Κρίση του δυτικού ατόμου και της νεωτερικότητας. Σύγχρονη ακοσμία και ακοινωνικότητα και υποδούλωση, σε βιομηχανική κλίμακα, της ζωής στον θάνατο.
Χάσαμε το νόημα της «αρχής». Επειδή γεννηθήκαμε τελευταίοι, δεν παύουμε σήμερα να υπογράφουμε τη ληξιαρχική πράξη του θανάτου της νεωτερικότητας... ζούμε το τέλος των ιδεολογιών, το τέλος της προόδου, το τέλος της ιστορίας, το τέλος της τέχνης και, για όσους έχουν πιο εκλεπτυσμένη σκέψη, ζούμε το τέλος της μεταφυσικής. Από 'δω και πέρα τίποτα δεν μπορεί να μας συμβεί, μετά απ' ό,τι πιστέψαμε, βιώσαμε και υποφέραμε' ούτε μας εκπλήσσει το τέλος των ψευδαισθήσεων μας... Η απογοήτευση μας συνδυάζεται με την αδυναμία μας, καθώς περιπίπτουν σε λήθη οι μεγάλες αφηγήσεις που έχουν ζωογονήσει τον κόσμο εδώ και αιώνες και που, μέσα στη γενικευμένη άμπωτη του νοήματος, σβήνουν τώρα το πρόσωπο του πάνω στην άμμο της νεωτερικότητας.
Αυτός ο μόνιμος ίλιγγος της λογικής, που την βυθίζει μέσα στην εσωτερική της άβυσσο, υφαίνει μια άπειρη σειρά παραλλαγών για το θάνατο του Θεού και, κατά συνέπεια, για τον θάνατο του ανθρώπου...
Η σκιά αυτού του προαναγγελθέντος θανάτου πλανιόταν πάνω από έναν ολόκληρο αιώνα παγκοσμίων πολέμων, μαζικών εκτελέσεων και πυρηνικής αποκάλυψης, που σημαδεύτηκε από τις μαύρες μορφές της βαρβαρότητας:
Νταχάου, Γκούλαγκ ή Χιροσίμα.
Ορισμένοι διαβεβαίωσαν ότι είχαμε φτάσει στο τέρμα της σκέψης, ή στην άκρη της νύχτας, με το Άουσβιτς, στον τελευταίο κύκλο της κόλασης όπου το συρματόπλεγμα έπαιρνε τη θέση της συνείδησης...
Τι σόι άνθρωπος είναι αυτός που άλλαξε κατεύθυνση στη γνώση για να υποδουλώσει, σε βιομηχανική κλίμακα, τη ζωή στον θάνατο;
Ταυτισμένη καταγωγικά με τον Διαφωτισμό, η νεωτερικότητα ισχυριζόταν ότι θα δημιουργούσε τον απόλυτο άνθρωπο, ότι θα ξερίζωνε από αυτόν τη βαρβαρότητα και ότι θα στεφανωνόταν με τη νικητήρια αύρα του πολιτισμού... Κατακτώντας τις πιο παράξενες χώρες, σ' αυτές τις μεθορίους του πολιτισμού ο άγριος και ο βάρβαρος θα του πρότειναν τον εαυτό τους ως καθρέφτη... Ο Διαφωτισμός θα σκόρπιζε τη βαριά καταχνιά των πρωτόγονων πρωινών που απαγόρευαν στους άγριους και στους βάρβαρους, τους βυθισμένους μέσα στην αποκτήνωση ή αγριότητα, να αντιληφθούν την ίδια τους την ανθρωπιά. Ο Rousseau μπορούσε μεν να αντιστρέφει, ειρωνικά, το παιχνίδι των αντιθέσεων υποστηρίζωντας τα φώτα τη φύσης ενάντια στα σκοτάδια του πολιτισμού συνέχιζε όμως να ελπίζει, στο βάθος της καρδιάς του, ότι η λογική θα θριάμβευε πάνω στα υπολείμματα της βαρβαρότητας που παραμορφώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο.´
Μόνο με τον στιγμιαίο φωτισμό που προσιδιάζει στη σκέψη -αυτήν τη λάμψη που θα ξαναβρούμε, από τον Πλάτωνα ως τον Heidegger και από τη Simone Weil ως τη Hannah Arendt, όταν θα αναρωτηθούμε τι σημαίνει σκέπτεσθαι- θα είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε τη διπλή πολικότητα της ανθρωπιάς και της βαρβαρότητας, μέσα σε ένα και μοναδικό ον. Αυτός ο φωτισμός, με τη διάρρηξη του υπερβατικού, θα μας αποκαλύψει κάτω από ποιές προϋποθέσεις η βαρβαρότητα είναι δυνατή, πρώτα-πρώτα στον νεωτερικό κόσμο, ο οποίος, παρά την απαίτηση του για ελευθερία, γνώρισε την υποδούλωση ολόκληρης της φύσης και του ίδιου του ανθρώπου σε αυτό που ο Horkheimer και ο Adorno αποκαλούν «δεσποτικό υποκείμενο».
Αυτές οι προϋποθέσεις μου φαίνεται, ότι ξαναγυρίζουν, εντέλει, σε μια και μόνη αρχή, την αρχή της εσωτερικότητας του ανθρώπου ο οποίος, μη διαθέτοντας κανένα εξωτερικό φως, παραμένει υποταγμένος στις κατοπτρικές αντανακλάσεις του ανθρώπινου και του βάρβαρου, με το να φυλακίζει το άλλο στην ανεστραμμένη εικόνα του εαυτού του, χωρίς ποτέ να μπορεί να αποδράσει από την κόλαση της απομόνωσης του. Η κόλαση δεν είναι ποτέ οι άλλοι, όπως υποστηρίζει ένα πολύ διαδεδομένο σόφισμα, η κόλαση είναι πάντοτε ο εαυτός μας, από τη στιγμή που το εντός δεν αναγνωρίζει κανένα εξωτερικό άνοιγμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο βάρβαρός είναι μέσα μας... Βαρβαρότητα είναι τόσο η λιποταξία του εαυτού μας όσο και η υποχώρηση του εγώ' το εγώ δεν εξαντλεί ολόκληρο το πεδίο του εαυτού μας... Δεν θα μας εκπλήξει το ότι η βαρβαρότητα βρίσκεται στο εσωτερικό, ακριβέστερα μέσα στο «υποκείμενο» ή στο self των Νεώτερων που απελευθέρωσε τις δυνάμεις του Εγώ ενάντια στη φύση, στους ανθρώπους και τον Θεό... Σε αντίθεση με την πρωτόγονη βαρβαρότητα, αυτήν που ο Vico ονόμαζε «βαρβαρότητα των αισθήσεων», η βαρβαρότητα της σκέψης δεν αλλοτριώνεται άμεσα με την εξωτερικότητα της καταστροφής' ξέρει να πηγαίνει με το πάσο της και να αφήνει τη μυστική της επιθυμία για το μηδέν να ωριμάσει...
