τις ώρες που θα περπατάει ο ψευτόπαπας με τη συνοδεία του, ώσπου να φτάσει στο κελλί του Πυριφλέγοντος, μας κάνει συνολικά 18-20 ώρες στη χειρότερη περίπτωση. Χμμμ… Τότε, ή ξεκινάνε πρωΐ από Ραφήνα, ώστε να φτάσουν ξημερώματα στον προορισμό τους (πριν τον όρθρο), ή -ακόμη καλύτερα- παρατείνουν τον σχεδιασμό του ταξιδιού στις 24 ώρες, ώστε να φύγουν ξημερώματα (απαρατήρητοι στο σκοτάδι) καί να φτάσουν ακριβώς ίδια ώρα ξημερώματα (παρομοίως με σκοτάδια κτλ).
Συν η επιστροφή, δύο μέρες. Μιά οποιαδήποτε πρόφαση διήμερης απουσίας ήταν εύκολο να βρεθεί.
Όπως ήταν εύκολο να βρεθούν καί τρείς γεροδεμένοι ναύτες του υποβρυχίου, μαχαιροβγάλτες, που γιά την περίσταση θα φορούσαν ράσα. Οι απανταχού της Γής προπολεμικοί υποβρυχιατζήδες εξαπανέκαθεν ήταν χύμα: ψιλοάπλυτοι, ταλαιπωρημένοι, με γενειάδες κτλ, άρα ένα ράσο εύκολα θα τους μετέτρεπε σε πειστικής εμφάνισης μοναχούς. Ενώ το σκοτάδι θα έκρυβε τα πρόσωπα.
Κανονική πολεμική επιχείρηση, δηλαδή. Κύριοι, συγχρονίστε τα ρολόγια σας!

Αφού προσέγγισαν όσο γινόταν πιό κοντά στην ακτή, έβγαλαν τη λέμβο. Τέσσερεις ψευτορασοφόροι στα κουπιά. Οπλισμένοι – καί δεν εννοώ με πνευματικά όπλα κατά του Οξαποδώ. Διέφυγαν την προσοχή των τυχόν ψαράδων στα νερά του Όρους (καί ποιός να πάει γιά ψάρεμα χειμώνα με κακοκαιρία; ), καί στην ακτή ο ένας τους έκατσε δίπλα στη λέμβο γιά τσίλιες.
Διέσχισαν οι λοιποί τρείς τα μονοπάτια του Όρους μέσα στο κατασκόταδο, χωρίς προβλήματα καί άσχημα απρόοπτα. Γιά την καταδρομική τους επιχείρηση, είχαν διαλέξει νύχτα με νέο φεγγάρι. Να μην έχει φώς. Στο πάλαι ποτέ περιβόλι της Αρτέμιδος, τρείς αλλοδαποί δολοφόνοι (ως άλλοι Θάγκς πιστοί της Κάλι) ετοίμαζαν απάνω στη χάση του φεγγαριού χτύπημα της Τοξοβόλου Εκάτης… (Αν υποθέταμε καί μιά τελετουργική χροιά στη βρωμιά τους, θα πέφταμε έξω; Δεν νομίζω.)
Ο Πυριφλέγων πιάστηκε στον ύπνο – στην κυριολεξία. Τα μάτια του, πριν παραδώσει την ψυχή του στον Θεό, αντίκρυσαν στιγμιαία τον «αδελφό» ψευτομοναχό – κι αμέσως μετά βασίλεψαν με μιά έκφραση απορίας καί πικρίας.
Βρέθηκε «πνιγμένος», λένε οι συγγενείς του. Προφανώς τα θηρία του έσφιξαν τον λαιμό μέχρι πνιγμού. Δεν έπρεπε να χυθεί αίμα, ή ν’ ακουστεί η φωνή του.
Η κρύπτη άνοιξε προσεκτικά, κι έκλεισε επίσης προσεκτικά – αλλά χωρίς το περιεχόμενό της πιά. Οι έρευνες των επομένων ημερών βρήκαν το κελλί απείραχτο.
Το χειρόγραφο έκτοτε είναι κλεισμένο σε κάποιο τριπλασφαλισμένο χρηματοκιβώτιο της αγγλίτσας, καί μακριά από «αδιάκριτα» μάτια – καί δή, Ελλήνων. Ή στη βιβλιοθήκη θα βρίσκεται, όπου υπηρετούσε ο πόρδος τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ή σε κάποια «υπερεσία». (Λες κι έχει σημασία…)