Η ερήμωση του νοήματος και της χαμένης στην αναζήτηση ψυχής αισθητοποιείται από τα φαινόμενα που τη συνοδεύουν. Θα ονομάσω φαινόμενο βαρβαρότητας κάθε είδος ανθρώπινης στειρότητας στο πεδίο της ηθικής, της πολιτικής, της εκπαίδευσης και της κουλτούρας. Η έκφραση «φαινόμενο βαρβαρότητας» μου φαίνεται πιο ευρεία, και πιο βαθιά, από την έκφραση «διεστραμμένο φαινόμενο», για το οποίο ο Raymond Boudon έδειξε με ποιό τρόπο αναστάτωνε την κοινωνική τάξη συσχετίζοντας ένα ανεπιθύμητο, αν όχι δυσάρεστο, αποτέλεσμα με μια λελογισμένη και καλοπροαίρετη απόφαση. Χαρακτηρίζεται, διττά, από την αφετηριακή της κενότητα -το υποκείμενο απομονώνεται στον εαυτό του- και από την τελική της κενότητα - την έλλειψη σκοπού. Μιλάμε για φαινόμενο βαρβαρότητας κάθε φορά που μια πράξη, μια δημιουργία ή ένας θεσμός του ενταγμένου στα κοινά ανθρώπου δεν δημιουργεί νόημα, αλλά το καταστρέφει ή το σπαταλάει, αντλώντας σαν το παράσιτο χυμούς από τα προγενέστερα έργα ή από τα ιστορικά τους ιζήματα. Ο Nietzsche είχε από τους πρώτους δείξει ότι η θέληση για γνώση του νεότερου πολιτισμού, που αυτός τον χαρακτήρισε «τερατώδη παρακμή», ήταν κι αυτή φορτωμένη από τον ίδιο βάρβαρο παρασιτισμό εις βάρος του παρελθόντος. «Πλέον δεν συσσωρεύουμε, σπαταλάμε τα κεφάλαια των προγόνων μας, ακόμα και στον τρόπο γνώσης μας»...
Ο Raymond Boudon έδειξε εύστοχα, στο Το δίκαιο και το αληθινό, ότι ο σύγχρονος σχετικισμός και μηδενισμός είναι τα διεστραμμένα φαινόμενα του θετικισμού: παρουσιάζουν ως πρόοδο, και μάλιστα ως απόλυτη πρόοδο, τις τρέχουσες σχετικιστικές συμπεριφορές, μόνο και μόνο επειδή, στην πράξη, διαδέχτηκαν τις προγενέστερες καθολικιστικές συμπεριφορές. Αλλά αν όλα ταιριάζουν με όλα και αν, πραγματικά, όλα έχουν αξία, δεν υπάρχουν πια καθολικοί και αντικειμενικοί λόγοι, ώστε να προτιμήσουμε το δημοκρατικό σύστημα από το ναζιστικό ή, γενικότερα, τη θέση «όλα έχουν αξία» από την αντίθετη της «τίποτα δεν είναι απολύτως ίσο με κάτι άλλο». Ο Boudon δεν δυσκολεύεται να εντοπίσει τον λογικό φαύλο κύκλο, αλλά και τον ηθικό φαύλο κύκλο, μέσα στον οποίο εγκλωβίζεται ο Richard Rorty, ένας από τους αρχιερείς του σχετικισμού, όταν υποστηρίζει ότι «τα αισθήματα τρόμου που μας εμπνέει το Άουσβιτς» αποτελούν «προϊόν μιας ιστορικής συνθήκης»...
Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η μαζική βαρβαρότητα, με τα χαρακτηριστικά ενός κοινωνικού ή φυλετικού λόγου, παρήγαγε συστηματικά μαζικά εγκλήματα. Σκοτώσαμε με απανωτές βολές την ανθρωπιά, την εξορίσαμε στο Μπούχενβαλτ, τη συντρίψαμε στη Δρέσδη και την κάναμε γυαλιά-καρφιά στη Χιροσίμα, την εξοντώσαμε στην Πνομ Πενχ. Ο θάνατος δεν χτύπησε αποκλειστικά ανθρώπους κατ' άτομα, κατά οικογένειες ή κατά κοινότητες, αλλά κατά τμήματα της ανθρωπότητας, όπως εξάγουμε βιομηχανικά πέτρες από ένα λατομείο πριν τις τεμαχίσουμε κομμάτι-κομμάτι... Εβραίους, Τσιγγάνους, Κουλάκους, Κοζάκους, Τατάρους, πολωνέζους υπάλληλους, κινέζους χωρικούς και αστούς χμέρ, με όλους τους πιθανούς τρόπους, κατά ηλικία, φύλο, εθνικότητα, κοινωνική τάξη ή επάγγελμα...
Πως είναι δυνατόν το μαζικό έγκλημα; Ποιό είναι το ηθικό clinamen που έκανε τις μαζικές κοινωνίες και τις ιδεολογίες τους να παραπαίουν, με τρόπο ασύλληπτο... ξεριζώνοντας ολόκληρες ομάδες από τη φυσική τους ρίζα στον κόσμο, όπως κατεδαφίζουμε με την μπουλντόζα ένα αρχαίο κτήριο με τον έναν όροφο μετά τον άλλο να βουλιάζουν μέσα στη σκόνη; Ο αιώνας μας δεν έχει εκτελέσει τους ανθρώπους σαν σκυλιά, αλλά σαν μάζες σάρκας που δεν διαφέρουν η μια από την άλλη και που, στη πιο ακραία περίπτωση, στην Καμπότζη για παράδειγμα, προκάλεσαν τον κανιβαλισμό και τη ζωοποίηση. Πως το φως της λογικής, που ο Ηράκλειτος το συνέκρινε με τη φωτιά, μπόρεσε να μετατρέψει, στο όνομα της ανθρωπιάς, τους ανθρώπους σε στάχτες;
Επειδή η τυπική λογική είναι κενή, προκειμένου να επενδύσει καλύτερα στην ολότητα της εμπειρίας, δημιουργεί επίσης κενό γύρω της. Αυτή η κατά κυριολεξίαν οντολογική θέση, που διαμορφώνει τον παράδοξο οπλισμό της Διαλεκτικής του διαφωτισμού, μπορεί να ερμηνευθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους: σε ηθικό επίπεδο, η απεριόριστη υποκειμενικότητα του ανθρώπου καταλήγει στην καταστροφή του υποκειμένου, και σε πολιτικό επίπεδο, η χωρίς όρια κοινωνικοποίηση του ανθρώπου καταλήγει στον θάνατο του πολίτη, αφού ο ολοκληρωτισμός είναι τελικά η συνέχεια της δημοκρατίας με άλλα μέσα.
Αυτός ήταν ήδη ο φόβος του Nietzsche, πριν από τη στροφή του αιώνα, όταν προφήτευε την εμφάνιση παγκόσμιων πολέμων που θα διεξάγοταν στο όνομα φιλοσοφικών αρχών στο πεδίο, ανοιχτό σαν πληγή, της δημοκρατικής ζωής. Αυτή θα είναι επίσης η θέση της Hannah Arendt, που θα διακρίνει στην εξαφάνιση του κοινού κόσμου τις προκείμενες της επιδρομής του ολοκληρωτισμού...
Στις επιστολές που αντάλλασσε, αφιερωμένες σε αναλύσεις για τον φασισμό και τον κομμουνισμό, ο François Furet δεν συμμερίζεται τη θέση του Ernst Nolte που υποστηρίζει ότι ο φασισμός δημιουργήθηκε ως αντίδραση στον κομμουνισμό, και βλέπει στα δύο ολοκληρωτικά κινήματα «δύο δυνάμει μορφές της μοντέρνας δημοκρατίας που ξεπηδούν από την ιστορία»... ο υποκειμενικός φορμαλισμός καταστρέφει την ανθρώπινη ουσιακότητα. Ο δημοκρατικός κόσμος υπήρξε η μήτρα... επειδή είχε οδηγήσει τον άνθρωπο, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, σε αυτήν τη νέα μορφή μαζικού-ανθρώπου του οποίου οι στοχαστές της νεωτερικότητας προέβλεψαν την εμφάνιση, από τον Poe και τον Baudelaire μέχρι τον Benjamin, από τον Flaubert, τον Tocqueville και τον Nietzsche μέχρι τον Ortega ή τον Camus.---------------------------------------------------------------
Ρωτήστε κάθε καλό Γάλλο, που διαβάζει κάθε μέρα την εφημερίδα του στο καφενείο του, τι καταλαβαίνει με τη λέξη πρόοδος. Θα απαντήσει ότι είναι ο ατμός, ο ηλεκτρισμός και το αεριόφως, θαύματα άγνωστα στους Ρωμαίους και πως αυτές οι ανακαλύψεις μαρτυρούν την απόλυτη ανωτερότητα μας σε σχέση με τους Αρχαίους. Τόσο γεμάτο σκοτάδια είναι αυτό το δυστυχές κρανίο και τόσο περίεργα έχουν συγχυστεί τα αντικείμενα της υλικής και της πνευματικής τάξης! Αυτός ο ανθρωπάκος έχει τόσο αμερικανοποιήθει [το 1855!!!] από αυτους τους ζωοκράτες και βιομηχανικούς φιλόσοφους που έχει χάσει τη στοιχειώδη γνώση των διαφορών που χαρακτηρίζουν τα φαινόμενα του φυσικού και του ηθικού κόσμου, του φυσικού και του υπερφυσικού. Στους 'μαθητές των φιλοσόφων του ατμού και των χημικών σπίρτων' η πρόοδος εμφανίζεται με τη μορφή της 'ατελείωτης σειράς'. Όμως που βρίσκεται αυτή η εγγύηση; Δεν υπάρχει, λέω εγώ, παρά στην ευπιστία και την κενοδοξία σας.
Αφήνω στην άκρη το ερώτημα αν, μαλθακεύοντας την ανθρωπότητα κατ' αναλογία με τις νέες ηδονές που της προσφέρει, η απεριόριστη πρόοδος δεν θα ήταν το πιο ευφυές και το πιο ωμό βασανιστήριο, αν, μέσα από μια επίμονη άρνηση του εαυτού της, δεν θα αποτελούσε έναν τρόπο μιας αδιάκοπα επαναλαμβανόμενης αυτοκτονίας, και αν, αποκλεισμένη στο φλεγόμενο κέντρο της θείας λογικής, δεν θα έμοιαζε με το σκορπιό που διαπερνάται μόνος του με την τρομερή ουρά του, αυτό το αιώνιο desideratum [αντικείμένο πόθου] που αποτελεί την αιώνια απελπισία του...
Charles Baudelaire
---------------------------------------------------------------
Σε ένα σύντομο κείμενο, το Η κατάρρευση του θάρρους, ο Solzhenitsyn αμφισβητούσε από την πλευρά του, το σύνολο της δυτικής σκέψης φτάνοντας μέχρι τα θεμέλια της. Είναι ο «ορθολογικός ουμανισμός», ο οποίος προέρχεται από τη χριστιανική σύλληψη του κόσμου, που, αποκομμένος από τις πνευματικές του ρίζες, θέλησε να κάνει πραγματικότητα την απόλυτη αυτονομία του ανθρώπου «σε σχέση με οποιαδήποτε δύναμη βρίσκεται έξω από αυτόν». Αυτός ο ανθρωποκεντρισμός καταλήγει, το ξέρουμε, όλοι, στο να τοποθετήσει «την ιδέα του ανθρώπου στο κέντρο όλων όσων υπάρχουν», χύνοντας αυτήν την ιδέα μέσα σε ένα κοινωνικό καλούπι, απαλλάσσοντας τον άνθρωπο από την ευθύνη του έναντι της αρχής που τον θεμελιώνει, εφόσον ο ίδιος είναι αρχή για τον εαυτό του. Η ανθρώπινη ελευθερία γίνεται απροϋποθετη, αφού κανείς δεν οφείλει πια να απολογηθεί για τις πράξεις του ενώπιον κάποιας εξωτερικής εξουσίας, αλλά κρίνεται πια μπροστά στο δικό του δικαστήριο, όντας και κριτής, και μάρτυρας, και κατηγορούμενος...
Μπορούμε να μη συμμεριστούμε την κριτική για τον ουμανισμό του Solzhenitsyn που εξάλλου δεν μέμφεται τα ηθικά του θεμέλια, αλλά τη λήθη της ανώτατης αρχής τους και τη στροφή του ανθρώπου προς τον εαυτό του' δεν θα μπορούσαμε όμως να παραβλέψουμε τη θεωρητική και πρακτική του αξία... η ευρωπαϊκή σύλληψη του ανθρώπου ακολούθησε δύο διαφορετικούς δρόμους με αφετηρία την ίδια αρχαία πηγή: τον δρόμο του τυπικού υποκειμένου και τον δρόμου του ουσιακού ανθρώπου. Αυτοί οι δρόμοι συχνά αναμειγνύονται μέσα στη σύγχρονη ιδεολογία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως επίκαιρα μας θύμισε ο Bladimir Kriegel στην προσπάθεια του να τις ιεραρχήσει.
Από τη μια, η φιλοσοφία του Κράτους, με την οποία συνδέονται τα δικαιώματα του πολίτη, στηρίζεται στη θεωρία της βούλησης του υποκειμένου που είναι απολύτως τυπικής τάξης' από την άλλη, η φιλοσοφία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που θεμελιώνεται σε μια εντελώς διαφορετική ιδέα, την ιδέα ενός φυσικού νόμου και μιας ουσιακής φύσης, ή ακόμα, όπως σωστά επισημαίνει ο Bladimir Kriegel, «την ιδέα ότι η ανθρώπινη φύση περιλαμβάνει τον νόμο». Η πρώτη αντίληψη προσδιορίζει τον κλειστό χώρο ενός αυτόνομου, βολονταριστικού και διαδικαστικού υποκειμένου, που αντιτίθεται στη φύση της οποίας είναι ο άρχοντας, όπως στον Descartes, ή ο καταστροφέας, όπως στον Sade, χωρίς να υπάρχει το παραμικρό εμπόδιο που να περιορίζει την εξύμνηση της ελευθερίας του. Αυτός ο δρόμος του υποκειμένου είναι αδιέξοδος και οδηγεί τις μεν δημοκρατικές κοινωνίες, το είδαμε στον Charles Taylor, στον ναρκισσισμό και τον εγωισμό της μάζας, τις δε ολοκληρωτικές, στην αχαλίνωτη βία του φυλετικού μίσους και του κοινωνικού υποκειμένου.