Επίμετρο

Αλήθεια, τί έγραφε αυτό το κομματάκι παπύρου, ώστε να χρειαστεί να σκοτώσει κανείς, γιά να μη μαθευτεί το περιεχόμενό του;
Σαφώς περιείχε πολύ «καυτή» πληροφορία. Τέτοια, που μπορούσε ν’ αλλάξει τον κόσμο, γκρεμίζοντας με πελώριο πάταγο τις παλιές αντιλήψεις.
Κατά τη γνώμη μου, επρόκειτο γιά το απόσπασμα, που έγινε διάσημο εσχάτως ανά τα ιντερνέτια. Το: «Ελλάς γάρ μόνη ανθρωπογεννεί…» (κτλ). Γνωστή ιστορία σε όσους ασχολείστε: πήγαν, λέει, κάτι Έλληνες να δουν τον Χριστό. Ο οποίος ενθουσιάστηκε, διότι επιτέλους αναγνωριζόταν το έργο Του από το μόνο πραγματικά πολιτισμένο έθνος τη εποχής εκείνης – τους Έλληνες.
Γιά να διαβάσετε το πλήρες απόσπασμα, αλλά καί να πάρετε μιά ιδέα από τις υφιστάμενες τελείως διαφορετικές απόψεις περί αυτού: σύνδεσμος 1, σύνδεσμος 2.
Η αλήθεια είναι πως πολλοί θεωρούν το απόσπασμα αυτό πλαστό καί ανάξιο λόγου, ο δε καυγάς ανά το εγχώριο Διαδίκτυο (με ειρωνείες καί διάφορα κοσμητικά επίθετα εκατέρωθεν) καλά κρατεί. Ακόμη κι αν είναι γνήσιο, όμως, πάλι μειονεκτεί… Εφ’ όσον -αναφέρεται πως- το ανακάλυψε ο Πρόκος, τον οποίο έκανε φίρμα ο μακαρίτης Φουκαράκης, ο καλόπιστος αναγνώστης παίρνει ανάποδες, καί το θεωρεί ένα ακόμη νοητικό σκουπίδι, σαν τους (επίσης εφευρεθέντες υπό Φουκαράκη) Ψίψιλον. Όθεν, αφού οι Ψίψιλον απεδείχθησαν χοντρή απάτη, τότε Φουκαράκηδες, Γκιόλβες, Λευκοφρύδηδες, Πρόκοι-Κατσαπρόκοι, καί δήθεν λογοκριμμένα αποσπάσματα Ευαγγελίων παίρνουν αβλεπί την άγουσα γιά τον σκουπιδοντενεκέ. (Βάλε καί κάτι πρόσφατες φήμες περί δημιουργίας τέτοιων …σαλατών από άτομα με …ποδίτσες …σαλατομαγειρικής, καί το γλυκό ήρθε κι έδεσε!:-) )
Αλλά, προσέξτε! Μπορεί ο «ξύπνιος» ή ο τσατισμένος αναγνώστης να πετύχει τρίποντο στον κάδο σκουπιδιών του Δήμου, πλην όμως αυτό δεν είναι ούτε δωρεάν, ούτε ανώδυνο. Εν προκειμένωι, το τσουχτερό αντίτιμο που πληρώνει ο θυμός μας (ή η αφ’ υψηλού αντιμετώπισή μας) είναι το οριστικό «κάψιμο» κάθε καλής (δηλ. αληθινής / χρήσιμης / χρηστικής) πληροφορίας.
«- Ωραία, ρέ Εργοδότη! Συμφωνούμε, ως υπόθεση εργασίας, πως το απόσπασμα είναι γνήσιο. Καί ποιά είναι εδώ η καλή πληροφορία;»
Θ’ απαντήσω με ερώτηση:
Λέτε να έγραψα τόσο κατεβατό (καί δή, με μυθιστορηματική σάλτσα), γιά να σας πω πράγματα που ήδη γνωρίζετε; Να παπαγαλίσω με καθυστέρηση κουβέντες που ήδη μπαγιάτεψαν στο Διαδίκτυο;
Όχι, έ;
Καί πού βρίσκεται, λοιπόν, η καλή πληροφορία;