Μετατρέποντας το self σε αρχή συγκρότησης του κόσμου αντί να το αποδώσουμε στον ίδιο τον κόσμο, ο μετακαρτεσιανός θετικισμός καταλήγει στην έκρηξη του υποκειμένου, το οποίο είναι ανίκανο να αντισταθεί στις εντάσεις που απαιτούνται για την απεριόριστη αυτοθεμελίωση του. «Η φιλοσοφία του υποκειμένου είναι φιλοσοφία Βαρβάρων», δεν διστάζει να δηλώσει ο Bladimir Kriegel... πρέπει να σταματήσουμε να αναπαριστούμε τον άνθρωπο με τη μορφή του υποκειμένου και να αποκαταστήσουμε εκ νέου αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «άτομο», και το οποίο προτιμώ από την πλευρά μου να ονομάζω «πρόσωπο» για να τονίσω το εξωτερικό του άνοιγμα...
---------------------------------------------------------------
Η προσπάθεια των ρασιοναλιστών της νεώτερης δυτικοευρωπαϊκής φιλοσοφίας, με πρωτεργάτη τον Ρενέ Ντεκάρτ, να θεμελιώσουν την αλήθεια στη λογική του ατόμου δεν τελεσφόρησε, με αποτέλεσμα οι φιλόσοφοι της βρετανικής σχολής, με πρωτεργάτη τον Ντέιβιντ Χιούμ, και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, με πρωτοπόρο τον Ιμανουέλ Κάντ, να μεταβούν, από τη σπουδή του εννοιλογικού περιεχομένου της σκέψης, στην αλήθεια του κοινού νου. Με άλλα λόγια, οι φιλόσοφοι της βρετανικής σχολής και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού ασχολούνται με το άτομο ως 'υποκείμενο'... πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ατομικισμός στη Δύση δεν έχει εκφραστεί μόνο με το πρόταγμα του λογισμού του φυσικού υποκειμένου, όπως λ.χ. έχει διαμορφωθεί από τον Καρτεσιανισμό και τον Καντιανισμό, αλλά έχει εκφραστεί και μέσω του Χεγκελιανού κοινοτισμού-εθνικισμού...
Στο πλαίσιο της Χεγκελιανής φιλοσοφίας, γίνεται μια μετάθεση του Δυτικού ατομικισμού από το επίπεδο του φυσικού υποκειμένου (το άτομο ως φυσική μονάδα του ανθρώπινου όντος) στο επίπεδο του έθνους (ως ποσοτικά μεγαλύτερου ατόμου, αλλά πάντως ατόμου). Επίσης, ακολουθώντας τη Χεγκελιανή φιλοσοφία, έστω και αντιστρέφοντας τη Χεγκελιανή διαλεκτική, χάριν του «επιστημονικού υλισμού», ο Κάρλ Μάρξ πρότεινε τη μετάθεση του Δυτικού ατομικισμού από το επίπεδο του έθνους στο επίπεδο της κοινωνικής τάξης. Κανείς τους δεν υπερέβει ουσιαστικά τον Δυτικό ατομικισμό, ουσία του οποίου είναι η πεποίθηση πως η συνείδηση του υποκειμένου (οποιοδήποτε κι αν είναι αυτό το υποκείμενο: φυσικό άτομο, έθνος, κοινωνική τάξη) αποτελεί οντολογικώς επαρκές θεμέλιο της αλήθειας...
Το μεγάλο πρόβλημα της νεωτερικότητας είναι ότι τραυμάτισε βαθιά τον κοινωνητικό χαρακτήρα της ψυχής, γεννώντας το 'άτομο' και άρα, έβλαψε ουσιαστικά τη δυνατότητα της Δύσης να δημιουργεί 'κοινωνία'. Εξ ου και η Δύση, είτε παράγει φιλελευθερισμό, είτε παράγει κομμουνισμό, είτε παράγει φασισμό-εθνικοσοσιαλισμό, είναι ένας οντολογικά ανάπηρος πολιτισμός, διότι δεν έχει τις οντολογικές προϋποθέσεις να παράξει κοινωνία.
---------------------------------------------------------------
Η πολιτική, και όχι μόνο ηθική, αποτυχία της νεωτερικότητας, για την οποία θα μιλήσω παρακάτω σε σχέση με τον Benjamin, έχει να κάνει με τη μόνιμη σύγχυση ανάμεσα στο υποκείμενο και το πρόσωπο που έχει διχάσει τον πολίτη ανάμεσα στις πολλές του επιθυμίες, χωρίς να καταφέρει να συγκροτήσει έναν δημόσιο χώρο, όπου θα μπορούσε να αποτυπωθεί η ορθολογικότητα των πολιτικών επιλογών. Η άγρια βαρβαρότητα των φασιστικών και κομμουνιστικών πολιτευμάτων υπάρχει επειδή η ήπια βαρβαρότητα του δημοκρατικού υποκειμένου, που μελετήθηκε εξαντλητικά από τον Tocqueville, τους άφησε το πεδίο ελεύθερο αποξενώνοντας το εσωτερικό υποκείμενο από τον κόσμο και τον Θεό [Vanitas και Feritas. Εισαγωγή στις δύο βαρβαρότητες]. Μόλις ο δεσμός της ευγένειας και ο δεσμός της κοσμιότητας καταστράφηκαν, βρεθήκαμε μόνοι σε αυτό το «ιστορικό αδιέξοδο», όπου ο άνθρωπος, όπως γράφει η Hannah Arendt, «όπου κι αν πάει, δεν συναντά παρά τον εαυτό του». Η εξαφάνιση του κόσμου και της φύσης, αυτών των μόνιμων εχθρών του υποκειμένου τους οποίους υποψιαζόταν ότι αντανακλούσαν κρυφά τη σκιά του Θεού, δεν άφησε παρά ηθικά και πολιτικά ερείπια ανάμεσα στα οποία περιπλανιέται «μια κοινωνία ανθρώπων οι οποίοι, δίχως κοινό κόσμο να τους συσχετίζει και να τους διαχωρίζει αυτόματα, είτε ζουν σε απελπιστικό απομονωτισμό ή συνωθούνται όλοι μαζί σε μια μάζα».
Ο François Furet μας επισημαίνει ότι, πάνω στη σκηνή ολόκληρης της Ευρώπης, «ο homo democraticus υποφέρει επειδή στερήθηκε από τον φιλελεύθερο πολιτισμό μια αληθινή ανθρώπινη κοινότητα». Πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού ο άνθρωπος, έχοντας καταλήξει να είναι μια εικονική μορφή υποκειμένου, δεν είναι πια παρά ένας εικονικός ηθοποιός δίχως καμιά ευθύνη στο πολιτικό πεδίο; Αν ισχύει ότι στα ολοκληρωτικά συστήματα η μόνη πολιτική που εφαρμόστηκε ήταν, σύμφωνα με την έκφραση του Alain Besançon, «η καταστροφή της πολιτικής», αφού το ναζιστικό κόμμα και το κομμουνιστικό κόμμα κατάργησαν όλες τις οργανικές μορφές κοινωνικής ζωής, τα συγκροτημένα σώματα, τις ενώσεις, με μια λέξη, την πραγματικότητα του δημοσίου χώρου, εφόσον οι άνθρωποι συρρικνώθηκαν στην «κατάσταση των ατόμων», τότε είναι εκπληκτικό που διαπιστώνουμε ότι με έναν ήπιο αλλά εξίσου βάρβαρο τρόπο οι σύγχρονες δημοκρατίες συρρίκνωσαν τον πολίτη στην απόλυτη εικονικότητα του νομικού υποκειμένου.
Μόλις το υποκείμενο εμφανίζεται, ο πολιτικός κόσμος αποσύρεται, σαν το παιχνίδι της εικονικότητας να παίρνει στο εξής τη θέση της πραγματικής εξουσίας. Παρακολουθούμε, σε όλες τις μεγάλες δημοκρατίες του 20ου αιώνα, τη συνεχή ελάττωση συμμετοχής των πολιτών στην άσκηση της πολιτικής ζωής και την εξάλειψη του δημόσιου χώρου τον οποίο καταλαμβάνει η ιδιωτική ζωή των ατόμων, έστω κι αν είναι αρχηγοί Κρατών, ή η μιντιακή ανάπτυξη.
Η προσπάθεια των ρασιοναλιστών της νεώτερης δυτικοευρωπαϊκής φιλοσοφίας, με πρωτεργάτη τον Ρενέ Ντεκάρτ, να θεμελιώσουν την αλήθεια στη λογική του ατόμου δεν τελεσφόρησε, με αποτέλεσμα οι φιλόσοφοι της βρετανικής σχολής, με πρωτεργάτη τον Ντέιβιντ Χιούμ, και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, με πρωτοπόρο τον Ιμανουέλ Κάντ, να μεταβούν, από τη σπουδή του εννοιολογικού περιεχομένου της σκέψης, στην αλήθεια του κοινού νου. Με άλλα λόγια, οι φιλόσοφοι της βρετανικής σχολής και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού ασχολούνται με το άτομο ως 'υποκείμενο' και με την κοσμική αντίληψη της ύπαρξης. Στο πλαίσιο αυτής της φιλοσοφικής παράδοσης, 'υποκείμενο' σημαίνει ένα ιστορικό ον γεμάτο με λόγο και βούληση, και πιο συγκεκριμένα σημαίνει έναν ιστορικό δρώντα ικανό να δρα επί τη βάσει του λόγου και της βούλησης.
Όμως τα φιλοσοφήματα της βρετανικής σχολής και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού -δηλαδή ο πυρήνας αυτού που ονομάζεται νεωτερικότητα- οδήγησαν, με τη σειρά τους, σε νέα αδιέξοδα: αφενός, καλλιεργήθηκε μια αντίληψη περί της συνείδησης ως άγραφου πίνακα, αφετέρου προτάθηκε μια βιοκεντρική-βιολογική αντίληψη της συνείδησης, με αποτέλεσμα το ανθρώπινο πνεύμα -που υποτίθεται ότι θα θριάμβευε μέσω του 'υποκειμένου'- να θεωρηθεί τελικά παθητικό. Η παθητικότητα του ανθρωπίνου πνεύματος στο πλαίσιο της νεωτερικότητας είναι αποτέλεσμα των εξής εξελίξεων που συνέβησαν στη Δύση:
- Αντικαταστάθηκε η μεταφυσική σύνθεση (και άρα η ελευθερία που απορρέει από την αναζήτηση του 'τέλους-σκοπού' των όντων) από την εμπειρική αναζήτηση της σκέψης και την άμεση αποδεικτικότητα της πειραματικής επιστήμης.- Οι εγκυκλοπεδιστές θεώρησαν τις παραστάσεις ως βιολογικά φαινόμενα του εγκεφάλου, καλλιεργώντας την παθητικότητα μέσω ενός απλοϊκού φυσικαλισμού και αγνοώντας ότι τα ανθρώπινα νοητικά συστήματα δεν χαρακτηρίζονται μόνο από κωδίκευση (ντετερμινισμός) αλλά και από νοηματοδότηση (απροσδιοριστία του πνεύματος).- Απορρίφθηκε η τελολογία (δηλαδή η αναζήτηση του εσχάτου νοήματος των όντων και των πραγμάτων), η οποία απελευθερώνει τον άνθρωπο από τον υλικό ντετερμινισμό και επιτρέπει την κατανόηση της φύσης του σύμπαντος' για να δοθεί μια ερμηνεία στη φύση του σύμπαντος, πρέπει να υπάρχει προηγούμενη γνώση για τη φύση του νόμου που διέπει το σύμπαν (άρα για το τέλος-σκοπό του σύμπαντος) και που αποτελεί το όχημα για να ταξιδέψει στην εξέλιξη ένα σύμπαν (χωρίς αυτήν τη θεμελιωδώς οντολογική και ειδικότερα τελολογική θεώρηση του σύμπαντος, η επιστημονική μελέτη του σύμπαντος είναι φιλοσοφικώς αδύναμη και ελλιπής)- Αγνοήθηκε το συναίσθημα.
Οι προαναφερθέντες περιορισμοί και η προαναφερθείσα παθητικότητα του ανθρωπίνου πνεύματος που συντελέστηκαν στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, καταγγέλθηκαν από τον Ρουσό, ο οποίος υπερασπίστηκε το συναίσθημα απέναντι στον λόγο. Επίσης, ο Ρουσό προτάσσει ένα υποθετικό μοντέλο αρχέγονου φυσικού ανθρώπου, του οποίου η κοινωνικότητα προέρχεται από τη συμπάθεια, ως φυσική τάση προς συνύπαρξη, και του οποίου το χρέος απορρέει από το συναίσθημα και όχι από το νομικό σύστημα.
Ο Ζαν-Ζακ Ρουσό, στην προσπάθεια του να σώσει την ανθρώπινη ελευθερία από τη πειθαρχία και τη βία της ορθολογικής σκέψης (η οποία είναι η μεγάλη θεότητα των ρασιοναλιστικών Δυτικών πανεπιστημίων και της φυσιοκρατικής πολιτικής οικονομίας), ισχυρίζεται ότι ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα δεν είναι ότι σκέπτεται, αλλά ότι επιλέγει. Όμως, σε αυτό το σημείο, ο Ρουσό κάνει το πρώτο του βασικό λάθος: υπερασπίζεται και τονίζει τη δυνατότητα του ανθρώπου να επιλέγει, αλλά το κάνει αυτό νομίζοντας ότι ο άνθρωπος προβαίνει σε επιλογές με προοπτική τη φυσική του ολοκλήρωση και όχι με προοπτική την πνευματική του ελευθερία. Άρα, τελικά, η διαφορά μεταξύ ανθρώπου και ζώου στο φιλοσοφικό σύστημα του Ρουσό, είναι διαφορά βαθμού φυσικής ολοκλήρωσης. Και πάλι δηλαδή απουσιάζει η ελευθερία της μεταφυσικής.