Ένα από τα πολλά (καί παμπάλαια) κόλπα «αυτών», είναι το κολόβωμα της πληροφορίας. Δηλ. το σπάσιμό της σε κομμάτια, εκ των οποίων κάποια αποκρύπτονται. Έτσι ώστε, όταν εσύ διαβάζεις την πληροφορία ανολοκλήρωτη, ν’ αναρωτιέσαι τί ανοησίες διαβάζεις καί γιατί χάνεις τον χρόνο σου σε βλακείες.
Φερ’ ειπείν, μαθαίνεις στις ειδήσεις πως κάποιος αθλητής έσπασε το ρεκόρ του άλματος εις ύψος, πηδώντας 2.80 μέτρα. Εάν είσαι σχετικός με τα αθλήματα, σίγουρα θα «στολίσεις» καταλλήλως τους δημοσιογράφους που γράφουν τέτοιες αηδίες καί θεωρούν το αναγνωστικό τους κοινό καταντίπ ηλίθιο. Όμως, αν ο δημοσιογράφος στη βιασύνη του ξέχασε να γράψει το υπόλοιπο της είδησης, ότι δηλαδή ο αθλητής πήδησε 2.80 μέτρα ύψος, δοκιμάζοντας -γιά χάρη της εταιρείας που το κατασκεύασε- το νέο πρόσθετο σούπερ-ντούπερ υποβοήθημα ποδιών γιά άτομα με αναπηρία, τότε έχεις απαξιώσει μιά όντως καλή πληροφορία.
Δυστυχώς, στη δημοσίευση… γιά να είμαστε ακριβείς, στη λογοκρισία / κολόβωση / απόκρυψη ειδήσεων γιά την έρευνα στο Παράξενο, δεν υπάρχει αφηρημάδα. Όπως δεν υπάρχουν καλές προθέσεις. Υπάρχει σκοπιμότητα. Σκοπιμότητα κακή καί μαύρη: είτε ν’ αποβλακωθούν όσα άτομα εκτός κυκλωμάτων ψάχνουν τέτοια πράγματα, είτε να θυμώσουν καί να τα παρατήσουν, πετώντας τις όποιες καλές πληροφορίες στη χωματερή.
Αν δεν βλέπετε τη σκοπιμότητα εδώ, στις ειδήσεις γιά το συγκεκριμένο απόσπασμα του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, θα σας θυμίσω αυτό που λέω πολλές φορές (καί στον εαυτό μου), πως όλα βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας… αρκεί να συμμαζέψουμε το μυαλό μας καί να τα δούμε καθαρά.
Λοιπόν; Τίιιι υποψιάζεστε;
Θα σας το δώσω έτοιμο: το απόσπασμα αυτό είναι κι αυτό με τη σειρά του κολοβωμένο!
Πού; Πώς;
Ρέ σείς!… Τί «τινές» Έλληνες (διαβάστε το απόσπασμα) ήταν αυτοί, που πήγαν να δουν τον Χριστό; Μανάβηδες ήταν; μπακάληδες; χασάπηδες; μαυραγορίτες; οδηγοί βοϊδάμαξας; περίεργοι χασομέρηδες; ιδιοκτήτες μπαρμπουτιέρας; Ποιός Έλληνας θα έχανε τον χρόνο του γιά να πάει ν’ ακούσει κάποιον μυστήριο αλλοπαρμένο εβραίο ( ; ) να ρητορεύει; Καί γιατί θα έκανε κάτι τέτοιο;
Τί ακριβώς μας αποκρύπτει αυτό το «τινές»; Υποψιαστήκατε, ή ακόμη; Καί γιατί ο Χριστός κατενθουσιάστηκε με την άφιξή των «τινών» Ελλήνων, καί δεν συνέχισε το κήρυγμα έτσι απλά, σα να μην έτρεχε τίποτε; Δεν είχε ξαναδεί Έλληνες, ή δεν υπήρχαν θέσεις γιά προσφάτως αφιχθέντες ακροατές; Λοιπόν, αγάπες μου, στα ίσα:
Αυτοί οι πρόγονοί μας ήσαν ιερείς!!!
Καί υποθέτω βάσιμα πως αποτελούσαν αντιπροσωπεία από μαντεία (Δελφούς, κτλ) καί ναούς ανά την Ελλάδα καί τον Ελληνικό κόσμο. Κι ο σκοπός τους; να διαπιστώσουν ότι πράγματι οι προβλέψεις κι εκτιμήσεις τους γιά τον νέο θρησκευτικό ηγέτη της Ελλάδας των επομένων αιώνων ήταν σωστές. Δεν είπαμε ότι τα αρχαία μας ιερατεία τον περίμεναν τον Χριστό;
Αυτά ακριβώς έγραφε το κομμάτι του παπύρου.

Φυσικά, εννοείται πως τέτοιες συναντήσεις δεν γίνονται στα κουτουρού. Προηγείται συστηματική μυστική αλληλογραφία. Πράγμα που σημαίνει ότι το δικό μας ιερατείο όχι μόνον περίμενε τον Χριστό, αλλά στα της θρησκείας των Ελλήνων ουσιαστικά υλοποίησε πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής. Καί δή, κατευθείαν με τον Αναμενόμενο!
Με τη σειρά τους, αυτά όλα συνεπάγονται πως υπήρχε (καί λογικά ακόμη υπάρχει) η καθαρά Ελληνική ιερατική εκδοχή της ιστορίας του Χριστού, κομμάτια της οποίας πήραν τον δρόμο γιά τα γνωστά Ευαγγέλια. Ίσως κάποια μέρα διαβάσουμε το πλήρες κείμενο της συγκεκριμένης αφήγησης… το οποίο προσώρας υποθέτω πως φυλάσσεται άριστα από ερπετά τύπου πόρδου ψευτόπαπα.
Τούτων ειπωθέντων, καί με βέβαιο το συμπέρασμα ότι η Ορθοδοξία είναι αδιάσπαστη συνέχεια της προαιώνιας θρησκείας των Ελλήνων, περιμένω να δω ποιός θα τολμήσει να εισάγει καινά δαιμόνια στη Σύνοδο των Χανίων, χωρίς να θέσει εαυτόν εκτός Ορθοδοξίας οριστικώς καί αμετακλήτως.
Ελλάς γάρ μόνη Θεανθρωπογεννεί.

ΤΕΛΟΣ