Ο Ρουσό αντιτίθεται προς τη νεωτερική ορθολογικότητα και υιοθετεί μια κριτική στάση απέναντι στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, επειδή διαφωνεί με την μεθοδο που επέλεξαν να ακολουθήσουν (δηλαδή με τη λογοκρατική μέθοδο), αλλά δεν διαφωνεί με τον σκοπό της νεωτερικότητας και του Διαφωτισμού, δηλαδή με τη προσπάθεια θεμελίωσης της αλήθειας στην ατομική συνείδηση. Το 'εγώ αισθάνομαι' μπορεί μεθοδολογικώς και γνωσιολογικώς να διαφέρει από το 'εγώ σκέπτομαι', αλλά η οντολογία του 'αισθάνομαι άρα υπάρχω' (Ρουσό) είναι κοινή με την οντολογία του 'σκέπτομαι άρα υπάρχω' (Ντεκάρτ). Εξ ου και παρ' ότι ο Ρουσό, όπως και άλλοι Δυτικοί φιλόσοφοι, επικαλείται ως πρότυπο της πολιτικής θεωρίας του το αρχαίο ελληνικό 'άστυ', διαφέρει ουσιωδώς από την αρχαία ελληνική οντολογία.
Παρ' ότι ο Πλούταρχος και οι κλασσικοί Έλληνες φιλόσοφοι άσκησαν ιδιαίτερη γοητεία στον Ρουσό, το ιδεώδες της κοινωνίας και του ατόμου που εκφράζει ο Ρουσό είναι εκείνο του νεωτερικού Δυτικού υποκειμένου. Για τον Ρουσό, ο άνθρωπος είναι από τη φύση του άτομο συναισθηματικό και η κοινωνία του (δηλαδή η 'φυσική' κοινωνία) πρέπει να βασίζεται στο πάθος και όχι σε ψυχρούς υπολογισμούς. Όμως και πάλι, η αφετηρία του Ρουσό είναι το άτομο, έστω το άτομο του αισθήματος (σε αντιδιαστολή προς το άτομο του λόγου των ρασιοναλιστών) αλλά πάντως άτομο. Αντίθετα, στην ελληνική Αρχαιότητα, ο άνθρωπος, ως έλλογο ζώο, δεν είναι στην ουσία του 'άτομο', αλλά σύνθεση ροπών και δυνάμεων, όπως έχουν αναλυθεί στην ψυχολογία του Πλάτωνα, και, κατ' επέκταση, είναι πολιτικό ον στην υπηρεσία της κοινωνικής ευδαιμονίας. Γι' αυτό, στην αρχαία ελληνική θεωρία του Δικαίου, η κοινωνική δικαιοσύνη δεν αφορά στην προστασία 'ανθρωπίνων δικαιωμάτων', αλλά (συμφώνως με την... ελληνική ανθρωπολογία και οντολογία [την οποία εδώ δεν παραθέτουμε]) γίνεται κατανοητή ως προσφορά του πολίτη προς την κοινωνία. Εξ ου και, στην αρχαία Ελλάδα, ο 'ιδιώτης' θεωρείται δευτέρας κατηγορίας άνθρωπος.
---------------------------------------------------------------
[2.40.1] 'Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτωι τε ἔργου μᾶλλον καιρῶι ἢ λόγου κόμπωι χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργωι αἴσχιον. [2.40.2] ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγωι πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργωι ἐλθεῖν. [2.40.3] διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοι δ' ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων.
[2.40.1] Διότι είμεθα εραστές του ωραίου, αλλά και φίλοι συγχρόνως της απλότητας, και φιλοσοφούμε -καλλιεργούμε το πνεύμα μας- χωρίς να γινόμαστε μαλθακοί (δηλαδή μαλάκες)' ο πλούτος, εξ άλλου, μας χρησιμεύει ως ευκαιρία περισσότερο προς εκτέλεση έργων, παρά ως αφορμή για κομπασμό, και το θεωρούμε ντροπή να μην παραδέχεται κανείς πως είναι φτωχός, αλλά χειρότερη ντροπή να μην προσπαθήσει να ξεφύγει από τη φτώχεια του με έμπρακτα έργα. [2.40.2] Είμαστε σε θέση οι ίδιοι να φροντίζουμε και για τις προσωπικές μας υποθέσεις και να μην αμελούμε -γι' αυτόν τον λόγο- τα πολιτικά, και παρά τις διάφορες ασχολίες που ο καθένας μας έχει, είμαστε επαρκώς κατατοπισμένοι στα πολιτικά. Διότι είμαστε οι μόνοι που όποιον δεν (συμ)μετέχει καθόλου σε αυτά -όποιον ιδιωτεύει-, δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο πολίτη, αλλά άχρηστο, και οι ίδιοι εμείς πάλι που παίρνουμε πολιτικές αποφάσεις, ή τουλάχιστον σχηματίζουμε σωστή γνώμη για τα πράγματα, γιατί νομίζουμε ότι την πράξη δεν την βλάπτει η συζήτηση αλλά το να μην κατατοπιστεί κανείς πρώτα δια μέσου της συζήτησης σχετικά με ότι έχει πραχθεί. [2.40.3] Διότι και σε τούτο διαφέρουμε, καθώς οι ίδιοι είμαστε εξαιρετικά τολμηροί στην δράση και συγχρόνως μελετάμε οι ίδιοι κατά βάθος όσα πρόκειται να επιχειρήσουμε, ενώ στους άλλους αντίθετα η μεν αμάθεια -η άγνοια- γεννάει θράσος, η δε περίσκεψη ενδοιασμό -δισταγμό.
Όμως την πιο μεγάλη δύναμη ψυχής δίκαια κρίνεται πως την έχουν εκείνοι που γνωρίζουν ολοκάθαρα ποια είναι τα φοβερά, και πια τα ευχάριστα, και εντούτοις δεν υποχωρούν εξαιτίας αυτού μπροστά στους κινδύνους.
---------------------------------------------------------------
Σε αντίθεση προς τον ελληνικό πολιτισμό, η νεώτερη Δυτική φιλοσοφία θεωρεί ότι το άτομο προηγείται της κοινωνίας και αντιλαμβάνεται την 'κοινωνία' ως τεχνητό, θεσμικό δημιούργημα και όχι ως τύπο ψυχής. Θεωρίες όπως εκείνες του «κοινωνικού συμβολαίου» του Ρουσό, της κοινοκτημοσύνης του Μαρξ και, της εθνικής ενότητας του Χέγκελ επιχειρούν, επί τη βάσει κάποιου θεσμού (π.χ., ανάλογα με τη θεωρία, κοινωνική τάξη/κολεκτίβα/έθνος), να συνενώσουν μεταξύ τους άτομα σε μια μορφή κοινωνίας...
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ατομικισμός στη Δύση δεν έχει εκφραστεί μόνο με το πρόταγμα του λογισμού του φυσικού υποκειμένου, όπως λ.χ. έχει διαμορφωθεί από τον Καρτεσιανισμό και τον Καντιανισμό, αλλά έχει εκφραστεί και μέσω του Χεγκελιανού κοινοτισμού-εθνικισμού. Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Χέγκελ υπερέβη το υποκείμενο του γερμανικού ιδεαλισμού για να αναχθεί σε ποσοτικά μεγαλύτερο και, ως εκ τούτου, ασφαλέστερο υποκείμενο, το ιστορικό υποκείμενο, και όχι για να αναζητήσει μια αλήθεια που θα υπερβαίνει τη Χεγκελιανή 'ιδέα'.
---------------------------------------------------------------
Ο Καντ βλέπει το υποκείμενο ως έναν ηθικό φορέα που προϋπάρχει της κοινωνίας και οδηγείται από τον ηθικό νόμο, την κατηγορηματική προσταγή. Η χεγκελιανή φιλοσοφία απορρίπτει τη θεώρηση του υποκειμένου κατ' αυτόν τον τρόπο, δηλαδή απομονωμένο από την ιστορική κοινότητα που το συγκρότησε. Ενώ ο Κάντ θεωρούσε το απόλυτο ως την εντός του υποκειμένου ενότητα του προς το αντικείμενο, ο Χέγκελ θεωρεί ότι η ενότητα υποκειμένου και αντικειμένου πραγματώνεται διαλεκτικά τόσο στο ένα όσο και στο άλλο. Κατά αυτήν την έννοια, η ιστορία αναδεικνύεται ως απόλυτη αξία, και έτσι αφενός το πνεύμα στην ιστορική του διάσταση προσεγγίζεται νοησιαρχικά, αφετέρου το υποκείμενο και το αντικείμενο αποβαίνουν ιδεατά μεγέθη.
---------------------------------------------------------------
Ο Χέγκελ ονομάζει ιδέα το αληθές καθ' εαυτό και δι' εαυτό, και συγκεκριμένα την υλική πραγμάτωση της ιστορικής μορφής του πνεύματος, δηλαδή την απόλυτη ενότητα του ιστορικά σχηματισμένου πνεύματος και της πραγματικότητας. Πνεύμα, δε, στη φιλοσοφία του Χέγκελ, είναι το υποκείμενο που, μετά από την έξοδο του από τον εσωτερικό του κόσμο και την περιπέτεια του στον έξω κόσμο, επέστρεψε στον εαυτό του. Στο επίπεδο της ιστορίας, το Χεγκελιανό υποκείμενο υφίσταται ως 'λαός' και το πνεύμα του ως 'εθνικό πνεύμα'. Συνεπώς, ο άνθρωπος υπάρχει ως συνείδηση μέσα στο πλαίσιο της εθνικής κοινότητας, όπου, εναρμονιζόμενος με την κοινή για όλους ιστορική ανάγκη, προβαίνει σε αυτοκατάργηση της απροσδιοριστίας του πνεύματος, και έτσι υψώνεται σε καθολικό πνεύμα -δηλαδή για τον Χέγκελ, καθολικότητα σημαίνει ταύτιση του ατόμου με το έθνος και την ιστορία.
Στη Χεγκελιανή φιλοσοφία, ο Λόγος είναι η κίνηση του Πνεύματος, δηλαδή του ιστορικού μεγέθους που ονομάζεται 'εθνικό πνεύμα', προς την αυτοσυνειδησία του, και γι' αυτό αποτελεί γνώση μιας απολύτως ιστορικά προσδιορισμένης αλήθειας. Έτσι λοιπόν, εφόσον ο Χέγκελ έκανε την αλήθεια αμιγώς ιστορικό μέγεθος (ταύτισε τον Θέο με την ιστορία) και εφόσον ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να γνωρίζει την ιστορική αλήθεια, ο Χέγκελ αποφάνθηκε ότι αποκάλυψε την όντως αλήθεια και με περισσή αλαζονεία, διακήρυξε ότι η ανακάλυψη του σηματοδοτεί το τέλος της ιστορίας της φιλοσοφίας. Όμως, στη Χεγκελιανή φιλοσοφία, ο ίδιος ο άνθρωπος (ενώ γνωρίζει την ιστορία) δεν είναι 'ιστορία' (το έθνος είναι ιστορία), αλλά βρίσκεται αλλοτριωμένος στους κόλπους της ιστορίας, και γι' αυτό, στη Χεγκελιανή φιλοσοφία, ο άνθρωπος -τον οποίο ο Χριστιανισμός αναβίνασε σε ζώσα εικόνα Θεού- δεν γίνεται ο ίδιος αλήθεια. Η ζωή του ανθρώπου, ως ιστορικά προσδιορισμένη, αποβαίνει πορεία προς τον θάνατο και συνδέεται με τα ιστορικά φαινόμενα, ανεξαρτήτως των εσωτερικών βιωμάτων του ανθρώπου. Αυτή είναι η αναπόδραστη κατάληξη μιας φιλοσοφίας στην οποία η αλήθεια αποτελεί απλώς ιστορικό μέγεθος, και άρα αποβαίνει αναγκαστικά λογική, και στην οποία το ιστορικό γίγνεσθαι, ως αιτιοκρατικά προσδιορισμένο, δεν επιτρέπει ελευθερία στο Πνεύμα.
Στο πλαίσιο της Χεγκελιανής φιλοσοφίας, γίνεται μια μετάθεση του Δυτικού ατομικισμού από το επίπεδο του φυσικού υποκειμένου (το άτομο ως φυσική μονάδα του ανθρώπινου όντος) στο επίπεδο του έθνους (ως ποσοτικά μεγαλύτερου ατόμου, αλλά πάντως ατόμου). Επίσης, ακολουθώντας τη Χεγκελιανή φιλοσοφία, έστω και αντιστρέφοντας τη Χεγκελιανή διαλεκτική, χάριν του «επιστημονικού υλισμού», ο Κάρλ Μάρξ πρότεινε τη μετάθεση του Δυτικού ατομικισμού από το επίπεδο του έθνους στο επίπεδο της κοινωνικής τάξης, εισηγούμενος τη θεωρία των ταξικών συγκρούσεων.
---------------------------------------------------------------
...ο Μάρξ προτείνει μια 'πρακτική πολιτική στάση' και αντιτίθεται προς τη 'θεωρητική πολιτική στάση' (καθαρή φιλοσοφία), την οποία υποστήριζε ο Μπρούνο Μπάουερ. Αυτή η 'πρακτική' και 'υλοκρατική' κατεύθυνση της σκέψης του Μαρξ πηγάζει από το βιβλίο Προλεγόμενα στην Ιστοριογραφία το οποίο συνέγραψε ο Πολωνός ευγενής Αουγκουστ Φον Σιεσκόφσκι (August von Cieszkowski) το 1838. Ο Σιεσκόφσκι άνηκε στον κύκλο των Νέων Χεγκελιανών, όπου άνηκαν επίσης ο Μόζες Ες και ο Καρλ Μαρξ. Στο προαναφερθέν βιβλίο του ο Σιεσκόφσκι κήρυσσε το τέλος της θεωρητικής φιλοσοφίας και πρότεινε τον εναρμονισμό της Χεγκελιανής διαλεκτικής με ένα σχέδιο αλλαγής του κόσμου. Επίσης, η προώθηση μιας πρακτικής φιλοσοφίας απαντάται και στο βιβλίο Ιερή Ιστορία της Ανθρωπότητας που συνέγραψε ο Μόζες Ες το 1837. Υπό αυτές τις επιρροές, ο Καρλ Μαρξ απέρριψε την προνεωτερική μεταφυσική, η οποία εξασφάλιζε την αναφορά μιας πράξης σε έναν υπερβατικό σκοπό, και κατέληξε στον «επιστημονικό υλισμό».
---------------------------------------------------------------
Κανείς τους δεν υπερέβει ουσιαστικά τον Δυτικό ατομικισμό, ουσία του οποίου είναι η πεποίθηση πως η συνείδηση του υποκειμένου (οποιοδήποτε κι αν είναι αυτό το υποκείμενο: φυσικό άτομο, έθνος, κοινωνική τάξη) αποτελεί οντολογικώς επαρκές θεμέλιο της αλήθειας. Η θηριώδης μορφή των ατόμων του Χέγκελ, αποκαλύφθηκε ιστορικά από τα καθεστώτα του Χίτλερ και του Μουσολίνι, και η θηριώδης μορφή των ατόμων του Μάρξ αποκαλύφθηκε ιστορικά από το σοβιετικό καθεστώς... Τόσο στην περίπτωση της σοσιαλιστικής ισότητας όσο και στην περίπτωση της φιλελεύθερης ανισότητας/αξιοκρατίας, θεμέλιο της νομοθεσίας είναι το άτομο: στην μεν πρώτη περίπτωση (σοσιαλισμός), το άτομο δεσμεύεται στην αρχή της ισότητας με αστυνομικά μέτρα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση (φιλελευθερισμός), το άτομο αφήνεται να 'αυτοπραγματωθεί', αλλά και στις δύο αυτές περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με άτομα και με διαχείριση ατόμων, υπό την οντολογική και ηθική έννοια του όρου.
Από την άλλη πλευρά, η αρχαία ελληνική και μεσαιωνική ανθρωπολογία και κοινωνιολογία, αποκλείουν το ίδιο το 'ατομο' ως οντολογική κατηγορία (δηλαδή δεν νοείται καθαρό άτομο) και γι' αυτό κατανοούν την 'κοινωνία' ως τύπο ψυχής (και άρα ως πνευματική ενότητα) και όχι ως 'εταιρεία' [societas] ατόμων, τα οποία μπορούν να συμβιβαστούν μεταξύ τους αλλά δεν μπορούν να ενωθούν... Στην αρχαία ελληνική κοινωνία και στη μεσαιωνική κοινωνία, η κοινωνία είναι τύπος ψυχής, δηλαδή είναι η ιστορική εκδήλωση ανθρώπων οι οποίοι υπάρχουν μετέχοντας σε έναν υπερβατικό, καθολικό Λόγο και επίσης ο ένας στον άλλο ως ετερότητες-σε-αναφορά...
Το μεγάλο πρόβλημα της νεωτερικότητας είναι ότι τραυμάτισε βαθιά τον κοινωνητικό χαρακτήρα της ψυχής, γεννώντας το 'άτομο' και άρα, έβλαψε ουσιαστικά τη δυνατότητα της Δύσης να δημιουργεί 'κοινωνία'. Εξ ου και η Δύση, είτε παράγει φιλελευθερισμό, είτε παράγει κομμουνισμό, είτε παράγει φασισμό-εθνικοσοσιαλισμό, είναι ένας οντολογικά ανάπηρος πολιτισμός, διότι δεν έχει τις οντολογικές προϋποθέσεις να παράξει κοινωνία. Η επιδίωξη κοινωνικής ενότητας στη Δύση καταλήγει πάντοτε σε πολιτικό δεσποτισμό, εφόσον ο κοινωνητικός χαρακτήρας της Δυτικής ψυχής είναι βαριά τραυματισμένος, και γι' αυτό, για τα ανθρωπολογικά δεδομένα της Δύσης, είναι προτιμότερος (κατά το «μη χείρον βέλτιστον») ο φιλελευθερισμός, ως χαλαρός συνεταιρισμός ατόμων. Γι' αυτό, άλλωστε, ο φιλελευθερισμός νίκησε τον φασισμό και τον κομμουνισμό, αν και ο ίδιος είναι βαθιά νοσηρό σύστημα.
Απέναντι στην προαναφερθείσα τραγική πνευματική κατάσταση της Δύσης, ο Φρίντριχ Νίτσε, εγκαινιάζοντας τη μετανεωτερικότητα, όρθωσε μια ακραία βουλησιοκρατία συνδυασμένη με επιστημολογικό μηδενισμό, διότι παραμένοντας και ο ίδιος δέσμιος του Δυτικού ατομικισμού (δηλαδή της άρνησης της μετοχής του ανθρώπου σε έναν Λόγο υπερβατικό, έτσι όπως τον εννούν η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και οι Έλληνες Εκκλησιαστικοί Πατέρες), δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί με άλλον τρόπο από το να αποφανθεί, στο βιβλίο του Τάδε Έφη Ζαρατούστρα, ότι «ο Θεός πέθανε». Στη βουλησιοκρατία του Νίτσε, ο ανθρώπινος εγωισμός εκφράζεται όχι μέσω του λόγου, αλλά μέσω του ενστίκτου. Με αυτόν τον τρόπο, ο Νίτσε τονίζει την απόρριψη της αξίας των αξιών και συνεπακόλουθα δηλώνει ότι η θέληση για δύναμη είναι ανέφικτη αν δεν συνοδεύεται από μια ενέργεια που αποδομεί τα πάντα, υπό την έννοια ότι η συνείδηση που κυβερνάται από τη θέληση για δύναμη διαλέγει ατομικά την αλήθεια και έτσι δημιουργεί, αντί να υφίσταται, τις αξίες (αυτή η αποδομητική ενέργεια βρίσκεται στον πυρήνα των λεγόμενων μετανεωτερικών στοχαστών -βλ. λ.χ. Michel Foucault). Εν κατακλείδι, δια του κηρύγματος περί του θανάτου του Θεού και της μεταξίωσης των αξιών, κηρύσσεται επισήμως ο θάνατος της κοινωνίας στη Δύση.
Όσο περισσότερο συρρικνώνεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της ατομικής ψυχής τόσο περισσότερο τραυματική για την ανθρώπινη ψυχή αποβαίνει η ύπαρξη της μέσα στην κοινωνία, δηλαδή τόσο εντονότερα βιώνεται ο πολιτισμός ως πηγή δυστυχίας για την ατομική ψυχή, σύμφωνα με την ορολογία του Σίγκμουντ Φρόιντ. Η κοινωνική ψυχή... συνένωνε τους ανθρώπους σε κοινωνία βάσει του οράματος μιας καθολικής αλήθειας, αλλά... όταν η ψυχή μετατράπηκε, από ενέργεια κοινωνίας, σε σκέψη και ταυτίστηκε με την ατομική συνείδηση, ο Δυτικός πολιτισμός οδήγησε αφενός σε τεράστια συσσώρευση απωθημένων ορμών (αφού, η ψυχή, όσο περισσότερο ταυτίζεται με την ατομική συνείδηση, τόσο περισσότερο επώδυνα βιώνει την ένταξη της στην κοινωνία), αφετέρου σε τεράστιους αγώνες νομιμοποίησης των ατομικών ορμών (αφού, η ψυχή, όσο περισσότερο ταυτίζεται με την ατομική συνείδηση, τόσο περισσότερο εξατομικεύει την αλήθεια και αμφισβητεί κάθε αξία που δεν εδράζεται επί της ατομικής συνείδησης).
Το 'βάθος' που απέκτησε η Δυτική ψυχή με τη νεωτερικότητα και το οποίο εκφράζουν και διερευνούν η Δυτική μοντέρνα τέχνη και η ψυχανάλυση δεν είναι τίποτε άλλο από την ιδιοτέλεια. Αυτή η τραγωδία χωρίς κάθαρση και λύση κατέληξε στον μηδενισμό της μετανεωτερικότητας και στον μετα-ανθρώπινο μετα-φιλελευθερισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου